Κάποιες φορές θέλουμε να ζήσουμε τις ζωές των άλλων. Μερικές φορές νομίζουμε ότι το καταφέραμε. Βάζουμε όλα μας τα δυνατά για να πείσουμε τους γύρω μας ότι εμείς είμαστε –οι ακέραιοι, οι ριψοκίνδυνοι, οι αδέκαστοι, οι κριτές, οι τιμωροί –βάζουμε τα δυνατά μας και τότε η υποκριτική μας ικανότητα μετατρέπεται σε σκέτη υποκρισία.
«Και γραπώθηκα από αυτό το θανατηφόρο φάντασμα/ τον ακολούθησα στις άγριες ζούγκλες/ καθώς περνούσε φουριόζος μέσα από τις λόχμες/ πνιγμένος μέσα σε νυχτερινές σκιές.»
Δεν μας νοιάζει τι θα χαλάσουμε. Δεν έχει σημασία το κόστος γιατί το πληρώνουν άλλοι. Είναι τόσο βολικό, τόσο συμφέρον να αγοράζουμε ζωή χρησιμοποιώντας ξένα πορτοφόλια. Ειδικά μάλιστα όταν δεν έχουμε δική μας ζωή!
«Ο κλέφτης της ζωής/ κινήθηκε μέσα και έξω από την αγάπη.»
Παρακολουθούμε τις αμήχανες προσπάθειες των υπολοίπων να αγαπήσουν, να κλάψουν, να αστειευτούν –να εκφραστούν. Καταπίνουμε τα συναισθήματά τους πάνω σε μια χάρτινη οθόνη -χαμογελαστοί. Ειρωνία; Ζήλια; Δεν έχει σημασία, για την ώρα –επειδή, η καταιγίδα άνοιξε τα παράθυρα και η βροχή μπαίνει στο δωμάτιο –μαζί με εμάς. Όχι πια χαμόγελο, αλλά τρανταχτό γέλιο. Έφτασε η ώρα τους να πληρώσουν! Μα γιατί; Επειδή εμείς δεν έχουμε!
«Σε ένα μοτέλ του αυτοκινητόδρομου/ μια καταιγίδα βροντάει στο φτηνότερο δωμάτιο/ το φάντασμα γλυστράει μέσα για να χύσει αίμα/ ακόμα και στην πιο γλυκιά νύχτα γάμου».
Μετά φεύγουμε ήσυχοι, έχοντας κάνει το χρέος μας. Έχοντας πληρώσει το χρέος μας με κλεμμένα λεφτά, πες καλύτερα. Έχοντας πληρώσει το χρέος μας με κλεμμένα συναισθήματα, λέω καλύτερα. Αφού εμείς δεν έχουμε –πώς να γίνει δηλαδή;
«Ο δολοφόνος της αγάπης/ παίρνει το τελευταίο, αργοπορημένο λεωφορείο για το Νιαγάρα»
Κι εσείς, οι υπόλοιποι –εγώ δηλαδή, γιατί σε μένα μιλάω –κάθεστε αναπαυτικά στην καρέκλα παρακολουθώντας την εξέλιξη της ταινίας. Έχετε τα δικά σας προβλήματα, τις δικές σας αμαρτίες να κουβαλήσετε –δεν υπάρχει χρόνος να ασχοληθείτε. Αυτός που πέφτει τρεκλίζοντας είναι ο κακός; Θα πρέπει να είναι γιατί σας αρέσουν οι ταινίες με ευτυχισμένο τέλος. Ξεχνιέστε. Ξεχνιέμαι. Η στεναχώρια μπορεί να περιμένει όσο ασχολείστε με τα βάσανα των άλλων. Ξορκίζετε τα δικά μας –όταν πεθαίνει ο διπλανός σημαίνει πως ο θάνατος πήρε το μερίδιό του. Σημαίνει πως θα φύγει τώρα χωρίς να σας κοιτάξει. Η δυστυχία των άλλων είναι η δική σας διαφυγή. Ποιος θέλει να φορτωθεί τα κρίματα του κόσμου –σε τελική ανάλυση; Ποιος θέλει να λογοδοτήσει για τα δικά του κρίματα; Μετακινήστε στη θέση νευρικά γιατί ο μπροστινός σας κόβει τη θέα. Στριφογυρίζω για να μη χάσω την επαφή μου με την εξέλιξη της ταινίας, στριφογυρίζω για να μην γυρίσω πίσω στα δικά μου. Μέσα -στα δικά μου.
«Κατά τύχη ή δραπετεύοντας από τη μιζέρια/ από στεναχώρια ή σαν απάντηση στον πόνο/ καπνίζοντας σ’ ένα σκοτεινό σινεμά/ μπορείς να δεις τον κακό να πέφτει ξανά».
Ξένη φύση, αντίξοες συνθήκες. Θα ήθελα να ήμουν εκεί, να σηκώσω τον γιακά της καμπαρντίνας και να οδηγήσω μέσα στη νύχτα –ενώ το νερό θα τρέχει από το μπορ του καπέλου μου. Ατρόμητος, ικανός, σίγουρος ότι θα τα καταφέρω. Δεν γίνεται να αποτύχω –είμαι ο ήρωας της ταινίας, σε μένα βασίζονται όλα. Όλοι.
Ανάβω ένα τσιγάρο από το μουσκεμένο πακέτο και μισοκλείνω τα μάτια υπολογίζοντας. Είμαι εκεί. Μαλακίες. Ποτέ δεν μου ήταν εύκολη η νυχτερινή οδήγηση –ειδικά αν βρέχει με το τουλούμι. Τα φώτα των απέναντι με στραβώνουν, αγχώνομαι και τα ταξίδια δεν τα γουστάρω –βαριέμαι το στήσιμο σε αεροδρόμια και λιμάνια. Απλώνω τα πόδια μου στη μπροστινή καρέκλα κι ανάβω τσιγάρο στη ζούλα, μη με πάρει χαμπάρι η ταξιθέτρια.
«Και τα σύννεφα κρέμονται πάνω από τα βουνά της Ισπανίας/ και η Φορντ μαρσάρει στη βροχερή νύχτα».
Γιατί δεν παραδέχεστε την ήττα σας; Πήρατε ότι δεν σας ανήκε, κάνατε ανθρώπους να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη με οίκτο και τρομάξατε άλλους τόσο πολύ, που ούτε στον καθρέφτη δεν μπορούν να κοιταχτούν. Ακόμα τρέχουν, ακόμα αναρωτιούνται –γιατί εμένα;
Τους πετύχατε σε μνημόσυνα αγαπημένων προσώπων, την ώρα που πήγαιναν να καπνίσουν για να θολώσει ο καπνός τα μάτια τους –δεν ντρέπεσαι ρε γαϊδούρι; Τόσο χυδαίος; Τόσο ελεεινός είσαι; Δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται το κάπνισμα;
Τους πετύχατε την ώρα που έκλαιγαν πίσω από χαλασμένους έρωτες –ξέρετε, από αυτούς που είχαν εγγύηση για μια ζωή αλλά στο τέλος έμεινε η εγγύηση και έφυγε η ζωή –δεν ξέρετε, που να το ξέρετε άλλωστε; Δεν είχατε ποτέ την ευλογία να είσαστε καταραμένοι. Και γι΄αυτό, όταν τους πετύχατε βάλατε τα γέλια –σκούπισε τις μύξες σου, μια αηδία είσαι, σαν κοριτσάκι κλαίγεσαι –σιχασιά σκέτη!
Και βρήκατε κάποιους άλλους με ανοιχτές πόρτες, γιατί αυτοί συνήθισαν να απεχθάνονται τις κλειδαριές. Μπήκατε έτοιμοι. Με το όπλο στο χέρι –έτοιμοι. Να πυροβολήσετε τους τοίχους, να σπάσετε τις λάμπες γιατί το δικό σας σπίτι ήταν άδειο. Μπήκατε περιμένοντας την ευκαιρία κι αυτή πάντα έρχεται. Ειδικά όταν την περιμένεις και είναι χαζογκόμενα η ευκαιρία, γι΄αυτό σηκώνει τόση εκμετάλλευση. Είδατε τα πρόσωπά σας πάνω στο δέρμα των άλλων και πιστέψατε ότι αυτοί σας μοιάζουν. Δεν είχατε ζωή γι΄αυτό περνούσατε την ώρα σας μαζί τους, αλλά είχατε απωθημένα και φθόνο –γι’ αυτό νομίζατε πως τα διακρίνατε πάνω τους. Επειδή δεν είχατε τίποτα καλύτερο να κάνετε, επειδή δεν είχατε τίποτα να κάνετε, μείνατε με τα μούτρα κολλημένα στο παράθυρο. Παραμορφωμένες φάτσες –όχι από το τζάμι, αλλά πάνω στο τζάμι κι έτσι μείνατε κι αυτά κάνατε. Αλλά χάσατε. Βρωμίσατε τη διάθεση των άλλων, γιατί είσαστε ικανοί –τους κάνατε να τρέχουν, τους δώσατε λόγο να κρυφτούν –μέχρι εκεί μπορούσατε. Αλλά ο άνθρωπος κάποτε σταματάει να τρέχει και όταν ξελαχανιάσει, σταματάει να κρύβεται. Ο άνθρωπος σκέφτεται και ο άνθρωπος βρίσκει την αξιοπρέπειά του σε κάποια τσέπη, σε ένα ζευγάρι μάτια, στον φίλο που του χτυπάει την πλάτη γελώντας –εγώ είμαι εδώ ρε μαλάκα! Γι΄αυτό χάσατε. Γιατί δεν καταφέρατε να υπολογίσετε όλες τις παραμέτρους –άλλωστε εσείς δεν είχατε ποτέ φίλους και τα μάτια κοιτούσαν πίσω σας, μέσα από εσάς –διαφάνεια λέγεται. Βάλτο στον κώλο σου λοιπόν καργιόλη –δεν περνάνε πλέον αυτά! Εδώ.
«Το αίμα του δολοφόνου τρέχει/ αλλά σηκώνει το όπλο του για μια τελευταία φορά».
Συγκινούμαι με ξένες ιστορίες γιατί μου θυμίζουν δικά μου πράγματα, ίσως και να δακρύζω στο τέλος της ταινίας –έτσι μεγάλωσα, τι θέλεις τώρα; Συγκινούμαι με ξένες ιστορίες γιατί οι άλλοι έχουν μεγαλύτερα βάσανα από μένα κι ας είναι πάνινα, δακρύζω γιατί ταυτίζομαι –τώρα βρήκες να κοιτάξεις γαμώτο;
Συγκινούμαι με ξένες ιστορίες γιατί χρειάζομαι μια πόρτα, ένα εισιτήριο για τη χώρα που όλα είναι μεγάλα και λαμπερά, ξεκάθαρα κι αληθινά όπως μόνο στα ψέματα μπορούν να είναι –δακρύζω ενίοτε, κοίτα μπροστά σου, δεν είμαι δημόσιο θέαμα!
«Κάνεις έναν γέρο να κλαίει σαν κοριτσάκι/ καθώς βλέπει τα όπλα που πεθαίνουν στο ηλιοβασίλεμα».
Κι αυτοί φεύγουν πιασμένοι από το χέρι σε νυχτερινή παραλία, ξέροντας πως δυο παγωμένα ντάκιρι τους περιμένουν στο τραπεζάκι στη μέση του πουθενά και η αόρατη ορχήστρα παίζει το Chan Chan κάπου στα σύννεφα –όπως γίνεται στις ταινίες. Τότε λοιπόν, δεν μπαίνει άμμος στα παπούτσια τους, η υγρασία δεν κολλάει στο δέρμα, τα γόνατα δεν τρέμουν από το περπάτημα, ο λιωμένος πάγος δεν λιώνει και η μουσική παίζει από τα μακρινά φώτα. Όπως στο σινεμά. Φεύγουν γιατί μόνο έτσι θα βρεθούν μεταξύ τους, αλλά ποτέ δεν θα βρεθούν, όμως δεν έχει σημασία κι αυτοί πιασμένοι από το χέρι προχωρούν.
«Μάταια απαιτούν οι εραστές/ γιατί ποτέ δεν συναντήθηκαν».
Υ.Γ.: Οι στίχοι και ο τίτλος του ποστ είναι φυσικά από το "Death is a star" των Clash. Δεν χρειάζεται να πω σε ποιους είναι αφιερωμένο αυτό το ποστ -θα το καταλάβουν μια χαρά από μόνοι τους.
3 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Με έστειλες!!! Η φωτό στο τέλος είναι από το Serendipity??
Serendipity και λοιπά κολλήματα φιλενάδα. High noon, wild bunch, Africa queen -τέτοια πράγματα. Για να σε έστειλα κατάλαβες και τι εννοώ. Το έλεγα εγώ οτι είσαι έξυπνο παιδί.
και μόνο για το Psycho...
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!