Τετάρτη, Ιουλίου 19, 2006

Άνθρωπος από καπνό

… κι αυτό το γαμημένο χρίτσι-χρίτσι ξύπνησε τον Ιντζέ. Θα βλαστήμαγε αλλά φοβήθηκε μην την ξυπνήσει. Τράβηξε αργά το χέρι κάτω από κεφάλι της -τι σκατά έκανε στα Β.Π.; Χρίτσι-χρίτσι, να δεις που κάποιος γρυλάκιας πάει να μπει –αυτό μας έλειπε τώρα. Ήταν και ξεβράκωτος - η άλλη δίπλα του, μια από τα ίδια. Σηκώθηκε χορευτικά (κάποιος Νουρέγιεφ με κρεμασμένο τσουτσούνι έτσι;).

Το σπίτι ήταν σκοτεινά ήσυχο -γι’ αυτό άκουσε τον θόρυβο. Κοίτα μαλακία τώρα –εκατό φορές είχε μπει σε ξένα σπίτια κι έφτασε η στιγμή να βρεθεί στη θέση του ιδιοκτήτη. Άμα τον έβρισκε δηλαδή στο σαλόνι τι να του έλεγε; Άσε κάτω τα πράματα πούστη; Φλάσαρε με αμερικάνικες ταινίες, ο ιδιοκτήτης κρατάει μπαστούνι του μπέιζμπολ και ορμάει στον κλέφτη. Ε ρε γέλια!

Κατέβηκε τη σκάλα, κάπου στη μέση θυμήθηκε ότι δεν είχε φορέσει σώβρακο αλλά βαριόταν να γυρίσει πίσω –συνέχισε πατώντας πάνω σε φανταστικά αυγά. Το σαλόνι ήταν γεμάτο άδεια κουτιά μπύρας, αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί. Εντόπισε τον θόρυβο –ερχόταν από την κουζίνα. Κόλλησε στον τοίχο και πλησίασε –ευτυχώς η πόρτα της κουζίνας ήταν μισάνοιχτη. Είχε και φως –πόσο πρωτάρης ήταν ο μαλάκας; Έπρεπε να οργανώσει σεμινάρια ειδίκευσης κάποια στιγμή -δεν γίνεται να κυκλοφορεί ο κάθε άσχετος στα ξένα σπίτια.. Κάποιος επαγγελματισμός ρε πούστη μου –είμαστε στην ενωμένη Ευρώπη πλέον!

Έπεσε με δύναμη στην πόρτα που υποχώρησε για να τον φέρει αγκαλιά με μια τονοσαλάτα. Πίσω ακριβώς, βρισκόταν ο χοντρός.

«Που πας ρε μαλάκα με το πουλί στο χέρι;», ρώτησε φτύνοντας μαρούλια ο χοντρός.

«Τι θες εδώ τέτοια ώρα;», μουρμούρισε ο Ιντζές.

«Τα’ παιξες; Εδώ δεν μένουμε όλοι;» τον κατατρόπωσε στο κορδόνι των ερωτήσεων ο χοντρός.

Εδώ έμεναν όλοι. Αυτός, ο χοντρός και η Εύα. Παρέα με τεντωμένα νεύρα και κλειστοφοβική διάθεση. Δική του απόφαση ήταν στο κάτω-κάτω. Από τη στιγμή που αποφάσισαν τη ληστεία δε γινόταν να χωρίσουν. Δεν είχε εμπιστοσύνη στον χοντρό –κατάλαβες; Ποιος ξέρει τι μαλακίες θα ξεφούρνιζε –πιωμένος σε κανένα κωλόμπαρο, ή για να πουλήσει μούρη στην πιάτσα. Μαντρωμένοι και οι τρεις –να’χουμε το κεφάλι μας ήσυχο αδερφέ. Όχι ότι τον πείραζε δηλαδή να μένει με την Εύα. Έξη μήνες που ήτανε μαζί, τον είχε φάει το πέρα-δώθε. Και επειδή το σπίτι του δεν ήταν για γκόμενες του επιπέδου της, έτρεχε κάθε φορά στα Β.Π. ‘Η σε ξενοδοχεία –τρισχειρότερα. Μωρέ μια χαρά του είχε κάτσει ο αναγκαστικός εγκλεισμός. Ο χοντρός μόνο να έλειπε.

Δηλαδή, όταν λέμε «χοντρός» δεν εννοούμε τίποτα τρομερό. Λίγα παραπάνω κιλά είχε ο άνθρωπος, του τα άφησε αμανάτι η αποχή από το γυμναστήριο. Μποντυμπιλντεράς πρώην ο χοντρός – με τις ενέσεις και τα χάπια στο καθημερινό μενού. Με προϋπηρεσία φουσκωτού σε σημαίνοντα πρόσωπα της νυχτερινής ζωής. Αλλά χέστης. Αν του κόλλαγες στα ίσα, αν δεν σε εντυπωσίαζε ο όγκος και η γράμμωση –έκανε πίσω ο χοντρός. Έλεγε πως φοβόταν μη σκοτώσει κανέναν. Ο Ιντζές ήξερε ότι απλώς φοβόταν.

Επέστρεψε στο κρεβάτι βρίζοντας. Η Εύα γύρισε και τον αγκάλιασε. Το ταβάνι τον κοίταζε επίμονα. Πάει ο ύπνος ρε πούστη μου. Παραμέρισε το χέρι της Εύας και στριφογύρισε στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Από μικρός είχε τη συνήθεια να κοιμάται μπρούμυτα. Με το χέρι κάτω από το μαξιλάρι –σε αναζήτηση κρύου σεντονιού. Αποφάσισε να σκεφτεί για τη ληστεία. Κάτι είχε ξεχάσει, ήταν σίγουρος. Ζωγράφισε μέσα στο κεφάλι του το σχεδιάγραμμα της τράπεζας. Σωστό ήταν και πλήρες –αρχιτεκτονικό σχέδιο κανονικό με τα βεσεδάκια μέσα. Υπολόγισε τους χρόνους. Για πάμε πάλι:

Μπουκάρουμε με τον χοντρό. Ο φρουρός ακινητοποιείται. 30 δεύτερα. Πάω στην ταμία. Ζητάω τα λεφτά. Μου τα δίνει. Αυτό θα μας πάρει 4 λεπτά, σύνολο. Την κάνουμε τρέχοντας. Άλλα 30 δεύτερα. Έχουμε, το λοιπόν, 5 λεπτά για να βρεθούμε έξω από την τράπεζα. Σε 30 δεύτερα έχουμε κάνει τον γύρο του τετραγώνου. Αφήνουμε τα λεφτά στο αμάξι της Εύας. Παίρνουμε μπουφάν μηχανής και κράνη. Εξαφανιζόμαστε προς διαφορετικές κατευθύνσεις.

Τι μπορεί να πάει στραβά; Το αυτοκίνητο θα είναι παρκαρισμένο από το προηγούμενο βράδυ. Κι αν δεν υπάρχει άδειος χώρος; Υπάρχει. Τσεκαρισμένο αυτό. Οι μηχανές θα είναι παρκαρισμένες κάτω από το πεζοδρόμιο -300 μέτρα από το αυτοκίνητο. Από πριν κι αυτές. Όλα καλά μέχρι εδώ.

Κι αν κάνει καμιά μαλακία ο φύλακας; Αποκλείεται. Οι φύλακες δεν κουνιούνται ποτέ. Ειδικά αυτοί από τις ιδιωτικές εταιρείες. Αν ενεργοποιηθεί ο συναγερμός; Στ’ αρχίδια μας –σε 5 λεπτά, τίποτα δεν μπορεί να έρθει μέχρι την τράπεζα. Κι αν αποφασίσει κανένας πελάτης να το παίξει κυνηγός ληστών; Δεν πρόκειται. Η τράπεζα έχει φιμέ τζάμια. Θα τους εξηγήσει πως, όποιος βγει νωρίτερα από 10 λεπτά θα τη φάει στα μούτρα από τον συνεργάτη-φάντασμα που παραμονεύει απέξω. Πολλά είναι τα 10 λεπτά. Θα τα κάνει 5.

Άυπνος μια ακόμα φορά. Να την έπεφτε στην Εύα για ένα στα γρήγορα; Μπα –την τελευταία φορά που το έκανε, τσακώθηκαν. Η Εύα ξυπνούσε πάντα κακόκεφη. Της έπαιρνε κανένα εικοσάλεπτο να αποκτήσει επαφή με τον έξω κόσμο. Άστο καλύτερα.

Άρχισε να κοιμάται έναν ύπνο μισό, σα μαστούρα που την ακούς σιγά-σιγά. Με το μισό κεφάλι έβλεπε το δωμάτιο γύρω του και με το άλλο μισό ονειρευόταν. Ήταν πάνω στο άσπρο άλογο. 17 χρονών, Τρίτη Λυκείου, το είχε δει μέσα σε ένα παρκαρισμένο φορτηγό το άσπρο άλογο. Λυπήθηκε το ζωντανό που κλώτσαγε ένα γύρω, άνοιξε την κλειδαριά με κατσαβίδι και το άφησε ελεύθερο. Αλλά το άλογο δεν έφυγε. Το καβάλησε χωρίς σέλα ο Ιντζές, αγκάλιασε τον λαιμό του και το άλογο ξεκίνησε. Ήταν καλό ζώο. Αγανάκτησε βέβαια, μέχρι να το πάει σπίτι του, αλλά στο τέλος τα κατάφερε. Το κράτησε ένα μήνα. Καβάλα σ’ αυτό πήγαινε να δώσει Πανελλαδικές. Όχι ότι θα πέρναγε πουθενά, έτσι; Για το χαβαλέ πήγαινε –και έδενε σαν καουμπόης το άλογο στο καπνιστήριο του Λυκείου –δίπλα στα παρκαρισμένα μηχανάκια. Μέχρι που τον είδαν κάτι μπάτσοι και του το πήραν το άλογο. Ευτυχώς δεν είχε κάνει μήνυση ο ιδιοκτήτης –νόμισε πως το άλογο έσπασε την κλειδαριά με κλωτσιές.

Ήτανε καβάλα στο άσπρο άλογο λοιπόν. Και περνούσε έξω από την Ευελπίδων γιατί είχε μια ακόμα δίκη. Περνούσε μέσα από προαύλια φυλακών –Αλικαρνασσός ήταν; Κέρκυρα ήταν; Δεν ξεχώριζε καλά. Περνούσε δίπλα από το μαλάκα τον Μιχαλάκη που χαιρετούσε με τη ζώνη του παντελονιού περασμένη στο μπράτσο. Σε κάποια φάση είδε τον Τάκη να παίζει κλίμακες στην κιθάρα –μέσα από ένα μισάνοιχτο παράθυρο. Πριν προλάβει να χαιρετήσει, το άλογο τον είχε φτάσει στην τράπεζα. Η ταμίας τον περίμενε με κάτι σακούλες στη μέση του δρόμου, αλλά η τράπεζα ήταν τίγκα στους μπάτσους. Κατέβηκε από το άλογο, παραμέρισε την ταμία και πήγε προς την τράπεζα. Οι μπάτσοι τον σημάδευαν με αυτόματα κι αυτός προχωρούσε. Κάτι του φώναξε η ταμίας. Δεν την άκουσε. Του ξαναφώναξε.

«Ο Λεωνίδας είναι στο τηλέφωνο».

Τι; Πετάχτηκε και το κινητό τον βρήκε στο σαγόνι. Πίσω από το κινητό ήταν η χερούκλα του Χοντρού. Χάζευε σαν ηλίθιος την Εύα που ξυπνούσε προσπαθώντας να σκεπαστεί. Ήταν και οι δυο τους γυμνοί γαμώτο!

«Τι θες ρε μαλάκα πάνω απ’ το κεφάλι μου;»

«Ο Λεωνίδας …»

«Στ’ αρχίδια μου ρε ζώο. Γιατί δε χτύπαγες την πόρτα;»

«Για να μη σας ξυπνήσω».

Τι να του πεις του χοντρού. Ήταν αφοπλιστικά ηλίθιος –κάτι τέτοιους είναι καλύτερα να τους σκοτώνεις πριν μιλήσουν. Μετά, ήταν αργά. Άρπαξε το κινητό.

«Βγες έξω ρε γαμημένε. Έλα Λεό. Τι παίζει αδερφέ;»

«Σε πήρα για τα διαβατήρια αγόρι μου», είπε η τσιριχτή φωνή μέσα από το κινητό.

«Όλα καλά;»

«Όχι. Σκάλωσε η δουλειά με τον Καλλιτέχνη και πρέπει να βρω άλλους να τα φτιάξουν. Οπότε αλλάζει η τιμή».

Ο Ιντζές σηκώθηκε. Η Εύα τον κοίταζε με 10 κιλά αίμα σε κάθε μάτι. Έπρεπε να δείξει ότι ελέγχει ακόμα την κατάσταση.

«Τι παπαριές μου λες τώρα; Άμα θέλαμε να βρούμε άλλους δεν θα ερχόμασταν σε σένα. Για τον Καλλιτέχνη ήρθαμε. Αν δεν μπορείς –ξέχασέ το. Η δουλειά χαλάει.»

«Ρε φιλαράκι –μην ξηγιέσαι. Και οι άλλοι καλοί είναι. Αφού σου είπα …»

«Αρχίδια μου είπες. Πέντε χιλιάρικα για τρία διαβατήρια από τον Καλλιτέχνη. Αύριο. Ή έτσι ή τίποτα.»

«Μα …»

«Κόφτο. Έρχομαι και τα παίρνω αύριο ή έρχομαι και σε πηδάω αύριο. Ξηγημένοι;»

«Σιγά ρε. Μίλα καλά!»

Ο Ιντζές χτύπησε το πακέτο και τίναξε ένα Camel. Το μπλόκαρε στον αέρα, με τα χείλια. Άσε που το άναψε κιόλας. Μαγκιά! Τον έκανε να αισθάνεται σίγουρος.

«Λεό, είχαμε μια συμφωνία. Αν αλλάζουμε τις συμφωνίες γαμιέται το σύμπαν. Το έχει πει και ο Κοέλιο. Ξέρεις ποιος είναι ο Κοέλιο;»

«Πιωμένος είσαι ρε πρωινιάτικα; Τέλος πάντων. Κάντα έξη τα χιλιαρικάκια και θα καθαρίσω εγώ με τον Καλλιτέχνη.»

«Δεν τάχω ρε».

«Θα τα βρεις εσύ. Είσαι μορφωμένο παιδί. Ξέρεις και τον Κονένιο. Έξη χιλιαρικάκια και μεθαύριο θα είναι έτοιμα».

Ο Ιντζές το σκέφτηκε. Ήξερε από την αρχή πως ο Λεωνίδας ήταν μεγάλο αρχίδι. Πρώην νταβατζής, κάποτε η πιάτσα τον έτρεμε. Τώρα είχε πέσει πολύ –μια καφετέρια που πάλευε να μοιάσει σε κωλόμπαρο και μια πουτάνα που έψαχνε τυφλούς πελάτες. Είχε γίνει πλεονέκτης ο Λεωνίδας, σίγουρα θα τους δημιουργούσε πρόβλημα. Αλλά ακόμα η φάση ελεγχόταν.

«Τι έγινε;» τον ρώτησε η Εύα.

«Ο μαλάκας ο Λεωνίδας. Θα μας καθυστερήσει μια μέρα», προτίμησε να κοιτάζει το αγαπημένο του ταβάνι όσο της εξηγούσε.

«Δεν είναι καλό αυτό», συννέφιασε η Εύα.

«Ελέγχεται η κατάσταση», προσπάθησε να κόψει την κουβέντα ο Ιντζές.

«Είσαι σίγουρος;»

Τι να της πει τώρα; Γιατί τον μπλόκαρε έτσι η γκόμενα –γαμώ το Αρσάκειό της μέσα!

Ξεκίνησε να ντύνεται. Η Εύα απλά γύρισε πλευρό. Και η ώρα ήταν μόλις 5 το πρωί ...

δυο μέρες πριν από τη ληστεία.

Κατέβηκε στο σαλόνι. Πήρε να συμμαζεύει πριν φτιάξει καφέ. Δεν άντεχε την ακαταστασία. Ο χοντρός κάπνιζε χαζεύοντας κάτι γκόμενες που γδυνόντουσαν στην τηλεόραση. Από κάτω έγραφε –πάρε μας τώρα και τις δυο στο 090 … Έπρεπε κάτι να γίνει με τον χοντρό.

Πέταξε τα άδεια κουτιά στον σκουπιδοτενεκέ και έφτιαξε καφέ. Μετά κάθισε δίπλα στον χοντρό. Του έκλεισε και την τηλεόραση –ο χοντρός νευρίασε.

«Χοντρέ, κάνεις μαλακίες».

Ο χοντρός τον κοίταξε απορημένος.

«Χοντρέ κάνεις μαλακίες –στο ξαναλέω. Τα έχεις γράψει όλα στ’ αρχίδια σου, χαλβαδιάζεις γκόμενες στην τηλεόραση και ψάχνεις ευκαιρία να πάρεις μάτι την Εύα. Δεν μπορείς να περιμένεις ρε γαμημένε; Σε δυο μέρες θα έχουμε τόσα φράγκα που θα πήξεις στο μουνί. Τόσο δύσκολο είναι δηλαδή να περιμένεις;»

Ο χοντρός πήγε κάτι να πει αλλά το μετάνιωσε. Κοίταξε τον καφέ του Ιντζέ και σηκώθηκε να φτιάξει δικόν του. Ο Ιντζές άναψε τσιγάρο. Άνοιξε και την τηλεόραση –έψαχνε να βρει ειδήσεις. Βρήκε. Τροπολογία για τα αυθαίρετα στη Βουλή. Στ’ αρχίδια του. Το δικό του σπίτι ήταν αυθαίρετο αλλά είχε φως-νερό-τηλέφωνο εδώ και 5 εκλογές. Σάλος με τη νέα τουρκική πρόκληση. Σοκ με δηλώσεις Υπουργού. Έτοιμος ήταν να το κλείσει το γαμώκουτο –αλλά είδε να περνάει τρέιλερ η είδηση που έψαχνε. 24ωρη απεργία έχουν προγραμματίσει για την Πέμπτη τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Είχε την πληροφορία από ένα κολλητάρι που δούλευε τρολεατζής. Σ’ αυτή στηρίχτηκε για τη μέρα της ληστείας. Αν είχαν απεργία τα λεωφορεία θα γινόταν της πουτάνας παντού. Πανικός κι ομίχλη. Μια βδομάδα θα έκαναν οι μπάτσοι να φτάσουν μέχρι την τράπεζα.

Η Εύα κατέβηκε αμίλητη, έφτιαξε καφέ σκυθρωπή και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, συννεφιασμένη. Ο χοντρός πήγε να καθίσει απέναντί της αλλά το μετάνιωσε. Τσίμπησε ένα αδέσποτο Playboy και εξαφανίστηκε παρέα με τον καφέ του στην τουαλέτα. Ο Ιντζές σηκώθηκε και βγήκε στον κήπο. Έσκαγε.

Άραξε σε μια σκεβρωμένη πολυθρόνα μπαμπού και έπιασε να στρίβει κάποιο τρίφυλλο. Ηρεμία, αυτοσυγκέντρωση και προσεκτικές κινήσεις. Μύριζε ήδη τα φράγκα –μέχρι το βάρος από τις σακούλες είχε νιώσει. Μην το γαμήσουμε τώρα. Αλλά να πάρουν τα διαβατήρια μετά τη ληστεία; Τι γκαντεμιά ρε πούστη μου!

Στις πρώτες τζούρες ήρθε δίπλα του η Εύα. Την κοίταξε αναποφάσιστος. Είχε περάσει το νταουνιασμένο εικοσάλεπτό της; Έκανε πάσα το τσιγάρο αλλά αυτή το αγνόησε. Δεν είχε περάσει το εικοσάλεπτο. Γάμησέ τα.

«Πότε θα έχουμε τα διαβατήρια;»

«Εντάξει. Μεθαύριο».

«Τι;»

«Μην τρελαίνεσαι. Θα τα πάρουμε μετά τη ληστεία».

«Ποιος;»

«Όποιος. Τι βιδώνεσαι τώρα; Πεταγόμαστε με τις μηχανές και τα παίρνουμε».

«Κι αν μας κάνει καμιά μαλακία ο Λεωνίδας;»

«Τι σημασία έχει ρε Εύα; Αν μας την κάνει –μας κρέμασε. Τι σημασία έχει αν είναι σήμερα, αύριο ή μεθαύριο; Έτσι κι αλλιώς διαβατήρια δεν μπορούμε να βγάλουμε από αλλού».

Την κοίταξε. Αυτή πάλι -όχι. Ήταν απασχολημένη με ένα κλαράκι λεμονιάς. Το ξεφλούδιζε με τα νύχια της και πάλευε να το κάνει μυτερό. Δεν έλεγε κουβέντα. Κάτι τέτοια του σπάγανε άγρια τον πούτσο του Ιντζέ. Αλλά προτίμησε να κάνει μόκο.

«Θα βγω έξω», είπε η Εύα στο κλαράκι.

«Που θα πας;»

«Θα βγω».

Ο Ιντζές τράβηξε μια γερή τζούρα που του πέταξε τα μάτια έξω. Καλύτερα αυτό παρά να την πλάκωνε στα χαστούκια. Μετά έμεινε ακίνητος, ατέλειωτος κάτω από τα σύννεφα. Ούτε που κούνησε τα βλέφαρα όταν αυτή άνοιξε την αυλόπορτα. Στο μισάωρο ανακάλυψε πως ο χοντρός τον χάζευε πίσω από την πλάτη του. Δεν τον έβλεπε, αλλά άκουγε την ανάσα του. Μαλάκα χοντρέ!

«Θα βγω έξω, μην τολμήσεις να το κουνήσεις από το σπίτι σε γάμησα. Εντάξει;» του φώναξε καθώς σηκωνόταν.

«Νάρθω μαζί σου;» ρώτησε το παιδάκι που κρυβόταν μέσα στο σώμα του χοντρού.

«Να κάτσεις εδώ. Κάποιος πρέπει να προσέχει το σπίτι και τα όπλα , κόπανε».

Ο Ιντζές ήταν ήδη έξω. Σκέφτηκε να βουτήξει κανένα παρκαρισμένο για να κατέβει Κέντρο από τα Β.Π. αλλά δεν το έκανε. Θες γυρεύεις, να μας τσιμπήσουν πριν τη ληστεία; Λεωφορείο –να δει και καμιά μούρη, μήπως ξεκολλήσει. Έτσι βρέθηκε στη στάση. Αυτός. Γιατί το λεωφορείο δεν έλεγε να εμφανιστεί. Στη μισή ώρα αποφάσισε πως αρκετά είχε δει τον κόσμο. Την έκανε με πηδηχτά βήματα, κοκαλιάρης και μακρύς σαν παπουτσωμένος καπνός.

Η Εύα μπήκε στο κτίριο που βρώμαγε μελάνι. Δεν ήταν η πρώτη φορά –περίμενε υπομονετικά το ασανσέρ και χάθηκε σε διαδρόμους με παρατημένα παλιά γραφεία. Μέχρι να φτάσει στο γραφείο 315. Στάθηκε λίγο στην ανοιχτή πόρτα. Τρία άτομα πατικωμένα. Δίπλα στο παράθυρο ο προϊστάμενος. Η Εύα τον κοίταξε επίμονα. Αυτός κοιμόταν όρθιος –ή μάλλον καθιστός. Δεν πήρε χαμπάρι. Η Εύα πήγε στο διπλανό του γραφείο. Ο υπάλληλος τη γνώριζε. Αντάλλαξαν χαρτιά και πληροφορίες. Την έστειλαν μετά στο Πρωτόκολλο και πάλι πίσω. Τίποτα δεν γινόταν αλλά η Εύα αδιαφορούσε. Πάλευε με αυτή τη γαμημένη σύνταξη του πατέρα της δυο χρόνια τώρα. Άκρη δεν έβγαινε, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν είχε και σημασία. Έφυγε κοιτάζοντας κρυφά τον προϊστάμενο.

«Ωραία γκόμενα», είπε ο υπάλληλος που την εξυπηρετούσε χαζεύοντας την να απομακρύνεται στο διάδρομο.

«Γκομενάρα» είπε ο άλλος «δε συμφωνείτε κύριε προϊστάμενε;»

«Τι;» ο προϊστάμενος σήκωσε το κεφάλι από τη χαρτούρα. Οι άλλοι δύο γέλασαν.

«Αλλού γι’ αλλού», είπαν με ένα στόμα.

Ο προϊστάμενος χαμογέλασε αμήχανα και ξαναχώθηκε στα χαρτιά του.

Ο Ιντζές καθόταν στο πίσω κάθισμα ενός ταξί. Πήγαιναν στο κέντρο. Κάθε μποτιλιαρισμένο μέτρο που πέρναγε –έπεφτε, σαν λέπι ψαριού, η αποστείρωση των Β.Π. Ήθελε να πιει καφέ στην πλατεία, αλλά είπε στον ταρίφα να τον αφήσει Χ. Τρικούπη.

Περπατούσε τους πεζόδρομους χαζεύοντας τους γραμμένους τοίχους. «Και τα λόγια των προφητών είναι γραμμένα στους τοίχους του υπόγειου σιδηρόδρομου», έλεγε ο Σάιμον με τον Γκαρφούνκελ. Καλά παιδιά. Εβραίος, πούστης και κουμμουνιστής –τα τρία κακά της μοίρας του ο ένας, αλλά καλά παιδιά γενικώς. Ο Ιντζές γέλαγε με την κουλτούρα που τον έπιασε.

Στην πλατεία σαχλαμάρισε κανένα δεκάλεπτο με τον Μαοϊκό τον περιπτερά και χύθηκε σε μια πλαστική καρέκλα. Στο άγαλμα έπαιζαν κάποια γυφτάκια. Κάποτε έβρισκες γνωστούς εδώ πριν προλάβεις ν΄ανάψεις τσιγάρο. Τώρα, αν πετύχεις κανέναν από τους παλιούς, γίνεται πρώτο θέμα στις ειδήσεις. Ο Ιντζές ήξερε πως θα άφηνε τη μέρα να περάσει αραχτός στην πλατεία. Δίπλα του μάζευαν τα σκουπίδια. Έπρεπε να το γυρίσει σε μπύρες σύντομα.

Η Εύα οδηγούσε την κόκκινη BMW στο μποτιλιάρισμα. Δεν είχε αλλάξει ακόμα την άδεια –το αυτοκίνητο ανήκε σε έναν θείο της χαμένο προ εικοσαετίας. Το είχε φέρει από τη Γερμανία –δούλευε σε μια στρατιωτική υπηρεσία του ΝΑΤΟ. Μετά χάθηκε στη Μανίλα –μάλλον τον καθάρισε κανένας νταβατζής, αλλά η Εύα πάντα τον σκεφτόταν σαν τον υπερκατάσκοπο των δύο ηπείρων. Της την έσπαγε ο Ιντζές. Εντάξει, είχε πλάκα και ήταν αρκετά πρωτότυπος στα γκομενικά, αλλά ήταν λαϊκός. Η Εύα είχε τον ξετσίπωτο μεγαλοαστισμό των γονιών της -μικρόβιο για το οποίο χρόνια έψαχνε αντιβίωση. Είχε και κάτι ενοίκια από διαμερίσματα, αλλά αυτά δεν έφταναν πια ούτε για τα βασικά. Τον Ιντζέ τον γνώρισε από κάτι φίλους, ψευτοκουλτουριάρηδες, που το έπαιζαν περιθώριο. Όταν τον πρωτοείδε μαζί τους ήταν σίγουρη –ο τύπος τους μαδούσε κανονικά επειδή είχε κάνει φυλακή και έμενε σε υποβαθμισμένη συνοικία. Του την έπεσε σχεδόν από το πρώτο βράδυ.

Αυτή ήταν που του έβαλε την ιδέα της ληστείας. Δεν ήταν δύσκολο να γίνει και είχε καλό σχέδιο διαφυγής. Ένας παιδικός της φίλος (βασικά, ένας λιγούρης γκόμενος που τρωγόταν χρόνια να την πηδήξει) δούλευε σε κρουαζιερόπλοιο. Θα τους έκλεινε εισιτήρια –φράγκα και κρουαζιέρα, σκέφτεσαι τίποτα καλύτερο; Μπορεί να ξαναγύριζαν Ελλάδα, όταν σιγουρεύονταν πως είχαν ησυχάσει τα πράγματα. Η Εύα οδηγούσε χαλαρά, έψαχνε ένα συγκεκριμένο ταξί στην πιάτσα της Γλυφάδας. Δεν ήταν εκεί. Δεν πείραζε, θα περίμενε.

Ο Ιντζές είχε αποβλακωθεί από τον ήλιο. Αλλά βαριόταν να αλλάξει θέση. Δεν άντεχε καν να διώξει τους μαύρους με τα CD. Μόνο ένα κοριτσάκι με λουλούδια μωβ, νεκροταφείου, άντεξε να κοντράρει. «Εγώ να το πάρω το τριαντάφυλλο αλλά σε ποιόν να το δώσω; Βλέπεις κανέναν άλλον μαζί μου;». Μετά θα πρέπει να αποκοιμήθηκε με ανοιχτά μάτια.

Η Εύα τον βρήκε μετά από ώρες. Ο ταρίφας τη γνώριζε από παλιά –τον είχε κλείσει η συχωρεμένη η μάνα της για να την πηγαινοφέρνει στο Ωδείο. Δεν θα της χάλαγε χατίρι –από μικρή τη γούσταρε κι αυτή το ήξερε. Άφηνε τη φούστα της να σηκώνεται κάθε φορά που καθόταν στο μπροστινό κάθισμα κι αυτός το εκτιμούσε. Τίποτα περισσότερο όμως. Θα γινόταν. Συγκεκριμένη ώρα στο συγκεκριμένο μέρος. Θα τράκαρε το αυτοκίνητο όπως ακριβώς του ζητούσε. Οι ζημιές πληρωμένες από αυτή. Και ένα καλό ποσόν έξτρα. Το δύσκολο ήταν που έπρεπε να στείλει κόσμο στο νοσοκομείο. Αλλά θα γινόταν.

Γύρισαν περίπου την ίδια ώρα στο σπίτι. Η Εύα πάρκαρε τρία τετράγωνα μακριά και ο Ιντζές κατέβηκε από το ταξί στην πλατεία, 500 μέτρα απόσταση. Ήθελε να ξενερώσει, το κεφάλι του γύριζε από ήλιο και αναθυμιάσεις μπύρας. Είχε αρχίσει να νυχτώνει.

Στο σαλόνι δεν μιλούσαν. Κανένας. Ευτυχώς που ο χοντρός είχε ανοίξει τηλεόραση και χάζευε μια ταινία για την Μαφία. Του κώλου. Η ταινία –όχι η Μαφία.

«Πεινάς;»ρώτησε η Εύα.

«Σαν πούστης», πετάχτηκε ο χοντρός.

«Ποιος σε ρώτησε εσένα ρε;» πετάχτηκε ο Ιντζές.

«Αλλιώτικα πεινάνε οι πούστηδες ρε χοντρέ;» γέλασε η Εύα.

Γέλασαν. Όχι πολύ. Μόνο όσο ένιωθαν ότι είναι απαραίτητο για να αποκαταστήσουν το βασικό επίπεδο επικοινωνίας. Ο χοντρός προσφέρθηκε να φέρει φαγητό απ’ έξω. Του έδωσαν λεφτά και τον ξεφορτώθηκαν για λίγο.

«Δεν είμαστε καλά, έτσι;» είπε ο Ιντζές.

«Είναι η ένταση. Όταν πάρουμε τα χρήματα, θα ηρεμήσουμε».

Ο Ιντζες το σκέφτηκε. Είχε δίκιο φυσικά. Την πήρε αγκαλιά κι αυτή ένιωθε σαν καλώδιο σε βρεγμένα δάχτυλα. Σκεφτόταν αν ήταν απαραίτητο να πηδηχτούν απόψε. Και ο Ιντζές σκεφτόταν αν θα βοηθούσε ένα πήδημα απόψε. Θα βοηθούσε σίγουρα τον χοντρό. Από όλες τις απόψεις.

Έφαγαν αμίλητοι, παρακολουθώντας μαλακισμένες ταινίες να εναλλάσσονται με κοινότυπα σήριαλ. Ήπιαν κιόλας –αλλά όχι πολύ. Κάπνισαν και κάτι τσιγάρα για να τους πιάσει ο ύπνος. Εκεί στους καναπέδες τους βρήκε κοιμισμένους το πρωί …

μια μέρα πριν τη ληστεία.

Ξύπνησαν πιασμένοι και ιδρωμένοι. Αλλά κυκλοφορούσε κάποια οικειότητα στον αέρα. Ήταν που είχαν κοιμηθεί παρέα. Ο Ιντζές πήρε χαμπάρι τον χοντρό που είχε αλλάξει θέση στον καναπέ –είχε βάλει πλάτη την τηλεόραση για να έχει φάτσα το φόρεμα της Εύας. Αλλά δεν το έκανε θέμα.

Η Εύα έκρυψε γρήγορα την πρωινή της κατήφεια και έφτιαξε πρωινό. Έπλυνε και τα δόντια της μέχρι να γίνει ο καφές –στον καθρέφτη την χαιρέτησε η ηλικία με τις μαύρες της σακούλες.

Κόντευε να μεσημεριάσει όταν έβγαλαν τα όπλα από τα σακ βουαγιάζ. Δυο κοντόκανες καραμπίνες και ένα περίστροφο. Τα είχε πάρει ο Ιντζες από κάτι Ρώσους. Έλυσαν τα όπλα μαζί με τον χοντρό, τα λάδωσαν και τα καθάρισαν. Η Εύα τους κοίταζε καπνίζοντας. Ο Ιντζές ήξερε την ερώτησή της,

«Πες το ρε», την ενθάρρυνε.

«Έχετε ξαναχρησιμοποιήσει όπλα;»

Ο χοντρός έκανε μια εφετζίδικη κίνηση και παραλίγο να χάσει τη σκανδάλη.

«Εγώ ναι. Σου πετυχαίνω ότι μου ζητήσεις και όχι μόνο», είπε.

Ο Ιντζές δεν μίλησε. Ήξερε πως ο χοντρός έλεγε παπαριές. Γι’ αυτό και στο όπλο που έδενε, είχε φροντίσει να σπάσει την ασφάλεια. Η ακίδα κουνιόταν πέρα-δώθε αλλά η ασφάλεια έμενε κλειστή. Δεν είχε καμιά όρεξη να αρχίσουν τους πυροβολισμούς. Άσε που με τη μαλακία του χοντρού, το πιο πιθανό ήταν να σκοτώσει κανέναν από αυτούς πριν φτάσουν στην τράπεζα.

«Εσύ;», επέμεινε η Εύα.

«Δεν ξέρω πολλά από όπλα αλλά δεν χρειάζεται. Δεν τα κουβαλάμε για να τα χρησιμοποιήσουμε. Κατάλαβες χοντρέ; Κατάλαβα να λες. Δεν πρόκειται να ρίξουμε εκτός αν μας έχουν μαντρώσει οι μπάτσοι. Και πάλι μαλακία θα είναι δηλαδή. Η οπλοκατοχή από την οπλοχρησία έχουν 8 χρονάκια διαφορά. Να μην πω για το φόνο. Στον αέρα κι αυτό μόνο αν δε γίνεται αλλιώς. Καταλάβαμε όλοι;» ο Ιντζές κοίταζε τον χοντρό.

«Πάω για χέσιμο», είπε αυτός, παρατώντας το όπλο σε κακά χάλια.

Ο Ιντζές βρήκε την ευκαιρία να περιποιηθεί την κοντόκανη που άφησε παρατημένη ο χοντρός. Ήθελε προσοχή, αυτό θα ήταν το δικό του όπλο. Αχρείαστο –αλλά αν τους μάντρωναν οι μπάτσοι θα τους γαμούσε τη μάνα. Δεν ξαναπήγαινε φυλακή. Την τελευταία φορά κόντεψε να καταλήξει πρεζόνι εκεί μέσα. Καλύτερα να τον σκότωναν. Η Εύα το είδε στα μάτια του.

«Είπες ψέματα πριν -έτσι; Και από όπλα ξέρεις και θα ρίξεις αν στριμωχτείς»

«Εσένα δεν σε κόφτει αυτό. Εσύ θα είσαι έξω κι αν στραβώσουν τα πράγματα θα εξαφανιστείς».

«Νομίζεις ότι μόνο αυτό με νοιάζει;»

«Τι άλλο;»

«Εσύ»

«Γάμησέ μας ρε Εύα».

Σηκώθηκε και τίναξε ένα τσιγάρο από το μαλακό πακέτο Camel. Το έπιασε στον αέρα με τα χείλια του. Τον χαλάρωναν κάτι τέτοιες μαλακίες. Και τον έβγαζαν από τη δύσκολη θέση.

«Δεν με πιστεύεις έτσι;» συνέχισε εκείνη.

«Όταν παίζουν φράγκα δεν πιστεύω ούτε τη μάνα μου την ίδια. Κάτσε να τα πάρουμε και θα έχεις όλον τον καιρό να μου δείξεις αν νοιάζεσαι για μένα. Θα είναι και πιο εύκολο κιόλας -αραχτοί στις σεζ λόνγκ με τα κοκτέλια μας. Αλλά μέχρι τότε ... Και τέλος πάντων, κάνουμε κάποια δουλειά έτσι; Κι αν σε ξαναδώ να φεύγεις όπως το πρωί θα σου ανοίξω το κεφάλι στα δύο πριν προλάβεις να φτάσεις στην πόρτα. Συνεννοηθήκαμε;»

Η Εύα άνοιξε την τσάντα της και άρχισε να ψάχνει το βερνίκι νυχιών. Έτσι έκανε από μικρή όταν της έβαζαν τις φωνές. Μαζευόταν και άλλαζε φάση για να σταματήσει τον φόβο.

Ο Ιντζές νευρίασε. Δε γούσταρε να απειλεί γυναίκες. Και δεν γούσταρε να απειλεί αυτή τη γυναίκα. Από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε, ήξερε πως θα τον ρήμαζε. Ολοσχερώς. Και με τέτοιες γυναίκες κάνεις τα πάντα -εκτός από δουλειά. Αλλά φαγώθηκε να ληστέψουν την τράπεζα. Και το σχέδιό της ήταν καλό. Τι να έκανε; Στην τελική ανάλυση δεν πρέπει να αφήνουμε κάποιες προκαταλήψεις να εμποδίζουν την εξέλιξη της καριέρας μας –σωστά; Γέλασε με τη μαλακία του και ξέχασε τα νεύρα. Έτσι ήταν ο Ιντζές. Ξεκόλλαγε γρήγορα –βρισκόταν αλλού πριν καν φτάσει εδώ. Πουθενάς με λίγα λόγια.

Άνοιξαν πάλι τηλεόραση αλλά αυτή τη φορά δεν δούλεψε το κόλπο. Τα μυαλά ήταν αλλού. Μέχρι και ο χοντρός σηκώθηκε για την κουζίνα και βρέθηκε να βολτάρει αφηρημένα στην τραπεζαρία. Η Εύα το έβλεπε στον αέρα. Σπασμένα νεύρα από την αναμονή. Κι αυτή ήταν στα ίδια –αλλά το κοντρόλαρε.

«Δεν πάμε άλλη μια το σχέδιο;» πρότεινε.

Το πήγαν. Για την ακρίβεια το πέρασε μια επανάληψη ο Ιντζές αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Όσο μιλούσε τόσο σιγουρευόταν. Το σχέδιο ήταν χάλια. Έμπαζε από όλες τις πάντες. Θα τους μάγκωναν πριν κάνουν την παραμικρή κίνηση.

«Τέλεια. Δεν φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα. Αύριο τέτοια ώρα θα είμαστε πλούσιοι», είπε η Εύα.

Δεν έπεισε κανέναν. Ο Ιντζές κι ο χοντρός είχαν παγωμένα χέρια και ανήσυχα μάτια. Κάτι έπρεπε να γίνει.

«Νομίζω πως χρειαζόμαστε κάτι να μας ηρεμήσει. Δεν πας μέχρι την Αλίκη που έχει φέρει καινούργιο πράμα; Άκουσα πως είναι σούπερ», είπε η Εύα στον Ιντζέ.

Η Αλίκη ήταν ένας κοκαλιάρης –πρώην φρικιό που είχε κάψει το μισό μυαλό του από τα πολλά τριπάκια. Με το άλλο μισό, ντίλαρε. Ο Ιντζές το σκέφτηκε. Πάνω από μια ώρα πήγαινε-έλα. Δε γούσταρε, αλλά η Εύα είχε δίκιο. Έπρεπε να χαλαρώσουν. Κι αν έστελνε τον χοντρό –χέστα. Ο μαλάκας ήταν ικανός να παραδοθεί στους μπάτσους στην πρώτη γωνία.

«Μέσα. Θα πάρω το αυτοκίνητό σου», της είπε.

Κάτι δεν του άρεσε, αλλά τίποτα δεν του άρεσε τις τελευταίες μέρες. Άντε να τελειώνουν. Άλλαξε μπλουζάκι και την έκανε χοροπηδώντας. Από άγχος μάλλον.

Η Εύα τον έβλεπε να φεύγει από το μπροστινό παράθυρο. Περίμενε εκεί -5 λεπτά, ίσως παραπάνω. Μετά γύρισε στο σαλόνι. Ο χοντρός έπαιζε με τα κανάλια της τηλεόρασης.

«Τι γίνεται χοντρέ; Όλα καλά;» ρώτησε.

Ο χοντρός μούγκρισε και την κοίταξε.

«Τι κοιτάς ρε μαλάκα χοντρέ; Αφού γουστάρεις να με πηδήξεις και το ξέρω. Κάντο τώρα που έχουμε λίγο χρόνο».

Ο χοντρός έπαθε αποπληξία. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, οπότε η Εύα αναγκάστηκε να τον πλησιάσει αυτή. Και να κάνει όλη, σχεδόν, τη δουλειά. Δεν πήρε πάνω από τέταρτο –μαζί με τα προκαταρκτικά.

Ο Ιντζές σκεφτόταν. Όχι κάτι συγκεκριμένο, αλλά σκεφτόταν. Κόντεψε μάλιστα να χάσει το σπίτι της Αλίκης –αναγκάστηκε να κάνει αναστροφή την τελευταία στιγμή.

Χτύπησε το κουδούνι, η Αλίκη ήταν χάλια, της είχαν κλέψει πράμα από την καβάντζα και γκρίνιαζε.

«Οι αλήτες -αλλά φταίω εγώ που τους βάζω σπίτι μου. Δεν είναι να έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν σήμερα. Τους βρίσκεις λιώμα στο δρόμο, κάνεις το καλό και σε πηδάνε στο τέλος. Τα τσογλάνια».

Του πούλησε ένα λιβάνι εγγυημένο –έτσι είπε. Ο Ιντζές ήταν εντελώς αλλού. Μέχρι και λάθος χρήματα έδωσε.

Στην έξοδο έπεσε πάνω σε έναν πιτσιρικά –φοιτητής μάλλον. Ο πιτσιρικάς ήταν φοβισμένος –κοίταζε γύρω του περιμένοντας διαστημικούς μπάτσους να σκάσουν από την οροφή. Στη μέση της σκάλας ο Ιντζές τον σκούντηξε τυχαία και του έφαγε το πορτοφόλι. Ο πιτσιρικάς δεν κατάλαβε τίποτα. Είχε φτάσει στην έξοδο της πολυκατοικίας ο Ιντζές και τότε μόνο σταμάτησε. Πέταξε το πορτοφόλι στο πάτωμα. Ο πιτσιρικάς χτυπούσε ήδη το κουδούνι της Αλίκης.

«Φίλε, εσένα σου έπεσε αυτό;» φώναξε.

Ο πιτσιρικάς γύρισε, έτοιμος να λιποθυμίσει. Είδε το πορτοφόλι του ανάμεσα στα αθλητικά του Ιντζέ και τσακίστηκε να το μαζέψει.

«Ευχαααστώ», ξέπνοο.

«Δεν κάνει τίποτα», γέλασε ο Ιντζές και βγήκε από την σιδερένια εξώπορτα. Ρε τον πιτσιρίκο! Πλάκα είχε. Αλλά δεν γινόταν να το κρατήσει το πορτοφόλι ο Ιντζές. Ποτέ δεν κάνεις δουλειά πριν από τη Δουλειά. Για να ξαναβρεί την παρθενιά του ο οργανισμός. Όση έχει απομείνει έτσι; Έξω από το σπίτι περίμενε μια όμορφη πιτσιρίκα. Βρε τον άτιμο! Sex and drugs. Μέχρι εκεί. Για rocknroll δεν τον έκοβε.

Οδήγησε στην επιστροφή χαλαρός. Ο πιτσιρικάς του είχε φτιάξει το κέφι. Τελικά, μπορεί και να πήγαιναν όλα καλά. Έφτασε μέχρι το κανονισμένο σημείο και πάρκαρε το αυτοκίνητο. Είχε μπόλικες θέσεις η περιοχή, τώρα που τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Όλα θα πήγαιναν καλά. Περπάτησε μέχρι εκεί που είχαν παρκάρει τις μηχανές. Ήταν στη θέση τους. Τις έβαλε μπροστά –ξεκινούσαν με τη μία. Όλα πήγαιναν καλά. Πήρε ταξί για το σπίτι. Τον άφησε –δυο τετράγωνα απόσταση και η νύχτα φαινόταν τόσο ήρεμη όσο αυτός.

Η Εύα μοσχοβολούσε στο σπίτι. Είχε μια μανία με τα μπάνια αυτή η γυναίκα! Ο χοντρός ήταν εξαφανισμένος. Είχε πάει να κοιμηθεί –του είπε η Εύα. Αψυχολόγητος ο χοντρός –εντελώς. Μαλακίες αψυχολόγητος. Θα είχε πάει να τον παίξει μέχρι να λιώσει. Άστον, καλύτερα έτσι.

Κάπνισαν με την Εύα. Ένιωσαν ωραία –χαλαροί. Στο cd player είχε ξεμείνει το Smoke, από τους Ben Folds Five. Ο Ιντζές υπολόγισε πως θα πρέπει να το άκουγε αιώνες πίσω –συνεχόμενα. «Here's an evening dark with shame/ Throw it on the fire/ here's the time I took the blame/ Throw it on the fire/ Here's the time we didn't speak/ it seemed for years and years/ Here's a secret/ No one will ever know the/ reasons for the tears/ They are smoke/ Where do all the secrets live/ They travel in the air/You can smell them when they burn/ They travel»

Ανέβηκαν στο δωμάτιό τους και πηδήχτηκαν περίεργα. Η Εύα ήταν αλλιώτικη, αφοσιωμένη. Σ’ αυτό και σ’ αυτόν. Τον κοιτούσε ο βυθός μέσα από τα μάτια της. Άλλος άνθρωπος θα πνιγόταν μαγεμένος, αλλά ο Ιντζές είχε μάθει να σκορπίζει στον αέρα. Κοιμήθηκαν σχεδόν αμέσως μετά. Ο Ιντζές πετάχτηκε σε κάποια φάση –ιδρωμένος. Κάποιος του είχε περάσει χειροπέδες –αδύνατο να κουνήσει τα χέρια του. Οι καρποί του πονούσαν. Τινάχτηκε απότομα και βρέθηκε καθιστός στο κρεβάτι. Μαλακίες –μια χαρά ήταν. Τα χέρια του είχαν κοκκινίσει , αλλά οι χειροπέδες έμειναν στο όνειρο. Γύρισε μπρούμυτα, με το χέρι κάτω από το μαξιλάρι περιμένοντας να φτάσει …

η μέρα της ληστείας

Ήταν απρόσμενα έτοιμοι. Ξύπνησαν αξημέρωτα. Ντύθηκαν αμίλητοι. Έδειχναν σίγουροι. Ξεκίνησαν στις 8:30. Ο χοντρός κρατούσε το σακ βουαγιάζ με τα όπλα και ο Ιντζές προχωρούσε 10 μέτρα πίσω τους. Έμοιαζε να βαριέται –αλλά δεν ήταν έτσι. Όταν στάμπαρε το αυτοκίνητο που ήθελε, τους άφησε να ξεμακρύνουν. Έβαλε γάντια και άνοιξε τον σουγιά του. Χρειάστηκε λιγότερο από ένα λεπτό για να σακατέψει την κλειδαριά. Το αυτοκίνητο δεν είχε συναγερμό, αλλά περίμενε λίγο πριν μπει μέσα. Έσκυψε στο δάπεδο και διέλυσε το πλαστικό καπάκι που του έκρυβε το καλώδιο της μίζας. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε αργά -ο Ιντζές έλεγξε τη βενζίνη στο ταμπλό.

Μάζεψε τους υπόλοιπους, εκατό μέτρα πιο κάτω. Έφυγαν τηρώντας σχολαστικά τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας.

Έφτασαν στην τράπεζα στις 9:17. Πεντακόσια μέτρα πριν, είχε αλλάξει θέση με την Εύα στο τιμόνι. Όσο οδηγούσε, αυτός και ο χοντρός έβαλαν τις μαύρες κουκούλες και χαμήλωσαν τα κεφάλια –για να μην φαίνονται από τα τζάμια. Η Εύα έκοψε έξω από την τράπεζα. Πετάχτηκαν έξω, όσο επιβράδυνε, με τις καραμπίνες στα χέρια. Το περίστροφο θα έμενε στην Εύα. Δεν την κοίταξαν καν καθώς έστριβε φουριόζα στη διασταύρωση. Έπρεπε να παρατήσει το αυτοκίνητο στη μέση της λεωφόρου και να τρέξει μέχρι την BMW.

Ο χοντρός έπεσε σαν σακί με πατάτες πάνω στη γυάλινη πόρτα. Βόγκηξε κιόλας αλλά η πόρτα άνοιξε. Ο φύλακας πετάχτηκε –αλλά τίποτα περισσότερο. Ο χοντρός τον σημάδευε ήδη.

«Μην κουνηθεί κανείς γαμώ την Παναγία μου!», φώναξε ο Ιντζές.

Ο χοντρός ακούμπησε την καραμπίνα στο στήθος του φρουρού που δεν είχε προλάβει καν να σηκωθεί από την καρέκλα. Η τράπεζα είχε μόλις τρεις πελάτες και δυο κακομοίρηδες σε γραφεία. Μόνο μια ταμίας υπήρχε. Ο Ιντζές διέσχισε την αίθουσα με τρία πηδηχτά βήματα . Οι πελάτες χέστηκαν πάνω τους καθώς περνούσε αλλά δεν κουνήθηκαν. Ο χοντρός ήδη μάζευε τον φρουρό και τους υπαλλήλους στην απέναντι γωνία.

Ο Ιντζές πήδηξε το πλαϊνό διαχωριστικό και βρέθηκε δίπλα στην ταμία. Αυτή ούρλιαξε. Το κουμπί του συναγερμού ήταν εκεί.

«Μην το πατήσεις», της είπε σιγά ο Ιντζές. Τίναξε το χέρι του για να πέσει το σακ βουαγιάζ στο πάτωμα.

«Γέμισέ το γρήγορα!» φώναξε.

Η ταμίας τσακίστηκε να τον εξυπηρετήσει. Άδειαζε το χρηματοκιβώτιο και μετέφερε τις δεσμίδες.

«Πιο γρήγορα!»

Ο Ιντζές πρώτα το άκουσε και μετά το κατάλαβε. Ένα ξερό κλικ που βγήκε παρέα με το «μην κουνιέσαι μαλάκα!». Ο χοντρός τα είχε παίξει ήδη. Η καραμπίνα έδειχνε τον φρουρό που είχε κλειστά μάτια. Οι πελάτες ούρλιαξαν. Η ταμίας σταμάτησε.

«ΓΡΗΓΟΡΑ ΓΑΜΩΤΟ!», ο Ιντζές έσπρωξε τις τελευταίες δεσμίδες και έκλεισε βιαστικά το φερμουάρ. Πήδηξε έξω από το διαχωριστικό και οπισθοχώρησε προς την πόρτα.

«Θα έρθεις μαλάκα;» φώναξε στον χοντρό που κοιτούσε αμήχανα την καραμπίνα του. Ο μαλάκας ξύπνησε απότομα και τον ακολούθησε.

«ΕΝΑΣ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΑΠΕΞΩ ΓΙΑ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ. ΑΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΝΑ ΒΓΕΙ ΤΗΝ ΓΑΜΗΣΕ ΚΑΡΓΙΟΛΗΔΕΣ», φώναξε ο Ιντζές. Μαλακία ρε γαμώτο. Πέντε λεπτά έπρεπε να πει.

Κλώτσησαν την πόρτα και το έβαλαν στα πόδια. Έστριψαν στη γωνία σαν καρτούν και βρέθηκαν στο αυτοκίνητο της Εύας. Τους περίμενε με ανοιχτή την πίσω πόρτα. Άφησαν το σακ βουαγιάζ, πέταξαν τις μάσκες στο πεζοδρόμιο και φόρεσαν τα μπουφάν μηχανής. Μέσα τους, έκρυψαν τις καραμπίνες. Μάλλον δεν τους πήρε είδηση κανείς.

Η Εύα τους άφησε στο πεζοδρόμιο –ο Ιντζές έφυγε από αριστερά και ο χοντρός από δεξιά. Πήγαιναν για τις μηχανές, δυο ήρεμοι τύποι με τα κράνη στα χέρια.

Ο χοντρός έτρεχε. Ο χοντρός δεν ήταν ήρεμος! Ο Ιντζές βλαστήμησε. Το σχέδιο ήταν να πάει πρώτα αυτός στη μηχανή –αλλά ο χοντρός είχε ήδη φτάσει. Ανέβηκε τρεκλίζοντας και γύρισε το κλειδί. Η μηχανή δεν έκανε τίποτα. Αλλά έκαναν δυο τύποι που πετάχτηκαν από τα τραπεζάκια της διπλανής καφετέριας και καπάκωσαν τον χοντρό.

Κόσμος έβγαινε ουρλιάζοντας από την πόρτα της τράπεζας. Ο Ιντζές αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Θα έφευγε με τα πόδια. Ο χοντρός ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν το ψάρι καθώς του γύριζαν τα χέρια πίσω από την πλάτη. Οι πρώτες σειρήνες ακούγονταν ήδη. Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να γίνει για τον χοντρό.

Ο Ιντζές πέρασε τον δρόμο ήσυχα. Απομακρυνόταν. Απέναντι τον περίμεναν δυο μαλάκες με τζιν πουκάμισα. Μην ψαρώνεις. Δεν έχει πίσω. Εκεί κρατάνε τον χοντρό. Πέρνα από μέσα τους. Σαν τον καπνό.

Ο Ιντζές έφτασε μπροστά τους. Τον κοίταζαν καθώς ερχόταν άνετος. Χαμογελούσαν αμήχανα κιόλας. Ο Ιντζές τους άπλωσε τα χέρια πλησιάζοντας. Μπλόκαραν. Όχι πολύ –αρκετά όμως για να τους πετάξει πάνω στον τοίχο ο Ιντζές. Γύρισε πλάτη και το έβαλε στα πόδια. Δεν υπήρχαν άλλοι μέχρι τη γωνία. Αλλά στη γωνία υπήρχε ένας. Εμφανίστηκε απότομα και τράκαρε με τον Ιντζέ. Κύλησαν στο δρόμο με τα κεφάλια δίπλα σε ρόδες αυτοκινήτων. Ο Ιντζές του έβρισε τη μάνα καθώς έβγαζε την καραμπίνα μέσα από το μπουφάν. Όπλισε όσο γύριζε ανάσκελα.

Το δάχτυλό του τράβηξε στη σκανδάλη ενώ η κάνη σημάδευε τον αέρα. Και πάλι δεν έγινε τίποτα. Το όπλο δεν δούλευε –τόσο απλά! Προσπάθησε να σηκωθεί αργά. Δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί. Ήταν χαμένος. Έπεσαν επάνω του και άρχισαν να τον χτυπάνε. Πρόλαβε να μετρήσει εφτά. Έρχονταν από παντού. Έβαλε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο, διπλώθηκε σε στάση εμβρύου και τα παράτησε. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε.

Τον σήκωσαν όρθιο όταν βαρέθηκαν να κλωτσάνε. Χέρια τον τραβούσαν προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αλλά πρόλαβε να δει την κόκκινη BMW της Εύας να περνάει το φανάρι προς τη λεωφόρο. Έβλεπε το πίσω τζάμι –μόνο. Το αυτοκίνητο χάθηκε όταν άναψε πράσινο.

Θα έβαζε τα κλάματα αν δεν φοβόταν μη γίνει ρεζίλι.

28 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

sorry_girl είπε...

Χι ιζ μπαααααακ!!!!
Πολύ τα γουστάρω τα κακά τέλη!
Mboy άξιζε η αναμονή των ημερών...!

The Motorcycle boy είπε...

Πολύ γρήγορα διαβάζεις εσύ! Το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο γιατί κολλάει με το άλλο ποστ και είχα κάτι απορίες να μου λύσω.
Υ.Γ.: Ευτυχώς ξεμπέρδεψα -κακό σπυρί μου είχε γίνει το πακετάκι των δύο. Ευχαριστώ πάντως.

Eu-aggelos είπε...

re mas douleyeis?mia evdomada ekanes na to grapseis kai twra prepei emeis na to diavasoume egkaira giati savvato feygoyme gia diakopes.kanonise na aksizei!
filia re!

Unknown είπε...

όντως έχεις δει πολύ Νικολαίδη.
Σου πάνε οι διάλογοι,αλλά κόφτους λίγο-ελάχιστα,γιατί κουράζουν λίγο,και χάνεις(χύνεις πήγα να γράψω,σόρρυ)τη ροή,αλλά στα κείμενά σου δένουν.Για μένα έτσι;
Έχω δώσει κι εγώ μια παραγγελιά.
Άντε γράψε κάτι και για την έρμη την Τσέρυ που δεν την αγαπάει κανείς!(Κλαψ,λυγμ)

The Motorcycle boy είπε...

Δεν προλάβαινα ρε Ευ-άγγελε, άσε που το βαριόμουνα κιόλας.
cherry για τον Νικολαϊδη έχεις απόλυτο δίκιο. Το γέμισα το ποστάκι και έβαλα και αναφορά σε βιβλίο του (αν τη βρεις θα τρομάξω -στ' αλήθεια).
Με τους διαλόγους συμβαίνει το εξής: ξεκινάω κάθε φορά να το πιάσω από διαφορετική οπτική -στο στυλ του πρωταγωνιστή αλλά το χάνω (λόγω συνδιασμού ανικανότητας και βαρεμάρας) οπότε το ρίχνω σε διαλόγους για να ξεμπερδέψω. Έχω κι ένα πρόβλημα με τη γαμω-ροή που δεν μπορεί να είναι πολύ πυκνή γιατί θα γίνει το ποστ σα μακαρόνι. Χέστα (και όχι χύστα) κι άστα δηλαδή.
Πάντως, επειδή ποστάρω και δεν συγγράφω γουστάρω τις παρατηρήσεις που κάνεις. Γι' αυτό και θα την κανονίσω την παραγγελιά (ένα πλατεία με απ΄όλα στο 4). Έχω και κάτι έτοιμο από παλιά.
Υ.Γ.: Γκρίνιες κι εσύ; Ρε μέχρι τον Godot ναύτη σου πόσταρα -αμάν!

Unknown είπε...

ναύτης βγηκε στη στεριά αλλά όχι για περιπολία,μάγκα μου αναστέναξε όλη η παραλία..
γιατί μόνο εσύ θα έχεις το χρυσό στη γκρίνια;
γκρινιάζω τόσο καλά και εκνευριστικά που μπορώ να στείλω κόσμο στο άσυλο.Γι αυτό και δεν το κάνω!

The Motorcycle boy είπε...

Καλά ρε μην απειλείς. Στρώνομαι να στο γράψω το κομμάτι.

Unknown είπε...

δεν απειλώ ρε!παρακαλώ ευγενικά,σαν κορίτσι καλής ανατροφής και μεσαίας τάξης που είμαι.

Λίτσα είπε...

Star Wars το κάναμε: πρώτα το τέλος, μετά η αρχή. Αλλά, ΟΚ, σταθερή αξία. Μόνο να μην ξαναδιαβάσω/ξανακούσω τη λέξη κρουαζιερόπλοιο για λίγο - μπορώ;
Καλά, κάνε την παραγγελιά της Cherry, αλλά τους διαλόγους μην τους πειράζεις - δεν είναι σχοινοτενείς. Εξισορροπούν μια χαρά το ρυθμό της αφήγησης. Αν τους περικόψεις/περιορίσεις, θα πρέπει ν' αλλάξεις ρυθμό στα αφηγηματικά μέρη.

The Motorcycle boy είπε...

Δεν θα το γλιτώσω το ψυχιατρείο. Νομίζω πως μου χρειάζονται διακοπές. Μια κρουαζίερα με κανένα πλοίο ίσως; Ουπς, συγνώμη.

Unknown είπε...

ακόμα και τα βλαμμένα στο μάθημα σε ένα συμφωνούσαν για μένα-μπορεί σε μερικούς να μην άρεσε ο τρόπος γραφής μου αλλά όλοι ζητούσαν τη γνώμη μου γιατί έλεγαν πως η άποψή μου στα γραπτά είναι dead on που λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι.
Βέβαια η Λίτσα έχει ένα δίκιο.Σου πάνε.Και δύσκολα πάνε οι διάλογοι,εδώ Νομπελίστες τους αποφεύγουν γιατί είναι μανίκι κι εσύ τους παίζεις στα κρινοδάχτυλά σου.
Ας τις διακοπές και γράψε και κανά σενάριο να μας βρίσκεται να πάρει τα πάνω του ο έρμος ο ελληνικός σινεμάς που είναι στα Τάρταρα.
¨οχι τίποτε άλλο,να κάνω κι εγώ ένα βωβό κάμεο που γράφω κιόλας στην κάμερα.
Ε;Ε;(Τι ψωνάρα που είμαι..)
Α,και γυμνό κάμω.

Unknown είπε...

(Αυτό και αν ήταν απειλή!)

Eu-aggelos είπε...

το διαβασα!επρεπε απο μονοι μας να καταλαβουμε οτι σχετιζεται με το προηγουμενο ποστ;εγω το καταλαβα οταν διαβασα το σχολιο σου.Ή θα μας το υπενθυμιζεις ή θα τα γραφεις πιο κοντα χρονικα.δικιο δεν εχω;
κατα τα αλλα μου αρεσε πολυ οπως παντα.
φιλια

ZissisPap είπε...

Αν είναι να πληρώνω μία ώρα στο ίντερνετ καφέ για να διαβάσω την σεντονιάδα που έχει μόνο τρείς αράδες σεξ...
Τι να πω...
Χάλασε ο κόσμος...
Το έχουμε ξαναπεί, θέλουμε τέλος απρόβλεπτο...
Κατά τα άλλα τρέχει το στόρυ και οι διάλογοι βελτιώνονται συνέχεια!
Σεξ περισσότερο σεξ...
Καλοκαίρι πράγμα :)

Eu-aggelos είπε...

Ρε τι εχετε πάθει όλοι με τους διαλογους του..θα του δημιουργησετε κανα κομπλεξ αν δε το εχει ηδη το ατομο.μη τους ακους ρε boy.keep up the good work!

The Motorcycle boy είπε...

Ρε cherry τι σενάρια μου λες; Βαριέμαι να γράψω πάνω από 10 σελίδες (αυτό νομίζω το καταλαβαίνεις καλύτερα από όλους). Αλλά για να ικανοποιήσω και αυτή σου την επιθυμία (λάστιχο έχω γίνει ο άθρωπας) έφερα μεταγραφή τον summertime. Δες και πες.
sigmund επαναλαμβάνω -έφερα τον summertime γιατί εσείς το ζητήσατε. Καλύπτω και τη δική σου επιθυμία λοιπόν (και μάλιστα πριν την πεις).
Για απρόβλεπτο τέλος χρειάζεται μυαλό που δεν διαθέτω.
Ρε ευ-άγγελε το έγραψα στο bloghood οτι είναι συνέχεια παλιότερου ποστ. Μην αγχώνεσαι -δεν κομπλάρω από παρατηρήσεις. Για την ακρίβεια αυτές οι παρατηρήσεις είναι ένας από τους λόγους που τα ποστάρω αντί να τα κρατάω για την πάρτη μου (ή να ψάχνω τις εκδοτικές).
cherry καμέο και γυμνό; Θα σε ενδιέφερε ίσως να μάθεις πως είχαν ζητήσει από τον summertime να κάνει ένα σενάριο για ταινία σχετικά με τη δεκαετία του '80, τα συγκροτήματα κ.λ.π.
Υ.Γ.: Και δεν μασάμε από απειλές -χε, χε

Summertime είπε...

Motorcycle Boy
χαίρομαι πολύ που σε γνώρισα. γράφεις πολύ καλά. μην ενδίδεις όμως στις ιαχές του κοινού για σεξ ή για περισσότερο σιρόπι τσέρι. κάνε ότι σου βγαίνει. είναι ο μόνος τρόπος αυτό που θα δημιουργήσεις να λειτουργήσει απελευθερωτικά - πριν απ' όλους για ΄σένα τον ίδιο.

The Motorcycle boy είπε...

Κάνω οτι μπορώ αδερφέ. Απλά δεν έχω δυνατή ομάδα για τα εκτός έδρας. Το πρόβλημα είναι ακριβώς οτι, μάλλον, ξεφορτώνομαι πράγματα γράφοντάς τα -πολλά από τα οποία δεν μου αρέσουν καθόλου. Οπότε δεν μπορώ να λειτουργήσω αλλιώς, ακόμα κι αν το ήθελα. Παλιότερα έλεγα πως το γράψιμο είναι σαν το χέσιμο. Κάπως έτσι.
Πάντως, αν δουν τα δικά σου ποστ θα σταματήσουν να μου ζητάνε αυτά που ήδη έχεις εσύ (τι διάολο -τζάμπα έσκασα τόσα φράγκα να σε κάνω μεταγραφή).

marquee de mud είπε...

καλα κανω εγω και δι8αβαζω πρωτα τα σχολια.

μονο τρεις αραδες σεξ; καλα το τυπωνω και θα το διαβασω κατω απο κανα αρμυρικι αν καταφερω να φυγω ποτε απο τουτο τον γ....νο τοπο που λεγεται γραφειο. φετος εννοω.

The Motorcycle boy είπε...

Βρε, σαν τα χιόνια (τον Αύγουστο)! Που είσαι εσύ ρε; Έχε χάρη που φεύγουμε στο τέλος της βδομάδας για διακοπές. Έχω ράμματα για τη γούνα σου όταν γυρίσω ...

homelessMontresor είπε...

Afhnes na fanei to telos apo thn arxh. Profanws eixes kp logo. Mexri k o Intzes to katalabe alla pali proxwrhse!
Kata ta alla h afhghsh polu kalh k zwntanh opws panta!

The Motorcycle boy είπε...

Montressor αφού το τέλος υπήρχε ήδη από την προηγούμενη ιστορία βρε.
Άσωτε, να πακετώνεται η γκόμενα; Συγνώμη αλλά δεν είμαι καλός στην επιστημονική φαντασία. Χάπι έντς σπάνια υπάρχουν -δεν φταίω εγώ.

mmg είπε...

naikalaxesemas.agapw grapta sou-agapw & to tilerama-BUT.
nasoupw geroparalymene,ti tis ekanes tis anatropes pou mas eixes kalomathei?
personaly,zadore dialogous sou.

havekyrfaaaaaaaaan :)))))))

marquee de mud είπε...

καλα να περασετε οπου κι αν πατε.

εγω ελαβα μηνυμα και απαντησα. δεν ξερω αν ελαβες εσυ.

The Motorcycle boy είπε...

mmg έφτιαξα ήδη ένα ανατρεπόμενο για να μη γκρινιάζεις.
marquee έλαβα, αλλά χαρτί γιατρού σκαναρισμένο δεν πήρα. Άντε, να την δικαιολογήσουμε την απουσία -αλλά μην την ξανακοπανήσεις όταν γυρίσουμε 'ντάξει;

mmg είπε...

apprc8:)

The Motorcycle boy είπε...

Και παραδόσεις κατ' οίκον κάνουμε και μπάζα μεταφέρουμε. Παίζουμε και μονά-ζυγά.

mmg είπε...

ta vlepw

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι