Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2006

8. Κάποια τραγούδια γύρω από φτηνά ξενοδοχεία

1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά
2. Ένα τσιγάρο υπόθεση
3. Ρόδες γυρίζουν στον αέρα
4. Συνθήκες βρασμού
5. Μαυρισμένες σελίδες, λιωμένα εξώφυλλα
6. "Δυο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό"
7. Τρεις ιστορίες για το μεσοδιάστημα
Άνθρωποι περιμένουν φασαριόζικα πίσω από ένα πολυμορφικό με ανοιχτό πορτ μπαγκάζ. Θορυβώδεις φοιτητές που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν νωχελικές συνομήλικές τους. Κυρίως φοιτήτριες. Δυο καλοντυμένοι τριαντάρηδες, ξεφορτώνουν ντοσιέ, τίγκα στα ερωτηματολόγια. Αυτοί είναι οι υπεύθυνοι των ομάδων. Τρεις είναι οι ομάδες, αλλά ο τρίτος υπεύθυνος κάπου βόσκει. Για την ακρίβεια, επιδεικνύει την ταμπελίτσα με το όνομα και τη θέση του σε μια πιτσιρίκα –πουλώντας γοητευτική εξουσία. Η πιτσιρίκα τσιμπάει ή το παίζει πολύ καλά. Κρέμεται από τις φιγουρατζίδικες εκφράσεις του, με μισό χαμόγελο έκπληξης παρατημένο στα χείλη. Άραγε σκέφτεται «τι σπουδαίος τύπος!» ή «πόσο μαλάκας μπορεί να γίνει ένας άντρας;» Ο Κώστας ποντάρει στο δεύτερο.
«Κύριε Μαργαρίτη, θα μας καταδεχτείτε για μισό λεπτό;»
Ο υπεύθυνος ψαρώνει ελεγχόμενα. Χαμογελάει ένα δουλικό «έφτασα αμέσως» κλείνοντας το μάτι στην πιτσιρίκα σε στυλ «άντε να τελειώνουμε με τον μαλάκα». Κι ο Κώστας χαμογελάει γιατί τα ξέρει όλα αυτά. Ήταν φοιτητής που τον φόρτωναν ερωτηματολόγια και παράλογες απαιτήσεις υπευθύνων, ήταν αγχωμένος υπεύθυνος που αγωνιζόταν να κρατήσει ισορροπίες και τώρα βρέθηκε πάλι πίσω. Επικεφαλής του συνεργείου. Παρουσιάζει χάρτες στους υπευθύνους με τις περιοχές ευθύνης τους. Κυκλώνει τετράγωνα με φωσφοριζέ μαρκαδόρους. Συμπληρώνει ημερολογιακές καταστάσεις. Μετά, παίρνει σβάρνα τα καφενεία περιμένοντας. Και μη ελέγχοντας.
Οι υπεύθυνοι τον περιμένουν ανάβοντας τσιγάρα. Σιχαμένοι τύποι. Γλύφτες της εργοδοσίας, ονειρεύονται πόστο στα κεντρικά για να φύγουν από το δρόμο. Γιατί; Κακό είναι; Έτσι δεν έκανε κι αυτός κάποτε;
«Κύριοι, έχετε ήδη τις περιοχές ευθύνης. Θα ήθελα να σας παρακαλέσω να βοηθάτε τους ερευνητές σας. Οι περισσότεροι δεν έχουν την εμπειρία σας. Υπάρχει κάποια ερώτηση; Τίποτα; Καλή δουλειά κύριοι».
Αρκετά –δεν έχει όρεξη να βλέπει άλλο τα μούτρα τους. Όταν αρχίζουν να απομακρύνονται, πιάνει τον Μαργαρίτη από το μανίκι.
«Κύριε Μαργαρίτη ήθελα να σας πω. Οι οικειότητες με τους ερευνητές δεν εκτιμώνται ιδιαίτερα από την εταιρεία».
Ο άλλος προσποιείται έκπληξη –«τι εννοείτε;» -η ανάσα του μυρίζει άσχημα.
«Τίποτα ιδιαίτερο κύριε Μαργαρίτη. Αυτό που είπα –μόνο. Καλή σας δουλειά». Του γυρίζει την πλάτη νιώθοντας αναγούλα. Οι ομάδες χωρίζουν στην απέναντι διασταύρωση κι αρχίζουν τον ποδαρόδρομο. Ο Κώστας ξεκινάει με το πολυμορφικό για το επόμενο σημείο συνάντησης. Είναι 9:10 και έχει δυο ώρες για σκότωμα. Τις τελευταίες βδομάδες, στο καινούργιο, υποβαθμισμένο του πόστο –όλα για σκότωμα τα έχει. Υπνοβατεί μέχρι το τέλος του ωραρίου και αποφεύγει να σκέφτεται. Όταν σχολάει, περιφέρεται για να αποφύγει την επιστροφή στο σπίτι. Τρώει σε απομονωμένες ταβέρνες και μετά περιπλανιέται σε μπαράκια για αλκοολικούς. Από αυτά που ανοίγουν στις 12 το μεσημέρι και δεν κλείνουν ποτέ. Με τη Μαρία δεν μιλάει, ο γιος του τον αποφεύγει. Ξέρουν καλά πως κάτι συμβαίνει και γι’ αυτό μένουν μακριά του.
«Θα συνεχιστεί πολύ αυτό;» τον είχε ρωτήσει στην αρχή η Μαρία.
«Όσο πάει. Μετά θα χειροτερέψει», είχε απαντήσει.
Στα σκαλιά της γκρι πολυκατοικίας βλέπει ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που συμπληρώνουν ερωτηματολόγια. Κλέβουν, λουφάρουν. Το είχε κάνει κι αυτός παλιά. Έγραφε τα ονόματα που έβλεπε στα κουδούνια και έφτιαχνε ψεύτικες συνεντεύξεις. Από βαρεμάρα, για σπάσιμο ή γιατί απλά ντρεπόταν να ρωτάει. Το αγόρι σκουντάει το κορίτσι δείχνοντάς τον. Πανικός!
Ανάβει τα αλάρμ και τους κάνει νόημα να πλησιάσουν. Δυο κατεβασμένα κεφάλια κουβαλάνε διστακτικά βήματα. Τα παιδιά είναι σίγουρα πως την έχουν άσχημα. Απόλυση ή απλή επίπληξη;
«Μπείτε μέσα ρε σεις», ο Κώστας δείχνει την πίσω πόρτα. Μπαίνουν χωρίς κουβέντα και το πολυμορφικό ξεκινάει.
«Ήθελα να σας πω ... δεν είχαμε προλάβει να συμπληρώσουμε κάποιες απαντήσεις ... και ... για να μην τις ξεχάσουμε ...», το αγόρι κομπιάζει.
«Καφέ πίνετε;»
Τα παιδιά κοιτάζονται απορημένα.
«Κερνάω. Πίνετε καφέ;»
«Πίνουμε», λέει βιαστικά το κορίτσι.
Περνάνε αμίλητοι την πλατεία –όχι εδώ, είναι πολύ κεντρικά –και καταλήγουν δυο στενά πιο κάτω. Είναι ένα καφενείο ξεχασμένο από τη ζωή, στο βάθος τραπέζια με πράσινη τσόχα και συνταξιούχοι που παίζουν πρέφα. Ίσως και κουμ καν –ποιος ξέρει;
«Έναν νες σκέτο και ότι πάρουν τα παιδιά», λέει ο Κώστας, ψάχνοντας τις τσέπες του. Τα παιδιά παραγγέλνουν δυο φραπέ γλυκούς. Ο ένας με πολύ γάλα.
«Πως σας λένε ρε;» ο Κώστας επιτέλους πετυχαίνει το πακέτο και είναι πολύ ευτυχισμένος που ξανάρχισε το κάπνισμα.
«Εμένα με λένε Άγη κι αυτή Δανάη», λέει το αγόρι. Τυχερά παιδιά. Οι γονείς τους πάτησαν πόδι και δεν τα φόρτωσαν με ονόματα παππούδων. Θα μου πεις –με κάτι τέτοια έχουμε καταντήσει Αρχαία Ελλάδα. Ναι, εντάξει, από το να είμαστε γεμάτοι Γιάννηδες, Βαγγέληδες και Χαράλαμπους –χίλιες φορές καλύτερα. Ο Κώστας σκύβει προς το μέρος τους.
«Λοιπόν άτομα –δεν σας είδα ποτέ στην είσοδο της πολυκατοικίας και δεν σας κάλεσα ποτέ για καφέ –ξηγημένοι;»
Τα παιδιά τον κοιτάζουν όλο απορία. Ο εργασιακός φόβος έχει αντικατασταθεί με τον τρόμο των άγνωστων προθέσεων. Αλλά γνέφουν κάποια μουδιασμένα «εντάξει».
«Επίσης δεν πρόκειται να σας ζητήσω τίποτα περίεργο και δεν σκοπεύω να σας βιάσω ή να σας τεμαχίσω. Σαφές κι αυτό;»
Γνέφουν πάλι, αβέβαια. Στα μάτια τους είναι ο Μεγάλος. Όχι μόνο σε ηλικία –ο Μεγάλος από τα κεντρικά, ο Ελεγκτής, ο Κουμανταδόρος. Το χέρι των αφεντικών ανάμεσά τους -και τα αφεντικά είναι, εκ προοιμίου, μαλάκες. Έρχονται οι καφέδες.
«Πριν από πολλά χρόνια έκανα την ίδια δουλειά με σας ...» ξεκινάει ο Κώστας, αλλά σταματάει απότομα. Συμβουλές; Αποφθέγματα γεμάτα εμπειρία; Όταν ήταν στην ηλικία τους δεν υπήρχε πιο σιχαμερό πράγμα, από το ν’ακούει τους ξερόλες μεγάλους.
«Εντάξει, αυτό που θέλω να πω είναι οτι η κομπίνα θέλει προφύλαξη. Δεν συμπληρώνουμε τα ερωτηματολόγια, φόρα παρτίδα στη μέση του δρόμου. Οι υπεύθυνοι κόβουν βόλτες συνέχεια.»
Κουνάνε τα κεφάλια τους συμφωνώντας. Αλλά δεν έχει ακόμα την αποδοχή τους.
«Από ποιες σχολές είστε;»
«Εγώ από το Οικονομικό Πειραιά κι ο Άγης από το Ο.Π.Α.», παίρνει τον λόγο η κοπέλα. Δεν διακρίνει αμηχανία στα μάτια της ο Κώστας –η κοπέλα έχει, ήδη, σταθμίσει την κατάσταση. Ο άνθρωπος των αφεντικών βαριέται και τους κάλεσε για καφέ. Είναι καλό ανθρωπάκι δεν θα τους μαρτυρήσει.
«Να σας ρωτήσω κάτι;» παίρνει πρωτοβουλία το αγόρι.
«Εμένα και τη Δανάη εννοείς; Εκτός αν είσαι πιωμένος και με βλέπεις διπλό».
Τα παιδιά γελάνε, μάλλον από υποχρέωση, με το αστείο του.
«Κώστας. Και ρώτα με».
«Ακούγεται οτι θα διώξουν κόσμο. Αληθεύει;»
Οι αιώνιες φήμες για να κρατάνε τους κακοπληρωμένους στην τσίλια.
«Πριν σου απαντήσω, να σας ρωτήσω κι εγώ κάτι. Γιατί δουλεύετε;»
«Εγώ για να πληρώνω το νοίκι μου», λέει διφορούμενα ο Άγης.
«Εγώ για χαρτζιλίκι –οι γονείς μου μένουν Αθήνα», απαντάει η Δανάη μασουλώντας το καλαμάκι της.
«Άψογα. Εσύ λοιπόν να φροντίζεις περισσότερο την κάλυψή σου και δεν πρόκειται να μείνεις χωρίς δουλειά. Αρκεί να μην σε σταμπάρουν να κάνεις μαλακίες. Εσύ δεσποινίς μπορείς να κάνεις ότι γουστάρεις. Η ανάγκη σου για χαρτζιλίκι δεν είναι τόσο επιτακτική που να μην σηκώνει μια απόλυση. Άλλωστε, ψευτο-δουλειές σαν αυτή υπάρχουν μπόλικες. Αυτή είναι η γνώμη μου».
Τα παιδιά δεν καπνίζουν. Τα χαζεύει καθώς αρχίζουν κάτι δικά τους πειράγματα, ο Άγης την κοροϊδεύει για το κινητό της κι αυτή αντεπιτίθεται, επισημαίνοντάς του πως το δικό του κινητό χτυπάει μόνο κατά λάθος.
«Σας φαίνεται ... σου φαίνεται πολύ κιτσάτο το κινητό μου;» η Δανάη το στρέφει απειλητικά προς το φλιτζάνι του Κώστα.
«Ε ... όσο να πεις ... αυτές οι γούνες και τα φτερά στα πλάγια είναι λίγο κάπως»
«Τι κάαααπως; Τι εννννννοείς;» η μικρή σαχλαμαρίζει μαζί του. Ίσως αυτή να είναι η ιδέα της για το φλερτ –ο Κώστας κουμπώνει το αόρατο σακάκι του για να αισθανθεί λιγότερο άβολα. Πριν δυο χρόνια, έκανε την πρώτη του απιστία. Ήταν μια καινούργια στο τμήμα του, πολύ γλυκιά, με ανεξέλεγκτες εκπομπές τρυφερότητας προς το μέρος του. Σύντομα ο Κώστας άρχισε να τρέφει ελπίδες ανακατεμένες με ονειρώξεις. Αλλά οι αντιστάσεις του ήταν καλοφτιαγμένες. Άντεξαν τα πρώτα υπονοούμενα, αντιστάθηκαν σε ξεχασμένες εκρήξεις ενστίκτων, κατευνάστηκαν μέσα από την ευλογημένη πιθανότητα απόρριψης. Μέχρι που, σε κάποιο ενδοεταιρικό πάρτι, μόνο για τους υπαλλήλους –βρέθηκαν, χωρίς να το προσχεδιάσουν, στην τουαλέτα να φιλιούνται. Η γυναίκα μύριζε κρασί και τριαντάφυλλο. Ο Κώστας έχασε τις αναστολές του μέσα στη ζαλάδα της. Για λίγο μόνο. «Πάμε να φύγουμε –τώρα», του πρότεινε αυτή. «Δεν γίνεται. Με περιμένουν σπίτι», συνήλθε απότομα ο Κώστας. Αλλά όχι εντελώς. «Θα σου τηλεφωνήσω, να βρεθούμε μετά τη δουλειά. Αύριο». «Εντάξει, θα περιμένω». Αρχίδια.
«Θα πηδήξεις την υφισταμένη σου; Βάζω στοίχημα οτι τη στρίμωξες ήδη στις τουαλέτες έτσι; Ένιωσες πολύ αφεντικό, μαλάκα;» τον πολιορκούσε ο Πέτρος, το ίδιο βράδυ.
«Πότε έγινε; Τώρα πριν από εδώ; Στο πάρτι; Είχατε πιει κιόλας; Ε; Την πέφτεις και σε μεθυσμένες τώρα ρε γελοίε;» στριφογύριζε το μαχαίρι ο Άρης.
Εμμονές. Οι εμμονές των φίλων του, δίπλα στη δική του αβεβαιότητα. «Γιατί φιλήθηκε μαζί μου; Μπορεί απλά για να προωθηθεί στη δουλειά. Εντάξει, μπορεί και όχι. Αλλά τότε; Αν, ας πούμε, με γουστάρει κανονικά; Είμαι παντρεμένος με παιδί. Τι γίνεται αν μου κολλήσει και θέλει περισσότερα από ένα πήδημα; Τι γίνεται αν τα πάρει στο κρανίο και τα πει όλα στη Μαρία; Δύσκολο είναι;»
Δεν έκανε τίποτα. Δεν την πήρε ποτέ τηλέφωνο και δεν της έδωσε την παραμικρή εξήγηση. Φρόντισε να την αποφεύγει κι αυτή τον κοίταζε ειρωνικά. Στις επόμενες εργασιακές τους επαφές, η γυναίκα είχε γίνει μια ξύλινη ταμπέλα που έγραφε «χέστης» και έδειχνε προς το μέρος του. Μετά μαλάκωσε η κατάσταση. Η ψυχρότητα εξελίχθηκε σε αδιαφορία, κάποια μέρα είχαν μείνει τελευταίοι στη δουλειά –τον πλησίασε. Αυτός τρόμαξε.
«Ήθελα να σου πω οτι παντρεύομαι»
«Αλήθεια; Πολύ χάρηκα για σένα.»
«Ναι. Κοίτα –για εκείνο που είχε γίνει μεταξύ μας ...»
«Ξέχασέ το μη σε απασχολεί».
«Ναι, τώρα πια το έχω ξεχάσει, Κώστα. Τις πρώτες μέρες με είχε πειράξει. Δεν αντέχω την απόρριψη όταν είναι τόσο ωμή. Μετά κατάλαβα.»
«Α, ναι;»
«Ναι. Κατάλαβα πως πρέπει να είσαι πολύ τρομοκρατημένος άνθρωπος. Και καλά έκανες που δεν τηλεφώνησες. Δεν θα γινόταν τίποτα μεταξύ μας έτσι κι αλλιώς»
Ο Κώστας είχε συμφωνήσει γυρίζοντας την πλάτη του.
«Δεν έχεις να πεις τίποτα;» επέμενε αυτή.
«Οτι έχεις δίκιο –τίποτα άλλο», είχε πει εκείνος πριν εξαφανιστεί βιαστικά. Από την ξεφτίλα που ένιωθε, δεν είχε κουράγιο ούτε τα κλάματα να βάλει.
Έστρεψε το ενδιαφέρον του στα παιδιά που τον είχαν αφήσει ήσυχο, στην αναπόλησή του. Κορόιδευαν έναν γέρο από την παρέα των χαρτοπαικτών, που μιλούσε σα να είχε καταπιεί καραμούζα. Ποιος ξέρει; Ίσως σε λίγο να κορόιδευαν κι αυτόν.
«Όποτε θέλετε μπορείτε να φύγετε. Δεν είναι υποχρεωτικό να κάθεστε μαζί μου», αποφάνθηκε ηλίθια.
«Μα τι λες! Μια χαρά περνάμε. Απλά, δεν έχουμε συνηθίσει να μας μιλάνε οι ανώτεροι στην εταιρεία. Δεν μας καταδέχονται», δικαιολογήθηκε η Δανάη.
«Καλά, εντάξει. Αλλά, για πείτε μου –έχετε πρόβλημα με κανέναν από τους υπευθύνους σας; Πως σας φαίνονται;»
Τα παιδιά μαζεύτηκαν εμφανώς. «Νάτο που έσκασε! Ο τύπος ψάχνει για χαφιέδες!». Το αγόρι σηκώθηκε και προφασίστηκε πως θέλει να πάει στην τουαλέτα. Άφησε την κοπέλα μόνη στα δύσκολα. Κι ο Κώστας δαγκώθηκε. Δεν ήθελε να μάθει πληροφορίες, δεν ενδιαφερόταν να «φακελώσει» κόσμο. Απλά μια αφορμή για κουβέντα έψαχνε.
«Πολύ ωραίο το δαχτυλίδι σου», η Δανάη δείχνει το χέρι του Κώστα, για την ακρίβεια ακουμπάει το δάχτυλό της πάνω στο μέταλλο. Ο Κώστας ξαφνιάζεται.
«Α, αυτό … ναι. Είναι ενός φίλου». Λες και συνειδητοποίησε μόλις τώρα πως φοράει τη βέρα του Άρη –εκείνη που μάζεψε μέσα από το γάντι του. Δεν θυμάται από πότε την έχει στο δάχτυλό του και δεν μπορεί να βρει το γιατί. Φοράμε συνήθως ενθύμια από πεθαμένους φίλους κι ο Άρης μια χαρά χάλια είναι. Ευτυχώς. Φοράμε άραγε και ενθύμια από πεθαμένες φιλίες;
«Φίλου σου; Και το φοράς εσύ;» η Δανάη χαζογελάει.
«Ναι … εντάξει … μέχρι να του το δώσω …», δεν έχει τι να πει, δεν γίνεται κιόλας να της εξηγήσει. Μένει να κοιτάζει σκεφτικός τη βέρα από λευκόχρυσο –ο Άρης πάντα απεχθανόταν τους συμβατικούς γαμήλιους χαλκάδες.
«Ναι σε ρωτήσω κάτι; Είσαι παντρεμένος έτσι;» τον βγάζει από την αμηχανία η κοπέλα. Και τον βυθίζει σε μεγαλύτερη βεβαίως.
«Ναι, παντρεμένος. Εσύ;»
Η κοπέλα ξεκαρδίζεται. Είναι όμορφη και κινείται χαριτωμένα. Σίγουρα θα έχει μπόλικα αγόρια να τρέχουν πίσω της.
«Τι παντρεμένη καλέ; Είμαι μικρή ακόμα! Μόνη, κατάμονη».
«Πως κι έτσι;»
«Ε, δεν βρέθηκε ακόμα ο κατάλληλος …»
Φλερτάρουν; Η κοπέλα του αφήνει χώρο ή είναι απλά η ιδέα του; Ίσως και η προσδοκία του. «Τι πράγματα είναι αυτά ρε;». Βιάζεται να σταματήσει την κουβέντα κι ο άλλος δεν λέει να γυρίσει από την τουαλέτα –κόψιμο τον έπιασε;
«Ε, που θα πάει –θα βρεθεί. Το καλό πράγμα αργεί να γίνει», λέει πατρικά και αποφασίζει να μην ξαναμιλήσει.
Η υπόλοιπη ώρα περνάει κοινότυπα, τα παιδιά φεύγουν, το ωράριο προχωράει σύμφωνα με τα πλάνα, η μέρα τελειώνει και ο Κώστας νιώθει ξαλαφρωμένος. Στην αποχώρηση κάνει πως δεν βλέπει τη Δανάη με τον Άγη –δεν έχει όρεξη να τους πάει πουθενά με το αυτοκίνητό του.
Οδηγεί πάντα, ακούγοντας CD. Σιχαίνεται το ραδιόφωνο, σταθμοί που παίζουν συνέχεια τις ίδιες playlists, σταθμοί που εκφωνούν, αλλεπάλληλα, το ίδιο δελτίο ειδήσεων –φτηνό χιούμορ, χοντροκομμένο χιούμορ και αναμετάδοση της τηλεοπτικής μιζέριας. Οι Meteors φωνάζουν στο cd player –«Λοιπόν, είναι δύσκολο να το πιστέψεις, το ξέρω/ αλλά την ακούω να τραγουδάει στον αέρα/ που σφυρίζει πάνω από τις κορυφές των δέντρων/ ‘Τζώννυ, θυμήσου με.’/ Ναι –πάντα θα θυμάμαι/ μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω/ θα ακούω το κλάμα της/ ‘Τζώννυ θυμήσου με’», δυναμώνει την ένταση, ασυναίσθητα.Οδηγεί προς το κέντρο της πόλης, σταματάει σε κάθε φανάρι μέχρι να τον ξυπνήσουν τα κορναρίσματα αγανακτισμένων οδηγών, δεν βιάζεται γιατί ξέρει που πάει.
Πρώτη στάση η αγορά στο Μοναστηράκι. Χάνεται μέσα στα ρουχάδικα, ξέρει τι ψάχνει, αλλά κολλάει σε άσχετα σημεία. Του παίρνει αρκετή ώρα μέχρι να αγοράσει δυο φανελένια, καρό πουκάμισα, εφτά μποξεράκια με στάμπες ηρώων της Marvel Comics, πέντε κατάμαυρες μπλούζες και τρία 501. Έχει βάλει κιλά, αλλά ευτυχώς –όχι πολλά. Ένα νούμερο μεγαλύτερο παντελόνι –δεν είναι και απελπιστική η κατάσταση. Αυτό που του παίρνει πολύ ώρα είναι οι μπότες. Κανένας δεν έχει εκείνες τις H-D που κυκλοφορούσαν πριν από 20 χρόνια –βολεύεται στο τέλος με μια κοντινή απομίμηση. Από το ίδιο μαγαζί αγοράζει και ένα δερμάτινο μπουφάν αεροπόρου. Απομίμηση κι αυτό φυσικά.
Δεύτερη στάση στα Χαυτεία. Βρίσκει ένα φτηνό ξενοδοχείο, συμπαθητικό και ανεκτά βρώμικο. Ο υπάλληλος αλληθωρίζει όταν ακούει πως «ο κύριος δεν θέλει το δωμάτιο με την ώρα, αλλά με τη μέρα». Απομονώνεται με κλειστές κουρτίνες. Σχηματίζει τον αριθμό της στο καντράν και περιμένει.
«Έλα Κώστα –που είσαι;»
«Δεν έχει σημασία Μαρία. Θέλω να ακούσεις, ήρεμα, αυτά που θα σου πω. Λοιπόν (βαθιά ανάσα) το κινητό θα το απενεργοποιήσω, μην ψάξεις να με βρεις. Χρειάζομαι να μείνω λίγο μόνος μου. Γι΄αυτό δεν θα έρθω σπίτι τις επόμενες μέρες. Εντάξει;»
Ακούει τη σιωπή της. Ξέρει κιόλας τι σκέφτεται τη συγκεκριμένη στιγμή. Είναι διχασμένη ανάμεσα στην αυστηρότητα και την παράκληση. Διαλέγει το πρώτο.
«Τι είναι αυτά που μου λες; Είναι σοβαρά πράγματα; Έχεις οικογένεια Κώστα, σύνελθε σε παρακαλώ».
Έκανε λάθος επιλογή –ο Κώστας κλείνει μαλακά το τηλέφωνο. Αμέσως μετά, σχηματίζει τον αριθμό του γιου του.
«Έλα, λέγε».
«Ήθελα να σου πω ότι θα λείψω για λίγο, Δημήτρη. Και ήθελα να το ακούσεις από εμένα. Όσο θα λείπω, να προσέχεις τη μητέρα σου. Θα γυρίσω σύντομα, μην ανησυχείς.»
«Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα σοβαρό, απλά θα πρέπει να μείνω λίγο μόνος».
«Δηλαδή;»
«Δεν θέλω να μιλήσουμε γι΄αυτά τώρα. Θα τα πούμε όταν γυρίσω».
«Είσαι σίγουρος πως θα γυρίσεις;»
«Ναι ρε –σου έχω πει ποτέ ψέματα;»
«Ποτέ δεν είναι αργά. Από λεφτά τι θα κάνουμε;»
«Μην ανησυχείς. Μπαίνουν όλα στον κοινό λογαριασμό μας με τη μητέρα σου».
«Καλά. Να γυρίσεις, εντάξει; Αργά ή γρήγορα να γυρίσεις».
Ο μικρός του κλείνει το τηλέφωνο απότομα. Νευρίασε ή ντράπηκε να ακουστεί κλαμένος; Δεν θέλει να το σκεφτεί τώρα ο Κώστας. Γιατί αν το σκεφτεί θα χάσει κάθε ίχνος αποφασιστικότητας.
Το τηλέφωνο ξαναχτυπάει επίμονα.
«Τι θέλεις Μαρία;»
«Το παιδί τι θα γίνει;»
«Του μίλησα μόλις τώρα».
Η Μαρία σπάει σε λυγμούς. Είναι λογικό να δοκιμάσει τη δεύτερη επιλογή μετά την αποτυχία της πρώτης. Ή ίσως και να το εννοεί.
«Γύρνα πίσω, σ΄αγαπάω, γύρνα πίσω, τώρα. Δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα. Σε τι έφταιξα; Τι σε πείραξε; Γιατί μας βασανίζεις;»
Ο Κώστας κλείνει το τηλέφωνο και το πετάει στον απέναντι τοίχο. Μαζεύει σκυθρωπά τα κομμάτια -βεβαιώνεται ότι δεν λειτουργεί πλέον. Θα ήθελε να νιώθει ελεύθερος –αλλά δεν είναι έτσι. Η Μαρία κλαίει στα αόρατα κεντρικά μεγάφωνα, ο Δημήτρης σέρνει την τσάντα του με κατεβασμένο κεφάλι, προβάλλοντας την εικόνα του στις κλειστές κουρτίνες.
«Αφήστε με για λίγο ήσυχο!», μουγκρίζει ο Κώστας ανάμεσα στις παλάμες του. «Τόσα χρόνια σας έδωσα, τόσα χρόνια δούλεψα για σας, τόσα χρόνια σας υπηρετώ –τόσα χρόνια –δεν είναι αρκετό; Ζητάω λίγες μέρες. Μόνο. Και μετά, πάλι στο λούκι σας». Ίσως και να κλαίει, τις τελευταίες μέρες έχει γίνει ευσυγκίνητος. Μετά κοιμάται βαριά. Γι΄αυτό δεν ακούει τις φωνές τους πάνω από τις κορυφές των δέντρων -«θυμήσου με». Ή μάλλον –επειδή ακριβώς τις ακούει, καταφέρνει να κοιμηθεί βαριά.
Έχει νυχτώσει όταν ξυπνάει από το άδειο στομάχι του. Ντύνεται βιαστικά και βγαίνει για ψώνια. Ξυραφάκια, αφρός, σαμπουάν, οδοντόκρεμα, οδοντόβουρτσα από το διπλανό ψιλικατζίδικο. Ο διακριτικός Πακιστανός τα βάζει σε σακούλα και μετράει ρέστα. «Ευκαρίστω», «παρακαλώ –καληνύχτα σας». Ξανακλείνεται στο δωμάτιο νιώθοντας προστατευμένος. Από τους τοίχους ακούγονται βογκητά ζευγαριών –πόσοι είναι κανονικά ζευγάρια και πόσοι πληρωμένα πηδήματα; Δύσκολο να ξεχωρίσεις, ένα ασφαλές κριτήριο είναι η πόρτα που κλείνει και το νερό στο μπάνιο που τρέχει αμέσως μετά. Δεν έχει και σημασία άλλωστε. Ο Κώστας ετοιμάζεται για έξοδο. Πλένεται, ξυρίζεται –θα ήθελε πολύ να έχει μια παλιά κολόνια μαζί του –κάτι σε Old Spice, που ήταν δυσεύρετη στα νιάτα του.
Μετά, διπλώνει τα παλιά του ρούχα για να τα καταχωνιάσει στον πάτο της ντουλάπας. Και ντύνεται, επιτέλους, σαν άνθρωπος. Τέρμα η φαγούρα από τα λινά και φανελένια παντελόνια –όποιος έχει φορέσει τζιν δεν ανέχεται τους χνουδωτούς καβάλους. Ο Κώστας είναι έτοιμος και πεινασμένος για όλα, όπως παλιά.
«Παίζει κανένα μαγαζί για φαγητό εδώ γύρω;» ρωτάει τον ιδρωμένο υπάλληλο στη ρεσεψιόν.
«Ναι κύριε, έχει ένα πολύ καλό στα 200 μέτρα δεξιά. Θα το δείτε». Ωραία, τώρα ξέρει που δεν θα πάει. Για να το προτείνει ο βρωμιάρης, χάλια θα είναι. Βγαίνει έξω και στρίβει αμέσως αριστερά.
Τα πεζοδρόμια είναι γεμάτα μαύρες που κάνουν ψωνιστήρι. Ψηλές, εντυπωσιακές, απεγνωσμένες. Έκαναν χιλιάδες χιλιόμετρα για να πηδηχτούν με κονομημένους λαχαναγορίτες –εξαθλίωση σε εφαρμοστά παντελόνια βινύλ. Βρίσκει ένα εστιατόριο που «έχει γνωρίσει και καλύτερες μέρες». Κάθεται και παραγγέλνει τα πάντα. Πεινάει όλο και περισσότερο. Διψάει και οι μπύρες δεν βοηθάνε. Απέναντι του έρχεται να καθήσει μια γυναίκα που τον κοιτάζει επίμονα.
Δεν γίνεται να αγνοήσεις αυτό το ενοχλητικό βλέμμα. Και δεν μπορείς να φας με την ησυχία σου –ο Κώστας μασάει διακριτικά προσπαθώντας να το παίξει άσχετος. Καταπίνει σιγά, χάνοντας την όρεξή του. Είναι μια περίεργη γυναίκα με αλογοουρά και μακρύ, κόκκινο φόρεμα. Ξανθιά, αλλά όχι φυσική, καπνίζει τσιγάρα με χρυσό επιστόμιο. Κάνει ψωνιστήρι μέσα στο εστιατόριο; Ίσως.
«Συγνώμη, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;»
«Παρακαλώ», δέχεται ο Κώστας προσπαθώντας να κρύψει τον εκνευρισμό του. Δεν έχει όρεξη για γυναίκες, αλλά έχει όρεξη για φαγητό. Η ξανθιά τον πλησιάζει εντυπωσιακά και κάθεται απέναντί του.
«Σας ξέρω από κάπου;»
Ο Κώστας καταπίνει μια μπουκιά μπριζόλας απότομα.
«Δε νομίζω».
«Κι όμως …», η γυναίκα τον κοιτάζει διερευνητικά και χτυπάει το νύχι της στο τραπεζομάντιλο. Μακρύ νύχι, βαμμένο μωβ.
«Δεν είστε …»
«Ακούστε κυρία μου. Δεν είμαι -και μάλλον δεν με ξέρετε. Δεν ενδιαφέρομαι για γνωριμίες –καταλάβατε;»
Η γυναίκα κατσουφιάζει. Ανάβει νέο τσιγάρο με την καύτρα του προηγούμενου και …
«Με παρεξηγήσατε. Καταλαβαίνω βέβαια, λόγω της περιοχής … Απλά μου είστε πολύ γνωστός. Να σας συστηθώ –Μελίνα Βογιατζόγλου», η γυναίκα περνάει το χέρι της πάνω από το τραπέζι για κάποια χειραψία.
Ο Κώστας μένει με το δικό του χέρι μετέωρο. Μελίνα Βογιατζόγλου; Κάπου το έχει ξανακούσει. Μελίνα … Μελίνα …«Βογιατζόγλου θα σηκωθείς στον πίνακα να λύσεις την άσκηση;» Κι αυτή, με αφοπλιστικό χαμόγελο –«δεν έχω προετοιμαστεί κύριε Αλισάφη», «δεν μου προξενεί καμιά περιέργεια αυτό, Βογιατζόγλου».
«Ρε Μελίνα εσύ είσαι;» ο Κώστας γίνεται αμέσως οικείος.
«Ε… εγώ … κι εσύ; Ο …»
«Ναι;»
«Ο … Κώστας ... ο ….»
«Ναι ρε! Πόσα χρόνια!»
«Πολλά. Πάνω από είκοσι».
Ανταλλάσουν φιλοφρονήσεις, δεν άλλαξαν κι ας έχουν γκριζάρει επικίνδυνα τα μαλλιά του Κώστα -δεν άλλαξαν κι ας έχουν ξανθύνει αμετάκλητα τα μαλλιά της Μελίνας. Εντάξει, άλλαξαν αλλά αναγνωρίζονται ακόμα κι αυτό είναι το σημαντικό. Αναλώνονται σε συζητήσεις για παλιούς γνωστούς, μέχρι να φτάσουν στην τωρινή τους κατάσταση.
«Κι εσύ;»
«Παντρεμένος με ένα γιο, γομάρι ολόκληρο. Εσύ;»
«Α, όχι τώρα. Παλιότερα είχα παντρευτεί, χώρισα, παιδιά δεν έχω».
Η ατμόσφαιρα έχει γίνει αποπνικτική στο εστιατόριο, μυρωδιές από λαδωμένα κρέατα και τσιγαρίλα …
«Τι κάνεις τώρα; Έχεις κάποια υποχρέωση; Έλεγα να πηγαίναμε πουθενά για κανένα ποτό», προτείνει ο Κώστας.
«Ξέρεις … σε λίγο πρέπει να δουλέψω … εδώ».
«Εδώ;»
«Ε, εδώ έξω».
Η Μελίνα; Πεζοδρόμιο; Την θυμάται στο σχολείο, ψηλή και ευλύγιστη. Έπαιζε βόλεϊ και κάπνιζε ασταμάτητα στα διαλείμματα. Είχε μια κολλητή, κοντή και χοντρή –το ακριβώς αντίθετο από αυτή. Οι περισσότεροι συμμαθητές τους, γούσταραν να κάνουν κατάσταση με τη Μελίνα αλλά φοβόντουσαν. Ήταν και μια παρέα μεγαλύτερων, εξωσχολικών που νταραβερίζονταν μαζί της … Την έπεφταν λοιπόν στην κοντή, για να προσεγγίσουν τη Μελίνα –στο τέλος έβγαζε η κοντή γκόμενους κι έμενε η Μελίνα στην απέξω.
«Α, καταλαβαίνω. Κοίτα …», φυσικά δεν έχει τι να πει ο Κώστας. Αλλά ξέρει τι θέλει να κάνει. Αποφασίζει πως ο χρόνος του είναι περιορισμένος και επιλέγει την ειλικρίνεια.
«Κοίτα … χάρηκα πολύ που σε ξαναείδα, μετά από τόσα χρόνια. Περνάω μια περίεργη φάση και … Τέλος πάντων, αν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μου, για ένα ποτό, για μια βόλτα … Θα πληρώσω εγώ την … το …»
Η Μελίνα γελάει. Ίσως κολακευμένη, σίγουρα αμήχανη.
«Θα με πάρεις βίζιτα;»
«Όχι. Θα σου πληρώσω την ώρα που θα περάσω μαζί μου. Αλλά δεν έχω όρεξη για σεξ. Περνάω περίεργη φάση, σου το είπα», ο Κώστας αποφεύγει να την κοιτάξει.
«Μάλιστα. Και πόσο θα μας πάρει; Μια, δυο ώρες; Περισσότερο;»
«Όσο -ρε γαμώτο. Δεν τα μπορώ αυτά, πόσο στοιχίζει να πληρώσω όλη τη νύχτα σου;» ο Κώστας μετατρέπει την αμηχανία του σε θυμό.
«Α, χα –μεγαλοπιάστηκε ο Κωστάκης! Λοιπόν -500 ευρώ είναι καλά; Φιλική τιμή», καγχάζει η Μελίνα.
«Μια χαρά. Φεύγουμε;»
Ο Κώστας έχει ήδη σηκωθεί και πληρώνει. Δεν σκέφτεται για να μην μετανιώσει, δεν την κοιτάζει για να μην θυμηθεί ότι κάποτε την ήθελε πολύ.
Το πολυμορφικό κινείται αμίλητο, εκτός από τους Magazine που γκρινιάζουν για «καινούργιες επιθέσεις στα νεύρα μου/ σπαταλάνε τον χρόνο μου, με το ζόρι/ πρέπει να ξαναγράψουν όλα τα βιβλία από την αρχή/ είναι φυσικό επακόλουθο».
«Πυροβολημένος κι από τις δυο πάντες;» σχολιάζει η Μελίνα.
«Α, το θυμάσαι το κομμάτι; Ναι, κάπως έτσι –πυροβολημένος γενικότερα».
Την κοιτάζει από τον μπροστινό καθρέφτη. Δεν είναι τόσο όμορφη πια, δεν είναι καν ζωντανή. Θυμάμαι έναν χαρακτηρισμό που πάντα σιχαινόταν –«μαραμένη» -δυστυχώς ταιριάζει απόλυτα στη συγκεκριμένη περίπτωση.
«Που πάμε;»
«Στα παλιά.»
«Τα δικά σου, τα δικά μου ή τα δικά μας;»
«Τίποτα δεν ήταν δικό μου, τίποτα δεν έμεινε δικό μας και τα δικά σου δεν τα ξέρω. Οπότε …»
«Οπότε, γάμησέ τα Κωστάκη και κάνε γρήγορα», γελάει σαν 25 χρόνια πίσω.
Παρκάρουν το πολυμορφικό έξω από το Πολυτεχνείο και χαζεύουν την πλατεία σαν τουρίστες. Χάλια η πλατεία, με αναπαυτικούς καναπέδες εκεί που κάποτε υπήρχαν σιδερένιες καρέκλες, με σόμπες-μανιτάρια και μπλαζέ μουσική. Δεν γίνεται να καθίσουν εδώ, γι’ αυτό πιάνουν τα στενά –ψάχνοντας κάποιο παλαιολιθικό μπαράκι. Το εντοπίζουν βρώμικο, υγρό και, φυσικά, μισοάδειο.
«Ένα Singapore sling για τις παλιές κακές μέρες», παραγγέλνει ο Κώστας.
«Και μια βότκα τόνικ για τον ίδιο ακριβώς λόγο», συμπληρώνει η Μελίνα.
«Σκατοκατάσταση», αποφαίνονται ταυτόχρονα. Γελώντας.
Η βραδιά κυλάει αδιάφορα με συνεχείς εναλλαγές ποτών. Έχουν αποφασίσει να μην πιούν με τίποτα –δεύτερη φορά το ίδιο πράγμα. Έχουν συμφωνήσει να εξαντλήσουν την ποικιλία ή να τους πάρουν σηκωτούς.
«Θυμάσαι την κατάληψη στην Δευτέρα Λυκείου; Ήσουνα πρόεδρος του δεκαπενταμελούς τότε».
«Γραμματέας», την διορθώνει ο Κώστας.
«Τέλος πάντων. Αλλά τη φασαρία όλη εσύ την έκανες. Εσύ πλακώθηκες με το συμβούλιο γονέων όταν προσπαθούσες να περάσεις λουκέτα στις πόρτες. Έφαγες και αποβολή μετά –έτσι;»
«Ναι εντάξει, μου την είχανε φυλαγμένη μετά την κατάληψη και στην πρώτη στραβή μου έριξαν διήμερη».
Περνάει τα νύχια της πάνω από τη σφιγμένη γροθιά του.
«Από τότε μου άρεσες Κώστα»
Τραβάει το χέρι του απότομα.
«Δεν υπάρχει λόγος» και τη βλέπει να μαζεύεται.
Μισό λεπτό ησυχίας.
«Εντάξει, ας μιλήσουμε στα ίσια, καλύτερα. Εγώ, που λες Κωστάκη μπορεί να κάνω βίζιτες αλλά δεν έχω ξεπέσει στα πεζοδρόμια. Έχω χρόνια μέχρι να πιάσω πάτο και ελπίζω να την κοπανήσω πριν από αυτό. Σήμερα στο εστιατόριο ήρθα για σένα. Συστημένη –εντάξει;»
Ο Κώστας δεν έχει συνέλθει ακόμα από τη μεταμόρφωσή της. Είναι χαλαρός από τα ποτά και αναστατωμένος από την παρουσία της. Γιατί η τρυφερότητα ξεπερνάει την επίγνωση. Σχεδόν πάντα. Αλλά τώρα έχει απέναντί του ένα κανονικό επαγγελματικό στέλεχος, που τυχαίνει να φοράει κόκκινο φόρεμα και βαρύ άρωμα.
«Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω».
«Εννοώ ότι πήραν στο γραφείο που δουλεύω, ζήτησαν εμένα προσωπικά και προπλήρωσαν για να σου κάνω παρέα. Και όχι μόνο –έτσι;»
«Ποιος;»
«Που να ξέρω; Το αφεντικό πήρε τα φράγκα, εγώ πήρα την προμήθειά μου και νάμαι»
Ποιος; Και γιατί;
«Πως ήξερες που να με βρεις;»
«Δεν το ήξερα. Ήμουνα στάντ μπάι μέχρι σήμερα. Το απόγευμα μου τηλεφώνησαν να στηθώ έξω από το ξενοδοχείο σου και να σε πλησιάσω. Δυο ώρες περίμενα».
«Συγνώμη, δεν το ήξερα –αλλιώς θα έβγαινα νωρίτερα. Αλλά, γιατί μου τα λες όλα αυτά;»
«Γιατί μου ζήτησαν να στα πω. Μη με ρωτήσεις ποιος. Ένα κινητό με απόκρυψη που με έστειλε σε σένα. Αντρική φωνή. Μου έδωσε τη διεύθυνση, μου ζήτησε να σου πω τα πάντα και κάτι άλλο… Είπε να σου μεταφέρω από μέρους του ότι κάποιος σας θυμάται ακόμα. Όλους σας –έτσι είπε».
Ο Κώστας άναψε τσιγάρο χαζεύοντας την παρακμιακή μπαρ-γούμαν. Σκούπιζε τη μπάρα με μια πετσέτα Στολίσναγια –το έκανε τόσο αργά που θα μπορούσε να σε υπνωτίσει. «Κάποιος μας θυμάται ακόμα. Όλους μας». Ποιος είναι ο «κάποιος» και ποιοι είναι οι «όλοι»; Εντάξει, μπορεί και να ήταν προφανές. Η αφεντιά του, ο Άρης και ο Πέτρος –σ’ αυτούς πήγαινε το «όλοι». Άρα, ο «κάποιος» ήταν ο γνωστός; Έσκυψε το κεφάλι στο πλάι και …
«Τι έπαθες και φτύνεις βρε; Είχε τίποτα το ποτό;» απόρησε η Μελίνα.
«Μη δίνεις σημασία», προσπάθησε να απομονωθεί στις σκέψεις του ο Κώστας.
«Κοκκίνισες. Είπα κάτι κακό; Νόμιζα πως κάποιος φίλος ήθελε να σου κάνει ένα δώρο. Δεν είναι αυτό, ε;»
«Όχι, δεν είναι αυτό. Για πες μου κάτι ρε Μελίνα. Δίνετε τα πλήρη στοιχεία σας στο … γραφείο τελοσπάνων που δουλεύετε; Πως ήξερε ο τύπος ότι ήσουνα παλιά μου συμμαθήτρια;»
«Έλα ντε! Δεν δίνουμε κανένα στοιχείο, μόνο το κινητό μας. Εντάξει, οι άνθρωποι του γραφείου έχουν ψάξει και ξέρουν κάτι παραπάνω για μας, αλλά …»
«Πάρτον τηλέφωνο»
«Ποιόν;»
«Αυτόν που σου έκλεισε τη δουλειά από το γραφείο. Θέλω να του μιλήσω».
Η Μελίνα μαζεύτηκε απότομα. Ήταν έξυπνη γυναίκα, την είχε υπολογίσει κι αυτή την πιθανότητα –μέχρι που είχε ρωτήσει κιόλας πως θα το αντιμετώπιζε. Αλλά της είχαν πει να το αποφύγει, όσο ήταν δυνατό.
«Ξέρεις …»
«Πάρτον τηλέφωνο γαμώ το στανιό μου!» δεν ήταν το χέρι που έσφιγγε τον καρπό της, αλλά τα μάτια του που δεν αστειεύονταν.
Όσο ήταν δυνατό –εντάξει, τράβηξε το χέρι της και διάλεξε έναν αριθμό από τον τηλεφωνικό της κατάλογο. Χλωμή κάτω από το βαρύ μακιγιάζ.
«Έλα Ηλία … ναι εγώ … ο κύριος θέλει να σου μιλήσει … ναι, μου είπες αλλά … εντάξει, στον δίνω», του πέρασε το κινητό φοβισμένα.
Έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά που ο Κώστας μίλησε με ατόφιο κάθαρμα. Όλα αυτά τα χρόνια, έχει συμμετάσχει σε συναντήσεις με αδίστακτους κυβερνητικούς και χοντροκομμένους επιχειρηματίες –αλλά, σε εκείνες τις περιπτώσεις, υπήρχε απειλή πασπαλισμένη με ζάχαρη άχνη, απειλή αρωματισμένη από τον καφέ φίλτρου. Τώρα όμως είναι αλλιώς και ποτέ δεν έχεις προετοιμαστεί στην εντέλεια.
«Γεια σου Ηλία».
«Τι τρέχει κύριος; Δεν σας αρέσει η κοπέλα;»
Το θυμάται το παιχνιδάκι με τις συνεχείς ερωτήσεις που γαμάνε την κουβέντα. Παλιά το έπαιζαν οι μπάτσοι, τώρα το έμαθαν όλοι καθώς φαίνεται.
«Άσε την κοπέλα έξω ρε φίλε. Για άλλο θέλω να μιλήσουμε».
«Δε θα μου πεις τι να κάνω κύριος. Εντάξει; Και δε θα μου πεις γιατί θα μιλήσουμε. Πως της είδες δηλαδή;»
«Την είδα ο ‘γαμάω’ απόψε και μαζέψου μην αρχίσω από σένα. Κόψε τις πίπες, το καλό που σου θέλω μη σου φέρω τη γκόμενα πεσκέσι –εντάξει;»
«….»
«Και μη με διακόψεις άλλη φορά γιατί τσαντίζομαι. Εντάξει μαλάκα;»
«…»
«Έτσι μπράβο. Για πες μου τώρα για τον τύπο που μου πλήρωσε τη βίζιτα. Ήρεμα κι ωραία, γιατί είμαι κακός άνθρωπος και χαίρομαι με τους μπελάδες των άλλων».
«Μπελάδες;»
«Μπελάδες, όπως αυτόφωρο και δικαστήρια. Μπελάδες, όπως δυο νευρικοί αλλοδαποί πίσω από τον κώλο σου. Και τον κώλο της για να μην ξεχνιόμαστε».
«Με απειλείς ρε;»
«Γιατί να το ψάχνουμε τώρα; Ενώ μπορούμε να συνεννοηθούμε μια χαρά και να βγάλεις ένα πεντακοσάρικο έξτρα;»
«Τώρα μιλάς σωστά. Ρώτα κι αν ξέρω …»
«Ποιος πλήρωσε;»
«Δυο τύποι εδώ και κάτι μέρες. Μπορεί και βδομάδα. Ήρθαν εκεί που συχνάζω, μου ξηγήθηκαν για την Άντζελα …»
«Την ποια;»
«Ε, τη Μελίνα … πως τη λες! Άντζελα το επαγγελματικό της. Μου ξηγήθηκαν λοιπόν ότι θέλουν να τη στείλουν σε κάποιον φίλο τους, καθωσπρέπει άνθρωπο, για να του κάνουν έκπληξη. Πότε και που θα ειδοποιούσαν την ίδια απευθείας. Μου σκάσανε και τα φράγκα μπροστάντζα και αυτό ήταν».
«Τηλέφωνο»
«Τι;»
«Το τηλέφωνό τους. Δεν μπορεί να έστειλες κορίτσι σε κάποιον χωρίς να κρατήσεις ένα τηλέφωνο. Ρίχτο».
«Ε, κοίτα …»
«Τελείωνε ρε γαμημένε!»
«Δε μιλάς καλά!»
«Κι άμα γουστάρεις! Πες τώρα»
Ο Κώστας σηκώνεται και φτάνει μέχρι τη μπάρα. Ζητάει με νοήματα ένα στυλό και σημειώνει σε χαρτοπετσέτα.
«Είσαι καλός άνθρωπος κυρ Ηλία. Σ’ ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση».
«Ρε άντε και …»
Δίνει το τηλέφωνο πίσω στη Μελίνα ενώ φοράει το μπουφάν του.
«Φεύγουμε;» τον ρωτάει εκείνη.
Γνέφει θετικά –πληρώνοντας. Η ζαλάδα από τα ανακατεμένα ποτά έχει φύγει κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος. Έξω από το μπαρ έβαλε ψύχρα, η Μελίνα διπλώνει τα μπράτσα γύρω από το στήθος της. Εκείνος βγάζει το μπουφάν και το ρίχνει ιπποτικά στην πλάτη της –κάποιος Ματ Ντίλον σε καρικατούρα.
«Ευχαριστώ. Τι θα κάνουμε τώρα;»
«Θα σε πάω μέχρι παρακάτω και θα σε βάλω σε ΤΑΞΙ. Αλλά πρώτα έχω μια δουλίτσα».
Προχωράνε αργά, χαζεύοντας τα κλειστά μαγαζιά. Αμίλητοι. Μέχρι που ο Κώστας την πιάνει από το μπράτσο και την σταματάει.
«Εσύ θα με περιμένεις εδώ. Δεν θα κάνω πάνω από δυο λεπτά. Θα σου πάρω και το μπουφάν για λίγο, αλλά θα στο ξαναφέρω».
Τον παρακολουθεί να κατηφορίζει με χορευτικό βήμα και απορεί γιατί δεν το είχε προσέξει πριν. Μετά θυμάται –δεν περπατούσε έτσι, όλη την προηγούμενη νύχτα, καμπουριασμένος πήγαινε, σέρνοντας τα πόδια.
Σταματάει δίπλα σε έναν κάδο απορριμμάτων κι αρχίζει το σκάλισμα. Βγάζει σακούλες, τις αφήνει στο πεζοδρόμιο, διαλέγει. Μετά τραβάει τον κάδο στην ανηφόρα και τον πετάει με δύναμη πάνω σ΄ένα παρκαρισμένο τζιπ. Σίδερο πάνω σε λαμαρίνα που βουλιάζει, ο συναγερμός του τζιπ ενεργοποιείται κι ο Κώστας συνεχίζει να σέρνει τον κάδο. Πίσω, για φόρα και μετά δυνατά μπροστά. Οι πλαϊνές πόρτες του τζιπ έχουν βουλιάξει. Τώρα χτυπάει με μανία το μπροστινό τζάμι, έχοντας το χέρι του καλυμμένο μέσα στο μπουφάν. Μια, δυο, τρεις –το τζάμι ραγίζει. Ο Κώστας πάνω στο καπό, αποτελειώνει το τζάμι με τη μπότα του. Δεν του μένει πολύ ώρα γιατί ο συναγερμός έχει ξεσηκώσει τη γειτονιά. Ανάβει εφημερίδες από τα σκουπίδια, τις πετάει στο εσωτερικό του τζιπ. Μετά, ρίχνει παλιόρουχα και κάθε λογής πλαστικό –πάνω στις αδύναμες φλόγες. Ο Κώστας φωνάζει κάτι σαν …
«Έρχομαι ρε ξεσκισμένε … μόνος μου … θυμάμαι … κι εγώ…», τρέχοντας προς τη Μελίνα που έχει παγώσει.
«Φύγαμε κοριτσάκι, σιγά και χωρίς πανικό», την παίρνει αγκαλιά και στρίβουν στην πρώτη γωνία. Ο φάρος ενός περιπολικού φωτίζει την άσφαλτο πριν ακόμα το αυτοκίνητο βρεθεί μπροστά τους. Η Μελίνα ανατριχιάζει και σφίγγεται πάνω του. Ο Κώστας την τραβάει απότομα, για να βγουν στο δρόμο, μπροστά στο περιπολικό. Οι μπάτσοι φρενάρουν …
«Πρόσεχε ρε χριστιανέ μου, πως πετάγεσαι έτσι -μέσα στη μέση του δρόμου;» ουρλιάζει το κεφάλι από το δεξί παράθυρο του περιπολικού.
«Συγνώμη, ήρθατε πολύ απότομα και δεν σας είδα», απαντάει ο Κώστας με κακομοίρικο ύφος.
Οι μπάτσοι βρίζουν και γκαζώνουν ταυτόχρονα. Το πολυμορφικό είναι 100 μέτρα πιο πέρα.
«Γιατί το έκανες αυτό;» ρωτάει η Μελίνα.
«Γιατί έπρεπε. Ή αυτό ή θα πήγαινα να ξεκοιλιάσω κανέναν», ξεκινάει κρατώντας το σκοτάδι στη φάτσα του, ενώ οι αρθρώσεις του έχουν αρχίσει να πρήζονται. Αμίλητοι, χωρίς μουσική, χωρίς διάθεση κιόλας. Ο Κώστας κάνει τον κύκλο του τεραγώνου και βρίσκεται κοντά στο τζιπ που καίγεται αργά. Οι μπάτσοι απομακρύνουν τον κόσμο –στρίβει πριν πέσει σε μποτιλιάρισμα.
«Άσε με όπου μπορείς», ψιθυρίζει η Μελίνα.
«Θέλω να ξέρεις κάτι», μιλάει στον μπροστινό καθρέφτη ο Κώστας.
«Τι;»
«Παρ’ όλα αυτά, χάρηκα που σε ξαναείδα», συνεχίζει ήρεμα αυτός.
«Ρε άντε γαμήσου! Σταμάτα κι άσε με εδώ!».
Σταματάει, βγάζοντας ένα μάτσο χρήματα από το πορτοφόλι του -χωρίς να τα μετρήσει. Τα φέρνει κοντά της, τόσο όσο χρειάζεται αυτή για να του χτυπήσει το χέρι. Τα χαρτονομίσματα σκορπίζουν στη θέση που καθόνταν πριν λίγο.
«Βάλτα στον κώλο σου μαλάκα!»
Η Μελίνα κατεβαίνει χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Εκείνος την παρακολουθεί να απομακρύνεται. Όμορφη γυναίκα. Εντάξει, όχι όσο παλιά –αλλά όμορφη. Εντυπωσιακή. Ξεκινάει απότομα και, από τύχη δεν χτυπάει το αμάξι που περνάει βολίδα στην μεσαία λωρίδα. Ψάχνει απέξω την τσέπη του 501, νιώθει τη διπλωμένη χαρτοπετσέτα και ηρεμεί. Με αυτό θα ασχοληθεί αύριο. Τα χέρια του πονάνε περισσότερο, όσο περνάει η ώρα. Ανοίγει τη μουσική, η Siouxsie (όμορφη γυναίκα, εντάξει –όχι όσο παλιά, αλλά όμορφη –εντυπωσιακή) του εξηγεί οτι: «Μπάνιο κι άλλο μπάνιο/ πρέπει να δείχνεις στα καλύτερά σου γι’ αυτήν, να είσαι καθαρός παντού/ χτυποκάρδι, αυξανόμενο χτυποκάρδι./ Η βροχή πέφτει στην ξένη πόλη, οι σφαίρες δεν μπορούν να σε πετύχουν/ αυτή η πόλη δεν είναι αρκετά μεγάλη για τους δυο μας/ και δεν είμαι εγώ αυτός που θα φύγει». Έτσι ακριβώς.
Σε λίγο θα παρκάρει το πολυμορφικό και θα χρησιμοποιήσει όσον περισσότερο ύπνο διαθέτει. Από αύριο θα δεχτεί την κατάσταση χωρίς διαμαρτυρίες. Γιατί αυτό που άνοιξε δεν είχε κλείσει ποτέ –μόνο έχασκε πάνω από τα κεφάλια τους, τόσα χρόνια τώρα. Ήρθε η ώρα του να κλείσει και είναι αυτός που θα το κλείσει –γιατί οι άλλοι λείπουν. Από αύριο.
(συνεχίζεται μετά από λαϊκή απαίτηση -για το αντίθετο)

49 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Unknown είπε...

σιγά μην έφευγα πριν το διαβάσω :)

Ανώνυμος είπε...

όλα είναι συνέχειες;

The Motorcycle boy είπε...

Έλα βρε καλό μου να φάμε -κόλλησε το στομάχι μας.
Ανώνυμε, δυστυχώς ναι -όλα τα λινκς πάνω από το κείμενο είναι συνέχειες.

sorry_girl είπε...

Διάβασα και τα δύο-διάβασα και τα δύο!Ε ντάξει τώρα πρέπει να κάτσω μέχρι τις 8 στη δουλειά αλλά δεν κρατιόμουνα. Τώρα που το σκέφτομαι αυτά με κρατάγανε.

Lex_Luthor06 είπε...

Πολύ ενδιαφέρουσα η εξέλιξη.
Πολύ έντονο το τηλεφώνημα της γυναίκας του.
Εχει πολύ δρόμο προφανώς.

Μυθιστόριμα λοιπόν.

Ανώνυμος είπε...

α οκ! σε ρωτώ επειδη θυμαμαι μιαν απαντηση σου για το οτι δεν μπορεις να γραψεις κατι πανω απο καμποσες σελιδες... κατι συνεβη προφανως...

Γεια!

Apateon είπε...

Ειναι συνέχεια? Απο που? Γμτ κ ήθελα να το τυπώσω για να το διαβάσω το Σ/Κ. Δε γίνεται να μην έχω διαβάσει τίποτα απο σενα! Θα το πτυπώσω κ ότι καταλαβω..!

Pastaflora είπε...

ανυπομονώ να με χτυπήσει καμιά ίωση... φαίνεται άσχετο, αλλά εσύ με καταλαβαίνεις

Bitch Girl είπε...

Shower, another shower
You've got to look your best for her and be clean everywhere
Heartbeat, increasing heartbeat
The rain is pouring on the foreign town, the bullets cannot cut you down

This town ain't big enough for the both of us
And it ain't me that's gonna leave

καλή είναι η άτιμη κ το Χαραλάμπης μια χαρά όνομα είναι btw Χαραλάμπης Μάρλεης πχ χιχι

Unknown είπε...

στο χωριό μου το μπιτ για μπιτ το λένε ντιπ για ντιπ-να ξαναγυρίσουμε στα βουκολικά ονόματα πληζ.Συνέχισε να δω τι κριτική θα κάνω γαμώ το φελέκι μου

marquee de mud είπε...

κατσε ρε φιλαρακι να τελειωσω το προηγουμενο... πηζουμε πηζουμε.

Ανώνυμος είπε...

μια προειδοποιηση μοναχα, αν καποιος τολμησει παλι να πει πως του φανηκε μεγαλο θα του δαγκασω το πληκτρολογιο......:)

οι σκιές μιλάν είπε...

Ρε Μπόυ, έχω αρχίσει να αισθάνομαι πως αν ζούσε ο Ζήνωνας θα έφτιαχνε τη μοντέρνα έκδοση του παράδοξου της κούρσας του Αχιλλέα και της χέλώνας που λέει πως αφού η χελώνα προπορεύτηκε μισό στάδιο και ο Αχιλλέας ξεκίνησε να τρέχει μετά, δεν θα τη φτάσει ποτέ, αφού κάθε φορά θα είναι καταδικασμένος να διανύει το μισό του μισού της απόστασης που τους χωρίζει.

Έτσι κι εγώ ξεκίνησα φορτσάτος κι αντι να σε πλησιάζω εσύ απομακρύνεσαι όλο και περισσότερο με τα νέα γραφτά σου.

Θα σπιντάρω όμως!
;)

Ο Καλος Λυκος είπε...

Αγαπητέ,

Ύστερα από πολλές συζητήσεις μετά του Godot αποφανθήκαμε πως είναι τελικά καλό να είναι κανείς δημόσιος υπάλληλος.
Στο ενδιάμεσο χαιρετίζουμε την συγγραφή του νέου "Πόλεμος και Ειρήνη", "Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο" και "Μέγας Ανατολικός" (3-σε-1), και ευελπιστούμε να καταφέρουμε να σας διαβάσουμε, παίρνοντας ρεπό κατά την διάρκεια του περάσματος του Ειρηνικού Ωκεανού.

Διατελούμε μετά τιμής...

*χίκ*

Godot είπε...

Επιτρέψτε μου μια ιστορική αναδρομή για να μαθαίνουν κι οι νεότεροι και να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους οι μεγαλύτεροι.
Παλαιότερα, ο όρος "σεντόνι" χρησιμοποιήθηκε κοροιδευτικά για έναν πελάτη μου που τύπωνε αεροφωτογραφίες και είχε ανάγκη από έναν File & Print Server με κτηνώδεις προδιαγραφές. Η δουλειά τελείωσε, ο πελάτης τιμολογήθηκε, και ο όρος πέρασε στην ιστορία.

Ο όρος "σεντόνι" αναβίωσε στα blogs και δεν συνδέεται πια με εκτυπώσεις εκτός αν κανένας τολμήσει να τυπώνει τα σεντόνια.
Καθιερώθηκε από τον υποφαινόμενο τις παλιές μέρες του blogs.gr όταν έντρομος ήρθε πρώτη φορά αντιμέτωπος με την δεκαοκταπλή πένα του ΜΒ. Αυτή με τον 35cc κινητήρα.
Ακόμα μου έχει μείνει κουσούρι στο δεξί δάχτυλο από το scroll down με το ροδάκι.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ:
Προτείνω την άμεση αλλαγή του ψευδωνύμου του μανιακού serial συγγραφεώς σε:
- Σεντονάς
- Ούγιας
- Διπλόφαρδος
- Κρεβατομουρμούρας
- Πειραικός Πατραικός
- Τεντόπανος Πριμαβέρας
- "Νέρι - Νέρι κλπ" (σε πανώ γηπέδου)

Παραμένουμε διαθέσιμοι σε όποια άλλη πρόταση,

χικ again.

marquee de mud είπε...

ή ο βετλανς ναουσας ,για τις κρυες νυχτες του χειμωνα που ερχεται.

Godot είπε...

Δενεινκακό.
Επίσης παίζουν δυνατά (και ελληνικά) και τα:

- Ανατόλιας
- Ρουμπαγιάτ
- Μιραράκης
- Μπορδοροδοκόκκινος

(πιάσαμε τα χαλιά τώρα. Του γαμήσαμε το κείμενο αλλά τί περίμενε; Σχόλια; Για να 'μαστε εδώ, μας άρεσε.)

Godot είπε...

Επειδή τα ποστ αυτά τα αντιγράφω σε Word και τα διαβάζω στην καμπίνα, ανακάλυψα το μυστικό των σεντονιών.
O Sherlock μέσα μου οργίασε.
Κάθε κείμενο είναι 7 σελίδες στο Word.
Είναι τυχαίο αυτό; Κάθε άλλο.
Είμαι πεπεισμένος (και θα το αποδείξω με ντοκουμέντα) ότι στην πραγματικότητα τα κείμενα αυτά τα γράφει αυτόματο σύστημα.

Ο ΜΒ είναι μηχανή! Είναι ιός. Είναι του διαβόλου!

Απλά στο τέλος γράφει ένα "συνεχίζεται" κι αυτό είναι όλο.
(Να θυμηθώ να κανω publish σαν Ανώνυμος.)
Δίνει παραμέτρους στο σύστημα, δηλαδή ονόματα, plot points και το κείμενο φτιάχνεται μόνο του.
(Να θυμηθώ να κανω publish σαν Ανώνυμος.)
Θέλει 1-2 μέρες να φτιαχτεί σε απλό PC και το μέγεθος δεν μπορεί να είναι πάνω από 7 σελίδες.

Πρόκειται για νέο λογισμικό. Πολύ καινούργιο. Με αυτό μας έχει γανώσει τα μυαλά κι ο Χωμενίδης. Με αυτό γράφει εδώ και 4-5 χρόνια και η Νικολακοπούλου αλλά σε laptop οπότε μόνο μέχρι ένα τραγούδι πάει στην καθησιά της.
Το καταγγέλλω λοιπόν.
Η αλήθεια λάμπει Μπάμπη μου.

Godot είπε...

Γαμώτο.
το ξέχασα.

The Motorcycle boy είπε...

-sorry, μη μου λες καλά λόγια ρε. Τρομάζω.
-lex, έχεις μάτι ρε γαμώτο σου! Δεν ξέρω μέχρι που θα βγει -όσο πάει κι αν το βαρεθούμε -πατάνε μια μπόμπα και σκοτώνονται όλοι, ή ξυπνάνε και συνειδητοποιούν οτι βλέπανε το ίδιο όνειρο.
-Ανώνυμε, όντως δεν γράφω κάτι πάνω από 10 σελίδες (τη φορά). Κοίτα, τις συνέχειες τις θεωρώ πολύ σπαστικές και τα σεντόνια τα θεωρώ εντελώς αντιτουριστικά για τα μπλογκς. Ας όψεται ο marquee που με έβαλε στο λούκι για τις συνέχειες και η μαλακία μου, να μην μπορώ να πω κάτι σε δυο γραμμές.
-Απατεών, μην αγχώνεσαι. Αν έρθεις σπίτι σήμερα θα σου τυπώσω όλο το πακέτο.
-pastaflora μου, στο εύχομαι παιδί μου. Αν δεν τα καταφέρεις πάντως -έχω και εναλλακτική. Το τυπώνεις και το αφήνεις ανέμελα στην τουαλέτα. Ε, όλο και θα χρειαστεί σε καμιά δύσκολη στιγμή.
-Bitch, έτσι ακριβώς. Εμένα μου αρέσει περισσότερο βέβαια το προηγούμενο κουπλέ με την αεροσυνοδό και το βομβαρδιστικό -αλλά ... δεν κόλλαγε.
-cherry, το μπιτ είναι εντελώς και το ντιπ καθόλου -έτσι νομίζω. Βασικά, ένας από τους λόγους που το παλεύω μέχρι τέλους είναι για να ακούσω την άποψή σου.
-savon, μα δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι με τα σχόλιά σου! Όντως, αυτό ήταν μικρό και επιγραμματικό -την επόμενη φορά θα γράψω κάτι μεγαλύτερο (σιγά ρε! μη βαρούτε όλοι μαζί!)
-marquee χαλαρά ρε. Ακολουθώ την τακτική της δασκάλας μας στα ισπανικά. Λόγω Σ/Κ βάζω λίγο παραπάνω χόμγουορκ. Θα τα πούμε ρε από κοντά; Χαθήκαμε.
-Σκιές, μην αγχώνεσαι ρε φίλε. Δεν θα γράψω τίποτα άλλο (για το Σ/Κ). Κουράγιο!
-Λύκε, αν δεν καταφέρετε να με διαβάσετε κι εσείς οι θαλασσοδαρμένοι ναυτικοί με το κατράμι στα νύχια, τώρα που ψόφησαν οι δυο σας παπαγάλοι κι ο πίθηκος που είχες με κούραση γυμνάσει -να το κλείσουμε το μαγαζί δηλαδή!
-Κουμπάρε, ξέχασες το "Αιγαίο του τουρού τουτού". Εκτελούμε και μονώσεις ταρατσών και αμμοκονιάσεις. Πόσες μετράς ακόμα ρε; Σε ψάχνουν από το Godot που, χτες, εκτελούσε μπλουζάκια ο Μίκυ. Έλα τέλειωνε -γαμώ τον Γεωργουσόπουλό μου μέσα.
-marquee, λόγω του μέσου ομιλούμε περί ηλεκτρικής κουβέρτας, από αυτές που προκαλούσαν συνεχείς ηλεκτροπληξίες στον μικρούλη Γούντι Άλλεν.
-ΞαναΚουμπάρε, αν αρχίσεις να μου κάνεις σχόλια στο κείμενο περί της συλλογικότητας του είναι, της απαρέμφατης εκφραστικότητας του όντος και της μοναξιάς που έχει (πάντα) 7 πετσιά, θα ανησυχήσω στ΄αλήθεια.
-ΞαναΜαναΚουμπάρε, ορθώς θέτεις το κεφαλαιώδες θέμα του 7 καθότι τυγχάνει ο σημαδιακός μου αριθμός. Βέβαια, στο δικό μου πισί βγαίνουν 10 οι σελίδες, αλλά αυτό είναι καθαρά αποτέλεσμα πρεσβυωπίας (τυπώνω με 12άρια). Θυμάσαι την ιστορία του Μπόρχες που έλεγε πως αν αφήσεις μια μαϊμού σε μια γραφομηχανή -σε 100 χρόνια θα έχει γράψει τους Άθλιους; Ε, εξελιχθήκαμε από τότε. Πάω τώρα να λαδώσω καμιά τσιμούχα γιατί το σύστημα κάνει παράξενους θορύβους στην επανεκκίνηση.

Unknown είπε...

ένα σχόλιο έχω να το κάνω από τώρα.
Μωβ νύχια;ΜΩΒ ΝΥΧΙΑ;ΚΑΙ ΜΑΚΡΙΑ;Να διαγραφεί.Το μόνο επιτρεπόμενο χρώμα είναι το κόκκινο.

Ανώνυμος είπε...

Δεν έχω πολλά να πω, έχω πολλά να κάνω.

(κλεμμένο έτσι?)

Ν.

(όπως Νικήτας)

The Motorcycle boy είπε...

cherry, θα με βόλευε το κόκκινο που θα ήταν και ασορτί με το φόρεμα -αλλά έχω τεχνική δυσκολία. Τουτέστιν, θα μου έβγαινε πολύ ντίβα η τύπισσα και δεν το θέλω ακόμα.
Σέξπυρ -χα, χα, εγώ δεν έχω πολλά να κάνω, αλλά έχω πολλά να πω -γι' αυτό ποστάρω σεντόνια. Και πάλι Ν (όπως Νικήτας).

Ανώνυμος είπε...

Θα το εκδώσεις κάποια στιγμή για να μην χάνω χρόνο κάθε φορά στη δουλειά;

Ανώνυμος είπε...

Η σκηνή με το τζιπ μου θύμισε έντονα μια παλιά ταινία (ρεβανς)-(κλικ αγκαίν?) που ο καφετζόπουλος ακολουθούσε ένα ασθενοφόρο αυνανιζόμενος με την ιδέα του θανάτου σε κατάσταση παροξυσμού, ήταν πραγματικά έντονη και καλή. Αυτό το λέω επειδή δεν επέμεινες αρκετά στους εφιάλτες του Αρη. Ακόμα δεν μπορώ να "δω" το ψυχογράφημά του και περιμένω να μάθω περισσοτερα για το θάνατο και πως αυτό τον επηρεάζει, όχι μόνο σαν ονείρωξη αλλά και σαν παράγοντας ανατροπής της καθημερινότητάς του. Ομως είναι νωρίς -κατα πως το κόβω- γι αυτο και αφήνομαι αν και φαίνονται ήδη οι κλυδωνισμοί που έρχονται στη σχέση του. (αυτο αφορά το προηγούμενο ποστ).
Δεν ξέρω γιατί αλλά ενω στην αρχή πίστευα πως "ήσουν" με τον Αρη τώρα βλέπω πως "θα θελες" να σουν με τον Αρη αλλά "είσαι" με τον Κώστα. Ο οποίος είναι ανθρώπινος, λυγίζει μα και σπάζει -μεταφορικά και κυριολεκτικά.
...
Είσαι υπέροχα ανατρεπτικός αλλά -δυστυχώς- αποτυγχάνεις στους γυναικείους χαρακτήρες (σωβινιστικό γουρούνι!) τους οποίους χρησιμοποιείς (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σαν υλικά τριβής των ανδρών στις σχέσεις τους με το περιβάλλον αλλά και στην εξέλιξη της ζωής τους. Αγαπήσανε μια γκόμενα, θυσιαστήκανε για μια γκόμενα, πηδηχτήκανε με μια γκόμενα, τους φρενάρισε μια γκόμενα, τους ξελάσπωσε μια γκόμενα, ότι σκατά πάθανε οι δικοί σου για μια γκόμενα τελικά το πάθανε. Ακόμα κι αυτο το βαμπιρ (η αλεξ) στην υπηρεσία της παρέας ήτανε! Λοιπόν κανόνισε να τις κάνεις να παίζουν πιο ουσιώδη ρόλο, να ναι πιο αυτόνομες γιατί σε βλέπω να το κλείνεις το μαγαζί! Και να μη τις κάνεις να λένε πάντα τρυφερά παραμυθάκια "στηρίζοντας" τον αγαπημένο τους ή παίζοντας τον κλισέ ρόλο της απογοητευμένης εγκαταλελλειμένης συζύγου.
...
Μόλις τώρα με πήρε τηλέφωνο ο νικολαίδης και μου ζήτησε να σου δώσω όσα ζητήσεις για να πάρει τα δικαιώματα και να γυρίσει το "Γλυκειά Συμμορία - 120 χρόνια μετά!". Μονο κοίτα να μην αρχίσεις στο επόμενο μπαρ να τους βάζεις να πίνουν μπύρα με γρεναδίνη γιατί ανακατεύομαι! ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΛΑΓΝΕ!
...
Μια ακόμα προσωρινά-πιστή σου αναγνώστρια

Mantalena Parianos είπε...

Και που τα βρήκε ο Νικολαϊδης τα λεφτά, ορέ?

Μότορ, μην ακούς τίποτα - ΕΓΩ θα σε εκδόσω παιδαρά μου.


[Ντρούνα, πλάκα κάνω - :)

καλημέρα σε όλουζ

Unknown είπε...

μπορεί να μην ξέρω από λογοτεχνία αλλά ξέρω πολύ καλά από μανικιούρ και το μόνο επιτρεπόμενο χρώμα είναι το κόκκινο-άντε το μπεζ για τις κλασικούρες και τις πενηντάρες.Οποιοδήποτε άλλο χρώμα απαγορεύεται δια ροπάλου.

The Motorcycle boy είπε...

-civil, πλάκα κάνεις; Με τι λεφτά; Άντε, όταν τελειώσει να μαζευτούμε όλοι οι φίλοι και γνωστοί και να το τυπώσουμε για να το μοιραστούμε. Σκέφτεσαι όμως, ρε συ να έπρεπε να πληρώσεις για να το αγοράσεις; Α πα πα!
-druuna, που ήσουνα εσύ; Χάθηκες και ανησύχησα. Η ταινία, είσαι σίγουρη πως ήταν η Ρεβάνς; Έχω μια υποψία πως ήταν η Νύχτα με τη Σιλένα -αλλά μπορεί και να έχεις δίκιο. Γερνάμε=ξεχνάμε. Και με τους δυο είμαι -αναγκαστικά. Μόνο με τον Πέτρο δεν είμαι, γιατί αυτός είναι μόνος του και έξω από μένα. Ο Άρης με τον Κώστα είναι οι δικές μου άκρες, με την έννοια οτι πηγαίνω από εδώ μέχρι εκεί.
Σε αυτά που λες για τους γυναικείους χαρακτήρες έχεις δίκιο μεν, αλλά άδικο δε. Γιατί δεν είμαι ο θεός, ούτε και κανένας συγγραφέας της προκοπής. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορώ να βγάλω "αντικειμενική ματιά", ούτε μπορώ να δουλέψω σε πολλά επίπεδα. Απλά, αυτή είναι η ιστορία από τη μεριά μου και αφορά μια αντροπαρέα. Γουρούνι ναι, σωβινιστικό όχι! Με ακόμα πιο απλά λόγια, μπορώ να δω τις γυναίκες της ιστορίας σαν σημεία αναφοράς αλλά όχι σαν ζωντανούς ανθρώπους. Γιατί; Υποθέτω πως (εκτός από την ανικανότητα κατανόησης που με διακρίνει) αυτό γίνεται επειδή χρειάζομαι αρχέτυπα στο πρόσωπό τους. Αλλά, κυρίως, γιατί έτσι έγιναν τα πράγματα. Σαφέστατα η Άλεξ είναι στην υπηρεσία της παρέας, όπως η ιέρεια ενός ναού ήταν στην υπηρεσία της αρχαίας κοινότητας. Αν έχεις διαβάσει το "Τοπία της Φιλομίλας" του Ταμβακάκη (αν όχι -βρες το, μιλάμε για το καλύτερο ελληνικό βιβλίο της εικοσαετίας), θα καταλάβεις τη θέση μου, καθώς και την προοπτική της Άλεξ. Απλά, δεν μπορώ να παίξω τη μπάλα που παίζει ο Ταμβακάκης, γι' αυτό η αφήγηση βγαίνει μονόπαντη. Όπως καταλαβαίνεις, πιο ουσιώδη ρόλο δεν μπορώ να τις βάλω να παίξουν γιατί δεν μπορώ να τις εξανθρωπίσω. Αυτό σημαίνει πως δεν θα εκδωθεί ποτέ το πόνημά μου (δεν θα κλείσω το μαγαζί, αφού δεν μπορώ καν να το ανοίξω) αλλά, ειλικρινά δεν με νοιάζει. Προτιμώ να είναι εδώ για να τα θυμάμαι (κι αν κάποιος περνάει καλά διαβάζοντάς τα -χαίρομαι), παρά να φτιάξω ότι δεν είμαι γιατί αυτό θα ήταν πιο πλήρες.
Μπύρα με γρεναδίνη; Μπλιαχ, που το θυμήθηκες -σε καλό σου! Αλήθεια, μιας και έπιασες στο στόμα σου το όνομα του Μεγάλου, θυμάσαι την απάντησή του όταν ρωτήθηκε αν μισεί τις γυναίκες -λόγω των ρόλων που τους δίνει στις ιστορίες του; Ε, με καλύπτει πλήρως και με καρφώνει ακόμα πιο πλήρως.
Παρελθοντολάγνος -δεν έχω και τίποτα άλλο να θυμάμαι και μου είναι χρήσιμο να μην ξεχνάω.
Το "προσωρινά" πολύ μου αρέσει, το "πιστή" όχι και τόσο.

The Motorcycle boy είπε...

Μανταλένα, γιατί αυτό για την έκδοση μου ακούγεται σαν απειλή; Δεν είμαι λίγο μεγάλος για πεζοδρόμιο;
cherry, δεν μου κάνει ούτε το μπεζ ρε γαμώτο. Αυτό το "μπορεί να μην ξέρω από λογοτεχνία" με τσάκισε! Κάνουμε και πλακίτσες πρωί -πρωί;

Erwtas Stomaxhs είπε...

Εγώ έπαψα να ασχολούμαι Mboy.
Είμαι φανατικός αντισικουελιάρης.
Συννενοήθηκα λοιπόν με τον Βάγγο, όταν με το καλό αποφασίσεις να βάλεις την οριστική τελεία (μέχρι την επόμενη) να μου το φωτοτυπίσει -μια και αυτός το εκτυπώνει και το συρράφει- και να μου το στείλει ταχυδρομικώς.

ΥΓ: Σιγά να μη σε άφηνα αδιάβαστο... εν καιρώ όμως.

The Motorcycle boy είπε...

Ρε κωλόπαιδα, θα σας την κάνω κάποια μέρα και στους δυο σας. Θα πετάξω ένα ΤΕΛΟΣ φαρδύ πλατύ, θα το αφήσω καμιά βδομάδα και όταν πλακωθείτε να το διαβάζετε θα χτυπήσω μια διόρθωση και θα το κάνω ΤΕΛΟΣ 1ου ΜΕΡΟΥΣ.

Unknown είπε...

μπεζ θα πήγαινε αν ήταν εκαλιώτισσα ή κηφισσιώτισσα.κόκκινο είπαμε,,και όχι,για το άλλο μιλάω πολύ σοβαρά.

The Motorcycle boy είπε...

Κόκκινο, κόκκινο λύσσαξες! Θα πάω να της αλλάξω τα νύχια στη διόρθωση, αλλά θα της αλλάξω και το φόρεμα. Κόκκινο γιοκ, μαύρο όχι θα μου βγει ντίβα -τι σκατά να τη βάλω να φοράει; Καναρινί;
Άστο ρε που μιλάς σοβαρά. Μην τρελλαθούμε κιόλας!

Unknown είπε...

καφέ συντηρητικό,γκρι επίσης,μελιτζανί κηδειέ,μπεζ βαρετό,το αποφάσισα θα ναι κυπαρισσί κρουαζέ που ναι και σέξυ και καλόγουστο κι έχω κι εγώ ένα ίδιο.

The Motorcycle boy είπε...

Είσαι παλαβή ρε συ! Δηλαδή θα γράψω "η ξανθιά τον πλησίασε φορώντας το κυπαρισσί κρουαζέ φόρεμά της"; Θα το δουν ο Στομάχης με τον Ευ-άγγελο και θα μου πετάνε τις ντομάτες μαζί με τα καφάσια!

Unknown είπε...

Η ξανθιά τον πλησίασε.Φορούσε ένα φόρεμα,πράσινο δε θα το έλεγες,σκούρο ήταν,σαν τα κυπαρίσσια που βάζουν στα νεκροταφεία,με ντεκολτέ βαθύ να τονίζει το ωραίο ακόμα της στήθος.Πώς τα έλεγαν τα φορέματα αυτά,α,ναι,κρουαζέ,Είχε κάνει δώρο ένα παρόμοιο στη Μαρία κάποια περασμένα Χριστούγεννα,έτσι του το χε περιγράψει η πωλήτρια,κρουαζέ.Ανάθεμα κι αν ήξερε τι σήμαινε.Πάντως πάνω την ξανθιά έδειχνε αλλιώς.

Unknown είπε...

Τσέρυ μουστάκια!Σ΄έφαγα μουστάκια!

numb είπε...

Ναι, ναι, ο ερστ με κάλυψε πλήρως

The Motorcycle boy είπε...

Χα, χα ρε cherry -άπαιχτη είσαι. Θα το βάλω στη διόρθωση, αλλά σε εισαγωγικά.
numb την είδες την απάντηση στο προηγούμενό μου;

numb είπε...

Την είδα το πρωί και μόλις τώρα έγραψα και κάτι. Και να φανταστείς ότι δεν κάνω σεντονοσχόλια. Μόνο σε σένα και σε ένα θέμα που είχε θέσει ο Νίκου Δήμου έγραψα το κατιτίς παραπάνω :)

The Motorcycle boy είπε...

Ρε numb, μη με βάζεις στο ίδιο τσουβάλι με τον Νίκο Δήμου και τους άλλους αξιόλογους ιστολόγους. Θα μου καταβαραθρώσεις το προφίλ. Αμάν!

mc είπε...

Πωπω...άργησα πάλι να σε διαβάσω.
Τι πράγμα είσαι εσύ.. Την σκηνή με το τζιπ μπορείς να μου την μάθεις;;;Νόμιζα ότι είμαι μπροστά στο φλεγόμενο αμάξι με τον αναπτήρα στο χέρι!

The Motorcycle boy είπε...

Φιλενάδα -θα σου την εξηγήσω κάποια μέρα που θα μαζευτούμε για μπύρες. Το έχω αφήσει στον Ευ-άγγελο να το κανονίσει αλλά αυτός είναι ανεπρόκοπος.

ZissisPap είπε...

Όλο λόγια είσαι, άντε γράφε μπας και τελειώσει!

The Motorcycle boy είπε...

Γιατρέ μου, σιγά -σιγά. Πάντως, μπορώ να σου υποσχεθώ πως το πόνημα βαδίζει προς το τέλος του (με αργά, αλλά αποφασιστικά βήματα).
Άσωτε, να δω και να δούμε. Όχι Αεκάκι για χτες -ΑΕΚάρα. Μέχρι τη φάση του γκολ είδα σε μαγνητοσκόπηση από τη ΝΕΤ και τους παίζανε μονότερμα οι Ιταλοί -νάναι καλά ο Σορεντίνο που κράταγε. Μπράβο τους δεν θα πει τίποτα για το αποτέλεσμα που πήραν.

roidis είπε...

λοιπόν, διάβασα και το προηγούμενο που δεν μπόρεσα να σχολιάσω και έχω να πω ότι το μέχρι τώρα γραπτό σου δείχνει εξίσου ικανότητα στους διαλόγους, πράγμα αρκετά δύσκολο και δύσκαμπτο, πολλοί τους αποφεύγουν (όπως εγώ)...

αν διαβάσεις το "Αποχαιρετισμός στα Όπλα" του Hemingway θα καταλάβεις γιατί δεν θέλω να γράφω μεγάλους διαλόγους.

εσύ τα καταφέρνεις.

The Motorcycle boy είπε...

Ροϊδη, ευχαριστώ πολύ -αν και νομίζω πως εξακολουθώ να έχω πρόβλημα στα πρόσωπα των διαλόγων. Δηλαδή, μου φαίνεται σα να μιλάει συνέχεις το ίδιο πρόσωπο με τον εαυτό του.
Υ.Γ.: Δεν θα κατέβεις καμιά Ελλάδα τα Χριστούγεννα; Σε πεθυμήσαμε.

roidis είπε...

μάλλον λέω να κατέβω.

The Motorcycle boy είπε...

Μην τολμήσεις και δεν ειδοποιήσεις -σ΄έφαγα! Μέχρι και ο Godot θα είναι εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι