1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά
2. Ένα τσιγάρο υπόθεση
3. Ρόδες γυρίζουν στον αέρα
Τα άσχημα νέα ταξιδεύουν υπερηχητικά, την ώρα που μια καλή είδηση ξεροσταλιάζει στο σταθμό των τραίνων –ψάχνοντας για εισιτήριο. Παντρεύτηκε ο κολλητός σου από το στρατό; Το μαθαίνεις εντελώς τυχαία, κάτι χρόνια αργότερα –όταν σου στείλει πρόσκληση για το γάμο της μικρότερης κόρης του. Κέρδισε η πρώην γυναίκα σου το λαχείο και δεν χρειάζεται πια να της ακουμπάς διατροφή; Δεν το μαθαίνεις ποτέ –κανένας δεν σκίζεται να σε ενημερώσει. Αν, τώρα, κάποιος φίλος σου τρακάρει –πρώτα ειδοποιούν εσένα και μετά το 166.
Ο Κώστας έμαθε για το τρακάρισμα από έναν συνάδελφο στη δουλειά. Δεν είχε ακόμα βάλει δεύτερο καφέ όταν εμφανίστηκε το κεφάλι του Γεωργίου πάνω από το διαχωριστικό. Ο Κώστας δούλευε σε εταιρεία μελετών. Στην αρχή τον πλήρωναν σαν επιστημονικό συνεργάτη –πάει να πει, τελειόφοιτος για χαμαλοδουλειές και διεκπεραιώσεις σε Εφορία –ΙΚΑ –Πολεοδομία. Μετά ήρθαν τα κοινοτικά πακέτα και άνοιξαν οι δουλειές. Όλοι ήθελαν ένα κέις στάντυ, κάποιο μπίζνες πλαν έστω, για να καλλωπίσουν το παντελόνιασμα επιδοτήσεων κι ο Κώστας έγραφε καλές εκθέσεις από την εποχή που ήτανε μαθητής. Βόηθαγε και το σχετικό πτυχίο, στην αρχή παλευόταν το ζήτημα, αλλά με τον καιρό κατάλαβε πως δεν είχε σημασία τι γράφεις –η βιβλιοδεσία και οι τετραχρωμίες στα ιστογράμματα μετράγανε. Έγινε ειδικός στην παπαρολογία, μέχρι και καρτούλες τύπωσε –ήταν ο μόνος στην παρέα και το δούλεμα έπεσε ανελέητο. «Κάντους πλαστικοποίηση ρε, αυτές ούτε για να κόψεις κόκα δεν φτουράνε», «α, τα γράφεις και αγγλικά –σκοπεύεις κι εσύ σε διεθνής καριέρα σαν τους Socrates;» Το θέμα ήταν πως ο Κώστας απέκτησε σταθερό ωράριο και ανάλογο μηνιαίο εισόδημα, έγινε προϊστάμενος κάποιων τελειωμένων που η εταιρεία ήθελε να ξεφορτωθεί όταν το γύρισε σε οικονομοτεχνικές μελέτες (ισολογισμούς και τέτοια δηλαδή –αλλά δεν το λέμε, λόγω πρεστίζ) –μέχρι και δικό του γραφείο απέκτησε. Μέσα σε έναν χώρο διακόσια τόσα τετραγωνικά, οι υπάλληλοι έπαιζαν τις εργατικές μελισσούλες για χάρη ενός κάποιου ISO. Οι πιο μαλάκες από αυτούς γίνονταν προϊστάμενοι και αποκτούσαν ένα ημιδιαφανές παραβάν γύρω από το γραφείο τους, μαζί με σημαντικά αυξημένες υποχρεώσεις και ασήμαντα αναβαθμισμένο μισθό (όπως ακριβώς ορίζει ο Μάσλοου και οι πυραμίδες του). Τέτοιος ήταν ο Κώστας κι έτσι, προκάτ, ήταν το γραφείο του.
«Είδα τη μηχανή του δικού σου τώρα που ερχόμουν για το γραφείο», πληροφόρησε το φαλακρό κεφάλι του Γεωργίου.
Που; Η πρώτη ερώτηση ήρθε στο μυαλό του Κώστα μαζί με την ελπίδα να είναι αραγμένη η KTM κάτω από τα γραφεία της εταιρείας –μια πλάκα ήταν ο καυγάς, δεν συνέβη στ’ αλήθεια, σε λίγο θα είχε τον Άρη ξαπλωμένο στην πολυθρόνα, απέναντί του να σαχλαμαρίζει ακατάσχετα.
«Αυτή την πορτοκαλί την ψηλή δεν έχει ο δικός σου; Ήταν παρατημένη στη νησίδα της Βουλιαγμένης, σε κακά χάλια. Έγινε κάτι;»
Τρακάρισμα! Καργιόλη Γεωργίου, χαιρέκακε μαλάκα –τρακάρισμα! Το κινητό ταλαντεύτηκε στη χούφτα του μέχρι να σχηματίσει το νούμερο. Σταμάτησε πριν πατήσει την κλήση -δεν μπορούσε να πάρει τον Άρη. Τον Πέτρο; Ούτε. Έσβησε τον αριθμό στο καντράν –τη Μάχη θα έπαιρνε. Ο Γεωργίου κρεμόταν ακόμα από το παραβάν.
«Τι μαρμάρωσες Γεωργίου; Δεν έχεις δουλειά να κάνεις;»
«Ε, περιμένω να μάθω τι έγινε»
«Φύγε ρε. Όταν μάθω θα σε ενημερώσω. Άσε με τώρα».
Ο Γεωργίου χύθηκε πίσω από το διαχωριστικό με αργές κινήσεις. Είχε σπαστεί εμφανώς. Προς τι η μυστικότητα; Τι έγινε δηλαδή, δεν έπρεπε να ξέρει;
Ο Κώστας περίμενε να σηκώσει το τηλέφωνο η Μάχη. Ο Κώστας φοβόταν τη στιγμή που θα σήκωνε το τηλέφωνο η Μάχη. Αλλά αν δεν το σήκωνε, θα πάθαινε κρίση πανικού. Με λίγα λόγια, ο Κώστας δεν ήθελε με τίποτα να βρίσκεται στη μια άκρη του τηλεφώνου περιμένοντας την απάντηση της Μάχης.
«Ναι;»
«Έλα Μάχη μου. Ο Κώστας είμαι. Τι έγινε;»
Σιωπή. Και ρούφηγμα μύτης, προσπάθεια να μην σπάσει η φωνή την ώρα που δίνεται η απάντηση.
«Ο Άρης … τράκαρε … τον έχουν στο ΚΑΤ…»
«Είναι σοβαρό;»
Όχι, είναι αστείο. Φάρσα –ο Άρης την έκανε για να γελάσουμε. Ο Κώστας σώπασε γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει πίσω την ερώτησή του, αλλά δεν ήξερε και τι άλλο να πει.
«Κατάγματα …στο ένα πόδι … και κάτι άλλα, δεν ξέρω … δεν έβγαινε το κράνος από το κεφάλι του … αναγκάστηκαν να το κόψουν … μου είπαν … περιμένουν να δουν από τις εξετάσεις …»
Μέχρι εκεί. Ο Κώστας άκουγε μόνο λυγμούς πλέον.
«Εντάξει, δεν είναι τίποτα, μην κάνεις έτσι, δεν είναι σοβαρό, θα το ξεπεράσει, έρχομαι από εκεί, τώρα αμέσως», πνίγηκε ο Κώστας στην απελπισία του να την παρηγορήσει. Ούτε που κατάλαβε πως έκλεισαν, έπρεπε να ενημερώσει πως θα έλειπε κάποιες ώρες από τη δουλειά.
Στο διάδρομο έπεσε πάνω στον Γεωργίου …
«Εντάξει, δεν ήταν τίποτα σοβαρό», τον πρόλαβε και στη συνέχεια αγνόησε τις διευκρινιστικές ερωτήσεις, «πως έγινε;», «ποιος έφταιγε;» -στο δρόμο τις σκεφτόταν. Πως έγινε, ποιος έφταιγε –τι ρωτάς κι εσύ ρε μαλάκα; Έχει σημασία; Έγινε –κι αυτό είναι το θέμα. Γαμώ την αρρωστημένη διάθεση όλων σας να βγάλετε συμπεράσματα –έτσι έγινε λοιπόν, μάλιστα, έπρεπε να προσέχει, αλλά κι ο άλλος να μην τον δει! Νύχτα τους τα δίνουν τα διπλώματα, τίποτα δε δουλεύει σ’ αυτό το κράτος, γκρέμισμα και ξαναφτιάξιμο από την αρχή χρειάζεται –άντε γαμηθείτε ρε ειδήμονες!
Το πολυμορφικό ακινητοποιήθηκε στα πρώτα μέτρα μποτιλιαρίσματος κι ο ήλιος έλιωνε τα πλαστικά. Ο Κώστας ιδρώνει τις παλάμες του στο τιμόνι και βιάζεται χωρίς να θέλει. Πώς να είναι ο μαλάκας; Με σωληνάκια και επιδέσμους; Καλωδιωμένος; Λιπόθυμος; Άσχημα τα πράγματα, αλλά και πάλι, αν έχει τις αισθήσεις του τι γίνεται; Τι να πουν μεταξύ τους; Υπάρχουν λέξεις μετά το σπάσιμο μιας παρέας; Αν έχει τις αισθήσεις του, με τις κλωτσιές θα τον πετάξει από το δωμάτιο –αυτές είναι οι μόνες λέξεις που μένουν όταν η μουσική τελειώσει.
Ο Κώστας πιέζεται να θυμηθεί. Μέρες που η παρέα ζούσε μόνο για πάρτη της, χαβαλές μέσα από μυστικούς κώδικες, γελάς και οι άλλοι σε κοιτάζουν σαν ηλίθιο. Δεν θυμάται. Κάποτε ήταν όλοι μαζεμένοι …κάπου και περνούσε … ποιος περνούσε; Κάποια γυναίκα; Όχι. Ένα αυτοκίνητο με σπασμένα τζάμια; Ναι αυτό. Και το οδηγούσε ο Κατσούλας (ο Κώστας χαμηλώνει το παράθυρο και φτύνει στην άσφαλτο) –τους είχε φωνάξει «ελάτε ρε, μπείτε μέσα, θα τους γαμήσουμε απόψε». Όχι, αυτό δεν θέλει να το θυμάται ο Κώστας. Κυρίως γιατί ήτανε πέντε οι άνθρωποι που άνοιξαν τις πόρτες και χώθηκαν στο ερειπωμένο αυτοκίνητο. Ο Γιαννάκης ο Απροσάρμοστος έσπασε το κάλυμμα του πορτ μπαγκάζ και βολεύτηκε διπλωμένος σαν χαλί Μπουχάρα. Οι τρεις τους στριμώχτηκαν στο πίσω κάθισμα και άφησαν τη θέση του συνοδηγού σ΄ εκείνη…
«Ξεκίνα ρε! Τι περιμένεις; Να σβήσει το πράσινο;» ο Κώστας κρέμεται από την κόρνα καθώς φωνάζει. Δεν θέλει να θυμάται –με το ζόρι πρόλαβε να περάσει το πορτοκαλί. Τα σταματημένα αυτοκίνητα τρέχουν ανάποδα στο πλάι του μέχρι να βρει θέση στο πεζοδρόμιο του ΚΑΤ.
Που είναι τα Επείγοντα; Που είναι ο Άρης; Του παίρνει κοντά στο δεκάλεπτο να εντοπίσει έναν μουσταρδί τοίχο, ξεφτισμένο από την αγωνία όσων περιμένουν. Πάνω του έχει καταρρεύσει η Μάχη, μια καμπουριασμένη γυναίκα με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια –που έμοιαζε παιδί πριν δυο μέρες. Την πλησιάζει διστακτικά κι αυτή μεταφέρει όση κατάρρευση της έχει απομείνει, στο στήθος του.
«Τι γίνεται; Τι νέα έχεις;»
Τα νέα είναι βιαστικές κουβέντες γιατρών. Εντάξει, πρέπει να περάσει το πρώτο εικοσιτετράωρο για να πουν με σιγουριά πως διέφυγε τον κίνδυνο. Στο πόδι του θα μπουν λάμες. Έχει βγάλει και την πλάτη του αλλά αυτό θα διορθωθεί με τον καιρό. Από μόνο του. Υπάρχει κάποιο κάταγμα στον εγκέφαλο, το δείχνουν μέχρι και οι ακτινογραφίες. Δεν είναι κάτι σοβαρό –αλλά θα δείξει. Τι θα δείξει; Δεν ξέρουν ακόμα, θα γίνει αξονική –να μην ανησυχείτε. Η Μάχη κλαίει και κλαίει και κλαίει.
«Έχει τις αισθήσεις του;»
«Όχι, από την ώρα που τον έφεραν είναι …»
«Θέλω να τον δω».
Η Μάχη του κρατάει το χέρι μέχρι το τζάμι της εντατικής. Λευκό, απαλό χέρι, παγωμένο –σε άλλες εποχές ο Κώστας θα ερεθιζόταν. Σε άλλες εποχές και με άλλη γυναίκα. Άλλωστε, όταν κολλάει τη μύτη του στο τζάμι δεν υπάρχει Μάχη. Μπορεί να είναι δίπλα του, μπορεί και να εξατμίστηκε –αλλά τώρα υπάρχει μόνο ο Άρης που ανασαίνει γαλήνια κάτω από το λευκό σεντόνι. Ανακατεμένα μαλλιά και κάποιοι επίδεσμοι μπερδεμένοι, το πόδι κρεμασμένο ψηλά. Ο Άρης είχε σακατέψει χιαστούς εδώ και χρόνια σ΄αυτό το πόδι. Είχε πρηστεί το γόνατό του από το υγρό, μαζί πήγαιναν στο νοσοκομείο για να του το τραβήξουν με βελόνες, ο Άρης ανασαίνει γαλήνια. Ανάσκελα. Και ακίνητος.
Κάθονται στον καναπέ, λίγα μέτρα μακριά από την εντατική. Ο Κώστας έχει φέρει καφέδες που αδειάζουν αχνίζοντας και κρουασάν που δεν αγγίζονται. Έχει μιλήσει ήδη με τη Μαρία –θα έρθει σύντομα. Ο Άρης δεν έχει πρόθυμους συγγενείς, οι γονείς της Μάχης έχουν φύγει για την επαρχία, τρέχουν να ξαναγυρίσουν.
«Θα χρειαστείς τίποτα;»
«Όχι, ευχαριστώ. Είσαι πολύ καλός που ήρθες τόσο γρήγορα, δεν ήταν ανάγκη να αναστατώσεις τη Μαρία. Θα τα καταφέρω μόνη μου».
«Καλά, άστο τώρα».
Το αφήνουν και οι δυο. Μοιάζει άβολο να συζητάς αυτά που κάποτε ήταν αυτονόητα, σα να ψάχνεις το καλό τραπεζομάντηλο σε σπίτι χωρίς στέγη.
«Γιατί ρε Κώστα; Τι πάθατε; Τι έγινε μεταξύ σας; Πρώτα ο καυγάς και μετά αυτό –τι συμβαίνει; Δεν το αντέχω άλλο».
Την παίρνει αγκαλιά για να αποφύγει τις απαντήσεις. Που δεν τις έχει κιόλας. Ο Άρης μεταφέρεται για εξετάσεις, τον βλέπουν να περνάει δίπλα τους, σπρωγμένος από έναν αξύριστο νοσοκόμο. Δεν ανοίγει τα μάτια. Ευτυχώς. Και δυστυχώς.
Στην επιστροφή για το γραφείο ο Κώστας νιώθει ακόμα το νοσοκομείο στα ρουθούνια του. Άφησε τη Μαρία με τη Μάχη, έκανε το χρέος του σαν … σαν τι; Ο Πέτρος το έμαθε άραγε; Και να το μάθαινε δεν θα πήγαινε. Δηλαδή, μπορεί να πήγαινε, αλλά δεν θα εμφανιζόταν. Ένα με τους μουσταρδί τοίχους θα ξεμονάχιαζε τους γιατρούς, αλλά αποκλειόταν να πλησιάσει περισσότερο. Ο Πέτρος ήταν πάντα λύκος. Θα περίμενε να απομακρυνθούν οι άνθρωποι, για λίγο, μια στιγμή του χρειαζόταν να κοιτάξει από το διαχωριστικό τζάμι και να ουρλιάξει κόντρα στα αντισηπτικά φώτα νέον.
Ο Κώστας χώθηκε στο πάρκινγκ της εταιρείας και στριμώχτηκε στην στενή, άδεια θέση δίπλα στην υδροροή. Με το ζόρι άνοιξε την πόρτα του, με προσοχή κιόλας, να μην γδάρει το χρώμα του αυτοκινήτου, πιέστηκε να ξεφρακάρει και βρέθηκε ανακούρκουδα να κλαίει. Ήσυχα, με χοντρά δάκρυα, από αυτά που λεκιάζουν το πουκάμισο γιατί είναι αλατισμένα σαν το νερό που στάζει από την υδροροή. Όταν δεν είχε άλλο απόθεμα, σηκώθηκε για να πάει στο γραφείο του.
Ο Γεωργίου βρισκόταν με το ραντάρ προσαρμοσμένο στην πόρτα του ασανσέρ. Τον περίμενε –αγωνιούσε να σπάσει τη ρουτίνα του με τη δυστυχία άλλων ανθρώπων. Ίσως και να χαιρόταν, σίγουρα χαιρόταν –μην το συζητάς. Γιατί υπάρχει αυτή η τάση –να πιστεύει ο κόσμος πως το μέγεθος της δυστυχίας είναι συγκεκριμένο. Όσο πέφτει δίπλα σου, τόσο πιο ήσυχος είσαι γιατί δεν πέφτει πάνω σου. Και χαρούμενος λοιπόν –μην το συζητάς.
«Τι έγινε; Τι έγινε;» ένα φαλακρό κεφάλι τινάζεται πάνω σε αόρατο ελατήριο.
«Άσε μας ρε Γεωργίου. Τίποτα δεν έγινε –κάνε δουλειά σου».
Ο Κώστας περιμένει πως του έκοψε τη φόρα, αλλά ο δαιμόνιος Γεωργίου διαθέτει φουλ του Ρήγα. Τουτέστιν …
«Α, καλά. Μην ξεχάσω… σε ψάχνει το αφεντικό. Να πας στο γραφείο του αμέσως όταν γυρίσεις. Είπε.» τονισμένο το τελευταίο, όπως πρέπει να τονίζεται κάθε καλό φουλ –με θριαμβευτική αδιαφορία.
Ο Κώστας αγχώνεται αλλά δεν θα του κάνει τη χάρη. Αρπάζει ένα τσιγάρο, τράκα από το πακέτο του διπλανού του και πέφτει με όση απόγνωση διαθέτει στην καρέκλα του. Ξερός, ξανθός καπνός από τη Βιρτζίνια γδέρνει κατεβαίνοντας και η οθόνη του υπολογιστή χάνει τη μαυρίλα τρεμοπαίζοντας συναρτήσεις. Σαν κάθε καπνιστή που προσπαθεί να το κόψει, τραβάει συνεχόμενες τζούρες –το τσιγάρο μαλακώνει στα δάχτυλά του και γίνεται ενοχλητικός αέρας που ελαφραίνει το κεφάλι. «Ζαλίστηκα ρε πούστη μου!»
Ο Κώστας προσπαθεί να κάνει μια αναδρομή στα τελευταία εργασιακά του λάθη –πρέπει να έχει έτοιμες δικαιολογίες για το αφεντικό –μόνο που δεν του έρχεται τίποτα στο μυαλό. Πρότζεκτ που έχουν καθυστερήσει ίσως; Κακοτυπωμένα σχεδιαγράμματα; Δε γαμιέται –σε λίγο θα ξέρει.
Σβήνει το τσιγάρο στο πρώτο εύκαιρο τασάκι –αφού έχει καπνίσει και το μισό φίλτρο. Η ζαλάδα έχει τροποποιηθεί σε αναγούλα καθώς περιμένει το ασανσέρ για τον 5ο όροφο. Πυραμίδες του Μάσλοου κι αρχίδια μάντολες! Το αφεντικό διαθέτει γραφειάρα απομονωμένη, με γραμματέα απέξω και αίθουσα συσκέψεων με μίνι μπαρ. Κι επειδή είναι ο ιδιοκτήτης αφεντικός –όχι κανένας χαρτογιακάς διευθύνων σύμβουλος, δεν υπάρχει πιθανότητα να αποκτήσει άλλος γραφείο στα ψηλά πατώματα. Κατάλαβες Μάσλοου –μαλάκα φανξιοναλιστή;
Ο Κώστας περιμένει στον μαλακό βελούδινο καναπέ και έχει να κατανικήσει τη νύστα που κουβαλάει η ύπουλη θαλπωρή. Όταν φτάνει η ώρα του να μπει στο μεγάλο γραφείο, ντρέπεται να αστειευτεί με τη γραμματέα –είναι σίγουρος πως το χνώτο του μυρίζει ύπνο -ή φόβο, που είναι ακόμα χειρότερο.
Αντρέας Γεωργιάδης, ετών πενηνταφεύγα, χοντρός, μετρίου ύψους, παντρεμένος με την Καλλιόπη Βάρδα (της γνωστής οικογενείας), πατέρας δυο παιδιών και εραστής της εκάστοτε γραμματέως του. Ενίοτε και άλλων υπαλλήλων. Κοιτάζει τον Κώστα με ψεύτικη κατανόηση «προς τι οι πληθυντικοί αγαπητέ; Όλοι συνεργάτες είμαστε σε αυτή την εταιρεία –το κοινό καλό υπεράνω όλων!».
«Καλημέρα Αντρέα».
«Καλημέρα Κώστα μου. Κάθισε, καιρό είχαμε να τα πούμε βρε παιδί!»
Κάθεται.
«Μα τι έμαθα; Τράκαρε ο φίλος σου; Αυτός που δούλευε στο περιοδικό δεν ήταν; Τι λες βρε παιδί! Είναι σοβαρά; Ε, καλά μην ανησυχείς –όλα ξεπερνιούνται. Ανθρώπινα είναι αυτά –και οι ατυχίες…».
Ο Κώστας ευγνωμονεί τον κ. Γεωργιάδη που έκανε όλη την εισαγωγική κουβέντα μόνος του. Και απολαμβάνει τη συναινετική σιωπή του.
«Λοιπόν Κώστα μου, για άλλο σε φώναξα. Εσύ είσαι χρόνια στην εταιρεία –μας ξέρεις από μέσα.. Τι μας ξέρεις δηλαδή –τα ξέρεις θέλω να πω. Εδώ είσαι, μαζί μας ζεις. Ναι.»
Ο χοντρός Γεωργιάδης σημειώνει κάτι στο λευκό χαρτί –προφανώς ένα σταυρό ή μια αγκύλη, έτσι για να δώσει βάρος στην κουβέντα.
«Λοιπόν Κώστα μου, αφού τα ξέρεις δεν χρειάζεται να σου πω ότι η εταιρεία θα πρέπει συνεχώς να εξελίσσεται –προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστική. Η κορυφή, Κώστα μου, είναι στενή και χωράει μόνο έναν. Μόνο έναν.»
Κι άλλο σχεδιάκι στο λευκό χαρτί –αυτό μάλλον είναι τετράγωνο, μπορεί και κύβος. Ο Κώστας υπομένει την πολυλογία χωρίς να βγάζει συμπέρασμα. Ξέρει πως είναι ακόμα νωρίς –ο Γεωργιάδης έχει συνήθειο την απεραντολογία. Άσε που δεν βγαίνει άκρη από τους σχοινοτενείς προλόγους του –η κορυφή που είναι στενή, λέει. Ποια κορυφή; Η εταιρεία ανήκει στις μεσαίες του χώρου -η κορυφή είναι απομακρυσμένη σαν την Αυστραλία και πολυεθνική σαν συνεδρίαση της G8.
«Σκεφτήκαμε λοιπόν πως πρέπει να κινηθούμε επιθετικά. Επιθετικά Κώστα μου. Να βγούμε έξω, να χτυπήσουμε στην καρδιά της αγοράς, να πιάσουμε τους άλλους απροετοίμαστους. Αλλά πως θα γίνει αυτό; Οι ερευνητικές ομάδες που διαθέτουμε πλαισιώνονται από φοιτητάκια –τα ξέρεις αυτά, έτσι Κώστα μου; Πώς να μην τα ξέρεις –κι εσύ έτσι ξεκίνησες για να φτάσεις εδώ που έφτασες και γι΄αυτό μιλάω μαζί σου τώρα. Γιατί είσαι αυτοδημιούργητος. Αυτοδημιούργητος».
Ο Κώστας αρχίζει να καταλαβαίνει και δεν του αρέσει καθόλου αυτό. Για την ώρα απλά κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι μπροστά στο μεγάλο αφεντικό.
«Γι’ αυτό ήθελα να συζητήσω μαζί σου και μόνο μαζί σου, επειδή σε εκτιμώ. Και επειδή σε εκτιμώ σου προσφέρω την ευκαιρία να ηγηθείς εσύ της νέας επιθετικής μας πολιτικής. Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις. Γιατί να μην τα καταφέρεις; Έμπειρος είσαι, επιστήμονας καταρτισμένος είσαι, δυναμικός είσαι, τι σου λείπει; Τι σου λείπει;»
Τι του λείπει αλήθεια; Ένα πιστόλι να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα; Ένας φούρνος υγραερίου; Ο Κώστας θα πρέπει να μιλήσει –δεν γίνεται να παριστάνει άλλο το διακοσμητικό αυτοκινήτου.
«Εννοείτε …», σκατά ξεκίνησε και τρώει την άμεση διακοπή …
«Ε, όχι και εννοούμε Κώστα μου! Προς τι οι πληθυντικοί αγαπητέ; Όλοι συνεργάτες είμαστε σε αυτή την εταιρεία –το κοινό καλό υπεράνω όλων!».
«Ναι, εντάξει … εννοείς λοιπόν να βγω στο δρόμο για να κάνω μετρήσεις και αναλύσεις αγοράς;»
«Ε, όχι βέβαια βρε παιδί μου! Εσύ θα τις κάνεις τις μετρήσεις; Εσύ θα προΐστασαι! Θα κατευθύνεις, θα οργανώνεις! Θα δώσεις νέα πνοή στην ομάδα, νέο κύρος. Κύρος».
Μάλιστα. Με απλά λόγια θα βρεθεί επικεφαλής συνεργείου μετρήσεων. Αξιοζήλευτη θέση, συνήθως την παίρνουν οι πιτσιρικάδες πτυχιούχοι με μηδενική προϋπηρεσία. Στην ιεραρχική κλίμακα της εταιρείας, η συγκεκριμένη θέση είναι λίγο πιο κάτω από τους κλητήρες, αλλά φυσικά, πολύ πιο ψηλά από τις καθαρίστριες. Κάτι είναι κι αυτό!
«Μπορώ να ρωτήσω κάτι Αντρέα; Γιατί αυτό; Δεν είσαστε ευχαριστημένοι από τη δουλειά μου; Δεν πηγαίνει καλά το τμήμα μου;»
Ο χοντρός σηκώνεται από την πολυθρόνα. Χόντρυνε πάνω από πέντε κιλά, σε σχέση με την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί. Ήταν ο χορός της εταιρείας κι ο Κώστας ένιωθε κολακευμένος όταν εντόπισε τα μάτια του χοντρού που αλληθώριζαν προσπαθώντας να διακρίνουν αν η Μαρία φορούσε σουτιέν.
«Μα τι λες τώρα αγαπητέ! Εμείς στηριζόμαστε σε σένα, υπολογίζουμε! Υπολογίζουμε».
Η κουβέντα δεν οδηγεί πουθενά πλέον. Η απόφαση υποβιβασμού έχει στρογγυλοκαθίσει δίπλα στον Κώστα και θα την κουβαλήσει μαζί του μέχρι το γραφείο του. Που πρέπει να το αδειάσει μέχρι το τέλος της εβδομάδας, «ε, καλά, έχεις χρόνο αγαπητέ –δεν βιαζόμαστε». Το μόνο καλό είναι η άδεια που εξασφαλίζει για την υπόλοιπη μέρα, «ανθρώπινο είναι αγαπητέ μου, πήγαινε να δεις τον φίλο σου, δεν υπάρχει λόγος να κάθεσαι, είμαστε πρώτα συνεργάτες και φίλοι, πρώτα απ΄όλα Κώστα μου».
Έτσι σέρνει τον υποβιβασμό που βαραίνει τις σόλες των παπουτσιών του σαν μαγνήτης –και οι σόλες δεν λένε να ξεκολλήσουν από την παχιά μοκέτα. «Φίλε την πουτσίσαμε και δεν έχουμε σε ποιον να το πούμε κιόλας».
Στο δρόμο για το σπίτι ακούει μια μουσική μονότονη που διακόπτεται από διαφημίσεις. Βαριέται να αλλάξει το σταθμό, έχει να σκεφτεί πως η καινούργια θέση προφανώς περιλαμβάνει και μείωση αποδοχών. Μήπως προσπαθούσαν να τον ωθήσουν σε παραίτηση; Σιγά μην τους έκανε τη χάρη –αν ήθελαν ας τον έδιωχναν μόνοι τους, θα άρπαζε βαρβάτη αποζημίωση. Αλλά γιατί –αυτό δεν μπορούσε να καταλάβει. Γιατί έτσι ξαφνικά; Τι είχε μεσολαβήσει; Ο Κώστας αποφάσισε να μην ασχοληθεί περισσότερο. Όσο κι αν σκεφτόταν –έπεφτε σε κενό, δεν υπήρχε κανένας λόγος να τον υποβαθμίσουν και δεν φαινόταν από πουθενά πως είχε πέσει σε δυσμένεια. Θα μου πεις -μπορεί να ήθελαν κάποιον άλλο στη θέση του, κάποια γκομενίτσα που γούσταρε να πηδήξει το αφεντικό –ίσως. Αλλά και πάλι, η θέση του ήταν ψυγείο -πολύ δουλειά, λίγα λεφτά, μηδέν αποτέλεσμα. Ποιος θα ζήλευε τέτοια θέση; Μήπως ξήλωναν το τμήμα του; Αποκλείεται –με τα πρότζεκτς που έτρεχαν, είχε δουλειά για όλη την επόμενη τριετία. Άκρη δεν έβγαζε ο Κώστας –όχι γιατί ήταν ηλίθιος αλλά επειδή του έλειπαν στοιχεία. Αν, για παράδειγμα, έστηνε αυτί έξω από τη δρύινη πόρτα του αφεντικού, αν η γραμματέας του το επέτρεπε κι αν ακουγόταν τίποτα –πίσω από το παχύ ξύλο, μόνο σε αυτή την απίθανη περίπτωση ο Κώστας θα μάθαινε για το τηλεφώνημα που έκανε ο Γεωργιάδης, αμέσως μόλις έμεινε μόνος.
«Ναι, γειά σας εγώ είμαι… Μια χαρά, εσείς τι κάνετε; … Πάντα καλά. Πήρα να σας ενημερώσω οτι έγινε όπως ακριβώς συμφωνήσαμε …. Ναι … Μόλις τώρα έφυγε … Αστεία πράγματα αγαπητέ μου! … Ναι, ακριβώς, μην το συζητάτε. Άλλωστε εμείς είμαστε συνεργάτες –το κοινό καλό υπεράνω όλων! … Ακριβώς… Θα τα πούμε σύντομα, αντίο σας… Ναι κι εγώ χάρηκα».
Αυτά θα άκουγε ο Κώστας πίσω από την πόρτα, στην απίθανη περίπτωση που λέγαμε. Αν όμως μπορούσε να υποκλέψει ολόκληρη τη συνομιλία, στην εξωφρενική δηλαδή περίπτωση όπου θα είχε τη δυνατότητα να ακούσει τον συνομιλητή του Γεωργιάδη, στην άλλη άκρη του σύρματος, θα έφτυνε ενστικτωδώς στο πλησιέστερο πάτωμα.. Αλλά ο Κώστας δεν τα άκουσε όλα αυτά, οπότε άφησε τις απορίες του για αργότερα και έψαξε κανένα σταθμό της προκοπής στο ραδιόφωνο. Μέχρι να φτάσει σπίτι.
Είναι χάλια να βρίσκεσαι σπίτι τις εργάσιμες ώρες μιας εργάσιμης μέρας. Ο Κώστας το ανακάλυψε στις φρικιαστικές εκπομπές της τηλεόρασης και στα τηλεφωνήματα από δεκάδες πλασιέ τραπεζικών διευκολύνσεων. Μεσημεριανή φυλακή –απορούσε πως την έβγαζαν οι νοικοκυρές. Υπήρχαν ακόμα νοικοκυρές άραγε; Η μάνα του ήταν νοικοκυρά, αλλά αυτό γινόταν παλιά –την εποχή που η απέναντι πολυκατοικία ήταν περιβόλι με λεμονιές. Αν υπήρχαν ακόμα νοικοκυρές πάντως, θα έπρεπε να ξενοπηδιούνται ανελέητα. Τι σκατά να κάνεις μόνος σου; Θυμήθηκε κάτι χαζοσκετσάκια του Χάρυ Κλυν «εσείς, πόσους λούτσους φάγατε σήμερα;», «δύο», «δύο; μα δεν είναι αρκετοί!», «και πόσους έπρεπε να φάω παιδαρά μου;», «τουλάχιστον πέντε», «πέντε; ουάου!» και ο Χάρυ Κλυν –νοικοκυρά τραβούσε μέσα τον Χάρυ Κλυν –ερευνητή, ενώ στην οθόνη εμφανιζόταν το σλόγκαν «Επιτροπή για τη Διάδοση του Λούτσου στη Λεκάνη της Μεσογείου». Τι μαλακίες έλεγε κι αυτός ο Χάρυ! Γι΄αυτό, ίσως, βλέπαμε μια νυμφομανή κάτω από τα μπικουτί της κάθε νοικοκυράς. Άντε ρε μαλάκα Χάρυ!
Ο Κώστας άνοιξε το παράθυρο, να αλλάξει ο αέρας. Γιατί το σπίτι μύριζε χτεσινό φαγητό ανακατεμένο με ανθρώπινο ύπνο. Και τα μαλλιά της Μαρίας μύριζαν φαγητό, πολλά βράδια που κοιμόταν κολλημένη πάνω του. Η Μαρία κρύωνε. Το χειμώνα, το φθινόπωρο, την άνοιξη –ακόμα και τις πρώτες νύχτες του καλοκαιριού κρύωνε. Γι΄αυτό κόλλαγε πάνω του στο κρεβάτι –για θερμαντικούς λόγους. Ο Κώστας είχε μάθει να μην το μπερδεύει με τις σεξουαλικές διαθέσεις της –αυτές έρχονταν μόνο από αναγκαιότητα, μια φορά το μήνα (σε Κανονικές Συνθήκες). Και οι δικές του σεξουαλικές ορέξεις; Άνευ σημασίας. Όχι ότι δεν είχε –απλά δεν υπολογίζονταν. Άσε που εδώ και χρόνια δεν υπήρχε τίποτα ερεθιστικό στη Μαρία. Γι΄αυτόν τουλάχιστον. Και ήταν σίγουρος πως τα ίδια ίσχυαν από την πλευρά της. Σεξ; Θα αστειεύεστε βέβαια! Πείτε το καλύτερα «συντροφική μαλακία». Σε βοηθάω να τελειώσεις με βοηθάς να εκτονωθώ. Τόσο μόνο.
Ο γιός του μπούκαρε στο σπίτι με τον συνηθισμένο θόρυβο. Φερμουάρ από μπουφάν σύρθηκαν πάνω στο γυάλινο τραπέζι, την ώρα που η τσάντα έσκαγε στο πάτωμα –τον καναπέ σημάδευε ο τσόγλανος αλλά αστόχησε πάλι.
«Α, τσα; Τι κάνεις εδώ μεγάλε; Βγήκες στη σύνταξη και δε μας τόπες;» ο πιτσιρικάς ένιωθε εμφανώς έκπληξη –δεν θυμόταν να έχει ξαναπετύχει τον πατέρα του στο σπίτι τόσο νωρίς.
Ο Κώστας γέλασε συγκαταβατικά και είπε στο παιδί τη μισή ιστορία –αυτή που αφορούσε το τρακάρισμα του Άρη. Φρόντισε μάλιστα να υποβαθμίσει το γεγονός, δεν χρειαζόταν να τρομάξει ο μικρός. Ταυτόχρονα ένιωθε μαλάκας γονιός –από αυτούς που αποφασίζουν να προφυλάξουν τα παιδιά τους σε ενυδρείο. Ο μικρός ζέσταινε φαγητό στα μικροκύματα, ακούγοντας την κουτσουρεμένη ιστορία. Ήταν μια από τις σπάνιες φορές που ο πατέρας θα έτρωγε μαζί με τον γιό του. Μέχρι και σαλάτα έκοψαν για να τιμήσουν το γεγονός. Μετά επιτέθηκαν σε ένα χάρτινο κοτόπουλο.
«Η μαμά θα αργήσει δηλαδή;»
«Δεν έχω μιλήσει ακόμα μαζί της Δημήτρη. Ελπίζω πως θα έρθουν σύντομα οι γονείς της Μάχης –οπότε θα γυρίσει και η μαμά».
«Α, καλά. Ρε Κώστα για πες μου –τρέχει κάτι;»
Ο μικρός σπάνια τον έλεγε «πατέρα» -η προσφώνηση υπήρχε μόνο σαν επισήμανση πλέον. «Είσαι πατέρας, άρα υποχρεούσαι να …». Κι ο Κώστας έτσι το ήθελε δηλαδή. Δεν του άρεσαν οι εξουσιαστικές σχέσεις –να τον αντιμετωπίζει ο μικρός σαν ισότιμο, να του μιλάει και όχι να κρύβεται, αυτό προσπαθούσε. Εντάξει, αυτά δεν γίνονται γιατί στα παιδιά αρέσουν οι σαφείς ρόλοι με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά –αλλά ο Κώστας άφηνε τον γιό του να οριοθετήσει την κατάσταση. Αυτός ήταν απλά εκεί, πατέρας στην αρχή, Κώστας μετά και (έλπιζε) κωλόγερος αργότερα.
«Γιατί ρωτάς Δημήτρη;»
«Ξέρω ‘γω. Σε βλέπω κάπως με τη μαμά από τότε που γυρίσατε από το γάμο. Παίχτηκε τίποτα που το ‘χασα;»
«Όχι κάτι σοβαρό. Απλά καυγαδίσαμε λίγο με τον Άρη και τον Πέτρο. Βλακείες τώρα –μη δίνεις σημασία».
«Μόνο αυτό είναι;»
«Ε, τι άλλο;»
«Ξέρω ‘γω … η μαμά έκλαιγε χτες βράδυ».
Πότε; Κι αυτός πως δεν το είδε; Γιατί χτες βράδυ χάζευε τα αθλητικά στο συνδρομητικό –γι’ αυτό. Αναστατώθηκε, αλλά δεν ήξερε αν ήταν επειδή έκλαιγε η Μαρία ή επειδή την είδε το παιδί.
«Μην ανησυχείς», προσπάθησε να ακουστεί καθησυχαστικός.
«Μωρέ χέστηκα. Απλά, αν είναι να χωρίσετε κανονίστε να μην έχω μετακομίσεις».
Ο Κώστας ήξερε πως ο μικρός το έπαιζε σκληρός. Ή νόμιζε πως ήξερε. Αλλά πως του είχε έρθει η ιδέα;
«Όχι ρε παιδί μου –πως σου μπήκε η ιδέα ότι θα χωρίσουμε;»
«Καλά τώρα! Αφού σχεδόν δε μιλάτε μεταξύ σας. Πολύ θέλει;»
«Τα παραλές. Εντάξει, δεν είμαστε και μέσα στις γλύκες αλλά έτσι γίνεται με τα παντρεμένα ζευγάρια. Εσύ δηλαδή -δεν έρχονται στιγμές που δεν έχεις τι να πεις με τη Δανάη;»
Η Δανάη ήταν η φιλενάδα του μικρού, εδώ και τρία χρόνια –από την Πρώτη Γυμνασίου. Καλή κοπελίτσα, έξυπνη, αστεία μερικές φορές. Οι γονείς της ήταν κάπως μαλάκες αλλά τα παιδιά περνούσαν καλά.
Ο Δημήτρης γέλασε, λιώνοντας μια πατάτα. «Α όχι –μην το λες. Με τη Δανάη δεν υπάρχουν τέτοιες στιγμές γιατί δεν έχουμε κάνει σεξ ακόμα».
Κι ο Κώστας γέλασε. Μεγάλη κουβέντα είπε ο μικρός, αλλά δεν είχε όρεξη να αναλύσουν περισσότερο το ζήτημα. Γιατί όσο κι αν το πάλευε να υποβαθμίσει τους ρόλους –άλλο τόσο ντρεπόταν να μιλάει για σεξουαλικά θέματα με τον μικρό.
«Τέλος πάντων –έρχονται τέτοιες στιγμές στα ζευγάρια. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χωρίζουν κιόλας. Με τη μαμά σου είμαστε καλά. Τόσο χρόνια μαζί –έχουμε συνηθίσει».
Η Μαρία ήταν πάντα «μαμά» για τον Δημήτρη. Δεν υπήρχαν προβλήματα ρόλων και εξουσιαστικών δομών στην περίπτωσή της. Και όσες φορές της είχε κάνει κουβέντα ο Κώστας –άκρη δεν βγήκε. Η Μαρία είχε να ταΐσει, να ντύσει, να μεγαλώσει ένα παιδί –ο Κώστας μπορούσε να ασχοληθεί με τις κουλτουριάρικες αλχημείες του όσο δεν εμπόδιζε τον προγραμματισμό της. Σε ένα πράγμα συμφωνούσαν απόλυτα –ο καθένας αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα «κατάντιας της γενιάς τους» για τον άλλο. Μια ευτυχισμένη σχέση που έφτιαξε μια ευτυχισμένη οικογένεια που ζούσε σε ένα ευτυχισμένο σπίτι (και η Siouxsie να βγάζει γλώσσα αλληθωρίζοντας).
«Ρε πατέρα να σε ρωτήσω κάτι;»
Ο μικρός έβαζε τον «γραφικό φιλαράκο» στο κουτί γιατί χρειαζόταν τη θαλπωρή του ρόλου.
«Για πες μου, γιατί είμαι μπερδεμένος -όταν τελειώσω το Λύκειο θα έχετε φράγκα να σπουδάσω σε καμιά Αγγλία, Γερμανία, ξέρω ΄γω; Γιατί δεν βλέπω να τα καταφέρνω εδώ –όσο περνάνε οι τάξεις τόσο πέφτουν οι βαθμοί.»
«Κι εσύ θέλεις να σπουδάσεις έτσι;»
«Ε, καλά –ναι βέβαια. Όλοι οι φίλοι μου θα σπουδάσουν έξω. Το έχουμε κανονισμένο από τώρα».
«Και τι θέλεις να σπουδάσεις;»
«Λέω μανατζμέντ. Μπορεί και λοτζίστικς».
«Γιατί;»
«Τι γιατί ρε πατέρα; Τι να σπουδάσω δηλαδή; Τέτοιες σχολές παίζουν στις καλές τις πόλεις».
Σε Κανονικές Συνθήκες ο Κώστας είναι ήρεμος. Συγκρατημένος. Σε Κανονικές Συνθήκες ο Κώστας εξηγεί στον Δημήτρη μέχρι εξαντλήσεως. Μιλάει, εφευρίσκει και επιχειρηματολογεί. Σε Κανονικές Συνθήκες. Αλλά όχι σήμερα.
«Κοίτα να δεις αγόρι μου –αν θες να σπουδάσεις κάτσε να διαβάσεις και πέρνα σε καμιά σχολή. Αν δεν θέλεις να σπουδάσεις, βρες κάτι άλλο να κάνεις στη ζωή σου. Μόνο για μαλάκες μην ψάχνεις. Γιατί μαλάκες θα ήμασταν, εγώ και η μάνα σου, να πληρώνουμε το τουριστιλίκι σου, από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο στην Ευρώπη. Κατανοητό;»
Ο μικρός θα έπρεπε να μαζευτεί γιατί ο πατέρας του σήμερα είναι ασυνήθιστος. Θα έπρεπε να καταλάβει από τον τόνο της φωνής και από το γεγονός πως ο πατέρας του δεν βρίζει ποτέ. Αλλά είναι μικρός, οπότε απαντάει …
«Δηλαδή μου λες πως επειδή είσαστε μυστήριοι θα μου κόψετε το μέλλον; Επειδή δηλαδή δεν θέλω να δώσω στις κωλοσχολές της Ελλάδας; Πως την είδατε τη δουλειά; Να γίνω οικοδόμος επειδή εσείς τσιγκουνεύεστε;»
Σε Κανονικές Συνθήκες …
«Ρε δεν πας να γαμηθείς κωλόπαιδο; Που τα έμαθες αυτά τα πουστριλίκια; Του κόβουμε το μέλλον του παιδιού! Ρε τι μας λες; Άκου να δεις Δημητράκη –κοίτα να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει γιατί εγώ δε θέλω σκατόφλωρους εδώ μέσα! Ξηγηθήκαμε;»
Αλλά σήμερα δεν είναι Κανονικές οι Συνθήκες. Γι’ αυτό ο Κώστας κλωτσάει την πόρτα πίσω του καθώς περιμένει το ασανσέρ. Και φεύγει με το πολυμορφικό χωρίς να ελέγξει τον δρόμο –από καθαρή κωλοφαρδία δεν τρακάρει. Όσο οδηγεί, έχει βάλει ένα CD με επιλογές από την μαλακισμένη δεκαετία και το CD παίζει στο τέρμα –ο Κώστας πιάνει τον εαυτό του να φωνάζει για το «Alternative Ulster» -χρόνια είχε να του συμβεί. Πολλά.
Το CD ήταν δωράκι από τον Πέτρο, τότε που μετέτρεπε τα βινύλια του σε ψηφιακά δισκάκια –για να μπορούν ν’ ακούνε μουσική στο αυτοκίνητο. «Jet boy, jet girl» έφτασε χωρίς να το καταλάβει, πριν το σκεφτεί χωρίς να το προετοιμάσει ο Πέτρος. Καβάλησε το πεζοδρόμιο με το πολυμορφικό –τρία μέτρα πριν το φτερό της μοτοσικλέτας. Κώλος είχε γίνει η μοτοσικλέτα. Το ντεπόζιτο σπασμένο κι από τις δυο πλευρές, μπροστινό φτερό δεν υπήρχε (έλιωσαν τα φτερά μας στην άσφαλτο) και η ζάντα είχε στραβώσει. Αυτά με την πρώτη ματιά.
Ο Κώστας περπάτησε μέχρι το περίπτερο στην άλλη άκρη του πεζοδρομίου.
«Ένα Players special –άφιλτρο», χρειαζόταν.
Ο περιπτεράς μέτραγε τα ρέστα όταν τον ρώτησε για το ατύχημα ο Κώστας.
«Ναι, εδώ ήμουν το πρωί –την ώρα που έγινε. Την χτύπησε γερά τη μηχανή, το φορτηγάκι. Γλίτωσε άραγε ο μηχανάκιας;»
«Και το φορτηγάκι που είναι τώρα;»
«Που θες να είναι; Έφυγε. Την κοπάνησε από την αρχή δηλαδή –ούτε που σταμάτησε να δει τι έκανε. Έστριψε εδώ δίπλα και εξαφανίστηκε ο κερατάς!»
Έτσι ήταν από πάντα. Το κοπάδι με τα βόδια περνούσε πάνω από τον πεσμένο και μετά χανόταν στη σκόνη. Σαν τα παλιά γουέστερν. Κοπάδια με ΜΑΤατζήδες, κοπάδια με κομματικούς, κοπάδια με περαστικούς –τώρα και κοπάδια σε τέσσερεις ρόδες, βόδια μηχανοκίνητα.
«Ε, κύριος … τα ρέστα σου!»
Ο Κώστας άναψε το σφιχτό τσιγάρο δίπλα στη μοτοσικλέτα. Ένα γάντι είχε σκαλώσει κάτω από το στραβωμένο τιμόνι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φρίκη από το στραβωμένο τιμόνι μιας μοτοσικλέτας –σαν κέρατο ελαφιού που το χαζεύεις από αφύσικη γωνία μοιάζει. Ο Κώστας τράβηξε το γάντι -από το σκίσιμό του κύλησε ένα κομμάτι μέταλλο. Ο Κώστας φρέναρε το μέταλλο κάτω από τη σόλα του παπουτσιού του γιατί καιροφυλακτούσε ο υπόνομος στα δέκα βήματα.
Το σήκωσε κι αυτό στριφογύρισε στην παλάμη του. Η εσωτερική πλευρά ήταν χαραγμένη «100 φορές και θα είναι λίγες» έλεγε η μικροσκοπική καλλιγραφία. Ήταν η απάντηση -ο Πέτρος ήξερε και την ερώτηση. Βλέπεις, η βέρα που φορούσε η Μάχη στο δάχτυλό της είχε χαραγμένο από κάτω: «θα με παντρευτείς;» Ο Κώστας έβαλε τη βέρα στη μέσα τσέπη του σακακιού του, αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Πέταξε το τσιγάρο στον υπόνομο και φόρεσε προσεκτικά τη βέρα στο δικό του δάχτυλο.
Κάποιοι λένε πως πρέπει να φοράς τα μέταλλα των πεθαμένων σου συντρόφων, για να τους θυμάσαι –δεν είναι έτσι. Φοράς τα μέταλλα των χαμένων σου συντρόφων, μέχρι να τους βρεις και να τους τα δώσεις πίσω. Όποτε κι αν γίνει αυτό.
Το «Cool under heat» ακουγόταν στην ανοιχτή πόρτα του πολυμορφικού.
(Συνεχίζεται, όσο αντέχεται)
Έμφυλη βία
-
*Λίλια Τσούβα, Γοβάκια από Πάγο, εκδ. Κουκίδα, 2024*
Μια στρίγγλα, κακομίλητη και κυριαρχική – μια κανονική μέγαιρα. Είναι η
εικόνα που κάθε φορά ανα...
Πριν από 1 εβδομάδα
34 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
To be continued???? Καλά, μου φαίνεται θα βγει κάτι σαν τον Οδυσσέα του Τζόις, μου τον θύμισε σήμερα με το ποστ του ο Godot. Τι να πω, καλή δύναμη...
Χτύπα ρε να δούμε τι θα καταλάβεις!
Δεν πρόλαβα το πρώτο σχόλιο @$Θ%#%^!
re mb γ^%$$%^^ το κ%$#$%^ μου τελείωνέ το το ρημάδι έχει αγωνία.
Υ.Γ. Αν σου πω ότι έχω γιορτή / γενέθλια / επέτειο / έχω καμια ελπίδα ??
Υ.Γ. Σε διαβάζω μόνο ως συγγραφέα, ως άνθρωπο ... απαξιώ !
Εχω την εντύπωση πως δεν θα τελιωσει ουτε στο 5ο μερος.
Αυτο δεν ειναι κακο βεβαια. Διαβάζεται εύκολα και εχει πολυ ενδιαφέρον.
Περιμένω τα επομενα.
Καλησπέρες πολλές και καλές. Σου κάνει καλό το καπέλο στο φως:))
Γράφεις όμορφα Mboy.
φιλιά.
Βρήκα τον εαυτό μου εδώ μέσα. Είμαι από τους μαλάκες που του δώσαν μια θέση με σημαντικά αυξημένες ευθύνες οι οποίες συνοδεύτηκαν απο μια δυσανάλογα μικρή αύξηση. Α, και χωρίς γραφείο με παραβάν. Ας πρόσεχα. Γαμ@%@#*&^#
Αν δεν το έχεις τελειώσει μέχρι την επόμενη φορά που θα βρεθούμε θα πέσει ξύλο!
«Φίλε την πουτσίσαμε και δεν έχουμε σε ποιον να το πούμε κιόλας». αυτό είναι μεγάλη ήττα όντως...κατά τα άλλα ταίδια να ξαναλέω; άντε για να δούμε τι θα δούμε...
Παρα πολυ καλο ποστ.
Οπως παντα.
ΥΓ: εχω βαρεθει να στο λεω φιλε μου.
ζερο.
Θα θελα να σου κάνω περίπου 200 παρατηρήσεις αλλά καθώς το τελειώνεις μένεις αχόρταγα πια να περιμένεις τη συνέχεια!
Μη κάνεις τη μαλακία να το τελειώσεις!
Είναι η ευκαιρία σου αυτή. Ξεκίνα και χώσε ότι έχεις. Δεν είναι μόνο ο συναισθηματικός εθισμός που προκαλείς αλλά και ότι αρχίζεις να γράφεις πιο "εύκολα", αφήνεσαι και "τρέχει" μονάχο του τώρα...
Σφίχτηκε το στομάχι μου ώσπου να το τελειώσω..σα να ζούσα εγώ τις σκηνές.
Με απασχολεί ποιό θα μπορούσε να είναι το τέλος, για συνέχισέ το να δούμε τί θα δούμε! Καλημέρα!
numb ε όχι και σαν τον Οδυσσέα! Μάλλον σαν το "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" του Προυστ θα γίνει -ξέρεις, επιγραμματικό και λακωνικό.
sorry χάνεις τη φόρμα σου ρε! Στις συναντήσεις δεν σε βλέπουμε, σου παίρνει το πρώτο σχόλιο το κάθε χθεσινό παιδαρέλι (βλέπε numb) -σε λίγο θα γράφεις και ιστορίες με χαρούμενο τέλος. Για ανασυντάξου!
kiss (μου αρέσει άπειρα το καινούργιο σου id), αν μου πεις οτι τα έχεις όλα αυτά -να σου στείλω λουλούδια. Αν κιόλας τα έχεις όλα την ίδια μέρα να σου στείλω και μια συκωταριά -να την τσακίσετε στην υγειά μου. Πως να το τελείωσω ρε καλό μου αφού δεν ξέρω το τέλος; Άσε που δεν μπορώ να σε διαγράψω τώρα και μου πέφτει το ηθικό. Έλα ρε να σε βάλω πάλι και στη μέρα πάνω σε πετάω έξω. Ε; Έλα καλό μου -που μέχρι και συγγραφέα με είπες και το κατάπια αμάσητο!
lex, για να σου πω την καθαρή αλήθεια ξέρω πως πάει το 5ο και το 6ο. Από εκεί και πέρα -το απόλυτο κενό. Ρε θα τους βάλω μια νταλίκα να τους πλακώνει όλους να ξεμπερδεύουμε μου φαίνεται.
mario μου -καλημέρα. Μου λείπεις και δεν προλαβαίνω ούτε ν' ανοίξω τα ποστ σου. Να βρεθούμε ρε γαμώτο, όταν ηρεμήσουμε λίγο.
σέξπυρ αφού το ξέρεις ρε. Στην ίδια κατηγορία παίζουμε. Εντάξει, εγώ έχω δικό μου γραφείο -αλλά η Β΄Εθνική είναι πάντα Β΄Εθνική.
Ρε Στομάχη, μην ανησυχείς. Θα το έχω τελείωσει αν είναι να έρθεις μέσα στο 2010. Μη βαράς ρε!
bitch, όντως και το δεύτερο κομμάτι της πρότασης είναι η μεγάλη ήττα -το πρώτο είναι συνηθισμένο. Βέβαια, τι να σου τα λέω; Ξέρεις εσύ καλύτερα κι από μένα ίσως.
zero, εγώ πάντως δεν έχω βαρεθεί να σε βλέπω. Οπότε -να λες ότι γουστάρεις αρκεί να βλέπω οτι το λες.
druuna τις 200 παρατηρήσεις θα τις ήθελα κι εγώ. Κάθε κείμενο είναι η ευκαιρία μας -αλλιώς θα ήταν απλά ευκαιριακό. Έχεις δίκιο πάντως -βγαίνει μόνο του πλέον, ενώ στην αρχή με γκάστρωσε (έτσι ακριβώς). Ρε συ, ακόμα περιμένω λεπτομέρειες για τον Ντάνη- για λέγε, για λέγε.
ampot ευχαριστώ, γιατί ποτέ δεν είμαι σε θέση να διακρίνω αν το κείμενο είναι όντως ζωντανό.
Άσωτε, έχω μεγαλώσει και με έναν Ξανθόπουλο, έναν Καϊλα, μια Μάρθα -δεν κρύβονται οι καταβολές. Άντε ρε ανέβα και θα τα πούμε όλα. Μόνο ευρωπαϊκό αγώνα του Θρύλου μη μου ζητήσεις να ξαναδώ.
Epsilon καλημέρα. Κι εμένα με απασχολεί γιατί δεν έχω ιδέα ακόμα. Και το χειρότερο είναι πως πρέπει να το προετοιμάζω σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Άσταδιαλα -με άγχωσες τώρα.
εγώ το έχω πει πως τελική γνώμη θα πω όταν τελειώσει.
Είναι καλό πάντως.Χιούμορ έχει,ήρωες στέκουν άψογα κλπ.Και κυλάει.
τα άλλα,στο τέλος και ευχαριστώ!!!
Συγγραφέα
thank you για το id !
Χέσε τα λουλούδια στείλε τη συκωταριά.
όχι δεν σου δίνω την χαρά να με διαγράψεις. Ειμαι αποχωρήσασα και πολύ το ευχαριστιέμαι.
τελείωνε ! το φ%$^%$## μου !
cherry κι εγώ τότε θα έχω γνώμη για το όλο θέμα. Μην ευχαριστείς ρε -εμείς ευχαριστούμε για την παρέα.
kiss, συνεχίζεις να με αποκαλείς συγγραφέα και θα λάβω δραστικά μέτρα εναντίον σου. Κατά πρώτον, τη συκωταριά θα τη στείλω ακαθάριστη να σου γίνουν τα νύχια μαύρα από τη βρωμιά.
Κατά δεύτερον θα φτιάξω ένα ψεύτικο id ίδιο με το δικό σου και θα το διαγράψω 3 φορές την ημέρα. Και κατά τρίτον θα σε πάρω και κανένα τηλέφωνο, να βγούμε όλοι μαζί και θα σου τρώω το φαγητό από το πιάτο σου.
σηκωταριά;;;κολάστηκα!!!
Να πω... έχουμε κι άλλες δουλειές από το να διαβάζουμε τα ποστ σας, εντάξει!
Υστ. Το επόμενο πότε βγαίνει?
Καλά ο πληθυντικός μου ξέφυγε! Μην το κάνεις θέμα!
αναμένω τη συνέχεια.
κάτι σαν τους Πανθέους, αν θυμάσαι...
Ε, μα γενικά κολάζω τις γυναίκες cherry, τι να λέμε τώρα!
Montressor γίναμε και εκπρόσωποι κινήματος και μιλάμε στον πληθυντικό; Θα μου πεις -αν βγήκες με τον Στομάχη το δικαιούσαι. Από το πολύ τρέξιμο, μια παράκρουση θα μείνει -το πέραμε κι εμείς αυτό.
Η συνέχεια την επόμενη εβδομάδα στη Σούπερ Κατερίνα.
Pastaflora (ή μήπως μπορώ να σας αποκαλώ Μάρμω), σας υπενθυμίζω πως έχω το πλήρες βιογραφικό σας. Και εκ των συναγωμένων στοιχείων δικαιούμαι να σας αποκαλώ "συμπαθητική μικρούλα" (ο τονισμός στο μικρούλα). Για πες μου κι εσύ -την Κλέλια την θυμάσαι; Ε;
και την Κλέλια -Νόρα Βαλσάμη- θυμάμαι, και τα Μεϊμαρόπουλα.
Ο Κίτσος όμως της Μάρμως μου έχει μείνει αξέχαστος. τι τηλεοπτική memorabilia!
Ποιός ήταν ο Κίτσος γαμώτο; Ο Χριστοδούλου; Εδώ κόλλησα -διότι είχα, από μικρός την τάση να προσέχω τις γκόμενες (όχι και γκόμενα η Δανδουλάκη -αλλά λέμε τώρα).
Πάντως, συγχαρητήρια αγαπητή. Έχεις ένα επίπεδο (και δύο μη σου πω). Νομίζω πως μπορώ πλέον να σου αποκαλύψω μέχρι και τα σήριαλ απωθημένα μου:
1. Κάθοδος με Ζαχαρία Ρόχα και Μπιμπίλα (τεκνό του Αργυριάδη) και
2. Το θεϊκότερο πράγμα που παίχτηκε ποτέ στην ελληνική τηλεόραση: Κυρία Αρσενία σ΄αγαπώ -με Χρυσούλα Διαβάτη.
Υ.Γ.:Αχ, τι καλά να μιλάω με πνευματικούς ανθρώπους!
Μπιμπίλας Μπιμπίλας!
Εντάξει, σχόλια ανωνύμων δεν σβήνω (εφόσον δεν βρίζουν τρίτους). Αλλά αυτό τώρα, με την κουβέντα για τον ρόλο των μπάτσων στη σημερινή κοινωνία μόνο spam μπορώ να το θεωρήσω. Ε, όχι και να δεχτώ πως θα αρχίσουμε να μιλάμε με τους μπάτσους από εδώ μέσα! Adios
Ίσως το καλύτερο από τα τρία...
Όσο πάει και δυναμώνει!
Μου έδωσα ένα ρεπό σήμερα γιατρέ μου γιατί "έχω να καταγγείλω" που λέει και η mmg -αλλά επιστρέφω σε αυτό οσονούπω.
τελικα τονα ανοιξα τον η/υ και το διαβασα και συμφωνω με σιγκμουντ. καλα το πας.
οντως
"Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φρίκη από το στραβωμένο τιμόνι μιας μοτοσικλέτας".
...και ενα παπουτσι διπλα
Αυτό με το παπούτσι άστο αδερφέ -πονάει και μόνο σαν σκέψη. Δεν μπορώ να γράψω τόσο καταθλιπτικά.
poly omorfa ola alla poly maurila bre paidi mou!
Dystixia, anikanotita, apognosi, katathlipsi..
La vita e bella, no?
Xaireto,
Stefanos
Ξέρω 'γω ρε Στέφανε; Δηλαδή, εντάξει, η Ζωή είναι ωραία -αλλά τα έχει με άλλον, που λένε και οι φιλόσοφοι.
Άλλωστε, για πες μου -με πόσο ενδιαφέρον θα διάβαζες μια ιστορία όπου όλοι είναι ευτυχισμένοι και όλα πάνε καλά; Αυτά τα ζεις μόνο -τα υπόλοιπα τα λες κι όλας.
Καλημέρα (και μην αρχίσουμε τους καυγάδες εδώ κοντά γιατί δεν είμαι σε φάση).
dont worry :-))
oxi more, den leo ola omorfa kai oraia, alla toulaxiston mia prooptiki bre paidi mou! Edo, o,ti kai an kanei, o,ti kai an ginei den uparxei katharsi, ektos tou thanatou. Gia na teleionoume apo autin tin kakourga tin zoi..
Alla opos sou exo ksanapei, grafeis katapliktika re file!
Κάτσε ρε Στέφανε -αρχή είναι ακόμα. Θα δείξει παρακάτω, μη νομίζεις οτι ξέρω κι εγώ. Κουράγιο νάχεις και θα δούμε πως θα πάει (από μόνο του).
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!