Της πουτάνας έγινε όταν το μάθαμε. «Γύρισε ο Ίντυ ρε μαλάκες!». Πότε, που, γιατί; Ρωτούσαμε λες και είχε σημασία. Ο Βασιλάκης ο «συν –πλην» απλά τον είχε δει να καπνίζει στο παράθυρο του πατρικού του –πριν μια ώρα. Ο Βασιλάκης έμενε απέναντι, στην πολυκατοικία. Μόλις είχε ξυπνήσει και προσπαθούσε να ξεφορτωθεί κάτι μπυρόνια από το προηγούμενο βράδυ στη λεκάνη της τουαλέτας. Ή στη λεκάνη του νιπτήρα –δε μας ξεκαθάρισε.
«Πότε τον είδες ρε μαλάκα;»
«Τώρα ρε, πριν μια ώρα, συν –πλην».
«Και τι έκανε;»
«Κάπνιζε»
«Μόνο αυτό;»
«Ε, ναι αυτό, τι άλλο;»
«Πως ήτανε;»
«Γερασμένος»
«Άντε ρε! Πολύ;»
«Καμιά δεκαετία, συν-πλην»
Σωπάσαμε, ρουφώντας τα καλαμάκια μας. Κάναμε και δυο –τρεις σκεφτικές μπουρμπουλήθρες. Συν –πλην. Ήμασταν ακόμα στο σχολείο όταν βάλανε στη φυλακή τον Ίντυ. Οπλοκατοχή, οπλοχρησία, πρόκληση σωματικών βλαβών και φθορά ξένης περιουσίας. Πέντε χρονάκια -λόγω λευκού ποινικού μητρώου, στα δύο βγήκε -λόγω καλής συμπεριφοράς. Πάντως, εμείς μια πενταετία κάναμε να τον ξαναδούμε γιατί μετά τη φυλακή, χάθηκε. Κάτι ακούστηκε για καράβια, για εξωτερικά κι έτσι –δε μάθαμε ακριβώς.
Ο Ίντυ ήτανε «και γαμώ τα παιδιά». Ο ορισμός της κατηγορίας. Στο σχολείο ήταν μεγαλύτερός μας (και μετά δηλαδή, το ίδιο ήτανε) –είχε μια παρέα από άγριους που κάνανε καφριλέματα. Αν έχεις ακούσει για τα δυναμιτάκια στο Β2 –ο Ίντυ τα έβαλε. Μόνο που το παράχεσε κι άνοιξε έναν κρατήρα στο πάτωμα –καλά που δεν χάσανε τη φιλόλογο εκεί μέσα –ήταν και κοντούλα, άγιο είχε η γυναίκα. Είκοσι μέρες αποβολή ολόκληρη η παρέα κι ένα νευρικό τικ στο αριστερό μάτι της φιλολόγου. Πέσανε πάνω τα συμβούλια γονέων, μειώθηκε η αποβολή και δεν χάσανε την τάξη τα παιδιά. Έχασε βέβαια τον ύπνο της η φιλόλογος, αλλά σε αυτή τη ζωή δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Και τυχερή ήτανε δηλαδή, γιατί την επόμενη χρονιά –στην Τρίτη Λυκείου, κλειδώσανε το Λυκειάρχη μέσα στο γραφείο του, ο Ίντυ με τους υπόλοιπους, και του κόψανε το τηλέφωνο. Εξάρθρωση ώμου έπαθε ο άνθρωπος για να βγει από εκεί μέσα –βλέπεις τα βρωμόπαιδα είχαν ξεχάσει πως μεσολαβούσαν οι χριστουγεννιάτικες διακοπές μέχρι να ξανανοίξει το σχολείο. Πάντως, από τη συγκεκριμένη φάση την έβγαλαν καθαρή –κανείς δεν έμαθε, κανείς δεν άκουσε, όλοι ήξεραν, κανείς δεν μίλαγε.
Μετά το σχολείο μπλέχτηκε στα ποδοσφαιρικά ο Ίντυ. Ήταν η εποχή που έπεφτε το ξύλο της αρκούδας από τις συμμορίες των ομάδων. Ο Ίντυ τύγχανε γαύρος (είπαμε –ο ορισμός του «και γαμώ τα παιδιά»). Έφτασε μέχρι υπαρχηγός στην 7, οι παλιοί θα τον θυμούνται σκαρφαλωμένο στο συρματόπλεγμα με τα μαλλιά να ανεμίζουν –είχε ζόρικο στυλάκι ο Ίντυ, σκέτος ινδιάνος. Αλλά το έκοψε απότομα το χουλιγκανιλίκι όταν άρχισαν να μπαίνουν οι φασίστες στα κόλπα και να ελέγχουν τις θύρες. Από κάτι κουβέντες που κυκλοφορούσαν στο γήπεδο τη μάθαμε την αιτία γιατί δεν ήταν εύκολο να μιλήσεις στον Ίντυ εκείνες τις εποχές. Μια μέρα του την έπεσαν κάτι βάζελοι οργανωμένοι –καμιά δεκαπενταριά άτομα -κάνανε θερινό το μαγαζί του Μπιλ του Χοντρού. Όταν βαρέθηκαν να τον κοπανάνε με τις αλυσίδες, σηκώθηκε, τίναξε τα ρούχα του κι έφυγε –κύριος. Δεν ήμασταν εκεί να τον βοηθήσουμε –ευτυχώς δηλαδή, γιατί αν ήμασταν, θα την κοπανάγαμε πανικόβλητοι. Δεν έπαιζες εκείνο τον καιρό με τους οργανωμένους –καθόσουν ήσυχος, να τις αρπάξεις, γιατί αλλιώς κυκλοφορούσαν και σουγιάδες.
Ο Ίντυ εξακολουθούσε να βρίσκεται με την υπόλοιπη παρέα του –άρχισαν να δουλεύουν κιόλας σε συναυλίες –περιφρούρηση για να μπαίνουν τζάμπα. Όποτε μας πετύχαινε έξω από το Σπόρτινγκ ήταν η καλύτερή μας. Μας έβαζε από τις πλαϊνές πόρτες, μέχρι και μπύρες τζάμπα κερνούσε. «Και γαμώ τα παιδιά».
Η κακιά η ώρα τον πέτυχε νύχτα σε μια disco της Ηλιούπολης. Μάθαμε ότι μπήκε φορτωμένος και μαχαίρωσε τρία άτομα. Κατέβασε μάλιστα και τον τοιχο-καθρέφτη απέναντι από την είσοδο, χρησιμοποιώντας το κεφάλι του ιδιοκτήτη αντί για σφυρί –που να βρεις σφυρί εύκαιρο τότε -κάτι λίγα που υπήρχαν, τα κράταγε το ΚΚΕ για ίδια χρήση. Η κακιά η ώρα ήρθε αμέσως μετά, γιατί, στην έξοδο περίμενε ένα περιπολικό. Είχαν πάει οι άνθρωποι να κάνουν τη μηνιαία είσπραξη και έπεσαν πάνω στη φασαρία. Περίμεναν να ηρεμήσει η κατάσταση και ρίχτηκαν στον Ίντυ με το που έσκασε μύτη από την έξοδο. Πέντε χρονάκια που έγιναν δύο και κατέληξαν πάλι πέντε –τα’παμε αυτά.
Πήγα και τον βρήκα ρε γαμώτο. Είχε ξηγηθεί πολύ σκάρτα, από τότε που βγήκε –μας έγραψε στον πούτσο του. Εντάξει ρε άνθρωπε, δεν θέλεις να περάσεις από τη γειτονιά –το καταλαβαίνω. Αλλά πάρε ένα τηλέφωνο, ρίξε ένα σύρμα. Δηλαδή μαλάκες ήμασταν που σου φέρναμε τσιγάρα στη μπουζού; Μαλάκες μας έκανες –εμένα δηλαδή. Νάρθω ρε στο επισκεπτήριο κι εσύ να έχεις αποφυλακιστεί; Γελάγανε οι σκατόμπατσοι –σα γκόμενα ένιωσα. Τέλος πάντων –το κατάπια, αγάπα το φίλο σου με την ανωμαλία του. Μετά όμως; Εξαφανιζόλ. Στημένοι πάνω από τα τηλέφωνα περιμέναμε και τα τηλέφωνα γελάγανε με τα χάλια μας. Και τώρα, τόσα χρόνια μετά ρε ξεφτιλισμένε –αν δε γινότανε σούσουρο στου Χοντρού δεν θα έπαιρνα πρέφα ότι γύρισες. Γιατί ρε πούστη; Έχεις κάτι μαζί μας;
Έμεινε να με κοιτάζει σαν ούφο. Τόσα χρόνια κι ούτε χαμογέλασε ο άτιμος. Καλά που καταδέχτηκε να μου πετάξει ένα μπυροκούτι –σκέτο κάτουρο. Έπαιζε και μια κηδεία στο στερεοφωνικό, βάλε τίποτα Purple ρε άνθρωπε, του λέω, βάλε κανέναν Ozzy να γίνουμε -όπως παλιά. Γέλαγε. Ξεκαβάλησε το πρεβάζι του παράθυρου και μ’ έπιασε από τους ώμους.
«Άκου να δεις τι λέει το τραγούδι», μου ξηγιέται. « Ο Βορράς βρισκόταν κάπου εκεί,/ πριν από χρόνια και ήταν κρύος: /ο πάγος κλείδωνε τις καρδιές των ανθρώπων και τους γερνούσε . /Ο Νότος γεννήθηκε μέσα από καλόβολα χωράφια, αλλά ήταν άνυδρα … /Περπατούσα μέχρι εκεί που βάθαινε το νερό κι έπαιζα με το μυαλό μου.»
Τον έσπρωξα πέρα -τι έπαθες ρε; Πούστεψες; Τι μαλακίες είναι αυτές; Ποιος βοράς και νότος; Γεωγραφία θα κάνουμε;
Μου γύρισε την πλάτη και μ’ έγραψε στ’ αρχίδια του. Συγνώμη ρε φίλε, φόρτωσα που είχα τόσον καιρό να σε δω και φέρεσαι κάπως. Να κι αν του το ‘πα, να κι αν δεν του το ‘πα! Καμία επαφή. Ήτανε στο βορά και στο νότο και μάζευε καλαμπόκια –ξέρω ‘γω. Έπαιζε και με το μυαλό του –ανάθεμα κι αν καταλάβαινα τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Καταλάβαινα δηλαδή, αλλά έκανα τον άσχετο. Μετά από κανένα τέταρτο έφυγα όπως είχα έρθει. Μαλάκας.
Γύριζε στη γειτονιά ο Ίντυ και η γειτονιά γύρω από τον Ίντυ. Οι χοντρές νοικοκυρές έκαναν κρυφά το σταυρό τους όταν τον πετύχαιναν στο super market. Πρώην φυλακισμένος βλέπεις –χειρότερα κι από λεπρός! Φοβόντουσαν μην τις ακουμπήσει ο ίσκιος του και πάθουν τίποτα. Αλλά ο Ίντυ δεν έδειχνε να νοιάζεται. Φαινόταν πως ήθελε την ησυχία του. Αγόραζε ότι χρειαζόταν και την έπεφτε στον κήπο του πατρικού, που είχε ησυχία. Βλέπεις, ο πατέρας του είχε πεθάνει χρόνια πριν –δούλευε τεχνικός στον ΟΤΕ και έπεσε από μια κολώνα. Με τα φτυάρια τον μαζεύανε για να τον θάψουν –ο Ίντυ πήγαινε δημοτικό τότε. Η μάνα του δούλευε φασόν μέχρι που πέθανε –τη χτύπησε εγκεφαλικό, κάτι μήνες πριν μπει ο Ίντυ φυλακή. Ευτυχώς δηλαδή, εδώ που τα λέμε, που δεν ζούσε να δει τον κανακάρη της με χειροπέδες στην Ευελπίδων. Από το παράθυρο του Βασιλάκη τον κατασκοπεύαμε να βγάζει τον κόκκινο Μπόλντορα στην αυλή και να τον λύνει. Γέμιζε το τσιμέντο με καρμπυρατέρ, ψύκτρες, καβλιτζέκια, παπαράκια και μετά τα έπλενε στη βενζίνη. Εκεί διακόπταμε την παρακολούθηση το μεσημέρι –στο ίδιο σημείο την ξαναπιάναμε το επόμενο πρωί. Ο Ίντυ θα ξανάβγαζε στο δρόμο τον Μπόλντορα –αυτό ήτανε το θέμα. Δεν είχαμε ξεχάσει τις κόντρες στη Βούτα, πιτσιρικάδες εμείς, με τη μύξα να μας κρέμεται πάνω από τη γέφυρα, παρέα με τα σάλια που έτρεχαν πιο γρήγορα από τις μηχανές των ινδιάνων, από κάτω. Δεν χρειάζεται να πω ότι ο Ίντυ δεν είχε χάσει κόντρα. Βέβαια, ήταν καινούργιος τότε ο Μπόλντορας –του είχε βγάλει το σιλανσιέ ο Ίντυ, μετά την πέταξε την εξάτμιση την εργοστασιακή και έβαλε μια Devil, κάποιοι λέγανε πως είχε βάλει χέρι στα ζιγκλέρ –το γεγονός ήταν πως ο Ίντυ βασίλευε στα Νοτιοδυτικά.
Την πρώτη έξοδο του Μπόλντορα τη χάσαμε. Αλλά εκείνο το απόγευμα που λιώναμε στους πάγκους του Χοντρού, το τρίξιμο της τζαμαρίας δεν σήκωνε αμφιβολίες. Ο Μπόλντορας έριχνε ήδη 1100 κυβικά σκιάς πάνω στα σκεβρωμένα εντουράκια μας κι ο Ίντυ πνιγόταν στην αγκαλιά του Μπιλ του Χοντρού.
Πάθαμε απανωτές εξαρθρώσεις αυχένα, μήπως κι ακούσουμε τι λέγανε. Είχαν αράξει μέσα από τη μπάρα, σοβαροί σαν τη Μεγάλη Παρασκευή και συγκεντρωμένοι στα ποτήρια τους. Δεν άντεξα, έπρεπε να μάθω –κατέβασα λοιπόν τη μπύρα μου σφηνάκι και πήγα το άδειο ποτήρι στον Μπιλ. Σιγά μην ασχολιόταν ο Χοντρός, έμεινα μετέωρος με το άδειο ποτήρι στο χέρι και μια πηχτή βλακεία στο μάτι. Χαμογελούσα κιόλας ο ηλίθιος (τώρα και σε συσκευασία έκο πακ, φιλική προς το περιβάλλον). Ο Ίντυ με λυπήθηκε.
«Τι γίνεται ρε πιτσιρίκο; Ακόμα παλεύετε για χάρη της;»
Δεν κατάλαβα σε ποια αναφερόταν. Μπορεί να εννοούσε τη Θρυλάρα, μπορεί και τη Μελίνα που ήταν η γκόμενα του σχολείου πριν από κάτι χρόνια.
«Μπα, πάνε αυτά. Γενικώς», προτίμησα να το παίξω διφορούμενος.
Έπεσε μια μουγκαμάρα, συμπαθητική σαν κατσαρίδα.
«Φέρε το βρωμοπότηρό σου να το γεμίσω», έσπασε τον πάγο ο Μπιλ και τον παρακολουθούσαμε να κατεβάζει την κάνουλα μουρμουρίζοντας.
«Τι άλλα;» είπα να αρπάξω καμιά κουβέντα από τον Ίντυ.
«Όπως τα ξέρεις πιτσιρίκο. Ο κόσμος γυρίζει κι εμείς μυρίζουμε», γέλασε ο Ίντυ.
Πήρα το ποτήρι με τον αφρό μου και γύρισα στον πάγκο με τους υπόλοιπους. Δεν είχα βγάλει άκρη με τον Ίντυ, άσε που ο αφρός ξεχείλιζε και κόλλαγε στις παλάμες μου. Μηδέν από μηδέν μας κάνει μηδέν. Χωρίς συν-πλην.
Τον πήρε τηλέφωνο ο Λέμυ. Που ‘σαι ρε Ίντυ, καλώς το παιδί –σα να μην έτρεχε τίποτα. Με τα πολλά, κανόνισαν να μαζευτούμε όλη η παρέα στην καντίνα της παραλιακής. Πήγαμε από το απόγευμα –στήσαμε τις μηχανές παράταξη και περιμέναμε. Κάτι πιτσιρίκια έκαναν κόντρες, μετά πλάκωσαν οι Γκολφάκηδες παρέα με τους Τζι-Τι-Άι και μαλακίστηκε το θέμα. Κανα δυο από μας τρωγόμασταν να τους κάνουμε τα μούτρα κρέας. Αλλά ο Λέμι μας κράταγε. Για τον Ίντυ είμαστε εδώ ρε στόκοι –τι θέλετε; Να έρθει και να σας ψάχνω στην Τρύπα του Καραμανλή; Τρωγόμασταν το λοιπόν αλλά περιμέναμε. Βράδιασε μέχρι να φανεί ο δικός σου. Μπήκε στη στροφή με τα χίλια –ένας Φίατ Τούρμπος τον κυνηγούσε, 10 μέτρα πίσω. Όταν είδε τις μηχανές φρέναρε και βγήκε από το δρόμο, αφήνοντας τον Τούρμπο να πλακώνεται μόνος του.
Οι απαραίτητες αγκαλιές αρχίσανε πριν βγάλει το κράνος. Ακολούθησαν τα βαρετά. Τι γίνεται, τι γινόσαστε, τι κάνετε τώρα, πως πάει –μαλακίες. Ο Ίντυ ρώταγε και οι άλλοι μπαίνανε στο τριπάκι. Σε μισή ώρα είχε μάθει όλη μας τη ζωή. Εμείς πάλι –δεν ξέραμε την τύφλα μας. Μέχρι που δεν άντεξε ο Λέμυ. Αρκετά με τα δικά μας –εσύ τι έγινες ρε μεγάλε; Που ήσουνα τόσα χρόνια; Ο Ίντυ γέλασε. Έχουμε ώρα γι’ αυτά, είπε και πήγε για άλλον ένα γύρο μπύρες. Μου ήρθε να του αστράψω μια ξεγυρισμένη του κερατά –αλλά κρατήθηκα. Έπεσε μια μούγκα, είπαμε να τη σπάσουμε πηγαίνοντας μέχρι Σούνιο, έτσι για να γρασσαριστεί και λίγο το Μπολντόρι του Ίντυ. Στη διαδρομή μας έριξε στ’ αυτιά –όπως παλιά. Δεν ήτανε η μηχανή, ήταν αυτός που οδηγούσε «ζω-πεθαίνω».
Είχε νυχτώσει για τα καλά μέχρι να φτάσουμε στα βράχια. Χυθήκαμε όλοι οι μαλάκες δίπλα στο κυματάκι και άρχισαν να γυροφέρνουν τα τρίφυλλα. Κόλλησα με μια γκομενο-κουβέντα, όταν ξύπνησα είδα πως Ίντυ και Λέμυ την είχαν πέσει σε μια ξέρα και ρομαντζάρανε. Σηκώθηκα και πήγα κοντά τους. Ο Λέμυ έκανε κουμάντο στην παρέα από τότε που είχε εξαφανιστεί ο Ίντυ, αλλά κι εγώ ήμουνα ο κολλητός του Ίντυ. Δεν μπορούσαν να με έχουν στην απέξω –γαμώ το στανιό μου! Πλησίασα λοιπόν και τους άκουσα. Δηλαδή τον Ίντυ άκουγα.
«Τα ξέρω ρε φίλε», του έλεγε. «Μη μου τα θυμίζεις, δεν ξέχασα τίποτα. Υπάρχει ένα τραγούδι –το χρησιμοποιώ για να ξαναφέρνω στο μυαλό μου εκείνα τα χρόνια. Θέλεις να σου πω; Η Ανατολή ήταν η αυγή, που ζωντάνευε από τον χρυσό ήλιο: /Οι άνεμοι έρχονταν ήρεμα, πολλά κεφάλια γίνονταν ένα /το καλοκαίρι, νομίζαμε πως οι άνθρωποι του Αυγούστου κορόιδευαν- /είχαμε ησυχάσει και το χαιρόμασταν. Το έχεις ακούσει έτσι; Εντάξει ρε μαλάκα, δεν είναι Motorhead, αλλά ξεκόλλα. Έτσι ήταν όσο άξιζε τον κόπο». Τότε με είδαν και οι δυο μαζί. Σταμάτησαν. Κοίταγα σαν χάνος. Τι λέτε εσείς εδώ; Τα ίδια. Αρχίδια. Λες και τους είχα τσακώσει να πηδιούνται κρυφά. Θα ξεμονάχιαζα τον Λέμυ αργότερα.
Γυρίσαμε όλοι πίσω. Αλλά ο Ίντυ δεν ήρθε μαζί μας –είχε μια δουλειά, λέει, στο Πόρτο Ράφτη. Μαλακίες –δε γούσταρε άλλο, φαινότανε το πράμα. Έμεινα τελευταίος, ξημερώματα, μαζί με τον Λέμυ. Τι έγινε ρε κολλητέ; του λέω. Έμαθες τίποτα;
«Λίγα πράγματα», μου λέει ο Λέμυ. «Μετά τη φυλακή βρήκε κάτι φράγκα αδέσποτα και την έκανε για έξω. Λονδίνο, Άμστερναμ και Βερολίνο –έτσι δεν πάει το τραγουδάκι; Και τώρα γύρισε πίσω. Γιατί γύρισε –δεν κατάλαβα. Τι σκέφτεται να κάνει –δεν είπε. Αλλά το μυαλό του έχει γίνει σκατά. Ποιος ξέρει τι χημείες έφαγε εκεί έξω. Του είπα αν γουστάρει να δουλέψει μαζί μας –ξέρεις τώρα. Ούτε ναι, ούτε όχι –με κοίταγε σα χάχας.»
Και δεν έμαθες γιατί την έπεσε στη disco; Ο Λέμυ κούνησε το κεφάλι και έξυσε τα γένια. Δεν έμαθε. Μου είπε ότι μίλησαν για τον παλιό, καλό καιρό - το θυμήθηκα. Τι είναι αυτό το γαμωτράγουδο που του έχει κολλήσει ρε; Ο Λέμυ γέλαγε. «Κουλτούρα μάγκα μου, μην την ψάχνεις». Αυτά έγιναν εκείνο το βράδυ.
Ο Ίντυ είχε μια ζωή μπλεξίματα με τους μπάτσους. Σε κάθε στραβή που γινόταν, τον τράβαγαν στο Τμήμα από τους πρώτους. Αυτά παλιά –τώρα που είχε κάνει και φυλακή τον τσίμπησαν χωρίς να τρέχει τίποτα. Για προληπτικούς λόγους, που λένε και στις ειδήσεις. Είδε ο Βασιλάκης το περιπολικό έξω από το σπίτι του και τους είδε να τον παίρνουν. Χωρίς χειροπέδες –άρα δεν τον κατηγορούσαν για κάτι. Άναψαν τα τηλέφωνα εκείνη τη μέρα, κινητοποιηθήκαμε, που λένε και οι κομματικοί. Τρέξαμε, ψάξαμε, ρωτήσαμε –στο τέλος βρέθηκαν δυο από μας στο καφενείο απέναντι από τη μπατσαρία και έπιναν μπύρες περιμένοντας.
Βγήκε, υπολογίζαμε, τρεις με τέσσερεις ώρες τον κράτησαν. Σκοτώθηκαν οι δικοί μας να τον προλάβουν μόλις έστριψε την πρώτη γωνία. Τον διπλάρωσαν με τα δίχρονα και προσφέρθηκαν να τον γυρίσουν σπίτι.
«Όχι ρε σεις, εντάξει. Θα περπατήσω λίγο να ξεβρωμίσουν τα ρούχα μου από τη μπατσίλα», τους καθησύχασε και συνέχισε τον δρόμο του.
Από την επιτόπια, ενδελεχή, σχεδόν εξ’ επαφής, εξέταση –δεν αναφέρθηκαν τραυματισμοί ή ενδείξεις βάναυσης μεταχείρισης του υπόπτου. Δεν τον είχαν ξυλοφορτώσει τα μπασκίνια δηλαδή -οι δικοί μας ήταν κάργα καθησυχαστικοί. Λάθος τους. Όταν ανοίγεις παρτίδες με τους μπάτσους ποτέ δεν βγαίνεις αλώβητος.
«Τι σε θέλανε οι μπάτσοι ρε;»
«Τίποτα ιδιαίτερο. Για κανένα χαφιεδιλίκι, τίποτα κόκες, παραλαβή και διακίνηση. Τα γνωστά, μην αγχώνεσαι»
«Πως το έπαιξες;»
«Παρθεναγωγείο –πως αλλιώς; Δεν καταλαβαίνω, μι τούριστ και τέτοια.»
«Πέσανε τίποτα ψιλές;»
«Όχι μωρέ. Μεγαλώσαμε πια –άλλαξαν τα κόζια»
«Δηλαδή;»
«Τώρα δουλεύουν με εκβιασμούς και τα σχετικά. Μου είπαν να συνεργαστώ γιατί αλλιώς θα τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί τη Σόνια και θα τα πληρώσει αυτή για όλους μας»
«Κι εσύ τι είπες;»
«Τι να πω; Ποια Σόνια;»
«Σωστά –ποια Σόνια».
«Ξέρεις εσύ καμιά Σόνια;»
«Όχι»
«Ούτε κι εγώ. Άρα;»
«Άρα το γκολ είναι άκυρο. 10 μέτρα οφσάιντ ήτανε ο αντίπαλος επιθετικός»
«Έτσι ακριβώς»
«Κάνεις τίποτα το βράδυ;»
«Έχω κάτι δουλειές»
«Μάλιστα. Καλά. Ρε είσαι σίγουρος πως ήταν μόνο αυτά;»
«Ναι ρε –άντε γεια».
Εγώ δεν ήμουνα σίγουρος.
Ο Ίντυ τα είχε με τη Σόνια. Παλιά. Η σχέση τους ξεκίνησε τη λίθινη εποχή του Γυμνασίου και τσιμεντώθηκε την εποχή του Χαλκού (και άλλων παρεμφερών σιδερικών). Μασίφ σχέση, χωρίς διακοπές και καυγαδάκια. Και η Σόνια –μασίφ γκόμενα. Γκομενάρα για την ακρίβεια. Αν ήταν ψήφοι οι μαλακίες που είχαν χαραμιστεί για πάρτη της θα έπαιρνε τη δημαρχία από την πρώτη Κυριακή. Πανελλαδικής εμβέλειας –σα να λέμε. Αλλά, μέχρι εκεί. Κανένας δεν τολμούσε να κοιτάξει τη Σόνια στα μάτια. Ήταν η κοπέλα του Ίντυ. Καλημέρα της λέγαμε και το κεφάλι κάτω. Όχι ότι ήταν άσχημα να την κοιτάζουμε από κάτω προς τα πάνω δηλαδή –απλά έπρεπε να έχεις το νου σου μην περνάει από δίπλα η παρέα του Ίντυ γιατί την έτρωγες σβουριχτή και μπέρδευες μπούτι με τακούνι. Τέλος πάντων, όταν βάλανε μέσα τον Ίντυ, ξέπεσε και η Σόνια. Κάτι ακούστηκε πως έκανε βίζιτες, την είχαμε πετύχει, μερικές φορές, σε στέκια περίεργα να μιλάει με βαποράκια της συμφοράς –μόνο του έβγαινε το συμπέρασμα.
Πήγα να βρω τη Σόνια, μετά που μιλήσαμε με τον Ίντυ. Ήξερα ότι αυτό ήθελε να κάνω. Έπρεπε να την μαζέψω γιατί οι μπάτσοι θα το κάνανε στ΄ αλήθεια. Ήθελαν μάλλον να μαγκώσουν εμάς κι αν δεν βγάλανε τίποτα από τον Ίντυ θα πίεζαν τη Σόνια. Έτσι τα ρίχνανε τα ζάρια τους αυτοί κι ότι κάτσει.
Τη βρήκα να βάφεται. Το πρώτο που ήθελα ήτανε να την πλακώσω στα χαστούκια –βιζιτού η γκόμενα του Ίντυ γαμώ τον Αντίχριστό μου; Δεν ξαφνιάστηκε που με είδε. Ήρθε ο Ίντυ, της λέω. «Το ξέρω και τι θες να κάνω;» μου απαντάει. Να της αστράψεις μία, να ισιώσει -πήξαμε στους εξυπνάκηδες! Αυτό σκεφτόμουν. Έκανα όμως τον Εγγλέζο. Της αράδιασα όλη τη φάση με τους μπάτσους, της είπα να κρυφτεί ή να την κρύψουμε γιατί έρχονταν ζόρια. Στα τέτοια της η Σόνια. «Άσε ρε», μου λέει «τι να μου κάνουν εμένα οι μπάτσοι; Για κότα με πέρασες; Δεν έχω ανάγκη κι ευχαριστώ κιόλας που έκανες τον κόπο». Της είπα ότι με είχε στείλει ο Ίντυ. Κάπως έτσι. «Μπα; Νοιάστηκε; Αυτά κι αν είναι νέα!» τράβηξε ένα χαζόγελο η Σόνια. Φόρτωσα. Γιατί μωρή πουτάνα; Εσύ πήγες καμιά φορά να τον δεις όσο ήταν μέσα; Εκείνος έπηζε κι εσύ πηδιόσουνα για φράγκα! Μη σε πλακώσω επιτόπου που έχεις καταντήσει πρεζάκι τελειωμένο! Έχεις δει τα μούτρα σου; Πήρες χαμπάρι την κατάντια σου;
Κοκκίνισε η Σόνια. «Αν πήγε και μπλέχτηκε δεν του φταίει κανένας. Η μαλακία που κουβαλάει στο κεφάλι του –κατάλαβες; Και το τι κάναμε μεταξύ μας είναι δικιά μας δουλειά. Ήρθε ο μαλάκας να μου κάνει παρατήρηση που δεν πήγαινα στη φυλακή να δω τον Ίντυ! Σώπα ρε άθρωπα! Κι αν κάνω βίζιτες –δικιά μου δουλειά, ξηγημένοι; Χωροφύλακα στο μουνί μου θα σε βάλω; Που θα μου μιλήσεις και για πρέζα –ξεφτιλισμένε! Εσείς τι πουλάτε ρε; Στραγάλια; Μαθήματα ηθικής από τους μπράβους –ρε που καταντήσαμε! Τι σε τρώει ρε μαλάκα; Που δεν παίρνετε μερίδιο από τις βίζιτες; Για πες μας να ξέρουμε».
Έφυγα σφαίρα για την πόρτα –λίγο ακόμα και θα την ξεκοίλιαζα. Άνοιξα κι έπεσα πάνω σε κάποιο γλυμμένο κεφάλι, με προχωρημένη φαλάκρα. Είχε μείνει κάγκελο, με το δάχτυλο δίπλα στο κουδούνι. Του είπα κάτι πράγματα που ήθελα να κάνω στη μάνα του και τον ξάπλωσα φαρδύ-πλατύ, δίπλα στο χαλάκι. Δυο μπουνιές υπόθεση ήταν ο καργιόλης! Έφυγα ξαλαφρωμένος. Στο δρόμο κατάλαβα πως είχα δει τη θήκη ενός όπλου μέσα από το σακάκι του. Φρέναρα στον αέρα. Τι να κάνω; Η πρώτη μου σκέψη ήταν να το πω στον Λένυ. Αλλά ήξερα πως αυτός που δικαιούταν να το μάθει πρώτος, ήταν ο Ίντυ.
Πήγα σπίτι του. Σιγά μην έλειπε! Του τα είπα όπως ακριβώς έγιναν. Η Σόνια έχει νταραβέρια με μπάτσους. Με κοίταγε και δεν μίλαγε. Πες κάτι γαμώ τη ζωή μου! Γέλασε. «Ευχαριστώ ρε φίλε, θα τα πούμε σύντομα». Με πήγε μέχρι την πόρτα. Αυτό ήταν όλο. Αλλά δεν είμαι κανένας βλάκας. Βγήκα έξω, πήρα τη μηχανή και έκανα τον κύκλο του τετραγώνου. Σε δυο λεπτά είχα πηδήξει τη μάντρα και βρισκόμουν κάτω από το παράθυρό του. Αθόρυβος σαν το μπαμπάκι.
Μίλαγε στο τηλέφωνο. Έστησα αυτί. Ήμουνα σίγουρος πως θα την πάρει. Έλεγε: «…ξέρω τι θα πεις, δεν είναι ώρα …Εντάξει ναι, αλλά εσύ;…Όχι, δεν είναι αυτό, λάθος κάνεις … Γιατί θέλεις να το ακούσεις; …Δεν αλλάζει τίποτα …Μαζοχιστικό μου φαίνεται …Αφού το ζητάς … Περπατούσαμε μαζί, μερικές φορές πιασμένοι από το χέρι/ ανάμεσα στις λεπτές γραμμές που χώριζαν τη θάλασσα από την άμμο/ χαμογελώντας ειρηνικά, /αρχίσαμε να σκεφτόμαστε οτι θα μπορούσαμε να είμαστε ελεύθεροι /και ξεκινήσαμε μαζί για τη Δύση… Και τι κατάλαβες τώρα;… Ότι νομίζεις, δεν πρόκειται να στήσω καυγά …Όχι, δεν το ακούω τώρα –έτσι σου φάνηκε… Να περνάς καλά». Το ακουστικό ακούμπησε με θόρυβο πάνω στη συσκευή. «Και να προσέχεις», είπε μόνος του. Εκείνο το κωλοτράγουδο έπαιζε από πίσω.
Βρήκαν τη Σόνια από τη μυρωδιά. Κάποιοι γείτονες παραπονέθηκαν καθυστερημένα –δεν έμενε και σε πολύ κυριλέ περιοχή. Έσπασαν την πόρτα και την βρήκαν φουσκωμένη, με τη σύριγγα στο πλάι. Υπερβολική δόση. Έτσι είπαν. Στις παρέες κυκλοφόρησαν διάφορα. Μάθαμε πως χαφιέδιζε στους μπάτσους –η πηγή ήταν σίγουρη. Είχε δώσει κάτι πάνκηδες που δεν ήταν πολύ μπασμένοι στα κόλπα. Τους μάγκωσαν με τις τσέπες γεμάτες σταφ, οι μπάτσοι ήξεραν τα πάντα για όλους τους. Από μικροκλοπές μέχρι μολότωφ σε περιπολικά. Τους έφαγε η μαρμάγκα πριν προλάβουν να πουν ΣιντΒίσιους οι κακόμοιροι. Σίγουρα θα είχε δώσει κι άλλους –ποιος ξέρει; Έλεγαν πως την έφαγαν οι ίδιοι οι μπάτσοι και ακουγόταν λογικό. Δεν είχε σκάσει κανένα φορτίο με καθαρή στην πλατεία, εκείνη την περίοδο –δεν ήταν νορμάλ να πάει πρεζάκι από υπερβολική δόση. Τέλος πάντων –υποθέσεις κυκλοφορούσαν σε βαθμό μποτιλιαρίσματος εκείνη τη μέρα στου Χοντρού. Αλλά κόπηκαν μαχαίρι όταν εμφανίστηκε ο Ίντυ.
Δεν έβλεπε τίποτα. Πήγε κατευθείαν στη μπάρα και σωριάστηκε στους αγκώνες του. Ο Μπιλ βιάστηκε να του γεμίσει ποτήρι. Τους κοιτάζαμε από το πλάι. Δεν θέλαμε να σκοντάψουμε πάνω στα μάτια του –κατάλαβες; Μέναμε κολλημένοι και παρακολουθούσαμε την ταχύτατη εξαϋλωση του αλκοόλ. Στα 30 γεμίσματα σταματήσαμε το μέτρημα. Περιορίσαμε και το κάπνισμα γιατί η ατμόσφαιρα είχε γεμίσει σπίθες.
Σε κάποια φάση οι αγκώνες του Ίντυ δεν μπορούσαν άλλο να βοηθάνε το κεφάλι του. Τον ακούσαμε να κουτουλάει στη μπάρα, αλλά μετά από αυτό συνήλθε. Σηκώθηκε και έφυγε από το γεμάτο κόσμο έρημο μαγαζί του Χοντρού. Περιμέναμε να τρίξουν τα τζάμια από τον Μπόλντορα –μάταια. Δεν έφευγε. Κι εγώ κατάλαβα πως είχε κολλήσει κάπου απέξω. Μάζεψα ότι κουράγιο κυκλοφορούσε στην ομήγυρη και βγήκα να τον ψάξω.
Τον βρήκα καθισμένο έξω από μια πολυκατοικία. Χυμένο στα σκαλιά, για να είμαστε και πιο ακριβείς. Άραξα δίπλα του. Με είδε αλλά δεν έδωσε σημασία. Καπνίζαμε σιωπηλοί, μετρώντας τα αυτοκίνητα που έπεφταν στην απέναντι λακκούβα. Εγώ δηλαδή. Ήταν μια λακκούβα άσχετη, που είχε ξεμείνει πάνω από δυο αιώνες και ο Δήμος τη διατηρούσε για τουριστική ατραξιόν. «Η συνοικία μας θα σας μείνει αξέχαστη. Σ’ εσάς και τα σασμάν σας». Κάπως έτσι. Δεν είχε σημασία. Άρχισε να μιλάει –λες και είχαμε παρατήσει κουβέντα στη μέση.
«Στο Λονδίνο, που λες, έχουν μια λιμνούλα με πάπιες. Κάτι κιτρινιάρικα πουλιά που ξέχασαν να ψοφήσουν, μη σκεφτείς τίποτα γραφικό. Το θέμα είναι πως, από δίπλα μαζεύονται κάτι ζόρικοι τυπάδες, ψαγμένοι. Στην αρχή τάιζα τις πάπιες και αυτό ήταν όλο. Μετά όμως αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Ήταν κι ένας περίεργος, αυτός μιλούσε κι εγώ μπλόκαρα. Δεν έβγαζα άκρη –κατάλαβες; Αλλά ήξερε το τραγούδι. Το έλεγε πάντα, ένα στίχο τη φορά, δυο τρεις μαζεμένους αν είχε κέφι. Μερικές φορές το έλεγε ανακατεμένο. Ότι νόημα ήθελε έδινε στο τραγούδι. Πριν φύγω μου είπε ένα ολόκληρο κουπλέ. Με είχε συμπαθήσει και γούσταρε να μου δείξει τον δρόμο –έτσι είπε. Ξέρεις ποιο κομμάτι του τραγουδιού μου είπε; Αυτό που λέει: Η Δύση είναι εκεί που όλες οι μέρες τελειώνουν κάποια μέρα, /εκεί που το γκρι γίνεται χρυσό /και μπορείς να περνάς την ώρα σου με φίλους. /Και νιφάδες από φως περνάνε μέσα από τα χρυσά σύννεφα. /Η Δύση είναι ο Μάικ και η Σούζι. /Η Δύση είναι ότι αγαπάω». Δε μίλησε περισσότερο. Βασικά, κάτι θυμήθηκε γιατί τους τελευταίους στίχους τους είπε καθώς σηκωνόταν.
Έμεινα με έναν αποχαιρετισμό παραμάσχαλα –τον παρακολουθούσα καθώς χανόταν μέσα στο γαλάζιο σύννεφο του Μπόλντορα. Δεν έμοιαζε μεθυσμένος, τουλάχιστον όχι περισσότερο από μένα. Δίπλωσα προσεκτικά τον αποχαιρετισμό μου και τον έβαλα στον κώλο μου –για να μην πιάνει χώρο στο μηχανάκι. Μετά έφυγα, αφήνοντας λαδίλα σε σταγονίδια.
Χάθηκε πάλι ο άτιμος! Μπλέξαμε κι εμείς με τις δουλειές, αλλά δεν ήταν αυτό. Πήγαμε να του πούμε μια κουβέντα όταν βρήκαν τη Σόνια, χτυπήσαμε την πόρτα, μέσα ήταν τον ακούγαμε αλλά δεν άνοιγε. Νευρίασε ο Λέμυ, πήγε στο παράθυρο, «άνοιξε ρε αρχίδι», του φώναξε. Εντάξει, άνοιξε το παράθυρο. Από μέσα ακουγόταν η πεθαμενατζίδικη μουσική. Βγήκε ο μισός έξω από το περβάζι και έπιασε το Λέμυ από τους ώμους. «Πάρτους και φύγετε –η νύχτα είναι κακιά απόψε». Κλάσαμε μαλλί! Δεν ήταν ο Ίντυ αυτός –φίδια έβγαιναν από το στόμα του. Ο Λέμυ μαζεύτηκε. Κάτι πήγε να πει, αλλά το παράθυρο είχε κλείσει.
Αργότερα, στον δρόμο φάνηκε ότι ήταν παρμένος. Τα ‘χωνε στη Ντουντούκα του κι έξυνε καθρέφτες αυτοκινήτων στην ψύχρα. Κάποιος μάλιστα πήγε να του την πει στο φανάρι –ο Λέμυ του έμπασε την πλαϊνή πόρτα 10 πόντους –κόντεψε ν’ αφήσει το τακούνι της μπότας εκεί πέρα. Κι αν δεν γκάζωνε να φύγει με κόκκινο ο άλλος, ακόμα ξύλο θα ‘τρωγε. Ανησύχησα. Γι’ αυτό όταν χωρίσαμε από τους άλλους τον ακολούθησα. Όσο μπορούσα δηλαδή, νέφτι στον κώλο είχε ο Λέμυ και πήγαινε μαλλιοκούβαρος. Κάποτε αποφάσισε να φτάσει σπίτι του. Μπήκε –μπήκα. Τι έπαθες ρε μαλάκα; του κάνω.
«Να μου ξηγηθεί έτσι ο μπινές! Εμένα ρε έκλεισε το παράθυρο στα μούτρα; Τι είμαι εγώ ρε; Κανένα αρχιδάκι χτεσινός; Άντε, γιατί πολύ τον έφαγα στη μάπα τόσα χρόνια», έτρεμε ο Λέμυ από τα νεύρα.
«Τι εννοείς ρε; Πότε τον έφαγες στη μάπα;»
Κουμπώθηκε. Άναψε κι ένα τσιγάρο, αλλά εμένα με ζώνανε οι διαόλοι.
«Μίλα ρε», του κάνω.
«Τίποτα μωρέ μαλάκα. Που μας το έπαιζε αρχηγός εννοώ. Κι ο Ίντυ έτσι, ο Ίντυ αλλιώς, χεστήκαμε με τον Ίντυ. Από τ’ αρχίδια τον έσερνε η καργιόλα»
Χύμηξα να τον φάω.
«Τι ξέρεις ρε πούστη; Μίλα γιατί σε σκοτώνω επιτόπου», είχα ήδη το δεξί κατεβασμένο –ακούμπαγα το φερμουάρ να πιάσω τον σουγιά. Αλλά με πέταξε πίσω κι ετοιμάστηκε. Ξανανέβασα το φερμουάρ –δεν έλεγε να σκοτωθούμε πριν μάθω. Έφυγα χωρίς να του γυρίσω πλάτη.
Την άλλη μέρα πήγα και βρήκα τη μάνα της Σόνιας. Ήτανε καλή γυναίκα, ήσυχη. Μέσα στα μαύρα τη βρήκα –ευτυχώς ξεμπερδέψαμε γρήγορα με τις τυπικούρες. Κι έτσι έμαθα γιατί έκανε τον σαματά στη disco ο Ίντυ.
Η Σόνια ήθελε να φύγουν, να ξεφύγουν από τη μιζέρια. Μόντελινγκ σκεφτόταν, ηθοποιηλίκια –τέτοια πράματα. Τα ‘λεγε στη μάνα της, έτρωγε και τ’ αυτιά του Ίντυ. Για καιρό. Σε κάποια φάση μπαίνει στο παιχνίδι ο άλλος. Ποιος άλλος; Αυτός ο ψηλός, ο μουσάτος με την ελιά στη μούρη –ο φίλος σας. Μάλιστα, ο Λέμυ. Η Σόνια αρχίζει παρτίδες μαζί του –μια φορά τον φέρνει σπίτι και κοιμούνται μαζί. Η Σόνια; Η Σόνια. Κι ο Ίντυ; Σα να μην τρέχει τίποτα, συνεχίζει μαζί του. Και μαζί του. Αρχίζουν παρτίδες με κάτι κακούς ανθρώπους, από αυτούς που κυκλοφορούν με ακριβά αμάξια και βρωμάνε φτηνή κολόνια. Τους έφερναν στο σπίτι. Αυτή και ο μουσάτος. Ήτανε, λέει, παραγωγοί. Κάθε που έφευγαν, κλειδωνόταν στο δωμάτιο η Σόνια με το μουσάτο κι έβγαιναν το άλλο πρωί με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Κι όλο κρυωμένη ήταν η Σόνια. Εκείνο το βράδυ πέρασε από ‘δω ο Ίντυ. Την έψαχνε. Η Σόνια έλειπε –είχαν φύγει πριν από δυο ώρες με τον μουσάτο. Φοβήθηκα μη γίνει κανένα κακό –τον συμπαθούσα τον Ίντυ, αλλά το μάτι του γυάλιζε. Μην κάνεις καμιά τρέλα παιδάκι μου, έτσι του είπα. Μην ανησυχείς, μου λέει αυτός, ότι κακό ήταν να γίνει –έγινε. Τώρα θα στρώσουν τα πράγματα. Ψέματα μου είπε. Γύρισε, ξημερώματα η Σόνια κι έκανε σαν τρελή. Δε μιλιόταν. Από τη γειτονιά έμαθα πως έβαλαν φυλακή τον Ίντυ. Μετά έχασα και τη Σόνια. Νοίκιασε σπίτι μόνη της …και …
Έφυγα - χίλιοι διάβολοι πίσω από την πλάτη μου. Ήθελα χιλιόμετρα για να ξεκαθαρίσει το μυαλό μου. Εκεί στην Κόρινθο ίσιωσα. Άφησα τη μηχανή να με πάει. Κι αυτή με πήγε.
Βρήκα τους υπόλοιπους στο συνεργείο του Ιταλού. Είχανε λύσει κανα-δυο μοτέρ και τα πειράζανε. Τους μάζεψα με τα χίλια ζόρια. Άντε ρε μαλάκες, ξεκουνάτε –έχουμε δουλειά, γαμώ το στανιό μου. Ακολούθησαν βρίζοντας. Στο κεφάλι εγώ και οι άλλοι πίσω μου –δεν τρέχαμε, δεν θέλαμε μπλεξίματα. Γέμιζαν τους καθρέφτες μου, όλη η παρέα και μπροστά μας τίποτα. Μόνο αυτό που έπρεπε να κάνω.
Πήγαμε από το σπίτι του –έλειπε. Ήτανε και μια αποθήκη που την είχαμε για να κρύβουμε τίποτα κλεμμένα και για να καβαντζάρουμε προμήθειες. Στη Ζήνωνος. Ξεκίνησα για εκεί, με τους άλλους πίσω μου. Άρχισαν να με πιάνουν, άλλος δεξιά, άλλος αριστερά και ρωτούσαν μέσα από τα κράνη τους. Δε μίλαγα –έδειχνα μόνο μπροστά. Κανείς τους δεν σκεφτόταν να με περάσει. Ακόμα κι όταν κατάλαβαν που πηγαίναμε –ακολουθούσαν σε παράταξη.
Η αποθήκη είχε φως. Από τη βιασύνη μου να μπω –άφησα το κλειδί πάνω στη μηχανή. Κλώτσησα την πόρτα και οι άλλοι ακολούθησαν τρέχοντας. Μέσα ήταν. Αλλά όχι μόνος του. Το ήξερα –δεν ήμουνα πια τόσο μαλάκας! Είχα δει και το παρκαρισμένο αμάξι, δίπλα στην πόρτα της αποθήκης, στο ταμπλό, μπροστά από το τιμόνι, η μπλε, γαμημένη σειρήνα τους. Ξαφνιάστηκαν οι καργιόληδες. Όχι πολύ –αλλά μου έφτανε για να φάω τον πρώτο - πετώντας. Τον κάρφωσα τόσο δυνατά που μπλόκαρε ο σουγιάς ανάμεσα στα κόκαλα του στήθους του. Ο άλλος πισωπάτησε. Κρατούσε ένα πακέτο, δεμένο με σπάγκους και καθόταν σαν το αγγούρι δίπλα στο Λέμυ. Ήτανε γαμημένα εύκολο. Δεν το πάλεψα να βγάλω τον σουγιά –άρπαξα με τη μία το πιστόλι του καργιόλη που χτυπιόταν στο σκονισμένο πάτωμα. Μέσα στα αίματα ήτανε. Έτσι κι έχεις αίμα στα χέρια σου δε σταματάς. Ο δεύτερος μπάτσος την έφαγε στην κοιλιά και κοπάνησε στον τοίχο. Η αποθήκη βούιζε, ο αέρας βρωμούσε σκασμένο καψούλι. Σηκώθηκα.
Η υπόλοιπη παρέα είχε κάνει ημικύκλιο. Κοίταζαν με τα χέρια σταυρωμένα. Περίμεναν. Ο Λέμυ έπαιζε σουτάκια με το πεσμένο πακέτο. Μέχρι που η μπότα του έκανε μια τρύπα στο καφέ χαρτί και βάφτηκε άσπρη από τη σκόνη. Κοιταχτήκαμε. Τα μάτια του ήταν άδεια, σαν τις ψυχές των μπάτσων.
«Γιατί ρε καργιόλη;», φώναξα.
«Τι ψάχνεις τώρα; Ζητάς και τα ρέστα;» είπε ψευτοτσαμπουκάδικα.
«Τι έκανες με τη γυναίκα του Ίντυ; Πέστα εδώ –μπροστά σε όλους», αφιονίστηκα.
«Σώπα ρε μαλάκα! Αφού γούσταρε το γκομενάκι. Χάρη της έκανα και τραβήχτηκα».
Με το ζόρι κρατήθηκα. Ήθελα να ξέρω τα πάντα.
«Κι εμείς τι δουλειά κάνουμε ρε πούστη; Βαποράκια των μπάτσων έχουμε καταντήσει;»
Γέλαγε. Οι υπόλοιποι πίσω μου δεν ανέπνεαν.
«Τι νόμισες αγόρι μου; Από πού ερχόντουσαν τα φράγκα; Από τον ουρανό; Πως νόμιζες ότι ζεις καραγκιοζάκο; Με τα φουσκωτιλίκια στις συναυλίες ή με τις παρτίδες τα ουίσκια που σπρώχναμε στα μαγαζιά; Ποιος θα τα έπαιρνε σκέτα ρε ζώο; Άμα δεν είχανε ζαπρέ μέσα, θα μας τα βάζανε στον κώλο –μαζί με τα κιβώτια. Γιατί να μην τα πάρουν από κάβες ρε; Επειδή είμαστε σένιοι; Για το σακουλάκι αγοράζανε ρε κακομοίρη!»
«Πούλησες την παρέα παλιοπούστη. Μας ξεφτίλισες. Εσύ φταίς και για τον Ίντυ».
Κοίταξα τους άλλους. Κόκαλο όλοι τους. Δεν μπορούσα να βγάλω άκρη. Μετά κοίταξα τον Λέμυ, ίσα στα μάτια, καθώς σήκωνα το μπατσοπίστολο.
«Σιγά ρε μάγκα!».
Μόνο αυτό πρόλαβε να πει. Η σφαίρα τον άρπαξε και τον κοπάνησε σε μια κολώνα. Πριν τον αφήσει να κυλήσει δίπλα στα ακίνητα καλόπαιδα. Το πιστόλι μου έπεσε από το χέρι. Πονούσε ο καρπός μου. Πολύ. Ο αέρας είχε πήξει τριγύρω μας.
«Πάμε να φύγουμε», φώναξε κάποιος.
Δεν κουνήθηκα. Δε μ’ άφηνε ο αέρας. Και κανένας δεν κουνήθηκε. Πήρα να καθαρίζω το χέρι μου από τα αίματα που ξεραίνονταν. Χωρίς να χάσω τον Λέμυ από τα μάτια μου.
Η πόρτα άνοιξε, αλλά κανένας δε γύρισε να κοιτάξει.
«Τι έγινε εδώ; Βαρεθήκατε να κλείνετε τα μάτια;»
Ο Ίντυ πέρασε μέσα από την παρέα, λες και άνοιγε κουρτίνα. Τον παρακολουθούσαμε να σκύβει πάνω από τους πεσμένους μπάτσους. Μετά γονάτισε δίπλα στον Λέμυ. Κράτησε το βαρύ κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες του –κι άρχισε να του μιλάει. Ξυπνήσαμε απότομα και πλησιάσαμε πίσω από την πλάτη του. Ο Λέμυ δεν ήταν εκεί. Εντάξει, δεν είχε φτάσει ακόμα στο απέναντι πεζοδρόμιο –αλλά ήταν ήδη στο δρόμο. Κάτι βήματα τον χώριζαν, κατά πως φαινόταν.
«Εκεί θα περάσουμε τις τελευταίες μέρες της ζωής μας, /θα λέμε τις ίδιες παλιές ιστορίες … καλά εντάξει, τουλάχιστον προσπαθήσαμε. /Έτσι, στη Δύση με χαμογελαστά πρόσωπα θα πάμε- /α, ναι, και τις συγνώμες μας σ’ εκείνους /που ποτέ δεν θα βρουν στ’ αλήθεια το δρόμο. Με το γόνατο στην άσφαλτο ρε φίλε. Πάντα.»
Του έκλεισε τα μάτια πριν τον ακουμπήσει στο πάτωμα.
«Κάντε την. Όλοι. Και γρήγορα», μας κοίταζε ήρεμος.
Κανένας δεν κουνήθηκε.
«Μην το ξαναπώ –εντάξει;» είχε πάρει πάλι τα κουμάντα. Αυτός έλεγε κι εμείς κάναμε. Ότι έλεγε. Η παρέα έφευγε διστακτικά. Άκουγα ήδη τις πρώτες μηχανές να μαρσάρουν. Εγώ περίμενα.
«Τι στέκεσαι ρε μάγκα; Δεν άκουσες τι είπα;»
«Κάτσε ρε γαμώτο …»
«Έφυγες. Τώρα!»
«Και τι θα γίνει εδώ;»
«Δικιά μου δουλειά. Γίνε καπνός.»
«Θα πλακώσουν μπάτσοι …»
«Φύγε ρε μην πλακώσω εγώ, εσένα!»
Έβαλα το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους και αδειάστηκα προς την έξοδο. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω. Μόνο που ρώτησα…
«Γιατί δεν μας τα είπες από την αρχή ρε φίλε;»
Όσο οδηγούσα για να βρω τους άλλους το άφηνα να κοπανάει στο κεφάλι μου. Θα είχαμε μνημόσυνο απόψε. Μέχρι να μας βρουν οι μέρες, διαλυμένους. Είχαμε χάσει τα πάντα –οι παρέες δεν υπάρχουν έξω από την ιστορία τους. Παράτησα τη μηχανή δίπλα στο κύμα, κιβώτια με ποτά ξεφύτρωναν από τους βράχους. Τους είδα όλους άψυχους. Κρατούσαν μπουκάλια χωρίς να μιλάνε, η θάλασσα μαύριζε με κύματα τη νύχτα.
«Η αλήθεια είναι μέσα σου ρε μάγκα. Αν δεν τη βγάλεις εσύ, κανένας δεν μπορεί». Αυτό είχε πει ο Ίντυ. Μετά, τέλος.
Καθόμασταν στο δωμάτιο του Βασιλάκη και καπνίζαμε. Πάνω στο κρεβάτι έχασκαν ξεκοιλιασμένες μια στοίβα εφημερίδες. «Μάχη ανάμεσα σε αστυνομικούς και μέλη συμμορίας». «Δυο αστυνομικοί νεκροί και ένας κακοποιός –Ο συνεργάτης του συνελήφθη». «Θρήνος στην κηδεία των ηρώων». «Θύματα του καθήκοντος. –Η κοινωνία ζητά παραδειγματική τιμωρία». «Αμετανόητος ο στυγερός κακοποιός». «Θα πατάξουμε την εγκληματικότητα, δήλωσε ο Υπουργός». «Σοκ με Ελευθερόπουλο». «Οι λαϊκοί αγώνες δεν χειραγωγούνται». Εντάξει, είχαμε μαζέψει ότι φυλλάδα κυκλοφορούσε. Οι φωτογραφίες του Ίντυ πάλευαν να τον παρουσιάσουν παλιόμουτρο. Παραδόξως, δεν είχαν ρετουσάρει το μισό χαμόγελο που έμενε παγωμένο, όσο τον έσερναν με χειροπέδες. Ή ίσως να τους βόλευε. Ο φονιάς γελάει! Στα κάτεργα το κτήνος! Να τον κρεμάσουν στην πλατεία Συντάγματος!
«Πόσο λέτε να φάει ρε;»
«Ισόβια, του έχουν ράψει ήδη το κουστουμάκι».
«Ισόβια! Τόσο πολύ;»
«Ε, συν-πλην …».
Το παράθυρο στο σπίτι του Ίντυ είχε ξεχαστεί ανοιχτό. Έπεσε λοιπόν η ιδέα να πάμε εκεί. Έτσι, χωρίς λόγο –για να δούμε μην άφησε το θερμοσίφωνο αναμμένο –και καλά. Κατεβήκαμε κολυμπώντας στην περιέργεια.
Αλλά έξω από το παράθυρό του κωλώσαμε. Οι άλλοι έψαχναν δικαιολογίες –φόβος ή σεβασμός, δεν κατάλαβα. Εγώ πάντως μπήκα.
Το σπίτι δεν είχε ζωή. Όλα στη θέση τους, σα να μην έμεινε άνθρωπος ποτέ εδώ πέρα. Μόνο ένα επαναλαμβανόμενο γρατζούνισμα –το εντόπισα –η βελόνα του πικ απ πηγαινοερχόταν, χωρίς επαναφορά, στα τελευταία αυλάκια ενός δίσκου. Τη σήκωσα, να ησυχάσει ο τόπος. Μετά το θυμήθηκα. Και άφησα το τραγούδι να παίξει από την αρχή. Στάθηκα χωρίς αναπνοή να το ακούσω. Την αρχή την ξέρεις. Και τη μέση –επίσης.
«Είμαστε πρόσφυγες που φεύγουμε μακριά από τη ζωή /που ξέραμε και αγαπούσαμε- /τίποτα δεν υπάρχει να κάνουμε ή να πούμε, πουθενά να μείνουμε- /τώρα είμαστε μόνοι. /Είμαστε πρόσφυγες κουβαλώντας όλα τα υπάρχοντά μας, /σε καφέ σακούλες, δεμένες με σπάγκο- /τίποτα δεν έχουμε να σκεφτούμε, τίποτα δεν έχει σημασία, αλλά είμαστε χαρούμενοι που είμαστε μόνοι μας. /Η Δύση είναι ο Μάικ και η Σούζι. /Η Δύση είναι ο Μάικ και η Σούζι. /Η Δύση είναι ότι αγαπάω. /Η Δύση είναι το σπίτι των προσφύγων.»
Τώρα έμαθες και το τέλος.
Υ.Γ.: Υπεύθυνος για τη σημερινή μουσική υπόκρουση είναι, φυσικά, ο Peter Hammill που έφτιαξε το Refugees.
26 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
συμπέρασμα,μην εμπιστεύεστε ανθρώπους που φοράνε φτηνή κολώνια.
Όλα αυτά είναι πραγματικά γεγονότα; Διαβάζοντάς τα νόμιζα ότι πρόκειται για μυθιστόρημα! Έπαθα πλάκα! Και τότε συνειδητοποίησα ότι ίσως ζω πίσω απ' τον κόσμο...
Μου θύμισες το βιβλίο με το Μεσρίν. Υπόκοσμος ξε-υπόκοσμος είχαν τιμή, τσίπα. Αν το βρεις να το διαβάσεις οπωσδήποτε. Συγκλονιστικό!
cherry -σωστό κι αυτό. Ή τουλάχιστον μην κάθεστε κοντά τους.
thel, εντάξει -όχι ακριβώς πραγματικά και όχι ακριβώς έτσι. Το βιβλίο του Μεσρίν το είχα διαβάσει μικρότερος (πάνε καμιά δεκαπενταριά χρονάκια). Και το θεωρώ αριστουργηματικό -το λιγότερο. Άσε που ήταν από τις βασικές πηγές που διαμόρφωσαν τις κοινωνικο-πολιτικές μου απόψεις. Νάσαι καλά που μου το θύμισες.
ΠΑρα πολυ καλο ποστ!
Πολυ ρεαλιστικο.
Μου εδωσες και μια ιδεα να γραψω κατι σχετικο.
Μαλιστα, πολυ καλο ποστ.
ζερο.
Ευτυχώς -αν σου έδωσε ιδέα, χρησίμευσε και σε κάτι το ποστ. Ευχαριστώ φίλε.
"To Ένστιγκτο του Θανάτου" δεν λεγόταν; Το είχε ένας παλιός μου γκόμενος και μου έμεινε αξέχαστος (ο Ζακ Μεσρίν, όχι αυτός)
:)
Αυτό ήταν ένα πολύ καλό διήγημα. Συν πλην. Μ' αρέσει ο τρόπος που γράφετε φίλτατε. Καμιά σχέση με το δικό μου, αλλά νοστιμότατος. Εγώ για παράδειγμα ξεκίνησα το τελευταίο μου μυθιστόρημα "στις όχθες του Πηνειού έκατσα και έκλεψα" πολύ πιο λυρικά:
"Ω θεοί της απωλείας! Ο Βάγγος είχε όντως χαθεί. Ναι. Μέσα στα νερά αυτού του ποταμού έπεσε και πνίγηκε για μια αγάπη που δεν έμελε ποτέ της να καρποφορήσει. Γιατί να συμβαίνουν όλ' αυτά; Ποιο άδικο σύμπαν συνωμοτεί ενάντια στους εραστές της επαρχίας; Θεώρησα καθήκον μου να το ερευνήσω, ως ο ένας και μοναδικός Love Detective της χώρας"
Αυτό ακριβώς Μανταλένα -"Το ένστικτο του θανάτου". Τρομερό βιβλίο, ο τύπος το έγραψε από μια κρυψώνα πριν τον κάνουν σουρωτήρι οι μπάτσοι. Νομίζω πως είναι από τα βιβλία που αν τα διαβάσεις, αλλάζει πολύ η οπτική σου για διάφορα πράγματα.
Αγαπητέ pascal ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Σαφώς το στυλ μας διαφέρει. Ας πούμε την εισαγωγή σας για το μυθιστόρημα "στις όχθες του Πηνειού έκατσα και έκλαψα" εγώ θα την έβλεπα ως εξής:
"Γαμώ τον αντίθεό μου -πάει ο Βάγγος, μας τελείωσε! Μια κι έξω. Πήρε φόρα και βούτηξε στο βρωμοπόταμο, για μια σκάρτη γκόμενα -κοπάνησε την κεφάλα του σε ένα μισοβουλιαγμένο τρακτέρ (το είχε φουντάρει ο Πανάγος ο Σουρουκλεμές -σε μια από τις μυθικές του σούρες) και καντάντησε σαμπρέλα ο Βάγγος. Ξέρεις, από αυτές που επιπλέουν μισοφουσκωμένες κι άχρηστες. Γιατί ρε πούστη μου; Επειδή δηλαδή ήτανε καράβλαχος δεν είχε δικαίωμα να ερωτευτεί; Έπρεπε να την ψάξω την υπόθεση -δηλαδή, όχι οτι ήταν υποχρεωτικό, απλά, επειδή κωλοβάραγα ασύστολα εδώ και κάτι χρόνια -την είδα σε στυλ 'Αυτός, αυτή και τα μυστήρια'. Για τον ώρα είχα τον 'Αυτό', υπήρχε ένα 'μυστήριο' -θα πετύχαινα κι ένα 'Αυτί' του Βάγγου -αν έσκαγα κανένα εκατόευρω στον πρωτευουσιάνο ιατροδικαστή".
Άσωτε, αυτό το ποστάκι πήγαινε συστημμένο για σένα -και με βοήθησε να ξεφορτωθώ κάποια νεανικά κολλήματα. Το progressive δεν το πολυγουστάρω -εγώ ήμουνα της γενιάς του punk κι αυτού που χαρακτηριζόταν σαν "new wave". Τους Eloy, τους άκουγα πιτσιρικάς -αλλά πολύ κάπνα ρε αδερφάκι μου! Όμως ο Άγιος Πέτρος με τους Τζενεράτορές του ήταν άλλο πράγμα. Από άλλον πλανήτη -δεν ξέρω, τους είδα σε συναυλία όταν είχαν έρθει στο Λυκαβηττό κι έχασα το φως μου για μια ακόμα φορά.
Υπήρχε ένας τίτλος στο άρθρο κάποιου φίλου μου που τον θεωρώ το απαύγασμα της μοτοσυκλετιστικής περιγραφής. Το άρθρο λεγόταν "Τα μαστόρια, τα βαπόρια και τα γαλανά μπολντόρια".
Iron 7 ε; Ελπίζω να ήταν την εποχή του Πολ ΝτιΆνο και όχι μετά με τον αστείο τον Μπρους Ντίκινσον. Για το 7 -δεν το συζητώ. Να θυμηθώ να ποστάρω φωτο από την 7 στο παιχνίδι με την Ξάνθη.
Νομίζω πως είναι εμφανή τα κολλήματα που ξεφορτώθηκα με το συγκεκριμένο ποστάκι έτσι;
Καλά αυτες οι συγκρίσεις λογοτεχνικού ύφους στα σχόλια ήταν το highlight! Τα είπες όλα! Δεν χρειάζεται καν να σχολιάσω το σεντονάκι σου!
Ναι, συναντήθηκαν τα μεγάλα οινοπνεύματα. Μη χειρότερα (αν και δεν είμαι σίγουρος)!
Όποιος πριν δεν κατάλαβε ότι κάνω πλάκα, μ' έχει προσβάλει βαθύτατα. Όβερ.
Πλάκα πλάκα, σκέφτεσαι τι φάση θα είχε να ποστάραμε εναλλάξ (κανονικά τώρα -όχι για χαβαλέ όπως από πάνω).
Χμμ...πρέπει να βρούμε όμως ένα κόνσεπτ (που λένε και οι περιοδικατζήδες). Σκέφτομαι, σκέφτομαι...
Σκέψου για να διορθώσω για να σκεφτώ και να διορθώσεις. Φάση θάχει.
την εποχή του μπόλντορα και των Ζήτα, την εποχή του Λίμπο και του παλιακού, την εποχή των ινδιάνων και της ραινμποου, κάπως ετσι συνεβαιναν τα πράγματα, για αρκετούς είχαν τραγικό τέλος, για κάποιους απλά μείναν σαν αναμνήσεις... συνέχα ν ανασκαλεύεις μνήμες, άξιο το παρατσούκλι που φέρεις ΜΑΓΚΑ... θα τα ξαναπούμε... ίσως...
Rainbow and Victoria for Heavy lovers σωστά; Καλό το Παλιακό -αλλά καλύτερο το Βιτόφσκι (το θυμάσαι;). Να τα ξαναλέμε -μη χάνεσαι (δεν είναι και πολλοί αυτοί που ξέμειναν)
Άσωτε, γουστάρω και με σένα μέσα. Έχω και μια πρόταση για το πως θα το έβλεπα 0θα σας πω με μέιλ. Για τους maiden έτσι ακριβώς. Το '80 ρε λεβέντη μου δεν είχα φωτογραφική μηχανή. Πλάκα μου κάνεις; Ούτε λεφτά για να μπω δεν είχα -με ντου πηγαίναμε.
Πολυ δυνατο κειμενο,
Καλη ροη, εξαιρετικος χειρισμος της γλωσσας, ενδιαφερουσα εισβολη λεπτομερειων, ευαισθητη αποτυπωση συναισθηματων, απτο κλιμα.
Δημοσιευσιμο!
Μέσα και με τον άσωτο. Γουστάρω. Τα κριτήριά του είναι τόσο αυστηρά, που δεν πρόκειται με τίποτα να μας αφήσει να γράψουμε χάλια.
Αθηνά ευχαριστώ. Αλλά -όχι δημοσιεύσιμο. Γράφω για τους φίλους μου, όχι για να τυπώνομαι. Αν περνάνε καλά μ΄αυτά που διαβάζουν -χαίρομαι. Δατς ολ.
Pascal σε κακό τριπ μπήκαμε -σε καλό να μας βγει. Σου υπόσχομαι αύριο το πρωί(αλλά όχι σήμερα -έχω να κάνω αυτοκριτική στην Κεντρική Επιτροπή) να στείλω μέιλ με προτάσεις για το πως βλέπω το θέμα -και στους δυο σας. Λέτε τις γνώμες σας, διορθώνουμε και ξεκινάμε. Και μετά μας σκίζει τον πάτο ο άσωτος (με την καλή έννοια χε, χε).
Ωραία. Προτείνω να ανοίξουμε και καινούριο blog για την όλη φάση. Τι λες;
Πολυ καλο κειμενο,αν και μεγαλο...Παντα τετοια!!!
Εντάξει -στέλνω αναλυτικό μέιλ 2 μποθ οβ γιου
Θενκς ρε πρέζα. Που χάθηκες εσύ;
Άσωτε το είδα και ενεργοποιήθηκα. Σειρά σου και σας τώρα.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!