1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά
2. Ένα τσιγάρο υπόθεση
3. Ρόδες γυρίζουν στον αέρα
4. Συνθήκες βρασμού
5. Μαυρισμένες σελίδες, λιωμένα εξώφυλλα
… «αυτή είναι η ιστορία ενός Τυφώνα/ ο κόσμος, οι Αρχές ήρθαν και τον κατηγόρησαν/ για κάτι που δεν είχε κάνει./ Τον πέταξαν σε ένα κελί, αλλά κάποτε κόντεψε να γίνει/ πρωταθλητής κόσμου» …
Ο Πέτρος τεντώθηκε στο γρασίδι και πάλεψε φιλότιμα να σταθεί στα πόδια του. Σιγά μην τα κατάφερνε με τόσο ήλιο! Άσε που ανακάλυψε μια τσίχλα κολλημένη στο παντελόνι του. Ξανακάθισε κοντά στους υπόλοιπους –με τι βγαίνει η τσίχλα;
«Δεν κλείνει κάποιος τα κωλομεγάφωνα; Από το πρωί παίζουν την ίδια κασέτα –το κέρατό μου μέσα», μούγκρισε ο Κώστας.
«Εκλογές αγόρι μου. Πως θα μπούμε σε αγωνιστικό κλίμα;» απόρησε ο Άρης.
«Ας βάλουν Ξυλούρη τότε ρε μαλάκα. Τι μας έχουν γανώσει τα αυτιά με Dylan;» νευρίασε περισσότερο ο Κώστας.
«Καλά -χαπακωμένος είσαι; Προτιμάς Ξυλούρη από Dylan;» συντήρησε το κορδόνι των ερωτήσεων ο Πέτρος.
«Ναι ρε –προτιμώ. Ξέρεις τι έχω τραβήξει εγώ με Dylan; Ξέρεις;» σήκωσε τους αγκώνες από το γρασίδι ο Κώστας.
«Άστον μωρέ. Θα μας πει πάλι την ιστορία με την Έφη –που ήθελε να την πηδήξει και την πήγε στου Γιώργου του Βασιλιά. Επειδή τώρα ο Κωστάκης τυγχάνει να είναι κόπανος, δεν κοίταξε τι είχε μέσα το κασετόφωνο πριν πατήσει το πλέι. Και είχε Dylan –οπότε, πήγαν τζάμπα τα κεράκια και τα λικεράκια. Τους βγήκε η επιθετικότητα, πλακώθηκαν στην πολιτική ανάλυση, τσακωμένοι έφυγαν στο τέλος… Να σου πω ρε βλάκα –επειδή δηλαδή εσύ δεν γάμησες θα την πληρώσει το φοιτητικό κίνημα;» ξεκαρδίστηκε ο Άρης. Αλλά για λίγο. Γιατί μετά έπεσαν κάτι καφέδες σε πλαστικό κυπελάκι, κάποιες γόπες ιπτάμενες –έπεσε το επίπεδο γενικότερα, θα μπορούσαμε να πούμε.
Μία και μισή, μεσημέρι στο γρασίδι της σχολής και δεν είχε ανοίξει ακόμα το εστιατόριο. Ο Άρης καθάριζε τους καφέδες από τη στάμπα «Sid is dead» στη μπλούζα του –ο Sid είχε αρπάξει μια έξτρα γόπα δίπλα στη μύτη και φαινόταν να ενοχλείται περισσότερο από αυτό, παρά από το περίστροφο στον κρόταφό του. Ο Πέτρος με τον Κώστα σχολίαζαν τις κοπέλες του Αγώνα που κάθονταν σταυροπόδι στο κομματικό τραπεζάκι, έβριζαν κιόλας που οι αφίσες έκοβαν τη θέα των ποδιών τους.
Εκλογές πλησίαζαν στη σχολή και ο αέρας ήταν γεμάτος χαρτί. Πανώ κρεμασμένα στα παράθυρα του αμφιθέατρου, αφίσες απλωμένες σε σκοινιά σαν μπουγάδες, προκηρύξεις στα παγκάκια –ακαταστασία. Και τραπεζάκια παντού. Συζητήσεις με πολιτικό περιεχόμενο μπερδεύονταν με φοιτητικά αιτήματα και ποδοσφαιρικά συνθήματα. Οι «Πανσπουδαστικάριοι» κυκλοφορούσαν με άγριο μάτι –αυτό της εξουσίας που δεν θέλει να χάσει. Σε λίγο θα άρχιζαν πάλι οι ντουντούκες κι αν υπολογίσεις τα μεγάφωνα που έπαιζαν μουσική, ανακατεμένη με τσιτάτα –έχεις τον ορισμό του πονοκεφάλου. Κάποιοι καθηγητές περνούσαν από τα τραπεζάκια για την επίδειξη του απαραίτητου ενδιαφέροντος –οι εκπρόσωποι των φοιτητών συμμετείχαν, βλέπεις, και στις Συνελεύσεις της Συγκλήτου.
«Κοίτα τον μαλάκα τον Γεωργιάδη, γλύφει τους Πασπίτες», κούνησε το κεφάλι του ο Άρης. Ήταν ο μόνος όρθιος, με βρώμικο μπλουζάκι και προνομιακή θέα.
«Τι περιμένεις ρε –επίκουρος δεν είναι; Γλύφει παντού. Μέχρι και σε μας θα έρθει στο τέλος», σχολίασε ο Πέτρος.
«Πώς να έρθει σε μας ρε κόπανε; Αφού δεν έχουμε τραπεζάκι», απόρησε ο Κώστας.
«Θα μας βρει μην αγχώνεσαι. Πάντα σε βρίσκουν αυτοί. Μην ξεχάσεις μόνο να τον ρωτήσεις αν σε πέρασε στην Οικονομική Θεωρία», είπε ο Πέτρος.
«Ναι, βέβαια –τώρα που θα γίνουμε εξουσία, να το εκμεταλλευτούμε όσο μπορούμε», απάντησε ο Άρης, μισοκλείνοντας τα μάτια του –το έκανε πάντα όταν ήθελε να δει μακρύτερα.
Οι άλλοι δυο τον κοίταξαν άγρια.
«Κανόνισε να μας κάνεις να τρέχουμε στο κυλικείο για καινούργιους καφέδες –φαίνεται δεν σου έφτανε το πρώτο μπουγέλο», απείλησαν τα 2/3 της παρέας. Και θα το έκαναν -βαριόντουσαν ακόμα και να ζήσουν εκείνη την ώρα, απλωμένοι στο γρασίδι, αλλά, όταν ο σκοπός είναι ιερός η σωματική διάθεση προσαρμόζεται.
Ο Άρης εξακολουθούσε να απασχολεί τα μισόκλειστα μάτια του κάπου μακριά. Ήταν κι ένας βλαμμένος ήλιος που τον εμπόδιζε –η κεντρική είσοδος της σχολής διακρινόταν αχνά, φλουταρισμένη και αεικίνητη.
«Ρε μαλάκες, ο Απροσάρμοστος δεν είναι εκεί κάτω; Τι κάνει ο άνθρωπος με το κατσαβίδι στην καγκελόπορτα;»
Οι άλλοι αδιαφόρησαν πλήρως. Τον ήξεραν τον Απροσάρμοστο από το πρώτο έτος –όταν έσκασε με διαφορετικά κορδόνια στα Doc Martins και έκανε ολόκληρη φασαρία προκειμένου να κουβαλήσει το ποδήλατό του μέχρι το αμφιθέατρο. «Μα που το πάτε το ποδήλατο συνάδελφε;» τον ρωτούσε ένα γεροντάκι καθηγητής φιλοσοφίας. «Θέλω να το έχω μαζί μου –μη μου το κλέψουν. Δεν ξέρετε εσείς τι αρπάχτρες κυκλοφορούν μεταξύ του διδακτικού προσωπικού» τραβολόγαγε το ποδήλατο ο Απροσάρμοστος -«μα τι είναι αυτά που λέτε συνάδελφε;» αλληθώριζε ο καθηγητής, αλλά ο τύπος ήταν αμετάπειστος -«γιατί; εδώ κάνουν λογοκλοπές και αρπάζουν πνευματικά δικαιώματα –σε ένα ποδηλατάκι θα κολλήσουν;» Έτσι τον πρόσεξαν τον Απροσάρμοστο και άρχισαν να κάνουν παρέα μαζί του. Και γι’ αυτό δεν έδειξαν ενδιαφέρον για το τι έκανε στην καγκελόπορτα, με το κατσαβίδι. Κάτι θα του είχε κολλήσει πάλι –σύντομα θα τους το εξηγούσε από κοντά. Γιατί να σηκωθείς όταν το γεγονός θα έρθει να σε βρει από μόνο του;
«Σηκωθείτε ρε –του την έχουν πέσει από δίπλα οι Πανσπουδαστικάριοι!» φώναξε ο Άρης και έριξε ένα καλό τροχάδην –χωρίς να κοιτάξει αν τον ακολουθούν οι άλλοι. Θα τον ακολουθούσαν, αυτό ήταν σίγουρο. Γιατί έτσι είναι η παρέα –πίσω σου και δίπλα σου, δεν φοβάσαι για τις πλάτες σου όσο υπάρχουν αυτοί. Πράγματι –οι «αυτοί» ακολουθούσαν βλαστημώντας τις ιδέες που καρφώνονται στο μυαλό του Απροσάρμοστου και ξεβολεύουν τον υπόλοιπο κόσμο.
Στην κεντρική είσοδο της σχολής επικρατούσε ελεγχόμενος συνωστισμός. Η μεγάλη καγκελόπορτα -«από εδώ θα μας την πέσει το τανκ», έλεγαν οι παλιοί –ήταν ανοιχτή, αλλά το πλαϊνό πορτάκι ήταν κλειδωμένο. Ο Απροσάρμοστος είχε καταφέρει ήδη να περάσει δυο μεταλλικά ελάσματα στα κάγκελα και ήθελε να τα βιδώσει για να στηρίξει μια ξύλινη ταμπέλα στο πορτάκι. Κόσμος σπρωχνόταν γύρω του, αλλά αυτός δεν έδινε μία. Αφοσιωμένος στην αποστολή του ο Απροσάρμοστος –πράγμα που σήμαινε πως σύντομα θα ξεκινούσαν φασαρίες. Οι Πανσπουδαστικάριοι στριμώχνονταν για να τον πλησιάσουν, αλλά δεν είχαν αποφασίσει ακόμα πως θα αντιδρούσαν.
Ο Άρης είχε αρχίσει τις αγκωνιές, «κάντε στην άκρη ρε –το παιδί είναι υποψήφιος της παράταξής μας –κάντε άκρη». Δίκιο είχε, ο Γιαννάκης ο Απροσάρμοστος φιγουράριζε πρώτος και καλύτερος στο ψηφοδέλτιο της ΦΑΑΚ (Φοιτητική Ανεξάρτητη Αριστερή Κίνηση) –ήταν, μάλιστα, αυτός που είχε εμπνευστεί το όνομα της παράταξης, ένα βράδυ στο Βιτόφκσι, όταν έπαιζε το Holidays in Cambodia των Dead Kennedys κι ο Απροσάρμοστος νόμιζε πως, στο ρεφραίν έλεγε «ντοοό φάαααακ» ο Jello Biafra.
Η ΦΑΑΚ είχε δημιουργηθεί αναγκαστικά και γι’ αυτό έφταιγε ο Πέτρος. Βλέπεις, κάποια μέρα είχε αρχίσει μια συνηθισμένα ζωηρή κουβέντα στο καφενείο απέναντι από τη σχολή –ο Πέτρος βριζόταν με κάτι Αγωνίτες για την αυτονομία του φοιτητικού κινήματος και το κομματικό καπέλωμα. Μπήκαν κι άλλοι στην κουβέντα, το μυρίστηκαν κάτι περιπλανώμενοι καθοδηγητές της ΚΝΕ –άδειαζαν οι μπύρες πριν καθίσει ο αφρός και τα Camel γίνονταν στάχτη, πριν έρθουν από το περίπτερο. Οι υπόλοιποι δυο δεν συμμετείχαν ενεργά, βαριόντουσαν κιόλας και ήθελαν να πάνε σε κανένα κοντινό σπίτι –μήπως ξεκλέψουν μερικές ώρες ύπνου, γιατί το βράδυ προβλεπόταν μπαρότσαρκα. Οπότε ο Άρης αποφάσισε να λήξει την κουβέντα, όταν είδε μια ευκαιρία να αιωρείται στον αέρα. Κάποιος Αγωνίτης είχε στριμώξει τον Πέτρο, «όλο λόγια είστε και αμφισβήτηση εκ του ασφαλούς –αν δεν γουστάρετε γιατί δεν κατεβάζετε μια δική σας κίνηση;». Ο Αγωνίτης, καλό παιδί –έπαιζε μουσική σε ένα μπαράκι της Νέας Σμύρνης, πόνταρε στην βαρεμάρα των αμφισβητιών. Παλιό, καλό, δοκιμασμένο κόλπο –«αφού βαριέσαι, άσε μας να κάνουμε εμείς ότι νομίζουμε». Μόνο που στη συγκεκριμένη φάση δεν έπιασε. Ήταν, βλέπεις, το πείσμα του Πέτρου που βρέθηκε κατακόκκινος και στριμωγμένος, ήταν από δίπλα η βαρεμάρα του Άρη που ήθελε να πάρει τέλος η ατέλειωτη συζήτηση -«ναι ρε μάγκα, θα κάνουμε δική μας κίνηση για να σταματήσετε να μας τον φοράτε –και θα έρθουν μαζί μας όλοι όσοι σας έχουν βαρεθεί». Πρώτα το έφτυσε και μετά το σκέφτηκε ο Άρης. Δεν είχε καν προειδοποιήσει τον Κώστα –η δήλωση είχε στρογγυλοκαθίσει κανονικά στο τραπέζι και δεν έδειχνε διάθεση να ξεκουνηθεί από εκεί.Οι Αγωνίτες γέλασαν καλόκαρδα, οι τρεις φίλοι γέλασαν αβέβαια και η σεμνή τελετή πήρε τέλος. Την επόμενη μέρα, πίστευαν πως όλοι θα το είχαν ξεχάσει, αλλά δεν έγινε έτσι.
Η ταμπέλα ήταν του πρύτανη –ποιος ξέρει πως είχε καταφέρει να την βουτήξει ο Απροσάρμοστος. Ήταν μια ξύλινη ταμπέλα, με μεταλλική πλακέτα -πάνω της είχε το όνομα του πρύτανη και το αξίωμά του. Από κάτω ακριβώς βρισκόταν ένα αυτοκόλλητο της Πανσπουδαστικής (Πρώτης Δύναμης). Ο Απροσάρμοστος ήθελε να βάλει την ταμπέλα στο πορτάκι και, σε όσους ρωτούσαν, έδινε ασαφείς, αλλά ακλόνητες απαντήσεις. «Γιατί ρε παιδιά; Δεν είναι πρύτανης ο άνθρωπος; Δεν είναι δική του η σχολή; Και το αυτοκόλλητο τι σας πειράζει; Δεν είναι Πρώτη Δύναμη η Πανσπουδαστική; Τα αυτονόητα λέμε».
Οι Πανσπουδαστικάριοι είχαν μπερδευτεί. Σε όλα δίκιο είχε ο Απροσάρμοστος, αλλά κάτι βρωμούσε στην υπόθεση. Άρχισαν να λένε πως η ταμπέλα είναι κλεμμένη και δεν έχουν βάλει αυτοί το αυτοκόλλητο πάνω της –μαλακίες αμηχανίας εν ολίγοις, που προκαλούσαν το κράξιμο των συγκεντρωμένων. Κι όταν οι Πανσπουδαστικάριοι κράζονται –ρίχνουν ξύλο. Το μυρίστηκε πρώτος απ’ όλους ο Πέτρος, γι’ αυτό βιάστηκε να μπει στη μέση.
«Δηλαδή ρε σεις το πρόβλημά σας είναι μόνο το αυτοκόλλητο; Ε, τότε να το βγάλουμε. Να βάλουμε ένα δικό μας δηλαδή», πρότεινε συναινετικά.
Ο Άρης τον τράβηξε από το μανίκι, «τι λες ρε μαλάκα –αφού δεν έχουμε αυτοκόλλητα». Αλλά ο Κώστας το είχε προβλέψει. Ψαχνόταν ήδη, αδειάζοντας τις τσέπες του μπουφάν του –στρατιωτικό από το Μοναστηράκι –μέχρι που βρήκε μια ξεχασμένη Κουκουρούκου. Την ξεδίπλωσε ηδονικά και έβγαλε το αυτοκόλλητο. Σκέφτηκε κιόλας να ρίξει μια γερή δαγκωνιά –αλλά το μετάνιωσε γιατί η γκοφρέτα είχε γίνει σαν κόντρα πλακέ -ποιος ξέρει από πότε την είχε στην τσέπη του. Ο ηρωικός Γουίλι Κογιότ ποζάριζε νευριασμένος στο αυτοκόλλητο. Μια χαρά τον βόλεψε τον Κώστα, ο οποίος με τελετουργικές κινήσεις, κάλυψε το αυτοκόλλητο της Πανσπουδαστικής με τον ταλαίπωρο ήρωα. Σύμβολο ο Κογιότ –είχε αυτό το μισητό Ροντράνερ που του έσπαγε τα νεύρα και μετά εξαφανιζόταν σαν σίφουνας κι ο έρμος ο Κογιότ μάσαγε δυναμίτες με θρυμματισμένα δόντια. Ο Κώστας έβγαλε ένα μαρκαδοράκι και έγραψε «ΦΑΑΚ» στα πόδια του Κογιότ …
«Εντάξει λοιπόν σύντροφοι –αφού δεν θέλετε να βάλετε το δικό σας αυτοκόλλητο, βάλαμε το δικό μας. Και μην τολμήσει να το βγάλει κανένας γιατί θα γίνουμε κώλος. Δε γουστάρουμε να παρεμποδίζετε την ελεύθερη έκφραση των φοιτητικών παρατάξεων –ξηγημένοι;»
Κάποιοι γελούσαν ανελέητα πιο πίσω -κάτι φρικιά που έμπαιναν στο νόημα πάντα με καθυστέρηση -και οι τρεις κολλητοί καμάρωναν δίπλα στο σήμα τους. Μόνο ο Απροσάρμοστος ήταν μπερδεμένος …
«Δηλαδή η ΦΑΑΚ θα είναι η Πρώτη Δύναμη;» ρώτησε ξύνοντας το κεφάλι του.
«Ναι, κι όποιος δεν γουστάρει φακ οφ –άμα λάχει να ‘ ούμε», ξηγήθηκε μια πανκ μίμηση του Χάρυ Κλυν ο Κώστας.
Οι Πανσπουδαστικάριοι αραίωναν προετοιμάζοντας ανανεωμένες αντιρρήσεις, τα φρικιά χτυπούσαν φιλικά τον Απροσάρμοστο στην πλάτη και οι τρεις βλαστημούσαν που δεν είχαν φωτογραφική μηχανή για να καταγράψουν τις «στιγμές δόξας». Μέχρι που πίστεψαν εκείνη τη μέρα, πως η ΦΑΑΚ θα πάρει περισσότερους από 5 ψήφους –τόσα ήταν τα άτομα που αναφέρονταν στο ψηφοδέλτιο.
«Ρε μαλάκα, τι σου ήρθε να βάλεις την πλακέτα στα κάγκελα;» ρώτησε μετά από λίγο ο Πέτρος τον Απροσάρμοστο.
«Γιατί έτσι είναι η κοσμοθεωρία μου. Πιστεύω δηλαδή πως τα μπουρδέλα θα ήταν πιο λειτουργικά αν είχαν το όνομα της τσατσάς στο κουδούνι. Να ξέρεις ποιον να βρίσεις δηλαδή, άμα δεν σου κάτσει καλά η φάση», υποστήριξε αυτός. Η περίφημη κοσμοθεωρία του Απροσάρμοστου ήταν, βεβαίως, ομιχλώδης και μυστηριώδης. Κανείς δεν μπορούσε να υποστηρίξει βάσιμα πως την γνώριζε. Κι ο Απροσάρμοστος ο ίδιος –μόνο ψήγματα της κοσμοθεωρίας του κατείχε. Σαν αυτό που μόλις μοιράστηκε με τους φίλους του.
«Και τι δουλειά έχει το αυτοκόλλητό μας από κάτω ρε;» ρώτησε ο Κώστας.
«Βασικά πιστεύω πως εκτός από το όνομα της τσατσάς πρέπει να είναι εμφανές και το όνομα του νταβατζή. Γι’ αυτό έβαλα Πανσπουδαστική –αλλά εσείς πήγατε και κολλήσατε το δικό μας. Αυτό μου μπερδεύει την κοσμοθεωρία», είπε σκεπτικός ο Απροσάρμοστος.
«Γιατί ρε μαλάκα; Λαϊκή κατάληψη στα μπουρδέλα. Κάτω οι νταβατζήδες του χτες –ζήτω οι πουτάνες του αύριο. Αυτοδιαχείριση –μπας και σταματήσουμε να τον παίρνουμε καμιά φορά!» φώναξε ο Κώστας και τα φρικιά χειροκρότησαν αφηνιασμένα.
«Έχεις σκεφτεί ποτέ να βγεις σε μπαλκόνι;» ψιθύρισε ο Άρης στον Κώστα καθώς έφευγαν χειροκροτούμενοι από το εκδηλωτικό πλήθος.
«Ναι, μια φορά –αλλά θα με βλέπανε οι γείτονες, οπότε προτίμησα να κατουρήσω στη μπανιέρα», απάντησε εκείνος, εντελώς σοβαρά.
Η παρέα πήρε φαγητά σε πακέτα από το φοιτητικό εστιατόριο, γιατί είχαν να ταΐσουν την Αλεξάνδρα. Βέβαια, θα προτιμούσαν να αράξουν μαζί με κάτι ρεμάλια που ετοιμάζονταν για τη μεγάλη μονομαχία –κανταΐφια εναντίον μπιφτεκιών, αλλά η Αλεξάνδρα, Άλεξ για τους κολλητούς, ήταν υπεράνω όλων. Τη γνώριζαν έξη μήνες περίπου –πρωτοετής αυτή, έπεσε τυχαία στην παρέα των δευτεροετών και από τότε την είχαν προστατευόμενη. Στα ώπα-ώπα. Έτσι έλεγαν, αλλά αποτελούσε κοινό μυστικό ότι και οι τρεις ήταν ερωτευμένοι με την Άλεξ. Εντάξει, ο Άρης τραβιόταν με μια Αγωνίτισσα, κι ο Κώστας προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τι είδους σχέση ήταν αυτή που είχε με τη Μαρία. Αλλά η Άλεξ ήταν κάτι διαφορετικό. Γιατί δεν ήταν από εδώ –κατάλαβες; Και δεν εννοώ πως η Άλεξ ήταν από τη Θεσσαλονίκη (που ήταν δηλαδή –αλλά δεν έχει σημασία), απλά η Άλεξ ήταν από άλλο πλανήτη. Γιατί ήταν αέρας και όχι γυναίκα. Ολόγραμμα –φτιαγμένο πάνω στα καλύτερα πρότυπα, νεκρικά λευκή με κατάμαυρα κοντά μαλλιά –σχεδόν διάφανη. Όταν σε άγγιζε δεν το καταλάβαινες, μόνο δροσιζόσουν. Και μύριζε περίεργα η Άλεξ, σαπούνι και μοναξιά ανακατεμένα –μιλούσε σιγά, ανέπνεε ανεπαίσθητα –αν ανέπνεε, γιατί κι αυτό δεν ήταν σίγουρο. Είχε κάτι σκιστά πράσινα μάτια –μισό λεπτό ήταν το μάξιμουμ που είχε αντέξει στο βλέμμα της κάποιος από την παρέα. Γι’ αυτό ήταν όλοι ερωτευμένοι μαζί της και γι’ αυτό δεν τολμούσαν να της το πουν. Τι να της πουν δηλαδή; «Πώς να μιλήσεις σε έναν άγγελο;» που θα έλεγε κι ο Λου Ριντ αργότερα –αλλά αυτοί το ήξεραν ήδη. Δεν μπορείς να μιλήσεις. Μόνο να βρίσκεσαι κοντά του, να τον προστατεύεις και να ζαλίζεσαι από την αναπνοή του. Αυτά μόνο.
Ο Απροσάρμοστος συμμετείχε στην ερωτική λατρεία της Άλεξ –αλλά με μεγάλα ενδιάμεσα κενά. Από τη μελαγχολική αναπόληση των κινήσεών της περνούσε στην πλήρη άγνοια της ύπαρξής της, ξεφτιλίζοντας κάθε λογική συνοχή.
«Γιαννάκη, θα πάμε φαγητό στην Άλεξ –έρχεσαι;»
«Ποια Άλεξ;» (κατάλαβες τι εννοώ;)
«Πάτα λίγο έδαφος ρε Γιαννάκη. Την Αλεξάνδρα»
«Την πρωτοετή;»
«Ναι»
«Από τη Θεσσαλονίκη;»
«Ναι»
«Α, την είδα πριν από λίγο. Ερχόταν από το Ξενόγλωσσο –μου είπε ότι θα έτρωγε στο εστιατόριο. Να την περιμένετε, λέει, γιατί θα πήγαινε να πάρει αναλυτική από τη Γραμματεία».
Σε άλλη περίπτωση θα έπεφταν σφαλιάρες, αλλά μπορείς να τα βάλεις με τον Απροσάρμοστο; Δεν μπορείς. Άρα, κάνεις τον μαλάκα, βρίσκεις ένα τραπεζάκι και ψάχνεις δικαιολογία γιατί ολόκληρο εστιατόριο τρώει σε πιάτα, ενώ εσύ ταλαιπωρείσαι με πακέτα.
«Τι έγινε ρε; Σας πήραν χαμπάρι τι ζώα είσαστε και σας δίνουν το φαγητό σε πλαστικά;» αυτός ήταν ο κοντός, φιλικός και εντελώς μαλάκας Αντρέας ο Ροδίτης. Κανείς δεν ήξερε αν το «Ροδίτης» ήταν επώνυμο ή προσδιοριστικό καταγωγής και ο Αντρέας το άφηνε αδιευκρίνιστο –για να κάνει φιγούρα.
«Χέσε μας ρε Ροδίτη», είπαν οι τρεις με ένα στόμα, αλλά θα προτιμούσαν να τσιρίξουν «αμάν ρε μαλάκα Γιαννάκη –ειδοποία ρε γαμώτο!».
Η λύση ήρθε μαζί με την Άλεξ και τις φίλες της. Η παρέα δεν τις ήξερε, αλλά μπήκαν στο εστιατόριο μαζί της –μια ομάδα από τέσσερα ντεθιάρικα ξωτικά που ξεσήκωσαν σφυρίγματα λιγούρικης περιέργειας. Έμοιαζαν με την Άλεξ από μακριά, αλλά καμιά τους δεν ήταν σαν την Άλεξ, από κοντά. Γιατί μόνο η Άλεξ μπορούσε να είναι τόσο πολύ … Άλεξ.
«Για μένα τα πακέτα; Αχ μωρέ ήθελα να σας βρω να σας ειδοποιήσω –αλλά το είπα στον Απροσάρμοστο … δεν σας πρόλαβε ε;» Αυτή ήταν η Άλεξ. Τρεις προτάσεις και σταματάς να νιώθεις μαλάκας. Σαράντα βλέμματα θαυμασμού από τα κοντινά τραπέζια και η γκρίνια γίνεται πηχτό σιρόπι από κανταΐφι.
«Σκύψτε, αρχίσανε», ο Απροσάρμοστος άρπαξε τον πρώτο τυχόντα δίσκο για να τον χρησιμοποιήσει σαν ασπίδα –οι κάτοχοι μπιφτεκιών βομβάρδιζαν με απρόβλεπτα γκελ τους χειριστές κανταϊφιών που απαντούσαν ψιλοκρεμαστά. Η παρέα σηκώθηκε για να προστατεύσει τα κορίτσια, οι φιλενάδες της Άλεξ τσίριζαν προσπαθώντας να κρυφτούν κοντά στη τζαμαρία και η Άλεξ ξεκαρδιζόταν. Ένα κανταΐφι μπλέχτηκε στα όρθια μαλλιά της πιο γεματούλας ντεθιάρας –οι υπόλοιπες την καθάριζαν τρομαγμένες. Ο Πέτρος είδε από μακριά κάποιον αχώνευτο Δαπίτη να σημαδεύει προς το μέρος τους. Οι Δαπίτες ήταν σπάνια φρούτα εκείνη την εποχή. Λιγοστοί, καλοντυμένοι και κομπλεξικοί γιατί αποτελούσαν αντικείμενο συνεχούς καζούρας. Κακιασμένοι.
Ο Δαπίτης, καθάριζε ένα κανταΐφι από το πουκάμισό του και ζύγιζε στην παλάμη του ένα μπιφτέκι. Μόνο που δεν σημάδεψε τον εχθρό –ένα φρικιό που έδινε ώθηση στα σιροπιαστά χρησιμοποιώντας το πιρούνι σαν καταπέλτη. Ο Δαπίτης, για κάποιον μυστήριο λόγο έκανε μισή περιστροφή και πέταξε το μπιφτέκι στην Άλεξ. Μόλις που πρόλαβε ο Πέτρος να μπει μπροστά της και να φάει τον συμπυκνωμένο κιμά στα γυαλιά.
«Ρε καργίολη, θα σε σκίσω!» φώναξε ο Κώστας κι ο Δαπίτης πέταξε το δεύτερο μπιφτέκι. Πέτυχε την Άλεξ στο μάγουλο –αυτή δεν έσκυψε καν για να το αποφύγει. Οι τρεις σωματοφύλακες τον πλεύρισαν κολυμπώντας –ανάμεσα στα ιπτάμενα φαγητά.
«Τι τρέχει ρε μαλάκα;»
«Γιατί πετάς μπιφτέκια;»
«Μήπως γουστάρεις να σε βάλουμε να τα φας;» Όλα μαζί αυτά.
Ο Δαπίτης μαζεύτηκε, αλλά όχι όσο χρειαζόταν.
«Γιατί –συμβαίνει τίποτα; Φαγητοπόλεμο δεν παίζουμε;»
«Παίζεις και με την κοπέλα φαγητοπόλεμο ρε;»
«Ποια κοπέλα; Αυτή εκεί τη χαροκαμένη; Αυτή ρε είναι ασορτί με τα μπιφτέκια!»
Τελειώνοντας τη φράση του, έφαγε μια ξεγυρισμένη μπουνιά και του άνοιξε η μύτη. Ο Κώστας έτριβε τις κλειδώσεις του καθώς ο Δαπίτης πάλευε να στηριχτεί στο τραπέζι.
«Είπες τίποτα ρε αρχίδι;» ενδιαφέρθηκε να μάθει, κατόπιν εορτής, ο Κώστας. Οι άλλοι τον τράβηξαν μακριά, «άστον τον γελοίο –δεν αξίζει ούτε για σφαλιάρες».
Η Άλεξ έπιασε τον Κώστα από το μπράτσο και του ψιθύρισε …
«Δεν έγινε τίποτα βρε. Δεν με πόνεσε …» κι ο Κώστας ένιωσε πηχτή ευτυχία να τρέχει από τα μπατζάκια του. Οι άλλοι τον χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη, ήρεμοι πια…
«Μα το μαλάκα … τι του έφταιξε η Άλεξ;»
«Εντάξει, τέλειωσε τώρα, κάτσε να φάμε».
Το γεγονός δεν τέλειωσε όμως. Γιατί ο Δαπίτης έκανε καταγγελία και πέρασαν τον Κώστα από Πειθαρχικό. Αλλά αυτά έγιναν αργότερα. Για την ώρα, η παρέα πάλευε να καταπιεί τα λαστιχένια φαγητά της και προσπαθούσε να εντυπωσιάσει τις, ήδη έκθαμβες, φίλες της Άλεξ. Που ήταν από άλλες σχολές και πρώτη φορά έρχονταν στην Πάντειο, γαμάτα ήταν εδώ, πολλοί ζόρικοι τυπάδες κυκλοφορούσαν κι ας τρόμαξαν λίγο στον φαγητοπόλεμο, αλλά καλά ήταν –το είχαν δει και σε μια ταινία, πως τη λέγανε;
«Τρελό Θηριοτροφείο», μουρμούρισε ο Πέτρος.
Αχ ναι κι έπαιζε ο τύπος από τους Μπλουζ Μπράδερς, ο χοντρός και πως τον πλακώσατε έτσι στο ξύλο εκείνο τον φλώρο! Σα βρεγμένη γάτα τα μάζεψε κι έφυγε!
Τα παιδιά είχαν αρχίσει να βαριούνται. Οι φίλες μιλούσαν σε ρυθμό χέβυ μέταλ –έπρεπε κιόλας να πάνε μαζί τους για καφέ, το είχε κανονίσει ήδη η Άλεξ. Τι να κάνεις; Έτσι ήταν η Άλεξ –δεν ήξεραν αν είχε καταλάβει τίποτα για το πώς ένιωθαν απέναντί της, αλλά τους φρόντιζε. Και τον Κώστα, περισσότερο από τους άλλους –δεν πήγαινε καθόλου τη Μαρία και έψαχνε να του αποδείξει πως χαραμιζόταν με αυτή τη γυναίκα. «Δε λέει Κώστα μου. Είναι μίζερη, σε βαλτώνει. Τι τρέχεις πίσω της; Αυτή δεν έχει αποφασίσει ακόμα αν σε θέλει ή όχι. Ξεκόλλα –έχω δει πολλούς να μπλέκουν έτσι και μετά τραβάνε τα μαλλιά τους. Σαν φίλη σου το λέω εντάξει; Όχι δηλαδή, για να μη νομίσεις τίποτα άλλο». Δε νόμιζε ο Κώστας. Πολύ θα ήθελε βέβαια –αλλά δε νόμιζε. Μωρέ, ας υπήρχε μια πιθανότητα στο εκατομμύριο να τον γουστάρει η Άλεξ κι αυτός, όχι τη Μαρία –τον κόσμο όλο παρατούσε για να πάει μαζί της. Να είναι δίπλα της και να την προσέχει όσο αυτή θα κυκλοφορεί το λευκό φως της στα γκρίζα τοπία.
Η Μαρία εμφανίστηκε εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να αποκαταστήσει την ισορροπία του γκρίζου. Στράβωσε λίγο βλέποντας την παρέα –καινούργιες κοπέλες, πάντα φοβόταν τον συναγωνισμό. Όπως φοβόταν και τους δεσμούς. Όχι, δεν την τρόμαζε ο Κώστας –η μόνιμη σχέση, όμως, ήταν κακό πράγμα. Τους πλησίασε διστακτικά και πιέστηκε να είναι διαχυτική. Το μόνο που κατάφερε, ήταν να κομπλάρει τον Κώστα και να εκνευρίσει τους υπόλοιπους. Για καφέ; Όχι δεν θα ερχόταν –είχε να πάει στο μάθημα. Θα τους έβρισκε μετά -εντάξει; Έσκασε κι ένα φιλί στον αμήχανο Κώστα για να οριοθετήσει την αμφισβητήσιμη ιδιοκτησία της και έφυγε αμέσως μετά.
Στο καφενείο γινόταν «της Βουλής των Ελλήνων». Οι κοπέλες γρήγορα βαρέθηκαν να θαυμάζουν τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και ασχολήθηκαν με τον Απροσάρμοστο. Είχε ειδικότητα στις περίεργες ιστορίες αυτός –για κροκόδειλους σε υπόνομους (αστικούς μύθους θα τα έλεγαν αργότερα αυτά) και για μυθικά τριπς σε ακάλυπτους πολυκατοικιών (ντρόγκα το έλεγαν αυτό –πάντα). Στο τέταρτο πάνω –οι κοπέλες κρέμονταν από το στόμα του, αν δεν ήταν τόσο «αντί» ντυμένος μπορεί και να έκανε κατάσταση με κάποια από αυτές. Αλλά τότε δεν θα ήταν ο Απροσάρμοστος. Αν δεν φορούσε πορτοκαλί ηλεκτρίκ πουλόβερ πάνω από καρώ πουκάμισο, παντελόνι υφασμάτινο με πιέτες πάνω από Martins και τραγιάσκα πάνω από την κομμωτική Μπιενάλε –δεν θα ήταν ο άνθρωπος που προκαλούσε αλλεπάλληλα ρίγη αποστροφής στους ομοιόμορφα ντυμένους, με τα αμπέχονα και τα μαύρα παλτά γύρω του. Κάποτε ο Πέτρος τον είχε ρωτήσει για το στυλάκι του στο ντύσιμο -«αμφισβήτιση, τι άλλο;» είχε πει ο Απροσάρμοστος. «Το πανκ πέθανε, αλλά το θυμόμαστε για να περπατάμε, το νιου γουέιβ δεν υπήρξε ποτέ, αλλά το φοράμε κατάσαρκα και το μπλιτζ μας σκεπάζει για να κρυβόμαστε. Άσε που είμαι αρκούντως φωσφοριζέ, για να μην με πατάνε τα αυτοκίνητα όταν νυχτώνει». Ο Πέτρος δεν είχε επιμείνει περισσότερο γιατί ήταν αδύνατο να παρακολουθήσει τον συσχετισμό μουσικών ρευμάτων με τις ενδυματικές επιλογές του Γιαννάκη του Απροσάρμοστου. Οι φίλες της Άλεξ απλά χλώμιασαν, σε πλήρη αρμονία με την εμφάνισή τους, όταν αναγκάστηκαν να υποστούν τη χρωματολογική του επίθεση. Η Άλεξ, από την πλευρά της, ένιωθε στοργή για τον Απροσάρμοστο –κι ας ήταν ντυμένος σαν κλόουν. Είχαν περάσει ένα μήνα μαζί, συγκάτοικοι, γιατί ο Γιαννάκης χρώσταγε κάποια νοίκια και ο σπιτονοικοκύρης του την είχε στημένη στην είσοδο της πολυκατοικίας. Από τότε η Άλεξ τον είχε υιοθετήσει. Ένα βράδυ μάλιστα, ένιωσε κάπως η Άλεξ –μέχρι και σεξουαλικά είδε τον Απροσάρμοστο, αλλά δεν προχώρησε παραπέρα η φάση. Το ανεκπλήρωτο όνειρο ολόκληρης παρέας βρισκόταν ημίγυμνο δίπλα στον Γιαννάκη, ο οποίος πετάχτηκε στον αέρα έξαλλος. «Δεν πάει έτσι ρε Άλεξ. Να πηδηχτούμε δηλαδή, δε λέω –αλλά μετά θα χάσω κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Όχι οτι μου έχει απομείνει και πολλή –αλλά λέμε τώρα. Και δε νομίζω πως έχεις καμιά όρεξη να με βλέπεις στα σκαλιά σου λιωμένο –έτσι δεν είναι;» Έτσι ήταν και έτσι έμεινε.
Το επόμενο πρωί ο Απροσάρμοστος είχε διηγηθεί την ιστορία στους υπόλοιπους, έτοιμος για να εισπράξει χοντρή καζούρα. Ο Άρης τον είχε κοιτάξει απορημένος, ο Κώστας απέφευγε να μιλήσει και ο Πέτρος ανέλαβε τον επικήδειο. «Έχω να πω οτι η Άλεξ είναι άπιαστο όνειρο. Άμα το πιάσεις σταματάει να είναι όνειρο. Ποιος θέλει να το κάνει αυτό; Ποιος θέλει να μάθει αν μυρίζουν τα πόδια της όταν βγάζει τα All Star; Ποιος θέλει να πλησιάσει τόσο κοντά της; Αν την πήδαγες φίλε θα σε πλάκωνα στο ξύλο. Γι΄αυτό, καλύτερα να εξαφανιζόσουν παρά να μας το έλεγες. Έτσι λέω εγώ». Και οι υπόλοιποι είχαν συμφωνήσει ανακουφισμένοι –ο Πέτρος ήξερε να τα λέει καλύτερα, ήξερε να τους βγάζει από τα δύσκολα. Μόνο ο Γιαννάκης σκεφτόταν, «δεν μυρίζουν τα πόδια της όταν βγάζει τα All Star, ούτε οι κάλτσες της μυρίζουν. Τώρα με τη ζέστη κοιμόμαστε ανάποδα στο κρεβάτι και μόνο Άλεξ μυρίζει η Άλεξ γι’ αυτό ...» Είχε σταματήσει την κουβέντα απότομα γιατί οι άλλοι τον κοίταζαν άγρια. Δεν ήθελαν να μάθουν, δεν άντεχαν να νιώσουν. Ο Γιαννάκης το έκοψε μαχαίρι–ήταν Απροσάρμοστος, αλλά όχι ηλίθιος. Στο μήνα πάνω του είχε δώσει κάτι λεφτά η Άλεξ, είχε τσοντάρει και η παρέα –γύρισε ο Γιαννάκης σπίτι του γιατί δεν άντεχε άλλο το μαρτύριο. Και συνέχισε η παρέα να λατρεύει την Άλεξ, συνέχισε να την κρατάει ανέπαφη, αποστειρωμένη από τον έξω κόσμο.
«Είναι πιασμένη η καρέκλα; Μπορώ να καθήσω;» Η ερώτηση του μουσάτου απευθυνόταν στο πουθενά αφού δεν υπήρχαν κλειστές παρέες στο καφενείο. Εντάξει, υπήρχε μια ελεύθερη καρέκλα κοντά στις φίλες της Άλεξ, αλλά δεν σήμαινε τίποτα. Όποιος ήθελε καθόταν –χαλαρά πράγματα. Ο Άρης έκοψε τον τύπο από το καστόρινο μπουφάν μέχρι το μαλλί-αφάνα και έκανε το κορόιδο. Ο Κώστας μέτρησε την απόσταση από την άδεια καρέκλα μέχρι την Άλεξ –δεν ήταν η πρώτη φορά που τους πλησίαζαν με σκοπό να τη γνωρίσουν. Ο Πέτρος απλά ντράπηκε.
«Κάτσε ρε φίλε –τι ρωτάς;» είπε άνετα κι ο άλλος θρονιάστηκε κάτω από το αγριεμένο βλέμμα του Άρη.
«Και τι θα πείτε στην Εκλογοαπολογιστική ρε σεις; Ούτε το Καταστατικό δεν έχετε διαβάσει –μόνο για καφριλέματα είσαστε καλοί», ωρυόταν ο Πανσπουδαστικάριος από το διπλανό τραπέζι.
«Στον πούτσο μας το Καταστατικό. Εμείς τα αμφισβητούμε όλα αυτά. Σιγά μη μπλεχτούμε με γραφειοκρατίες του κερατά. Άντε ρε υπαλληλάκια!» φώναξε ο Άρης.
«Σύντροφοι, η κουβέντα για το Καταστατικό δεν σας συμφέρει να ανοίξει. Γιατί έχετε την πλειοψηφία κοντά μια δεκαετία τώρα και, παρ’ όλα αυτά, διατηρείτε απαράλλαχτο το Καταστατικό που είχε εφαρμοστεί με αδιαφανείς διαδικασίες στη σχολή, επί χούντας. Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό; Γιατί δεν το αλλάξατε;» ο μουσάτος πετάχτηκε στο άσχετο, φτύνοντας σάλια και στεντόρειες κραυγές προς τους Πανσπουδαστικάριους.
«Τι φωνάζει αυτός ρε; Ποιος τον ρώτησε;» ψιθύρισε ο Κώστας στον Άρη.
«Άστον –καλά τα λέει», του απάντησε εκείνος.
Οι Πανσπουδαστικάριοι βιδώθηκαν. Άρχισαν να χτυπιούνται –δυο τενόροι μπροστά, είχαν πιάσει το λιμπρέτο των ταξικών διεκδικήσεων, κάποιοι πλάγιοι σιγόνταραν με αναφορές σε πεπραγμένα συνελεύσεων και η γυναικεία χορωδία από πίσω έψελνε το «ρεφορμιστές, σταχανοβίτες, προβοκάτορες». Η παρέα τους αγνόησε και παράγγειλε άλλη μια γύρα μπύρες. Δεν έβγαινε άκρη με τα παιδιά της ΚΝΕ, δεν υπήρχε και λόγος να τραβήξεις την κουβέντα. Λες τα δικά σου, απλά για να ακουστείς και μετά αδιαφορείς. Φωνάζουν, ουρλιάζουν κι όταν βραχνιάξουν -φεύγουν. Έτσι έγινε και τώρα. Ο ήλιος ξεκουμπιζόταν μαζί με τους αγωνιστικούς νεολαίους και η παρέα σαχλαμάριζε για κάποια συναυλία. Μαζί κι ο μουσάτος που δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
«Και θα κατέβετε με δική σας παράταξη στις εκλογές, έτσι;»
Ο Άρης δυσανασχέτησε. Τι τον έκοφτε τον άνθρωπο; Γαμώ τις ευγένειες του Πέτρου –που τους τον φόρτωσε .
«Ναι, έτσι λέμε».
«Και να σας ρωτήσω ρε σύντροφοι. Με παίρνει κι εμένα να κατέβω μαζί σας ή έχει κλείσει το ψηφοδέλτιο;»
Σκατά. Το ψηφοδέλτιο είχε, ως γνωστόν, πέντε άτομα μόνο. Ούτε καν η Μαρία δεν δέχτηκε να συμμετάσχει –αυτή ψήφιζε παραδοσιακά Αγώνα. Η προοπτική ήταν απλά να κατέβουν και να πάρουν τις λιγότερες δυνατές ψήφους. Να μην τους λένε οι Αγωνίτες πως δεν έχουν άποψη, αλλά να μην μπλεχτούν και με τα κομματικά –κανείς τους δεν είχε τέτοια όρεξη. Κι ερχόταν τώρα ο μουσάτος να τους βάλει στο λούκι. Τι να του πεις;
«Ξέρω ‘γω ρε φίλε. Εντάξει, δεν έχει κλείσει το ψηφοδέλτιο, αλλά ... γουστάρεις να κατέβεις μαζί μας; Δεν μας ξέρεις καν», πήγε να το σώσει ο Πέτρος.
«Γιατί να σας ξέρω σύντροφοι; Έχουμε κοινή γραμμή –φάνηκε στην κουβέντα. Όλα τα άλλα θα έρθουν στην πορεία».
Ποια πορεία; Σε τρεις μέρες ήταν οι εκλογές –μέχρι εκεί θα έφτανε η ΦΑΑΚ. Τι μαλακίες ήταν αυτά με τις πορείες; Ο Κώστας έξυσε το κεφάλι του περιμένοντας βοήθεια από τον Απροσάρμοστο. Άδικα. Ο Γιαννάκης είχε κολλήσει με τις κοπέλες και έβγαζε λαγούς από την τραγιάσκα. Η σπηλιά του Νταβέλη, ανακατευόταν με κόκκινα χάπια –από αυτά που φτιάχνουν πυροτεχνήματα σε αχρησιμοποίητες εγκεφαλικές κυψέλες.
«Κι εσύ ποιος είσαι, για να έχουμε καλό ρώτημα;» πετάχτηκε ο Άρης βιαστικά. Η ιστορία άρχιζε να τον ενοχλεί. Πολύ κολαούζος του φαινόταν ο μουσάτος και δεν έβρισκε τρόπο να τον διώξει.
«Α, ξέχασα να συστηθώ, συγνώμη ρε σύντροφοι. Σπύρο, με λένε. Διαγραμμένος από τις Αριστερές Συσπειρώσεις. Τα ξέρετε τα γεγονότα έτσι;»
Δεν τα ήξεραν.
«Πέσανε κάτι προτάσεις για συνεργασία των Συσπειρώσεων με τον Αγώνα σε επίπεδο ΑΕΙ-ΤΕΙ. Εγώ τελείωσα βιβλιοθηκονομία και μπήκα στην Πάντειο με κατατακτήριες –δεύτερο έτος. Αλλά διαφώνησα με τη συνεργασία κι εγώ και άλλοι πολλοί. Οπότε μας διέγραψαν χωρίς καν να μας δώσουν το δικαίωμα να πούμε τις απόψεις μας στην Ολομέλεια, σύντροφοι. Αυτά είναι φασιστικά πράγματα και δεν θα περάσουν έτσι. Έχω μια βδομάδα στην Πάντειο και οι Συσπειρώσεις εδώ δεν με πλησιάζουν. Καταλάβατε σύντροφοι;»
Τώρα κατάλαβαν. Ακόμα ένας μαλάκας κομματικός που έμεινε έξω από το μαντρί και έψαχνε απεγνωσμένα στέγη. Ακριβώς ο τύπος του ανθρώπου που δεν ήθελαν να έχουν μαζί τους. Έλα όμως που διακήρυτταν παντού πως η κίνησή τους ήταν ανοιχτή σε όλους! Ο Άρης μαζεύτηκε κοιτάζοντας ικετευτικά τον Πέτρο. Ο Κώστας σηκώθηκε να πάει για κατούρημα. Σιγή αμηχανίας.
«Κοίτα φίλε ...» ξεκίνησε ο Πέτρος, αλλά δεν έβρισκε τι να πει. Με την άκρη του ματιού του έπιασε την Άλεξ που ψιθύριζε κρεμασμένη στο μπράτσο του Άρη.
«Δεν τον θέλω, κοίτα τον πως είναι. Δεν μου αρέσει καθόλου η φάτσα του, σκέτη πείνα δείχνει. Έχω και άσχημο προαίσθημα», αυτά ψιθύριζε η Άλεξ στο αυτί του Άρη.
«Κοίτα φίλε, εμείς είμαστε ανοιχτοί σε όλους. Αλλά οι κομματικές πρακτικές μας εξαγριώνουν. Γι’ αυτό κιόλας κάναμε ξεχωριστή κίνηση. Δεν μας εκφράζουν τα τσιτάτα, προτιμούμε να έχουμε περισσότερες απορίες από προτάσεις. Εσύ πάλι ...», κόμπιασε ο Πέτρος.
«Μα αυτό λέω κι εγώ σύντροφοι. Γι’ αυτό με διέγραψαν από τις Συσπειρώσεις. Γιατί αντιδρούσα στις συναλλαγές με την εξουσία. Και τα κόμματα είναι εξουσία, σύντροφοι –εξουσιαστικές δομές που λειτουργούν υποστηρικτικά στο σύστημα, άσχετα με τη δύναμή τους στη Βουλή», ξεροκατάπιε ο μουσάτος.
Η παρέα άκουγε άβολα. Πως ξεφορτώνεσαι τον ενοχλητικό, χωρίς να φανείς ελιτίστας;
«Εντάξει λοιπόν. Θα σε βάλουμε στο ψηφοδέλτιο και καλό κουράγιο σε όλους μας. Μια χάρη μόνο ρε Σπύρο –κόψε αυτό το ‘σύντροφε’. Με λένε Άρη κι αυτόν Πέτρο και τον άλλο που κατουράει –Κώστα. Οι υπόλοιποι του ψηφοδελτίου είναι η Αλεξάνδρα κι ο Γιάννης που βλέπεις εδώ δίπλα. Σύντροφο δεν λένε κανέναν, όπως καταλαβαίνεις. Έχουμε κανονικά ονόματα», είπε επιθετικά ο Άρης. «Τελευταία ευκαιρία να σπαστεί ο μαλάκας και να ξεκουμπιστεί», σκεφτόταν.
«Εντάξει ρε παιδιά –δεν είμαι ακόμα συνηθισμένος, αλλά θα τα καταφέρω», διέλυσε τις ελπίδες του ο μουσάτος.
Ο Άρης έσκυψε το κεφάλι για να μη δει τη δολοφονική γκριμάτσα που του έστειλε η Άλεξ. «Δε βαριέσαι;» σκεφτόταν. «Μήπως θα τον παντρευτούμε δηλαδή; Τρεις μέρες είναι αυτές –μετά θα του κόψουμε και την καλημέρα».
«Πως είναι όλο το όνομά σου, για να το δώσω στην Εφορευτική;» ρώτησε ο Πέτρος άψυχα.
«Αχα, ναι συγνώμη. Κατσούλας Σπυρίδων του Βασιλείου. Κάτσε να δω στο πάσο τον αριθμό μητρώου», ο μουσάτος αναποδογύρισε τις τσέπες του καστόρινου μπουφάν αγχωμένος.
«Με την ησυχία σου ρε. Δε φεύγουμε –εδώ είμαστε», είπε ο Άρης.
Και όντως, εκεί ήταν, δεν έφευγαν –αλλά αν άκουγαν τις προειδοποιήσεις θα έπρεπε να βάλουν τα πόδια στην πλάτη, να φύγουν από τη σχολή, να εξαφανιστούν από την Καλλιθέα και το Κουκάκι, να κρυφτούν σε κάποια μακρινή επαρχία. Οτιδήποτε εκτός από το να γνωρίσουν τον Κατσούλα. Γιατί από εκείνη τη μέρα άρχισαν όλα –πάει να πει, από εκείνη τη μέρα άρχισαν όλα να τελειώνουν. Εφιαλτικά αργά και η έξοδος κινδύνου -κλειδωμένη.
(συνεχίζεται μετά την ενδοσκόπηση)
Έμφυλη βία
-
*Λίλια Τσούβα, Γοβάκια από Πάγο, εκδ. Κουκίδα, 2024*
Μια στρίγγλα, κακομίλητη και κυριαρχική – μια κανονική μέγαιρα. Είναι η
εικόνα που κάθε φορά ανα...
Πριν από 1 εβδομάδα
38 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Κακομοίρη μου..βάζω καφέ,. στρίβω τσιγάρο και το διαβάζω..επειδή έχω πολλά νεύρα σήμερα κανόνισε να με μελαγχολήσεις..ουαί λέω!
Όχι ρε φιλενάδα -χαζοχαρούμενο είναι σήμερα, με μια μικρή εσάνς απειλής.
Μαλάκα,περιμενω να δω ποτε θα τελειωσει για να το διαβασω.Έχω εδω και μιση ωρα που τα αντιγράφω σε word,τα αποθηκέυω σε ξεχωριστο φάκελο (mboy story),τα εκτυπώνω,τα συρράβω,γράφω πάνω με μολύβι ποιο "επεισόδιο" είναι και τα βάζω σ ενα συρτάρι μέχρι να τελειώσει αυτό το μαρτύριο.Μεχρι στιγμής έχω ξοδέψει 44 κολες χαρτί και το ανάλογο μελάνι (φυσίκα εκτύπωνω σε draft και με το λιγότερο δυνατο τόνο και δεν υπολογίζω και τα κλιπσάκια του συρραπτικού).Αυτά μου τα χρωστάς!
Υ.Γ1:Σιγά μη κάθομαι να διαβάζω δέκα-δεκα σελίδες όποτε σου καπνίσει εσένα!
Υ.Γ2:Η παραπάνω περιφγραφή είναι αληθινή.Αν με βλέπατε θα ρίχνατε πολύ γέλιο.Ασε που ο εκτυπωτης κάνει κατι κουλά και πολλα αναγκάζομαι να τα εκτυπώσω 2 φόρες.Μιλάμε του χω ρίξει κατι μπινελίκια!(και του εκτυπωτή και του mboy)
Εγώ το διάβασα τώρα και όχι μόνο αυτό αλλά δεν το μετάνιωσα και καθόλου, χε χε! Εκτός του ότι μου έφτιαξες το κέφι, μου θύμισες και πράγματα που για ένα πολύ περίεργο λόγο τα είχα απωθήσει από το μυαλό μου. Διαδικασίες, ενστάσεις, ψηφοφορίες και στο καπάκι βρισίδια, ένταση, τσιγάρα. Το περίεργο είναι ότι πάλι εσύ μου τα είχες φέρει στο νου τελευταία φορά στο μικράκι. Αυτό δεν ξέρω αν είναι καλό τώρα που το σκέφτομαι.
Ευ-άγγελε αγόρι μου το σκέφτομαι σοβαρά. Λες να έβαζα και καμιά εικονίτσα, έτσι για να σπάει το κείμενο; Ε;
Υ.Γ.: Αν περιμένεις να τελειώσει για να το διαβάσεις -βράστα. Όταν τελειώσει θα μπορείς να διαβάζεις άπταιστα ισπανικά -μόνο αυτό σου λέω.
Μη κάνεις κανα αστείο και βάλεις "εικονίτσες" ,μαύρο φίδι που σ έφαγε κακομοίρη μου.
Υ.Γ:Μη μου πεις οτι σκέφτεσαι το τελευταίο μέρος να το γράψεις στα ισπανικά!!!
Ασχετο.....αυτα για τον Χαραλάμπη που τα έγραψες, για να σου απαντήσω καταλλήλως???
Δε βαριέσαι Σέξπυρ μου -καλό και κακό δεν υπάρχει μεταξύ φίλων. Πάντως, έχει φάση να θυμόμαστε εκείνες τις εποχές. Που και που.
Και εικόνες και κλιπάκια θα βάλω Ευ-άγγελε, για να μην μπορείς να τυπώσεις. Στα ισπανικά; Καλή ιδέα, αλλά όχι για το τελευταίο μέρος. Λέω να γράψω το επόμενο στα ισπανικά, γιατί την κατέχω τη γλώσσα -όσο να πεις.
Ρε Απατεών -δεν παίζεσαι, χε,χε. Κάτσε περίμενε εδώ να στα φέρω.
At 5:27 μμ, Apateon
Καλώς σας βρήκα λοιπόν κ σας ευχαριστώ για το θερμό καλωσόρισμα!!! Δεν έχω καμμία αμφιβολία πως θα περάσω μια χαρά μαζί σας.
Όσο για το τρελόσκυλο, θα αρχίσω να ζηλεύω στο τέλος. Έχει γίνει μεγάλος σταρ, τον έχουν μάθει τα μισα Εξάρχεια, απ'όπου περνάμε τον χαιρετάνε κ τον φωνάζουν με το όνομά του!!! Κ όταν τολμήσω να πάω κάπου χωρίς αυτόν μου κάνουν κ παράπονα που δεν τον πήρα μαζί!!!!
At 5:42 μμ, mmg
kalwsto:)))
dexerw an prepei na se wlcm,i na se syrw ston evagelato
xxx
At 8:40 μμ, The Motorcycle boy
Άκου ψέμματα! Σιγά μην έχει γίνει διάσημο το σκυλί! Αφού όλος ο πεζόδρομος το φωνάζει Χαραλάμπη.
Υ.Γ.: Τα από πάνω είναι Απατεών. Στα αντέγραψα από το ποστ που σε καλωσορίζαμε γιατί άντε να το βρεις τώρα. Ε, ρε τι εξυπηρετήσεις κάνω ο άθρωπας!
Ξέθαψες πολύ πράγμα από τα παλιά...
Καλά πας αλλά αργά...
Θα μας πεθάνεις :-)
Αυτο φιλε μου δεν ειναι σεντονι
ειναι...
...ο Χυτηρογλου!
ΥΓ: παρα πολυ καλο το ποστ.
ζερο.
Αργά αλλά σταθερά γιατρέ μου. Για να δούμε τι αντοχές έχετε.
Ζέρο, το θέμα είναι να το γράφει στην ούγια. Αν και τώρα που χειμώνιασε λέω να τα κάνω κουβερλί.
Αντέχουμε, μην αγχώνεσαι...
Το θέμα είναι να μην βαρεθούμε!
αυτό είναι η προίκα μου ολάκερη χωρίς αυτά που μου χάρισε η γιαγιά για το δικό μου γάμο.Κοντεύω να κεχάσω τι έχω διαβάσει μέχρι τώρα αλλά είναι καλό.Αλήθεια.
Ε, αυτό εννοώ κι εγώ γιατρέ μου -το πότε θα βαρεθείτε φοβάμαι.
cherry άμα σου φαίνεται καλό εμένα μου φτάνει και μου παραφτάνει. Λες ν' αρχίσω να βγάζω περιλήψεις στην αρχή; Του στυλ, η φτωχή και ταπεινή Χουάνα ερωτεύεται τον πλούσιο και υπερόπτη Μανουέλ -αλλά η κακιά μητέρα του προσπαθεί να εμποδίσει τον έρωτά τους;
πρόσθεσε Λούνα όμορφη κληρονόμος και πέφτω στα πατώματα από έκσταση!
πρόσθεσε Λούνα όμορφη κληρονόμος και πέφτω στα πατώματα από έκσταση!
ΟΚ. Μόνο που μήπως η κληρονόμος να τα έφτιαχνε με την κακιά μητέρα; Να γίνει και λίγο Αλμοδόβαρ η κατάσταση, να πιάσουμε και το κουλτουριάρικο κοινό.
ναι και η μάνα να τα χει και με τον ετεροθαλή αδερφό της τον Μάκη τη Ντονατέλα.Και μαζί να τραγουδάνε αντάρτικα.
να πιάσουμε και τους κνίτες.
άντε ρε mb...πού είναι το επόμενο;;;
cherry γαμώ τα τηλεοπτικά σενάρια. Ρε συ, είχαμε κάποτε μια ιδέα με τον άσωτο υιό να κάνουμε μια κοινή ιστοριούλα, αλλά θέλαμε τρεις και δεν μας έκατσε. Τι λες;
Λύκε -σιγά ρε αδερφέ μου. Να το γράψω πρώτα!
Σπύρος τελικά, ε; το μπιπ μπιπ πάντως είναι το πιο σπαστικό καρτούν έβερ :)
Ε ... Σπύρος να μη με τρέχουν κιόλας σε τίποτα δικαστήρια για συκοφαντική δυσφήμιση. Κι ελπίζω να βγάλει αυτά που πρέπει ο Σπύρος, γιατί πρέπει να αντιστοιχίσει σε πολύ δυνατή εικόνα. Το γαμήδι το μπιπ μπιπ κι εγώ να το σκοτώσω ήθελα. Είχε κι εκείνο το υφάκι, το γκομενοψηλομύτικο! Και το κουφό είναι πως το σιχαίνεται και η Tomboy και η κόρη μου. Ρε, λες να το σιχαίνεται όλος ο κόσμος τελικά;
(Εντάξει, εκτός από τον Τζόναθαν Ρίτσμαν που το έχει κάνει τραγούδι με τους Μόντερν Λάβερς -αλλά αυτός είναι χαζός, δεν πιάνεται).
Τελικά από ότι φαίνεται εσύ θα το γράψεις (αν δεν το χεις κάνει ήδη) το μυθιστόρημα…
Πάντως με γύρισες χρόνια πίσω και με πιασε σφίξιμο στο στήθος…
Όχι ρε, δεν το έχω έτοιμο και για να βγει κάτι θα πρέπει να μην το βαρεθώ στην πορεία. Σε γύρισα χρόνια; Γεροντάκι κι εσύ σας κι εμάς;
Εγώ πάντως σου έχω δώσει τον Μάρτη για ντεντ λάιν, μετά έχω υποσχεθεί φάπες!
ΥΓ. ο numb έχει πάρει γεύση από θρυλικές εκλογοαπολογιστικές
ΥΓ.2 το μπιμπιπ είναι σιχαμερό. ο κογιότης είναι τόσο έξυπνος και πρόκειται για μέγιστη αδικία αυτό που συμβαίνει!
Ωχ ρε μαλάκα κι έχεις και βαρύ χέρι! Τέλος πάντων, αν το Μάρτη έχει καθαρίσει με το πρωτάθλημα ο Θρύλος, θα το τελειώσω για να το αφιερώσω. Ο numb δεν το έχει διαβάσει ακόμα -κάνει διακοπές στην πρωτεύουσα βλέπεις! Λονγκ λιβ ο κογιότης ρε -γαμώ την παλιοκοινωνία μου μέσα!
Μωρέ, κολλάνε μέχρι τώρα μια χαρά -παρακάτω δεν ξέρω τι θα γίνει. Νωρίτερα δεν ήξερες τους πρωταγωνιστές, οπότε θα έχανε από ειδικό βάρος αυτό το ποστάκι. Η πουστιά είναι πως πρέπει πρώτα να τους συμπαθήσεις, βλέποντας τη σημερινή ζωή τους -να πάρεις και κάποια στοιχεία για τον "κακό" και μετά να διαβάσεις το ιστορικό της υπόθεσης, το οποίο θα ξεκινήσει να σου λύνει τις απορίες.
Πήγες Ηράκλειο με το Ατσαλένιο; Γιατί χτες, ακόμα κι ο Παππάς φαινόταν να διαθέτει βραζιλιάνικο κοντρόλ. Καλό είναι που ρημάζουμε ρε φίλε -αν συνεχίζαμε να κερδίζουμε θα είχαμε 40ρηδες στη βασική εντεκάδα από του χρόνου (τι; κάλεσαν την κλάση μου για να παίζω στον Ολυμπιακό; Τρέχω!)
Είπαμε, τα ουζάκια στα χρωστάω -δεν τα γλιτώνεις με τίποτα.
Υ.Γ.: Σε είχα στο μυαλό μου και ετοιμαζόμουν να σου στείλω μέιλ -η cherryfairy είναι μέσα για αυτό που λέγαμε να κάνουμε -την κοινή ιστορία. Και αν αυτή είναι μέσα, το 1/3 της ιστορίας θα βγει γαμάτο και θα τραβήξει κι εμάς τους μαλάκες μαζί της. Να περιμένεις νέα εντός των ημερών.
ενταξει το διαβασα και εχω να δηλωσω οτι
"ιδια ειναι τ'αφεντικα
τι αλεξ, τι μαρια*"
*οχι του αγωνα. μια αλλη πιο ωραια πιο ξωτικο.
καλησπέρα, δεν σχολιάζω πλέον!!!
προτείνω μια τεράστια καπελοϊστορία, να ξεκινά κάποιος μια ιστορία και μετά να συνεχίζει ο άλλος. Όμως αυστηρά ο καθένας θα γράφει μόνο μέχρι 1000 λέξεις. Τι λες; εντάξει δεν είναι και τόσο πρωτότυπο, ίσως να είναι για πέταμα, αλλά αυτό δεν πειράζει καθόλου. Τι λες;;;;;;;;
Η ανομοιομορφία εν τη ενώσει!!! λέω γω
(τo κείμενο δεν το διάβασα ακόμη,για αυτό και η έλλειψη σχολιου...βερι μπιγκ ρε συ, αλλά εννοείται ότι θα το διαβάσω μια από αυτές τις μέρες)
ο λαβύρινθος, οι διάλογοι, το ύφος, η ατμόσφαιρα των διαδρόμων ενός ελληνικού ΑΕΙ...
οι εγκλωβισμένοι στην ωραιότητα που φτιάχτηκε για να στεγάσει όνειρα.
το ανύπαρκτο campus.
συνέχισε φίλε ΜΒoy
μ' αρέσει.
(τα παραπάνω λόγια μου μπορεί να μην έχουν σχέση με τις προθέσεις του αφηγητή, εγώ καταγράφω τις δικές μου εικόνες)
marquee -για τις ίδιες μιλάμε, αυτές που άλλαξαν την οπτική μας, απλά περνώντας δίπλα μας -έτσι; (Θα μπορούσα να το γράψω και πιο βαριά, αλλά αυτά από κοντά).
numb παιδί μου αυτό που προτείνεις, μου ακούγεται μια χαρά, αλλά δεν ξέρω τον χρόνο που έχουν οι υπόλοιποι.
Άντε, θα περιμένω το σχόλιό σου.
"οι εγκλωβισμένοι στην ωραιότητα που φτιάχτηκε για να στεγάσει όνειρα." Μεγάλη κουβέντα είπες Ροϊδη και περιγραφική της τότε κατάστασης, περισσότερο κι από το κείμενό μου. Ξέρεις πολύ καλά, πως άλλες οι προθέσεις του αφηγητή και άλλες του κειμένου. Πάντως, στις δικές μου προθέσεις (γι' αυτές μόνο μπορώ να μιλήσω)-ήταν και το προχώρημα της ιστορίας μέσα από επεξηγήσεις και η καταγραφή του κλίματος της εποχής. Χαίρομαι που, κι εσύ και άλλοι εντοπίσατε γνώριμα στοιχεία.
διπλα μας, πανω μας ωσαν οδοστρωτηρες
ή "προσεχε τι προσ-ευχεσαι, μπορει να γινει"
και δεν τους πίστεψα όταν με προειδοποίησαν για το μέγεθος των κειμένων... :))))
Καλημέρες...
Ψυχοστρωτήρες θα έλεγα αγαπητέ marquee. Γι΄αυτό εχώ δεν προσεύχομαι και εύχομαι μόνο στους άλλους.
Καλώς το χνούδι. Άλλη φορά να λαμβάνεις υπόψη σου τις προειδοποιήσεις. Γιατί ένας γνωστός που με διάβαζε συνέχεια -ανέβασε 2 βαθμούς αστιγματισμό. Καλημέρα και σε σένα.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!