Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

2. Ένα τσιγάρο υπόθεση

1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά

Έχει πάρει να σκοτεινιάζει στο παραθαλάσσιο δημαρχείο γιατί είναι Σεπτέμβρης –η χαρά των θερινών κινηματογράφων. Κάνει όμως ψύχρα κι αυτό μειώνει τα εισιτήρια των θερινών, μαζί με τη διάθεση για υπαίθριο τσιμπούσι μετά από γάμο. Αυτό ακριβώς λέει κι ο Κώστας στον Πέτρο:
«Θα ψοφήσουμε στο κρύο μετά το γάμο. Ελπίζω να έκλεισε τραπέζι μέσα στην ταβέρνα γιατί αλλιώς δεν μας βλέπω για πολύ. Είναι και η Μαρία ψιλοάρρωστη …»
Ο Πέτρος ενδιαφέρεται για πιο βραχυπρόθεσμα πράγματα –ας πούμε για το πουκάμισό του που επιμένει να πετάγεται πάνω από τη ζώνη και να αποκαλύπτει την έλλειψη κουμπιού.
«Εντάξει τώρα, αν φάμε και λίγο κρύο παραπάνω –χαλάλι του μαλάκα. Μια φορά παντρεύεται».
«Αυτό το έχεις σίγουρο;»
«Ε, του πούστη! Σαράντα χρονών γομάρι δεν προλαβαίνει δεύτερο γάμο. Μην κοιτάς εμάς που ήμασταν προνοητικοί».
Από τη λεωφόρο δεν φαίνεται τίποτα που να μοιάζει με γαμπρό και νύφη. Οι καλεσμένοι θα πρέπει να αδημονούν, καμιά κατοστάρα άτομα μέσα κι οι συγγενείς, στριμώχνονται στη μισοφωτισμένη πλατεία του δημαρχείου. Στην άλλη άκρη, κάτι πιτσιρικάδες με φανέλες ομάδων δοκιμάζουν μπανάνα εκτελέσεις φάουλ με προφανή στόχο τις ανθοστήλες, στα σκαλιά του δημαρχείου –πράγμα που βγάζει τη Μαρία έξω από τα λιλά ταγιέρ της. Αλλά δεν θέλει ακόμα να χωθεί ανάμεσα στον Πέτρο και τον Κώστα –οι φίλοι πρέπει να λένε τα δικά τους και η Μαρία ποτέ δεν μπήκε στην παρέα. Εκατοντάδες ξενύχτια σε κάμπινγκ, βεράντες και ερημωμένες πλατείες. Βαρέλια αλκοολούχων, με ή χωρίς φαγητό. Συναυλίες και πάρτυ. Φοιτητικές καταλήψεις. Η Μαρία ήταν παντού. Δίπλα τους όμως, όχι μαζί τους.
Περνούσε καλά με τον Πέτρο, συζητούσαν σχεδόν τα πάντα –σχεδόν. Δηλαδή, αυτή του έλεγε τα περισσότερα κι αυτός δεν έλεγε τίποτα. Τα άγχη της με τον Κώστα, εκείνες τις αναθεματισμένες μέρες του Κρασιού και των Τριαντάφυλλων. Τα σεξουαλικά της –γιατί όχι; Ο Πέτρος ήξερε, σε θεωρητικό επίπεδο (να το διευκρινίσουμε αυτό), περισσότερα από ότι είχε ανακαλύψει ο Κώστας στην πρακτική εφαρμογή. Απομονώνονταν στην άκρη της παραλίας, σε καρέκλες μακριά από τη μπάρα, σε βόλτες για τσιγάρα και κονιάκ, απομονώνονταν και μιλούσαν. Την ίδια ώρα ο Κώστας με τον Άρη έκαναν καφριλέματα. Γύριζαν και τους έβρισκαν λουσμένους στη μπύρα, ήταν κι εκείνη η διαφήμιση με το σαμπουάν «μην το πιείτε –λουστείτε». Γύριζαν και τους πετύχαιναν να κυκλοφορούν «αφέντης με σκύλο», η ζώνη του Κώστα περασμένη στον λαιμό του Άρη που ούρλιαζε –αυτή ήταν η συνηθισμένη πατέντα τους για να κάνουν καμάκι. Κάποιες φορές βέβαια, προτιμούσαν τη μέθοδο «είμαι λυσσασμένος, βγάζω αφρούς από το στόμα» (αυτό γινόταν ανακατεύοντας οδοντόκρεμα με νερό) ή έκαναν το νούμερο «αιμόπτυση σε φαστφουντάδικο» (αυτό δεν θέλεις να ξέρεις πως γινόταν). Πάντα η δικαιολογία ήταν κάποιες γκόμενες που έπρεπε να προσεγγίσουν –για τον Άρη. Η Μαρία ήξερε πως κι ο δικός της γούστραρε το καμάκι, πνιγόταν στη σχέση τους, τρωγόταν για καινούργιες γκόμενες –απλά, έμενε στις αρχικές προσεγγίσεις. Ο Κώστας ποτέ δεν είχε τον τσαμπουκά να δώσει τέλος σε κάτι που φαινόταν μόνιμα βαλτωμένο, όταν όλη η ζωή γύρω τους είχε ορίζοντα λίγων ωρών. Το είχε συζητήσει με τον Πέτρο, «που λες να το φτάσετε;» την είχε ρωτήσει –«το πολύ στη συγκατοίκηση», απαντούσε –εννοώντας το πρώτο στάδιο της οικογένειας ή το τελευταίο στάδιο πριν το γάμο. Όπως το πάρει κανείς. Μετά γινόταν σκεπτική (δεν ήταν –γινόταν) και τον ρωτούσε «ο Κώστας πως το βλέπει; δε σου έχει πει;» Κι ο Πέτρος γελούσε, «ο Κώστας δεν βλέπει γενικώς. Ξέρω ότι σε γουστάρει, αλλά δεν προγραμματίζει τίποτα. Κι αν τον ρωτήσεις θα τρομάξει –γράψτο αυτό που σου λέω». Το έγραψε και το εφάρμοσε. Δεν τον ρώτησε ποτέ. Άφησε τα πράγματα να πάνε εκεί που ήθελε, ή έσπρωξε τα πράγματα προς την αδρανή μονιμότητα. Στέκονταν δίπλα, αλλά όχι μαζί, ανάμεσα σε παρέες, χαμένες εξεταστικές και ξενύχτια για τα ξενύχτια μέχρι που οι εναλλακτικές βαρέθηκαν και ήρθαν να τους συναντήσουν από μόνες τους. «Παντρευόμαστε ή χωρίζουμε». Εναλλακτικές του κώλου δηλαδή –αφού στην ουσία δεν υπήρχε δίλλημα. Έτσι παντρεύτηκαν. Ένας άλλος άντρας από το παιδί που της είχε ζητήσει να τα φτιάξουν αδειάζοντας δυο κουτιά σπρέι στις απέναντι πολυκατοικίες, «ΜΑΡΙΑ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ», «ΜΗΝ ΤΟ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΜΑΡΙΑ», «ΜΑΡΙΑ ΘΕΛΩ ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ». Μια άλλη γυναίκα από την κοπέλα που τσακωνόταν στις παρέες, υπερασπίζοντας τη θέση «όλες οι γυναίκες είναι, κατά βάθος, λεσβίες –γιατί το αντρικό σώμα είναι, από τη φύση του, ασύμμετρο». Ίσως και όχι. Γιατί όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν –αλλάζουν. Πάει να πει, σταματάνε να κολυμπάνε στον αέρα κι άμα δουν τον Πήτερ Παν, τον στρώνουν στο κυνήγι με τη μυγοσκοτώστρα.
Όλη αυτή η αναπόληση ξεκίνησε από το γεγονός πως η Μαρία δεν ήταν ποτέ μέλος της παρέας κι ας ήταν το ίδιο αρχαία με την παρέα. Γι΄αυτό προτίμησε να πιάσει κουβέντα με τους γονείς της Μάχης –στην τελική, είχαν την ίδια ηλικία πάνω-κάτω. Με τη Μάχη δεν κόλλαγε, εντάξει μιλούσαν και σαχλαμάριζαν, μέχρι για ψώνια είχαν πάει κάποτε. Αλλά καμία σχέση. Οι γονείς της, από την άλλη πλευρά, ήταν μια χαρά άνθρωποι. Αφού δέχτηκαν τον Άρη, αφού δεν γκρίνιαξαν με τον πολιτικό γάμο, αφού άφηναν την κόρη τους να συγκατοικεί από τον πρώτο μήνα –εντάξει, το συμπέρασμα της Μαρίας ήταν πως επρόκειτο για μαλάκες ή γραψαρχίδηδες, αλλά τέλος πάντων … μια χαρά άνθρωποι.
«Που είναι τα παιδιά καλέ;» δαγκώθηκε η Μαρία –το να λες παιδί τον Άρη έμοιαζε με μπηχτή, αλλά οι γονείς δεν έδωσαν σημασία.
«Ε, δεν καταλαβαίνεις; Μπορεί να τους έπιασαν τίποτα ορέξεις της τελευταίας στιγμής», έβαλε τα γέλια ο πατέρας Θόδωρος.
«Αμάν καημένε με τις σαχλαμάρες σου! Δεν τρώγεσαι ώρες-ώρες!», γέλασε πνιχτά η μητέρα Σοφία. «Όπου νάναι έρχονται Μαρία μου. Είχαμε κάνει κι εμείς κατάληψη στο σπίτι –με το ζόρι πρόλαβαν να κάνουν ένα μπάνιο τα καημένα».
Τα καημένα! Κι ο Άρης μέσα στα καημένα! Που, μεγαλύτερος κοπρίτης δεν πέρασε την τελευταία δεκαετία από την Αθήνα και τα περίχωρα! Αλλά τι να τους πεις; Ότι αποφάσισε να στρώσει στα γεράματα και να το παίξει «γαμπρός-κελεπούρι»;
«Αυτοί δεν είναι ρε μαλάκα;» ο Πέτρος έδειχνε τη μοτοσυκλέτα που έκανε σφήνες στα μποτιλιαρισμένα, αφήνοντας ροδοπέταλα σε ανυποψίαστους καθρέφτες.
«Ναι, θα σκοτωθεί ο παλαβός έτσι που πάει! Λες να το κάνει μήπως γλιτώσει τον γάμο;» ο Κώστας θα ήθελε μόλις να έχει σβήσει το τσιγάρο του αλλά το κάπνισμα ήταν απαγορευμένο. Εδώ και πέντε χρόνια, μετά από κάτι γενικές αίματος. «Να αφήσεις τις αηδίες, έχεις παιδί να μεγαλώσεις», είχε πει η Μαρία και δεν δεχόταν κουβέντα για το θέμα. Για κανένα σοβαρό θέμα δεν δεχόταν κουβέντα –μόνο στις μαλακίες του άφηνε επιλογή. «Πήρα χοιρινό και μοσχάρι. Τι να φτιάξω πρώτα;» Στ’ αρχίδια μου, αφού θα τα φάω και τα δύο –«ξέρω ‘γω; φτιάξε ότι θέλεις», «μα καλά άνθρωπέ μου τελείως αδιάφορος είσαι; τίποτα δε σε νοιάζει πια σ΄αυτό το σπίτι;» Ξέρω ‘γω; Έμεινε και τίποτα να με νοιάζει; Κάτι σοβαρό, κάτι που θα αλλάξει τη ζωή μας, κάτι σημαντικό γαμώτο. «Καλά, κάνε χοιρινό», «μέσα στα λίπη –να ανέβει πάλι στα ύψη η χοληστερίνη σου!» Ε, άντε γαμήσου τελικά! Δεν το έλεγε –είπαμε.
Ο Άρης με τη Μάχη πάρκαραν δίπλα στα σκαλιά, σε κάτι πλάκες καθρεφτιζέ και γλίτωσαν τη σαβούρδα από κάποια μυστηριώδη τύχη των μελλόνυφων. Η Μάχη έδειξε αρκετό μπούτι στο κατέβασμα –κάποιοι μίλησαν και για μια υποψία μαύρου σατέν εσώρουχου. Ζαρτιέρες πάντως δεν παρατηρήθηκαν προς μεγάλη απογοήτευση του Πέτρου.
«Μηδέν ψάξιμο για την πρώτη νύχτα του γάμου. Αλλά, θα μου πεις, όταν παντρεύονται όλες ίδιες γίνονται», επεσήμανε στον Κώστα.
«Δεν θα σου πω αυτό. Όμως, θα σου υπενθυμίσω οτι δεν υπάρχει ζευγάρι στην υφήλιο που να πηδιέται την πρώτη νύχτα του γάμου. Για την τελευταία εικοσαετία μιλάμε, έτσι; Με την κούραση που τρώνε στα διαδικαστικά –τους έχει πάρει ο ύπνος στις αναμνηστικές φωτογραφίες με το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου».
«Εμείς πηδηχτήκαμε πάντως», πέταξε αδιάφορα ο Πέτρος.
«Με τη γυναίκα σου;»
«Ναι»
«Την πρώτη νύχτα του γάμου;»
«Ναι»
«Καλά ανώμαλοι είσαστε; Σε λίγο θα μου πεις πως το κάνατε και όσο ήσασταν παντρεμένοι!»
Ο Πέτρος πήγε να μιλήσει, αλλά ο Κώστας πρόλαβε να τον εμποδίσει. Δεν άντεχε τα απανωτά σοκ. Αλλά, θα μου πεις –γι’ αυτό χωρίσανε. Το πήδημα ποτέ δεν βγαίνει σε καλό. Ειδικά μεταξύ συζύγων.
Το ζευγάρι ανέβαινε στις σκάλες ανάμεσα σε χειροκροτήματα και κάτι δημοτικές καθαρίστριες της τελευταίας στιγμής. Για να αρχίσει η σεμνή τελετή –με καθυστέρηση –σε αυτό δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ δημαρχείου και εκκλησίας. Η Μαρία στριμώχτηκε πίσω ακριβώς από τους κουμπάρους –μάρτυρες λέγονται στο δημαρχείο, και ένιωσε άσχετη με την όλη φάση.
Ο Άρης κοίταζε τη Μάχη κι αυτή είχε δακρύσει. Κάτσε καλά, ρε! Αφού η όλη ιστορία είναι τυπική! Ο Άρης απορούσε αλλά θεώρησε καλό να μην το δείξει. Έτρωγε και κάποιο μπέρδεμα, όσο να πεις. Ένιωθε κάτι, γαμώ το στανιό του –αλλά δεν γούσταρε να το παραδεχτεί. Τον είχαν προειδοποιήσει και οι άλλοι –πολλά πράγματα αλλάζουν με το γάμο. Καλά ή άσχημα; «Άσχημα, άσχημα», του απαντούσαν στερεοφωνικά. Μαλακίες, δεν ένιωθε άσχημα. Δεν ήξερε κιόλας που θα πήγαινε και πως, αν, πότε, θα κατέληγε. Αραχτός στην παραλία, μισόκλειστα μάτια και η αίσθηση πως, αν άπλωνε το χέρι του, θα συναντούσε το δικό της στην άλλη άκρη. Έτσι ένιωθε. Πες το οικειότητα -δε με νοιάζει, πες το μονιμότητα –στ’ αρχίδια μου, πες το όπως γουστάρεις. Αν ρωτούσες τον Άρη θα έλεγε απλά «η γυναίκα μου». Τρόμαξε μην φάει κανένα κόμπο στο λαιμό –από αυτούς που δεν καταπίνονται, αλλά ευτυχώς στραβώθηκε από το φλας μιας φωτογραφικής και ήρθε στα ίσα του.
Η γαμήλια τελετή είχε περάσει στο στάδιο των υπογραφών –«εντάξει, έκλεισε η δουλειά» ψιθύριζαν οι κανίβαλοι κουμπαρομάρτυρες, «φίλα τη νύφη γαμπρέ!» απαιτούσε η λαϊκή ετυμηγορία. Το δέχτηκαν –η Μάχη μύριζε σαμπουάν και οδοντόκρεμα με γεύση μέντας.
Βγήκαν από το δημαρχείο σαν υποψήφιοι δήμαρχοι. Χαιρετούρες, αγκαλιές κάθε δυο μέτρα, ένα ευτυχισμένο τσούρμο γιατί η τελετή είχε τελειώσει. Ο Άρης δέχτηκε συγχαρητήρια από άτομα που δεν γνώριζε (και προφανώς τον ζήλευαν γιατί είχε καταφέρει την πιτσιρίκα), σαλιώθηκε από θείες και εισέπραξε συναδελφικές μπουνιές από ψευτογιάπηδες συναδέλφους. Αυτοί ανήκαν στο διαφημιστικό του περιοδικού και πήγαιναν όπου υπήρχε πανηγύρι, με τις καρτούλες τους και τα κινητά καλωδιωμένα στο αυτί σαν σάιμποργκς. «Ναι, θα είμαι εκεί αύριο –βέβαια, το σημείωσα, άντε μεγάλε να ζήσετε, κλείσε -χτυπάει άλλη γραμμή και καλούς απογόνους, συγνώμη με φωνάζουν …».
Έψαχνε να βρει τα άλλα δυο ρεμάλια, με τα πολλά τους πήρε το μάτι του να τον δείχνουν και να μετράνε με τα δάχτυλα –πάλι στοιχήματα «χειραψία ή σάλιωμα» έπαιζαν. Γέλασε μέσα από τα δόντια του, μέχρι που κατάλαβε πως δεν έτρεχε τίποτα να γελάει φωναχτά. Σήμερα παντρεύτηκε –πρέπει να είναι χαρούμενος. Παντρεύτηκε; Όχι ρε γαμώτο!
Πλησίασαν τη μοτοσυκλέτα και στήθηκαν για τις αναμνηστικές φωτογραφίες. «Βάλε τη νύφη να οδηγεί κι εσύ πίσω», «ελάτε στα πλάγια τώρα», «από μπροστά», «ανεβείτε πάνω», «χωθείτε από κάτω και λύστε το καρμπυρατέρ» -το τελευταίο ήρθε από τον Πέτρο. Με το ζόρι ανέβηκαν για να τσακιστούν να φύγουν από εκεί πέρα. Ο Άρης κατέβασε και μια Παναγία γιατί κάτι έξυπνοι του έκλειναν το δρόμο –δεν είχαν προλάβει να τον συγχαρούν. Κατέβηκε το πεζοδρόμιο με την πίσω ρόδα, όπως παλιά και τις έριχνε καρφωτές στο κιβώτιο για να απομακρυνθεί. Η Μάχη κόλλησε πάνω του, «ευτυχισμένη;» τη ρώτησε, «όσο δεν παίρνει» απάντησε και τον φίλησε στο σβέρκο. Υλικό για όνειρα. Πλάγιασε απότομα δεξιά και μετά έφερε τη μοτοσυκλέτα τέρμα αριστερά για να αποφύγει τον καργιόλη που φρέναρε άνευ λόγου και αιτίας. Στη συνέχεια έκοψε ταχύτητα και άρχισε να οδηγεί τουριστικά, χαζεύοντας τη σκοτεινή θάλασσα δίπλα του. Ήταν μια από τις ελάχιστες φορές που δεν σκεφτόταν τίποτα. Μα τίποτα. Μόνο μύριζε τον αέρα και ανοιγόκλεινε τα μάτια για να καθαρίσουν από τα δάκρυα. Από τον αέρα ήταν τα δάκρυα –έτσι; Έτσι ακριβώς κι αυτό δεν είναι εύρημα για να γίνει η ιστορία πιο ανθρώπινη, ρομαντική, συγκινητική ξέρω ‘γω. Απλά, όταν οδηγείς χωρίς κράνος, δακρύζουν τα μάτια σου. Κι όταν φεύγεις από τη γαμήλια τελετή δεν γίνεται να φοράς κράνος –δηλαδή γίνεται, αλλά όχι αν είσαι ο γαμπρός.
Κανονικά έπρεπε να πάνε στην ταβέρνα, αλλά συνηθίζεται η νύφη κι ο γαμπρός να κάνουν γκράντε είσοδο –τελευταίοι. Μια λύση θα ήταν να γυρίσουν σπίτι για να βγάλει η νύφη το νυφικό. Αλλά η Μάχη δεν φορούσε νυφικό. Άσε που, αν πήγαιναν σπίτι δεν θα έβγαιναν από εκεί μέσα πριν από καμιά δυο μέρες. Οπότε ο Άρης έβαλε σε εφαρμογή το Σχέδιο Β. Αλλαγή λωρίδας, έξοδος από τη λεωφόρο και παρκάρισμα μπροστά από παραλιακή καφετέρια. Κυριλέ για να ταιριάζει με τα ρούχα τους, πάνω στη θάλασσα γιατί η λεωφόρος είναι παραλιακή.
«Κουρασμένη;» ρώτησε τη Μάχη που πάλευε με ένα χασμουρητό.
«Ξέρω γω; Μου βγήκε η ένταση –μπορεί και να είμαι».
«Βαριέσαι να πάμε στην ταβέρνα;» Μπορούσαν να το κάνουν και αυτό έφτανε. Αν η
Μάχη βαριόταν θα τους έγραφε στ’ αρχίδια του κανονικά τους υπόλοιπους. Η μέρα ήταν δική της σε τελική ανάλυση.
«Εντάξει, αντέχω. Δεν είναι και σωστό να εξαφανιστούμε … τόσος κόσμος …», συγκαταβατικό ακούστηκε αυτό. Υποχρεώσεις που προκύπτουν από το γάμο –λες να σπάστηκε ο Άρης; Τον κοίταξε καθώς έβγαζε από την πίσω τσέπη τα στραπατσαρισμένα του τσιγάρα. Δεν ήταν καθόλου άσχημος με το σακάκι και το πουκάμισο. Του πήγαιναν περισσότερο αυτά τα ρούχα από το τζιν –δεύτερο πετσί. Αλλά σιγά μην την άκουγε. Να βγάλεις τα τζιν από τον Άρη; Απίθανο και αδύνατο μαζί.
Εκείνη τη μέρα στα Χανιά δεν της άρεσε καθόλου. Μα καθόλου. Ο φίλος του ο Πέτρος φαινόταν συμπαθητικός, διακριτικός –ήταν και πιο όμορφος. Αυτός έμοιαζε άσχετος. Εκνευριστικός, έτσι όπως την κοίταζε, εξυπνάκιας –μαλάκας με λίγα λόγια. Όταν την έδειξε με το μπουκάλι ήταν έτοιμη να αρπαχτεί. Τι μαλάκας! Την έδειχνε και μιλούσε με το φίλο του, λες κι αυτή ήταν ρούχο σε βιτρίνα! Δέχτηκε να καθίσουν στο τραπέζι της, κυρίως από βαρεμάρα. Και από απορία –πως κάνουν καμάκι τα πουρά;
Ο Άρης δεν μιλούσε στην αρχή, αλλά ο Πέτρος είχε πλάκα. Της εξηγούσε πως βρέθηκαν σε λάθος ξενοδοχείο και σε λάθος δωμάτιο κι ότι το πρώτο βράδυ έσκασε ένα ζευγάρι Ιταλών … μαλακίες με λίγα λόγια, αλλά τις έλεγε με ωραίο τρόπο. Αν δεν ήταν κι ο άλλος που την κοίταζε περισσότερο επίμονα παρά κρυφά, θα διασκέδαζε η Μάχη. Εκείνη η μέρα ήταν καταστροφή για τον Άρη. Κάθε προσπάθεια να μπει στην κουβέντα ήταν καταδικασμένη, όλο άσχετα πέταγε –η Μάχη ήταν σίγουρη πως ο τύπος δεν έλεγε μία. Αλλά η ώρα περνούσε, το μεσημέρι ήταν πια απόγευμα και είχε πιάσει δροσιά. Σηκώθηκαν να φύγουν, ο Πέτρος προσπαθούσε να κανονίσει κάποιο μπαρ για το βράδυ, η Μάχη έβγαλε μια ζακέτα από την τσάντα της. Πράσινη, με τέσσερα κουμπιά, μικροκαμωμένη –έτσι θα την θυμόταν για πολύ καιρό αργότερα ο Άρης. Το γκαρσόνι μάζευε τα ποτήρια, η Μάχη προσπαθούσε να ξεδιπλώσει τη ζακέτα –κάποιο κατά λάθος σπρώξιμο και η ζακέτα στο τσιμέντο. Ο Άρης ήταν σε καλύτερη θέση, μάλλον, ο Άρης θα σκότωνε άνθρωπο για να πάρει καλύτερη θέση –έσκυψε και σήκωσε τη ζακέτα. Γρήγορα. Τόσο γρήγορα που μόλις με την άκρη του ματιού, τον είδε η Μάχη να την φέρνει πολύ κοντά στο πρόσωπό του και να την μυρίζει ίσως, να την αγγίζει ίσως, κάτι τέτοιο. Μετά την έριξε στους ώμους της Μάχης, ακουμπώντας την κάποια δευτερόλεπτα περισσότερο από ότι ήταν αναγκαίο. Από εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Μάχη κόλλησε με τον Άρη. Ήθελε αυτόν τον άντρα –πάει και τελείωσε. Κι ας έμοιαζε για μαλάκας.
«Τι σκέφτεσαι πιτσιρίκα;»
«Εμάς. Εσένα την πρώτη μέρα που σε είδα στα Χανιά»
«Αμάν, μη μου το θυμίζεις. Πως σου είχα φανεί;»
«Μαλάκας»
Ο Άρης γελάει κοιτάζοντας το γκαρσόνι που πλησίαζε.
«Δεν είχες πέσει και πολύ έξω», σχολάζει στωικά.
«Ναι αλλά με αυτόν το μαλάκα είμαι τρελή και παλαβή εγώ», του αφιέρωσε ένα χαμόγελο-αυλαία η Μάχη.
«Τρελή και παλαβή είσαι γενικώς», ολοκληρώνει τον στωικό σχολιασμό ο Άρης.
Και το ρομάντζο δίπλα στο κύμα συνεχίστηκε γιατί όλα τα ζευγάρια έχουν ρομαντζάρει δίπλα στο κύμα, ακόμα κι όταν η θάλασσα είναι μια ψυχοπλακωτική μαυρίλα. Δεν μασάνε τα ερωτευμένα ζευγάρια –και στην Ψυτάλλεια να τους αφήσεις, γλάρους να πεταρίζουν θα βλέπουν.
Στην ταβέρνα δεν είχε φτάσει ακόμα ο ρομαντισμός. Ο στενός κύκλος των καλεσμένων μασούλαγε ψωμί και ορεκτικά. Ήξεραν το τυπικό αλλά βαριόντουσαν την αναμονή. Και γι΄αυτό εύχονταν να βαριέται το ίδιο και το ζευγάρι –για να έρθει μια ώρα αρχύτερα. Όπως καταλαβαίνεις –το γαμήλιο γλέντι είναι μια κοινοτυπία που δεν χρειάζεται αναλυτική περιγραφή. Το έχεις ζήσει –μπαίνουν οι νεόνυμφοι, η ορχήστρα παίζει ένα συμβολικό κομμάτι, ο κόσμος χειροκροτεί. Μετά σαβουριάζουν. Ακόμα πιο μετά χορεύουν. Πρώτα οι νεόνυμφοι. Στη συνέχεια η υπόλοιποι και στο τέλος μόνο οι μεθυσμένοι. Έτσι έγινε λοιπόν και σε αυτό το γλέντι –γιατί να γινόταν διαφορετικά;
Οι καλεσμένοι έχουν αρχίσει να αποχωρούν, οι μουσικοί παίζουν κομμάτια εκκένωσης του χώρου, η Μαρία μιλάει με κάτι βαρετές γεροντοκόρες και η παρέα έχει βγει έξω για τσιγάρο. Η Μάχη, με ακουμπισμένο το κεφάλι στον ώμο της μητέρας της, καταρρέει ελεγχόμενα. Γι΄αυτό δεν ακούνε τη φασαρία στο ξεκίνημά της. Η Μαρία επιχειρηματολογεί σχετικά με την αποτελεσματικότητα της μεθόδου Άτκινς, η Μάχη νιώθει το τραπέζι πουπουλένιο και βυθίζεται σταδιακά. Από το ανοιχτό παράθυρο δίπλα της ακούγεται ο Πέτρος: «… γαμηθείς καριόλη … μου πεις …», ο Άρης: «Πάρτα αρχίδια μου ρε!», ο Κώστας: «ήσυχα ρε γαμώτο ακουγόμαστε!», ο Πέτρος: «ρε δεν πηδιόσαστε με ήχο ή χωρίς; σας βαρέθηκα», ο Άρης: «είσαι εντελώς μαλάκας τελικά» -η Μάχη έχει ξυπνήσει, η Μαρία ξεχνάει το τελευταίο της επιχείρημα.
Ησυχία.
Σε λίγο, ο Άρης: «δεν αξίζει τον κόπο –καλύτερα να την κάνετε», ο Κώστας: «ότι γουστάρεις, στην τελική δεν … άστο καλύτερα …».
Ησυχία. Η Μαρία κοιτάζει τη Μάχη χωρίς να το επιδιώκει. Κίτρινη, σαν το λεμόνι, ησυχία πλέον.
Ο Κώστας μπαίνει νευρικός, σκοντάφτει στις καρέκλες μέχρι να φτάσει στη Μαρία, «πάμε να φύγουμε», «τι έγινε;», «πάμε να φύγουμε σου λέω», «…», «σήκω!».
Η Μάχη κατορθώνει να στείλει ένα ζευγάρι τρεμάμενα γόνατα μέχρι την αυλή της ταβέρνας. Δεν την νοιάζει που όλοι απορούν. Ο Άρης τη νοιάζει.
Κι ο Άρης καπνίζει κοιτάζοντας τα ζωύφια που τσουρουφλίζονται στην κίτρινη λάμπα. Ίσως και να αναρωτιέται για τις τόσες αναπόφευκτες, μάταιες αυτοκτονίες. Ίσως όχι.
«Τι έγινε;» η Μάχη κρέμεται ήδη στο μπράτσο του, ο Κώστας με τη Μαρία έχουν βρει τρόπο να φύγουν χωρίς να περάσουν από κοντά τους.
«Τι έγινε;», η Μάχη είναι δυο τεράστια μάτια πάνω από στρεβλωμένα χείλη.
«Τι έγινε;»
«Μη σε απασχολεί. Ότι και να ήταν –τελείωσε. Πέρασε, πάει», τη σφίγγει στην αγκαλιά του, ακίνητοι –μόνο ένα πολυμορφικό απομακρύνεται προσεκτικά.
Ο Πέτρος καπνίζει στο απέναντι πεζοδρόμιο κοιτάζοντας την ταβέρνα. «Δεν μπορεί …μέχρι να τελειώσει το τσιγάρο, δε θα κρατήσει περισσότερο … δε γίνεται …». Κι όμως γίνεται.

(συνεχίζεται δυστυχώς)

33 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Unknown είπε...

:D
Κρίμα που δεν αφιέρωσες και λίγο χρόνο στα "νυφικά" άσματα, ξέρεις εκείνα τα "σβήνει το καντήλι" μου..

Erwtas Stomaxhs είπε...

fantastiko re! alla kopse re ta sikoual, den ta antexw!
to krak telika ti htane? (apo to prwto epeisodio)

Lex_Luthor06 είπε...

«όλες οι γυναίκες είναι, κατά βάθος, λεσβίες –γιατί το αντρικό σώμα είναι, από τη φύση του, ασύμμετρο».
..................................

Αν ειναι ευκολο μπορειτε να στο επομενο μερος να αναπτυξετε λιγο περισοτερο τα παραπανω;

Ευχαριστω.

Elemental_Nausea είπε...

Είπα να πάω να κοιμηθώ και μου μοστράρεις κείμενο...Ε το διάβασα λοιπόν,μ΄αρέσει ο τρόπος που γράφεις .Μην αναπτύξεις αυτό που λέει ο Lex γιατί θα το γυρίσουμε σε τσόντα :p Σας ευχαριστώ.

Μετα τιμής
Η μελλοντική admin

numb είπε...

Nice! Waiting for the next

Ανώνυμος είπε...

εσωστρέφεια, ρεαλισμός και αθώος ερωτισμός, ακόμα όμως δεν έχει γίνει τόσο πρόστυχα επικίνδυνο όσο επιθυμείς, ελπίζω απλά να μας προετοιμάζεις.
(και τις ανόητες φαλλοκρατικές σάχλες να τις κόψεις, πάψε να 'σαι προβλέψιμος, δε σου ταιριάζει)

The Motorcycle boy είπε...

tomboy είπα να μην το κάνω τόσο αυτοβιογραφικό. Ε;
Στομάχη, ούτε εγώ τα αντέχω. Γι΄αυτό όταν βρεις τον marquee, που με έπλεξε σ' αυτό -έχεις το ελεύθερο να ξεσπάσεις. Το κρακ ήτανε τα νεύρα του που σπάσανε -δεν το έχεις πάθει ποτέ τόσο έντονα εκεί που δεν το περιμένεις;
lex η ύπαρξη τσουτσούς δημιουργεί ασυμμετρία, καθότι κρέμεται και δεν ταιριάζει αισθητικά. Τώρα, αν θέλεις παραπάνω πληροφορίες θα πρέπει να απευθυνθείς στην πρώην γυναίκα μου η οποία κάπου το είχε διαβάσει και το υποστήριζε. Ούτε εγώ το καταλαβαίνω απόλυτα.
Elemental φτου γαμώτο -το ανέπτυξα ήδη. Ε, όχι και τσόντα -μελλοντική αντμιν!
numb ευχαριστώ -αλλά θέλει στρώσιμο, δεν έχει κάνει ακόμα τα πρώτα 1.500 χιλιόμετρα (Στομάχη μην αυτοκτονήσεις το κόβω).
druuna κι εγώ το ελπίζω. Αλλά δεν το ξέρω ακόμα. Δεν καταλαβαίνω ποιές εννοείς φαλλοκρατικές σάχλες -αλλά υποθέτω πως κατανοείς οτι ο κάθε χαρακτήρας θα πρέπει να είναι αυτό, δηλαδή χαρακτήρας. Βοηθώντας διορθώνομαι υποθέτω.
frosoula στην ίδια παρέα με την άλλη είσαι; Έτσι γκρίνιαζε το μεσημέρι και το έβγαλα ξεχτένιστο σα γυναίκα στο κατάστρωνα του ΑΙΟΛΟΣ ΚΕΝΤΕΡΗΣ. Σιγά -σιγά, έχω να κάνω και κανένα φασιστιλίκι, καμιά διαγραφή, τίποτα τραμπουκισμούς -ξέρεις τα συνηθισμένα.

Unknown είπε...

ναι,κυλάει η συνέχειά του,για να δούμε ολοκληρωμένα τι θα πει...

The Motorcycle boy είπε...

cherry, εντάξει αυτό το κομματάκι θέλει κι άλλη δουλειά αλλά το βαριέμαι και θα πάω παρακάτω. Ευχαριστώ ρε φιλενάδα.

ZissisPap είπε...

Ξετύλιξέ το γρήγορα να ηρεμήσουμε και μετά το χτενίζεις παρέα με τον μαρκήσιο!
Άντε, αργούμε...

Δεν μπορώ με τίποτα τις συνέχειες, ειδικά τις απρογραμμάτιστες...
Είμαι και σε δύσκολη ηλικία :-P

Godot είπε...

ασε τις κουπ και το πιστολακι και γράφε.

Δηλαδή η τρουτσού κάνει το ασύμετρο;
2 μαστάρια που τους κάνεις τέλειο κοντρόλ με το γόνατο και αναποδο ψαλίδι στο καπάκι - τί είναι???

The Motorcycle boy είπε...

sigmund μη βιάζεσαι. Και την έχει κοπανήσει κι ο Μαρκήσιος -άντε να τον βρεις. Α, μια και τόφερε η κουβέντα: marquee αν βλέπεις -ΕΧΕΙΣ ΒΑΛΕΙ COMMENTS MODERATION ΡΕ ΠΑΛΑΒΕ! Βγάλτο να φανούν τα σχόλια.
godot κάτι τέτοιες μαλακίες έλεγε η πρώην -και ευτυχώς πρώην. Το πρόβλημα είναι οτι το είχε διαβάσει σε ένα κωλοβιβλίο κιόλας. Φοβερό;

marquee de mud είπε...

COMMENT MODERATION my ass.
και δουλευα και σε pc store. μαλλον γι'αυτο με εστειλε αλλα προλαβα να του το ριξω εξω το μαγαζι.

το 'χω κανει κοπια να το διαβασω αλλα ειμαι σε ενα σπιτι γεματο κοσμο και νταντευω το σοι μου και καλα περναμε δεν βαριεσαι. δεν το κανα πανδοχειο καλυτερα.

"κοντρολ με το γανατο"; θιτ μαν!!!!!

marquee de mud είπε...

καθισα και το διαβασα και σου λεω οτι μ'άρεσει οπως παει. αν και με αφησες μετερωο και δεν μπορω αλλες μεταβατικες περιοδους.

επισης μαλλον καταλαβαινω πολυ καλα το νεο προτζεκτ με τις συνεχειες. εχει μαλλον σχεση μ'αυτο που λεγαμε για τα κειμενα σου.

εχω μονο μια διορθωση/διορθωσουλα. η μαχη κολλησε οταν τον πρωτοπε μαλακα. με την ζακετα απλα το συνειδητοποιησε.

πανω να την πεσω ειμαι απο χθες με 2 ωρες υπνο.

Ανώνυμος είπε...

Θα το διαβάσω πρωί με τον καφέ. Ελπίζω να μην είναι εκρηκτικός ο συνδυασμός και πάθουν τα νεύρα μου. Γκρρρ!

roidis είπε...

μεγαλύτερο βάθος από το 1ο μέρος και διαφαίνεται κάποιο γλυκό-πικρο συναίσθημα κάπου.

μου αρέσει περισσότερο από το 1ο

κάνει και για σενάριο.

συνέχισε βρε να γράφεις, είσαι παραγωγικότατος!

The Motorcycle boy είπε...

marquee, το έβγαλες επιτέλους για να διαβάσω τα υπόλοιπα σχόλια που σου έκαναν;
Ναι, έχει απόλυτη σχέση με αυτά που λέγαμε κι αν βγει στο τέλος θα στο αφιερώσω σα να ήσουνα γκόμενα. Γαμώτο, τη διόρθωση δεν την κατάλαβα -άντε να ξεκουραστείς αγόρι μου και θα τα πούμε σύντομα από κοντά.
Άσωτε, ωραία αυτή η εκδοχή με το μπερδεψομπούτιασμα αλλά είμαι λίγο βλάκας για να βγάζω τέτοια σενάρια. Το' γραψα ρε φίλε από την αρχή -αυτή είναι η ιστορία μιας παρέας και μια ιστορία για την παρέα. Όλοι οι άλλοι είναι δορυφορικοί. Τώρα, στην τελική του μορφή αν γουστάρετε να βάλουμε και κανένα πήδημα μέσα και προτίθεται κανένας να το γράψει (γιατί σ' αυτά δεν είμαι καλός) -μέσα είμαι. Αν μάλιστα είναι και κίνκυ -ακόμα καλύτερα για να γίνει εμπορικό το τεμάχιο.
Σέξπυρ, όχι ρε -αρχή είναι ακόμα, δεν είναι εκρηκτικό, απλά μια εισαγωγή είναι.
Ροϊδη, αυτό ακριβώς που λες είναι η κεντρική ιδέα του κομματιού. Θα το παλέψω να το συνεχίσω -μέχρι να βαρεθώ ή να βαρεθείτε, ότι έρθει πρώτο.

ZissisPap είπε...

Που είναι το υπόλοιπο;
Αργούμε...

Καλημέρα σας!

Unknown είπε...

άσχετο αλλά αν συνεχίσεις έτσι εγώ δεν θα παντρευτώ ΠΟΤΕ και θα φταις εσύ.Ορίστε μας.
Με πρόλαβε ο Ροίδης,κάνει για σενάριο.

The Motorcycle boy είπε...

Κάτσε ρε sigmund -τι είμαι, ο Ουγκώ;
cherry, γιατί παιδί μου να μην παντρευτείς; Δεν είναι όλοι οι γάμοι το ίδιο (αλλά φοβάμαι οτι οι περισσότεροι καταντάνε κάπως έτσι). Αλλά δεν σε ιντριγκάρει να κάνεις τη διαφορά;

Λίτσα είπε...

ΟΥγκώ; Μπά, μάλλον για Alexandre Dumas το πας, με τις συνέχειες. Καλά, ας μη γκρινιάζω, αφού ήταν το καλύτερο αντίδοτο για μια εξοντωτική βδομάδα δουλειάς και μια φριχτή μέρα απόλυτης βαρεμάρας (η χθεσινή).
Ή μάλλον, ας γκρινιάξω: ΣΤΡΩΣΟΥ ΚΑΙ ΓΡΑΨΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ.

The Motorcycle boy είπε...

Ωραία φιλενάδα -μου έδωσες και τίτλο "Οι τρεις χωματοφύλακες".

marquee de mud είπε...

κατσε ρε κυριε ταξιδευτα. δεν ειναι και παιδοφιλος ενας σαρανταρης που ποθησε σφοδρα μια εικοσαρα. μπλακ;οκ το ξερω και το κοβω

οσο για το κομμα γαματα. αλλα ΓΑΜΑΤΑ. και τι μας περιμενει ακομα.

μοτο ητν διορθωση απο κοντα. την αφιεωρεση δημοσιευμενη με κεφαλαια. μπολντ ιταλικς.
παντως καλα το πας.παραγματικα.

The Motorcycle boy είπε...

Και τα δεύτερα κερασμένα από μένα να συμπληρώσω ρε φίλε.

Bitch Girl είπε...

και "τι έγινε, τι έγινε" ρωτάω σαν τη Μάχη κι εγώ...

The Motorcycle boy είπε...

Μακάρι νάξερα bitch. Αλλά θα το βρω, που θα μου πάει; Στο χέρι του είναι; Δηλαδή -στο χέρι του είναι, αλλά λέμε τώρα.

Βαγγέλης Μπέκας είπε...

Μόνο ένα τσιγάρο;…

The Motorcycle boy είπε...

Τόσο δεν χρειάζεται για να διαλύσει μια παρέα;

Bitch Girl είπε...

εξαρτάται από την παρέα,σε άλλες χρειάζεται ένα τσιγάρο, σε άλλες ένα πούρο Αβάνας και άλλες δεν παθαίνουν τίποτα κι όλο τον Παπαστράτο να καπνίσεις ;)

The Motorcycle boy είπε...

Ίσως έχεις δίκιο -εγώ πάλι νομίζω πως οι "σφιχτές" παρέες, ένα τσιγάρο χρειάζονται για να διαλυθούν κι αυτό ούτε καν στριφτό που αργεί να τελειώσει. Να διαλυθούν όχι να μην υπάρχουν -έτσι;

Ανώνυμος είπε...

πολύ όμορφο, περιμένω και εγώ τη συνέχεια.
Καιρό έχω να διαβάσω κάτι και να μου τραβήξει την προσοχή (και είμαι χωμένη στα βιβλία, περισσότερο δε γίνεται), να σαι καλά, πέρασα μια όμορφη ώρα παρέα με αυτή την ιστορία (σε περίπτωση που την τυπώσω ή την προωθήσω δεν πιστεύω να κατηγορηθώ για κλοπή πνευματικής περιουσίας ;)
Ελένη (μη blogger, απλή αναγνώστρια)

Ανώνυμος είπε...

ξεχασά ένα ")" στο τέλος, καταραμένο πληκτρολόγιο ποτέ δε σε χώνεψα!!

The Motorcycle boy είπε...

Ελένη, χωμένη στα βιβλία; Βιβλιοπωλείο δηλαδή;
Για το μόνο πράγμα που θα κατηγορηθείς αν το τυπώσεις είναι για σαδιστικό σπάσιμο νεύρων των φίλων και γνωστών στους οποίους θα το προωθήσεις.
Υ.Γ.: Άφηνε παιδάκι μου το σχόλιο στο τελευταίο ποστ -που να το δω ο άνθρωπος;

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι