1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά
2. Ένα τσιγάρο υπόθεση
3. Ρόδες γυρίζουν στον αέρα
4. Συνθήκες βρασμού
5. Μαυρισμένες σελίδες, λιωμένα εξώφυλλα
6. "Δυο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό"
Ο ήλιος βγαίνει κάθε πρωί από το αριστερό παράθυρο. Ανεβαίνει μέχρι την κεραία της ταράτσας κι εκεί, ενεργοποιεί την τηλεόραση. Στη συνέχεια περνάει από την μπαλκονόπορτα του καθιστικού –δεξιά. Μετά βουτάει στη θάλασσα, αφήνοντας την τηλεόραση ανοιχτή. Η τηλεόραση κλείνει μόνη της κάποια απροσδιόριστη στιγμή της νύχτας. Ο Άρης δεν ενδιαφέρεται καθόλου να μάθει ποιος κλείνει την τηλεόραση. Την προτιμά κλειστή πάντως, γιατί τις προάλλες πετάχτηκε μέσα στον ύπνο του από μια γυναίκα που ούρλιαζε. Έξω ξημέρωνε και η γυναίκα ήταν μέσα στα αίματα. Αναστατώθηκε. Γι’ αυτό, είναι ευχαριστημένος που κάποιος κλείνει την τηλεόραση, κάποτε. Τη νύχτα.
Ο Άρης πονάει παντού. Στην πλάτη, όταν περνάει η επίδραση των ισχυρών αναλγητικών, στη γάμπα, από εκεί που εξέχουν βίδες, και στο κεφάλι. Ειδικά στο κεφάλι. Έχει διαστήματα που χάνεται το φως μπροστά από τα μάτια του και ζαλίζεται. Δεν μπορεί να υπολογίσει για πόση ώρα. Κάθεται ακίνητος προσπαθώντας να κατανικήσει τη ναυτία και περιμένει. Κάποια στιγμή ξαναβρίσκει το φως.
Η Μάχη αδυνατίζει ασταμάτητα. Από τη μέρα του τρακαρίσματος έχασε γύρω στα 10 κιλά. Δεν πηγαίνει πλέον στη σχολή, αλλά αυτό δεν την ενοχλεί. Πρέπει να φροντίζει τον Άρη, συνέχεια. Ούτε αυτό την ενοχλεί. Όμως, ο Άρης δεν θέλει να τον φροντίζουν. Από τις πρώτες μέρες της επιστροφής στο σπίτι επέμενε να πηγαίνει μόνος του στο μπάνιο. Στην αρχή σωριαζόταν πριν βγει από την κρεβατοκάμαρα –με αποτέλεσμα να επιστρέφει θυμωμένος στο κρεβάτι αναβάλλοντας τις βιολογικές του ανάγκες. Αυτό την ανησυχούσε πολύ. Αλλά πέρασε μετά την πρώτη βδομάδα –τώρα ο Άρης κινείται πιο άνετα -για την ακρίβεια σέρνεται από τοίχο σε τοίχο και φροντίζει μόνος του τον εαυτό του. Όμως, έχει γίνει απόμακρος. Αυτό, την ενοχλεί πάρα πολύ. Δεν αντέχει την απουσία του, δεν αντέχει τη σιωπή του, δεν αντέχει τη συγκρατημένη επιθετικότητά του. Όχι, δεν φέρεται συνέχεια έτσι ο Άρης και ίσως αυτό να είναι χειρότερο. Γιατί, εκεί που όλα πηγαίνουν φυσιολογικά, την ώρα που σαχλαμαρίζουν για άσχετα θέματα, ο Άρης παγώνει. Χάνει το ενδιαφέρον του, αποσπάται –δεν είναι πια εκεί. Ο Άρης δεν είναι εκεί –αλλά το διαλυμένο σώμα παραμένει, μαζί με τις αντανακλαστικές απαντήσεις. «Ε; Τι λες;», «για ποιο πράγμα;», «μα, γι’ αυτό που κουβεντιάζουμε», «ξέρω ‘γω ρε Μάχη, τίποτα δεν λέω –γιατί δεν πας καμιά βόλτα να ξεσκάσεις λίγο;»Αυτό την τσακίζει τη Μάχη, την εξουθενώνει. Δεν πηγαίνει καμιά βόλτα γιατί δεν θέλει να πάει βόλτα. Θέλει να είναι εκεί, δίπλα του –μόνο αυτός υπάρχει τώρα. Γιατί να πάει βόλτα άλλωστε; Για να τον σκέφτεται από μακριά και ν’ ανησυχεί; Θέλει –δίπλα του. Έτσι, νιώθει ήρεμη.
Ο Άρης δεν αντέχει να τη βλέπει μέσα στην ταλαιπωρία. Δεν αντέχει τον αναγκαστικό εγκλεισμό της, για χάρη του. Τη βλέπει να καταρρέει, όσο αυτός ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του. Και νιώθει σαν βαμπίρ –ένα γέρικο βαμπίρ που πίνει από το αίμα της γυναίκας του για να συνέλθει. Θέλει να της φωνάξει «άσε με, θα τα καταφέρω, φύγε, ζήσε και όταν γίνω καλά θα έρθω να σε βρω». Αλλά δεν μπορεί. Γιατί ξέρει πως, αν η Μάχη ανοίξει την πόρτα, θα χάσει κάθε κίνητρο για να σπρώχνει τις μέρες. Αν η Μάχη ανοίξει την πόρτα θα τον συναντήσει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Αυτή θα κατέβει με το ασανσέρ κι εκείνος από το μπαλκόνι -για πιο γρήγορα. Κι επειδή το ξέρει πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν -κι όσο βλέπει πως της ρουφάει τη ζωντάνια για να ξανασταθεί στα πόδια του –νευριάζει.
«Αγαπούλα καλημέρα. Πως κοιμήθηκες;»
Μέσα σε ιδρωμένους λήθαργους.
«Μια χαρά –εσύ έχεις ώρα που σηκώθηκες;»
Έχει αρκετή ώρα. Τόση όση χρειαζόταν για να φτιάξει πρωινό, από αυτά που δεν αγγίζει ο Άρης. Ποτέ δεν κατάφερνε να φάει αμέσως μόλις σηκωνόταν από το κρεβάτι. Αλλά τώρα ήταν ακόμα χειρότερα. Κάθε μπουκιά φαγητού διαλύει την ισορροπία που προσπαθεί να διατηρήσει με τα χίλια ζόρια. Άτακτα πεταμένα κομμάτια το κορμί του –ότι κατεβαίνει από τον οισοφάγο του, λειτουργεί σαν μπάλα του μπιλιάρδου, δημιουργώντας καραμπόλες πόνου.
«Ρε μωράκι, δεν χρειαζόταν. Ο καφές μου φτάνει για πρωινό», περίμενε να την δει κατσουφιασμένη, όπως κάθε φορά που απέφευγε τις περιποιήσεις της –αλλά δεν έγινε έτσι. Κάτι άλλο σκεφτόταν η Μάχη και ήταν καλό γιατί χαμογελούσε όσο γέμιζε την κούπα από την καφετιέρα.
«Τι έγινε καλό μου; Πολύ χαμογελαστή σε βλέπω πρωινιάτικα.»
«Τίποτα σημαντικό αγαπούλα. Απλά, σήμερα αποφάσισα να ξεκολλήσουμε από τη μιζέρια. Θα πάμε βόλτα».
Πως; Ο Άρης ένιωσε σαν κλαταρισμένο λάστιχο. Βόλτα; Σίγουρα –αν έρθει κανένα ασθενοφόρο για να τον μεταφέρει ...
«Άκου τώρα σακάτη μου. Κανόνισα να δανειστώ αυτοκίνητο, ας είναι καλά η ξαδέλφη μου και αποφάσισα να σε βγάλω στον καθαρό αέρα σήμερα. Που είναι και χαρά θεού η μέρα –τι λες;»
Τι να πει; Οτι δεν μπορεί να μετακινηθεί για περισσότερο από δυο μέτρα; Σιγά μην αλλάξει τα μυαλά της Μάχης! Θα την αφήσει να το ανακαλύψει μόνη της.
«Εντάξει, πάω να ντυθώ και, όχι, δεν θέλω να με ντύσεις εσύ. Δεν είμαι δα και τόσο χάλια ε;» ο Άρης φεύγει βιαστικά, όσο αυτό είναι δυνατό, στην κατάντια του.
Δεν υπάρχει πιο γελοίο πράγμα από τραυματία που προσπαθεί να ντυθεί. Δεν είναι μόνο οι αργές, περίπλοκες κινήσεις, δεν είναι ο χρόνος που έχει επιμηκυνθεί δυσανάλογα, για κάτι που, πριν λίγο καιρό, γινόταν μηχανικά Είναι η ξεφτίλα των ρούχων. Το φθινόπωρο έχει περπατήσει εκεί έξω, κι εσύ φοράς σορτσάκι –αναγκαστικά. Φόρμα φαρδιά και σαγιονάρες. Αηδία, ασορτί με αξύριστο πρόσωπο και λαδωμένο μαλλί. Γι’ αυτό οι χτυπημένοι δεν κυκλοφορούν στους δρόμους, αν έχουν έστω και μια σταγόνα αξιοπρέπειας. Και επειδή δεν μπορούν να μετακινηθούν βεβαίως –πράγμα που, στην περίπτωση του Άρη, ξεπερνιέται λόγω ξεροκεφαλιάς.
Ο Άρης πονάει αλλά δεν σκοπεύει να το δείξει στη Μάχη. Ο Άρης νιώθει πως το κρέας ξεκολλάει από τα κόκαλά του, αλλά φροντίζει να το υποβαθμίσει. Ο Άρης ζαλίζεται κι έχει σκοτοδίνες, αλλά το κρύβει κάνοντας χαζά σχόλια για το φωτιστικό, στην είσοδο της πολυκατοικίας. Και φυσικά, δεν δέχεται να στηριχτεί πάνω στη Μάχη. Σαράντα χρόνια τώρα στον αέρα, μόνο στους μαλάκες τους κολλητούς του στηριζόταν –πάνε κι αυτοί -βγαίνει από την πόρτα θυμωμένα αξιοπρεπής.
Η Μάχη οδηγεί νευρικά. Ξεκινάει με καρφωτές τις ταχύτητες και φρενάρει πάντα, τελευταία στιγμή.
«Είσαι εντάξει εκεί πίσω Άρη μου;»
Σκατά εντάξει, απλωμένος στο πίσω κάθισμα, αγωνίζεται να μην κολλήσει στο μπροστινό τζάμι.
«Μια χαρά –μην ανησυχείς».
Σκέφτεται για εκατοστή φορά το ατύχημα. Στην αρχή δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την εικόνα. Στυμμένο το γκάζι, ο άσπρος όγκος να γεμίζει το αριστερό μάτι, δεξιά το σώμα για να πλαγιάσει η μοτοσικλέτα, χάνει την πίσω ρόδα κι ένα ουρλιαχτό να αντηχεί μέσα από τη ζελατίνα του κράνους. Εκεί κάπου σταματούσε να σκέφτεται –και αγωνιζόταν να σβήσει την εικόνα. Μια γυναίκα ουρλιάζει μέσα στα αίματα –ΑΣ ΚΛΕΙΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ! Με τον καιρό κατάφερε να απομακρυνθεί από τη στιγμή του ατυχήματος. Το έβλεπε πιο καθαρά στο μυαλό του –αυτός ιπτάμενος, αυτός σε φάση προσγείωσης, γδούπος, σκοτάδι. Πως θα μπορούσε να το αποφύγει; Αν φρέναρε αντί να γκαζώσει; Αν έριχνε τη μοτοσικλέτα στο πεζοδρόμιο πριν τον χτυπήσει το φορτηγάκι;
Ο Άρης ανοίγει τα μάτια στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και τυφλώνεται από την αντανάκλαση του ήλιου σε κάδους απορριμμάτων. Δίπλα ακριβώς στο εκτυφλωτικό φως, στέκεται ο Γιαννάκης ο Απροσάρμοστος. Τον βλέπει συχνά, μετά το ατύχημα. Σαν καμένο φιλμ τον θυμάται να του γνέφει πριν σκοτεινιάσουν όλα. Αλλά δεν γνέφει πλέον –κάθεται και τον κοιτάζει μόνο. Έξω από την πόρτα του δωματίου στο νοσοκομείο, από το απέναντι μπαλκόνι, από το πεζοδρόμιο. Χαμογελάει ο Γιαννάκης, ήρεμα. Σα να θέλει να τον ηρεμήσει –«δεν τρέχει τίποτα ρε –τα πρώτα χρόνια είναι δύσκολα, μετά χειροτερεύει». Τον βλέπει ο Άρης και σκέφτεται μήπως έχει τελικά πεθάνει. Μήπως αυτό που βλέπουν οι άλλοι είναι απλά ο αντικατοπτρισμός του -όταν προσπαθήσουν να τον αγγίξουν θα καταλάβουν πως είναι σκέτος αέρας και αραιό φως. «Λες ρε; Μαλακίες –και τι σημασία έχει στην τελική; Πεθαμένος, ζωντανός, τον πούτσο θα τον φας καργιόλη!» Μετά θα την ξεκαθαρίσει την κατάσταση, με την ησυχία του –αν πέθανε θα πάει να θαφτεί, αν ζει θα ρίξει έναν ξεγυρισμένο ύπνο. Και δε θα την βλέπει πλέον να κάνει αποτυχημένες πιρουέτες, στο δρόμο για τη χειρουργική αίθουσα –προσπαθώντας να τους δώσει θάρρος. Ούτε θα ακούει το γαμημένο σφύριγμα –«α, τους πούστηδες, ρίχνουν στ’ αλήθεια –είμαστε όλοι εδώ ρε; Λείπει κανείς;» Λείπει. Λείπουν. Οι αθώοι και οι κτηνάνθρωποι. Άλλοι κάτω, άλλοι πάνω. Στα πάνω τους, μονίμως κι εκεί κάτω, που δεν φωτίζει η φωνή. «Εντάξει ρε Γιαννάκη, άραξε –το ‘πιασα το υπονοούμενο». Και πως ν’ αράξεις;
Η Μάχη τον πηγαίνει στο αγαπημένο του βουνό, αλλά αυτό δεν είναι και η καλύτερη επιλογή. Γιατί αν το δεις λογικά, το βουνό θα πρέπει να του θυμίζει κόντρες πιτσιρικάδων με βανδαλισμένα, δίχρονα εντούρο. Φωτογραφίσεις μοτοσικλετών για το περιοδικό. Το βουνό βρωμάει καμένα λάδια και τρακτερωτά λάστιχα. Καμένα κι αυτά. Παρκάρουν έξω από την ερημική καφετέρια-ταβέρνα-ζαχαροπλαστείο. Αυτοί, το γέρικο γκαρσόνι και κάτι τελειωμένοι συνταξιούχοι. Ειδυλλιακό περιβάλλον, η Μάχη το βλέπει αλλά είναι αργά να γυρίσει πίσω. Ας καθίσουν εδώ –ο δυο τους να είναι εντάξει και όλοι οι υπόλοιποι -αμελητέοι. Θα παραγγείλουν ζεστό καφέ και σοκολάτα, θα χαζολογήσουν, θα είναι μια χαρά. Του χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Καλά δεν είναι εδώ;»
«Μια χαρά»
«Άρη;» μετέωρη κουβέντα στα χείλη της.
«Τι είναι;»
«Είμαστε καλά; Είμαστε εντάξει; Ξέρω οτι περνάς δύσκολα. Αλλά δεν θέλω να τσακωνόμαστε. Δεν αντέχω να είμαστε θυμωμένοι».
Την κοιτάζει, μάλλον χαμογελαστός.
«Μωρό, θα σου πω μια ιστορία. Έχει να κάνει με έναν θείο μου, που ζει στην Αυστραλία. Αυτός, λοιπόν, ήταν χαμένο κορμί. Τεντυμπόης, από αυτούς που γιαούρτωναν τον κοσμάκη, όταν ζόρισε η κατάσταση με τα πολιτικά, έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο και την κοπάνησε. Με τα πολλά, ερωτεύτηκε μια πιτσιρίκα στο Περθ και κόλλησε. Από δουλειά δεν ήξερε να κάνει τίποτα –έγινε μπάρμαν κι ήταν καλός σ΄αυτό, γιατί γούσταρε ν’ ακούει τις εξομολογήσεις των άλλων. Η πιτσιρίκα μόλις είχε τελειώσει το κολέγιο όταν γνωρίστηκαν. Ψευτοδούλευε σε ένα δικηγορικό γραφείο, έβγαζε κάποιο χαρτζιλίκι κι ο μπάρμπας μου ανέλαβε τα χοντρά έξοδα. Σπίτια, αυτοκίνητα, έπιπλα –ζούσαν ευτυχισμένοι. Αλλά, όσο περνούσαν τα χρόνια ο μπάρμπας γερνούσε και η πιτσιρίκα ωρίμαζε. Ήταν και πολύ περιποιητική μαζί του, ο άνθρωπος δεν έκανε τίποτα στο σπίτι, δεν ασχολιόταν παρά μόνο με το μπαρ. Η πιτσιρίκα γινόταν γυναίκα και ο μπάρμπας γινόταν πιτσιρίκι. Καμιά ευθύνη, τίποτα –η γυναίκα του φρόντιζε τη διαχείριση, την καθαριότητα, την πορεία του ζευγαριού γενικότερα. Μέχρι που ήρθε και έσκασε η πιτσιρίκα –σου λέει, είμαι με τον μεγαλύτερο για να με στηρίζει, όχι για να τον φροντίζω. Αν ήθελα να νταντεύω κάποιον, θα τραβιόμουνα με κανένα κολεγιόπαιδο. Κι όπως ήταν χύμα ο μπάρμπας, άρχισαν να μην του περισσεύουν ούτε τα λεφτά που έβγαζε στο μπαρ –αναγκάστηκε η πιτσιρίκα να βρει δουλειά σοβαρή, για να ζουν. Κι έτσι, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, η μια προς την ενηλικίωση κι ο άλλος προς τον παλιμπαιδισμό –έχασαν το σημείο συνάντησης. Η πιτσιρίκα τον βαρέθηκε, αγανάκτησε, του κόλλησε δυο μούντζες κι έφυγε. Ο θείος μου δουλεύει ακόμα στο μπαρ κι ότι βγάζει το πίνει».
Σταμάτησε -είχε έρθει ο καφές και η σοκολάτα –ήπιε, κοιτάζοντας κάτι πευκοβελόνες που κολυμπούσαν στο ποτήρι του νερού. Όταν συζητούσε για τέτοια πράγματα –σπάνια -αλλά όταν το έκανε, δεν άντεχε να ψάξει το βλέμμα της.
«Μαλακίες αγαπούλα μου. Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι; Τι σχέση έχει η ιστορία του θείου σου με μας; Άκου –εγώ δεν έψαχνα μπαμπά όταν σε ερωτεύτηκα. Μπορεί και να έψαχνα, ασυναίσθητα δηλαδή, αλλά δεν σε βλέπω έτσι και δεν θυμάμαι ποτέ να σε είδα σαν μεγαλύτερο. Άσε που δεν μοιάζεις με αυτόν το θείο σου, έτσι όπως τον περιγράφεις. Αφού, μαζί τα κάνουμε όλα κι έτσι μου αρέσει. Τι είδους ανασφάλειες είναι αυτές; Επειδή έτυχε το ατύχημα και χρειάστηκε να σε φροντίζω λίγο; Σε λιγότερο από ένα μήνα θα είσαι όπως πριν –μην κουράζεις το μυαλό σου με τέτοιες σκέψεις».
Ο Άρης της χαρίζει το πιο ψεύτικο χαμόγελό του και την παίρνει γρήγορα αγκαλιά για να κρυφτεί. Γιατί δεν θα είναι όπως πριν –ακόμα κι όταν σταθεί στα πόδια του, σαν άνθρωπος. Δεν πρόκειται για τα σίδερα στη γάμπα, δεν έχει να κάνει με τους πόνους στην πλάτη. Ακόμα και οι σκοτοδίνες, λίγη σημασία έχουν –μπροστά στον σταματημένο χρόνο. Γιατί είναι εκείνα τα δευτερόλεπτα που δεν υπάρχουν στη ζωή σου. Όταν βλέπεις πως είσαι πεθαμένος και τίποτα δεν έκανες, τίποτα δεν τελείωσες, όλα παρατημένα και μόνο οι προθέσεις δεν φτάνουν. Η στιγμή που συνειδητοποιείς τον περιορισμένο χρόνο σου. «Άντε κύριέ μου, τελειώνετε –είναι κι άλλοι στην ουρά». Αυτό που παθαίνεις μπροστά στο μηχάνημα αυτόματης ανάληψης -«συντομεύετε παρακαλώ!» Δεν έχεις όλον τον χρόνο του κόσμου στη διάθεσή σου κι ας το ξεχνάς γιατί κάποια πράγματα, ευκολότερα αναβάλλονται παρά γίνονται. «Σκατοδουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει –έτσι;» Ποιος θα την κάνει; Ο Κώστας; Ένας άτολμος οικογενειάρχης που ζει για να πάρει σύνταξη. Ν’ αράξει μπροστά σε μια ανοιχτή θέα ή έναν ανοιχτό δέκτη τηλεόρασης και να περιμένει την πολυπόθητη διαγραφή. Ο Πέτρος; Αναποφάσιστος μια ζωή. Υπεραναλυτικός, θεωρητικός, διστακτικός. Αυτός δεν περιμένει τίποτα γιατί δεν είναι πουθενά. Πως να προγραμματίσεις το επόμενο βήμα σου όταν περπατάς σε κινούμενη άμμο; Αλλά ακόμα κι αν κάποιος από αυτούς αναλάμβανε να κλείσει τον κοινό λογαριασμό, θα ήταν άραγε εντάξει; Θα ήταν ικανοποιημένος ο Άρης; Ποιον κοροϊδεύεις τώρα; Ήταν δική τους δουλειά, ήταν δικά τους χρωστούμενα –κι ο καθένας νανουρίζει τη συνείδησή του με διαφορετικό τραγούδι. Αν οι άλλοι έπαιζαν το «δεν τρέχει τίποτα, ότι έγινε –έγινε», ο Άρης νανουριζόταν με ημερομηνίες. «Τόσες μέρες, τόσοι μήνες, τόσα χρόνια –πόσο ακόμα;» Οι τίτλοι τέλους πέφτουν μόνο όταν τους βλέπεις –αλλιώς η ταινία ξεδιπλώνεται για μια ζωή. Κι εδώ ήταν περισσότερες οι ζωές, νικητές και ηττημένοι παρέα στις κερκίδες κι αυτοί που λείπουν, βάζουν άθελα τούς κανόνες.
«Σου πέρασαν τα άγχη σου;» ρωτάει η Μάχη κι ο Άρης γνέφει θετικά. Γιατί όχι, άλλωστε; Γρήγορα θα σταθεί στα πόδια του, σε λίγο δεν θα της είναι βάρος. Όχι γι’ αυτήν, αλλά γι΄αυτό που τον τραβάει από το μανίκι.
Ο ήλιος πίσω από τα πεύκα βρίσκεται σε φάση «εκπομπές κοινωνικού περιεχομένου». Έχει γίνει εξπέρ στο τηλεοπτικό ρεπερτόριο –άνετα θα δούλευε σε κουτσομπολίστικο περιοδικό. Μετά τον καφέ θα τσιμπήσουν κάτι, ακίνητοι δίπλα στη φύση, παρέα με τις παρκαρισμένες πατερίτσες. Σε άλλη περίπτωση θα έκαναν κάποιο μακρύ περίπατο στα δεντρωμένα μονοπάτια –ο Άρης τα βαριόταν αυτά, αλλά η Μάχη ενθουσιαζόταν.
«Μου είπες μια ιστορία, να σου πω κι εγώ άλλη μία;» ρωτάει, κοιτάζοντάς τον παιχνιδιάρικα.
Όχι. Δεν θέλει να ακούσει δικές της ιστορίες, γιατί ξέρει πως αφορούν τη ζωή της πριν από αυτόν. Και έχουν να κάνουν με στενάχωρη παιδική ηλικία, ή, ακόμα χειρότερα, με πρώην γκόμενους. Δεν αντέχει να τη σκέφτεται σαν δυστυχισμένο παιδάκι και είναι τραυματικό να τη φαντάζεται με τους πρώην της. Πως μπορείς να συνηθίσεις την ιδέα; Πως να φανταστείς τη γυναίκα της ζωής σου στα χέρια κάποιου άλλου; Να κάνουν έρωτα (φρίκη!) και να αναστενάζει ευτυχισμένη (πάρτε αυτή την εικόνα μπροστά από τα μάτια μου!) ή ίσως να κλαίει απογοητευμένη (από τον μαλάκα!), ερωτευμένη χωρίς ανταπόκριση (δεν σου αξίζει να το περάσεις!) και κάποιες φορές, ακόμα χειρότερα, χρησιμοποιημένη από ένα καυλωμένο γουρούνι (δε θα σε πετύχω πουθενά ρε;). Θα ήθελε να βρίσκεται εκεί από την αρχή, να την πάρει από τους γονείς της, μικρό κοριτσάκι, να την φροντίζει –δίπλα του αυτή να μεγαλώνει, στο πλάι της αυτός να τη λατρεύει. Αηδίες –δε γίνονται αυτά τα πράγματα, δεν μπορείς να ερωτευτείς το παιδί που μεγαλώνεις, αλλά και πάλι –καμιά δυστυχία δεν άξιζε να περάσει η Μάχη και κανείς δεν την προφύλαξε από την απογοήτευση. Θα πεις –έτσι διαμορφώνεται ο άνθρωπος κι ο Άρης θ’ απαντήσει «στ΄αρχίδια μου –εγώ θα ήθελα να είμαι δίπλα της από πάντα, να την προστατεύω, να την προσέχω». Κρατώντάς την ανέπαφη; Αποστειρωμένη από τον έξω κόσμο Άρη; Όπως κάνατε και με την Άλεξ;
«Πες μου την ιστορία, μωράκι. Μ΄αρέσει να σε ακούω». Ψέματα, έτσι;
Η Μάχη απλώνει τα πόδια της στην απέναντι καρέκλα και τινάζει ένα τσουλούφι από τα μάτια της.
«Είχα τελειώσει το δημοτικό και ήταν το καλοκαίρι –πριν πάω στην Πρώτη Γυμνασίου. Οι γονείς μου δεν ήθελαν να με κακομαθαίνουν, ήταν και τα λεφτά τους περιορισμένα –τέλος πάντων, το γεγονός είναι πως σπάνια μου αγόραζαν κούκλες. Λίγες ήταν οι κούκλες που είχα, κυρίως από δώρα συγγενών και φίλων. Από τα προηγούμενα Χριστούγεννα μου είχαν τάξει πως όταν τελείωνε στο σχολείο θα με πήγαιναν σ’ ένα καινούργιο μαγαζί με παιχνίδια για να αγοράσω ότι θέλω. Ότι τραβάει η ψυχή μου. Και το περίμενα, δεν μπορείς να φανταστείς πως! Θα αγόραζα κούκλες κι ας είχα μεγαλώσει κάπως -ήταν απωθημένο μου. Μετρούσα λοιπόν τις μέρες σαν φυλακισμένη, ούτε στην καλοκαιρινή γιορτή του σχολείου δεν μπορούσα να καθίσω καλά-καλά. Τρέχοντας πήγα στο μαγαζί του πατέρα μου –πάμε να αγοράσω παιχνίδια, του έλεγα. Ο πατέρας μου, όπως τον ξέρεις –αδύνατο να μου αντισταθεί. Κάτσε 10 λεπτά, μου λέει, να γυρίσει η μάνα σου από την τράπεζα, για να μείνει κάποιος στο μαγαζί –και φύγαμε. Εγώ είχα τρελαθεί από τη χαρά μου! Όχι μόνο θα αγόραζα παιχνίδια, αλλά και χωρίς να είναι εκεί η μάνα μου –που τα υπολόγιζε τα έξοδα περισσότερο από τον πατέρα μου. Τελικά, έρχεται η μάνα μου και βάζει πάγο στην κατάσταση. Σιγά μην τρέχουμε σήμερα, καθίστε εδώ και αύριο το πρωί, πηγαίνουμε όλοι μαζί πριν ανοίξουμε το μαγαζί. Απογοητεύτηκα, νευρίασα, αλλά δεν κατάφερα να τη μεταπείσω.
Εκείνο το βράδυ έπιασε μια μπόρα ξεγυρισμένη και, κατά τις 4, ξημερώματα, μας ειδοποίησαν πως είχε πλημμυρίσει το μαγαζί. Οι γονείς μου έφυγαν σαν τρελοί, πάθανε μεγάλη ζημιά από την πλημμύρα, μηχανήματα αχρηστεύτηκαν, φάκελοι με τιμολόγια καταστράφηκαν –χέσε μέσα, γενικώς. Φυσικά η βόλτα στο μαγαζί παιχνιδιών ματαιώθηκε χωρίς άλλη κουβέντα.
Μετά από χρόνια, βρέθηκα σε αυτό το μαγαζί για να ψωνίσω δώρα για κάποια ανίψια μου. Είχα λεφτά –μπορούσα να αγοράσω και κάτι για μένα, αν ήθελα. Ήθελα, απωθημένο μου είχε μείνει –το είπαμε αυτό. Μπήκα, που λες, αγόρασα τα δώρα και μετά άρχισα να στριφογυρίζω σαν ηλίθια. Τι να πάρω; Είχα λεφτά, αλλά τι να πάρω πια; Τίποτα δεν μου άρεσε, όλο παιδικά παιχνίδια και ψευτοπράγματα –το μαγαζί που έμοιαζε μαγικό όταν ήμουνα μικρή, τώρα ήταν κοινότυπο. Υπερβολικά στολισμένο, εντελώς ψεύτικο. Βγαίνοντας σκεφτόμουν πως τελικά δεν άξιζε τον κόπο η αναμονή –τόσα χρόνια για ένα παλιομάγαζο. Αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι.
Βλέπεις, όταν θέλεις κάτι πρέπει να το έχεις τη στιγμή που το επιθυμείς. Μετά, δεν έχει αξία. Αυτό το ένιωσα κι άλλες φορές στη ζωή μου, ότι ήθελα το είχα με καθυστέρηση, όταν δεν άξιζε πια τον κόπο. Αλλά υπήρχαν και πράγματα που ήρθαν σε μένα χωρίς να τα θέλω, ή χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει πόσο τα θέλω. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν εκτιμάς αυτό που σου έρχεται -από μόνο του και χωρίς να κάνεις τίποτα. Όταν όμως... πρόσεξε –όταν γίνει εκείνο το μαγικό, όταν δηλαδή σου έρθει κάτι που δεν το επεδίωξες, δεν το περίμενες, αλλά συνειδητοποιείς αμέσως πως το ήθελες πάρα πολύ –τότε το καταλαβαίνεις και το αρπάζεις σφιχτά. Μέχρι σε θεούς και συμπαντικές δυνάμεις μπορεί να πιστέψεις όταν γίνει ένα τέτοιο μαγικό. Γιατί, στους περισσότερους ανθρώπους δεν συμβαίνει ποτέ –κατάλαβες; Εμένα λοιπόν μου συνέβη μόνο μια φορά στη ζωή μου, όταν σήκωσες τη ζακέτα μου σ΄εκείνη την καφετέρια στα Χανιά και την ... -αλήθεια, τι έκανες με τη ζακέτα μου πριν τη ρίξεις στην πλάτη μου;»
«Θα σου πω όταν τελειώσεις»
«Άντε καλά. Τότε λοιπόν μου συνέβη και ήταν σα να πήγα στο παιχνιδάδικο χωρίς να το έχω ζητήσει και το παιχνιδάδικο ήταν παραμυθένιο, καλύτερο ακόμα απ΄οτι το φανταζόμουν όταν ήμουνα παιδί. Νόμιζα πως το είχα ξεπεράσει, λόγω της απογοήτευσης που σου έλεγα προηγουμένως –αλλά, φαίνεται οτι ποτέ δεν ξεπερνιούνται αυτά. Μένουν θαμμένα και περιμένουν. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, αποφάσισα πως ο κόσμος όλος ξεχρέωσε απέναντί μου για το δώρο που μου χρωστούσε. Και επειδή, όπως σου είπα –δεν είχα ποτέ πολλά παιχνίδια, έχω συνηθίσει από μικρή, να μην πετάω στα σκουπίδια αυτά που χαλάνε –αλλά να τα ... να τα επισκευάζω τέλος πάντων. Να τα κάνω σαν καινούργια».
Ο Άρης πνίγηκε με το πευκοβελονονερό του. Θα έβαζε τα γέλια αν δεν πονούσαν τα κόκαλά του από την κρίση βήχα.
«Ρε αγάπη μου, είσαι για δέσιμο, το ξέρεις; Εγώ είμαι που θα με επισκευάσεις και θα με κάνεις σαν καινούργιο;» αν ήταν καλά θα χτυπιόταν πάνω στην καρέκλα του κι αν ήταν νεώτερος θα έπεφτε στο έδαφος βγάζοντας άναρθρες, σεληνιασμένες κραυγές. Αλλά είχε τα χάλια του κι απλά γέλασε με το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες.
Όταν έβγαλε το κεφάλι, είδε πως κάποιος είχε σβήσει το φως. Είναι σα να μπαίνεις σε τούνελ. Σκοτάδι απόλυτο, κατηφόρα και βουητό στ΄ αυτιά να σε δυσκολεύει. Τρέχεις μέσα στο τούνελ χωρίς να κουνιέσαι, οπότε, μάλλον το τούνελ τρέχει γύρω σου, ίλιγγος, τάσεις για εμετό –από πουθενά να κρατηθείς. Σε λίγο βγαίνεις από το τούνελ και όλα γίνονται φυσιολογικά. Πόσο κρατάει το «λίγο»; Δευτερόλεπτα, λεπτά; Όχι παραπάνω –γιατί η Μάχη δεν έχει καταλάβει τίποτα για τις σκοτοδίνες του. «Θα περάσει γιατρέ;» Πρέπει να ρωτήσει όταν η Μάχη δεν θα είναι δίπλα. Να μην την ανησυχήσει περισσότερο.
«Τι σκέφτεσαι; Δεν θα μου πεις;» η Μάχη σκουντάει το μπράτσο του.
«Τι; Δεν σε άκουσα –κάτι σκεφτόμουν»
«Α, δεν πάμε καλά. Σε ρώτησα τι έκανες στη ζακέτα μου εκείνη τη μέρα».
«Τίποτα ιδιαίτερο. Τη μύρισα μόνο, καθώς τη σήκωνα. Μύριζε ωραία από μακριά. Αυτό».
«Αυτό;»
«Ναι»
«Και τι σκεφτόσουν τώρα;»
«Τίποτα μωρέ. Τον κερατά που με τράκαρε. Πολύ θα ήθελα να τον πιάσω στα χέρια μου».
«Οι μπάτσοι είπαν οτι δεν βρήκαν τίποτα. Ούτε μάρτυρες δεν βρέθηκαν –κανένας δεν σταμάτησε, κανείς δεν είδε».
Ο Άρης κουνάει το κεφάλι για να διώξει κάτι τελευταία χνούδια από σκοτάδι. Φυσικά τίποτα δεν θα βρισκόταν, κανένας οδηγός δεν θα σταματούσε να βοηθήσει και να μπλέξει. Ο κόσμος έχει τις δουλειές του –τι περίμενες; «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που σου συνέβη, άντε γαμήσου τώρα και κάνε στην άκρη –βιάζομαι». Έτσι πάει.
Στην επιστροφή για το σπίτι, με το στομάχι βαρύ από μεσημεριανό φαγητό, ο Άρης ζητάει να κάνουν μια στάση στο περιοδικό. Νιώθει εντελώς ξεφτίλας για την εμφάνισή του, αλλά πρέπει να δει τι γίνεται. Τα παιδιά από τη σύνταξη είχαν περάσει να τον δουν στο νοσοκομείο –τη δεύτερη κιόλας μέρα. Οι συνέταιροί του είχαν στείλει ανθοδέσμες και κάρτες για «ταχεία ανάρρωση». Όταν βγήκε, του έκαναν κάποια τυπικά τηλεφωνήματα. Τις πρώτες μέρες μόνο.
Δεν ήταν ανθηρά τα πράγματα στο περιοδικό, πριν ακόμα τρακάρει ο Άρης. Εντάξει, είχε αναγνώστες –αλλά εξακολουθούσε να απευθύνεται σε μικρή μερίδα κόσμου. Όταν ξεκίνησαν, μέσα στη δύσκολη δεκαετία του ’90, η μοτοσικλέτα αντιμετωπιζόταν σαν διαβολικό εργαλείο από τους «ευυπόληπτους πολίτες». Ο μοτοσικλετιστής ήταν, εκ των προτέρων, αντικοινωνικό στοιχείο, περιθωριακός που περνούσε τις μέρες του ανάμεσα σε κόντρες, σούζες, ληστείες τραπεζών και όργια με ναρκωτικά. Αλλά η γκετοποίηση έχει και τα καλά της –οι λίγοι μοτοσικλετιστές αναβόσβηναν τα φώτα όταν συναντιόντουσαν στις εθνικές, σύχναζαν στα ίδια στέκια, είχαν κοινή γραμμής πλεύσης. Για την ακρίβεια, είχαν κοινή γραμμή άμυνας, απέναντι σε μια εχθρική κοινωνία.
Με τον καιρό, η κυρίαρχη αντίληψη άλλαξε. Φταίγανε κάτι χαζο-σήριαλ στην τηλεόραση που βάλανε καβάλα σε μοτοσικλέτα τους νεαρούς ζεν πρεμιέ. Έφταιγε και το κυκλοφοριακό, αν ήθελες να κινηθείς στο κέντρο της πόλης, μόνο με μηχανάκι είχες ελπίδα. Αγόραζαν σωρηδόν τερατώδεις μοτοσικλέτες, υπερπολυτελή σκούτερ και υπερηχητικά παπάκια –οι απεγνωσμένοι γιάπηδες, οι κουστουμαρισμένοι μάνατζερς και τα νευρωτικά στελέχια. Γέμισε η πόλη μηχανές και μειώθηκε δραματικά το ποσοστό των μοτοσικλετιστών. Όσοι κυκλοφορούσαν με τζιπ στο μποτιλιαρισμένο Κολωνάκι, όσοι έσκιζαν τα κουπέ τους στις ειδικές διαδρομές της Εκάλης και της Κηφισίας, δεν καταδέχονταν να καβαλήσουν τίποτα μικρότερο από 1000 κυβικά. «Ωραία η μηχανή σου ρε φίλε –πόσο πάει;» «Άμα τη ζορίσεις, πιάνει μέχρι 280». «Όχι, από λεφτά λέω πόσο πάει». «Α, μάλιστα. Γιατί ρωτάς; Θες να την αγοράσεις;» «Ναι μωρέ, δε λέει η Μπέμπα για κίνηση στην πόλη. Τη θέλω και για τίποτα κοντινά ταξιδάκια τα Σαββατοκύριακα». «Κατάλαβα. Τι μηχανή είχες πριν;» «Δε είχα μηχανή ποτέ. Αλλά τώρα αποφάσισα να πάρω μια καλή». «Ξέρεις ... πως να στο πω ... είναι 1200 κυβικά αυτή η μηχανή». «Ναι μωρέ, το είδα. Σου είπα, σκέφτομαι να πάρω καλή μηχανή. Δεν είναι καλή;» «Καλή, χρυσή κι έχει τις χάρες όλες. Αλλά θα μπορείς να την κουμαντάρεις; Δεν είναι πολλά τα κυβικά για πρωτάρη;» «Ε όχι και πρωτάρης ρε! Τα κατέχω εγώ αυτά. Από τα 16 οδηγώ –δέκα αυτοκίνητα έχουν περάσει από τα χέρια μου!» Και την έπαιρνε τη μηχανή ο έμπειρος και σαβουριαζόταν στην πρώτη κλειστή στροφή. Ακολουθούσε το απόσταγμα εμπειρίας –«σκοτώστρες είναι ρε οι μοτοσικλέτες, παίζεις το κεφάλι σου όταν τις οδηγείς –άμα κάνω παιδιά θα τους κόψω τα πόδια αν τολμήσουν να μου ζητήσουν μηχανάκι». Σοφά λόγια, επιδερμικά και τίγκα στην ασχετοσύνη. Γιατί όσοι το έπαιρναν χαμπάρι νωρίς και παρατούσαν το σπορ, έκαναν μικρότερο κακό από αυτούς που συνέχιζαν να εφαρμόζουν τη θεωρία «δυο ρόδες, τέσσερις ρόδες –τι σημασία έχει; εγώ το ίδιο οδηγώ». Γιατί, όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα. Για το άσχετο κεφάλι σου, για τους άλλους ανθρώπους που μοιράζονται τον δρόμο μαζί σου και για τη μοτοσικλέτα την ίδια –χρόνια σκίζονταν εργατικοί Γιαπωνέζοι, μεθοδικοί Γερμανοί, φιγουρατζήδες Ιταλοί και παραδοσιακοί Αμερικάνοι για να την φτιάξουν –δεν της άξιζε να καταλήξει ένα μάτσο παλιοσίδερα επειδή εσύ την είδες «βασιλιάς της παραλιακής». Κατάλαβες; Κατάλαβα να λες -και να ρίχνεις καμιά ματιά στους καθρέφτες σου.
Μέσα στην καινούργια κατάσταση λοιπόν, δεν υπήρχε χώρος για το περιοδικό του Άρη. Το παλιό κοινό γερνούσε και αποξενωνόταν, οι νέοι μοτοσικλετιστές δεν είχαν όρεξη να διαβάσουν εμβριθείς μηχανολογικές αναλύσεις, δίπλα σε κομμάτια λατρείας για θρυλικά μοντέλα –δεν έπιαναν το στρυφνό, παρεϊστικό χιούμορ των παλιών, δεν ενδιαφέρονταν για ιστορικές παρουσιάσεις ξεχασμένων εταιρειών. Αυτοί προτιμούσαν, απλοϊκές αναλύσεις, «πόσο κάνει, πόσα πιάνει, τι εξοπλισμό έχει» και γυαλιστερές φωτογραφίες. Αν μάλιστα, καβάλα στη μηχανή ήταν καμιά γκόμενα με μαγιό ακόμα καλύτερα –τι να τους πουν τα ιδρωμένα τεστ σε πίστες αγώνων και απόκρημνα βουνά;
Ο Άρης αρνήθηκε για μια ακόμα φορά τη βοήθεια της Μάχης στο δρόμο για το ασανσέρ. Θυμωμένα –ήταν η δουλειά του διάβολε, δεν γινόταν να δείχνει ανήμπορος! Στον πρώτο όροφο, η συντακτική ομάδα ούρλιαξε σύσσωμη, σα φυλή κανιβάλων (γιατί τέτοιοι ακριβώς ήταν), μόλις τον είδε να εμφανίζεται στην πόρτα. Τρόμαξε να φτάσει μέχρι το γραφείο του, σαράντα φορές τον χτύπησαν στην πλάτη, είκοσι φορές τον αγκάλιασαν –μέχρι και κλωτσιά έφαγε από μια λασπωμένη μπότα που μόλις είχε επιστρέψει από συγκριτικό τεστ. Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του την κουτσουρεμένη ισορροπία και να στηριχτεί στον τοίχο, αλλιώς θα σκόρπιζε στη μοκέτα. Σωριάστηκε στη θέση, πίσω από το γραφείο του εξουθενωμένος –η Μάχη βολεύτηκε σε μια κοντή συρταριέρα. Ξένος, μετά από τρεις βδομάδες απουσίας. Το εργασιακό περιβάλλον μοιάζει με εκείνα τα παλιά ηλεκτρονικά παιχνίδια –η επόμενη πίστα δεν έχει καμιά σχέση με την προηγούμενη. Διαφορετικά γραφικά, λιγότερες έξοδοι κινδύνου, περισσότερα τερατάκια που τρέχουν δαιμονισμένα. Τρέχει το παιχνίδι χωρίς την παρουσία σου –επιστρέφεις και δεν υπάρχει τίποτα οικείο. Εκτός από τα τερατάκια που σου επιτίθενται ασταμάτητα –μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια σου έχεις χάσει μια ακόμα «ζωή».
Στην περίπτωση του Άρη, τα τερατάκια πετάχτηκαν από την τηλεφωνική συσκευή.
«Έλα ρε γίγαντα. Επέστρεψες;»
Τάκης Νικολάου. Σύμβουλος επικοινωνίας, πρώην τμηματάρχης σε εταιρεία ασφαλειών, πρώην αγωνιζόμενος σε αγώνες Μότοκρος. Νυν (και αεί) γνωριμιάκιας. Η δουλειά του στο περιοδικό αφορούσε αποκλειστικά τις επαφές. Με εταιρείες, διαφημιζόμενους, τράπεζες –«πες μου ποιον θέλεις να γνωρίσεις και θα στείλω τον Τάκη να σου τον φέρει στο πιάτο».
«Όχι ρε, δε γύρισα. Για λίγο πέρασα να δω τι κάνετε».
«Τι να κάνουμε –όπως τα ξέρεις. Μας έλειψες μεγάλε».
Χέσε μας ρε Τάκη. Αφού προβαρισμένα τα έχεις –σε ποιον τα πουλάς;
«Άρη πάνω είσαι;» επιτέθηκε το δεύτερο τερατάκι. Βασίλης Καραγιάννης, Διευθύνων Σύμβουλος, πρώην τίποτας. Αλλά με γερό κομπόδεμα –βρήκε την ευκαιρία και χώθηκε όταν το περιοδικό υπήρξε άμεση ανάγκη ρευστού.
«Ναι, για λίγο».
«Α εντάξει, είσαι καλά; Ήθελα να κουβεντιάσουμε κάποια ζητήματα».
«Όχι σήμερα ρε Βασίλη. Περαστικός είμαι. Θα ξανάρθω να τα πούμε. Ή, πέρνα από το σπίτι –όποτε θέλεις», τι του ήρθε να τον καλέσει; Η Μάχη σούφρωνε τα χείλια, αγανακτισμένη –απέναντί του. Ποιος αντέχει να φάει στη μάπα τον Καραγιάννη;
Ο Χρηστάρας ο Νίντζα έχωσε διστακτικά το κεφάλι του μέσα στο γραφείο. Αν ήταν άλλος θα βρισκόταν ήδη μέσα, αλλά ο Χρηστάρας είχε μεγαλύτερο λαιμό κι από καμηλοπάρδαλη. Άφησε λοιπόν, το σχεδόν δίμετρο, μακρουλό κορμί του κρυμμένο πίσω από τον τοίχο και έριξε ένα αιωρούμενο, διστακτικό κεφάλι στο γραφείο του Άρη.
«Μπες μέσα ρε –τι κάνεις εκεί; Το τιγράκι με το ελατήριο στο λαιμό;»
Ξεκαρδίστηκε ο Χρηστάρας. Είχε έρθει πριν κάμποσα χρόνια, να δουλέψει στο περιοδικό με ένα σκυλεμένο παπί και ήταν πρόθυμος να κάνει τα πάντα. Γιατί είχε βάλει στο μάτι το καινούργιο, τότε, Καβασάκι Νίντζα 900 και έπρεπε να το οδηγήσει. Έστω και σαν συντάκτης περιοδικού. Στην αρχή έκανε εξωτερικές δουλειές, μετά ανακάλυψαν πως μπορούσε να γράφει κιόλας. Από τεχνικές γνώσεις -ΤΕΙ Μηχανολόγων, οδηγική ικανότητα σε αποδεκτά επίπεδα –αρκεί να είχες κάποιον δίπλα του να προσέχει τη μοτοσικλέτα. Γιατί, αν τον άφηνες μόνο του τον Χρηστάρα –κόλλαγε. Κάτι στο γέμισμα των ταχυτήτων του προκαλούσε εγκεφαλικό αποσυντονισμό. Ξεκινούσε για μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο και βρισκόταν στη Λαμία, απορημένος. Πήγαινε να αγοράσει τσιγάρα στο περίπτερο και κατέληγε να κάνει κόντρες στη Βούτα. Όσο υπήρχε η Βούτα. Γι΄ αυτό ήθελε διακριτική επιτήρηση ο Χρηστάρας.
Πέρασε ένα δεκάλεπτο για να εξαντληθούν τα τυπικά, «πως είσαι, πως αισθάνεσαι, κι εγώ έτσι ένιωθα μετά την τούμπα στο ...». Προσθέτεις όποιο μέρος της Ελλάδας θέλεις, ο Χρηστάρας είχε «αγοράσει οικόπεδο» όπου έφτανε η άσφαλτος. Αλλά ο Χρηστάρας δεν έφευγε. Όρθιος, κρεμανταλάς, αμήχανος –η Μάχη του έδωσε μια καρέκλα, αυτός κάθισε, σηκώθηκε, ξανακάθισε.
«Τι τρέχει ρε μαλάκα; Θέλεις να μου πεις κάτι;»
Ναι, ήθελε.
«Θέλεις να είμαστε μόνοι;»
Όχι, η Μάχη δεν τον πείραζε. Άλλωστε τη συμπαθούσε πολύ –ήταν άνετη κοπέλα η Μάχη.
«Ε, λέγε τότε!»
Ο Χρηστάρας στριφογύρισε στην καρέκλα για να βολευτεί καλύτερα.
«Είναι μια ιστορία που συνέβη τις προάλλες -όσο έλειπες. Σκεφτόμουν να περάσω από το σπίτι σου, για να στην πω –αλλά δεν ήθελα να ενοχλήσω. Έχεις τα δικά σου, δεν υπάρχει λόγος να φορτώνεσαι με μαλακίες. Δικές μου μαλακίες, έτσι; Αλλά, αφού ήρθες, δε λέει να το παίζω κινέζος. Λοιπόν, να μην πολυλογώ –έχω χαλαστεί πολύ από την κατάσταση εδώ μέσα. Πολλοί κυκλοφορούν με υφάκι μεγαλοστελέχους, κοντεύουμε να γίνουμε Κοσμοπόλιταν εδώ μέσα. Κυριλίκια, γραβατούλες, τα ξέρεις καλύτερα από μένα. Τα υπόλοιπα παιδιά δεν λένε τίποτα, μπορεί και να μην τους ενοχλεί αλλά εγώ φορτώνω. Τέλος πάντων –κάνω το μαλάκα για χάρη σου. Γιατί ξέρω πως αν αρχίσω κανένα καυγά θα βλάψω κι εσένα, έτσι δεν είναι; Αλλά το πράγμα χόντρυνε δικέ μου. Μέχρι τώρα, νόμιζα πως μόνο την εμφάνιση αλλάζαμε, για να δείχνουμε επαγγελματίες και σπουδαίοι, να φαινόμαστε σοβαρό περιοδικό δηλαδή.
Τις προάλλες είχα πάει στο Δημιουργικό για να δω κάτι ντραφτ. Εκεί λοιπόν που χάζευα –πέφτει το μάτι μου σε κάτι μακέτες με αυτοκίνητα. Παραδίπλα, άλλες μακέτες με παραλίες. Ρωτάω τα παιδιά, τι είναι αυτά ρε μάγκες; Κανα δυο έξυναν τα κεφάλια τους, αλλά ο Στάθης με τη Ρένα δαγκώθηκαν. Τίποτα μωρέ, μου λένε. Κάτι μακέτες που θέλει το Διαφημιστικό –μην ασχολείσαι. Μακέτες με αυτοκίνητα; Ναι, για μια διαφήμιση ελαστικών. Μακέτες με παραλίες και φοίνικες; Ναι, για μια άλλη διαφήμιση. Εντάξει, δεν το έχαψα αλλά στ’ αρχίδια μου δηλαδή –συγνώμη Μάχη. Το ξέχασα κιόλας μέχρι που τυχαίνει να περάσω έξω από το γραφείο του Καραγιάννη. Και βλέπω κάτι φουσκωτούς να περιμένουν. Τι είναι αυτοί; ρωτάω τη γραμματέα του –καλό γκομενάκι, αλλά χαζοβιόλα –και πάλι συγνώμη Μάχη. Είναι μαζί με τον κύριο Αθανασιάδη, μου λέει. Ποιον Αθανασιάδη; Τον γνωστό; της κάνω. Ναι, ναι, μου λέει, από την ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ. Τι θέλει αυτός εδώ ρε Άρη; Τι δουλειά έχουμε μαζί τους; Αλλάζει το περιοδικό και δεν μας το λέτε; Θα γίνουμε γκλάμουρους κι έτσι; Θα πουλάμε βυζάκια και κώλους πάνω στις μηχανές; Τέλος πάντων –δεν ξέρω και δεν σου ζητάω επιτόπου απαντήσεις. Απλά έχω να σου πω οτι σκέφτηκα μερικά πράγματα.
Εγώ όταν ήρθα, γούσταρα τις μηχανές κι αυτό ήταν όλο. Περιοδικά σπάνια διάβαζα γιατί δεν είχα φράγκα να τ΄ αγοράσω. Άσε που με κουράζανε τα πολλά γράμματα –μέχρι μισή σελίδα κατάφερνα να διαβάσω και μετά με έπαιρνε ο ύπνος –σωστά; Αλλά εδώ μέσα έγινα άνθρωπος. Δούλεψα χωρίς να μου σπάει τον πούτσο –ρε Μάχη ... το παράκανα, ότι και να πεις έχεις δίκιο –δούλεψα λοιπόν με την ησυχία μου και το φχαριστήθηκα. Τόσα χρόνια τώρα. Αλλά εγώ δεν είμαι για παραπέρα. Αν πρόκειται ν΄ αλλάξουμε τροπάρι, να μου το πεις –να ξέρω. Γιατί θα πρέπει να βρω άλλη δουλειά και δε λέει να ψάχνω τελευταία στιγμή.
Από την άλλη, εσένα σου έχω μεγάλη υποχρέωση. Με πήρες από τις εξωτερικές δουλειές, μου έδωσες γραφείο με υπολογιστή –δεν πρόκειται ν α ξεχάσω που μου ζήταγες τα κείμενα σε δισκέτα πριν πάνε στον αρχισυντάκτη για να τα σουλουπώσεις. Τα έβλεπα δημοσιευμένα και μου πετάγονταν τα μάτια έξω. Σκατά σου ‘δινα και τα έκανες άρθρα. Μέχρι να μάθω, σου έβγαλα την Παναγία κι ας μη μου έλεγες τίποτα. Γι΄ αυτό σου χρωστάω. Σου έχω υποχρέωση, πως το λένε. Κι ότι μου πεις σε αυτή τη φάση θα το κάνω. Γιατί σου έχω και εμπιστοσύνη –τυφλή εμπιστοσύνη, που λέει και το τραγούδι».
Έκοψε απότομα ο Χρηστάρας αλλά συνέχισε να πηγαίνει μπρος-πίσω λόγω αδράνειας. Τον περίμενε ο Άρης να ηρεμήσει, χρειαζόταν κι αυτός λίγο χρόνο να σκεφτεί. Πολλά ήταν αυτά που άκουσε, πολλά και δυσκολοχώνευτα.
«Ευχαριστώ που ήρθες και μου τα είπες ρε Χρήστο. Και έπρεπε να μου τα πεις νωρίτερα, να έρθεις από το σπίτι από την αρχή, όχι να περιμένεις πότε θα γυρίσω. Εγώ δεν έχω να σου πω τίποτα για όλα αυτά. Πρέπει πρώτα να ρωτήσω, να μάθω, να δω τι γίνεται. Γι΄ αυτό όμως που λες –να ψάξεις άλλη δουλειά, έχω να σου πω κάτι και βάλτο καλά στην κεφάλα σου. Δεν πρόκειται να φύγεις από εδώ μέσα πριν το αποφασίσω εγώ. Και όταν το αποφασίσω θα φύγουμε παρέα –μπήκες;»
Μπήκε ο Χρηστάρας και βγήκε αμέσως μετά. Αφήνοντας τη Μάχη να κοιτάζει τον Άρη που κοίταζε τη Μάχη. Αλλά σκεφτόταν αστραπές και νεκροκεφαλές μέσα σε συννεφάκια κόμιξ.
Καιρό ψηνόταν η συνεργασία σαν ιδέα στα γραφεία των αξιότιμων συνεργατών του. Εντάξει, αυτός διαφωνούσε αλλά δεν είχε επιχειρήματα. Τι να αντιτάξεις σε πολύχρωμες πίτες και μερίδια αγοράς; Πόσο να αντέξει η μονολιθικότητά σου πριν καταντήσει γραφικότητα; Έτσι κι αλλιώς ο χαβαλές των πρώτων χρόνων είχε ξεθωριάσει. Τι πιο φυσικό από το να μετατραπεί σε απρόσωπο επαγγελματισμό; «Και το διαφορετικό προφίλ του περιοδικού;» «Αγαπητέ, το διαφορετικό προφίλ περισσότερο απομακρύνει παρά προσελκύει το αναγνωστικό κοινό. Ρίξτε μια ματιά. Ο κόσμος δεν αγαπά πλέον τις κλειστές παρέες. Ο κόσμος γυρίζει την πλάτη του στον ελιτισμό». Ο κόσμος. Αυτοί που πρέπει να αρμέξει μια επιχείρηση για να θεωρείται βιώσιμη. Ο απρόσωπος κόσμος.
Ένα απόγευμα στην Πλάκα κυκλοφορούσαν με μπουκάλια κονιάκ στις τσέπες. Είχαν αποφασίσει να χτυπήσουν τίποτα γκόμενες –επειγόντως. Και ματαιοπονούσαν. Στις δυο κουβέντες βαριόντουσαν ή τους βαριόντουσαν οι κοπέλες. Τότε, ο Πέτρος έκανε τη διαπίστωση ότι «υπάρχει διαφορά επιπέδου ανάμεσα σ΄ εμάς κι αυτές –θα πρέπει, ή να ανεβάσουν το επίπεδό τους ή να κατεβάσουμε το δικό μας και η δεύτερη περίπτωση μου φαίνεται πιο εφικτή». Γαμημένος ελιτισμός, όπως εξηγούν οι μάνατζερς ή αντίσταση στην ομοιομορφοποίηση; «Παίξε τον κρυμμένο Άρη μου», και άσε την κατάσταση να προχωρήσει δίπλα σου. «Παίξε τον κρυμμένο αφού δεν έχεις κάτι καλύτερο».
Ο Άρης ξεκόλλησε με πολύ ζόρι από την καρέκλα.
«Πάμε Μάχη –κουράστηκα» είπε χωρίς να την κοιτάζει και «δεν έχω να κάνω τίποτα πλέον εδώ» ήθελε να πει.
Έφυγαν αθόρυβα, με κατεβασμένα χέρια.
(το μαντέψατε; συνεχίζεται)
Έμφυλη βία
-
*Λίλια Τσούβα, Γοβάκια από Πάγο, εκδ. Κουκίδα, 2024*
Μια στρίγγλα, κακομίλητη και κυριαρχική – μια κανονική μέγαιρα. Είναι η
εικόνα που κάθε φορά ανα...
Πριν από 2 εβδομάδες
35 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
5.760 λέξεις
Οποιος ξαναπει οτι ποστάρω μεγάλα κείμενα τον έσκισα.
Λοιπον διβαζέται με μεγάλο ενδιαφέρον. Το καλύτερο είναι κάποια μικρά κομμάτια-σχόλια που βάζεις σφηνα αναμεσα στην εξέλιξη της ιστοριας.
Πάμε για το 8 τώρα.
Man, έχει πολλά ακόμα;
Έλεγα να ακολουθήσω την τακτική του στομάχη να το διαβάσω όλο μαζί αλλά αν είναι να τραβήξει πάνω απο 10 να το ξεκινήσω.
;)
μοτορ εχεις εμπνευσεις, ε; καποιος πλεον γαμει καλα την γυναικα σου και δεν σε ζαλιζει αυτη με τετοια σαρκικα απαπαπα, οποτε απερισπαστος γραφεις διαμαντακια!
Ζητω το ΚΚΕ!
συγγνώμη αλλά εγώ με το παιχνιδάδικο δάκρυσα.
συγνωμη,γιορτες ερχονται.Δεν τα τυπωνεις ολα αυτα,να εχουμε να διαβαζουμε.?
lex 5.760; Είμαι λακωνικός τελικά! Αν έχεις προσέξει τα δικά μου σχόλια σε σένα συνήθως είναι του στυλ "ανέπτυξέ τη λίγο περισσότερο την ιστορία σου"(για να μη βρίζουν μόνο εμένα). Ευχαριστώ για τα "κομμάτια-σχόλια" κι εμένα, μερικές φορές μου αρέσουν περισσότερο από την ιστορία την ίδια.
Σκιές, έχει λιγουλάκι.Καμιά 50αριά κεφαλαιάκια το υπολογίζω -ψιλοπράγματα δηλαδή. Κοίτα -τα τυπώνεις, τα καβαντζάρεις και στην πρώτη ίωση που θα σε ρίξει στο κρεβάτι έχεις κάτι πρόχειρο να διαβάζεις. Ή αλλιώς, τα τυπώνεις, τα αφήνεις μέσα στην τουαλέτα και στην πρώτη δυσκοιλιότητα που θα σε κρατήσει στην λεκάνη ... Γιατί, δεν ποστάρουμε μόνο, βοηθάμε και τον συνάνθρωπο σε μια δυσκολία.
Ανώνυμε, με τέτοιες μαλακίες τον παίζεις κάθε βράδυ; Χύνεις κιόλας με αυτά; Ζήτω ο Βασίλης Λεβέντης!
cherry, εκεί είχα εξωτερικό ερέθισμα-βοήθεια.
Υπουργέ μου θα τυπώσω το πρώτο τεύχος στις γορτές -γιατί όλο το πακέτο λέω να το ξεμπερδεύω παραμονές Χαλοουίν για να πιάσω το διεθνές κοινό.
Σχόλια αύριο...
Τώρα έχω να τελειώσω τις "Αγριόπαπιες..."!!!
Καλησπέρα :-)
Σιγά -σιγά Γιατρέ μου. Το βιβλίο δεν είναι για μονορούφι, είναι για να το απολαμβάνεις. Ειδικά τα ποιήματα που έχει γράψει για τον γιό του είναι συγκλονιστικά.
πέρασα απλώς να πω ένα γεια.
δεν έχεις ελπίδες να σε διαβάσω φέτος. γράφε εσύ κι εγώ θα περιμένω να αρρωστήσω να τα διαβάσω όλα σε εμπύρετη κατάσταση σα φάρμακο, μπας και γιάνω.
Ειδικά εσύ, μην τολμήσεις να χάσεις χρόνο διαβάζοντάς το. Έχεις το παλικάρι το δικό μας να μεταφράσεις -εντάξει; Μετά βλέπουμε -αλλά πριν μου δώσεις ζεστό Γκουτιέρες θα διαβάζεις ποστάκια μάξιμουμ 3 γραμμές.
Ανέπτυξες πολλά θέματα συγχρόνως (θα μ πεις σιγά το δύσκολο με τόσες σελίδες κείμενο) και αντε να σχολιάσεις τώρα!
Αυτή η ανάλυση περι αλληλοβοήθειας και το πως αισθάνεται ο καθένας πολύ καλή πάντως!
Ευχαριστώ Montressor, κι εσύ έβαλες μπόλικα θέματα στο δικό σου ποστ -αλλά προσπαθώ να μην τσιμπήσω για σεντόνια "με αφορμή".
Τελικά ιστορία γράφω ή κοινωνικό σχόλιο ρε γαμώτο;
Καλά κόλλησα με το συγκεκριμένο. Όπως καταλαβαίνεις είδα πολλά πράγματα οικεία όχι μόνο από την δουλειά αλλά και από προσωπικές ιστορίες. Μου φαίνεται ότι με τον "Άρη" θα συμπορευτούμε! Καλημέρα :-)
Καλά, μην το συζητάς -αφού σκεφτόμουν να στο στείλω για διορθώσεις πριν το ποστάρω γιατί λείπω χρόνια από τον χώρο και έχω ξεχάσει μπόλικα πράγματα.
Και κοίτα να δεις τους αυτοματισμούς στο μυαλό -Άρη βρήκα να τον βγάλω -ευτυχώς που δεν τον έγραψα με γιώτα!
Υ.Γ.: Να συμπορευτείτε,μόνο κοίτα μην τσακιστείς πουθενά σαν την αφεντιά του.
Eίναι καλύτερη η εικόνα που δημιουργείται από αναμνήσεις. Τα φίλτρα του χρόνου επιδρούν μοναδικά. Με τον "Άρη" του κειμένου θα συμπορευτώ, μάλλον με την αίσθησή του!
Ναι ε; Σε είχα για πιο πραγματιστή! Τι επιδρούν μοναδικά τα φίλτρα ρε -εδώ μίλάμε οτι έχω ξεχάσει μέχρι και πως λέγονται τα ντραφτ που βγάζουν οι γραφίστες (γιατί μπορεί να το έγραψα, αλλά ντραφτ δε λέγονται με τίποτα).
"Γιατί σου έχω και εμπιστοσύνη –τυφλή εμπιστοσύνη, που λέει και το τραγούδι"
για να οργανωθούμε λίγο άμα το ρίχνετε μόνος σας το επίπεδο εγώ μετά τι θα κάνω; δε σχολιάζω το πόσο έχει ακόμα έχει καταντήσει σαν το "-Μπαμπά είναι μακριά η Αμερική; -Σκάσε κ κολύμπα" άντε για να δούμε...:)
Ε, αγαπητή -είπα να βάλω και μια Αννούλα Βίσση για να προσεγγίσω και το ποιοτικό κοινό. Καταλαβαίνετε τώρα -ποταπά κόλπα του μάρκετινγκ.
Λέω να πάμε μέχρι Κούβα που είναι λίγο πιο μακριά από την Αμερική, οπότε ... συνεχίστε αδιαμαρτύρητα το κρόουλ στον ίδιο ρυθμό.
χαχαχαχα! Ζητω ο Καστρο ρε τρομπα! Τουλαχιστον εγω τον παιζω, εσυ σε κρισιμη ηλικια ων, μονο στο μάτι αρκεισαι.
Μόνο 5760; Άντε και 6666! Δεν το διάβασα το σημερινό ακόμη, αλλά το όλο concept είναι εξαιρετικό ως σύλληψη. Ένα βιβλίο εν τη γενέσει του. Ωραία!
Tα προσχέδια εννοείς...
Πραγματιστής μόνο στο φαγητό, στα υπόλοιπα οραματιστής :-P
Καλά κάνεις και τον παίζεις ρε ανώνυμε -διευρύνεις και τους ορίζοντές σου έτσι. Μόνο πήγαινε πιο εκεί μη μας λερώσεις. Α και κάτι ακόμα. Δεν χρειάζεται να ταλαιπωρείσαι και να αλλάζεις id -αφού ξέρω ποιος είσαι ρε βλάκα. Δεν έχεις να μας πεις κανένα βιολογικό απόφθεγμα ή καμιά ρουφιανιά -να γελάσουμε λίγο;
numb επειδή βαριέμαι να μετράω χαρακτήρες, λέω να το κόψω στις 666 σελίδες σαν τον Έκο.
Γιατρέ μου -ναι γειά σου. Αλλά και στο φαγητό οραματιστής είσαι -όλο το επόμενο πιάτο ονειρεύεσαι.
OΛΟΙ ξέρουμε ποιος είναι Μοτορσάικλ. Κι αυτό είναι το λυπηρό.
Όχι λυπηρό ρε συ, γελοίο είναι.
Gkrrr πρέπει να ανακαλύψω νέους τρόπους να πείθω για σεντονοποστ. Έχει εξαφανιστεί και η Λίτσα...
Α, εσύ πας γυρεύοντας να σε λιντσάρουν.
Λοιπόν άκου: έκατσα και το διάβασα πολύ προσεκτικά με σκοπό αυτή τη φορά να κάνω ένα βαρύγδουπο σχόλιο περί της λογοτεχνικής του αξίας.
Το συνέκρινα με τα προηγούμενά σου για να διακρίνω τις όποιες διακυμάνσεις στην εκφορά του λόγου αλλά και τις όποιες διαφορές στη κορύφωση του δράματος, καθώς οι ήρωές σου ωριμάζουν με τη πλοκή....
καλά ρε ακόμα διαβάζεις το σχόλιο? Πλάκα στους ανώνυμους κάνω)
Μην πειράζεις τους ανώνυμους ρε συ. Επιτελούν λειτούργημα -είναι οι εξαγνιστές της μπλογκόσφαιρας. Εδώ μέχρι και επώνυμοι γίνονται ανώνυμοι για να βοηθήσουν! Θέλεις να τους θυμώσεις και να τραβάνε μαλακία περίσσοτερες φορές την ημέρα;
Ε, και τι πειράζει? Έτσι και αλλιώς άσπρο είναι το φόντο στο blog σου, χα χα χα
Άσχετο, το είδες τελικά το video με τον αρχηγό? Το ίδιο πρόβλημαείχε και ο marquee ρε γαμώτο.
5.765 λέξεις;! Απίστευτο…
Αυτό δεν διαβάζετε με τίποτα σε ώρα εγρασίας…
Αμάν ρε σέξπυρ σιχάθηκα τώρα! Χε, χε.
Άσχετο, αλλά φτιαγμένο το είχες για να μην πορούμε να το δούμε το βίντεο οι 2 κολλημένοι;
vita mi απεναντίας. Σε ώρα εργασίας διαβάζεται για να απορεί ο προϊστάμενος με την εργατικότητά σου.
Άσωτε, θα συμφωνήσω μαζί σου αν και έχω ιντζέκσιον -ή μάλλον, επειδή ακριβώς έχω ιντζέκσιον.
πολύ πιο προσεγμένοι οι μονόλογοι, και γενικότερα όλο το κείμενο.
Ελάχιστες οι κοιλιές. Το διάβασα σε δυο δόσεις, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαβάσω τόσο μεγάλο κείμενο σε οθόνη. Έχω την εντύπωση πως οι αρετές του κειμένου θα φαίνονταν καλύτερα στον e-αναγνώστη αν ήταν μικρότερο.
πάει για βιβλίο, ε;
Ροϊδη, προσωπικά θεωρώ αδύνατο να διαβαστεί τόσο μεγάλο κείμενο από οθόνη -αλλά τι να κάνω; Αν το κόψω σε μικρότερα κομμάτια δεν θα υπάρχει καμιά συνοχή.
Αν πάει για βιβλίο δεν ξέρω, αυτό που ξέρω είναι πως αν καταλήξει τόσο μεγάλο θα ήθελα να το τυπώσω και να σας το στείλω σε όλους δώρο.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!