Πάλευα απεγνωσμένα με ένα παστέλι ενώ το Καράκας εξαφανιζόταν από το πλαϊνό φτερό του αεροπλάνου. Έπιανε να απογευματιάζει και το παστέλι ήταν αλμυρό. Οι άνθρωποι της Laser το έλεγαν φαγητό. Είχα τις διαφωνίες μου. Αλλά, στην τελική ανάλυση μέχρι να φτάσω στο Ίλα Μαργαρίτα κάτι θα είχα καταπιεί. Μετά μπορούσα, άνετα, να κάνω τον εμετό μου στην αγκαλιά του Βαγγέλη. Άκου να δεις ρε φίλε –σουσάμι μέσα σε παγωμένο ζουμί, είχε και κάτι που έμοιαζε με κρέας στο ενδιάμεσο. Είχε κι άλλα πράγματα δηλαδή, κάτι περίεργα σχήματα και χρώματα αγκαζέ με το σουσάμι, αλλά φοβόμουν να το ψάξω –αν ήταν να ξεράσω θα το έκανα πάνω στο χαβανέζικο πουκάμισο του Βαγγελάκη –πουθενά αλλού.
45 λεπτά πτήση, ένα ηλιοβασίλεμα τουριστικό, ανάμεσα σε βαμβακερά σύννεφα –περίμενα να σβήσουν οι φωτεινές επιγραφές για να πάω τουαλέτα. Δίπλα μου καθόταν μια χοντρή γιατί πάντα δίπλα μου κάθονται χοντρές, όταν οι θέσεις των αεροπλάνων είναι παιδικές. Εντάξει –να μην υπερβάλλω, όχι πάντα. Μερικές φορές κάθονται και χοντροί. Ή μαμάδες με παιδάκια. Δύο παιδάκια. Ένα στην αγκαλιά για να κλωτσάει το παντελόνι μου και ένα όρθιο –να βολτάρει πάνω στα παπούτσια μου.
Λίγο πιο πάνω από τα παπούτσια μου, στην τσέπη του τζιν ίδρωνε το γράμμα του Βαγγέλη. Και τσαλακωνόταν επίσης. «Ρε αρχίδι, πόσο καιρό ακόμα θα αντικαρφώνεσαι; Τσακίσου κι έλα –υπάρχει SOS φάση. Υ.Γ.: Είπαμε να είσαι μαλάκας, αλλά ΤΟΣΟ ΜΑΛΑΚΑΣ ΠΙΑ;». Αυτά έγραφε σ’ ένα μπουρδελέ ροζ μωβ χαρτί ο Βαγγελάκης. Χωρίς υπογραφή –θα καταλάβαινα από τα γραμματόσημα. Και από την παροιμιώδη ευγένειά του. Είχε για φόντο, κάτι κύματα ανακατεμένα με γλάρους το χαρτί, αλλά αυτό να μην το σχολιάσω καλύτερα. Καθότι κυκλοφορεί και μια τάση για εμετό στα πέριξ.
Με τον Βαγγέλη πηγαίναμε μαζί αγγλικά. Μόνο αγγλικά –όχι σχολείο. Γιατί ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου και γιατί είχε φάει αποβολές από όλα τα σχολεία της περιοχής. Είχε έναν κολλητό ο Βαγγέλης, που τον έλεγαν κι αυτόν Βαγγέλη. Αλλά καμιά σχέση ο Βαγγέλης με τον Βαγγέλη. Ο ένας, αλητόφατσα –έσπαγε νεράντζια κι έκλεβε τζάμια στον δρόμο της επιστροφής από το φροντιστήριο. Ο άλλος ήταν ένα αγγελικό παιδί που έπαιζε φλάουτο. Δηλαδή, κιθάρα έπαιζε όταν τον γνώρισα –αλλά τελικά κατέληξε στο φλάουτο. Παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα, μια καλή γκόμενα από το σχολείο και σήμερα έχουν δύο παιδιά. Μπορεί και τρία. Δεν τον έκανα πολύ παρέα την τελευταία δεκαετία –είχε ο κερατάς μια γαλήνη στο μούτρο που μου την έσπαγε. Λες κι έπαιζε τάβλι με το Θεό και τον κέρδιζε κιόλας. Μαλάκας σε μόνιμη κατάσταση ζεν –μόνο για να μάθω νέα του άλλου Βαγγέλη πήγαινα από το σπίτι του.
Ο Βαγγέλης, ο δικός μας, ο σωστός που πήγαινα να συναντήσω στο Ίλα Μαργαρίτα μου είχε κάνει εντύπωση από την πρώτη μέρα που τον είδα στο φροντιστήριο αγγλικών. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα άτομο να τρώει αποβολή από φροντιστήριο. Ωραίες φάσεις! Όχι για την καθηγήτρια η οποία δεν μπορούσε να κατανοήσει την εμμονή του ατόμου να μην σηκώνεται στον πίνακα για να γράψει μια άσκηση –ωραίες φάσεις για τους υπόλοιπους. Την επόμενη βδομάδα τον πέτυχα έξω από την τάξη να καπνίζει. Μαζί με τον κολλητό του τον συνονόματο. Ρε συ, δεν κωλώνουν πουθενά αυτοί, σκέφτηκα. Και ντρεπόμουν να τους πλησιάσω.
Με πλησίασαν αυτοί όταν μου την είχαν πέσει κάτι μαλακισμένα για τσαμπουκά. Θα τις έτρωγα γερά γιατί ήταν τέσσερα κωλόπαιδα από την ομάδα μπάσκετ, αλλά μπήκε μπροστά ο Βαγγέλης και καθάρισε. Στην κυριολεξία δηλαδή. Πετάχτηκε σε στυλ Ζορρό και έφερε την κάφτρα του τσιγάρου του δίπλα στο μάτι ενός γομαριού.
«Θες ρε να σε κάνω να βλέπεις τον κόσμο τρύπιο;» του ψιθύρισε φιδίσια.
Από δίπλα κι ο άλλος Βαγγέλης έσπρωχνε ένα ύπουλο μαλακιστήρι που πήγαινε να πάρει τις πλάτες του Βαγγέλη –ξεθάρρεψα κι εγώ και κατέβασα μια σφαλιάρα σε έναν από αυτούς που περίσσευαν.
Μετά κεραστήκαμε τσιγάρα και τους χαζεύαμε να τρέχουν. Οι Βαγγέληδες γέλαγαν κι εγώ ήμουνα χαρούμενος που είχα γνωρίσει τα παιδιά τα γαμάτα και με είχαν υπερασπιστεί κιόλας.
«Σε πάω ρε σκατό γιατί δε μάσησες και ήσουν έτοιμος να πλακωθείς», μου είχε πει ο Βαγγέλης.
Χαμογέλασα κι έκανα μόκο. Τι να του έλεγα; Πως είχα χεστεί πάνω μου και ήμουν έτοιμος να ρίξω μερικές μήπως και φάω λιγότερες; Μερικές φορές, δεν υπάρχει λόγος η αλήθεια να ξενερώνει μια κατάσταση. Τέλος πάντων, από εκείνη τη μέρα κάναμε παρέα. Κάναμε κι άλλα πράγματα δηλαδή, αλλά δεν είναι της ώρας να αναφερθούν. Το γεγονός είναι πως, στη δεύτερη αποβολή που είδα στο φροντιστήριο αγγλικών –ήμουν κι εγώ μέσα. Καμάρωνα, θυμάμαι, σαν τη γυναίκα του ναυτικού στο λιμάνι καθώς άραζα τα αθλητικά μου στην απέναντι θέση του λεωφορείου που μας πήγαινε στη Doors, για να δούμε βιντεάκια από rock συγκροτήματα. Μετά, ο οδηγός μου είπε να μαζέψω τα βρωμοπόδαρά μου, μην έρθει και μου τα βάλει στον κώλο –και δεν καμάρωνα πια. Απλά απέκτησα ένα παιδικό τραύμα που με οδήγησε στην αγορά του πρώτου μου παπιού, για να μην έχω ανάγκη τα λεωφορεία –αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια και το σχολείο μαζί τους. Ο ένας Βαγγέλης είχε σοβαρή σχέση με τη Μαργαρίτα κι ο άλλος την κοπάνησε για Αγγλία –να γλιτώσει το φαντάρικο. Μας έστελνε κάτι καρτ ποστάλ με πάνκηδες και με τον Μεγάλο Μπεν τον ωρολογιακό. Ζάχαρη τα περνούσε, έτσι μας έγραφε και είχε βρει μια τρελλιάρα που συζούσαν. Μετά ακολούθησε παύση και ακόμα πιο μετά καινούργιες καρτ ποστάλ. Με διάφανα νερά και κοράλλια και καλύβες αχυρένιες αυτή τη φορά. Έτσι μάθαμε πως, άλφα, ο Βαγγέλης είχε γίνει επιχειρηματίας στο Ίλα Μαργαρίτα και βήτα, η τρελλιάρα είχε γίνει μητέρα. Από τον Βαγγέλη. Είχαν ένα κοριτσάκι κατηγορίας «ξανθό αγγελούδι» το οποίο ο Βαγγέλης δήλωνε πως «θα το αγαπάει σαν δικό του». Διόλου περίεργο, αφού ήταν, όντως, δικό του.
Μετά εμείς μεγαλώσαμε. Κι ο Βαγγέλης μας είχε νοσταλγήσει. Χρυσούς μας έκανε στην αρχή -«πάρτε ρε μάγκες ένα αεροπλάνο κι ελάτε –παράδεισος εδώ –θα σας φτιάχνω και ξύδια μέσα σε καρύδες». Αργυρούς μας έκανε αργότερα –«όλα καλά ρε παιδιά, αλλά χωρίς τους κολλητούς σου είσαι κουτσός». Χάλκινους μας κατέληξε στο τέλος –«ρε πουστοπαίδια, δεν έχετε περιέργεια να δείτε πως ζει ο κολλητός σας –σε επίγειο παράδεισο σας καλώ κι εσείς το παίζετε μυξοπάρθενα;». Δεν το παίζαμε. Αλλά είχαμε δουλειές και υποχρεώσεις. Ο άλλος Βαγγέλης έπρεπε να δουλεύει διπλοβάρδια για να γεννάει η Μαργαρίτα. Εγώ έπρεπε να βρω μια δουλειά της προκοπής. Γι’ αυτό σου λέω –δεν το παίζαμε μυξοπάρθενα. Ευσυνείδητοι πολίτες το παίζαμε –χρήσιμα μέλη της κοινωνίας. Χειρότερα από μυξοπάρθενα δηλαδή. Μέχρι που πήρα το γράμμα που δεν αγνοείται. Ο Βαγγελάκης με χρειαζόταν εκεί. Όπως κι εγώ τον είχα χρειαστεί πριν από χρόνια. Δεν υπήρχαν επιλογές -όταν σφυρίξει η τρομπέτα, τα πιστά σκυλιά τρέχουν.
«Πληροφορούμε τους αγαπητούς επιβάτες πως εντός ολίγων λεπτών θα προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο του Ίλα Μαργαρίτα. Παρακαλούμε να παλουκωθείτε δεμένοι στις θέσεις σας και να σταματήσετε τις γυροβολιές. Ο κυβερνήτης και το πλήρωμα της Laser σας ευχαριστούν που δεν ξεράσατε με τις αηδίες που σας σερβίραμε, ούτε με τα σκαμπανεβάσματα του σιδερένιου πουλιού και σας προσκαλούμε στις επόμενες πτήσεις μας –τουλάχιστον, όσους από εσάς πάσχετε από Αλτσχάιμερ ή από αυτοκτονικές τάσεις. Άει στα τσακίδια πια –σκατολευκοί τουρίστες!». Κάπως έτσι τα είπαν στα μεγάφωνα –δεν καλοκατάλαβα γιατί τα αγγλικά τους ήταν χειρότερα από τα φαγητά τους. Και δεν πήγα στην τουαλέτα κιόλας!
Κατέβηκα στριμωγμένος ανάμεσα σε ασπρουλιάρικες, τουριστικές κοιλιές. Άντε ρε Βαγγέλη με τους παράδεισούς σου! Κατουργιόμουν κιόλας. Ευτυχώς που δεν χρειαζόταν να περιμένω για τις βαλίτσες μου. Έχω την άποψη πως αν δεν χωράνε τα πράγματά σου σε σακίδιο, δεν κάνεις ταξίδι –κάνεις μετακόμιση. Οπότε στείλε τα με μεταφορική κι εσύ κουβάλα και πάλι, μόνο το σακίδιο. Βγήκα με ένα διαβατήριο στο χέρι και ένα τσιγάρο στο στόμα αντιμετωπίζοντας το γνωστό δίλημμα: κατούρημα ή κάπνισμα; Στη συγκεκριμένη φάση δεν με απασχολούσε τίποτα άλλο και κακώς δηλαδή. Γιατί η μεγαλοφυής λύση –κατούρημα στις τουαλέτες –κόντεψε να προκαλέσει συναγερμό στο αεροδρόμιο. Γαμώ τους ανιχνευτές καπνού τους γαμώ. Αλλά το θέμα δεν ήταν εκεί. Το θέμα ήταν πως στην αίθουσα αναμονής δεν υπήρχε ούτε μυρωδιά από Βαγγέλη. Κάτι τουριστικοί πράκτορες, κάποιοι μιγάδες ταξιτζήδες και δατς ολ. Άραξα περιμένοντας. Τι να έκανα δηλαδή; Του είχα στείλει γράμμα, με την ώρα της πτήσης, τον αριθμό και όλα τα σχετικά. Κάποια στιγμή θα έπαιρνε χαμπάρι και θα ερχόταν να με μαζέψει. Μόνο να μη με ξανατάιζαν αλμυρό παστέλι…
«Ρε σκατό γέρασες!»
Πετάχτηκα από το χτύπημα στην πλάτη. Μου το είχε ρίξει ένας φαλακρός με αρχές κοιλίτσας που τσίτωνε ένα κίτρινο μπλουζάκι RELAX. Φορούσε και πολύχρωμη βερμούδα και χαμογελούσε. Άρα δεν ήταν ο Βαγγέλης. Ο Βαγγέλης που θυμόμουν δηλαδή. Γιατί κάποιος Βαγγέλης ήταν –όπως και να το κάνουμε.
«Κι εσύ καράφλιασες ρε φίλε», του επέστρεψα το κοπλιμέντο.
«Ναι ρε γιατί τα μαλλιά μου είχαν φιλότιμο. Προτίμησαν να πέσουν παρά ν’ ασπρίσουν», φιλοσόφησε ο Βαγγέλης και μου τράβηξε άλλη μία –νεκρώνοντας την αριστερή πλευρά της ωμοπλάτης μου.
Κοιταζόμασταν αλλά δεν αγκαλιαζόμασταν. Είναι γυναικουλίστικα πράγματα οι αγκαλιές και οι μύξες –γλιτώνεις και τα χαλασμένα στομάχια που ψάχνουν μπλουζάκι ν΄αδειάσουν. Κάπως έτσι βγήκαμε έξω. Χαλαροί, αλλά συγκινημένοι. Βρε τον Βαγγελάκη! Σα μαλάκας είχε γίνει ο Βαγγελάκης!
Με φόρτωσε σε μια Τράνσαμ ξεχαρβαλωμένη και αυτόματη σαν ελατήριο μηχανικού μολυβιού. Έσπρωξε και μια κασέτα που βάλθηκε να παίζει Wailers χωρίς τον Bob, αλλά με μπόλικη παραμόρφωση από τα ηχεία του πορτ μπαγκάζ. Ξεκίνησε αλλά ο δρόμος μπροστά μας ήταν νύχτα με λακκούβες. Που διακοπτόταν από διακριτικά κομμάτια ασφάλτου.
«Τι κάνεις ρε φιλαράκο; Πόσα χρόνια γαμώτο; Μου λείψατε».
Τον κοίταζα καθώς μιλούσε και οδηγούσε. Πλάκα θα είχε να έτρωγε καμιά συγκίνηση! Ο Βαγγέλης φαλακρός και συναισθηματικός! Καλύτερα να έβλεπα τον Πάπα με σουτιέν!
«Κι ο άλλος ο παπάρας τι κάνει; Ζει; Σιγά μη ζει –πόσα παιδιά έχει ο αρχίδας;»
Φαλακρός εντάξει –αλλά κατά τα λοιπά Βαγγέλης. Έπιασα να του αραδιάζω τα νέα μας. Ποια νέα δηλαδή –ρουτίνες σε συσκευασία ενάμιση λίτρου. Έκανε ότι με προσέχει ψάχνοντας για τσιγάρο. Μπορεί και να με πρόσεχε κιόλας. Τον δρόμο πάντως δεν τον πρόσεχε και γι’ αυτό απορούσα που πετύχαινε όλες τις λακκούβες. Το παστέλι συσπειρώθηκε και ξεκίνησε την προσπάθειά του για βίαια εκτίναξη.
«Που πάμε ρε αρχηγέ; Έχει πολύ ακόμα;» ρώτησε το διαλυμένο στομάχι μου.
«Φτάνουμε βλάκα. Κοίτα, εδώ δεξιά είναι η τουριστική περιοχή. Στην παραλία που βλέπεις έχουν χτίσει τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. Αριστερά από την ανηφόρα είναι η πόλη. Στην αρχή το γραφικό κομμάτι, η Πλάκα σα να λέμε και μετά οι συνοικίες με τους Άθλιους του Βίκτωρος Μουγκού. Εμείς συνεχίζουμε ευθεία και τα προσπερνάμε όλα αυτά –αδιαφορώντας. Με παρακολουθείς;»
Τον παρακολουθούσα αλλά δεν καταλάβαινα Χριστό. Δεξιά φαινόντουσαν κάτι φωτάκια και μαυρίλα. Αριστερά φαινόντουσαν κάτι φωτάκια μέσα στη μαυρίλα. Άντε να βγάλεις άκρη. Αλλά στη συγκεκριμένη φάση με ανησυχούσε κάτι άλλο. Γιατί προσπερνάμε αδιαφορώντας; Που πάμε εμείς δηλαδή; Μη σου πω ότι τον ρώτησα κιόλας.
«Που πάμε εμείς ρε Βαγγελάκη;»
«Στον παράδεισο αγόρι μου. Οι παραλίες είναι για τους χαζούς Ευρωπαίους και η πόλη για φτηνό πήδημα. Ο παράδεισος είναι αμέσως μετά».
Μουρμούρισα κάποιο «μάλιστα» και προσηλώθηκα στην μαγευτική θέα. Τουτέστιν, ψωραλέα σκυλιά που πετάγονταν μπροστά στα φώτα της Τράνσαμ και σκοτάδι άνευ φωτάκια γύρω-γύρω. Ανεβαίναμε. Και ανεβαίναμε. Εκτός από το στομάχι έχασα και τα αυτιά από το υψόμετρο. Χαλάλι –αφού πηγαίναμε στον παράδεισο. Ο Βαγγέλης συνέχιζε την ξενάγηση κι εγώ εξακολουθούσα να μην διακρίνω τίποτα.
Όση ώρα χρειάστηκα να έρθω από το Καράκας, άλλη τόση ήταν αναγκαία για να αντικρύσω τον παράδεισο. Για να φτάσω στον παράδεισο –αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς. Από κάπου κοντά ακουγόταν νερό που έπεφτε, μαζί με τσιριχτές κραυγές ζώων. Ζούγκλα μάλλον, όπως με πληροφορούσε η πολύτιμη εμπειρία μου από τον αμερικάνικο κινηματογράφο.
Σταματήσαμε μπροστά από ένα πολυκτίσμα. Το κεντρικό τμήμα του έμοιαζε με σπίτι, το πλαϊνό έφερνε σε παραλία με ξαπλώστρες (πως; στη μέση του βουνού;) και από την πίσω πλευρά ακούγονταν ανθρώπινες, αυτή τη φορά, φωνές. Ο Βαγγέλης πάρκαρε στο πάρκινγκ του πολυκτίσματος. Δηλαδή, παράτησε την Τράνσαμ όπου βρήκε.
«Άσε τα πράγματά σου εδώ και πάμε στο μπαρ», είπε περπατώντας και αδιαφορώντας για τον μαλάκα που σκόνταφτε σε παρατημένους κουβάδες.
Είδα το μπαρ. Γαμώ τα μπαρ! Ένα τραπέζι μπροστά από στοίβες ποτών στοιβαγμένες σε κούτες και κάτι μπαμπού σε διάφορα σχήματα. Μπαμπού καρέκλες, μπαμπού τραπέζια, μπαμπού πάγκοι, μπαμπού τασάκια. Από τα δέντρα κρέμονταν φωτάκια –σε στυλ «το πανηγύρι του Αγίου Νεκταρίου». Υπήρχε και μια επιγραφή «SPIDER’S INN» -τον άτιμο το Βαγγέλη, τόσα χρόνια και δεν ξέχασε το βρωμομάγαζο στην παραλία. Μου έκανε νόημα να βολευτώ σε μια καρέκλα. Μπαμπού. Χάθηκε προς τις στοίβες και ξαναεμφανίστηκε με δυο ποτήρια και ένα μπουκάλι.
«Παγάκια δεν παίζουν;» ρώτησα.
«Πως -αμέ. Για τους πελάτες», απάντησε.
Σέρβιρε. Ήπιαμε. Καλό ήταν. Με ρούμι έμοιαζε αλλά δεν ήταν. Χωρίς παγάκι, κατέβαινε στο λαιμό σα γυαλόχαρτο.
«Θα το συνηθίσεις», γέλασε ο Βαγγέλης.
«Λοιπόν, εδώ είναι η αυτοκρατορία σου;» είπα για να πω κάτι.
«Εδώ είναι το κέντρο της. Αλλά και τα γύρω, δικά μου είναι».
«Μάλιστα.» Κοίταξα προς το τραπέζι-μπαρ και είδα μια μαύρη να ανακατεύει ποτά. Την έδειξα στον Βαγγέλη. «Η γυναίκα σου;»
«Όπως το πάρει κανείς.»
«Εννοώ η Αγγλίδα»
«Α, αυτή -ναι. Μια χαρά είναι. Πέθανε πριν τρία χρόνια. Από καρκίνο»
Σωπάσαμε.
«Δεν μας το’γραψες».
«Δεν υπήρχε λόγος».
«Και η κόρη σου;»
Τεντώθηκε στην καρέκλα και έβγαλε μια κραυγή «Αλίσιααααααα».
Ένα κοριτσάκι πετάχτηκε από το σκοτάδι τσιρίζοντας «Daaaaaaaaaaaaadd» λίγο πριν τον γκρεμίσει μαζί με την μπαμπουδένια καρέκλα.
«Μιτ α βέρυ γκουντ φρεντ οβ μάιν» είπε ο Βαγγέλης δείχνοντας με.
«How are you?» είπε η μικρούλα δίνοντας το χέρι της.
Με το που πήγα να τη χαιρετήσω, τράβηξε το χέρι πίσω και ξεράθηκε στα γέλια.
«Stupiiiiiiid» τσίριξε και χάθηκε πάλι από εκεί που είχε έρθει.
«Μια χαρά το δουλεύεις το Αγγλικό –παρ’ όλες τις αποβολές», παρατήρησα κοιτάζοντάς τον.
«Χάρισμα φίλε μου –πάντα είχα έφεση στις γλώσσες», γέλασε.
Κοίταξα τριγύρω.
«Ωραίο μέρος» είπα.
«Σκατά είναι –αλλά είναι όντως ωραίο. Μόνο που δεν το έχεις καταλάβει ακόμα», παρατήρησε ο Βαγγέλης.
«Και με τι ακριβώς ασχολείσαι;»
«Νοικιάζω δωμάτια, άλογα και φαγητά. Με αυτή ακριβώς τη σειρά. Επίσης πουλάω ποτά αποκλειστικά στους χωρικούς».
Είδα πως είχε δίκιο. Στον χώρο υπήρχαν μόνο ιθαγενείς, μαύροι, μουλάτοι και φτωχοντυμένοι. Δεν τον ρώτησα σχετικά με την αποκλειστική διάθεση σε ιθαγενείς. Ήξερα πως σε αυτές τις χώρες δεν ανακατεύεις τον τουρίστα με τον ντόπιο, αν θέλεις να έχεις το κεφάλι σου ανοιχτό και το μαγαζί σου ήσυχο. Τους τουρίστες τους μαντρώνεις στα ολ ινκλούσιβ και τους παρακολουθείς να πλατσουρίζουν αμέριμνοι, μέσα στη βλακεία τους. «Οου, χάου νάις Μέξικο, Γουατεμάλα, Βενεζουέλα, Κούβα ιζ! Δέι λουκ ολ δε σέιμ …λάικ … Κρέτα!». Έτσι ακριβώς –Κρέατα. Σωστά Βαγγελάκη;
«Σωστά και τεκμηριωμένα. Αν κι εγώ έχω κυρίως ακτιβιστές, οικολόγους, αγροτουρίστες και ανθρωπολόγους. Μόνο κάτι τέτοιοι φτάνουν εδώ πάνω».
«Και από λεφτά; Βγαίνει τίποτα;»
Σηκώθηκε πάλι από την καρέκλα και έπιασε να μιλάει στη μαυρούλα του μπαρ. Γύρισε και άραξε σκεφτικός.
«Ωραία γκομενίτσα η μαυρούλα», επιχείρησα να σπάσω την αμηχανία.
«Καλή είναι, αλλά έχει άγριο σόι», είπε σκεφτικός και δεν μου άφησε περιθώριο διευκρινήσεων.
Το υπόλοιπο βράδυ κύλησε ήσυχα. Αλλά με τον Βαγγέλη είπαμε λίγα. Κάτι να φέρει καινούργιες κούτες με ποτά, κάτι να πλακώσει στις σφαλιάρες δυο τύπους που άρχισαν να σπρώχνονται … πέρασε η ώρα. Έφυγε σερνώμενος ο κόσμος του μαγαζιού, μάζεψε τα ποτήρια η μαυρούλα, του έσκασε ένα φιλί κολλητά με την υπόσχεση «άι γουέιτ α λιτλ γιου» και μείναμε μόνοι. Εγώ, αυτός, τα βλέφαρά μου και τα τσιρότα που είχα κολλήσει για να τα κρατάνε ανοιχτά.
«Νυστάζεις;»
«Α μπα»
«Ωραία –παίρνω μπουκάλι και πάμε στη λίμνη».
Ωραία!
Τελικά αποδείχτηκε πως ήταν λιμνούλα με καταρράκτη. Μικρό καταρράκτη. Κοπάναγε στα βραχάκια και μου ξανάφερε κατούρημα. Του το είπα.
«Ο.Κ. εγώ δεν κατουργιέμαι αλλά πάμε –για χάρη του παλιού, κακού καιρού».
Έτσι κάναμε μια πρόχειρη κόντρα –στην οποία ηττήθηκα κατά κράτος. Ο Βαγγέλης έφτανε δυο φορές μακρύτερα από εμένα στην ήσυχη επιφάνεια της λίμνης –κι ας ήμουν εγώ αυτός που κατουριόταν. (Σε τι ηλικία παθαίνεις προστάτη; Να το ψάξω όταν γυρίσω). Μετά, αράξαμε σε κάτι μουλιασμένα φύλλα. Άναψε ένα βρωμερό, τοπικό τσιγάρο, τράβηξε κάτι γερές γουλιές και μου πάσαρε το μπουκάλι.
«Πόσο θα μείνεις;»
«Κανά δυο μέρες μπορώ. Όχι παραπάνω».
«Φτάνουν. Αύριο θα σου δείξω και τον λόγο που σε τράβηξα εδώ πέρα. Αλλά τώρα θέλω να σε ρωτήσω κάτι και να με κοιτάς στα μάτια όταν θα απαντήσεις».
Περίμενα.
«Αν μου συμβεί τίποτα μπορώ να βασίζομαι σε σας για την κόρη μου;»
Κατάπια απότομα το νερό της φωτιάς και κάηκα, έβηξα.
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή, μπορεί μια μέρα να έρθει ένα αεροπλάνο με τη μικρή. Θέλω να την πάρετε σπίτι σας. Ή εσύ ή ο Βαγγέλης. Και να τη μεγαλώσετε όπως της πρέπει. Γίνεται;»
Ξέρω ‘γω; Ο άλλος ο Βαγγελάκης θα τα κατάφερνε μάλλον. Στα τρία, το τέταρτο δώρο –κάπως έτσι. Εγώ πάλι είχα μια σχέση που δεν πήγαινε πουθενά –άρα μπορεί και να παντρευόμασταν. Αλλά δούλευα πολύ. Του τα είπα.
«Εντάξει κατάλαβα. Θέλω απλά να κάνεις ότι μπορείς. Γίνεται;»
«Όσο γι’ αυτό, μην το συζητάς. Δε χρειαζόταν καν να ρωτήσεις».
Ηρέμησε κάπως. Εγώ πάλι όχι.
«Τι σου συμβαίνει ρε φίλε; Έχεις μπλεξίματα;»
«Πες το κι έτσι. Την είδες τη μαυρούλα; Τραβιόμαστε λίγο καιρό και οι δικοί της είναι άγριοι. Παραδοσιακοί. Δέχτηκαν τα νταραβέρια με λευκό, αλλά με την προοπτική να κάνουμε γάμο σύμφωνα με τα δικά τους έθιμα. Έχουν μια θρησκεία περίεργη, χριστιανο-ανιμιστές, τρέχα γύρευε.»
«Ε, και τι έγινε; Δε σε θυμάμαι να είχες ποτέ τέτοια προβλήματα. Εσύ για να πηδήξεις, μέχρι φανατικός Ισλαμιστής θα γινόσουν».
Γέλασε.
«Σαφώς. Αλλά το θέμα δεν είναι εκεί. Γιατί εγώ έχω και κάτι μπλεξίματα με τους ινδιάνους. Μεγάλη ιστορία –αλλά δεν μπορώ, ειδικά τώρα, να αλλάξω θρησκεία».
Έχασα τη μπάλα, αλλά μου την ξανάφερε με μια περίτεχνη, μακρινή πάσα. Λοιπόν, ο Βαγγέλης, όταν πρωτοήρθε στην περιοχή, έπιασε φιλίες με μια παρακμασμένη φυλή Ινδιάνων. Τον είχαν βοηθήσει να εγκατασταθεί, καλοί άνθρωποι, είχαν ρίξει κάποια μνημειώδη μεθύσια –η ευτυχισμένη γειτονιά μας. Κι όταν αρρώστησε η Αγγλίδα, έκαναν το παν για να τη σώσουν. Τελετές, μαυροζούμια, ότι μπορούσαν. Χωρίς αποτέλεσμα, προφανώς. Εδώ δεν την έσωσαν τα νοσοκομεία –θα το κατάφερναν οι ινδιάνοι; Είπαν πως ο οργανισμός της ήταν εντελώς σάπιος από τη ζωή στις πόλεις. Οι ινδιάνοι. Τα νοσοκομεία διέγνωσαν μεταστατικό καρκίνο. Συμφωνία ειδημόνων δηλαδή.
Όταν πέθανε η γυναίκα του, οι ινδιάνοι τον βοήθησαν με τη μικρή. Και του συμπαραστάθηκαν. Έκανε χρυσές δουλειές και με τους ανθρωπολόγους γιατί λειτουργούσε σαν συνδετικός κρίκος –μη φανταστείς τρομερά πράγματα, μεροκάματο κι έτσι.
Αλλά έφτασε μια μέρα που αναγκάστηκε να δεθεί περισσότερο. Αποτέλεσμα; Τώρα οι ινδιάνοι τον θεωρούσαν δικό τους. Και σαν τέτοιος δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο. Δεν μπορούσε να αλλάξει θρησκεία και να πάει με τους μαύρους –οι ινδιάνοι απλά τους ανέχονταν, αλλά δεν τους αποδέχονταν. Τουτέστιν, ή έμενε όπως ήταν και είχε προβλήματα με τα μελλοντικά πεθερικά, ή άλλαζε και θα τον ξεκοίλιαζαν οι ινδιάνοι. Πως το βλέπεις;
«Καλά ρε φίλε και τι είναι αυτό που σε δένει τόσο πολύ με τους ινδιάνους;»
Κοίταξε ένα βατράχι που βούταγε στον καταρράκτη.
«Θα το δεις σύντομα. Γι’ αυτό σε έφερα εδώ, άλλωστε. Ήξερα πως την κόρη μου θα την φροντίζατε, δε χρειαζόταν να κάνεις ολόκληρο ταξίδι, γι΄ αυτό. Αλλά υπάρχει κάτι που είναι ότι πιο σημαντικό έχω δει στη ζωή μου. Και όπως όλα τα σημαντικά –σκοτώνει. Κατάλαβες;»
Την τύφλα μου. Αλλά δε μίλησα. Είχα ένα κεφάλι γεμάτο αναθυμιάσεις αλκοόλ και ταξίδευα ήδη στη Χώρα του Ποτέ. Μέσα από τα σύννεφα διέκρινα κάτι σαν ήλιο –δεν ήμουν σίγουρος γιατί μια σαύρα περνούσε από το μέτωπό μου. Μετά έγιναν όλα χρυσαφί και ακόμα πιο μετά βρέθηκα να κουνιέμαι σε μια αιώρα. Παράδεισος! Μάλλον είχα κάνει εμετό στα ρούχα μου γιατί κάτι βρωμούσε αφόρητα. Το αγνόησα και ξανακοιμήθηκα…
«… ants all over him. Can I burn them daddy?»
«Ήσυχα ρε παλαβιάρικο. Νόου γιου καντ. Γιου γκόνα μπέρν χιμ όλσο. Τράι του μπι ε γκουντ γκέρλ Αλίσια. Τζαστ ουάνς».
Άνοιξα τα μάτια. Ο ξανθός άγγελος απομακρυνόταν με μια χάρτινη, αναμμένη δάδα. Τα μυρμήγκια έκοβαν βόλτες στο λαιμό μου. Και στα χέρια μου. Έκανα αυτομάτως τον συνδυασμό και πετάχτηκα έξαλλος από την αιώρα. Στο κατέβασμα πάτησα βουνά από σκατά αγνώστων ζώων. Παράδεισος μάγκα μου! Ο Βαγγέλης γέλαγε.
«Πάμε για πρωινό ρε βλάκα. Σαν εξωγήινος μοιάζεις –έτσι που σε καταντήσανε …»
«Τα μυρμήγκια;»
«Τα κουνούπια ηλίθιε!»
Α, υπήρχαν ΚΑΙ κουνούπια! Παραδείσια υποθέτω.
«Οι κροκόδειλοι πότε βγαίνουν Βαγγελάκη;»
«Α, είναι νωρίς ακόμα –τώρα πρόσεχε τις μαϊμούδες»
Σκατά! Όχι από αυτά που είχα πατήσει. Σκατά είναι να περπατάς κοιτάζοντας τα δέντρα γύρω σου. Να αποφεύγεις κάτι μαϊμούδια (μικρά σαν γατιά, που σκάγανε ολόγυρα και σου τραβούσαν τα μπατζάκια) –πηγαίνοντας με την πλάτη κολλημένη στους κορμούς των δέντρων και στο τέλος να τρως ένα γινωμένο μάνγκο κατακέφαλα. Και πονάει και λερώνει –σκατά δηλαδή, όπως προείπα. Και για να στρώσει το στομάχι, μπέικον, αυγά, άγνωστα φρούτα –όλα μαζί, σε παράταξη. Αν είναι έτσι ο παράδεισος –να περάσει ο επόμενος πλασιέ…
Ο Βαγγέλης με φόρτωσε πάνω σε άλογο. Δεν κάνω πλάκα –και δεν είναι αστεία αυτά τα πράγματα! Βρεθήκαμε να κοπανιόμαστε σαν τους φραπέδες σε ένα πέτρινο μονοπάτι. Όταν λέμε πέτρινο –εννοούμε γαρμπίλι, κοτρώνα, γλύστρα και ο γκρεμός στ’ αριστερά. Ένα σύννεφο χρωστικών σηκωνόταν από πάνω, καθώς οι τρίχες του κεφαλιού μου άσπριζαν μία-μία.
«Που πάμε μητέρα;»
«Στο βουνό παιδί μου»
«Ε τότε ρε μάνα, του χρόνου να πάμε θάλασσα».
Ο Ιησούς με το σταυρό και η Παναγιά στο πλάι του. Ο Ιησούς με αμπέχονο και φανταρίστικο δίκοχο. Ένας δεσπότης που τον είπα Παναγιώτη. Όλα τα είδα μέχρι να φτάσουμε στην κορυφή με τα απόκρημνα δέντρα. Αφήσαμε τα άλογα και περπατήσαμε ώσπου να ξεσολιαστούν τα παπούτσια μας. Ήπιαμε και νερό από μια πηγή –νιώσαμε χίπηδες. Μετά είδαμε τη σπηλιά. Αλλά δεν είδαμε τις νυχτερίδες. Ούτε αυτές μας είδαν. Χρειάστηκε να χτυπήσω το κεφάλι μου πάνω τους για να ξυπνήσουν και να μπλεχτούν στα μαλλιά μου. Μαχμουρλίδικα ζώα. Μου πήρε ένα τέταρτο και κάμποσα ουρλιαχτά να τις ξεφορτωθώ. Ο Βαγγελάκης είχε χαθεί στο βάθος.
Τον πέτυχα με τα πολλά. Καθισμένο ανακούρκουδα μπροστά σε έναν απροσδιόριστο όγκο.
«Τι έγινε ρε μαλάκα; Τι είναι αυτό το σκατό μπροστά σου;»
Γύρισε προς το μέρος μου κι έκανε νόημα να σωπάσω. Σώπασα. Καθώς συνήθιζαν τα μάτια μου στο σκοτάδι διέκρινα μια φιγούρα που έμοιαζε με άγαλμα. Μικρό –στο ύψος της κόρης του ας πούμε. Γύρω του υπήρχαν φαγητά που σάπιζαν και κηροζίνες, πρωτόγονες που έφεγγαν. Ο Βαγγέλης φρόντιζε τις κηροζίνες. Κάτι περαστικά ποντίκια ασχολιόντουσαν με τα φαγητά.
«Τη βλέπεις; Είναι η Ιχτάμπ. Παλιά θεά. Την λάτρευαν και οι Μάγιας. Πλησίασε. Σε κοιτάζει όπου κι αν πας. Καταπληκτικό δεν είναι;»
Κάτι διέκρινα. Μια αηδία ήταν. Και βρωμούσε.
«Την έχουν φτιάξει από … άστο καλύτερα. Η Ιχτάμπ είναι η θεά της αυτοκτονίας. Προστατεύει αυτούς που δεν θέλουν να ζήσουν ατιμασμένοι. Και τους δείχνει τον δρόμο της σωτηρίας. Κατάλαβες;»
Όχι. Και ούτε με ενδιέφερε κιόλας.
«Όταν πέθανε η γυναίκα μου οι ιθαγενείς μου πρότειναν να αφιερωθώ στην Ιχτάμπ. Ήμουνα χάλια –μόνο έτσι θα έσωζα την αξιοπρέπειά μου. Και θα προστάτευε την κόρη μου –έτσι μου είπαν. Δεν τα πίστευα αυτά, αλλά το έκανα. Δεν το πολυσκέφτηκα κιόλας –η αυτοκτονία μου φαινόταν μοναδική λύση, αν δεν ήταν η μικρή θα το είχα επιχειρήσει. Οι ινδιάνοι είπαν πως η Ιχτάμπ θα μου έδειχνε τη σωστή ώρα. Έρχομαι κάθε βδομάδα εδώ, από τότε. Η Ιχτάμπ δεν μου έδειχνε τίποτα. Μέχρι πριν ένα μήνα. Κοίτα καλύτερα. Τι βλέπεις;»
Τίποτα δεν έβλεπα. Ψέματα –κάτι διέκρινα εκεί που έδειχνε το δάχτυλο του Βαγγέλη. Έναν σπάγκο. Δεμένο γύρω από το λαιμό του κακοσχηματισμένου αγάλματος.
«Ε και;» είπα.
«Δεν καταλαβαίνεις ρε μαλάκα; Δεν υπήρχε αυτός ο σπάγκος τόσον καιρό. Και ο απαγχονισμός είναι η μέθοδος θανάτου που ευλογεί η Ιχτάμπ.»
Νευρίασα. Πολύ. Με είχε τραβήξει άπειρα χιλιόμετρα για να μου δείξει ένα αγαλματάκι φτιαγμένο από σκατά, με ένα σπάγκο στο λαιμό. Αν δεν ήταν αυτό μαλακία τότε η λέξη είχε χάσει το νόημά της.
«Σύνελθε ρε Βαγγελάκη. Καταλαβαίνω, ζεις χρόνια εδώ, έχεις επηρεαστεί. Αλλά αυτά που μου λες είναι παπαριές. Επειδή κάποιος καραγκιόζης έδεσε ένα σπάγκο στο λαιμό του αγάλματος …»
Ο Βαγγέλης με άρπαξε από τους ώμους. Μύριζε ιδρώτα και αδρεναλίνη. Μυρίζει η αδρεναλίνη; Όχι. Άρα;
«Άκου μάγκα μου. Τη σπηλιά την ξέρω εγώ κι ο θεραπευτής των ινδιάνων. Μόνο. Ο θεραπευτής είναι εκπρόσωπος των θεών στη γη. Εγώ, τώρα –λέω πως ο σπάγκος βρέθηκε από μόνος του στον λαιμό του αγάλματος. Κάποια νυχτερίδα τον άρπαξε και τον πέταξε στην τύχη. Κάτι άλλο -δεν ξέρω. Εσύ μπορείς να πιστεύεις πως τον έβαλαν οι ινδιάνοι. Το ρεζουμέ παραμένει ίδιο. Θα πεθάνω. Είτε από μόνος μου, είτε θα με καθαρίσουν. Το κατάλαβες;»
«Κοπάνα την τότε, ρε μαλάκα. Πάρε τη μικρή κι ελάτε μαζί μου»
Γέλαγε. Σα βλάκας. Ο βλάκας. Ποιος από τους δύο;
«Το θέμα φιλαράκο είναι πως κι εγώ θέλω να πεθάνω. Το παιδί με κρατάει ζωντανό κι αυτό είναι σεβαστό. Από ποιόν; Από τους ινδιάνους, από την Ιχτάμπ, μην την ψάχνεις. Τέλος πάντων. Είδες και ξέρεις –πάμε να την κάνουμε τώρα».
Γύρισα την πλάτη κι έφυγα. Έξω από τη σπηλιά τον περίμενα να κάνει τα δικά του με τη θεά. Μαγιλίκια, τελετουργίες κι έτσι. Κάποτε δέησε να βγει. Στον δρόμο της επιστροφής μασούσαμε ήσυχα τις σκέψεις μας. Τόσο ήσυχα που δεν με τρόμαξε ούτε ο γκρεμός.
Για όλη την επόμενη μέρα σαχλαμαρίσαμε με το Βαγγέλη χωρίς να λέμε τίποτα. Έψαχνα δικαιολογία να φύγω και μου την έδωσε χαλαρά. Θα πήγαινε για δουλειές απέναντι –να τον συγχωρούσα. Βεβαίως, θα τον συγχωρούσα κι αυτός επίσης. Έφυγα αμήχανος χωρίς να τον χαιρετήσω –το επόμενο πρωί. Ο Βαγγέλης ήταν άφαντος. Μόνο τη μικρούλα πέτυχα να με παραμονεύει πίσω από κάτι κλαδιά. Αντίος αμίγκος και λοιπές σινιορίτες…
Στην Αθήνα όλα κυλούσαν όπως έπρεπε. Δουλειά για μένα, καυγάς και οριστική διάλυση της σχέσης μου, οικογένεια και παιδιά για τον Βαγγέλη και τη Μαργαρίτα. Πέρασε ένας μήνας μέχρι να καταφέρουμε να τα πούμε. Κι αν δεν με έπαιρνε τηλέφωνο ο Βαγγέλης, ακόμα θα το αμελούσα.
Τον βρήκα σπίτι του, αραχτό δίπλα στο φλάουτο. Η Μαργαρίτα με χαιρέτησε και χάθηκε στα μέσα δωμάτια για να μαζέψει τα παιδιά. Από τη βαβούρα –έβγαλα νόημα. Τρία ήταν τελικά. Ο Βαγγέλης με άκουγε χαμογελαστός. Όπως πάντα. Γαλήνιος. Εκνευριστικός.
«Και μετά τι έγινε;» ρώτησε όταν τελείωσα.
«Τίποτα ρε, δεν έχω νέα. Μάλλον του πέρασε του Βαγγέλη –ηρέμησε. Πάντως, όσο ήμουν εκεί είχα ανησυχήσει, δε στο κρύβω».
«Και με το δίκιο σου», χαμογέλασε ο φλαουτίστας.
Κοίταξε την πόρτα απ΄όπου έβγαινε η φασαρία.
«Ρε Βαγγελάκη, τρία παιδιά δεν έχεις;»
Ξεκαρδίστηκε.
«Δύο είχα ρε μαλάκα. Δεν θυμάσαι σε πόσα βαφτίσια έχεις έρθει;»
Εκείνη τη στιγμή βγήκε η Μαργαρίτα. Πίσω της ακολουθούσε ο στρατός. Παιδάκια που τσίριζαν ή γελούσαν –δεν καλοξεχώριζα. Ένα ξανθό κοριτσάκι πετάχτηκε και ήρθε κοντά μου.
«Hi, I am Alicia –remember me?».
Μου κούνησε το χεράκι της για να χαιρετηθούμε. Πήγα να το πιάσω. Τραβήχτηκε. Ξεκαρδίστηκε.
«Stupiiiiiid», τσίριξε και χάθηκε προς την κουζίνα. Η Μαργαρίτα σέρβιρε φαγητό…
… Εκείνο το βράδυ είδα στον ύπνο μου την Ιχτάμπ. Και το επόμενο και το μεθεπόμενο. Ζωντανή -να κουνάει το χέρι της προς το μέρος μου. Αλλά φοβήθηκα να το πιάσω. Πάω στοίχημα πως αν έκανα κίνηση θα τραβιόταν πίσω φωνάζοντας «Stupiiiiiid». Κι εγώ δεν γούσταρα να με κοροϊδεύουν σκατένιες θεές.
29 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Και κάνω ποδαρικόταρανταραν!
Θα σου πω απλά πως ευτυχώς που ανέβασες κείμενο σήμερα.Δεν την πάλευα.Ευχαριστώ ρε Δάσκαλε!(σνιφσνιφ)
"Δίπλα μου καθόταν μια χοντρή γιατί πάντα δίπλα μου κάθονται χοντρές, όταν οι θέσεις των αεροπλάνων είναι παιδικές".
Μην το παίρνεις προσωπικά. Έχει θεσπιστεί σχετικός νόμος (βλ. Μέρφι).
Βασικά, βαρέθηκα να βλέπω το προηγούμενο ποστ μου, sorry.
Θεριό -απλά επιβεβαιώνεται η θεωρία. Επιστημονικώς, μέσω παραδειγμάτων.
"We are pleased to inform you that you will land on Ila Margarita airport in a few minutes from now. Please remain seated and stop shaking your legs. The captain and the crew of Laser would like to thank you for not throwing up because ot the bullshit you had for dinner or because of the ups and downs of the iron bird and we would like to invite you to our next flights- at least if you suffer from the disease of Altsheimer or if you would like to commit suicide. Go to hell you filthy white tourists!" Κάπως έτσι τα είπαν στα μεγάφωνα –δεν καλοκατάλαβα γιατί τα αγγλικά τους ήταν χειρότερα από τα φαγητά τους. Και δεν πήγα στην τουαλέτα κιόλας!
Είπα να παραθέσω και την Αγγλική version
Thanks ρε
Montressor, αν υπήρχε αστερίσκος στα ποστ θα τον χρησιμοποιούσα για να βάλω τη μετάφρασή σου. Αλλά πρέπει να βρω κάτι άλλο.
pascal κι εγώ ευχαριστώ.
Stranger than paradise,απ'την ταινία του Τζάρμους ε;
Αέρας πόλης με εξωτικό άρωμα...
Αν εξαιρέσεις τα σκατά...
Μεγαλώνει η ποικιλία σου βλέπω...
Καλό αυτό :)))
Ακριβώς cherry. Μόνο που δεν μου έβγαινε σε παγωμένη λίμνη.
sigmund καθυστερημένο εξωτικό -με το τέλος του καλοκαιριού. Αλλά, μη νομίζεις -εξωτικό=σκατά.
Καταπληκτική αφηγηματική ικανότητα. Γράφεις πολύ ωραία, μπράβο!
Ευχαριστώ Γείτων -αλλά τα παραλές. Απλά, ξεφορτώνομαι κολλήματά μου. Αν τώρα διασκεδάζει και κάποιος άλλος διαβάζοντάς τα -ακόμα καλύτερα.
Παρα πολυ καλο το ποστ!
Γραφε φιλε για να διαβαζουμε.
ΥΓ: γνωμη μου ειναι, ...πως οταν δεν τσακωνεσαι γραφεις καλυτερα.
ζερο.
Ευχαριστώ Ζέρο. Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά όταν τσακώνομαι -εκτονώνομαι. Και συγκεντρώνω και τα σκουπίδια για να μην είναι πεταμένα τριγύρω.
Poly oraia!
..koita mono min eisai ontos esy kathimenos mprosta stin ixtab..
Ε, και; "Ένα γουρούνι λιγότερο" που έλεγε παλιά κι ο Κηλαηδόνης.
Τώρα να πω πάλι "ωραίο είναι"; Όλο τα ίδια και τα ίδια θα λέμε πια;
Αν και άυπνος τις τελευταίες 50 ώρες διάβασα μονομιάς όλα τα ποστ που είχα χάσει μια και το τελευταίο διάστημα απήχα από την τεχνολογία και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο γουστάρησα. Τρελές ατάκες και φανταστική ατμόσφαιρα για ακόμα μια φορά. Φαίνεσαι πολύ πρώτο άτομο Mboy και χαίρομαι που επικοινωνούμε έστω και μ' αυτόν τον τρόπο. :-)
Σου άρεσε ρε φιλενάδα; Πάλι καλά. Δεν το έχω μασίφ το μυαλό μου τον τελευταίο καιρό.
Erwtas ρεμάλι. Ήρθες μέχρι Ελλάδα και δεν προλάβαμε να ειδωθούμε. Άσε μια ειδοποίηση ρε γαμώτο. Καλώς σε ξαναβρίσκουμε (μετά από όλη τη γκρίνια). Πρώτο άτομο; χε, χε, διάβασε το προηγούμενο ποστ.
Τα διάβασα τα ποστ σου και επιμένω στην άποψη μου.
Τέλη Σεπτεμβρίου θα ξανακατέβω με το πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη για μια βδομάδα, αν τύχει να βρίσκεστε εκεί πάμε για καμιά ρετσίνα να γουστάρουμε.
ερωτας, εντάξει, ελπίζω να τα καταφέρουμε να βρεθούμε.
άσωτε, δεν ήταν και τίποτα πολύ καλό -απλά ήθελα να θυμάμαι ένα κοπρίτη φίλο μου -μη δίνεις σημασία.
ωραία και ευρηματική αφήγηση φίλε μου.
για να κάτσω να την διαβάσω όλη...
μπράβο πάντως.
Ευχαριστώ φίλε και καλώς ήρθες κι από εδώ. Άντε, να έρχεσαι από τα μέρη μας συχνότερα -έχουμε αφήσει κάτι κεράσματα ανοιχτά.
Σπάνια μένω μαλάκας από κείμενα στο νετ. Όταν συμβεί όμως, οπωσδήποτε θα αφήσω ένα σχόλιο έστω και καθυστερημένα. :)
Τώρα, πραγματικά ελπίζω να είσαι η κανονική και να μην χρησιμοποιεί άλλος το id σου. Ποτέ δεν είναι καθυστερημένη μια καλή κουβέντα, γι' αυτό σ΄ευχαριστώ πολύ.
xexe c'est vrais. C'est moi!!!
(η κάλπικη ψιλικατζού δεν θα ήξερε γαλλικά και πιάνα)
:PPP
E, μα το είχα καταλάβει εξ αρχής χρυσή μου! Άλλωστε, ως γνωστόν, οι κάλπηδες είναι χαμηλού επιπέδου και χαμηλοκώληδες.
Υ.Γ.: Όταν ξεμπλέξετε με τις δουλειές ρίχτε σύρμα για κανά σουαρέ.
Ωραίο σκηνικό. Έχοντας αφήσει κάτι μήνες από τη ζωή μου _εκεί_ lol, χαμένος στο πουθενά, περίμενα να μάθω κάτι παραπάνω από σένα για la Isla Margarita.
Αλλά, μάλλον δεν είναι κάτι που θα σε νοιαξε να σχολιάσεις..
suigen συγνώμη ρε -αλλά δεν έχω πάει ποτέ στη ζωή μου στο Μαργαρίτα. Απλά δεν ήθελα να βάλω το πραγματικό νησί που ζει (ακόμα) ο φίλος μου.
Αυτά
ντάξει chief. Δεν τρέχει τίποτα-το ψιλομυρίστηκα να σου πω την αλήθεια ..
keep on.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!