«Τι μπορείτε να ξοφλήσετε με μια συγνώμη;» έξυσε μια τούφα άσπρα μαλλιά στην κορυφή του κεφαλιού και απέφυγε να τους κοιτάξει. Απεχθανόταν να φέρνει σε δύσκολη θέση τους ανθρώπους.
«Γιατί το βλέπεις έτσι; Δεν είναι θέμα εξόφλησης παλιών λογαριασμών. Κάπως αλλοτριωμένος από μπουρζουάδικες λογικές μου ακούγεσαι σύντροφε», γέλασε ο θεωρητικός με το Λακόστ μπλουζάκι –για να ελαφρύνει λίγο τη δήλωσή του.
«Έτσι λες ε;» σήκωσε το κεφάλι, να τον δει καλύτερα - κάποια απομεινάρια αγριάδας βγήκαν στον αφρό των ματιών του.
«Ελάτε τώρα σύντροφοι –μην αποπροσανατολιζόμαστε με άσκοπες κουβέντες. Είμαστε εδώ για έναν συγκεκριμένο σκοπό», πετάχτηκε ένας παλιός γνωστός του από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού.
Κόντευαν να κλείσουν δέκα χρόνια από τότε που είχε πουλήσει το μοναδικό τριάρι που απέκτησε ποτέ, ο Επαμεινώνδας ο «Άστεγος». Όταν πέθανε η γριά του αποφάσισε να ζήσει στο πατρικό, πρόποδες Υμηττού μεριά –υπόγραψε κάτι συμβόλαια μεταβίβασης και πήρε για αντάλλαγμα μια επιταγή. Σκέφτηκε να την κρατήσει για τα γεράματά του, αλλά θυμήθηκε πως ήταν ήδη γερός κι έτσι την έδωσε στην κόρη του –κάπως καλύτερα θα ήξερε να την ξοδέψει εκείνη. Από τότε ξέκοψε. Κομματικές συναντήσεις, συνέδρια, ολονυχτίες –τα άφησε μακριά, δυο λεωφορεία απόσταση από το πατρικό του. Έτσι κι αλλιώς διακοσμητικό τον είχαν στο κόμμα τα τελευταία χρόνια, «ηρωική μορφή του παρελθόντος, αγωνιστής πιστός στην υπόθεση της οικοδόμησης ενός καλύτερου κόσμου». «Κινούμενο κάδρο», τον έλεγε ο Βασίλης -τακίμι του από τα παλιά.
Δεκατεσσάρων χρονών είχε μπει στο κόμμα ο Επαμεινώνδας –όταν σταμάτησε το σχολείο κι άρχισε δουλειά στο εργοστάσιο λιπασμάτων. Μπήκε στο κόμμα γιατί του άρεσε το διάβασμα και γιατί βιδωνόταν από τις αδικίες. Ένας εργάτης είχε κόψει το χέρι του, αυτοί τον είχαν απολύσει χωρίς αποζημίωση –«τυχερός είσαι που δεν σε βάζουμε να πληρώσεις τη ζημιά στο μηχάνημα, αλλά σκεφτόμαστε την οικογένειά σου», είχε πει ο επιστάτης. Ζόρικα χρόνια, Καραμανλής, γέρος Παπανδρέου και Παπαδόπουλος –η καταστολή πήγαινε σύννεφο.
Αλλά ο Επαμεινώνδας δεν καταλάβαινε από τέτοια, επειδή ήταν ξαναμμένος πιτσιρικάς –χαμόδεντρο σε ελαιώνα, από αυτά που λυγίζουν για να μη σπάσουν με τον αέρα κι έχουν κάτι λεπτά κλαριά, για να μην κάθεται πάνω τους το χιόνι. Έτσι περπάτησε τα δύσκολα χρόνια, έτσι πέρναγε κρυφά η μάνα του τα βιβλία για να διαβάζει στις φυλακές. Μετά ήρθαν τα ήσυχα χρόνια με τη μεταπολίτευση. Ήρθε κι αυτός από την εξορία, πρόωρα ασπρισμένος κι ας μην είχε φτάσει καν τα 30, νικητής. Νόμιζε.
Δυο πράγματα έπαθε ταυτόχρονα –γνώρισε τη Ζωή και τον πέρασαν πειθαρχικό στο κόμμα. Τρία χρόνια του έπηξαν τα μυαλά με απολογίες, αυτοκριτικές και εξετάσεις από επιτροπές. Ευτυχώς που ήταν η Ζωή, φωνακλού, άσχετη με τα κομματικά –την είχε για να κρατιέται, να μη σαλτάρει. Τέσσερεις φορές τον διέγραψαν και τέσσερεις φορές ανακάλεσαν –από τότε του έμεινε το παρατσούκλι -«Άστεγος». Φραξιονιστής, ρεβιζιονιστής και οπορτουνιστής σαν όλους που διαγράφηκαν εκείνο τον καιρό, γιατί ο Επαμεινώνδας δεν άντεχε τους τζιτζιφιόγκους που ήρθαν από τα Παρίσια και τις Πάρμες, αντιστασιακοί εξ αποστάσεως και ο Επαμεινώνδας είχε πιάσει δουλειά σε ένα τυπογραφείο –περνούσαν από εκεί όλοι οι χαφιέδες της χούντας, μεγαλοπιασμένοι, πολιτικάντηδες, άνθρωποι που κινούσαν ακόμα τα νήματα. «Βγάζει βιβλίο ο τάδε, που κάρφωσε τους δικούς μας όταν κρύβονταν στο πλυσταριό, απέναντι από το σπίτι του –να πούμε μια κουβέντα σύντροφοι!» «Έγινε μητροπολίτης ο τράγος που εξομολογούσε στις φυλακές και κάρφωνε στους ΕΣΑτζήδες ότι του έλεγαν οι κρατούμενοι –να μιλήσουμε σύντροφοι!» «Βάζει για βουλευτής ο αλήτης που έκανε ανακρίσεις στη Μπουμπουλίνας –να φωνάξουμε σύντροφοι!»
Στα κεντρικά κοίταζαν το ταβάνι –«κάνε υπομονή σύντροφε, δεν είναι προς όφελος του αγώνα μας να ξεκινήσουμε κόντρες τώρα. Θα έρθει ο καιρός τους».
Αυτός είχε μάθει πολλά μέσα στις φυλακές –εκτός από το να κάνει υπομονή. Αλλά, επειδή η φυλακή κολλάει πάνω σου σαν πλοκάμι, ξύπναγε τα βράδια ο Επαμεινώνδας κι έψαχνε το παράθυρο να δει αν ξημερώνει. Έβλεπε μετά τη Ζωή να κοιμάται δίπλα του και έβγαινε ήσυχα από τις κουβέρτες, να μην την ξυπνήσει. Έπινε ένα ποτήρι νερό στην κουζίνα, βολτάριζε στο σαλόνι φορώντας μόνο το κάτω μέρος της πιτζάμας του –ήταν κι αυτή μια ευτυχία να μένεις με τον δικό σου άνθρωπο μόνο, να μην ανοίγουν την πόρτα σου μέσα στη νύχτα για να σε πάρουν, να μην ακούς βογκητά από άγνωστους.
Βαρέθηκε μια μέρα να τσακώνεται με τους κομματικούς, πήρε την τελευταία του διαγραφή παραμάσχαλα κι έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος. Η περιοχή που έμενε ήταν καινούργια, τα περισσότερα σπίτια –αυθαίρετα. Ζούσαν εκεί κάτι τεχνίτες που δούλευαν σε οικοδομές, μαζί με φτωχο-υπάλληλους από όλη την Αθήνα, τον ήξεραν όλοι τον Επαμεινώνδα και είχαν απηυδίσει από τον προηγούμενο δήμαρχο –έναν ξεκουτιασμένο γυναικολόγο. Βγήκε από την πρώτη Κυριακή, παρόλο που το κόμμα απαγόρευσε στους δικούς του να τον ψηφίσουν.
Στα μέσα της πρώτης από τις τετραετίες που έβγαινε δήμαρχος τον ξαναπλησίασαν από το κόμμα. Μια ακόμα διαγραφή που ήθελαν να πάρουν πίσω, μια ακόμα φορά που ξέχασε τις αντιρρήσεις του ο Επαμεινώνδας. Ήταν πλέον παντρεμένος με τη Ζωή, για χάρη της κόρης τους που ετοιμαζόταν να γεννηθεί –μαλάκωσε ο Επαμεινώνδας. Κι όταν σε πετύχουν μαλακό, πατάνε πάνω σου ξυπόλητοι –χωρίς να φοβούνται μην τρυπηθούν, τον πάτησαν για τα καλά λοιπόν κι αυτός έχανε την ουσία κοιτάζοντας να μαζέψει τα τραπεζάκια από τις πλατείες και τα σκουπίδια από τις γειτονιές. Στο μεταξύ ο δήμος μεγάλωνε –οι τεχνίτες πλούτιζαν από τις οικοδομές και γίνονταν μεγαλοεργολάβοι, πολυκατοικίες κάθισαν πάνω στα γκρεμισμένα αυθαίρετα. Κανένας δεν χρειαζόταν πια τον Επαμεινώνδα κι αυτός το κατάλαβε νωρίς –δεν κατέβηκε υποψήφιος, για πρώτη φορά μετά από τέσσερεις συνεχόμενες δημοτικές εκλογές στις οποίες μέτραγε τρεις δημαρχίες. Δεν είχε κουράγιο να τσακωθεί και στα κομματικά όργανα –τον άφησαν σε μια καρέκλα να θυμίζει «τους αγώνες» και ξεμπέρδεψαν.
Χωρίσανε και τη Ζωή γιατί δεν άντεχε άλλο τη γκρίνια της, «που γίνανε από δήμαρχοι, κλητήρες» -η κόρη τους η Θάλεια είχε μεγαλώσει πια, δεν τους είχε ανάγκη –πούλησε το σπίτι και γύρισε στο πατρικό του.
Άλλαξαν πάλι οι καιροί, γύρισαν οι πολιτικές συγκυρίες -πάνω στο κομματικό νταραβέρι θυμήθηκαν τον Επαμεινώνδα. Έπρεπε να ξαναβάλει για δήμαρχος, ήταν ζωτικής σημασίας να πάρουν πίσω τον δήμο που ταλαντευόταν στο κέντρο με κλίση προς τ΄αριστερά. Γι΄ αυτό είχαν έρθει να τον δουν οι δυο παλιοί σύντροφοι μαζί με τον, ντυμένο σπορ, νεαρό κομματικό. «Το κόμμα σε χρειάζεται κι εσύ δεν πρέπει να ξεχνάς τι του είχε προσφέρει το κόμμα. Κι αν, τελοσπάντων, κάποτε σε πίκραναν … νερό κι αλάτι βρε αδερφέ! Έγιναν και λάθη, άνθρωποι είμαστε όλοι μας!»
Πάνω εκεί αναρωτήθηκε ο Επαμεινώνδας για την ανταλλακτική αξία της συγνώμης. Όχι ότι τον ένοιαζε δηλαδή, αλλά είχε ένα κηπάκι στην πίσω αυλή και θυμήθηκε πως ήταν απότιστες οι λεμονιές. Δεν θα του έμενε λεμόνι για λεμόνι αν δεν ξεκουμπίζονταν γρήγορα οι επισκέπτες.
«Τι κάνει η Θάλεια;» ενδιαφέρθηκε να αποκλιμακώσει την ένταση ο δεύτερος από τους παλιούς.
«Μια χαρά είναι. Τελειώνει το μεταπτυχιακό της …»
«Τι σπούδασε τελικά;»
«Οικονομικά …»
«Α, πάρα πολύ καλά! Επάγγελμα με μέλλον!»
Δεν ενδιαφέρονταν να μάθουν για την κόρη του –χεσμένη την είχαν, ακόμα κι αν τους έλεγε πως είχε μεταναστεύσει στον Άρη θα κουνούσαν το κεφάλι με κατανόηση –«α, πάρα πολύ καλά, μετανάστευση με μέλλον!»
Η Θάλεια τα κατάφερνε μια χαρά, στα πανεπιστήμια. Και στη ζωή της δηλαδή, όλα εντάξει. Τις προάλλες είχε περάσει με εκείνον τον πιτσιρικά –έξυπνο παιδί και αστείο. Αλλά οι ιδέες του … οι ιδέες τους …. «Μου έχει μιλήσει πολύ για σας η Θάλεια, κύριε Επαμεινώνδα. Σας θαυμάζω, ήταν πολύ σημαντικά τα πράγματα που κάνατε στη ζωή σας. Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα ακόμα –μακάρι να μπορούσαμε κι εμείς … Αλλά σήμερα δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο, γι΄αυτό είναι ο καθένας μόνος του, να φροντίζει τον εαυτό του κι αυτούς που αγαπάει», είχε απλώσει το χέρι του για να χωθεί από κάτω η Θάλεια. «Μίλα μου στον ενικό παλικάρι μου, μη με κάνεις να νιώθω ακόμα πιο γέρος», είχε πει ο Επαμεινώνδας, μασώντας το μουστάκι του. «Τις μαλακίες που μου τσαμπουνάς τις έχω ακούσει χίλιες φορές –δεν αλλάξατε ακόμα τροπάρι;» ήθελε να πει, αλλά σκέφτηκε την κόρη του. Αν ήταν ευτυχισμένη ο «καλύτερος κόσμος» μπορούσε να περιμένει. Μήπως κι αυτός δηλαδή είχε καταφέρει τίποτα καλύτερο με τις ιδέες του;
«Ας μην το ταλαιπωρούμε σύντροφοι –δεν πρόκειται να ξανακατέβω υποψήφιος, είμαι πολύ γέρος για τέτοια πράγματα», είπε τεντώνοντας τα χέρια του –να ξεπιαστεί, να τους ξεφορτωθεί.
«Τι λες Επαμεινώνδα; Εσύ τα λες αυτά; Πάνω στο άνθος σου είσαι –κανένας δεν περισσεύει στον αγώνα», τον βομβάρδισε με μερικά πρόχειρα τσιτάτα ο παλιός σύντροφος.
«Ποιον αγώνα γαμώ το στανιό σας; Για ποιο πράγμα; Για τους χρωματιστούς χάρτες των δελτίων ειδήσεων; Να δείχνουμε τη δύναμή μας –μπας και μας δώσουν σημασία; Άσε μας ρε Πάνο –δε βαρεθήκατε το ίδιο παραμύθι;»
«Δεν είναι έτσι τα πράγματα κύριε Επαμεινώνδα! Βλέπω πως, παρ΄ όλα τα χρόνια, οι θέσεις σας παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό διασπαστικές …», είπε ο νεαρός κομματικός.
Δαγκώθηκαν οι άλλοι –δεν έπρεπε να πάει προς τα εκεί η κουβέντα! Αγριοκοίταξαν τον κομματικό, διακριτικά, να μην τους πάρει χαμπάρι.
«Μην αρχίζουμε τέτοιες ιστορίες πάλι», πετάχτηκε ο Πάνος. «Ας αφήσουμε για λίγο τη θεωρητική κουβέντα, εδώ μιλάμε για προβλήματα. Ο δήμος σου Επαμεινώνδα …»
«Δεν μένω πια εκεί»
«Ο πρώην δήμος σου –μη με διακόπτεις! Η περιοχή τέλος πάντων έχει προβλήματα. Δημοτικές εκτάσεις μένουν αναξιοποίητες. Οι κοινόχρηστοι χώροι ρημάζουν. Κάθε που βρέχει ο κόσμος πνίγεται στα σκατά του. Δεν είναι θέματα που προσεγγίζονται μέσα από τη θεωρία αυτά! Εδώ χρειάζεται δράση, χρειάζεται ένας άνθρωπος που ξέρει …»
«Βρείτε άλλον».
«Ποιον άλλον ρε Επαμεινώνδα; Ποιος είναι πιο ικανός από σένα και ταυτόχρονα έχει τη δική σου αναγνωρισιμότητα στην περιοχή; Εντάξει διαφωνείς με κάποιες θέσεις του κόμματος, διαφωνείς με θεωρητικές προσεγγίσεις –ας τα συζητήσουμε εν καιρώ. Τώρα μιλάμε για την πρακτική αντιμετώπισης των καθημερινών προβλημάτων», είπε ο άλλος παλιός.
«Κι από πότε είναι άλλο η πρακτική και άλλο η θεωρία; Σύντροφε με το Λακόστ –εδώ δεν διακρίνεις οπορτουνισμό;» γέλασε ο Επαμεινώνδας.
Οι δυο παλιοί έπιασαν τα κεφάλια τους ταυτόχρονα. Ο νεαρός στήριξε τις παλάμες του στο τραπέζι και ετοιμάστηκε να αγορεύσει.
«Δεν βγαίνει άκρη μαζί σου», είπε βαρύθυμα ο Πάνος. «Ήρθαμε σε σένα γιατί θέλουμε τη βοήθειά σου. Δεν είμαστε μόνο κόμμα –είμαστε και φίλοι τόσα χρόνια ρε Άστεγε. Γνωριζόμαστε, έχουμε φάει τα σκατά με τη σέσουλα. Δεν χρειάζεται να σε πείσουμε και δεν μπορείς να μας πείσεις. Θέλουμε τη βοήθειά σου, αν μας συνδράμεις έχει καλά, αν όχι –καλή καρδιά».
Μίλησε με σκυμμένο το κεφάλι και αμέσως μετά σηκώθηκε απλώνοντας το χέρι του.
«Χαρήκαμε που σε είδαμε σύντροφε», οι άλλοι δύο τον μιμήθηκαν, χαιρέτησαν και κατευθύνθηκαν προς την εξώπορτα.
«Μέχρι πότε θέλετε απάντηση;» ρώτησε ο Επαμεινώνδας πίσω από τις πλάτες τους.
Ο Πάνος γύρισε και χαμογέλασε. «Έχεις τρεις μέρες καιρό Άστεγε. Σκέψου και πράξε ανάλογα».
Βιάστηκε να βγει στην πίσω αυλή –οι λεμονιές χρειάζονταν πότισμα.
Το απόγευμα έφτιαξε σκέτο ελληνικό και ακούμπησε δίπλα στο φλυτζάνι δυο Σαντέ άφιλτρα. Πέντε τσιγάρα την ημέρα επέτρεπε στον εαυτό του –δύο με τον πρωινό καφέ, ένα μετά το μεσημεριανό φαγητό και δύο τελευταία το απόγευμα, πάλι με καφέ. «Ο καφές είναι ο σπιούνος του τσιγάρου», έλεγε ο συχωρεμένος ο γέρος του. Κι αυτός το είχε περιορίσει, αλλά δεν γινόταν να το κόψει –ειδικά με τους καφέδες. Τουλάχιστον δεν κάπνιζε από το απόγευμα και μετά –αλλιώς θα ξαγρυπνούσε όλη τη νύχτα βήχοντας.
«Τι τους ήρθε και με ξαναθυμήθηκαν;» μουρμούρισε πριν τον πιάσει μια κρίση βήχα στην πρώτη ρουφηξιά του Σαντέ. Είχε βρει την ησυχία του τόσα χρόνια, κόντευε να βγάλει από το κεφάλι του τις ίντριγκες, τα πουστριλίκια, τις απογοητεύσεις –τον κομματισμό με λίγα λόγια. Μέχρι που είχαν γίνει αχνές οι αναμνήσεις –άλλος τα έζησε όλα αυτά, όχι ο ίδιος, άλλος πόνεσε γιατί ένα πρωί οι σύντροφοι του γύρισαν την πλάτη και βρέθηκε μόνος. Στιγματισμένος, αποστάτης –λύκος έξω από την αγέλη να ουρλιάζει στον κόσμο. Όχι αυτός. Σε κάποιον άλλο γκρίνιαζε η Ζωή γιατί κανένας πλέον δεν τους εκτιμούσε, γιατί γύριζαν τις πλάτες τους οι άλλες γυναίκες όταν την πετύχαιναν στη λαϊκή. Κάποιος άλλος προσπαθούσε να εξηγήσει πως το σημαντικότερο πράγμα είναι η αξιοπρέπεια, να κοιτάς τον κόσμο στα μάτια, να μη ντρέπεσαι για τη ζωή σου -«ακούς κυρά Ζωή;» «Κουραφέξαλα! Μεγάλες κουβέντες! Και πως θα ζήσουμε τώρα που σε πέταξαν έξω; Τι θα κάνουμε; Έχουμε και παιδί –το σκέφτηκες καθόλου; Για σύνελθε καημένε μου και σταμάτα να παιδιαρίζεις –έχεις υποχρεώσεις!».
Ο καπνός κατέβαινε βάλσαμο στο λαιμό πλέον –είχε βάλει και λίγη ψύχρα, αλλά ο Επαμεινώνδας δεν μπορούσε να καταλάβει αν ερχόταν από έξω το κρύο ή αν έβγαινε από μέσα του. Τέλειωσε τον καφέ, έψαξε με τα δάχτυλα για το δεύτερο τσιγάρο, αλλά το είχε ήδη καπνίσει χωρίς να καταλάβει. «Χαμένο πήγε», σκυθρώπιασε. Έκανε να σηκωθεί -το πακέτο περίμενε πάνω από το ψυγείο -μετάνιωσε όμως. «Όχι και να ξαναρχίσω το κάπνισμα για χάρη τους!»
Αποφάσισε να καθίσει στο σαλόνι –είχε αφήσει στη μέση τον «Λύκο της στέπας». Χάζεψε τη βιβλιοθήκη του –γεμάτη με βιβλία που μάζευε για όταν θα είχε χρόνο να τα διαβάσει, ο χρόνος ήταν τώρα κι ο «Λύκος» ένα από αυτά. Ξεδίπλωσε την τσακισμένη σελίδα, ανοίγοντας το βιβλίο.
«Το είχες, αναμφίβολα, μαντέψει από καιρό, ότι η κατάκτηση του χρόνου και η απόδραση από την πραγματικότητα, ή όπως αλλιώς έχεις επιλέξει να περιγράψεις την κατάστασή σου, απλά δείχνει την επιθυμία σου να ανακουφιστείς από αυτό που λένε ‘προσωπικότητα’. Αυτή είναι η φυλακή στην οποία είσαι κλεισμένος», διάβασε στο βιβλίο.
Έκλεισε τα μάτια –«φυλακή»; Νόμιζε πως είχε βγει από τη φυλακή τότε που έπεφτε η χούντα. Νόμιζε πως είχε βγει από τη φυλακή κάθε φορά που τον διέγραφε το κόμμα. Πίστεψε πως γλίτωσε οριστικά από τη φυλακή όταν απομονώθηκε σε αυτό το σπίτι. «Είχα άδικο;»
Σηκώθηκε νευριασμένος και πέταξε το βιβλίο στον απέναντι καναπέ. Στραπατσάρισε το πακέτο των Σαντέ για να βγάλει ένα τσιγάρο, το πέρασε πίσω από το αυτί του και βγήκε έξω. Βιαστικός. Είχε πάρει να σκοτεινιάζει αλλά δεν τον ένοιαζε. Περπατούσε. Σχεδόν έτρεχε –μετά από μια ώρα ένιωσε ότι τα πόδια του δεν τον κρατούσαν, σταμάτησε λαχανιασμένος, ήταν η πέμπτη φορά που περνούσε από τη συνοικιακή πλατεία. Κάθισε στο παγκάκι, κάνοντας τρομερή προσπάθεια να μη σωριαστεί. Έψαξε στις τσέπες του μανιασμένα –«που έχει πάει το παλιοτσίγαρο;» Το βρήκε για να ανακαλύψει πως δεν κουβαλούσε αναπτήρα μαζί του. Κοίταξε γύρω –ευτυχώς το περίπτερο ήταν ακόμα ανοιχτό. Σηκώθηκε.
«Καλώς τον κυρ Επαμεινώνδα. Βγήκαμε βόλτα;» ο γλοιώδης περιπτεράς χαμογέλασε όταν τον είδε.
Αυτός πάντα σιχαινόταν τους περιπτεράδες και τους ΕΒΓΑτζήδες –κατάλοιπο από τα χρόνια της παρανομίας, όταν οι περισσότεροι από αυτούς ήταν χαφιέδες της Ασφάλειας.
«Ναι κάπως έτσι», μουρμούρισε. «Μπορώ να πάρω ένα τηλέφωνο;»
Σχημάτισε το νούμερο και περίμενε όσο βούιζε το ακουστικό. Οι αγκώνες του μυρμήγκιαζαν –ιδρώτας έτρεχε μέσα στις κάλτσες του.
«Ναι καλησπέρα, εγώ είμαι…. Να τους πεις ότι δέχομαι…. Ναι ρε –δέχομαι, αυτό είπα…. Όχι δεν θέλω τίποτα άλλο…. Άντε γειά», κατέβασε το ακουστικό χωρίς να το ακουμπήσει στη συσκευή. Μισοτελειωμένη κίνηση.
«Θες τίποτα άλλο κυρ Επαμεινώνδα;»
«Όχι, καληνύχτα».
Ξανακάθισε στο παγκάκι νιώθοντας τις κλειδώσεις του πιασμένες από τη βραδινή ψύχρα. Είδε, ξεχασμένο το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά του, πήγε να καπνίσει αλλά θυμήθηκε πως δεν είχε αγοράσει σπίρτα από το περίπτερο. Τσαλάκωσε το τσιγάρο γεμίζοντας τα χέρια του με καπνό –«άντε ρε ξεφτιλισμένη ζωή!» γέλασε χαζά καθώς σηκωνόταν.
Η πολλοστή επιστροφή του Επαμεινώνδα του Άστεγου στα γραφεία του κόμματος συνοδεύτηκε από μουδιασμένο ενθουσιασμό. Ο Γραμματέας τον δέχτηκε φιλικά -ευχόμενος ενδόμυχα, η επόμενη συνάντησή τους να γίνει όταν θα εκφωνούσε τον επικήδειό του. Κάτι παλιοί σύντροφοι που σκότωναν τις ώρες τους σε συνελεύσεις τον αγκάλιασαν. Κάποιοι νεαροί στράβωσαν τα μούτρα –δεν τους άρεσε η εμφάνιση του Επαμεινώνδα, ήθελαν να ξεμπερδεύουν με τους αρχαίους. Στη μικρή αίθουσα συσκέψεων τον κέρασαν καφέ, πορτοκαλάδα και κουλουράκια κανέλας. Σιχαινόταν την κανέλα ο Επαμεινώνδας, του έφερνε, χρόνια τώρα, καούρα στο στομάχι.
«Θα σε υποστηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις. Ήδη ξεκίνησε η κινητοποίηση των τοπικών», είπε ο Γραμματέας ξεφυλλίζοντας ένα ντοσιέ.
«Θέλω πεπραγμένα του δημοτικού συμβουλίου για τις δυο τελευταίες τετραετίες. Και θέλω ότι αποκόμματα εφημερίδων γράφουν για το δήμο, το ίδιο διάστημα», είπε ο Επαμεινώνδας.
Το τραπέζι γέλασε διακριτικά.
«Που να τα βρούμε αυτά ρε σύντροφε; Τι μας πέρασες –για διαφημιστική εταιρεία;»
Πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο του διπλανού του χωρίς να ρωτήσει και το άναψε κάνοντας προσπάθεια να μην καταπιεί καπνό. Ποτέ δεν άντεχε τα αμερικάνικα τσιγάρα.
«Δεν είχατε δικούς σας που να ήταν μέλη στο δημοτικό συμβούλιο;»
«Είχαμε. Και;»
«Ε, δεν έπαιρναν πρακτικά;»
Τώρα το τραπέζι ξεκαρδίστηκε ξεδιάντροπα. Ο Επαμεινώνδας έσμιξε τα φρύδια.
«Τουλάχιστον φέρτε με σε επαφή μαζί τους. Τι σκατά θα πω ότι θα κάνω για τον δήμο; Δεν ξέρω την τύφλα μου από την τωρινή κατάσταση», με το ζόρι κρατήθηκε μην τους κατεβάσει τίποτα καντήλια -σ΄αυτούς και τη γραφειοκρατία τους.
«Θα κάνουμε ότι είναι δυνατό σύντροφε. Και τώρα να με συγχωρείς ..», είπε ο Γραμματέας καθώς σηκωνόταν.
Οι υπόλοιποι ακολούθησαν, ο Πάνος έμεινε τελευταίος για να τον ξεπροβοδίσει μέχρι την έξοδο.
«Ακόμα δε σε χωνεύει», του ψιθύρισε στο αυτί.
«Αμοιβαίο είναι», γέλασε ο Επαμεινώνδας.
«Κι εσύ όμως δεν του έκανες λίγα!» μουρμούρισε ο άλλος.
«Αφού δεν τον έπνιξα σα γατί όταν συνεργάστηκε με τους φασίστες –τυχερός είναι», υπενθύμισε ο Επαμεινώνδας.
«Δεν ήταν φασίστες ρε! Δεξιοί ήταν!»
«Οι μαύροι δεν αλλάζουν ποτέ ρε Παναγιώτη. Τι να λέμε τώρα;»
«Καλό δρόμο να έχεις σύντροφε και κάθε επιτυχία», φώναξε στην είσοδο ο Πάνος. Έμεινε να τον κοιτάζει συλλογισμένος καθώς κατέβαινε τα σκαλιά. «Μακάρι να μη φας πάλι το κεφάλι σου ρε αδερφέ. Γιατί γέρασες και δεν θα αντέξει ο σβέρκος σου», συλλογιζόταν όσο τον έβλεπε να απομακρύνεται κουτσαίνοντας.
Οι επόμενες μέρες πέρασαν στο τρέξιμο. Συναντήσεις με δημοτικούς συμβούλους, τραπεζώματα σε ταβέρνες με τους τοπικούς παράγοντες, βόλτες σε στέκια νεολαίας, άδεια σαν τραπεζάκια στην πλατεία μετά τα πρωτοβρόχια. Γέμισε το κεφάλι του με θέματα ο Επαμεινώνδας και άδειασε το μυαλό του από ιδέες. Ένας δήμος που είχε γνωρίσει καλύτερες ημέρες -τώρα πια, ζούσε μεταξύ αναμνήσεων και εγκατάλειψης. Ένας δήμος χωρίς δημότες, γιατί κανένας δεν έβρισκε νόημα στην υποστήριξη κοινών προσπαθειών –κλεισμένοι στα διαμέρισματά τους φύλαγαν σκοπιά, διπλοβάρδια μπροστά στην τηλεόραση, θαυμάζοντας τα απλωμένα κανιά της μοναχικότητας που λέκιαζαν τα σεμεδάκια στο σαλόνι.
Θύμωνε ο Επαμεινώνδας, όλα από την αρχή ήθελε να τα φτιάξει ακόμα κι αν χρειαζόταν να γκρεμίσει ότι υπήρχε –«στάχτη και μπούρμπερη να γίνουν όλα, μπας και βρούμε κάτι που να αξίζει», συλλογιζόταν. Μέσα στην παραφουσκωμένη τσάντα του είχε καταχωνιάσει και τον «Λύκο», έριχνε κλεφτές ματιές στο βιβλίο γιατί τον βοηθούσε εκείνη η φράση …
«Σήκω λοιπόν, έτσι είπα στον εαυτό μου, ξύσε το σαγόνι σου μέχρι να ματώσει, ντύσου και δείξε κάποια αξιαγάπητη διάθεση απέναντι στους συνανθρώπους σου»
… να τη διαβάζει πριν από κάθε συνάντηση, να θυμάται πως έχει και πάλι ανθρώπους απέναντί του. Όχι θηρία, όχι όνειρα –ανθρώπους αβέβαιους και διστακτικούς.
Γιατί πλησίασαν οι μέρες των μικροφώνων που μικροφωνίζουν, οι μέρες των κούφιων χειροκροτημάτων, πλησίασε η ώρα που αυτός έπρεπε να μιλήσει σε συγκεντρώσεις. Δεν τη φοβόταν την έκθεση, δεν αγχωνόταν, δεν έχανε τα λόγια του όταν ανέβαινε στο βάθρο του ομιλητή. Εντάξει, ίσως στην αρχή να κόμπιαζε –κάποιος ξερός βήχας για να καθαρίσει τον λαιμό του από το άγχος –αλλά σύντομα το ξεπερνούσε. Ήταν καλός ομιλητής, άμεσος –επειδή, συνήθως, δεν είχε πολλά να πει. Διέθετε και ιδιαίτερα ανεπτυγμένο ένστικτο του αυτονόητου –εύκολα έπειθε τους καλοπροαίρετους.
Κοίταζε τώρα την άδεια εξέδρα που είχε στηθεί στη μέση της πλατείας. Πίσω του είχε συγκεντρωθεί αρκετός κόσμος, αλλά δεν ήξερε αν ήταν δημότες που ενδιαφέρονταν να τον ακούσουν ή μέλη του κόμματος σε επιστράτευση. Σηκώθηκε προσεκτικά –ο μεγάλος του φόβος ήταν πάντα, ότι θα σκόνταφτε πηγαίνοντας να μιλήσει. Ανέβηκε τα σκαλιά και χάζεψε τον κόσμο –καθισμένοι στις λιγοστές μπροστινές καρέκλες και όρθιοι, πιο πίσω, να δένουν τα χέρια μπροστά στο στήθος μήπως και ξεχάσουν την ορθοστασία. Τους κοίταξε και θυμήθηκε την τελευταία φράση που είχε διαβάσει από το βιβλίο …
«Είχε μια υποψία για την δοσμένη θέση του στον κόσμο, μια υποψία για τους Αθάνατους, μια υποψία ότι μπορεί κάποτε να συναντήσει τον εαυτό του, πρόσωπο με πρόσωπο –και ξέρει ήδη για την ύπαρξη κάποιου καθρέφτη στον οποίο νιώθει την πικρή ανάγκη να κοιταχτεί και από τον οποίο κρύβεται, συρρικνωμένος σε έναν θανάσιμο φόβο»
Αυτοί ήταν ο καθρέφτης του; Που ήταν ο καθρέφτης του; Για να κρυφτείς απέναντί του πρέπει πρώτα να σταθείς απέναντί του. Αυτοί ήταν ο καθρέφτης του –γιατί έτσι αποφάσιζε να είναι. Περίμενε έναν πρώην δημοτικό σύμβουλο να τον παρουσιάσει και άρχισε να μιλάει, κομπιάζοντας, φυσικά, στην αρχή. Με άνεση που αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα.
Τους μιλούσε για τα προβλήματα που είχε ο δήμος, απέφευγε να κάνει αναφορές στον προηγούμενο δήμαρχο –δεν του άρεσαν οι συγκρίσεις. «Αυτοί δεν έκαναν τίποτα για όλα αυτά» -μπορεί να ήταν αλήθεια, αλλά θα έπρεπε να καταλήξει στο «εμείς θα τα διορθώσουμε όλα». Τόσα χρόνια, ποτέ δεν έμαθε να δίνει υποσχέσεις και ήταν πολύ γέρος για να ξεκινήσει τώρα. Μίλησε για τα προβλήματα, μίλησε για απλές λύσεις αλλά έκρυψε την αλήθεια. Κι αυτή είχε να κάνει με το γεγονός πως οι απλές λύσεις προϋποθέτουν συμμετοχή, συνεργασία –οι λύσεις είναι πάντα απλές όταν ο κόσμος δει την αναγκαιότητά τους και γι΄αυτό ακριβώς οι λύσεις ποτέ δεν λύνουν τα προβλήματα.
Σταμάτησε για να πιει λίγο νερό, ξεράθηκε το στόμα του, χρειαζόταν να ξαναπάρει φόρα –όπως όταν χτυπάς το κεφάλι σου σε τοίχο. Δεν πρόκειται να ρίξεις τον τοίχο, αλλά παίρνοντας φόρα, ξεχνάς να νιώσεις πόνο. Οι άνθρωποι από κάτω χειροκροτούσαν –μάλλον από το κόμμα τους είχαν στείλει. Είναι άχαρο να μιλάς σε βαλτούς –για μια στιγμή σκέφτηκε να απαγγείλει κάποιο ποίημα, το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» ή το «Αρνάκι άσπρο και παχύ» -είχε περιέργεια να δει πώς θα αντιδρούσαν. Τους ευχαρίστησε για την υπομονή που έδειξαν, δήλωσε πως ελπίζει να πάνε καλύτερα τα πράγματα και κατέβηκε σκυφτός. Άδειο σακί μετά την έκθεση σε τόσα ζευγάρια μάτια. Σε τόσα αφιλόξενα μυαλά.
«Καλά τα είπες σύντροφε», τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη ακόμα ένας πρώην δημοτικός σύμβουλος που σκεφτόταν ότι με τέτοιες ομιλίες δεν κερδίζεται ο δήμος ακόμα κι αν αποσυρθούν όλοι οι υπόλοιποι υποψήφιοι.
«Ευχαριστώ», απάντησε ενώ σκεφτόταν πως τα πανηγύρια εξακολουθούσαν να του προκαλούν μελαγχολία.
Κοιμήθηκε βαριά εκείνο το βράδυ, αλλά το πρωί σηκώθηκε κουρασμένος. Πονεμένα κόκαλα, άκαμπτες κλειδώσεις –θα έδινε τα πάντα για να περάσει τη μέρα στην πολυθρόνα του διαβάζοντας. Αλλά είχε ξαναμπεί στο σφιχτό πρόγραμμα –«είμαι προγραμμένος, άρχισαν οι προγραφές», γέλασε με το άνοστο αστείο καθώς έριχνε νερό στο πρόσωπό του. Και είχε ακυρώσει ανεπιστρεπτί τον προγραμματισμό του για τα πέντε τσιγάρα ημερησίως. Θυμήθηκε, βγαίνοντας από την τουαλέτα, πως χτες το απόγευμα είχε παρακαλέσει κάποιον να του αγοράσει δεύτερο πακέτο τσιγάρα –ήρθε κι ένας παροξυσμός βήχα να του υπενθυμίσει το γεγονός.
Η φλόγα υγραερίου ζέσταινε το μπρίκι όσο αυτός ανυπομονούσε για τον πρώτο καφέ της ημέρας κι όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, κουδούνισε το τηλέφωνο. Κρατήθηκε να μην βλαστημήσει στο ακουστικό.
«Ποιος είναι;»
«Εγώ».
Σκέφτηκε πως η Ζωή δεν έλεγε το όνομά της από υπεροψία ή αμηχανία –κατέληξε γρήγορα στο πρώτο.
«Πως ήταν αυτό και μας θυμήθηκες;»
«Γιατί το λες; Δε νομίζω να σε ξέχασα ποτέ».
«Ζωή, βιάζομαι».
«Δεν θα σε απασχολήσω πολύ. Απλά έμαθα πως κατεβαίνεις πάλι υποψήφιος και σκέφτηκα να σε πάρω για να σου πω ότι αν χρειαστείς βοήθεια …»
«Βοήθεια;»
«Ναι ρε παιδί μου –άλλο να κυκλοφορείς μόνος σου και άλλο με τη γυναίκα σου στις επίσημες εκδηλώσεις».
Γέλασε –για την ακρίβεια, ξεκαρδίστηκε.
«Τι συμβαίνει κυρά Ζωή; Μας λείψανε οι παράτες και τα πανηγύρια; Μυριστήκαμε κοσμικότητες και σπεύσαμε;»
«Είσαι άδικος Επαμεινώνδα, πάντα ήσουν δηλαδή …»
«Άσε με ρε Ζωή και δεν έχω πιει ακόμα καφέ»
«Εντάξει. Αλλά σκέψου το. Δεν είμαστε μόνο εμείς, έχουμε κι ένα κορίτσι».
«Ε και;»
«Τι ‘ ε και’; Νομίζεις πως ξόφλησες απέναντί της; Πως δεν έχεις άλλες υποχρεώσεις; Αν βγεις δήμαρχος, στα μέσα και στα έξω θα είσαι. Και η Θάλεια τελείωνει τις σπουδές της, θα πρέπει να βρει μια δουλειά …»
«Θέλεις τίποτα άλλο Ζωή;»
«Μη μου λες εμένα αν θέλω τίποτα άλλο! Σου έφαγε ολόκληρη τη ζωή το κόμμα και δεν πήρες τίποτα πίσω. Κακό είναι να βολέψεις την κόρη μας δηλαδή; Ο πρώτος θα είσαι ή ο τελευταίος; Εκτός αν φοβάσαι μην παρεξηγηθεί ο Λένιν και θα σου κόψει την καλημέρα!»
Έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά – ο καφές χυνόταν ήδη έξω από το μπρίκι. Βλαστήμησε πετώντας τα πάντα στο νεροχύτη με την ανάστροφη του χεριού του. «Άσχημα ξεκίνησε η μέρα», αναστάτωσε τον τόπο, ψάχνοντας για σιδερωμένο παντελόνι. Μόνο όταν βγήκε έξω από το σπίτι, λίγο πριν μπει στο καφενείο της πλατείας, κατάλαβε πως είχε κάνει ένα μικρό έγκαυμα πάνω στις κλειδώσεις του χεριού –έτσουζε κιόλας, αλλά δεν έδωσε περισσότερη σημασία.
Το πρωινό ξεκινούσε με ήλιο, γι΄αυτό κάθισε έξω, παράγγειλε διπλό ελληνικό και άπλωσε μπροστά του τις εφημερίδες. Με την απαραίτητη δόση ματαιοδοξίας έψαξε για την κάλυψη της χτεσινής του ομιλίας –η κομματική το είχε με μεγάλα γράμματα στο «σαλόνι», οι υπόλοιπες αναφέρονταν στο θέμα πάνω από τις κηδείες. «Για εκεί είμαστε, απλά δεν το έχουμε πάρει είδηση», γέλασε.
«Οι δημότες είπαν βροντερό όχι στη σήψη του δικομματισμού», έγραφε η κομματική εφημερίδα –«προεκλογική ομιλία ιστορικού στελέχους της αριστεράς», έγραφαν σχεδόν όλες οι υπόλοιπες. Συνέχισε το ξεφύλλισμα
Μόνο το κατακάθι έμενε στο φλιτζάνι και το πακέτο του είχε αδειάσει όταν πέτυχε το άρθρο κάποιου πολιτικού αναλυτή που αναφερόταν σε αυτόν. Έκανε μια σύντομη αναφορά στην φυλάκισή του από τη χούντα, τόνιζε τις παρεκκλίσεις του από την επίσημη κομματική γραμμή (τις υπερτόνιζε για την ακρίβεια, αφού η εφημερίδα υποστήριζε κάποιον κεντρώο υποψήφιο της αξιωματικής αντιπολίτευσης). Είχε αρχίσει να βαριέται όταν έπεσε πάνω σε κάτι αβανταδόρικες ερωτήσεις –«… γιατί ο καθ’ όλα αξιοσέβαστος υποψήφιος δεν είπε λέξη σχετικά με την εκμετάλλευση των χώρων του πρώην αεροδρομίου; Γιατί σιωπά το κόμμα που τον στηρίζει; Θα φανούν συνεπείς στις προγενέστερες θέσεις τους για δημιουργία χώρων πρασίνου;»
Πετάχτηκε στον αέρα –πως διάβολο του είχε διαφύγει αυτό; Η δικαιολογία ήταν προφανής, δεν ήξερε οτι έχει κι ο δήμος του μερίδιο από το παλιό αεροδρόμιο. Η αιτία όμως ήταν προφανέστερη –γέρασε και σταμάτησε να σκέφτεται σωστά. Του διέφευγαν πράγματα, ξεχνούσε, αξιολογούσε λάθος. Έφτασε στο περίπτερο.
Έκοψε γρήγορα τον αέρα του αχώνευτου πριν προλάβει να σχολιάσει τα τρία πακέτα τσιγάρα που του ζήτησε κι έπιασε το τηλέφωνο.
«Θέλω να μιλήσω με τον Γραμματέα … Πότε μπορεί; … Τότε θα είναι αργά, τώρα … εντάξει, θα είμαι εκεί σε μια ώρα».
Τον περίμενε μια αξιοπρεπής τριμελής –ο νεαρός με το Λακόστ, ένας ακόμα ίδιος με αυτόν και κάποιος παλιός, αρτηριοσκληρωτικός, γραφειοκράτης. Δεν ξόδεψε χρόνο σε εισαγωγές ή χαιρετούρες.
«Γιατί δεν μου είπε κανείς για τους χώρους του αεροδρομίου;»
«Μα δεν το ήξερες σύντροφε;»
«Άλλο ρωτάω».
«Δεν ήταν ώρα να συζητήσουμε τέτοια πράγματα. Όταν εκλεγείς με το καλό …»
«Τι θα γίνει όταν εκλεγώ; Ποια θα είναι η θέση του συνδιασμού μου;»
«Θα μελετηθεί στην ώρα της η υπόθεση σύντροφε».
Άναψε τσιγάρο. Εκείνη την ώρα μπήκαν καφέδες και πορτοκαλάδες μαζί με έναν καφετζή.
«Δεν κάνω βήμα αν δεν το ξεκαθαρίσουμε τώρα. Ποια είναι η θέση μας για τους χώρους; Πως θα αξιοποιηθούν;»
Ο δίδυμος του Λακόστ πήρε τον λόγο, ξεροβήχοντας.
«Σύντροφε, δεν είναι αποκλειστικά στο χέρι μας. Τρεις δήμοι εμπλέκονται στην αξιοποίηση των χώρων κι ο δήμος που διεκδικείς έχει τη μικρότερη έκταση. Θα γίνουν οι απαραίτητες ζυμώσεις …»
«Τι μου λες τώρα; Ότι θα πάω σαν δημοτική αρχή και θα περιμένω από τους άλλους δήμους να μου πουν τι θα κάνω; Κι αν θέλουν να μισθώσουν τους χώρους σε καμιά πολυεθνική με σουπερμάρκετ;»
«Δεν είναι πάντα κακό αυτό σύντροφε. Λάβε υπόψη σου την ανεργία της περιοχής. Εντάξει, σαν κόμμα είμαστε υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος και επιδιώκουμε την αύξηση των δημοτικών χώρων πρασίνου. Αλλά το πράσινο δεν δίνει μισθούς στους εργαζόμενους, σύντροφε. Και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως η περιοχή έχει σοβαρό ποσοστό ανεργίας», είπε κοφτά ο γεροντότερος απέναντί του.
Άναψε δεύτερο τσιγάρο, ξεχνώντας το προηγούμενο να καίγεται στο τασάκι. Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με την λογική της έλλειψης προοπτικών. Γιατί είχαν δίκιο –ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι κάποιου άνεργου ήταν σημαντικότερο από μια παιδική χαρά. Σε μια ξεφτιλισμένη κοινωνία που ο κόσμος παλεύει να τη βγάλει καθαρή μέχρι το επόμενο πρωί, όταν η αποκτήνωση βγάζει βάρδιες σε γραφεία και εργοστάσια –τι σκατά να το κάνεις το πάρκο; Ποιος θα χρησιμοποιήσει τους χώρους άθλησης, ποιος θα αξιοποιήσει τους χώρους περιπάτου;
«Άρα -η θέση μας είναι;…» άφησε ανοιχτή την ερώτηση.
«Να περιμένουμε σύντροφε, αυτή την άποψη έχει το κόμμα. Θα τηρήσουμε στάση αναμονής».
Σηκώθηκε χωρίς να χαιρετήσει, έφτασε στη βαριά εξώπορτα σκυφτός.
«Ρε Άστεγε, πως από δω;» φώναξε από το βάθος του διαδρόμου ο Πάνος, αλλά εκείνος έκανε πως δεν άκουσε.
Περπάτησε στα ραγισμένα πεζοδρόμια αναβάλλοντας όσο μπορούσε τη μετακίνηση με λεωφορείο. Δέκα φορές αναγκάστηκε να κατέβει στην άσφαλτο για να παρακάμψει παρκαρισμένα αυτοκίνητα, δέκα φορές άκουσε κορναρίσματα από οδηγούς της λεωφόρου. Ξερά παρτέρια γεμάτα σκουπίδια και μπάζα εμπόδιζαν τα βήματά του, όπου υπήρχε ελεύθερο πεζοδρόμιο. Σερνόταν.
Στο λεωφορείο βρήκε αμέσως θέση -πέρασε γρήγορα σε κατάσταση αποβλάκωσης από τη ζέστη της μέρας. Ένα πιάτο φαΐ, ένας μισθός, κάποιοι πληρωμένοι λογαριασμοί, ένα καλύτερο σπίτι, καινούργια έπιπλα, αυτοκίνητο και τηλεόραση. Για ποιο λόγο; Έβγαλε από την τσάντα το βιβλίο και διάβασε …
«Και όλο αυτό, είπα … δεν θα βοηθούσε σε τίποτα άλλο τον άνθρωπο παρά στο να αποδράσει από τον εαυτό του και τους πραγματικούς του σκοπούς -να σκεπάσει τον εαυτό του με ένα ακόμα μεγαλύτερο σύννεφο ασυνεννοησίας και άχρηστων δραστηριοτήτων»
… ακόμα μια απάντηση που ήδη ήξερε. Η ανάγκη κάνει τον άνθρωπο να χάσει τον εαυτό του και η ανάγκη καθορίζει τις προοπτικές μας. Δεν μπορείς να δώσεις βιβλία στον πεινασμένο, δεν μπορείς να δώσεις οξυγόνο στον άνεργο. Γι’ αυτό τους δίνεις μεροκάματο στα ορυχεία –να ξεχάσουν το φως, να ξεχάσουν το πρόσωπό τους, την υπόστασή τους. Για να τους συντηρήσεις ζωντανούς τους στερείς τη ζωή. «Δεν είναι σωστό, δεν μπορεί να είναι σωστό».
«Είπατε κάτι κύριε;» τον ρώτησε ένας πιτσιρικάς χαμηλώνοντας το i-pod που κρεμόταν στο στήθος του.
«Όχι, τίποτα … ξεχάστηκα» και μίλησε δυνατά τη σκέψη του. Αλλά πάλι, γιατί όχι;
«Να σε ρωτήσω κάτι παιδί μου;» στράφηκε προς το μέρος του πιτσιρικά.
«Ναι –σας ακούω».
«Τι θα προτιμούσες; Να ζεις καλύτερα ή να ζεις πλουσιότερα;»
Ο πιτσιρικάς τον κοίταξε περίεργα.
«Συγνώμη για το θάρρος μου, απλά κάτι σκεφτόμουν. Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω».
«Όχι, δεν πειράζει …», κατέβασε τα ακουστικά του ο μικρός. «Αν ζούσα πλουσιότερα δεν θα ζούσα καλύτερα;» είπε στο τέλος.
«Όχι απαραίτητα. Ας πούμε πως μπορούσες να διαλέξεις. Καλύτερα ή πλουσιότερα;»
«Λοιπόν νομίζω … αν ζούσα καλύτερα, αυτό θα μπορούσε να αλλάξει οποιαδήποτε στιγμή. Αν ζούσα πλουσιότερα … ίσως κατόρθωνα να αγοράσω μια καλύτερη ζωή … έτσι νομίζω».
«Σ΄ ευχαριστώ παιδί μου», έκλεισε τα μάτια και μάλλον αποκοιμήθηκε γιατί έχασε τη στάση του. Κατέβηκε στο τέρμα και άρχισε να περπατάει ξανά.
Το απόγευμα είχε μια ακόμα ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο του δήμου, θα έλεγε για τα ολοήμερα σχολεία και τους παιδικούς σταθμούς. Μπήκε στο σπίτι του και κοιμήθηκε ληθαργικά στον καναπέ –την ώρα που προσπαθούσε να βγάλει τα παπούτσια του. Ευτυχώς που χτύπησε το τηλέφωνο –δεν πρόλαβε να το σηκώσει, αλλά τουλάχιστον πρόλαβε να κάνει ένα μπάνιο πριν πάει στο Πνευματικό Κέντρο.
Διαφορετικός κόσμος μαζευόταν, οι κομματικοί μάλλον λιγόστεψαν αισθητά γιατί είδαν πως άρχιζε να αποκτά μέρος της παλιάς του απήχησης. Όρθιος πίσω από τις καρέκλες που γέμιζαν σταδιακά, χάζευε το κενό βάθρο του ομιλητή. Κάποιοι παλιοί γνωστοί διέκοπταν τις σκέψεις του καθώς έσπευδαν να τον χαιρετήσουν, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή του από το άδειο βάθρο. Είδε κιόλας τον εαυτό του εκεί πάνω, να κομπιάζει στην αρχή, πριν βρει ρυθμό στα λόγια του. Σήμερα θα κόμπιαζε περισσότερο γιατί θα χόρευε σε δυο, αντίθετες, μουσικές. Είδε τον κόσμο να τον χειροκροτεί στο τέλος και συνειδητοποίησε πως, όσες φορές είχε μιλήσει σε ανθρώπους –ποτέ δεν μπόρεσε να διακρίνει τα πρόσωπά τους. Σα να στεκόταν στην άκρη της παραλίας ήταν, όταν μιλούσε, κι όσο περισσότεροι βρίσκονταν από κάτω, τόσο μεγαλύτερη η φουρτούνα που έφτανε στ΄ αυτιά του. Τα παλιά χρόνια άκουγε και φωνές, σειρήνες μέσα στο κύμα που φώναζαν «μπράβο, πες τους τα σύντροφε!» και τέρατα του βυθού που βρυχώνταν «κάτσε κάτω προβοκάτορα!» Αλλά αυτά γίνονται παλιά –τώρα μόνο κύμα ξέβραζε στ΄ αυτιά του.
Πισωπάτησε διστακτικά κι έπεσε πάνω σε κάποιον παλιό γνωστό.
«Βρε Επαμεινώνδα! Καλωσόρισες, χαρήκαμε όλοι που ξαναβάζεις!»
Μουρμούρισε κάτι σαν «ευχαριστώ» και συνέχισε να κάνει βήματα πίσω, με τα μάτια καρφωμένα στο βάθρο. Μόνο όταν πέρασε την κεντρική είσοδο, μόνο τότε έχασε την οπτική επαφή και έφυγε σαν κυνηγημένος από τον διάβολο.
Η διαδρομή μέχρι το σπίτι του ποτέ δεν ήταν πιο άγνωστη, το κλειδί ποτέ δεν είχε συναντήσει τόσες δυσκολίες στο άνοιγμα της εξώπορτας. Αλλά, ευτυχώς, η πολυθρόνα τον περίμενε –οικεία σαν αγκαλιά γυναίκας.
Δεν άντεξε να βγάλει τα παπούτσια του γιατί ένιωθε την κούραση να μυρμηγκιάζει στα πλευρά του. Άναψε τσιγάρο με αργές κινήσεις. Πήρε το βιβλίο του από το διπλανό τραπεζάκι. Το άνοιξε. Το τηλέφωνο χτύπησε. Σα συναγερμός αυτοκινήτου με σπασμένα τζάμια.
«Ποιος είναι;»
«Επαμεινώνδα; Ο Γενικός είμαι. Τι έπαθες; Έμαθα πως έφυγες από την ομιλία –είσαι καλά;»
«Ναι … μάλλον … κοίτα … ήθελα να πω …»
«Τι πράγμα;»
«Είμαι πολύ γέρος για όλα αυτά».
Ακούμπησε το ακουστικό απαλά πάνω στη συσκευή, τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από το Σαντέ και άνοιξε το βιβλίο του. Στην αρχή δεν μπορούσε να εστιάσει στις τυπωμένες σελίδες, χρειάστηκε κόπο, συγκέντρωση για να ξεχωρίσει τα μαύρα γράμματα που βαθούλωναν τη λεία σελίδα.
«Ο διάβολος είναι το πνεύμα κι εμείς είμαστε τα δυστυχισμένα του παιδιά».
Διάβασε.
6 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Τί μου τον θύμισες τον Έσσε τώρα.
Ιδιαίτερα ο καταληκτικός αφορισμός ήταν...θάνατος, Αθάνατε.
Η ιστορία ήταν ό,τι πρέπει για τη σημεινή μέρα, επέτειος του θανάτου του Μπελογιάννη. Αν ζούσε, ίσως κάπως έτσι να τον είχαν "οι δικοί" του.
Άραξε Επαμεινώνδα στην πολυθρόνα σου. Παραείναι γέροι για σένα όλοι αυτοί με τους οποίους πήγες να κάνεις αγώνα...
Εντάξει, από τον Έσσε με πέθαινε πάντα ο "Λύκος", ειδικά το τέλος του βιβλίου, αλλά τα υπόλοιπά του, μου έκαναν χίππικα.
Έχω γνωρίσει κατά καιρούς, διάφορους τέτοιους τύπους σαν αυτόν που προσπαθώ να περιγράψω και μάλλον μου βγήκε περισσότερο περιγραφή του πως θα ήθελα να είναι παρά του πως στ΄αλήθεια είναι. Τουλάχιστον δεν μοιάζουν με τα κινούμενα κουφάρια και τους καιρόσκόπους της γενιάς τους Πολυτεχνείου.
Εξαιρετικά το εξισορρόπησες: η μιζέρια και η στυφή πίκρα σε σωτές δόσεις - και μου άρεσε και η ελαφρά ειρωνική απόχρωση, πρέπει να σκάψεις για να τη βρεις, αλλά υπάρχει.
Λίτσα μου, όπως ξέρεις, το σκάψιμο (και το επακόλουθο θάψιμο) είναι ειδικότητά μου.
ευχαριστώ γιά αυτό το δώρο των γενεθλίων ρε... και ας το πήρα σήμερα...
Να περνάς καλά ρε συ -και να έχεις μπόλικα χρόνια για να το διασκεδάζεις. Κι εγώ σε ευχαριστώ που το δέχτηκες σαν δώρο.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!