1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά
2. Ένα τσιγάρο υπόθεση
3. Ρόδες γυρίζουν στον αέρα
4. Συνθήκες βρασμού
Ο Πέτρος δεν έμαθε αμέσως για το ατύχημα του Άρη. Αναμενόμενο, γιατί ο Πέτρος ήταν μονίμως εκτός τόπου και παραπλεύρως του χρόνου. Συμμετείχε στην καθημερινότητα σαν βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής σε ευρωπαϊκό γήπεδο –έβγαζε πάσες στον εαυτό του, αλλά δεν μπορούσε να βρίσκεται σε δυο σημεία ταυτόχρονα και το ατομικό του ρολόι δεν είχε δείκτες. «Τι ώρα είναι; Μα, προφανώς, ότι ώρα θέλω εγώ».
Εκτός από αυτά, ο Πέτρος είχε και προβλήματα την καταραμένη εκείνη Δευτέρα. Προβλήματα πρωινά, από αυτά που περιμένουν στην πόρτα του μαγαζιού και σε αρπάζουν από τη μπλούζα πριν προλάβεις να αγγίξεις την καφετιέρα. Για να μην το ξεχάσω –βιβλιοπωλείο είναι το μαγαζί του Πέτρου, βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας και μικρή εκδοτική επίσης. Η αρχική ιδέα ήταν καφέ-βιβλιοπωλείο. Από τη Θεσσαλονίκη την είχε κοπιάρει ο Πέτρος, νοίκιασε έναν χώρο, έβαλε τραπεζάκια στο βάθος και ράφια στην απέξω, να πίνει ο κόσμος τον καφέ του ξεφυλλίζοντας βιβλία και, όσοι φιλοτιμούνται, να αγοράζουν κανένα αντίτυπο. Όχι -επιτραπέζια παιχνίδια δεν έβαλε, ούτε σχολικά βοηθήματα –ήθελε να κρατήσει χαρακτήρα στο μαγαζί ο Πέτρος. Με τον καιρό οι δουλειές απλώθηκαν. Κάποιοι ποιητές τον προσέγγισαν για να μπλεχτεί στις εκδόσεις –με τις κλωτσιές τους πέταξε έξω ο Πέτρος, γιατί πολύ ψωνισμένοι του φάνηκαν. Αλλά το μικρόβιο του εκδότη είχε ήδη εγκατασταθεί στα πνευμόνια του κι όταν πέτυχε έναν παλιό συμφοιτητή του, τον Αποστόλη τον Αραιό –εκδηλώθηκε η ίωση. Ο Αποστόλης ήταν καλό παιδί και διαβαστερό από τα φοιτητικά χρόνια –τον έλεγαν Αραιό γιατί είχε μεγάλα κενά ανάμεσα στα μπροστινά δόντια. Με τον καιρό, βάλθηκε να δικαιολογήσει τον τίτλο του και πάταγε στη σχολή «αραιά και που». Το πως κατάφερε να φτάσει μέχρι διδακτορικό, την εποχή που οι άλλοι έπαιρναν απολυτήριο στρατού –υπήρξε άλυτο μυστήριο και Παντειακός μύθος. Επειδή όμως, ακόμα και οι μύθοι πίνουν καφέ, βρέθηκε ο Πέτρος ένα πρωινό να παίρνει παραγγελία από τον Αποστόλη που ξεφύλλιζε Edika.
Μέχρι το μεσημέρι κράτησε εκείνος ο καφές, που μεταλλάχτηκε σε ούζα και κατέληξε στην πρώτη εκδοτική συμφωνία του οίκου «Σήμανση». Ήταν, βλέπεις τότε της μόδας η σημειολογία –θυμήθηκαν τα παιδιά και μια κοινή τους εμπειρία μετά την κατάληψη της Νομικής, που αναγκάστηκαν να ζητιανέψουν μελάνι από κάποιο φωτοτυπάδικο προκειμένου να τους πάρουν αποτυπώματα στη Σήμανση –έτσι βγήκε το όνομα. Πρώτο βιβλίο του οίκου ήταν η μελέτη (τριακοσίων σελίδων, μαζί με τα παροράματα) του Αποστόλη με τίτλο «Παραβατικότητα περιθωριοποιημένων ομάδων –μια ιδιαίτερη οπτική στα ατοπήματα επιβίωσης». Ο Αποστόλης είχε κόλλημα με τον μύθο του Γιάννη Αγιάννη –οι παράνομοι χωρίς διέξοδο ανέκαθεν τον συνάρπαζαν. Βρήκε έναν ξέμπαρκο εγκληματολόγο και την ξεπέταξε τη διατριβή με 8,5 τελικό βαθμό.
Η κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου στέφθηκε από παταγώδη μετριότητα –τουτέστιν, ούτε τα έξοδά του δεν έβγαλε καλά-καλά. Ο Πέτρος όμως είχε ήδη μπει στο λούκι, ο Αποστόλης έπιασε δουλειά στην επιμέλεια των μελλοντικών εκδόσεων και τα γρανάζια της ιστορίας άρχισαν να γυρίζουν. Τα τελευταία χρόνια είχαν εκδοθεί 25 τίτλοι από τη «Σήμανση», κυρίως μελέτες κοινωνιολογικού περιεχομένου μαζί με κάποια ημερολόγια αντιστασιακών της χούντας και της μεταπολίτευσης. Είχε μια ειδίκευση στους διαγραμμένους και τους εξωκοινοβουλευτικούς ο Πέτρος -πράγμα που εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι διανοούμενοι και οι πιτσιρικάδες, αλλά απεχθάνονταν οι υπεύθυνοι επαγγελματικών δανείων στις μεγάλες τράπεζες. Γιατί τα βιβλία του Πέτρου διαβάζονταν κυρίως μέσα στο μαγαζί, παρέα με καφέ –αλλά σπανίως αγοράζονταν.
Τώρα τελευταία είχε ανοιχτεί αρκετά ο Πέτρος, γιατί θεώρησε πως πέτυχε την μεγάλη ευκαιρία να ορθοποδήσει. Βλέπεις, τόσον καιρό το βιβλιοπωλείο φυτοζωούσε, οι εκδόσεις θάβονταν στα πίσω ράφια των μεγάλων super market βιβλίων –η λύση για ανάκαμψη ήρθε πριν από ένα χρόνο περίπου, φορώντας καπέλο με μαύρο βέλο. Τρώγανε σουβλάκια με τον Αποστόλη στο γραφειάκι του Πέτρου, έχοντας το νου τους σε έναν αργόσχολο που είχε τρελάνει την Κάτια (το κορίτσι –λάστιχο αφού έφτιαχνε καφέδες, χτύπαγε ταμείο και συμπλήρωνε βιβλία στα ράφια ταυτοχρόνως, κάνοντας τον Αποστόλη να αλληθωρίζει σε κάθε της σκύψιμο). Εκείνη την ώρα μπήκε το καπέλο, το βέλο και από κάτω τους η Αλίκη Παπαγιάννη, η ίδια, η διάσημη! Ο Πέτρος σκοτώθηκε να κρύψει τα σουβλάκια κάτω από το γραφείο, ρούφηξε μια γερή γουλιά μπύρας για να καθαρίσει το στόμα του και ανακάλυψε πως είχε αρκούντως λιγδιασμένα δάχτυλα. Έλπιζε να μην θέλει χειραψίες η κυρία Παπαγιάννη –αλλιώς, τα χέρια που είχαν γράψει τέσσερα μπεστ σέλερ, είχαν παραλάβει ένα βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και μια τιμητική διάκριση της Ακαδημίας Μονάχου, θα καταντούσαν λαδόκολλα. Έκανε νόημα στον Αποστόλη να συμμαζευτεί, αλλά αυτός αδιαφόρησε –γιατί δεν είχε σε ιδιαίτερη υπόληψη την Παπαγιάννη, «η κλώσα που γράφει Άρλεκιν για κουλτουριάρηδες» -έτσι την έλεγε.
Όλως παραδόξως η Αλίκη Παπαγιάννη δεν κατευθύνθηκε προς τα ράφια και τις προθήκες, δεν σήκωσε το βέλο της για να παραγγείλει καφέ –αλλά βάδιζε κατευθείαν για το γραφείο του Πέτρου. Η Κάτια που είχε ήδη παρατήσει ότι έκανε για να εξυπηρετήσει την σημαντική λογοτέχνη κούνησε το κεφάλι πίσω από την πλάτη της κι έκανε μια γκριμάτσα απογοήτευσης -100% ψεύτικη.
«Καλησπέρα σας. Ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ;»
Ο Πέτρος βιάστηκε να στηθεί μπροστά από το γραφείο, τράβηξε και μια ξεγυρισμένη κλωτσιά στον Αποστόλη για να τον ξεφορτωθεί από τον περιβάλλοντα χώρο, έδειξε την καρέκλα στην κυρία Παπαγιάννη και παραδέχτηκε συνεσταλμένα πως, ναι, αυτός ήταν ο υπεύθυνος.
Η Αλίκη Παπαγιάννη κάθησε, άναψε ένα μακρύ τσιγάρο στην προέκταση εξεζητημένης πίπας με χρυσό επιστόμιο και του διηγήθηκε (με απαράμιλλο στυλ) τον λόγο της επίσκεψής της. Βρισκόταν χωρίς εκδοτικό οίκο –είχε διαφωνήσει σε θέματα ουσίας με τον προηγούμενο εκδότη Της και οι δικηγόροι Της, ήδη φρόντιζαν για τα περαιτέρω. Ποια ακριβώς ήταν τα θέματα ουσίας δεν διευκρίνισε –είχε όμως ένα καινούργιο βιβλίο έτοιμο και έψαχνε εκδοτικό οίκο. Εκτιμούσε τη δουλειά που γινόταν στη «Σήμανση», γι’ αυτό είχε έρθει κατευθείαν σε αυτούς. Αυτό το τελευταίο ήταν, βέβαια, ψέμα.
«Φυσικά και μπορούμε να εκδώσουμε το βιβλίο σας», βιάστηκε να μιλήσει ο Πέτρος.
«Α, αυτό είναι πολύ ευχάριστο», βιάστηκε να συμπεράνει η κυρία Παπαγιάννη.
Δεν ήταν έτσι. Γιατί το «έτοιμο βιβλίο» Της -μόνο έτοιμο δεν ήταν, γιατί η κυρία Παπαγιάννη ήθελε 6.000 ευρώ προκαταβολή από τα δικαιώματά Της και γιατί οι νομικές διαδικασίες με την προηγούμενη εκδοτική έφαγαν έναν ολόκληρο χρόνο. Στο μεταξύ ο Πέτρος είχε ανοιχτεί. Πολύ και σε πολλούς. Η κυρία Παπαγιάννη είχε καταπιεί τα έξη χιλιάρικα με ένα απλό σήκωμα του βέλου Της και το βιβλίο δεν είχε ακόμα περάσει το στάδιο των πρώτων διορθώσεων. Εντάξει, ανήκε πλέον ολοκληρωτικά στον εκδοτικό οίκο του Πέτρου, αλλά ήταν αργά. Για να πάρει μορφή το αμμώδες γραπτό, είχε ξετιναχτεί ο εκδοτικός οίκος «Σήμανση».
Αυτά είχαν γίνει τον τελευταίο χρόνο και αυτοί που περίμεναν τον Πέτρο έξω από το μαγαζί ήταν «κοράκια». Τα εισαγωγικά μπήκαν προκειμένου να ξεχωρίζουν τα συμπαθή πτηνά από τους αχώνευτους ανθρώπους –θα μπορούσε να τους πεις και «ύαινες» (πάλι με εισαγωγικά) τους δυο τύπους που περίμεναν έξω από το μαγαζί, αν κυκλοφορούσαν με δίχρωμα πουκάμισα –αλλά φορούσαν μονόχρωμα, σκούρα κοστούμια. Οπότε «κοράκια». Από αυτά που ξεκινάνε την καριέρα τους σαν πλασιέ και με τον καιρό εξελίσσονται σε εισπράκτορες. Ο Πέτρος διέκρινε τις ξυνισμένς φάτσες από μακριά, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να τους αποφύγει. Μέχρι και καφέ έπρεπε να τους κεράσει –το πρότεινε κιόλας αλλά αυτοί δεν δέχτηκαν.
«Πρέπει να εξοφλήσετε τα τυπογραφικά, άμεσα», είπε ο ένας όρθιος.
«Αλλιώς θα αναγκαστούμε να ζητήσουμε κατάσχεση», συμπλήρωσε ο άλλος.
Ο Πέτρος χαιρέτησε την Κάτια που έμπαινε φουριόζα στο ανοιχτό μαγαζί. Ο Αποστόλης θα ερχόταν αργότερα, ως συνήθως.
«Το έχω υπόψη μου κύριοι. Απλά έχω κάποιο μεγάλο άνοιγμα το τελευταίο διάστημα και περιμένω σημαντικά έσοδα. Τι περιθώρια υπάρχουν;»
«Κανένα περιθώριο».
«Εκτός …»
Ο Πέτρος κάθησε πίσω από το γραφείο του. Οι δυο τύποι ακροβολίστηκαν στις απέναντι καρέκλες. Την είχε ψυλλιαστεί ο Πέτρος –οι μάγκες δεν θα έρχονταν Δευτέρα πρωί για να εισπράξουν, κάτι άλλο έπαιζε. Ο ένας από αυτούς ακούμπησε τους αγκώνες πάνω στο γραφείο και έγινε εμπιστευτικός.
«Δεν έχετε κάποια δικαιώματα βιβλίου να μας παραχωρήσετε; Θα μπορούσαμε να τα μεταπουλήσουμε σε κάποια εκδοτική και να εισπράξουμε ένα ποσό από τα χρωστούμενα».
Άει γαμήσου! Ο Πέτρος έπαιξε το τελευταίο χαρτί από την κινέζικη τράπουλά του.
«Αυτή τη στιγμή έχω κάποιες μελέτες για το εκπαιδευτικό σύστημα και τη βιογραφία ενός πρώην πολιτικού εξόριστου».
Ο δεύτερος «κοράκης» τεντώθηκε ανυπόμονα.
«Δεν μιλάμε γι’ αυτά φίλε μου. Για το βιβλίο της Παπαγιάννη λέμε. Εσύ δεν έχεις τα δικαιώματά του;» έφτυσε το φιλετάκι, αφήνοντας κατά μέρος τις τυπικότητες.
«Και λοιπόν;» συγκρατήθηκε προσωρινά ο Πέτρος.
«Τι λοιπόν; Μας το παραχωρείς, υπογράφουμε και ξεχρεώνεις».
«Ρε δεν πάτε καλά!», έχασε μακροπρόθεσμα την αυτοσυγκράτησή του ο άνθρωπος.
«Γιατί; Νομίζουμε πως πρόκειται για συμφέρουσα πρόταση …»
Ο Πέτρος ήταν ήδη όρθιος.
«Ακούστε κάτι, κύριοι. Το βιβλίο της Παπαγιάννη ξεχάστε το. Εκτός αν πρόκειται να μου δώσετε καμιά πεντακοσαριά χιλιάρικα –τόσα το βλέπω να αφήνει στον εκδοτικό οίκο. Αλλιώς δεν πρόκειται να το φάτε για ψίχουλα».
«Πόσα; Πλάκα μας κάνεις; Τέλος πάντων –όσα κι αν αφήσει το βιβλίο, δεν αλλάζει το γεγονός πως δεν έχεις χρήματα ούτε για να το τυπώσεις. Οπότε, χάρη σου κάνουμε. Αν τώρα δεν θέλεις …»
«Χάρηκα που τα είπαμε -αντίο σας»
«Όπως θέλεις. Θα προχωρήσουμε σε κατάσχεση αφού δεν καταλαβαίνεις αλλιώς. Θα μπορούσες να σώσεις το μαγαζί, δίνοντας το βιβλίο. Τώρα θα χάσεις και μαγαζί και βιβλίο».
«Αντίο σας», αλλά είχαν δίκιο. Δεν υπήρχαν λεφτά για να τυπωθεί το βιβλίο κι αν το βιβλίο δεν έβγαινε στα ράφια δεν θα έφερνε πίσω ούτε σέντσι. Ο Πέτρος έστριψε ένα θυμωμένο τσιγάρο. Πολλά κιλά μαλάκας ένιωσε.
Η Κάτια ακούμπησε την κούπα δίπλα του, διστακτική. Ήταν καλό κορίτσι η Κάτια, ένιωθε δικό της το μαγαζί, από τις πρώτες μέρες που έπιασε δουλειά εκεί. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τη στάση του Πέτρου –από την αρχή δεν την αντιμετώπιζε σαν υπάλληλο, αλλά σαν συνέταιρο. «Τι λες να κάνουμε φιλενάδα; Πρόσεχε τι θα πεις γιατί αν γίνει μαλακία θα μείνουμε όλοι άφραγκοι». Το σκεφτόταν λοιπόν δυο φορές η Κάτια κι έτσι περιόριζε τις απροσεξίες από τις πρώτες μέρες δουλειάς. Το χαιρόταν κιόλας που είχε τέτοιο αφεντικό –ήταν και νόστιμος, αν τη ρωτούσες θα σου έλεγε πως είχε πετύχει την ιδανική δουλειά. Κι όταν πέρναγε η παρέα της από το μαγαζί, ο Πέτρος έκανε τον υπάλληλο, να εξυπηρετήσει τα παιδιά, να κεράσει καφέ και τέτοια –ένιωθε είκοσι πόντους ψηλότερη η Κάτια όταν διέκρινε τη ζήλεια των υπολοίπων. Πρόσθεσε κι άλλους δέκα πόντους γιατί η αχώνευτη (από το δημοτικό ήταν σπαστικιά και ψηλομύτα) η Λίζα καλόβλεπε το αφεντικό κι αυτός ούτε να τη φτύσει …
Με λίγα λόγια, ο Πέτρος είχε βρει το εργασιακό κουμπί της Κάτιας και φρόντιζε να το αξιοποιεί. Εντάξει, δεν ήταν αιμορουφήχτρας, την πλήρωνε σαν ειδικευμένη την κοπέλα κι ας είχε μηδενική εμπειρία, αμπαλαρισμένη με ένα πτυχίο ΤΕΙ. Το μόνο κακό ήταν που την καλόβλεπε ο Αποστόλης, χίλιες φορές του το είχε πει «σύνελθε ρε σκατόγερε, δεν είναι για σένα το κοριτσάκι –βρες καμιά της ηλικίας μας». Το πίστευε κιόλας. Καλή, χρυσή, έξυπνη, πρόθυμη η Κάτια αλλά δεν μπορούσε να τη δει σαν γυναίκα. Και μόνο ότι ήταν υπάλληλός του έφτανε –ο Πέτρος είχε μια έμφυτη απέχθεια για τις σχέσεις αφεντικού με υπάλληλο. Φταίγανε κάτι παλιά σήριαλ των κρατικών καναλιών (από την εποχή που υπήρχαν μόνο κρατικά κανάλια) και έδειχναν κοιλαράδες να χουφτώνουν πιτσιρίκες σε μισοσκότεινες αποθήκες. Ο Πέτρος ερωτευόταν τις πιτσιρίκες και ήθελε να ξεκοιλιάσει τους κοιλαράδες.
«Τι έγινε αφεντικό; Σκοτούρες;» η Κάτια είχε θρονιαστεί πάνω από το κεφάλι του, έτοιμη να εκδηλώσει παροδικές νεφώσεις.
«Μη νοιάζεσαι υπάλληλε. Θα τα καταφέρουμε γιατί είμαστε εκδοτικός κολοσσός», αλλά δεν την έπειθε ο Πέτρος.
«Θέλανε το βιβλίο της παλαβής έτσι;»
«Ναι μωρέ –αλλά θα πάρουν ένα μύδι».
«Ε, σωστά. Χαζοί είμαστε να το δώσουμε; Αφού θα τρελαθούμε στο χρήμα όταν εκδοθεί».
Ο Πέτρος χαμογέλασε και την άφησε στη βολική άγνοια. Μόνο αυτός κι ο Αποστόλης ήξεραν την κατάστασή τους –δεν υπήρχε λόγος να αγχωθεί η Κάτια. Απλά, τώρα χρειαζόταν μια καλή μέρα. Με πωλήσεις, κόσμο να μπαινοβγαίνει, παραγγελίες –να ξεκολλήσει το μυαλό. Ο Πέτρος σηκώθηκε και άρχισε να βγάζει παραγγελίες σημειώνοντας πάνω σε καταλόγους. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει στα ράφια –ήξερε τι χρειαζόταν. Ζωντανό το μαγαζί και του εξηγούσε από μόνο του. Ο Πέτρος απλά άκουγε και κατέγραφε.
Μια παρέα ρωτούσε την Κάτια γιατί έχουν μόνο καφέδες και όχι μπύρες –γέλασε ο Πέτρος, σιγά μην έκανε το μαγαζί του μπαράκι, να διαβάζει ο άλλος τύφλα –στο τέλος θα του ζητούσαν να αλλάξει τη μουσική με τίποτα πιο ανεβαστικό. Α, όλα κι όλα… ήταν κάθετος σε τέτοια ζητήματα –καφέδες κάθε είδους και μουσική τζαζ χωρίς πολλούς αυτοσχεδιασμούς. Άντε να έφτανε μέχρι καμιά Sante, βάλε και κάμποση Faithfull που τη γούσταρε –αλλά τίποτα άλλο. Βιβλιοπωλείο ήταν όχι καφέ-σαντάν.
Εκείνη την ώρα μπήκε λαχανιασμένος ο Αποστόλης. Πάντα λαχανιασμένος έμπαινε αυτός γιατί τον κυνηγούσαν τα άγχη. Άγχος για τη δουλειά, άγχος για τα λεφτά, άγχος για τα αυτοκίνητα (ο Αποστόλης δεν οδηγούσε) –άγχος και για την Κάτια. Είχε γκόμενο η μικρή; Κι αν όχι –θα τον γούσταρε; Ή θα του κολλούσε μια τσίχλα στη μούρη αν ποτέ προσπαθούσε να της προτείνει νυχτερινή έξοδο; Ο Αποστόλης σερβιρίστηκε έτοιμο καφέ και φρόντισε να χύσει το μισό του περιεχόμενο δίπλα στην καφετιέρα. Είχε άγχος.
«Τι έγινε αφεντικό; Ποιοι ήταν οι τύποι που φύγανε πριν λίγο;»
Ο Πέτρος διόρθωσε τα γυαλιά του για να τον κοιτάξει παραξενεμένος.
«Που τους είδες ρε αρχι-επιμελητά; Πάει κοντά μισή ώρα που έχουν φύγει».
«Απέναντι ήμουν –παράγγελνα καπουτσίνο όταν βγαίνανε. Μου έκαναν εντύπωση οι μούρες και τους παρακολούθησα», γέλασε ο Αποστόλης.
«Και;»
«Και μίλησαν σε ένα κινητό –ένας από αυτούς δηλαδή και μετά πήγαν στο πάρκινγκ της Σόλωνος να πάρουν το αμάξι τους».
«Α καλά. Κι ο καπουτσίνο;»
«Ποιος καπουτσίνο;»
«Αυτός που παράγγειλες από απέναντι».
«Παράγγειλα εγώ καπουτσίνο;» ο Αποστόλης κοίταζε απορημένος την κούπα του και η Κάτια κοπάναγε το κεφάλι της στην ταμειακή μηχανή.
Ο Πέτρος πάλι, μουρμούριζε ένα από τα καθημερινά «που μπλέξαμε!», αλλά του άρεσε το μπλέξιμο μαζί τους. Είχαν τη φάση τους. Ήταν «φασηανοί» που έλεγε κι ο Άρης. Ο γαμιόλης! Δεν είχε αφήσει κανένα περιθώριο, καμιά εναλλακτική. Από πιτσιρίκος τα ίδια μυαλά ρε γαμώτο! Όπως τότε στην Αγία Μαρίνα. Χειμώνας καιρός και του είχε έρθει να πάνε για βουτιές. Είχε ήλιο, έλεγε, μια χαρά θα ήταν η θάλασσα. Έλεγε. Κι ο μαλάκας ο Κώστας από δίπλα να τον υποστηρίζει. Φτάσανε στην Αγία Μαρίνα πάνω που σκοτείνιαζε –είχε βάλει και ψωφόκρυο. Αλλά οι μαλάκες δεν έβλεπαν πέρα από το κόλλημά τους. «Άντε γδυθείτε να βουτήξουμε», προκαλούσε ο Άρης κι αυτός δεν μπορούσε να απαντήσει από την τρεμούλα. Ψωφόκρυο, βράχια και το νερό είχε πάρει να μαυρίζει. Αν έβγαζε τα γυαλιά δεν θα διέκρινε ούτε που ξεκινούσε το κύμα. Μαυρίλα. Και πλαφ, ο Άρης ήταν ήδη μέσα. «Περίμενε και μένα ρε», φώναξε ο Κώστας ταυτόχρονα με το δικό του σπλατς. Είχε μείνει μόνος να τους κοιτάζει, μόνος να τον κοροϊδεύουν. «Μπες ρε σκατόφλωρε! Τι φοβάσαι, μη σου φάει καμιά τσούχτρα το πουλάκι σου;» «Μπες ρε και μην ανησυχείς. Ακόμα και οι τσούχτρες έχουν γούστο». Γδύθηκε βιαστικά και βούτηξε. Χωρίς τα γυαλιά του φυσικά. Ακόμα θυμόταν το γκουπ -όχι πλαφ ή σπλατς, αλλά γκουπ. Γιατί είχε φοβηθεί να βουτήξει μακριά και τώρα, στο μέτωπό του, έχασκε μια χαραμάδα –από το χτύπημα στον βράχο. Κοκκίνισε το νερό, κιτρίνισαν οι άλλοι δύο. «Όχι ρε πούστη μου!» Τον έβγαλαν έξω, τυφλωμένο από τα αίματα, «είσαι καλά ρε μαλάκα;». Ο Πέτρος δεν είχε τι να πει –ίσως και να χαιρόταν, κατά βάθος, που η ιδέα τους αποδείχτηκε μαλακία. Ένιωθε ήρεμος παρ’ όλη την αιμορραγία –τους είχε αποδείξει πως δεν κώλωνε, είχε αρχίδια αυτός, τι νόμιζαν; Πέντε ράμματα αρχίδια –με το συμπάθιο.
«Ήθελα να σου πω κάτι ακόμα», ο Αποστόλης τον σκούντησε απότομα, καθώς εκείνος άγγιζε την ουλή στο μέτωπό του. Ξαφνιάστηκε.
«Έλα ρε με τρόμαξες», διαμαρτυρήθηκε.
«Είδα το αμάξι τους όταν φεύγανε. Ήταν από εκείνα … ξέρεις … με το αυτοκόλλητο …»
«Ποιο αυτοκόλλητο; Το …;»
«Ναι ρε!»
«Του…;»
Ο Αποστόλης έφτυσε στο πάτωμα γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι κι ο Πέτρος τον μιμήθηκε.
«Καλέ τρελαθήκατε; Τι φτύνετε;» τσίριξε χαμηλόφωνα η Κάτια πλησιάζοντάς τους
«Κάτι είχε ο καφές».
«Ναι, είχε κάτι… μέσα… ο καφές».
«Μη χειρότερα, μεγάλοι άνθρωποι!», στράβωσε τα μούτρα η Κάτια.
Η μέρα πήρε να κυλάει κανονικά, οι πελάτες αυξήθηκαν (όχι ικανοποιητικά) μέχρι να μεσημεριάσει, το προσωπικό του βιβλιοπωλείου-καφέ-εκδοτικού οίκου χτύπησε κάτι πίτσες μαζί με την εργοδοσία, όταν έκοψε εντελώς η κίνηση και ο Αποστόλης σαλιάριζε μονίμως με την Κάτια.
«Και δηλαδή … πως και δεν έχει περάσει καμιά μέρα να σε πάρει ο φίλος σου δηλαδή;»
Η Κάτια κατέβασε την κοκακόλα της πριν απαντήσει …
«Ποιος φίλος μου καλέ; Είδες εσύ κανένα φίλο; Όχι άμα είδες, δείξτον και σε μένα να τον γνωρίσω».
«Μα πως; Μια χαρά κορίτσι είσαι …»
«Ε, αυτό πέστο στους άλλους. Εμένα τι μου το λες;» αφόπλισε απαντητικά η Κάτια.
Ο Αποστόλης έξυσε το κεφάλι του. Κι επειδή είχε αφάνα μαλλί, έξυσε το διαρκώς αχτένιστο κεφάλι του.
«Θα το πω μετά -πάω για κατούρημα τώρα», είπε αφού το καλοσκέφτηκε, αλλά ο Πέτρος δεν κατάλαβε σε ποιόν μιλούσε. Στον εαυτό του ή την Κάτια;
Η ρουτίνα συνεχίστηκε μετά το μεσημεριανό διάλλειμα –κάποιες παραγγελίες ξεφορτώθηκαν, κάποιοι τίτλοι συμπληρώθηκαν στα ράφια, η συνηθισμένη μέρα ενός συνηθισμένου μαγαζιού. Όταν πήρε να βραδιάζει, μισή ώρα πριν το κλείσιμο, ήρθε να τους βρει η αποχαύνωση. Δουλεύεις μηχανικά, κουράζεσαι αλλά δεν το καταλαβαίνεις -μέχρι που σε πιάνει το μούδιασμα, με φιγούρα από τα όνειρά σου μοιάζεις –από αυτές που χρειάζονται ώρες για να κουνήσουν τα άκρα τους και τελικά δεν κουνιούνται γιατί είναι μάταιο, από αυτές που μεταφέρονται στον χώρο, αλλά δεν πατάνε στο πάτωμα. Ύπουλη ώρα.
Γιατί εκείνη ακριβώς την ώρα, διάλεξαν οι σφίχτες να μπουκάρουν στο μαγαζί. Η Κάτια περίμενε απελπισμένη πίσω από έναν πελάτη που δεν έλεγε να αποφασίσει τι θα ψωνίσει, «άντε κύριος, θέλουμε να κλείσουμε και ταμείο», ο Αποστόλης διόρθωνε κάποια αρνητικά και ο Πέτρος … εντάξει, ο Πέτρος τους πήρε γραμμή αμέσως, όταν εμφανίστηκαν από την απέναντι γωνία.
«Κοίτα να δεις κάτι μαλάκες», σκέφτηκε, αλλά η αποχαύνωση δεν τον άφησε να τραβήξει άλλο τη σκέψη του.
Οι σφίχτες ήταν έξη, κοντοκουρεμένοι, με φρέσκια βρώμα γυμναστηρίου στις μασχάλες και φλάινγκ μπουφάν. Στα μανίκια κουβαλούσαν ραμμένες ελληνικές σημαίες και αρχαιοελληνικές παπαριές –αυτό το είδαν όλοι, όταν οι σφίχτες πέρασαν την είσοδο. Ο Πέτρος πετάχτηκε ασυναίσθητα μπροστά για να τους κόψει το δρόμο και η Κάτια κοκάλωσε.
«Εσύ είσαι εδώ ρε παλιοκουμμούνι;» ρώτησε εντελώς ρητορικά ο επικεφαλής και ταυτόχρονα τράβηξε μια ξεγυρισμένη στο πρόσωπο του Πέτρου που την υποδέχτηκε εντελώς ακάλυπτος –σαν ανυποψίαστο γατάκι. Το σώμα του πήρε αντίθετη κλίση, ένιωσε αίμα να κυλάει στο μάγουλό του –ο τύπος είχε σιδερογροθιά, στα σίγουρα.
Ο Πέτρος έκανε δυο γρήγορα βήματα πίσω για να μην τον κυκλώσουν, αλλά οι σφίχτες ήταν οργανωμένοι. Η οπισθοφυλακή τους είχε ήδη ετοιμάσει τις μολότωφ –ζήτημα χρόνου ήταν να σκάσουν στα γεμάτα ράφια και στους αποθηκευτικούς χώρους κάτω από τη σκάλα. Με τις πρώτες εκρήξεις ο αργοπορημένος πελάτης προσπάθησε να την κοπανήσει τρέχοντας, αλλά έπεσε πάνω σε ένα γκλοπ και γονάτισε ουρλιάζοντας. Ο Αποστόλης βγήκε σχετικά αργά από την κατάσταση απραξίας –χρειάστηκε να σκάσει μια μολότωφ δίπλα στα πόδια του για να αποφασίσει πως έπρεπε να κινηθεί. Η μολότωφ δεν τον πείραξε και οι σφίχτες δεν τον απασχόλησαν ιδιαίτερα –αυτό που τον έκανε έξαλλο ήταν ένα κοντό φασιστάκι που έριχνε χαστούκια στην Κάτια προσπαθώντας να της αρπάξει το ταμείο. Ε, όχι κι έτσι!
Ο Πέτρος έσφιξε τα γόνατά του –δεν έπρεπε να τον πάρει από κάτω η αιμορραγία. Άγγιξε και την ουλή «θα σας γαμήσω κωλόπαιδα», φώναξε, περισσότερο για να πάρει θάρρος ο ίδιος και όρμηξε στον πιο κοντινό του. Την ίδια ώρα ο Αποστόλης περνούσε σαν αδιάφορη κατολίσθηση από σπασμένα γυαλιά και καμένα ράφια για να φτάσει την Κάτια.
Οι σφίχτες ξέρουν, πάντα καλύτερα, πως παίζονται αυτά τα παιχνίδια, γιατί οι σφίχτες περνάνε ώρες ολόκληρες στην προετοιμασία. Ζουν για τη στιγμή που θα ρίξουν ξύλο, καταπίνουν τα κιλά στα γυμναστήρια υπολογίζοντας σπασμένες μύτες, εξασκούνται στο kick boxing μετρώντας ραγισμένα χέρια κάτω από τις μπότες τους. Γι΄αυτό κατάλαβαν γρήγορα πως οι άλλοι πήγαιναν να ξεθαρρέψουν και χωρίστηκαν σε δυάδες. Κάποιος πέρασε πίσω από την πλάτη του Πέτρου, όταν εκείνος σημάδευε τ΄αρχίδια του αντιπάλου του, με τη μύτη του παπουτσιού. Αυτός ο κάποιος κατέβαζε ήδη το γκλοπ του στο κεφάλι του Πέτρου –αν ήταν λίγο πιο γρήγορος θα είχε γλιτώσει τον δικό του από την κλωτσιά –αλλά δεν ήταν. Ο Πέτρος έχασε την ισορροπία του και προσπάθησε να παρασύρει τον διπλωμένο σφίχτη απέναντί του. Κι ο Αποστόλης, μια από τα ίδια –έπεσε στη δυάδα υποστήριξης του τύπου που χαστούκιζε την Κάτια, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει σημαντικά. Αυτό το ντουέτο είχε κάτι χοντροκομμένες αλυσίδες που έσκαγαν στους ώμους του Αποστόλη, εντάξει, δεν έτρεχε τίποτα –ο Αποστόλης το έπαιζε αδιάφορος, προσπαθώντας να φτάσει τον στόχο του. Μάταια. Όχι πως οι τύποι με τις αλυσίδες έκαναν καμιά σπουδαία δουλειά –απλά ο στόχος είχε σταματήσει να ασχολείται με την Κάτια και σήκωνε την είσπραξη από το ταμείο. Η Κάτια βρισκόταν στα πόδια του, κουλουριασμένη σε εμβρυακή στάση και, μάλλον, είχε πάθει σοκ.
Η κατάσταση θα μπορούσε και να είναι αναστρέψιμη –το μόνο που χρειαζόταν ήταν να καθυστερήσουν τους φασίστες -λίγα λεπτά ακόμα. Μετά, όλο και κάποιος από τα γειτονικά μαγαζιά θα έτρεχε για βοήθεια. Γι’ αυτό ο Πέτρος τράβηξε μια κουτουλιά στο στόμα του πεσμένου και προσπάθησε να σηκωθεί με το πλάι. Ήταν, βλέπεις, κι ο καργιόλης που ανεβοκατέβαζε το γκλοπ πάνω του –ψάχνοντας για σημεία που ματώνουν. Έχοντας για σημάδι την πλευρά από όπου ερχόταν ο πόνος, πετάχτηκε απότομα ο Πέτρος. Λίγο ακόμα και θα βρισκόταν μακριά από το γκλοπ –αλλά είχε ξεχάσει τον επικεφαλής. Ο οποίος τον περίμενε με ανοιχτές αγκάλες και οπλισμένο σουγιά –σαν μαλάκας έπεσε πάνω του ο Πέτρος κι έφαγε μια επιπόλαιη που διέλυσε το πουκάμισο και άφησε ένα γερό τσούξιμο στο στομάχι. Ασυναίσθητα έβαλε τα χέρια του χαμηλά, σκέφτηκε κιόλας «μαλάκα χοντρύναμε –παλιά θα έβρισκε αέρα κι όχι μπάκα ο κερατάς», με όλα αυτά βρέθηκε μπόσικος και έφαγε δυο γερές από το γκλοπ κατάφατσα. Άρχισε να καταπίνει αίμα ανακατεμένο με δόντια –ημιλιπόθυμος, ενώ ο Αποστόλης άρπαζε τον κοντό από το λαιμό.
«Γυναίκες βαράς ρε ξεφτίλα;» ήταν το μόνο που πρόλαβε να πει ο Αποστόλης. Μετά σωριάστηκε νιώθοντας τις αλυσίδες να σκάνε εκκωφαντικά στ’ αυτιά του.
Ο πελάτης είχε καταφέρει να συρθεί έξω από το μαγαζί –όταν στήθηκε στα πόδια του ένιωσε να λούζεται από κομμάτια γυαλιού καθώς η μπροστινή βιτρίνα κατέρρεε. Έτρεξε κοιτάζοντας πίσω –δεν είχε προλάβει να βγει στον δρόμο όταν έπεσε πάνω σε έναν πιτσιρικά με παπί. Ο θόρυβος έβγαλε όλους τους γείτονες από τα μαγαζιά τους, μέχρι και οι θαμώνες του ουζερί -100 μέτρα παρακάτω –πετάχτηκαν έξω. Και ήταν αυτό που γλίτωσε τους σακατεμένους στο βιβλιοπωλείο από τα χειρότερα.
Οι σφίχτες πετάχτηκαν έξω για να σκορπίσουν σε αντίθετες κατευθύνσεις, όχι δυάδες αλλά τριάδες αυτή τη φορά. Το μαγαζί μύριζε καμμένο χαρτί και οι άνθρωποι έγλυφαν μεταλλικό αίμα. Πρώτος σηκώθηκε ο Αποστόλης -πήγε κατευθείαν πάνω στην Κάτια.
«Είσαι καλά;» τρέμοντας, αλλά η Κάτια δεν απαντούσε. Ένα χαμένο βλέμμα μαζί με παγωμένο αίμα στα χείλια. Παγωμένη γενικώς –ο Αποστόλης την έβγαλε έξω με το ζόρι, κάποιοι μαζεμένοι την σκέπασαν με μπουφάν.
Ο Πέτρος δεν μπορούσε να σηκωθεί με ευκολία –τα κατάφερε όμως να βγει έξω μπουσουλώντας. Οι μαζεμένοι τον βοήθησαν να σταθεί στα πόδια του –ο κόσμος γέμιζε το πεζοδρόμιο μουρμουρίζοντας, περίεργοι στη θέα του αίματος, πρόθυμοι να συμπαρασταθούν όταν η ανάγκη είναι μικρότερη.
Ο Αποστόλης αγκάλιασε τον Πέτρο –δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει ποιος από τους δυο τους είχε μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης. Κι ο Πέτρος τον κοίταξε χαμογελώντας. Τρόπος του λέγειν έτσι; Γιατί τα βλέφαρά του είχαν κολλήσει από το αίμα και το σαγόνι του κρεμόταν. Άγγιξε την παλιά ουλή –εντάξει, κι αυτή είχε ανοίξει πάλι. Θυμήθηκε ότι, από το πρωί, απλά χρειαζόταν μια καλή μέρα. Με πωλήσεις, κόσμο να μπαινοβγαίνει, παραγγελίες –να ξεκολλήσει το μυαλό. Θα γελούσε κιόλας –όχι τώρα, κάποτε, όταν μπορούσε. Γιατί δεν είχε πια βιβλία στα ράφια για να πουλήσει και από κόσμο –μια χαρά. Μπήκαν, έκαψαν, βάρεσαν, βγήκαν –δεν είχε κανένα παράπονο από τον κόσμο. Γέλασε –δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Αλλά το σαγόνι του κρέμασε ακόμα περισσότερο κι ήταν ένας πόνος που τράνταξε το στέρνο του –ανυπόφορος. Γι΄αυτό λιποθύμησε με δόξα και τιμή.
Ο Αποστόλης τον ένιωσε να πέφτει, αλλά δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει. Απελπίστηκε. Μετά πρόσεξε πως η Κάτια έτρεμε στα χέρια των περαστικών -και δεν ήταν μόνο αυτό. Η Κάτια κοίταζε χαμένα προς το μέρος τους και κατουριόταν. Έβλεπε τα υγρά να σκουραίνουν τον καβάλο του τζιν της, δεν ήθελε να βλέπει –αλλά δεν μπορούσε –τα υγρά να τρέχουν από τα μπατζάκια της.
Εκείνη την ώρα έβαλε τα κλάματα ο Αποστόλης. Κι ανάμεσα σε αίματα, δάκρυα, μύξες μουρμούρισε «εσύ, που το έκανες αυτό, θα πεθάνεις στα χέρια μου αλήτη». Ο Αποστόλης ήταν διδάκτορας χωρίς θέση στο Πανεπιστήμιο και επιμελητής χωρίς βιβλία στον εκδοτικό οίκο. Ήταν επίσης και ερωτευμένος χωρίς σημάδια ανταπόκρισης στη ζωή. Γι’ αυτό ήξερε πως εννοούσε κάθε λέξη που είχε πει –γιατί, για πρώτη φορά, μύριζε τον θάνατο στα νεφρά του.
(συνεχίζεται όσο αντέχεται)
Έμφυλη βία
-
*Λίλια Τσούβα, Γοβάκια από Πάγο, εκδ. Κουκίδα, 2024*
Μια στρίγγλα, κακομίλητη και κυριαρχική – μια κανονική μέγαιρα. Είναι η
εικόνα που κάθε φορά ανα...
Πριν από 1 εβδομάδα
30 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Γαμώτο..είχα πολύ άσχημη μέρα και δεν περίμενα να διαβάσω τέτοιο ποστ..η σκηνή της Κάτιας είναι πολύ έντονη.
Συνέχισε κι ας μου κάνεις το στομάχι χάλια.
πίσω από τις λέξεις κρύβεται ο Αλέξης; αλήθεια το μικρό του Κατσούλα Αλέξης είναι;
Το γράφεις μόνος σου ή είσαστε πολλοί (κάτι σαν το μυθιστόρημα των τεσσάρων)?
Συνέχισέ το, εμένα μου αρέσει πάρα πολύ.
Αυτός ο Πέτρος, βρε παιδάκι μου, είναι τόσο αληθινός "βγαλμένος από τη ζωή" ...
καταρχάς γέλασα πολύ με το "φλάινγκ". ρε ολντσκουλά φλάι λέγονται τα μπουφάν. Τα πρωτοπροβάρισε η θύρα 4 με την πορτοκαλιά μεριά τους αρχές 90.
κατα τ' άλλα τι να πω; γαμάτο είναι. Ψάξε και ΄συ για καμιά "Σήμανση"
Συγνώμη ρε ampot -κι από εδώ άσχημα είναι, όπως προειδοποίησα. Τι σκατά,επιδημία έχει πέσει; Ο ιός της μούχλας;
Για την ακρίβεια είναι Άκης, αγαπητή μου bitch, αλλά ψάχνω να το αλλάξω γιατί μπορεί να το δει ο αληθινός και να με καθαρίσει.
athina μόνος κι έρημος. Είχα προτείνει και σε άλλους δύο αλλά με φτύσανε. Μόνος το γράφω, μόνος το διορθώνω, στο τέλος και μόνος θα το διαβάζω μου φαίνεται.
Αλήθεια ποιό μυθιστόρημα των τεσσάρων προτιμούσες; Το παλιό ή το νέο; Εγώ πάντως τα θεωρούσα ψιλοφόλες και προτιμώ το μυθιστόρημα των δύο (Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο και Μάρκος -Ανήσυχοι νεκροί). Πολυλογώ τώρα ή μόνος μου μιλάω;
Ρε Στομάχη -γαμώ τη Σαλονίκη σας μέσα. Τα φλάινγκ τα φοράγανε τα σκίνια στην Αθήνα από την εποχή που ήσουνα κοντότερος από την κόρη μου. Μέχρι και η ΝΟΠΟ του βάζελου τα φορούσε -που με το ζόρι την πρόλαβα. Το "μέσα έξω" τα φορούσατε εσείς εκεί πάνω ρε παλαβέ.
Υ.Γ.: Έχω βρει Σήμανση, μην αγχώνεσαι. Μόνο που ήταν κανονική -με φωτογραφίες και αποτυπώματα. Μου φτάνει αυτή.
χοχοχεχα δηλαδή άλλα τα φλάινγκ και άλλα τα φλάι να πούμε;
οι βίαιες σκηνές είναι εκπληκτικά δοσμένες.Νιώθεις το αίμα..
Το παλιό ήτανε καλύτερο, όταν τελειώσω (σεις) με το δικό θα διαβάσω και το μυθιστόρημα αυτό των δύο.
Προς το παρόν "σε διαβάζω" όπως έλεγε και ένας φίλος μου όταν τύχαινε και γνώριζε κανέναν δημοσιογράφο ή λογοτέχνη
Αγριεύουν τα πράγματα και μ'αρέσει, καταπληκτικές περιγραφές, συνέχισε...
Ωραία τα λογοτεχνικά παιχνίδα των τεσσάρων γενικά αλλά πάντα νοιώθω ότι κάτι λείπει.
Συνέχισε μόνος σου, εσύ ξέρεις καλύτερα.
Ρε Στομάχη ξέρω γω; Μάλλον τα ίδια είναι -αλλά τα λέμε αλλιώς εμείς οι χαμουτζήδες. Εσείς, μπορείτε άμα θέλετε να τα λέτε και μπουγάτσες με μουσαμά. Ταιριάζει και με το περιεχόμενο.
cherry, μακάρι γιατί δεν έχω και πολύ γραπτή εμπειρία σε τέτοιες σκηνές.
athina διάβασε πρώτα αυτό των δύο (ο Μάρκος είναι ο γνωστός σαμπκομαντάντε των Ζαπατίστας) και μετά διαβάζεις τις σαχλμάρες μου. Για τους δημοσιογράφους και τους λογοτέχνες έχω τη χείριστη γνώμη. Εξαιρούνται καμιά δεκαριά που τους λατρεύω (άρα δεν μπορώ να τους κρίνω) και η cherryfairy που την ξέρω και είμαι τυχερός γι΄αυτό. Α, ναι -όντως το παλιό ήταν καλύτερο και οι παλιοί ήταν καλύτεροι. Καλύτερο -όχι καλό. Αλλά είχε τη φάση του με εκείνον που άλλαζε το όνομα της ηρωίδας γιατί δεν γούσταρε αυτό που χρησιμοποιούσαν οι υπόλοιποι.
Epsilon, μόνος μου έτσι κι αλλιώς. Νομίζεις οτι είναι πολλοί που με αντέχουν εκτός από την Tomboy που είναι ηρωίδα;
εγώ όταν με λες συγγραφέα-σκάω στα γέλια.
Μωρέ η Μαντώ Μαυρογένους είναι αλλά μην το κάνουμε και θέμα.
Άσε τα comments τώρα και γράφε.
Συνέχισε... μόνο πρόσεχε, "ανοίγεσαι" πολύ, αυτό δεν ξέρω που θα σε βγάλει και το κακό είναι πως δεν το ξέρεις κι εσύ, αλλά από την άλλη δεν έχει πλάκα αλλιώς η ζωή.
Για το ντάνη δεν έχω να σου πω πολλά, είχα βρει τυχαία σ ενα παζάρι ένα παλιό του βιβλίο πριν χρόνια και κατόπιν γνώρισα ενα μοτοπαππού που μόλις το δε ενθουσιάστηκε και βάλθηκε να μου εξηγεί τη κυψελιώτικη ζωή του.
Στο τέλος με δάνεισε το "Ελένης Νήσος" (κλικ?) καθώς κι ένα κάρο άρθρα από σκονισμένα μοτό της εποχής με τη στρογγυλή ράχη (κλακ?). Από τότε ψάχνω άλλα βιβλία του ή άρθρα -χωρίς τύχη- γιατί μου προέκυψε κόλλημα (ένα από τα πολλά).
Παρατηρήσεις σκληρές θα φας στο επόμενο επεισόδιο so Thats all folks!
Cherry - λογοτέχνη σε είπε ο άνθρωπος. Λογοτέχνη.
Κουμπάρε, αυτή την Druuna (στον κουμπάρο μου μιλάω, περίμενε εσύ) μήπως "την γνωρίζουμε από κάπου;"
Πως τα πέταξε έτσι κι έφυγε; Τί hit & run ήταν τούτο;
Τώρα πες. Αν και φοβάμαι τί θα έρθει πάλι.
και με το λογοτέχνη γελάω!
cherry, υπολογίζω σε κανένα χρονάκι να σε λένε και πολλοί άλλοι ακόμα και τότε θα το παίζω ωραίος που σε ξέρω. (Πάντα έχω ένα ταπεινό κίνητρο πρόχειρο αγαπητό μου παιδί, χε, χε.)
Κουμπάρε νάτα και τα ευχάριστα, νάτα και τα ευχάριστα. Πρόσεξέ με τώρα:
druuna, από το τέλος προς την αρχή γιατί διαβάζει και ο κουμπάρος. Αν ψάχνεις άρθρα του Ντάνη από την εποχή που το ΜΟΤΟ είχε στρογγυλή ράχη, αλλά και από την εποχή που η ράχη έγινε πλακέ -με κίνδυνο να χαθεί όλο το παραμύθι (κι αυτό έγινε αργότερα) -τα έχω στη βιβλιοθήκη μου. Χαρίζω φωτοτυπίες αλλά δεν δανείζω περιοδικά. Πολλά τα κλικ και τα κλακ -οπότε θα τσιμπήσω με χαρά. Στην τελευταία εποχή του Φώτου στο ΜΟΤΟ, αν κοιτάξεις στην επόμενη σελίδα θα δεις την αφεντιά μου. Το μοιραζόμασταν το αποψάδικο για κανένα χρόνο, μπορεί και περισσότερο.
Ωραίος ο Ντάνης, παλιός με τα όλα του -καμιά σχέση μ΄εμένα και τους δικούς μου. Παλιότερος λέμε.
Τα βιβλία του δεν τα έχω -νομίζω πως το Ελένης Νήσος ήταν το καλύτερο, αλλά έχω διαβάσει μόνο 2 και θυμάμαι πως είχε βγάλει 3. Μπορεί και να κάνω λάθος -το γαμημένο το Αιζενχάουερ φταίει.
Και συνεχίζω προς την αρχή -δίκιο έχεις ανοίγομαι πολύ και δεν ξέρω το παρακάτω αλλά χέστηκα. Τρεις μαλάκες έχει η ιστορία, δική τους είναι ας την ξεμπερδέψουν. Το πολύ πολύ να μου την παρατήσουν στη μέση και να το ρίξω στο αλλαξοκώλιασμα α λα Παπακαλιάτης.
Με πίστεψες; Ούτε κι εγώ.
Μάθε λογο-τέχνη κι άστηνε, παιδί μου.
Ρε ΜΒΟΥ δε θέλω να τελειώσει αυτή η ιστορία ποτέ. Μιλάω σοβαρά, για το κείμενο αυτό δεν κάνω σχόλια γιατί μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι κολακεύω κλπ
Μπράβο Numb. Μπράβο.
Συγχαρητήρια.
Μόλις γέννησες τον νέο Φώσκολο.
Θ' αρχίσει τώρα να τους πεθαίνει, να τους ανασταίνει, να εμφανίζει χαμένες κόρες, πατεράδες και μπατζανάκηδες, θα πάει κόρη με πατέρα, εγγονός με γιαγιά, χαμένα αδέρφια μεταξύ τους, μπάτσος με πρεζάκι, Vice President με θυρωρό.
Μέχρι που θα μας λέει κάθε μέρα που κυμαίνεται η προνομιακή και η κοινή της Giant.
Σε παρακαλώ... Τα προσέχουν αυτά.
Οι περιγραφές των σκηνών βίας και τα επακολουθα ήταν εξαιρετικες. Δεν ειναι ευκολο. Ηταν εντυπωσιακά αληθινες.
Μύρισα αίμα και ήρθα. Μπράβο ρε, συγχαρητήρια, ήταν ότι χρειαζόμουν, τι να σου πω είσαι και φίλος! Φτου σου!
ΥΓ: Θα σε κρατήσω φίλο όμως για να λέω ότι σε ήξερα πριν γίνεις γνωστός συγγραφέας :-DDD
!!!
Όσο πάει μ'αρέσει και περισσότερο.
Άκου πως θα γίνει: Θα γράψει τρομερά Best Sellers (όπως λέμε Peter Sellers), Θα γράφει με ψευδώνυμο Υβόννη Ψαριανού, θα κυκλοφορεί στα Εξάρχεια με παλτό, κασκόλ και πλεκτά γάντια, θα αφήσει αραιό μούσι, θα καπνίζει άσσο κασετίνα, θα τρώει το μεσημέρι στον μπαρμπα Γιάννη (έξω όμως χειμώνα-καλοκαίρι), θα πάρει ένα πεκινουά που στα καλά καθούμενα θα χαλάει τον κόσμο, και μετά θα τον πάρει ένας φίλος του να πάνε κρουαζιέρα. Από εκείνη την στιγμή, αγνοούνται τα ίχνη του. Και πολλών άλλων.
Μόνο το πεκινουά θα μείνει στον μπαρμπα Γιάννη.
καλυτερο απο τα προηγουμενα. κυλαει και περιμενω την εκδικηση αλλα πιατο καυτο οχι κρυο με χαμογελο ικανοποιησης. καλυτερα με πολλα κρακ και ουλες. τα μουνοπανα.
φιλε godot αλλος τον γεννησε αλλα ποιος τον εσπειρε. ναι κυριοι παιρνω την ευθυνη.
Numb κολάκευε και λίγο ρε αγόρι μου! 50 ευρώ το σχόλιο μου στοιχίζεις κι άλλα 10 μου παίρνει ο Στομάχης για να κάνει τον μεσάζοντα!
Giant κοινές, Αθήνα 175 ευρώ, Νέα Υόρκη 220 δολλάρια, Τόκιο 0 γιέν.
Giant προνομιούχες,Αθήνα ένας Χόχο, Νέα Υόρκη 3 μπουκάλια λακ Σπυρόπουλου, Τόκιο μια Σελήνη (το σελίνι).
Κάτι έλεγες κουμπάρε και δεν σε πρόσεξα;
lex ευχαριστώ. Θα είναι επειδή τις τρώω συχνά. Μάλλον.
Σέξπυρ, ζήτησα κι από την ambot συγνώμη στην αρχή. Αλλά τι να περιμένεις τη σκατομέρα που βγήκε; Αν είναι να περιμένεις όταν θα γίνω διάσημος για να το λες ... σώθηκες! Όταν γίνει αυτό θα έχουμε και οι 2 Αλτσχάιμερ -στην καλύτερη περίπτωση.
sorry, λέγε μου τέτοια γιατί οριακά είμαι να με πιάσει η μουργέλα μου.
"Η ζωή, οι έρωτες και οι αιμορροϊδες της Ζηνοβίας Πουλάκη", από την Υβόννη Ψαριανού. Πρόκειται για το τελευταίο μέρος της τριλογίας, με τον γενικό τίτλο "Μπέναλντυ ήντονε ρέι!" που η μυστηριώσης συγγραφέας ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Τα ίχνη της χάθηκαν ξαφνικά -στο λιμάνι του Πειραία πλησίον του Μεγάρου του ΟΛΠ. Αν γνωρίζετε κάτι για την ατυχή συγγραφέα επικοινωνήστε με τον Ταράς Μπούλμπα -ημίαιμο ράτσας πεκινουά.
Κάτι έγραφες ρε κουμπάρε; Πέσανε πολλά τα σχόλια και δεν το πρόσεξα ρε γαμώτο!
marquee και να μην την έπαιρνες θα στη φόρτωνα -τι δηλαδή, μόνος θα το φάω το ξύλο; Χάνουν ποτέ τα μουνόπανα ρε αδερφέ;
χανουν απο αλλα μουνοπανα. ή απο καποιους που αποφασιζουν να γινουν για λιγο μουνοπανα. και χανουν και ασχημα.
υγ. δεν ξεχασα κανενα αλλα ειμαι στις πολυ κλειστες και σφιχτες γενικως, αν με καταλαβαινεις. που με καταλαβαινεις.
Πολύ σωστή η ιδέα σου. Να ρωτήσω και τα παιδιά όμως. Καθότι, θέλει πάτο για να μουνοπανιάσεις και δεν ξέρω αν αντέχουν.
Υ.Γ.1.: Καταλαβαίνω, αλλά για τις κλειστές είναι οι φίλοι. Εγώ θα στα λέω;
Υ.Γ.2: Να σε νιώθω ρε!
hey motorcycle boy
Είμαι ο Φώτος, ο Ντάνης Φώτος. (Πώς λέει Bond, James Bond?)
Ο Ματ Ντίλον ποτέ δεν ήτανε ωραιότερος, ο Μίκυ Ρουρκ "έγραψε" ελάχιστα ακόμη χρονάκια.
Γράφω, για να σου πω ότι συνεχίζω - ακόμη - γενναία στο www.mrbike.gr.
Γράφω, για να σου πω ότι ετοιμάζω το δεύτερό μου μυθιστόρημα, (και τέταρτό μου βιβλίο).
Ύστερα από αυτό, θα εκδώσω ο ίδιος μια επιλογή από ΟΛΑ τα μοτοσυκλετικά κείμενά μου, for my fans only!
Να είσαι καλά
Ντάνης
Πόσα χρόνια φίλε μου! Μπορεί να μη γνωρίζομαι λόγω ψευδωνύμου αλλά μια εποχή μοιραζόμασταν τις Απόψεις στο ΜΟΤΟ και τις απόψεις μας με το ΜΟΤΟ.
Θα έρθω να σε ψάξω εκεί που συνεχίζεις και περιμένω το δεύτερο μυθιστόρημά σου μετά το Ελένης Νήσος. Στο μεταξύ, ρίξε κάνα μέιλ στη διεύθυνσή μου να τα πούμε κι από κοντά -έχουμε νομίζω 3 μπύρες κουβέντες να κάνουμε!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!