Παρασκευή, Αυγούστου 18, 2006

Σιχαμένο, κίτρινο, φως

Πάνε 22 χρόνια από τότε που συνάντησα, για πρώτη φορά, τον Λυκάνθρωπο. Και κοντεύουν 18 χρόνια από τότε που τον είδα για τελευταία φορά. Έκανα, θυμάμαι, κοπάνες από το φροντιστήριο στην Κάνιγγος και τρύπωνα στα Εξάρχεια, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να μυρίσω το κλίμα της πλατείας. Ήμουνα ψαρωμένος και φιλομαθής. Ο καλύτερος στόχος για δούλεμα, από τους σταθερούς της πλατείας δηλαδή.

Την είχα πέσει στο παγκάκι πίσω από το άγαλμα, θυμάμαι, για να μην έχω «πλάτη» τους φρίκουλες που είχαν παραταχθεί στο χωμάτινο πρώην γκαζόν, με μπύρες και γιαούρτια. Φορούσα ένα ξεφτιλισμένο πουκάμισο με μεγάλους γιακάδες και φωσφοριζέ κουμπιά, δώρο των βλαχο-αμερικάνων θείων μου κι ανησυχούσα για το πώς βγαίνει το γιαούρτι από το νάυλον. Αλλά δεν κουνούσα από το παγκάκι, σκαρφαλωμένος και αχόρταγος για ιστορίες, που θα έλεγα με ύφος μπλαζέ την άλλη μέρα στο σχολείο. Επειδή είχα φάει κόλλημα με την κομπίνα που επαναλάμβαναν οι φρίκουλες –ο ένας ζητούσε τσιγάρο από τα περαστικά ζευγαράκια κι ο άλλος τους φέρμαρε το γιαούρτι από πίσω –δεν πήρα χαμπάρι ότι κάποιος κάθισε δίπλα μου. Και θ’ αργούσα να το καταλάβω αν δεν ήταν η μυρωδιά. Μπόχα κανονική δηλαδή. Σα ν’ αδειάζανε μπουκάλια μπύρας στο νεροχύτη –γύρισα κι έφαγα φρίκη κανονική. Γιατί μαζί με τη μυρωδιά καθόταν ένας τεράστιος, με κόκκινα μούσια, λασπωμένα μαλλιά και τρύπια ρούχα, απ’ αυτά που ο σκουπιδιάρης δεν αγγίζει χωρίς προστατευτικά γάντια.

Τον κοίταξα, δεν μου έδωσε σημασία –είπα να την κάνω, αλλά ο τέρας μίλησε:

«Έχεις;»

Ωραία μπλέξαμε, σκέφτηκα. Δεν το είπα όμως.

«Τι να’χω;» μουρμούρισα.

«Ό,τι», βρυχήθηκε.

Εκείνη τη στιγμή παρακαλούσα για κανένα δροσερό γιαουρτάκι που θα με γλίτωνε από τον κύριο Τρομακτικό. Αλλά τα γιαούρτια είναι σαν τα λεωφορεία –ποτέ δεν έρχονται στην ώρα τους.

«Έχω τσιγάρα. Θέλεις;» του κούνησα διστακτικά το πακέτο.

«Αυτό μόνο νάναι …» είπε, όσο καθόταν να του ανάψω το τσιγάρο. Μόνο που το είπε σε κάποιον δίπλα του, που δεν υπήρχε. Όχι πως με πείραζε –χέστηκα στην τελική –εγώ ήθελα απλά να τον ξεφορτωθώ. Μέχρι που το προσπάθησα κιόλας.

«Λοιπόν, εγώ την κάνω» είπα όρθιος και αποφασισμένος.

«Για που;» αναρωτήθηκε μόνος του.

Γέλασα χαζά κι άρχισα να απομακρύνομαι. Στη μέση της πλατείας είδα πως οι φρίκουλες είχαν πάρει χαμπάρι τον κουρελή.

«Λυκάνθρωπε σου’ ρχεται!» φώναζαν και ο αέρας μύρισε ξινισμένο γάλα. Δυο γιαούρτια τον πέτυχαν -μάλλον τον ξάφνιασαν γιατί έπεσε τα πλακάκια και άρχισε να ουρλιάζει. Για λίγο, μετά συνήλθε και άρχισε να γλύφει τα απομεινάρια στο πρόσωπό του. Τον κοίταζα όσο έκανε το ίδιο και με τα πεσμένα κεσεδάκια πλάι του. Μετά κατηφόρισα τη Θεμιστοκλέους ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω μου. Μακάρι να μην τον ξαναπετύχαινα τον φρικαλέο.

Desperado γιατί δεν λογικεύεσαι;/ Είσαι εκεί έξω, πηδάς φράχτες τόσον καιρό τώρα/ περνιέσαι για σκληρός;/ Ξέρω πως έχεις τους λόγους σου,/ αλλά εκείνα τα πράγματα που σ΄ευχαριστούν/ μπορούν να σε βλάψουν, να το ξέρεις.

Πρέπει να σηκώσω την καταπακτή. Μπαίνει ο ήλιος και σφηνώνει το σίδερο. Γιατί μπαίνει ο ήλιος; Μπαίνει ο ήλιος και δεν μπορώ να δω αν έρχεται η Λίνα μου. Πόσο πια θα κάνει να γυρίσει από το μπακάλικο; Μπορεί να την έστειλα και για τσιγάρα –το μπακάλικο δεν έχει τσιγάρα. Την έστειλα για τσιγάρα; Να ψαχτώ –δεν έχω τσιγάρα, την έστειλα για τσιγάρα. Καλύτερα να πάω να τη βρω. Άργησε. Που να έχει ξεχαστεί η Λίνα μου; Πουτάνα καταπακτή! Κακιά λέξη –μην την ακούσει το παιδί! Αλλά πώς να την ακούσει, αφού δεν είναι εδώ; Πρέπει να σηκώσω την καταπακτή. Έτσι. Δεν ήταν δύσκολο. Ψεύτικα τα έχουν κάνει πια τα σίδερα –όλα τα έχουν σκαρτέψει, το έλεγε ο πατέρας μου. Που είναι ο πατέρας μου; Λείπει ώρα. Στο μπακάλικο θα πήγε. Να βρει τη Λίνα μου. Ανησύχησε φαίνεται! Πώς να μην ανησυχήσει; Τόση ώρα λείπει. Θα έχει πάει και για τσιγάρα. Πρέπει να τη βρω πρώτα και μετά να βρω και τον πατέρα μου. Ποιος ξέρει που ξεχάστηκε κι αυτός; Πρέπει να σηκώσω την καταπακτή. Έχει σφηνώσει το σίδερο. Από τον ήλιο. Δεν τη σήκωσα; Είμαι σίγουρος ότι τη σήκωσα πριν από λίγο. Αλλά τώρα θα πρέπει να την σηκώσω πάλι. Για να βγω έξω να τους βρω. Πρέπει να σηκώσω την καταπακτή. Δε γίνεται δουλειά αλλιώς. Αλλά και που τη σηκώνω, ξανακλείνει. Να βγω από την πόρτα καλύτερα; Και τη σηκώνω απέξω την καταπακτή!

Έχει ήλιο εδώ έξω. Γι΄αυτό σφήνωνε η καταπακτή. Ξέχασα να αλλάξω ρούχα, δεν έπρεπε να βγω με τα ίδια ρούχα –με πήρε ο ύπνος μ’ αυτά, τσαλακώθηκαν. Μα καλά δεν με είδε η Αθηνά; Δεν μου έλεγε μια κουβέντα; Όλο φωνάζει που κυκλοφορώ τσαλακωμένος-σήμερα πως και δεν με είδε; Στο σπίτι δεν ήταν η Αθηνά; Που είναι η Αθηνά; Τη χαιρέτησα πριν φύγω; Δεν το θυμάμαι. Άμα δεν τη φιλήσω κάθε φορά που βγαίνω έξω, μου κρατάει μούτρα. Μετά τα βλέπω, όταν είμαι έξω δεν φαίνονται. Αλλά, έτσι το κάνει η Αθηνά που μου κρατάει μούτρα. Νάζια. Αφού ξέρει πως έχω δουλειές και σκοτούρες. Ξέρεις τι είναι να δουλεύεις σε τράπεζα; Να έχεις το νου σου μην κάνεις λάθος στους ισολογισμούς –πρέπει να παραδώσω τον ισολογισμό. Σήμερα! Άργησα; Λάθος πάω. Η τράπεζα είναι αντίθετα. Γιατί πάω από ΄δω; Από την άλλη –τι βλακείες κάνω! Έτσι. Ξεχάστηκα. Το παθαίνω αυτό. Έχω κουραστεί τελευταία. Πολύ δουλειά. Και η Αθηνά με τρώγεται. Να πάρουμε εξοχικό λέει, να κάνει το παιδί τα μπάνια του –έχει γίνει χλωμό από την κλεισούρα. Ακόμα δεν ξεχρέωσα το δάνειο του σπιτιού –πως να πάρω κι άλλο; Είναι για το παιδί, όμως. Που είναι το παιδί; Λίνα μου; Γιατί πάω από ‘δω; Στο μπακάλικο δεν την έστειλα; Λάθος πάω. Που κόλλησε το πόδι μου; Τι είναι αυτό; Κομπόστα. Ροδάκινο. Δεν έχει μείνει πολύ. Να κάτσω καλλίτερα. Μου αρέσει η κομπόστα. Όχι όλες. Αλλά το ροδάκινο μου αρέσει. Λερώθηκε και το παπούτσι μου με σιρόπι. Τρύπησε κιόλας. Τι να σου κάνει; Πόσο ν’ αντέξει; Πρέπει ν΄αγοράσω καινούργια. Δροσερό που είναι το ροδάκινο! Να το φάω και να πάω αμέσως στη δουλειά. Άργησα. Θα φωνάζουν. Να βρω το παιδί! Πονάει το κεφάλι μου. Πονάει και βουίζει. Το κεφαλάκι μου!...

…νύχτωσε κι άργησα. Είμαι τόσο κουρασμένος που δεν θυμάμαι τι έκανα στη δουλειά. Τι φαγητό να έχει η Αθηνά; Όχι μπάμιες ελπίζω. Δεν μου αρέσουν οι μπάμιες.

Τελειώνει και η ζάχαρη. Να θυμηθώ να στείλω τη Λίνα μου στο μπακάλικο. Να πάρει ζάχαρη. Τη θέλω για τον καφέ μου. Η Αθηνά ξεχνάει. Πώς να τον πιω τον καφέ χωρίς ζάχαρη; Πεινάω. Ας μην έχει μπάμιες! Κι ένας καφές θα με βόλευε τώρα! Γιατί κουνιέται αυτό το αυτοκίνητο; Αφού δεν κουνιόταν τόση ώρα. Πολύ ώρα δεν κουνιόταν. ΕΙΜΑΙ ΠΙΣΩ –ΣΙΓΑ! Με πονάει το πεζοδρόμιο. Όχι -το πόδι μου. Και το κεφάλι μου. Από πάντα με πονάει το κεφάλι μου. Ο ήλιος φταίει. Ούτε τη νύχτα δεν με αφήνει ήσυχο. Ο ήλιος. Έχουν βάλει παντού ήλιους. Μακρόστενους, κρεμασμένους, καρφωμένους και με κοιτάζουν. Όπου και να γυρίσω, βλέπω ήλιους. Κρύφτηκα εδώ να μη με δει ο ήλιος της βιτρίνας. Μ’ έψαχνε, αλλά ήμουνα χαμηλά. Δεν με είδε. Αλλά ξέρει που είμαι. Έβαλε το αμάξι να κουνηθεί για να με αναγκάσει να σηκωθώ. Και με περίμενε όταν σηκώθηκα και μου τρύπησε το κεφάλι. Γι’ αυτό πονάει το κεφάλι μου. Ο ήλιος φταίει που πονάει και το πόδι μου. Θα το πω στην Αθηνά. Ξέρει αυτή τι να κάνει. Μου έδωσε και φυλαχτό, αλλά εγώ την κορόιδεψα. Και το πέταξα. Δεν τα πιστεύω αυτά. Αν το είχα τώρα όμως …που είναι το φυλαχτό; Στην τσέπη μου. Που είναι; Δεν το βρίσκω. Τρύπησε η τσέπη κι έπεσε. Τρύπησε το σακάκι. Τι να σου κάνει κι αυτό; Πόσο ν’ αντέξει; Πρέπει ν’ αγοράσω καινούργιο. Θέλω ένα ροδάκινο. Όχι, δεν είναι ώρα. Πρέπει να γλιτώσω από τον ήλιο. Δεν είναι δύσκολο. Να του ξεφύγω. Εγώ είμαι έξω κι αυτός στη βιτρίνα. Να φύγω πριν ειδοποιήσει τους άλλους ήλιους και τότε δε με γλιτώνει τίποτα!

Λύθηκε το κορδόνι. Να κάτσω στο παγκάκι, να το δέσω. Έσπασε το κορδόνι μου. Δεν μπορώ να το δέσω. Τι να σου κάνουν κι αυτά; Πόσο ν’ αντέξουν; Πρέπει να αγοράσω καινούργια. Θέλω ένα ροδάκινο. Λες να έχει αυτός δίπλα μου; Έχεις;… Ό,τι. Εκεί θα κολλήσουμε τώρα; Κι ας μην είναι ροδάκινο. Κοίτα να δεις που ήρθε και κάθισε ο Παντελής. Κι αυτός στο παγκάκι. Αρρώστησε η γυναίκα του. Πως τη λένε –να δεις… Την πήγαν για εξετάσεις στη ΣΩΤΗΡΙΑ. Αυτό μόνο να’ναι. Να μην έχει τίποτα χειρότερο η γυναίκα. Κρίμα. Που βρέθηκε το τσιγάρο; Καλό είναι. Φεύγει κι ο καπνός μπροστά. Που πάει ο καπνός Παντελή; Για πού τραβάει; Για πού; Τι να πεις κι εσύ –έχεις τις σκοτούρες σου. Ποιος φωνάζει; Από ψηλά φωνάζει. Φοβάμαι να κοιτάξω ψηλά. Μπορεί να έχει βγει ο ήλιος. Έχει βγει ο ήλιος! Με χτύπησε, άσπρο φωςι, πονάω, με χτύπησε, πονάω, με χτύπησε, να φύγει, να φύγω… Θα το φάω κι ας είναι από τον ήλιο το φως θα το φάω να γλιτώσω με χτυπάει αλλά με θέλει να με βασανίζει αλλά θα το φάω δεν είναι ήλιος φάτο μη σε νοιάζει … νόστιμο είναι!

Όμως, τον ξαναπέτυχα -6 μήνες μετά. Φοιτητής –ηθικό δίδαγμα: οι κοπάνες από το φροντιστήριο συμβάλλουν στην επιτυχή κατάληξη των Πανελλαδικών. Χωρίς το σιχαμένο, αμερικάνικο πουκάμισο –είχε καταλήξει σφουγγαρόπανο για τη μάνα μου. Αλλά με άποψη, δεν ξέρω για το πουκάμισο (πως διαμορφώνονται οι απόψεις των αντικειμένων;) –εγώ πάντως είχα άποψη. Από αυτές που κυκλοφορούσαν εκείνα τα χρόνια. Απέχθεια για τα κοινοβουλευτικά κόμματα και τους μπάτσους κάθε λογής, εχθρότητα απέναντι σε κάθε συμβατική άποψη κι άπειρα κολλήματα. Μέσα σ’ αυτά ήταν ο Λενγκ, ο Κούπερ και όλη η παρέα των αντι-ψυχιάτρων. Τα λέω αυτά γιατί μπορεί να έχουν σχέση, εντάξει; Είχα ξεψαρώσει στην πλατεία, τώρα εγώ ήμουνα σε θέση να δουλεύω τους «κάπως» -μέχρι και κολλητούς είχα κάνει. Δεν άραζα πια στα παγκάκια, ή, τουλάχιστον, δεν άραζα μόνος μου.

Μου έκανε εντύπωση που δεν τον είχα ξαναδεί τόσον καιρό –βασικά τον είχα ξεχάσει, αλλά, όταν τον πήρα γραμμή να κατεβαίνει τον πρεζόδρομο της Θεμιστοκλέους, θυμήθηκα το γιαούρτωμα και μαγκώθηκα κάπως. Περπατούσε κάνοντας οχτάρια –παρά λίγο να γκρεμίσει τα ποτήρια και τα ξηροκάρπια μαζί με τους πελάτες της «Ίντριγκας». Ένας Αργύρης, Αρτινός, που σάπιζε δίπλα μου με είδε να χαζεύω.

«Α μάστα, ο Λυκάνθρωπος μας έλειπε τώρα!», σχολίασε.

«Τον ξέρεις ρε συ;»

Ο Αργύρης μόλις που καταδέχτηκε να μου ρίξει μια τεμπέλικη ματιά.

«Ε, βέβαια. Ήμουνα χτες καλεσμένος στην δεξίωσή του. Πας καλά ρε όρνιο; Ένας βαρεμένος είναι –τι να ξέρω για την πάρτη του; Λες και τους αδειάζουνε από τις κλούβες που μαζεύουνε εμάς. (Σταμάτησε λίγο και το σκέφτηκε). Ρε συ, καλό ήταν αυτό που είπα –ε;»

Τράβηξα έναν ξεγυρισμένο, εικονικό, εμετό για να του δείξω την εκτίμησή μου και έμεινα να χαζεύω τον Λυκάνθρωπο.

«Και γιατί τον λέτε Λυκάνθρωπο ρε;» τον ρώτησα μετά από λίγο.

«Εσένα δηλαδή γιατί σε λέμε μαλάκα;» απάντησε ερωτηματικά ο χολωμένος Αργύρης.

«Ο Καβάτζας του έβγαλε το όνομα ρε σεις. Ήτανε μια νύχτα λιώμας από κάτι πιαχά και τον βλέπει να πλησιάζει. Πετάχτηκε κι άρχισε να τσιρίζει –Λυκάνθρωπος, Λυκάνθρωπος, ήρθε η πανσέληνος!», είπε ένας άλλος δίπλα μας –ούτε που θυμάμαι ποιος- δεν έχει και σημασία στην τελική ανάλυση.

Καθόμουν και σκεφτόμουν λοιπόν. Ο Λυκάνθρωπος ήταν σαλταρισμένος –τι να λέμε τώρα; Η αντι-ψυχιατρική που διάβαζα εκείνη την εποχή, έλεγε πως για την κατάσταση των ανθρώπων φταίνε κοινωνικοί παράγοντες –συμφωνούσα απόλυτα. Άρα, η αντιμετώπιση της κατάστασης σε αυτές τις περιπτώσεις σημαίνει, από τη μια, την αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου -που σταματάς να τη βλέπεις σαν αρρώστια και από την άλλη, να αντιτίθεσαι στις κοινωνικές δομές που τον οδήγησαν σ’ αυτά τα χάλια. Έτσι το καταλάβαινα τότε. Σωστό και τεκμηριωμένο, αλλά μου ήταν αδύνατο να αποδεχτώ τον Λυκάνθρωπο σαν «ισότιμο μα διαφορετικό». Ψυχάκιας ναι, τρελαμένος βεβαίως –διαφορετικός κι ακαταλόγιστος, μέχρι εκεί έφτανα. Καλή η θεωρία, αλλά στην πράξη γαμιόταν. Και ειδικά όταν ο Λυκάνθρωπος σκόνταψε σε ένα τραπέζι, άρπαξε ένα τασάκι και το’βαλε στα πόδια -η παραμικρή προοπτική κατανόησης χάθηκε τρέχοντας.

Χάζευα τη γκαρσόνα να τον βρίζει και τους πελάτες που σκούπιζαν υγρά, κολλημένα ρούχα. Μετά από λίγο βαρέθηκα και προτίμησα να χαζέψω μια καινούργια παρέα που είχε αράξει στα τραπέζια του «ΤΣΑΦ» και αποτελούσε τον ορισμό του ελπιδοφόρου 3-1. Τρεις γυναίκες, ένας άντρας –καθαρή φάση. Ο τύπος βγαίνει με τη γκόμενά του, αλλά κολλάνε από δίπλα οι ξεκάρφωτες φιλενάδες. Ο τύπος θέλει να τις ξεφορτωθεί μπας και ρίξει κανένα μπαλαμούτι στη δικιά του κι αυτές θέλουν να βρουν τίποτα γκόμενους –για να μην κρατάνε πλέον το φανάρι, αλλά και για να μπουν στο μάτι του ζευγαριού. Έκανα νόημα στον Αργύρη -κι αυτός την είχε πάρει γραμμή τη φάση. Σηκωθήκαμε –πανέτοιμοι να εκτελέσουμε την αποστολή μας, για το καλό του κοινωνικού συνόλου, αλλά στη μέση της διαδρομής φρενάραμε. Μας φρέναρε δηλαδή ένας θόρυβος, σα να κατρακύλαγε βαρέλι και κάτι φωνές υστερικές.

Όλη η πλατεία, πλέον, κοίταζε τον χαμό στην «Ίντριγκα». Ο Λυκάνθρωπος, δεν ξέρω πως, αλλά είχε ξεφυτρώσει από το πουθενά και πέταξε ένα αναμμένο χαρτόκουτο πάνω στα τραπέζια. Δεν είχε γίνει μεγάλη ζημιά, ο πανικός, όμως, είχε χτυπήσει κόκκινο. Κάτι μαντραχαλάδες είχαν πέσει πάνω στον Λυκάνθρωπο και τον τραβάγανε, οι κοπέλες τσίριζαν –τζόγος μεγάλος γενικώς. Η παρέα-στόχος πετάχτηκε από το τραπέζι του «ΤΣΑΦ» και ανηφόρισε για να δει τι γινόταν. Καλύτερα, σκέφτηκα και μάλλον το ίδιο σκεφτόταν κι ο Αργύρης. Θα τις βρούμε διάσπαρτες τις κοπέλες και το πέσιμο θα είναι ευκολότερο. Έτσι τραβήξαμε κι εμείς για τον πανικό.

Όταν φτάσαμε, ξέχασα τις κοπέλες. Οι τύποι έσπρωχναν τον Λυκάνθρωπο μακριά κι αυτός έκανε γκελ σε μια μπετοκολώνα πριν ξαναγυρίσει κοντά στα τουμπαρισμένα τραπέζια. Κάτι φώναζε, σαν « Αθηνά, το παιδί» και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Ήτανε και γομάρι –οι τύποι είχαν βρει τον μπελά τους.

«Έλα ρε Αργύρη να τον τραβήξουμε από τη φάση. Θα τον λιώσουν», είπα σιγά.

«Άστον ρε μαλάκα, θα χάσουμε τις γκόμενες», παρατήρησε αδιάφορα ο Αργύρης.

Μπορεί να είχε δίκιο. Μπορεί και να κάναμε μαλακία. Ποτέ δεν το έμαθα γιατί προτίμησα ν’ ακολουθήσω τον Αργύρη για καμάκι. Αμέσως, έχασα τον Λυκάνθρωπο από το οπτικό μου πεδίο. Τις γκόμενες τις χάσαμε λίγο αργότερα. Βλέπεις, αποδείχτηκε πως ο τύπας που τις συνόδευε, έπαιζε σε ένα γκρουπάκι και οι κοπέλες ήταν ρεζερβέ από τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας. Μια από αυτές, την ξαναείδα κάτι φεγγάρια μετά –αλλά δεν έχει σχέση με την ιστορία, ούτε και γενικώς δηλαδή. Τον Λυκάνθρωπο πάντως, έκανα ένα χρόνο να τον ξαναδώ.

Μην τραβάς τη ντάμα καρό, αγόρι μου/ θα σε κερδίσει όταν γίνει δυνατή/ Αφού ξέρεις πως η ντάμα κούπα ήταν πάντα το καλύτερό σου φύλλο.

Δε βρέχει σήμερα. Είναι κακό που δε βρέχει γιατί κόλλησε η καταπακτή. Όταν βρέχει-γλιστράει. Τώρα δεν ανοίγει. Τη σπρώχνω απέξω –τίποτα. Ήρθε κι ο κυρ Αντρέας, καλός άνθρωπος, να βοηθήσει. Πάντα βόηθαγε ο κυρ Αντρέας, πιάνουν τα χέρια του, ήτανε υδραυλικός. Καλός άνθρωπος, η Αθηνά δεν τον καταδέχεται γιατί είναι μέσα στη μουτζούρα, αλλά εγώ –μου αρέσει που έρχεται να βοηθήσει. Και τώρα να πεις –καλά έκανε –και θα τον άφηνα να βοηθήσει. Αλλά στάθηκε πάνω από το κεφάλι μου με τον ήλιο αγκαζέ και έπρεπε να φύγω γιατί έχω να πάω για ψώνια και μπορεί να κλείσουν τα μαγαζιά. Όχι, δεν έφυγα για τον ήλιο –τα μαγαζιά θέλω να προλάβω. Θα γυρίσω σπίτι κι ο κυρ Αντρέας θα την έχει καταφέρει την καταπακτή. Που έβαλα το σημείωμα; Η Αθηνά μου τα’χει γραμμένα καταλεπτώς. Αν μ’ αφήσει έτσι δεν θα ξέρω τι να πάρω. Βρωμάνε κλεισούρα τα μαγαζιά. Και με πονάει το κεφάλι μου όταν ψωνίζω. Αλλά η Αθηνά δεν μπορεί. Μπορεί, αλλά δεν ψωνίζει. Θέλει να τα φέρνω εγώ. Δεν την αγαπάω την Αθηνά. Όλο να ψωνίζω θέλει. Αλλά την αγαπάω, δε μπορώ να της χαλάσω χατήρι. Τουλάχιστον μ’ αφήνει να πηγαίνω για ψώνια με τη Λίνα μου. Όλα τα μαγαζιά τα αγοράζω στη Λίνα μου. Και μετά φωνάζει η Αθηνά. Δεν την αγαπάω. Φωνάζει και φοβάται η Λίνα μου. Παιδί είναι! Άστο να πάρει τα δικά του! Όχι, πρέπει να μάθει στην οικονομία. Θα μάθει όταν μεγαλώσει. Τότε θα είναι αργά. Την αγαπάω την Αθηνά που με αφήνει να ψωνίζω παρέα με τη Λίνα μου. Της δίνω και κρατάει τον κατάλογο. Έτσι Λίνα μου; Από μένα τα πήρε τα μάτια η Λίνα μου. Της Αθηνάς είναι μικρά, σαν μπίλιες -τα φοβάμαι. Αλλά όχι της Λίνας μου. Μουσική. Καλή. Να δω από πού έρχεται. Από το βάθος έρχεται, που είναι δροσερά. Έχω ακούσει αυτό το τραγούδι. Λέει παράν-παραπάν, γερμανικά θα είναι. Γερμανικά δεν ξέρω. Αγγλικά και γαλλικά. Γαλλικά όχι καλά. Είχα μια κακιά δασκάλα που φώναζε. Δεν μπορούσα να ακούω. Φώναζα, έκλαιγα. Όλο τα ίδια έγραφα. Αλλά γερμανικά δεν ξέρω. Κι άλλη μουσική. Δεν αρέσει στην Αθηνά η μουσική. Την πονάει το κεφάλι της. Θέλει να ακούω χαμηλά. Αλλά χαμηλά δεν ακούω. Τώρα όμως ακούω μουσική. Τι χαζός που είμαι! Άφησα τη Λίνα μόνη να ψωνίζει. Ξεχάστηκα με τη μουσική τι κάνω έξω από το μαγαζί; Κάτσε να τρέξω να τη βρω, θα ψωνίσει όλον τον τόπο. Και θα φωνάζει η Αθηνά. Που είναι το μαγαζί; Δεν είναι εδώ το μαγαζί. Εδώ ήταν το μαγαζί. Μάλλον βγήκε έξω να με βρει. Θα γυρίσω πίσω στη μουσική. Εκεί περιμένει η Λίνα μου. Τι βλάκας! Αφού και της Λίνας της αρέσει η μουσική. Νάτη πάλι η μουσική. Η Λίνα που είναι; Ας πάω πιο κοντά.

Έχουν ήλιους σε μικρά πιάτα! Παντού! Στα πιάτα τρώμε. Αλλά οι ήλιοι δεν τρώνε. Κρατάνε μικρούς ήλιους στα στόματά τους. Θα τους φτύσουν πάνω μου! Όχι, θα τους φτύσουν στον αέρα. Θα γεμίσουν τον τόπο ήλιους! Φέρτο ‘δω το πιατάκι. Θέλεις να γλιτώσεις τους ήλιους; Δεν θα με πιάσεις! Θα τους θάψω στον σκουπιδοτενεκέ! Όλους! Να χαθείς! Από κει βγαίνουν οι ήλιοι λοιπόν! Τώρα θα δουν! Κάτσε λίγο. Έθαψα τον έναν, αλλά υπάρχουν πολλοί εκεί! Πώς να τους διώξω; Τι να κάνω; Βόηθα με λίγο! Αυτό θα κάνω. Ένα κουτί σπίρτα. Είχα στην τσέπη του παντελονιού μου. Που είναι τώρα; Δεν είναι εδώ. Λες να τα πήρε η Λίνα; Δεν κάνει να παίζουν τα παιδιά με τα σπίρτα. Όχι, εδώ είναι. Ένα, δυο, πέντε σπίρτα. Να βρω προσάναμμα. Χαρτιά. Και εφημερίδες. Τι λέει; Νέοι συντελεστές φορολόγησης; Είναι καλό να δίνεις τόπο στους νέους. Κι εμένα δεν με πήραν δα τα χρόνια! Νέος είμαι –μην κοιτάς που έχω ολόκληρη κοπέλα. Να τα μαζέψω. Στο χαρτόκουτο. Και μια ζακέτα. Γυναικεία –ποιος την πέταξε; Μάλλινη. Θα αρέσει στην Αθηνά. Ανάβει; Δεν ανάβει. Πάει και το δεύτερο σπίρτο. Δεν ανάβει! Γιατί δεν ανάβει; Άναψε! ΦΩΤΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΑΙΓΟΜΑΣΤΕ! Όχι βρε. Η φωτιά είναι για να πνίξει τους ήλιους. Δεν αντέχουν τη φωτιά, θα τρέχουν με τη φωτιά, δεν θα κάθονται σε μια μεριά να με τρυπάνε, θα κυλάνε, θα στάζουν με τη φωτιά, θα χυθούν μέσα στη φωτιά. ΦΩΤΙΑ! Όχι βρε. Μα καίγομαι! Σε λίγο δεν θα την κρατάω άλλο. Θα κάψω τους ήλιους. Πάω πάλι στη μουσική.

Σηκώθηκαν. Πάνε να μου κρύψουν τα πιάτα με τους ήλιους, αλλά δεν με ξέρουν καλά. Να, για να μάθετε! Να καείτε! Φωνάζετε ε; Θέλατε να μου κάνετε κακό. Να με ξεκάνετε και μετά να περιλάβετε τη Λίνα μου! Τι κάνει εκεί η Αθηνά με το παιδί στο χέρι; Τι κάνουν μέσα στη φωτιά; Φύγετε –δεν με ακούνε –ΦΥΓΕΤΕ!. Να τις σώσω –δεν με ακούνε! Κάντε στην άκρη ρε! Θα καεί η κόρη μου και η γυναίκα μου! Αθηνά, το παιδί!


Τον ξαναείδα, περίπου ένα χρόνο μετά, όταν τα Εξάρχεια καίγονταν. Είχε αρχίσει βλέπεις η «Επιχείρηση Αρετή» και σκούπιζαν την πλατεία μαζί με τους γύρω δρόμους. Ξεκίνησαν από τα μπαρ και τα λαϊβάδικα. Κάθε μέρα έκλειναν και ένα, μέχρι που δεν έμεινε τίποτα. Πέρασαν μετά στις καφετέριες. Μια από τα ίδια. Ευτυχώς που δεν το συνέχισαν στα σουβλατζίδικα γιατί θα ψοφάγαμε της πείνας. Το γεγονός πάντως ήταν πως για να περάσεις από την πλατεία εκείνες τις μέρες, έπρεπε να είσαι γρήγορος στα πόδια και πλήρως εξοπλισμένος με χαρτούρα. Άδειες, διπλώματα, ταυτότητες –τέτοια. Αλλιώς, πέρα από το ξύλο (το οποίο δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσεις), θα ‘πρεπε να έρθουν οι γέροι σου να σε βγάλουν από το κρατητήριο. Κι αυτό δηλαδή, μετά από καμιά βδομάδα –αφού είχαν βαρεθεί να σε κοπανάνε και σε άφηναν να τηλεφωνήσεις.

Αλλά συνεχίζαμε να πηγαίνουμε στην πλατεία, σαν τους μαλάκες που τους τρώει ο κώλος τους. Και γιατί όχι δηλαδή; Επειδή θέλανε να μας την κόψουν; Ρε, δε γαμιούνται; Ξύλο εσείς; Ξύλο κι εμείς. Μόνο που συνήθως, αυτοί το έριχναν κι εμείς το τρώγαμε. Λεπτομέρειες άνευ σημασίας όταν είσαι πιτσιρικάς κι όλος ο κόσμος σε στριμώχνει στη γωνία.

Ήταν, θυμάμαι απόγευμα –από αυτά που βγάζουν αίμα στον ουρανό. Το λέω, όχι γιατί έχει σημασία, αλλά για να δικαιολογήσω τη χαλασμένη μου διάθεση. Με είχε πιάσει και μια ταχυκαρδία από τον φόβο –μπήκα στην πλατεία και θαύμασα τα «στρατά» παραταγμένα. Εγώ κι αυτοί –ψυχή ανθρώπινη δεν φαινόταν πουθενά –μέχρι και οι καταστηματάρχες είχαν κλείσει. Πήγα και την έπεσα στο αγαπημένο μου παγκάκι, δεν ήμουνα για πολλά –να πουλήσω λίγο μούρη (σε ποιον; ποτέ δεν κατάλαβα –μόνο εγώ κι ο εαυτός μου ήμασταν εκεί) και θα ‘φευγα σε λίγα λεπτά. Είχα δώσει και περιθώριο –να καπνίσω ένα τσιγάρο και την κάνω. Έτσι, για να μην τους περάσει το δικό τους. Καθόμουνα, το λοιπόν, και κάπνιζα, σκεφτόμουν κιόλας ότι, την ώρα που πέρναγα από μπροστά τους κάποιος στοργικός μου είχε πετάξει ένα: «Κοπάνα την αγοράκι, γιατί σε λίγη ώρα –τέρμα οι καραμέλες».

Θα την κοπάναγα, δεν γεννάται ζήτημα, αλλά όχι ακόμα. Στη μέση του τσιγάρου είδα μια διμοιρία να κλείνει την έξοδο από Στουρνάρη. Πόσο γιαμιόλα ήταν αυτή η πλατεία; Ποντικοπαγίδα σκέτη –μπλοκάρανε τις τέσσερεις πλευρές και σε ψήνανε όποτε τους έκανε κέφι. Πνίγηκα να τελειώσω το τσιγάρο όσο πιο γρήγορα γινόταν –δυο τζούρες μου είχαν μείνει όταν εμφανίστηκε ο Λυκάνθρωπος. Δεν κατάλαβα από πού ήρθε, είχα το νου μου στις εξόδους της πλατείας που λιγοστεύανε κι έτσι τον είδα όταν κοπάνησε πάνω σε μια ασπίδα. Ο ΜΑΤατζής που την κρατούσε κόντεψε να σωριαστεί, αλλά το’ σωσε, τελευταία στιγμή. Έσπρωξε τον κουρελή μακριά και ξαναπάτησε πάνω στο αγαπημένο του πλακάκι.

Δεν τους ενδιέφερε ο Λυκάνθρωπος, για την ακρίβεια δεν ήθελαν ούτε καν να τον πλησιάσουν. Ήταν και η μπόχα –τα ‘χουμε πει αυτά. Αλλά ο Λυκάνθρωπος ξαναπήγε κατά πάνω τους γαμώ το μυαλό του το ταραγμένο!

Μου φαίνεται πως κάποια πράγματα/ είναι αφημένα πάνω στο τραπέζι σου/ αλλά εσύ, θέλεις αυτά που δεν μπορείς να έχεις.

Τώρα έχει πεθάνει ο ήλιος και χαίρομαι. Τώρα δεν το έχουν καταλάβει και δεν έχουν σκορπίσει τους μικρούς ήλιους τριγύρω. Μέχρι και τα τζάμια που βάλανε έξω από την πολυκατοικία του Παντελή είναι θολά. Δεν έχουν ούτε τόσον δα ήλιο. Γιατί κρατάτε τα τζάμια; Ανοίξτε βρε να περάσω –με περιμένει ο Παντελής. Επάνω με περιμένει. Πέθανε η γυναίκα του, του κακομοίρη. Ν’ ανέβω να του πω μια καλή κουβέντα –αμαρτία από το θεό να μένει μόνος. Ανοίξτε βρε! Τι είσαστε εσείς; Του γραφείου κηδειών; Αφήστε με να περάσω βρε –φίλος είμαι.


Έσπρωχνε τις ασπίδες και οι ασπίδες τον έσπρωχναν πίσω. Στην αρχή το πήραν για χαβαλέ οι γουρούνηδες, αλλά μετά σοβάρεψαν. Έτσι είναι αυτοί με τις στολές. Ότι δεν καταλαβαίνουν το βαράνε. Από ανασφάλεια μάλλον.

«Φύγε ρε βρωμιάρη μη σε μαζέψουμε», φώναξε ένα κράνος.

Ταυτόχρονα, ένας μάγκας βγήκε από τη σειρά του, πλησίασε τον Λυκάνθρωπο από πίσω και του κατέβασε μια γερή με το γκλοπ. Ο Λυκάνθρωπος παραπάτησε, αλλά δεν γύρισε πίσω. Κάποιοι γέλασαν –τώρα ήταν πιο εύκολο να ρίξουν τον Λυκάνθρωπο με τις ασπίδες τους. Και αυτό ακριβώς έκαναν.


Πόνος! Πόνος! Αφήστε με να περάσω. Ένας ήλιος ήρθε και με τρύπησε πίσω από την πλάτη μου, όταν δεν κοίταζα. Με τρύπησε στο κεφάλι σας λέω –αφήστε με. Να πάω επάνω στον Παντελή, να μου δώσει παυσίπονο, πέφτω, αφήστε με. Τι είσαστε εσείς; Ψηλούς σας βλέπω, σηκώστε με, βοηθήστε να σηκωθώ, καλέστε την αστυνομία. Κάτι καίγεται, ο Παντελής, φωτιά, ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ!


Όταν είδαν πως δεν βγάζουν άκρη μαζί του, γιατί ο Λυκάνθρωπος έπεφτε σε κάθε γκλοπιά, αλλά σηκωνόταν πάλι -αποφάσισαν να τον πετάξουν λίγο παρακάτω. Δεν είχε πλάκα πια. Τον περίμεναν λοιπόν να ξαναπέσει και τότε δυο γομάρια τον έσυραν μέχρι την άκρη της πλατείας. Κοντά μου. Όσο πλησίαζαν τους άκουγα να λένε για ασθενοφόρα και περιπολικά.

«Μήπως να καλέσουμε ασθενοφόρο; Μήπως να φωνάξουμε την Άμεσο Δράση –χρειάζεται τρελλάδικο ο άνθρωπος»

«Μαλάκας είσαι; Να μπλέκουμε με περιστατικά και καταθέσεις; Ξεφορτώσου τον ρε να ησυχάσουμε. Κωλόπαιδο –πρόσεχέ τον εδώ πέρα. Μην ξανάρθει κοντά γιατί θα τον λιώσουμε –ξηγημένοι;»

Το τελευταίο πήγαινε σε μένα. Χάρηκα. Θα προσέφερα ανθρωπιστική βοήθεια στους μπάτσους κι έτσι, ίσως να γλίτωνα το ξύλο. Τσακίστηκα να πάω κοντά του κιόλας.


Καίγεται! Όλα καίγονται. Θέλω να μπω, η Λίνα μου μπορεί να έχει μείνει μέσα. Καίγεται το σπίτι, έχω στη ντουλάπα τα βιβλιάρια –όλες μας οι οικονομίες, για μια ώρα ανάγκης. Αθηνά! Που είναι η Λίνα; Γιατί με τραβάνε οι πυροσβέστες; Που είναι η Λίνα;


Προσπαθούσα να τον κρατήσω κάτω, αλλά δεν ήταν κι εύκολο. Ο Λυκάνθρωπος ούρλιαζε, στριφογύριζε, τεντωνόταν. Μια μολότωφ έσκασε κάπου πίσω –στη Σολωμού, αν κατάλαβα καλά. Η διμοιρία που ήταν στην πλατεία σήκωσε τις ασπίδες.


Άνοιξέ μου! Δε φταίει η φωτιά! Άνοιξε ρε Αθηνά! Άνοιξε και θα γίνουν όλα όπως πρώτα.


Δεν μ’ έπαιρνε να μείνω άλλο –το καταλαβαίνεις έτσι; Οι ΜΑΤατζήδες είχαν αρχίσει να χτυπάνε τα γκλοπ πάνω στις ασπίδες. Μολότωφ έσκαγαν τριγύρω, μπότες ποδοπατούσαν ρυθμικά τα πεζοδρόμια, γκλοπ χτυπούσαν σε κάγκελα. Δεν μ’ έπαιρνε.

Σηκώθηκα και το’ βαλα στα πόδια. Ήμουνα σίγουρος ότι θα πέσω πάνω σε κάποια διμοιρία και θα με σαπίσουν, αλλά, δεν έγινε έτσι. Βρήκα έναν άδειο δρόμο κι εξαφανίστηκα πετώντας. Δηλαδή, όχι ακριβώς. Πρόλαβα ν΄ακούσω τα βογκητά του Λυκάνθρωπου καθώς περνούσε από πάνω του, τροχάδην, η διμοιρία. Ήμουνα σίγουρος πως δεν θα τον ξαναδώ. Αλλά έκανα λάθος.

Desperado, δεν πρόκειται να ξαναγίνεις νέος/ ο πόνος και η πείνα θα σε οδηγούν πίσω στο σπίτι/ Και η ελευθερία, λοιπόν, η ελευθερία είναι σκέτα λόγια που λένε κάποιοι άνθρωποι/ Η φυλακή σου, περπατάει δίπλα σου όπου και πας.

Είμαι 60 ετών. Έτσι γράφει το χαρτί από το νοσοκομείο. Το εξιτήριο. Νοσηλεύτηκα με πολλαπλές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, μώλωπες και εκδορές. Κι αυτά στο εξιτήριο τα γράφει. Μου είπαν πως έμεινα κοντά στους 8 μήνες, εγώ δεν το θυμάμαι. Μου είπαν πως υπέφερα από νευρικό κλονισμό, κρίσεις πανικού και κάτι άλλο, που δεν το συγκράτησα. Γεγονός είναι πως δεν ήμουν καλά στα μυαλά μου. Τώρα θα είμαι. Οι γιατροί μου έγραψαν κάποια φάρμακα –αν τα παίρνω δεν θα ξαναπάθω κρίσεις. Θα πρέπει να πέρασα κάποια τραυματική εμπειρία –έτσι είπαν οι γιατροί. Δεν θυμάμαι πολύ καλά. Για την ακρίβεια –δεν θυμάμαι καθόλου. Οι γιατροί μου είπαν να μην ανησυχώ –θα επανέλθει και η μνήμη μου, σταδιακά.

Το πρόβλημα είναι πως δεν έχω με τι να ζήσω, μέχρι να θυμηθώ. Και δεν το λέω φιλολογικά –τα ρούχα που φοράω μου τα προμήθευσαν στο νοσοκομείο και μια καλή κυρία μου έδωσε κάτι λίγα χρήματα. Πρέπει να θυμηθώ ποιος είμαι. Αυτό δεν το λένε οι γιατροί –με καθησύχασαν οι άνθρωποι, πολύ καλοί άνθρωποι, όλα θα επανέλθουν με τον καιρό. Αλλά πρέπει να θυμηθώ –αυτό το λέω εγώ ο … κάτσε να δω το εξιτήριο … ο όνομα –άγνωστο, επίθετο-άγνωστο...


Τα Εξάρχεια είχαν ησυχάσει από τις επιδρομές. Σχεδόν δηλαδή –άρχιζε το καλοκαίρι, μέχρι και οι μπάτσοι έπρεπε να πάρουν τις άδειές τους. Κάποιοι «αγανακτισμένοι πολίτες» επέμεναν ακόμα να μας χαλάνε τις καταλήψεις –κομματόσκυλα της κυβέρνησης που μαζεύονταν με πέτρες και μπουκάλια κι έψαχναν για στόχους, μέσα από σπασμένα παράθυρα. Καταστρέφονταν τα μαγαζιά τους, οι περιουσίες τους, στις φασαρίες –έτσι έλεγαν. Εγώ είχα δει τα ΜΑΤ να κατεβάζουν βιτρίνες και τους ασφαλίτες να τα σπάνε. Υπήρχαν και παιδιά από την πλατεία που έσπαγαν κι έκλεβαν, μαζί με κλεφτρόνια που χώνονταν στις φασαρίες. Αλλά δεν χτυπάγανε μικρομάγαζα –τι να πάρεις από αυτούς; Κάτι πολυκαταστήματα λεηλατούσαν, από αυτά που πίνανε τον ιδρώτα των υπαλλήλων με το μπουρί της σόμπας. Τέλος πάντων –οι «αγανακτισμένοι πολίτες» εκεί –στο κόλλημά τους, εναλλάξ με τους Κνίτες. Αυτοί οι τελευταίοι είχαν ειδικότητα στις εκδηλώσεις μέσα σε σχολές. Συναυλία ήταν, ομιλία ήταν –οι Κνίτες στο πόστο τους με τους πυροσβεστήρες και τα καδρόνια. Τα λέω όλα αυτά γιατί έχουν σχέση με την υπόθεση –αλλά και γιατί γούσταρα να τα πω, σε τελική ανάλυση.

Ήταν λοιπόν η τελευταία συναυλία πριν κλείσουν οι σχολές για καλοκαίρι. Αντιρατσιστική –στο Πολυτεχνείο. Γιατί είχε κυκλοφορήσει πως κάτι Χρυσαυγίτες σουλατσάριζαν από Κουμουνδούρου μέχρι Πανεπιστημίου τα βράδια και μαχαίρωναν μετανάστες. Το είχε γράψει μια εφημερίδα στα «ψιλά» -υπήρχαν ονόματα από 5 άτομα που νοσηλεύονταν. Γι’ αυτό πίναμε μπύρες στην πλατεία, περιμένοντας την ώρα να περάσει –για να κατηφορίσουμε προς Πολυτεχνείο μεριά. Μέσα στον κόσμο τριγύριζε κι ένας γέρος που κάτι μας θύμιζε, αλλά δεν ενδιαφερόμασταν να το ψάξουμε περισσότερο.

Δεν παγώνουν τα πόδια σου το χειμώνα;/ Τα σύννεφα δεν θα χιονίσουν κι ο ήλιος δεν θα λάμψει./ Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τη μέρα από τη νύχτα./ Χάνεις τις ισορροπίες σου./ Δεν είναι αστείο το πώς φεύγει κάθε αίσθηση;

Είναι δυο μήνες τώρα, μπορεί και περισσότερο, που γυρίζω στην ίδια περιοχή. Κοιμάμαι σε ένα ερείπιο στη Νοταρά, που κάτι μου θυμίζει. Πολλά μου θυμίζει. Θα πρέπει να ήταν το σπίτι μου –αλλά είναι κατεστραμμένο τώρα, από φωτιά –έτσι δείχνει. Ρώτησα τους γείτονες, κανείς δεν με θυμάται. Ποιους γείτονες δηλαδή; Κάτι τρομοκρατημένοι ξένοι είναι που ζουν πια εκεί και πολλές εταιρείες. Οι ξένοι δεν με έχουν ξαναδεί –δηλαδή με έχουν, με θυμούνται να κυκλοφορώ στην περιοχή κουρελής. Αλλά μόνο αυτό. Προχτές ανακάλυψα ότι έχω κόρη. Είχα, τέλος πάντων. Βρήκα κάτι κοριτσίστικα παπούτσια μέσα στα ερείπια, από του «Μούγιερ», τα θυμήθηκα κάπως. Ήταν Πάσχα, η μικρή ήταν μαζί μου και τραβούσε το σακάκι μου, ήθελε πολύ αυτά τα παπούτσια, μπήκαμε και τ’ αγοράσαμε και μετά η άλλη γκρίνιαζε στο σπίτι. Η γυναίκα μου. Έλεγε ότι πετάμε τα λεφτά μας και δεν ήταν ανάγκη να πάρουμε παπούτσια θα έφερνε ο νονός της μικρής. Μόνο που δεν θυμάμαι τα πρόσωπά τους. Είχα κόρη και γυναίκα. Τίποτα άλλο δεν θυμάμαι. Κάνω θελήματα και δουλεύω στις μετακομίσεις. Έρχομαι στην πλατεία, βρίσκω αυτούς με τα τρίκυκλα και περιμένουμε μαζί. Βοηθάω στα κουβαλήματα και βγάζω κάτι ψιλά. Ευτυχώς ο καιρός είναι καλός –όταν χειμωνιάσει θα πρέπει να βρω σπίτι να μένω. Κάνω οικονομίες, κάτι θα έχω μαζέψει μέχρι το χειμώνα.


«Σηκωθείτε ρε μάγκες –θα έχει ξεκινήσει η συναυλία».

Δεν ξέρω ποιος απ’ όλους το φώναξε, αλλά σηκωθήκαμε. Πήρε το μάτι μου τον γέρο να τρώει ένα σουβλάκι.

«Τι μου θυμίζει αυτός ρε Βαγγέλη;» ρώτησα τον Καβάντζα που ήξερε την κάθε πέτρα της πλατείας με το μικρό της όνομα.

«Χαζός είσαι μωρ’ αδερφάκι μου», γέλασε ο Καβάντζας. «Ο Λυκάνθρωπος είναι ρε. Έστρωσε η γκλάβα του και γύρισε πάλι στα λημέρια του. Κουρεύτηκε κιόλας, γι’ αυτό δεν τον κατάλαβες. Δουλεύει με αυτούς που ‘μεταφέρουν εκτελέσεις’, αυτούς με τα τρίκυκλα».

Τότε τον κατάλαβα! Βέβαια! Βρε τον Λυκάνθρωπο –δεν ήταν πια λύκος, σκέτος άνθρωπος είχε απομείνει! Τον πλησίασα κιόλας.

«Με θυμάσαι;»

«Τίποτα δεν θυμάμαι παλικάρι μου»

«Τίποτα-τίποτα;»

«Είχα μια κόρη και μια γυναίκα, έμενα εδώ πιο πάνω στη Νοταρά. Μόνο αυτά. Ούτε πως τις λένε, ούτε που είναι τώρα –τίποτα. Και το νοσοκομείο θυμάμαι, αλλά δεν ξέρω πως βρέθηκα εκεί».

«Καλά αυτό είναι μεγάλη κουβέντα. Μέχρι κάποια φάση μπορώ να σου …»

«Έλα ρε μαλάκα –θα πάμε στο Πολυτεχνείο;» αυτός ήταν ο βιαστικός Αργύρης.

«Δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μας; Μουσική θα έχει –να τα πούμε κιόλας ε;»

«Και δεν έρχομαι; Μου αρέσει η μουσική».

Καλά, δεν τον έκοβα να ενθουσιάζεται κιόλας με τους «Χωρίς Περιδέραιο», τους «Last Drive» και τα υπόλοιπα γκρουπάκια –αλλά τέλος πάντων, ξεκινήσαμε μαζί με το τσούρμο –καμιά σαρανταριά άτομα θα ήμασταν.

Η συναυλία πήγαινε καλά. Τα είπαμε και με τον Λυκάνθρωπο (τον πρώην) –άκρη δε βγάλαμε. Σε κάποια φάση μας σφύριξαν πως οι «αγανακτισμένοι πολίτες» άρχισαν να μαζεύονται απέξω. Αποφασίσαμε πως «στ’ αρχίδια μας». Αργότερα μάθαμε πως οι Κνίτες ήθελαν να τελειώσουν τη συναυλία πρόωρα. Άρχισε να μυρίζει φασαρίες. Κι ότι μυρίζει –ψήνεται. Κι ότι ψήνεται –σερβίρεται. Έτσι λοιπόν, μας σέρβιραν κάτι κουτουλίδια ξεγυρισμένα οι Κνίτες και ξεκίνησαν να μας μεταφέρουν, καροτσάκι, έξω από την κεντρική πύλη. Εκεί μας περίμεναν οι «αγανακτισμένοι», με πέτρες. Αλλά δεν ήταν μόνοι.

Δεν το πήραμε γραμμή από την αρχή, αλλά τα στενά είχαν γεμίσει Χρυσαυγίτες. Κάναμε ντου στους «αγανακτισμένους», τους ανοίξαμε εύκολα και χωθήκαμε στα στενά σαν τα ποντίκια σε στόμα γάτας. Κάποιοι έλεγαν να γυρίσουμε πίσω, να περάσουμε από τους «αγανακτισμένους» και να πλακωθούμε πάλι με τους Κνίτες. Θα καταλαμβάναμε το Πολυτεχνείο –οι ομάδες άρχιζαν ήδη να οπλίζονται. Καλά, εντάξει –εγώ ψιλοβαριόμουν. Είχα να πάω και σ’ ένα ραντεβού την επόμενη μέρα, για δουλειά –μπας κι έβγαζα τίποτα φράγκα για το καλοκαίρι … Μέσα στον πανικό είχα χαθεί και με τον Λυκάνθρωπο, αποφάσισα λοιπόν να διαλυθώ ησύχως…

… και είδα που τον λιάνιζαν στο ξύλο, γωνία Μπουμπουλίνας και Δεληγιάννη –πίσω από το Μουσείο. Οι Χρυσαυγίτες παραμόνευαν στα στενά –το είπα αυτό ήδη. Την άλλη μέρα, έμαθα πως είχαν στείλει 10 άτομα στο νοσοκομείο –τους πετύχαιναν μόνους ή δυο-δυο, έριχναν ξύλο και μετά τους παρατούσαν. Αφού τους είχαν κλέψει ότι κλεβόταν βέβαια. Στο νοσοκομείο 10 άτομα, αλλά τον Λυκάνθρωπο δεν τον πρόλαβαν. Κοίτα να δεις πως έγινε:

Ο Λυκάνθρωπος μάλλον γύριζε στο ερείπιό του, όταν τον πέτυχαν οι «αγανακτισμένοι». Μπορεί κάποιος να τον είχε δει όταν έβγαινε από το Πολυτεχνείο –το θέμα είναι ότι τσακώθηκαν. Όχι τίποτα χοντρό, τον έβρισαν κι αυτός κάτι απάντησε. Αυτά τα έμαθα γιατί μπλέχτηκα στο μπούγιο των «αγανακτισμένων» που παρακολουθούσαν τον ξυλοδαρμό. Τέλος πάντων, τον πήραν χαμπάρι οι Χρυσαυγίτες, ότι ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο και του όρμησαν με μαχαίρια και ρόπαλα. Ακούγαμε κόκαλα να σπάνε –δεν είναι καθόλου ανθρώπινο αυτό –κάνει τα γόνατά σου να λύνονται, να μην σε υπακούουν.

«Πάμε να τον βοηθήσουμε, θα τον σκοτώσουν τον άνθρωπο!», αυτό τουλάχιστον κατάφερα να το φωνάξω.

«Τρελός είσαι παιδάκι μου; Αυτοί έχουν μαχαίρια δε βλέπεις;»

«Ρε που σε ξέρω εσένα; Μήπως ήσουνα με τους αληταράδες στο Πολυτεχνείο;»

«Μαζί τους ήταν το σκατόπαιδο!»

Φοβόμουν τόσο πολύ που δεν μπορούσα να κουνηθώ. Κι αυτοί δηλαδή –είχαν νεκρώσει από το κορμί που σπαρτάραγε -10 μέτρα μακριά τους. Οι Χρυσαυγίτες είχαν τελειώσει τη δουλειά τους και τον παράτησαν να πιτσιλάει με αίμα την άσφαλτο. Πολύ αίμα. Δεν έβλεπα από πού ερχόταν. Πήγα κοντά του, σπρώχνοντας τα πόδια με το κεφάλι μου.

Desperado γιατί δεν λογικεύεσαι;/ Κατέβα από τους φράχτες, άνοιξε την πόρτα/ μπορεί να βρέχει αλλά έχεις το ουράνιο τόξο πάνω από το κεφάλι σου/ Καλύτερα ν’ αφήσεις κάποιον να σε αγαπήσει/ ν’ αφήσεις κάποιον να σε αγαπήσει/ν’ αφήσεις κάποιον να σε αγαπήσει/ πριν να είναι αργά.

Με λένε Θεμιστοκλή Αργυριάδη. Είχα μια γυναίκα, την Αθηνά και μια κόρη τη Λίνα –από το Ευαγγελία βγαίνει, έτσι λέγανε τη συχωρεμένη τη μάνα μου. Δούλευα στην τράπεζα. Μέναμε στη Νοταρά, νούμερο 77. Με έδιωξαν από την τράπεζα για κατάχρηση. Δεν τα ήθελα για μένα τα λεφτά –η Αθηνά είχε φαγωθεί να πάρουμε εξοχικό. Δεν άντεχα τη γκρίνια της -θα έκανε καλό και στο παιδί που ήταν κατάχλωμο, να το δει και λίγο ο ήλιος. Μ’ έφαγε μ’ αυτό τον ήλιο η Αθηνά. Και τον σιχαίνομαι τον ήλιο –μου προκαλεί ημικρανίες –αλλά ήταν για το παιδί. Για τη Λίνα μου. Με κάρφωσε ένας συνάδελφός μου, ο Παντελής ο Νικολάου. Είχε τη γυναίκα του άρρωστη, από καρκίνο –είχε ανάγκες, έπρεπε να την πάει στο εξωτερικό, με κάρφωσε και μου πήρε τη θέση του προϊσταμένου. Μετά πήρε φωτιά το σπίτι μας, στη Νοταρά. Αποκοιμήθηκα και ξέχασα το γκαζάκι που έψηνα καφέ. Άρπαξαν οι κουρτίνες, δεν έμεινε τίποτα. Η Αθηνά με τη Λίνα μου, δεν ήταν στο σπίτι τότε. Έκαναν διακοπές, στο χωριό της Αθηνάς. Όταν της το είπα, από το τηλέφωνο, δεν έβγαλε λέξη. Μετά πήρε το παιδί και έφυγε για Αυστραλία. Είχε κάτι ξαδέρφια, συχωριανούς εκεί πέρα. Πήρε το παιδί και έφυγε –χωρίς να μου πει κουβέντα, δεν τις ξαναείδα από τότε. Έχασα τα μυαλά μου, μετά από αυτό –αλλά δεν έφυγα από το σπίτι μου. Ακόμα εκεί μένω. Εκεί ήθελα να πάω –δεν κατάλαβα γιατί με έβριζαν αυτοί οι άνθρωποι, δεν κατάλαβα γιατί μου επιτέθηκαν αυτά τα παιδιά. Στην αρχή πόνεσε, αλλά μετά από λίγο δεν ένιωθα τίποτα. Μόνο που δεν μπορώ να κουνηθώ. Ούτε να μιλήσω. Δε βαριέσαι; Καλά είναι κι εδώ –που να τρέχω τώρα; Θέλω πολύ να κοιμηθώ. Αύριο το πρωί θα ψάξω για την κόρη μου. Δεν ήταν σωστό αυτό που έκανε η Αθηνά. Αλλά τώρα νυστάζω. Καληνύχτα Λίνα μου.



Υ.Γ.: Η μουσική υπόκρουση που παρεμβάλλεται, είναι φυσικά, το Desperado των Eagles

68 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

zouri1 είπε...

με γεια για την καινουργια εμφανιση.Οι αταιριαστοι απο τις αγαπημενες ταινιες.Την ειχα δει στο Αττικον,αν θυμαμαι καλα.
Το κειμενο θα το διαβασω αργοτερα.
Δεν εχω συνελθει ακομα για τα καλα.
Ρε συ λεω αυτη την sorry girl να την διαγραψουμε.
Πολυ πορνο πεφτει.:)

The Motorcycle boy είπε...

Σύντροφε Υπουργέ,
η εμφάνιση είναι έργο της Tomboy -εγώ, ως γνωστόν, στα καλλιτεχνικά είχα μηδέν από το νηπιαγωγείο και μετά.
Δεν είναι μονο η sorry. Κι ο summertime τα ίδια και χειρότερα κάνει! Σόδομα και Γόμορα! Φωτιά θα ρίξει ο dim και θα μας κάψει! Να τους διαγράψουμε Υπουργέ μου, ναι, ναι!
Υπογραφή: Αρτέμης Μάτσας

sorry_girl είπε...

Εδώ είμαι κι εγώωωωωωω...
Λοιπόν αυτό το "γέμισε ο τόπος ήλιους" με διέλυσε..Α ρε Mboy το ζηλεύω αυτό σου το κείμενο..
Τώρα όσον αφορά στις διαγραφές..χωρίς ολομέλεια τις κάνετε εσείς;;;έτσι κάνει ο σωστός σύντροφος;ο ορθόδοξος;;;;φτου!Α ρε τα λεγε ο μεγας χιπχοπας ΝΙVO αλλά ποιός τον άκουγε;;;!!
πι ες : θα ενισχύσω τη φράξια με νεα μέλη(απειλή εκτοξεύτηκε!)

Unknown είπε...

το έχει κάνει και μια καταπληκτική διασκευή ο Τζόνυ Κας το "Ντεσπεράντο".¨Εχω γνωρίσει κι εγώ κάτι τέτοιους τύπους-ειδικά κάτι άστεγους στο σταθμό της Χαιδελβέργης.Μια φορά ένας μου ζήτησε ένα τσιγάρο,κοιτώντας με στα μάτια,κάτι που σπάνια συμβαίνει πια,και μου είπε πως μοιάζω με Παναγία που συγχωρεί.
¨Ετρεχε σάλιο απ το στόμα του,πηχτό και αφρώδες.
Το καλύτερο σου κείμενο μέχρι τώρα.
Λέτε ν αρχίσω κι εγώ ένα σεξουαλικό μπλογκ;Πάντα ήθελα να γίνω Αναις Νιν,,χωρίς Χένρυ Μίλλερ όμως!

The Motorcycle boy είπε...

Tomboy σίγουρα; Το είχα ένα άγχος με το σημερινό.
sorry,η απάντηση είναι ναι. Χωρίς ολομέλεια τις κάνουμε τις διαγραφές γιατί είμαστε ορθόδοξοι σταλινικοί. Τώρα, αν η ενίσχυση που αναφέρεις στο πι-ες (δεν θέλω -ήπια) έχει να κάνει με γυναίκες -νομίζω πως ο Υπουργός και ο υπεύθυνος του στρατιωτικός διοικητής θα το εκτιμήσουν και θυα την γλιτώσεις με απλή επίπληξη.
Α, και κάτι ακόμα -αν σου άρεσε το κείμενο, σκέψου πως θα γινόταν το δικό σου με ανάλογη ανάπτυξη. Άιντε.

The Motorcycle boy είπε...

cherry ΝΑΙ. Αλλά αν το αρχίσεις, μην τολμήσεις να μην το λινκάρεις στο bloghood -εντάξει;
Υ.Γ.: Υπουργέ μου συγνώμη, παρεσύρθην. Δεν ξέρω πως μου διέφυγε αυτό το σχόλιο.

sorry_girl είπε...

Εγώ;;γυναίκες;όχι όχι αγαπητέ.Άντρες!
Έχεις ένα δικιο πάντως όσον αφορά στην ανάπτυξη του δικού μου. Ένα όμως μόνο!χα!

Unknown είπε...

σιγουρα :)

The Motorcycle boy είπε...

Άντρες; Διαγράφεσαι ως φραξινίστρια, ρεβιζιονίστρια και πράκτορας της τεκνολογίας αγαπητή sorry.
Θα κινηθούν άμεσα οι σχετικές διαδικασίες.
tomboy -ουφ.

sorry_girl είπε...

Τρότσκι my friend!
αχαχα!

zouri1 είπε...

mboy.
O dikos sou sou afierose mallon post.gelio poli

The Motorcycle boy είπε...

sorry ήμουν σίγουρος (πως η λαϊκή συνείδηση δε λαθεύει).
Υπουργέ, ποιόν εννοείς; Εμπερδεύτηκα ο άθρωπας.

The Motorcycle boy είπε...

Άστο Υπουργέ -κατάλαβα. Αυτό που δεν έχω πιάσει ακόμα είναι πόσο καραγκιόζης μπορεί να γίνει κάποιος για να τραβήξει την προσοχή. Δε βαριέσαι -με τόσο μεγάλους μαλάκες, δεν υπάρχει λόγος να ασχολείσαι -καλύτερα να κολλήσεις κανένα γραμματόσημο, να μην πάει και χαμένο το σάλιο.

zouri1 είπε...

σωστα μιλας για τους γελειους.

Αλλαζω θεμα.
καλα η σορυ,ξερει τον Τροτσκυ ή τον εχει μπερδεψει με κανεναν ηθοποιο?

The Motorcycle boy είπε...

Ξέρει ρε -είναι μικρή, αλλά παλιά στο κουρμπέτι

sorry_girl είπε...

Έλεοοοοοςςς!Mboy υπερασπίσου με τώρα!

sorry_girl είπε...

Το κανες ήδη!Δάσκαλε!

The Motorcycle boy είπε...

Τσ, τσ -αλλά είσαι ήδη διαγραμμένη.

sorry_girl είπε...

"O Λέων Τρότσκι (1879 - 1940) ήταν Ρώσος κομμουνιστής επαναστάτης και μαρξιστής θεωρητικός. Συμμετείχε στη Ρώσικη Επανάσταση του 1905 και εκλέχτηκε πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Τα συμπεράσματα της επανάστασης του 1905 τον οδήγησαν στη διαμόρφωση της θεωρίας της Διαρκούς επανάστασης. Ηταν ένας από τους βασικούς οργανωτές της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917. Εγινε αρχικά Κομισσάριος του λαού για τις Εξωτερικές Υποθέσεις στην κυβέρνηση των Μπολσεβίκων και αργότερα ανέλαβε την ίδρυση του Κόκκινου Στρατού για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης ενάντια στους στρατούς των Λευκών και των χωρών της Δύσης. Ηγήθηκε της αριστερής αντιπολίτευσης στην ΕΣΣΔ δίνοντας μάχη ενάντια στον Στάλιν, μια μάχη την οποία τελικά έχασε. Εξορίστηκε το 1927 αρχικά στην Άλμα Άτα και αργότερα έξω από την ΕΣΣΔ. Συνέχισε την πολιτική του δράση, ιδρύοντας την 4η Διεθνή. Τον Αύγουστο του 1940 δολοφονήθηκε από τον πράκτορα του Στάλιν, Ραμόν Μέρκαντερ, στο Μεξικό, τη μόνη χώρα στην οποία μπορούσε να καταφύγει, καθώς κανένα κράτος της Ευρώπης δεν του είχε παραχωρήσει άδεια παραμονής."

Αυτά μη νομίζετε Υπουργέ μου απο τη βικιπιντια τα μαθα!
αχαχα!

homelessMontresor είπε...

Υπέροχο!
Πάω τώρα να κάνω και ενα διάλειμμα από τα blogs να διαβάσω τπτ για τις εξετάσεις, να κάτι πραγματάκια για τους Άραβες...

The Motorcycle boy είπε...

Μου αρέσει που αυτό το blog έχει πολυεπίπεδο χαρακτήρα -ψυχαγωγικό και εκπαιδευτικό. Το μουνάκι ο Μερκαδέρ πέρασε ένα διάστημα στη φυλακή και μετά παρασημοφορήθηκε σαν ήρωας στην ΕΣΣΔ. Δεν είναι περίεργο που οι Δυτικοί οι οποίοι σκίζονταν(και σκίζονται ακόμα) για τη στυγνή δικτατορία του Στάλιν, δεν παρείχαν άσυλο τον Τρότσκυ; Γαμώ τις δημοκρατικές τους ευαισθησίες μέσα.

The Motorcycle boy είπε...

Montressor τι εξετάσεις δίνεις; Για διπλωματικός ακόλουθος στο Λίβανο;

zouri1 είπε...

Και μετα τον Τροτσκυ,εχουμε τον Γκοντο τωρα να μας στελνει φωτο απο εκει.'ρε πως ξεπεσε ετσι η επανασταση.
αλλα αν ηταν ο Τροτσκυ στον πολεμο του 40,αρχηγος του στρατου,οι Γερμανοι θα ηταν σε 2 ωρες στο κρεμλινο.

The Motorcycle boy είπε...

Ε, όχι κι έτσι!

zouri1 είπε...

ε,καλα δειχνω λιγο τον σταλινικο μου χαρακτηρα,για να φοβουνται

homelessMontresor είπε...

:-))) xixi Όχι! Αν και θα ήταν καλή ιδέα, φαντάζεσαι να πήγαινα εκεί εγώ ως διπλωμάτης? Όχι φαντάζεσαι???
Όσο για το μάθημα, μπορεί να βγάλω και ποστ με τα ενδιαφέροντα που διαβάζω, όοοοοταν τα διαβάσω!

The Motorcycle boy είπε...

Ένας σταλινικός Υπουργός και μια παλαβή που θέλει να πάει στο Λίβανο με διπλωματική αποστολή. Μήπως το "λευκός θόρυβος" να το έκανα "λευκοί μανδύες";
Ρε, γιου αρ του αρ -τίποτα άλλο δεν έχω να πω.

zouri1 είπε...

σημερα ειδα στο προγραμμα της Nova,οτι παιζει τον λευκο θορυβο.

Λίτσα είπε...

Αααααααα
Εξαιρετικό, έχω να θέσω. Μου άρεσε η παράλληλη ανάπτυξη.
(Και επιμορφωτικά τα σχόλια, βεβαίως βεβαίως).

Eu-aggelos είπε...

gamoto...anatrixiasa!

unapatatras είπε...

πάρα πάρα πολύ καλό!
αυτή η παράλληλη ανάπτυξη (γεια σου Λίτσα! δεν ήξερα πώς να τη θέσω) είναι καταπληκτική. πολύ δυνατό. εύγε παλικάρι μου. πάω να βρω και τη μουσική υπόκρουση γιατί δεν το θυμάμαι...

The Motorcycle boy είπε...

Λίτσα, όχι τόσο καλό σαν εκείνο το δικό σου, γαμώτο.
Ευ-άγγελε, νομίζω πως καλό είναι αυτό με τέτοιον καύσωνα.
patra να σου τη στείλω με ένα mail βρε, αν έχεις adsl σύνδεση.

ZissisPap είπε...

Καλημέρα!
Είπα θα το διαβάσω με τον πρωινό καφέ και πιάσαμε λέον κάτι ουζάκια...
Πολύ καλό...

The Motorcycle boy είπε...

sigmund τι να κάνουμε; φροντίζουμε να σας βοηθάμε να περνάτε πιο ευχάριστα την ώρα σας, γιατί συμπαραστεκόμαστε στον δίκαιο αγώνα σας για αδιάκοπες διακοπές. Κράτα γερά εκεί που είσαι και μη διανοηθείς να γυρίσεις. Η Αθήνα κοντεύει να καταντήσει σας πίνακας του Νταλί από τη ζέστη.

pascal είπε...

Σάλτα και πηδήξου ρε...
(μη δίνεις σημασία, ζήλια είναι, θα μου περάσει, εξαιρετικό κείμενο, πράγματι, ουστ).

The Motorcycle boy είπε...

Καλά ρε pascal εσένα σου τάχω μαζεμένα. Δε ντρέπεσαι ρε; Άντε βγάλε ρε κανένα βιβλίο που τα ποστάρεις τα κείμενά σου εδώ μέσα και μας κομπλάρεις τους υπόλοιπους.Δεν είναι κατάσταση αυτή -με κάθε καινούργιο σου να πηγαίνω για διαγραφή του blog μου. Παλιοπαλιάθρωπε!

pascal είπε...

Λοιπό φίλτατε, δεν ήθελα να το αποκαλύψω, αλλά με παροτρύνατε με τα καλά σας λόγια: σε λίγες μέρες εκδίδεται η ποιητική μου συλλογή με τίτλο "Αμπαζουρλάθηκα". Παραθέτω μερικούς στίχους προς τέρψην όλων των αναγνωστών σας:

Δεν ξέρω πού με κρύψατε,
εσείς οι ξυλοκόποι,
μα κάνει κρύο τσουχτερό,
ωσάν το Νευροκόπι.

Χτυπάτε με τα τσεκούρια σας,
τα δέντρα τα καημένα,
μα ένα δεν καταφέρατε:
να κόψετε εμένα.

Γιατί δεν ζω γονατιστός,
είμαι της σερενάτας γιος,
κι’ ελεύθερος εγώ θα ζήσω.

Κι’ αν ακούω τις φωνές,
απ’ την τηλεόραση πολλές,
την κλείνω για να πάω να
κατουρήσω.

Μου λες μ’ αγαπάς,
μα με το γείτονα πας,
θες να βάλω μπαιπάς,
άπονη κορασίδα;

Το ψέμα σου πετάς,
το κεφάλι σου κουνάς,
είσαι μία της σειράς,
με πρόστυχη κοτσίδα.

Eυχαριστώ για την προσοχή σας.

pascal είπε...

Ξέχασα να σας πώ ότι θα έχω στη διάθεσή μου περίπου εκατό δωρεάν αντίτυπα από τον εκδοτικό οίκο. Στείλτε μου email για να σας στείλω μερικά. Το αξίζετε :)

The Motorcycle boy είπε...

Είστε ο ποιητής του "Αμπαζουρλάθηκα"; Αχ μα το ξερα εγώ -ήταν εμφανής η φλέβα σας (βοήθησε και το βελόνι που κρεμόταν από πάνω της όσο να πεις)! Μη μου πείτε πως εσείς έχετε γράψει και την "Ντουλάμπα φθορίου" και το "Πολυέλαια-Βουτύρατα"! Αχ πόσο χαίρομαι που σας γνωρίζω κύριε Ιατρόπουλέ μας! Μόνο στον Τριανταφυλλόπουλο σας είχα δει! Είμαι θαυμαστής σας!
Υ.Γ.: Το τσίμπησα το τεμαχιάκι ή ακόμα; Ελπίζω να το βγάλετε ασπρουδερό για να μη χάνω τους ψύλους -αν με εννοείτε.

pascal είπε...

Aχ, τι μου θύμησες τώρα. Από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα η Ντουλάμπα φθορίου:
Έλαμπες από πάνω μου,
βράδυ- πρωί συνέχεια,
φωτίζοντας απροκάλυπτα
μια ψυχική ανέχεια.

Βγήκα το παραδέχομαι
πάλι εκτός ορίου
μα έχω εσένα για να μπω
ντουλάμπα,
εσύ,
φθορίου.

The Motorcycle boy είπε...

Ω μα είστε έκτακτος κύριε Ελύτη μου. Μόνο μετά θάνατον σας έχω δει! Είμαι φανατικός ακροατής σας!

pascal είπε...

Και φυσικά, τα περίφημα «Πολυέλαια- βουτυράτα». Βαριά ποίηση, αν με εννοείτε, για την εποχή της αλλά έχει αρχίσει και αναγνωρίζεται επιτέλους από κοινό και κριτικούς:

Έλεος, έλεος,
φώναξα να μ’ ακούσεις,
μα μόνο ο πολυέλαιος,
έσκισε τη σιωπή:

«Βούτυρο έβαλες;»,
με ρώτησε και απούσης
άλλης σκέψης απάντησα,
«όχι, βάλε εσύ».

Την ψυχή μου φέτες έκανες,
και τις άλειψες δεόντως,
είμαστε όλοι για φάγωμα;
πράγματι,
το βρήκες,
όντως.

The Motorcycle boy είπε...

Μα καλά τώρα σας κατάλαβα από τον τρόπο γραφής σας! Είστε εγγονός του Εγγονόπουλου! Α, καλέ, έκτακτος είστε -τι καλά που σας γνωρίζω από κοντά! Μόνο σε εγκαίνια σας είχα δει!

Τελευταίος είπε...

Δεν έχεις άδικο. Κυκλοφορούν στην μπλογκόσφαιρα από φιλόσοφοι μέχρι πολλά κιλά μ.....κες. Όπως άλλωστε παντού. Το περίεργο βέβαια θα ήταν να μην υπήρχε αυτή η διαφορετικότητα.

Υ.Γ. Τα σχόλια είναι τόσο ωραία που αξίζουν να γίνουν ξεχωριστό ποστ!!! Ωραίος διάλογος.

Durden_Alie είπε...

Κάλλιο αργά παρά ποτέ...:-)

Ανατριχιαστικά συγκινητικό...Μπράβο!

The Motorcycle boy είπε...

Lamioti, τα σχόλια είναι, σχεδόν πάντα, σημαντικότερα από τα ποστ μου.Δεν με ενοχλεί η πλήρης απεικόνιση του έξω -μέσα στον χώρο των blogs, το τουπέ μου τη δίνει ώρες-ώρες.
durden, χαίρομαι που σου άρεσε. Το μπράβο πάει στον pascal, στη συγκεκριμένη περίπτωση.

The Motorcycle boy είπε...

Κάτσε ρε άσωτε, σε λίγο θα μας πεις πως ο pascal είναι ανώτερος και από τον Φοίβο. Δηλαδή, μη βρίζουμε ρε γαμώτο -μην βεβηλώνουμε τα εικονίσματα. Καλός είναι δε λέω -καλύτερος από τους καινούργιους ελαφρολαϊκούς, κάτι Ελύτηδες, καιΕμπειρίκους (αυτός να δεις δεν έχει πάει σχολείο -εμπειρικά γράφει), αλλά έχει να φάει ακόμα πολλά κρουασάν Μόλτο για να παίξει πρώτη εθνική.
Υ.Γ.: Σου ξανάστειλα για κοντριμπιούτορας στο καλαμπόκι και σου έστειλα και για το bloghood. Άντε να δούμε

pascal είπε...

Ωπα! Πήρες καλό λόγο από τον άσωτο; Συγχαρητήρια. Είναι από τους σχολιαστές που σχολιάζουν σαν να έχουν πληρώσει πριν σε διαβάσουν. Αυστηρός, δηλαδή.
Τα περί Φοίβου δεν τα σχολιάζω. θα με κρίνει η ιστορία. Τώρα αυτά τα καλαμπόκια και bloghood τίποτα μασωνικά πρέπει να είναι και εγώ τα φοβάμαι αυτά.

The Motorcycle boy είπε...

Μη νομίζεις -για να του πάρω μια καλή κουβέντα έχω περάσει μεγάλο λούκι. Τι εξετάσεις μηχανολογίας στους κινητήρες εσωτερικής καύσης (δίχρονους και τετράχρονους) έχω γράψει, τι κριτικές για ταινίες κουβανέζικου νεορεαλισμού -μέχρι και ιστορίες που στο τέλος τον πίνει η γκόμενα (όχι κυριολεκτικά) αναγκάστηκα να φτιάξω.
Αυτό το "σα να έχουν πληρώσει" δεν το κατάλαβα. Μην κοιτάς εσύ που είσαι και αναγνωρισμένος ποιητής -για τους υπόλοιπους υπάρχει πέη (με την αγγλοσαξωνική έννοια του όρου) περ βιου.
Δείξε μου την πλατίνα σου να σου πω πόσο Φοίβος είσαι. Και άσε τις ιστορίες με τις ιστορίες.
Το bloghood καλά το εννόησες -είναι μασονική στοά. Μασάμε γαϊδούρια εκεί μέσα και και φτύνουμε πενταλφάδια. Λειτουργεί και σαν σαλόνι -όπου ενημερώνουμε τη σεβαστή ομύγηρη πως βγάλαμε ποστ. Βέβαια, αυτό είναι μόνο η βιτρίνα -το καταλαβαίνεις έτσι;
Το καλαμπόκι είναι για καθαρά φορολογικούς λόγους. Βρήκαμε εκεί κάτι βρωμύλους μεξικανούς και το παίζουμε πως προσπαθούμε να κάνουμε γνωστό τον αγώνα τους. Για να ενισχύσουμε κι ένα νοσοκομείο που θα φτιάξει μια δικιά μας κατασκευαστική στην περιοχή.
Επειδή, σε τέτοιες περιπτώσεις ισχύει το "ή μαζί μας ή μόνος σου (τσιμεντωμένος κατά Πειραϊκή μεριά)" θεωρώ πως αντιλαμβάνεσαι τους θεάρεστους σκοπούς μας και θα συμμετάσχεις στην προσπάθειά μας. Περιμένουμε μέιλ σου -μη μας αναγκάσεις να σου επιδώσουμε την πρόσκληση ιδιοχείρως.
Υ.Γ.: Την Πέμπτη θα έχουμε μια ψιλοτελετούλα κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης (ξέρεις τώρα -κοκόρια, συκώτια ωμά, αίμα ον δε ροκς -νοικοκυρεμένα πράγματα). Να σε περιμένουμε; Θα έχει και κοπέλες -στην αρχή τουλάχιστον.

Ανώνυμος είπε...

Είναι η πρώτη φορά που σε διαβάζω (μέσω της "σατζέστιον" του Pascal). Η ιστορία είναι πάρα πολύ καλή και ο τρόπος γραφής το ίδιο, απλά με καθήλωσες και είχε καιρό να μου συμβεί:)
Γεωργία

The Motorcycle boy είπε...

Χαίρομαι που πέρασες καλά, διαβάζοντάς το. Πρέπει να παραδεχτώ πως με ξάφνιασε ο pascal με το σατζέστιον -δεν μου έχει ξανατύχει.

pascal είπε...

Πάλι καλά που το (τεράστιο) αναγνωστικό μου κοινό εκτιμά το έργο σας κύριε. Είχα μία μικρή αμφιβολία ότι θα είχαν συνηθίσει μόνο στις δικές μου αρλούμπες και θα είχαν δυσκολία να προσαρμοστούν στις δικιές σας. Τελικά, όλες οι αρλούμπες έχουν κάτι κοινό- το ίδιο κοινό. Για τον άσωτο εννοώ ότι κρίνει σαν να έχει π.χ αγοράσει βιβλίο με διηγήματα και το διαβάζει, όχι σαν να διαβάζει ένα απλό κείμενο στο internet. Σωστός και καλά κάνει.
Όσο για τα μπλογκ που λες, στειλε invitation. Πιθανότατα θα τη δεχτώ.

The Motorcycle boy είπε...

Η αρλούμπα αγαπητέ είναι πρέζα. Άπαξ και σουτάρεις την πρώτη ψάχνεις απεγνωσμένα να την ξανακούσεις. Κι όσο δεν την ακούς σαν την πρώτη φορά, τόσο περισσότερο ψάχνεις. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί αλλιώς -πως θα ζούσαμε κι εμείς τα λογοντηλέρια.
Επιτελούμε λειτούργημα κρατώντας τον άσωτο απασχολημένο εδώ μέσα. Φαντάζεσαι να δούλευε επιμελητής σε εκδοτικό οίκο; Θα πεινάγανε οικογένειες!
Χαίρομαι που κατανόησες τα ορθολογικά παύλα ανθρωπιστικά επιχειρήματά μου και δεν μας ανάγκασες να σου παραδώσουμε τις προσκλήσεις ιδιοχείρως (έχω στείλει και τα παιδιά να εισπράξουν χιαστούς από κάτι καφε-μπαρ στη Ζήνωνος και, με την τενοντίτιδα που μαστίζει το επάγγελμα δε θέλω να τα ζορίζω).

The Motorcycle boy είπε...

Έχει ασχοληθεί με τον pascal η ελευθεροτυπία; Ζήλεψα τώρα, γαμώτο. Και αυτός καταδέχεται να ασχοληθεί μαζί μου; Εμένα μόνο μια φορά έχει αναφέρει το όνομά μου η ελευθεροτυπία -στη λίστα των συλληφθέντων.
Άσωτε, στον λίγο καιρό που είμαι εδώ, έχω γνωρίσει κάμποσους, με μερικούς από τους οποίους θέλω να πιστεύω οτι είμαι φίλος. Εσύ είσαι μέσα σε αυτούς. Αλλά είσαι και στην κατηγορία των ανθρώπων που περιμένω να σχολιάσουν για να καταλάβω αν διαβάζεται η εκάστοτε παπαριά μου. Οι υπόλοιποι της κατηγορίας είναι η tomboy (για ευνόητους λόγους -γράφεται και παντόφλα), ο sigmund και ο marquee. Όμως ρε φίλε -με τις υποχρεώσεις που έχεις αναλάβει που να προλάβεις να κάνεις κι εσύ ποστ; Άσε, όταν έρθεις στην Αθήνα θα μάθω το κόλπο για πολλά και καλά σεντόνια.
Υ.Γ.: Συμφωνώ με τον pascal -το να σε διαβάζουν σα να σε έχουν πληρώσει είναι η μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να σου κάνουν.

pascal είπε...

Eντάξει ρε παιδιά, επειδή με έχει αναφέρει δυο φορές η Ελευθεροτυπία και μία τα Νέα Του Κάτω Παλαιοχωρίου δεν σημαίνει ότι είμαι και το μεγάλο αφεντικό των μπλογκς. Όσο γι' αυτά που λέει ο άσωτος, εγώ ένα έχω να πω: Έχω την υποψία ότι διαβάζοντας εμένα ορισμένοι οι οποίοι ή είχαν μπλογκς και δεν ήξεραν τι να γράψουν ή δεν είχαν μπλογκς, ξεκίνησαν να γράφουν ιστοριούλες, όπως γράφω π.χ εγώ και ο mb. Αυτό είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση που έχω εισπράξει από την όλη ιστορία, πέρα βέβαια από το προφανές του να ¨ξεκαβλώνω" γράφοντας αυτά που θέλω.

The Motorcycle boy είπε...

Ω μα το έχω διαβάσει στα Νέα του Κάτω Παλαιοχωρίου. Ήταν το άρθρο για το "άξιο τέκνο της περιοχής μας που τιμήθηκε με το βραβείο ΝεΜπούλα για το διήγημα: Η μπαλαρίνα που δεν χόρευε". Το ενθυμούμαι καταλεπτώς (και δευτερολέπτως μην πω) αγαπητέ!
Πάντως, μακάρι να μπορούσα να πω κι εγώ πως ξεμπλόκαρα κάποιον και άρχισε να ποστάρει. Εμένα, όσοι με διαβάζουν βλαστημάνε -πρέπει να έχω κλείσει ίσαμε 10 μπλογκς από την αγανάκτηση. Ευτυχώς που γράφω για να κάνω τον ωραίο στη γυναίκα μου -οπότε υπάρχει ακόμα κάποια σκοπιμότητα στο όλο πράγμα.

civil είπε...

Συγχαρητήρια για το πολύ καλό κείμενο. Έφτασα εδώ κι εγώ από το σατζέστιον του Πασκάλ (στον οποίο πήγα από σατζέστιον από κάπου αλλού)

The Motorcycle boy είπε...

Μέχρι τον pascal καλά ήτανε. Μετά, χαράς το κουράγιο σου που άντεξες ολόκληρο σεντόνι. Ευχαριστώ πολύ όπως και νάχει

averel είπε...

Ε παλι τα ιδια θα λεμε? πολυ καλο, ζηλευω, μπραβο αντε να εκδοθεις αγορι μου και αλλα τετοια ομορφα.

Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα είπε...

Τι μου θύμισες, Μηχανόβιε...

http://valiacaldadog.blogspot.com/2007/02/blog-post_81.html

The Motorcycle boy είπε...

Το θέμα δεν είναι τι σου θύμισα, αλλά που το θυμήθηκες αυτό το ποστ μετά από τόσον καιρό!

Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα είπε...

Μήπως είχες λόξυγγα το βράδυ του Σαββάτου, 24 του μηνού;

Είχαμε την κουβέντα σου με την Αλανογκουντρούνα, που είμαστε φίλοι εδώ και 25 χρόνια...

θα τα πούμε κάποια στιγμή. Αν κρίνω από τα Ιντυ-λινκ σου τα έχουμε ήδη πει διαδικτυακώς...

The Motorcycle boy είπε...

Καλά -εντάξει, το έχουμε κάνει χωριό από εκείνα τα βουνίσια που μόνο οι γέροι απόμειναν και γνωρίζονται από την εποχή του εμφύλιου!
Τουτέστιν:
1. Όταν τελειώσει η αγαπητή, από τη σελιδοποίηση της Αλάνας -κανονίζει να πιούμε καμιά μπύρα από κοντά. Αφού την ξέρεις 25 χρόνια, βάλτην να το κανονίσει με το ζόρι καθότι αναβλητική.
2. Έχει τρεις εκδηλώσεις το Μάρτη (ομιλία, συναυλία, παζάρι). Κανόνισε να είσαι -εντάξει; Άντε γιατί εσύ μας είχες ξεφύγει από τη συλλογή με τα ρεμάλια και δεν είναι σωστό!

Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα είπε...

Από την ομιλία ξέχασέ με! Είναι εκτός ορίων Εξαρχείου και δεν έχω βγάλει νέο διαβατήριο. Συναυλία μέσα (αν είναι κοντά) αλλά παζάρι σίγουρα... Έχω κάτι τόνους να ξεφορτωθώ...

Μπίρες, ε;

The Motorcycle boy είπε...

Το Σάββατο αδερφέ -μεθαύριο, στον Σπόρο. Μετά το μεσημέρι θα περάσουμε -άντε κανόνισέ το.

Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα είπε...

ΟΚ, έκλεισε! Άμα δεις φωτογραφική μηχανή (ψηφιακή) κι ένα χοντρό αποπίσω της, όρμα!

Ανώνυμος είπε...

Αποκωδικοποίηση....: θρησκειών, μυθολογιών, ψυχής, σιωπής,.....
Σχηματοποίηση λόγου, κοσμογονία, θεογονία,....
URL : www.siopi.gr
Γεια.....

Ο Καλος Λυκος είπε...

γαμημένε, με κάνεις και κλαίω και με κοιτάνε όλοι στο γραφείο σαν ούφο!

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι