Κοπάνησα με δύναμη το πρόσωπό του στον τοίχο, τρίτη φορά, συνεχόμενη. Τα δάχτυλά μου μπλεγμένα σε ξανθά μαλλιά –τράβηξα πίσω το κεφάλι του, έτοιμος να τον ξανασκάσω στον τοίχο. Είχε γεμίσει αίματα, παράτησα την προσπάθεια.
Σωριάστηκε.
«Θέλεις να μιλήσουμε για την κόλαση μαλάκα; Εγώ θα σου πω –γιατί έχω πάει εκεί κι έχω επιστρέψει», φώναξα στα ξανθά μαλλιά.
Κάθισα στη μοναδική καρέκλα του δωματίου και άναψα τσιγάρο. Έλεγα ψέματα –αν πας στην κόλαση δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσεις πίσω.
Ξύπνησα στη βάση μιας σκάλας, ιδρωμένος και βρώμικος. Φως από κάποιο φεγγίτη, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω. Μέρα ή νύχτα; Πιάστηκα από την κουπαστή για να σηκώσω το κορμί μου όρθιο, γλίστρησα και αίμα έτρεχε κλείνοντας το δεξί μου μάτι. Ψηλάφισα, είχα σκίσει το φρύδι μου –όταν έπεφτα μάλλον. Δεν ήταν εύκολο, αλλά στάθηκα στα πόδια μου. Μπορούσα να ανοίξω την βαριά, ξύλινη πόρτα πίσω μου και να βγω στο δρόμο, να φύγω. Δεν θα το έκανα –έπρεπε να ανέβω αυτή τη μισοσκότεινη σκάλα που αντηχούσε απόγνωση στο τελείωμα της. Υπέθετα.
Έβρεχε καταρρακτωδώς όταν βγήκα από το κτίριο της εταιρείας. Ξαφνική φθινοπωρινή μπόρα –όπως και να είχε, ποτέ δεν κρατούσα ομπρέλα. Μου τη δίνουν οι ομπρέλες, εμποδίζουν τις κινήσεις σου, σημαδεύουν τα μάτια των περαστικών. Αλλά έπρεπε να προφυλάξω το δέμα –σήκωσα την μπλούζα μου και το έχωσα από κάτω –μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο έμοιαζα σα γκαστρωμένος.
«Αυτό το άφησαν για σένα».
«Α, μπα; Δώρο από το αφεντικό;»
«Χιούμορ! Στην πάνω πλευρά έχει τη διεύθυνση που θα το παραδώσεις. Με προσοχή, μου είπαν. Είναι εύθραυστο και ευαίσθητο».
Κοίταξα τη διεύθυνση, ήταν στην άλλη μεριά της πόλης. Δεν είχε όνομα αποστολέα –θα πρέπει όμως να ήταν ματσωμένος για να πληρώνει μεμονωμένη αυθημερόν παράδοση από κούριερ. Άρης Μαλτέζος –κούριερ πολυτελείας, στη διάθεσή σας –αν αντέχει το πορτοφόλι σας.
Τον κλώτσησα στα πλευρά και μαζεύτηκε ξαφνιασμένος.
«Με ακούς μαλάκα;»
Υπήρχε μια εποχή που φορούσα μπότες, χειμώνα –καλοκαίρι, για να κρύβω κάποιο στιλέτο. Ήταν άσχημη εποχή, έτρεμα κάθε φορά που ξεκόλλαγε μια σκιά από τον τοίχο –αλλά σταμάτησα να κουβαλάω σουγιάδες μέσα στις μπότες. Γδέρνονταν οι γάμπες μου, πονούσα.
Έφτασα μέχρι τα μισά της σκάλας, σκόνταψα σε κάποιο σκαλοπάτι -ήταν ψηλότερο από τα υπόλοιπα. Θυμήθηκα πως δεν είχα πια το δέμα –κάποιος το πήρε όσο ήμουν αναίσθητος. Ή μήπως κοιμόμουν; Έπρεπε οπωσδήποτε να ξαναβρώ το δέμα. Συνέχισα να ανεβαίνω τη σκάλα ψηλαφίζοντας τον τοίχο, ψάχνοντας κάποιο φως.
Ακούμπησα το δέμα στο διπλανό κάθισμα και γύρισα το κλειδί στη μίζα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, έβαλα την παλάμη μου πάνω στο δέμα –ίσως ήθελα να διαπιστώσω αν βράχηκε. Σχεδόν λεία επιφάνεια κάτω από το ταχυδρομικό χαρτί –παγωμένη. Κάτι σαν κουτί. Τι είχε μέσα; Δεν με ενδιέφερε –εγώ απλά έκανα τη μεταφορά. Ένιωσα κάψιμο στην αριστερή παλάμη, τραβήχτηκα απότομα –μαυρισμένο ταχυδρομικό χαρτί κι ένα κόκκινο σημάδι στο χέρι μου. Τι σκατά; Έφερα το δέμα κοντά στο πρόσωπό μου –σιγανός, συνεχής θόρυβος –βόμβος.
Η γυναίκα χαμογελούσε στην κορυφή της σκάλας. Ξαφνικά γέμισε ο τόπος εκτυφλωτικό φως.
«Έλα πάνω κούκλε! Θα περάσεις αξέχαστα!»
Η μύτη του δεξιού μου παπουτσιού χτύπησε τον αριστερό αστράγαλο. Βλαστήμησα, αλλά ο πόνος με συνέφερε. Ανέβηκα τα υπόλοιπα σκαλοπάτια, σχεδόν τρέχοντας –ενώ η γυναίκα μου είχε γυρίσει την πλάτη. Μουσική. «Σ’ αγαπάω μωρό μου. Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου –σ΄ αγαπάω μωρό μου». Τραγουδούσαν φάλτσα οι μεθυσμένοι.
Κάθισα κατάκοπος στην καρέκλα του χωλ. Μπροστά μου ένα φωτισμένο σαλόνι, ο κόσμος μπαινόβγαινε με το ποτό στο χέρι. Αριστερά μου, δεξιά μου, διάδρομοι. Δεν ήθελα να μάθω ακόμα που πήγαιναν. Συγκεντρώθηκα παρακολουθώντας τον κόσμο. Διασκέδαζαν, αλλά μόνο στην πρώτη ματιά. Άντρες ντυμένοι με ρούχα γραφείου, κατακόκκινοι. Γυναίκες ημίγυμνες. Γελούσαν ψεύτικα όσο οι άντρες τις χούφτωναν. Κάτω από τον πολυέλαιο με τα εκατομμύρια κρυσταλλάκια. Μια λάμπα είχε καεί –το πρόσεξα αυτό σχεδόν αμέσως.
Εκείνη την εποχή είχα τραβήγματα με πρεζέμπορους και κάτι νταβατζήδες, φασίστες, που πουλάγανε τρυπημένες γυναίκες. Ήμουν ερωτευμένος και θρασύτατα νέος. Η κοπέλα έμοιαζε εξωπραγματική -νύχτα κάτω από τα φώτα μιας συναυλίας. Στην παραλία. Ποιοι έπαιζαν; Δεν θυμάμαι. Εκείνη πέρασε με δυο μπύρες …
«Για μένα είναι η δεύτερη;» ρώτησα. Θρασύτατα.
«Κάνε όρεξη!» γέλασε.
«Έκανα ήδη. Δεν κάθεσαι να τις πιούμε παρέα;»
Ενοχλητικός.
Την κοίταζα όσο απομακρυνόταν μέσα στο μακρύ της φόρεμα. Την ήθελα –καταλαβαίνεις; Φύγαμε στο τέλος της συναυλίας μαζί –τελικά η δεύτερη μπύρα ήταν για μια στριμμένη φίλη της. Στο πρώτο μας ραντεβού είδα τα μπράτσα της μελανιασμένα. Δεν κάναμε ποτέ έρωτα –μόνο που την παρακολούθησα κάποια μέρα. Ο νταβατζής της ήταν σκέτο γομάρι –τότε αποφάσισα να βρω κάποιο στιλέτο.
Τον χαράκωσα κάτω από μια κολώνα της ΔΕΗ.
Με είδε.
Με έψαξαν.
Τους βρήκα. Όχι μόνος μου.
Ξαναπήγα σπίτι της –δεν ήθελε να με δει, δεν μου άνοιξε καν. Περίμενα σαν το σκυλί στη γωνία, βγήκε όταν νύχτωσε. Βρήκα που δούλευε –δεν ξαναπάτησα ποτέ σε αυτό το μέρος. Μόνο ένα πρωί, ξημερώματα, άφησα δυο άσπρα τριαντάφυλλα στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Κρύφτηκα –να δω την αντίδρασή της. Ένας σκύλος πέρασε και τα κατούρησε. Έφυγα πριν εκείνη επιστρέψει.
Μια γυναίκα πλησίαζε προς το μέρος μου, από το σαλόνι. Φαινόταν νέα, σχεδόν παιδί, καθώς γελούσε περιπαικτικά. Κουνιόταν ανέμελα και πλησίαζε. Κοίταξα καλύτερα –δεν ήταν τόσο νέα. Πλησίασε κι άλλο –έμοιαζε πλέον αρκετά μεγάλη.
«Τι χαμπάρια αγοράκι; Δεν θα έρθεις μέσα;»
Μύριζε φτηνό άρωμα ανακατεμένο με ιδρώτα καθώς σήκωνα το κεφάλι μου για να αρνηθώ.
Αλλά δεν μπόρεσα. Ήταν γρια και άσχημη -ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται.
«Θα έρθω κάποτε», ψιθύρισα.
Κάθισε στα πόδια μου προσπαθώντας να με αγκαλιάσει. Πετάχτηκα στον αέρα, έπρεπε να τρέξω ή να την χτυπήσω. Σιχαίνομαι να με αγγίζουν. Ακούμπησα στην ανοιχτή πόρτα του διαδρόμου, γύρισα απειλητικά προς το μέρος της. Δεν ήταν ανάγκη –γελούσε, πεσμένη στο πάτωμα. Αραιά δόντια, τα περισσότερα καλυμμένα από ασημένιες θήκες. Χώθηκα στον διάδρομο χωρίς να το σκεφτώ, για να γλιτώσω. Ο τοίχος ήταν υγρός, τράβηξα το χέρι στο άγγιγμά του –κοίταξα τη μελανιά στην αριστερή μου παλάμη. Πως είχε γίνει αυτό; Προχώρησα στη μέση του διαδρόμου αποφεύγοντας. Αποφεύγοντας.
Γύρισε το κεφάλι προς το μέρος μου. Ανάσαινε βαριά προσπαθώντας να στηριχτεί στα μπράτσα του για να σηκωθεί.
«Δεν τελειώσαμε ακόμα. Απεναντίας –τώρα αρχίζουμε», του είπα.
Ξανάπεσε απεγνωσμένα.
Ο διάδρομος περνούσε από κλειστές πόρτες. Δεν θέλησα να ενοχλήσω, προχώρησα. Στο βάθος οι τουαλέτες, προχώρησα αργά. Κίτρινο φως. Το πρόσωπό μου σε ραγισμένο καθρέφτη –είχα κοπεί πάνω από το φρύδι, ξεραμένο αίμα, πλύθηκα επίμονα. Προσπαθούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Δεν ήθελα να σκουπιστώ, οι σταγόνες έφυγαν αχνίζοντας από το μέτωπό μου. Κοίταξα έξω, ένα ζευγάρι μάλωνε.
«Θα πας μωρή καργιόλα. Έχουμε ανάγκη τα φράγκα κι αυτός εκεί μέσα πληρώνει καλά», γρύλισε ο πατέρας μου.
«Δεν μπορώ άλλο, δεν αντέχω!» κλαψούρισε η μητέρα μου.
Την άρπαξε από τους καρπούς και την κόλλησε στον τοίχο. Δίπλα τους η κλειστή πόρτα.
«Μη μου λες μαλακίες εμένα! Τσακίσου γιατί θα σε πλακώσω στις σφαλιάρες!»
Η μητέρα μου ρούφηξε τη μύτη της και έπιασε το χερούλι –πριν το στρίψει, εκείνος ψιθύρισε …
«Σκούπισε τις μύξες σου».
Είδα τη μητέρα μου να χάνεται πίσω από την πόρτα και η πόρτα έκανε θόρυβο κλείνοντας –πλατάγισμα γλώσσας που γεύεται κάτι νόστιμο. Ο άντρας γύρισε προς το μέρος μου, με είδε. Χαμογελαστός.
«Εδώ είσαι γιε μου; Έλα να σε κεράσω ένα ποτό –να τα πούμε σαν άντρες. Πόσο καιρό έχουμε να το κάνουμε;»
Πολύ καιρό, χρόνια, αιώνες –για την ακρίβεια, ποτέ δεν είχαμε μιλήσει με τον πατέρα μου, όσο αυτός ήταν ζωντανός. Τον ακολούθησα άβουλα.
Ακολούθησα το ψωριάρικο σκυλί νωχελικά. Έσερνα τα πόδια μου, γύρισε το κεφάλι, με κοίταξε, αδιαφόρησε. Μαλακία του.
«Τι θα πιεις γιε μου;»
«Βότκα, σκέτη».
«Χμμμ! Γερό ποτήρι!»
«Αυτό ήθελες να συζητήσουμε;»
«Όχι Άρη. Σίγουρα όχι».
Άπλωσε το χέρι του να αγγίξει το δικό μου. Ροζιασμένο χέρι, βρώμικα νύχια. Τραβήχτηκα απότομα.
«Σε ακούω».
«Ποτέ δεν το έκανες πριν».
«Ποιο;»
«Να με ακούσεις».
«Γίνεται να κόψουμε τα σάλια;»
Άναψε τσιγάρο από το πακέτο μου. Σκοτείνιασε.
«Να τα κόψουμε. Να μη σου πω λοιπόν ότι σε καμάρωνα όσο ζούσες σπίτι μας. Και σε φοβόμουν λίγο –έδειχνες πιο δυνατός από μένα. Αλλά αυτό δεν είναι η χαρά του πατέρα; Να βγάλει γιο που θα τον ξεπεράσει …»
«Σε τι; Στο μαχαίρι, στο ποτήρι ή στο ζιγκολίκι;»
Γέλασε –για την ακρίβεια ξεκαρδίστηκε.
«Πληρωμένη απάντηση!»
«Όλο και κάτι ξέρεις εσύ από πληρωμές».
Σοβάρεψε.
«Δεν είμαστε εμείς οι αφέντες της μοίρας μας παιδί μου. Δεν μπορούμε ούτε να καθυστερήσουμε τα χτυπήματα –η μοίρα είναι ποτάμι κι εμείς ξερά φύλλα που βρωμίζουμε το νερό …»
«Παράτα τα σαλιαρίσματα, δεν σου πάνε».
«Εντάξει λοιπόν. Είσαι δύσκολος και σε χαίρομαι γιατί είσαι έξυπνος. Κοφτερός … εντάξει, το κόβω. Δικιά μου είναι η ζωή όπως θέλω την κάνω. Λογαριασμό σε κανέναν, με ακούς; Ειδικά σε ένα αυθάδικο κωλόπαιδο που θέλει να με κρίνει αφ’ υψηλού. Δε σου έκανα ποτέ κουμάντο, μη θέλεις να με κουμαντάρεις. Τι ζητάς δηλαδή; Τι με κοιτάς; Έζησα όσο καλύτερα μπορούσα κι αν ξαναζούσα από την αρχή θα είχα λιγότερους δισταγμούς».
«Μπράβο σου».
«Μπράβο μου –όπως το λες. Και κομμένη η ειρωνεία γιατί … ξέρεις κάτι; Πότε κοιτάχτηκες τελευταία φορά στον καθρέφτη; Μου μοιάζεις γιε μου, φτυστός με μένα είσαι».
Μου χαμογέλασε κατάματα. Είχε δίκιο. Στο πρώτο μου ξύρισμα, με βοήθησε, «πρώτα τις φαβορίτες, από εκεί ξεκινάς –μετά πηγαίνεις κάτω από τη μύτη». Κάτω από τη μύτη ξεκινούσα το ξύρισμα –πάντα, ακόμα και τώρα. Χτένισα κάποτε τα μαλλιά μου προς τα πίσω, κόντεψα να ουρλιάξω γιατί στον καθρέφτη είδα το πρόσωπό του. Ποτέ δεν ξαναχτένισα προς τα πίσω τα μαλλιά μου.
Σηκώθηκε –στην είσοδο του σαλονιού εμφανίστηκε η μητέρα μου. Μελανιασμένη.
«Με συγχωρείς για λίγο, έχω μια δουλειά».
«Άντε γαμήσου γέρο».
Έστριψα απότομα το κεφάλι, να μη δω τίποτα. Γλίστρησα από το σκαμπό, χτύπησα στη γωνιά του πάγκου, πόνεσα. Πάνω από το μάτι, μάλλον έσκισα το φρύδι μου.
«Μην ξεχάσεις ποτέ το όνομά μου. Άρης Μαλτέζος. Σε λίγο θα βγεις από εδώ μέσα, μουδιασμένος αλλά ζωντανός. Θέλω να ξανάρθεις και να με βρεις. Όταν δεν θα σε περιμένω».
Σηκώθηκα και μετακίνησα την καρέκλα, τώρα μπορούσα να καθίσω απέναντι από το πρόσωπό του. Ήθελα να βλέπει τα παπούτσια μου όλη την ώρα, για να μην του μπαίνουν ιδέες.
Προσπαθούσα να ξεφύγω με την πλάτη στον τοίχο γιατί δεν άντεχα να ξαναπέσω πάνω τους. Ανακατεμένα αραιά μαλλιά, βρώμικη ανάσα, ο χοντρός είχε στριμώξει την κοπελίτσα και την πασπάτευε δίπλα στο παράθυρο. Μου έκλειναν το δρόμο, έσπρωξα, δεν κουνήθηκαν σχεδόν καθόλου. Υστερικό γέλιο. Ένα χέρι με άρπαξε από τη μέση –πριν προλάβω να γυρίσω βρισκόμουν έξω από το δωμάτιο. Σηκώθηκα τινάζοντας τα ρούχα μου, κοίταξα πίσω και το γομάρι κοίταζε εμένα.
«Ήσυχα φίλε –δεν θέλουμε φασαρίες εδώ μέσα. Όλοι μια παρέα είμαστε».
«Θα σου δείξω εγώ τι θα πει ησυχία!», τινάχτηκα με το κεφάλι κατεβασμένο, σημαδεύοντας το στέρνο του. Θα τον πονούσα. Πολύ!
Κάτι με χτύπησε στο πλάι του λαιμού. Και τότε το πάτωμα σκίστηκε στα δύο –άρχισα να πέφτω με ταχύτητα μέσα στο τίποτα που έχασκε κάτω από τα πόδια μου.
«Δεν έχω αγαπήσει πολλές γυναίκες. Και όσες έζησαν μαζί μου ήταν δυστυχισμένες, μέχρι που άνοιγαν την πόρτα και έφευγαν. Δεν είναι λίγο πράγμα να κοιμάσαι με ένα πτώμα και να ξυπνάς μόνη σου, σε άθικτα σεντόνια το επόμενο πρωί. Καταλαβαίνεις;»
Συνήλθα από την πίεση στην κοιλιά μου. Το γύψινο στο ταβάνι είχε αγκαλιασμένα αγγελάκια κάποτε –τώρα, μόνο κομμάτια από φτερά και απλωμένα μπράτσα χωρίς σώματα. Η λάμπα έκαιγε τα μάτια μου, προσπάθησα να κοιτάξω αλλού. Βρεμένο το μαξιλάρι, ιδρώτας ανακατεμένος με τα σάλια μου, ήθελα να αναπνεύσω γιατί η πίεση στην κοιλιά … το μούδιασμα…. την είδα.
«Χαλάρωσε και όλα θα πάνε καλά», χαμογέλασε συνεχίζοντας την παλινδρομική της κίνηση.
Είχαν βαρύνει τα στήθη της από την τελευταία φορά που τη θυμόμουν, είχαν περάσει άγρια χρόνια από πάνω της. Γύρω από τα μπράτσα μου τα μελανιασμένα χέρια της –φλέβες σπασμένες. Το δεξί της χέρι, γροθιά κρυμμένη μέσα στην αριστερή μου παλάμη.
«Χαλάρωσε …»
«Εσύ …»
«Ναι εγώ. Χαίρομαι που με θυμήθηκες, σου χρώσταγα από τότε ένα καλό πήδημα…»
Στριφογύρισα κάτω από το σώμα της –αυτό ήταν εντελώς αδύνατο! Τότε συνειδητοποίησα πως ήμουν καβλωμένος μέσα της. Αηδίασα καθώς εκείνη συνέχιζε να κουνιέται.
«Γάμα με άντρα μου!» γρύλισε στο αυτί μου.
Στηρίχτηκα στα χέρια μου για να γυρίσω –την έριξα πλάι μου στο κρεβάτι. Τραβήχτηκα στην άλλη άκρη σα να με είχαν κλωτσήσει, δεν αντέχω να με αγγίζουν.
«Εσύ …»
«Τι έπαθες; Μύγα σε τσίμπησε;»
«Εσύ … δεν υπάρχεις!»
Σηκώθηκα από το κρεβάτι. Γυμνός και εξευτελιστικά καβλωμένος ακόμα.
«Αφού με θέλεις …»
Έψαξα τα ρούχα μου στην απέναντι καρέκλα. Σκόρπισαν στο πάτωμα όταν τα ακούμπησα, έσκυβα ήδη να τα μαζέψω όταν ένιωσα το χτύπημα στην πλάτη. Κάτι βαρύ –έκανε γκελ και έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα.
«Δεν υπάρχω έτσι αληταρά; Αλλά υπήρχα όταν πλακώνατε στο ξύλο τον άνθρωπό μου –υπήρχα αμέσως μετά, όταν ξέσπασε σε μένα τις δικές σας μαλακίες! Με έλιωσε, μπορείς να καταλάβεις πως είναι; Κι εγώ εξακολουθούσα να υπάρχω –χωρίς να θέλω. Δεν υπάρχω –έτσι λες κωλόπαιδο; Και σε ποιον έστειλες το δέμα τότε;»
Κατάφερα να γυρίσω μισοντυμένος. Το δέμα μου ήταν στο πάτωμα, χωρίς τη συσκευασία. Ένα ασπρόμαυρο κουτί που βούιζε.
Τη σκεφτόμουν συχνά. Νύχτες μόνος στο μπαλκόνι, πίνοντας. Την έβλεπα πέρα από τα κάγκελα. Όμορφη, με το μακρύ της φόρεμα –κρατούσε δυο μπύρες και άπλωνε το χέρι προς το μέρος μου. Δεν χρειαζόταν να κάνω πολλά –δυο βήματα μόνο και θα έπιανα τη μπύρα. Αμφιταλαντευόμουν. Δυο βήματα ήταν εύκολο να γίνουν, όμως τι ήθελα; Να πιάσω τη μπύρα ή να σφίξω το χέρι της στην παλάμη μου; Μετεωριζόμουν στο γείσο του μπαλκονιού χαμογελώντας της. Με κοίταζε γαλήνια. Ήθελα να της δείξω το ποτήρι που κρατούσα, δεν ήταν ανάγκη να μου δώσει μπύρα –είχα ποτό. Έπινα. Το ποτήρι έφευγε στο κενό κι ο ήχος του κομματιαζόταν στην άσφαλτο. Τότε συνερχόμουν, μπορείς να πεις κιόλας ότι ξυπνούσα. Αυτή χανόταν.
Σηκώθηκε σκεπάζοντας τη γύμνια της με μια ημιδιάφανη ρόμπα. Κοντή ρόμπα. Βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να με κοιτάξει. Έμεινα με το κουτί να αγγίζει τη γάμπα μου –το παρατηρούσα επιφυλακτικά. Είχε ήδη ανοίξει μια φορά –ήταν φανερό.
Το στριφογύρισα στο πάτωμα με το πόδι μου μέχρι να βρω το άνοιγμά του. Σήκωσα το μεταλλικό καπάκι. Κοίταξα μέσα. Ήταν ένα μικρό φορητό ψυγείο που συνέχιζε να βουίζει όσο το κρατούσα ανοιχτό. Στο βάθος του δυο κιτρινισμένα, πρώην άσπρα τριαντάφυλλα. Πάνω τους ακουμπούσε φρέσκια, μέσα στο αίμα της, η καρδιά ενός σκύλου.
Με κοίταξε με αθώα μάτια. Σίγουρος για το αναπόφευκτο, όπως μόνο τα καθαρά πλάσματα μπορούν να είναι. Έψαξα στη μπότα μου για το στιλέτο, αλλά μετά θυμήθηκα. Έπρεπε να το κάνω με γυμνά χέρια.
Ούρλιαξα αδειάζοντας τα σωθικά μου στο πάτωμα.
«Πήρες μια ιδέα τώρα φιλαράκο;» άναψα δυο τσιγάρα και πέταξα το ένα μπροστά στο πρόσωπό του. Δεν κινήθηκε να το πάρει, μάλλον φοβόταν. Το άφησα να καίει δακρύζοντας τα μάτια του.
Δυνατά χέρια με τράβηξαν κάτω από τις μασχάλες, φροντίζοντας να χτυπάει το κεφάλι μου σε κάθε γωνία του διαδρόμου. Τι υπήρχε στον διάδρομο προς τα δεξιά; Ήταν η ώρα να μάθω γιατί οι κοφτές ανάσες με πήγαιναν εκεί. Τιναζόμουν αδύναμα. Κάποιες γυναίκες στρίγκλισαν στο πέρασμά μας και ένας άντρας γέλασε –μετά με κλώτσησε στην κοιλιά.
«Για ποιο λόγο ήρθατε ως εδώ κύριε Μαλτέζο;»
Μισόκλεισα τα μάτια –ήταν αδύνατο να τον διακρίνω. Μόνο τα ξύλινα πόδια κάποιας καρέκλας στο ύψος των ματιών καθώς το μάγουλό μου ακουμπούσε το κρύο πάτωμα.
«Ποιος είσαι;»
«Αν πίστευα πως μια οποιαδήποτε απάντηση θα εξυπηρετούσε την κουβέντα μας, ευχαρίστως θα σας την έδινα κύριε Μαλτέζο. Για την ώρα, ας αρκεστούμε στην περιγραφή μου μέσω περιουσιακών στοιχείων. Είμαι ο ιδιοκτήτης αυτού του μέρους –πως σας φαίνεται αυτό;»
«Μαλακία σκέτη. Τέλος πάντων … τι θέλεις; Ήρθα εδώ για να φέρω κάποιο δέμα –αυτό μόνο».
Το φως τρεμόπαιξε μπροστά μου –σημάδι πως ο άνθρωπος μετακινήθηκε. Εξακολουθούσα να μην τον βλέπω.
«Ποιος έστειλε το δέμα κύριε Μαλτέζο;»
«Που στο διάολο θέλεις να ξέρω;»
«Ω, μα ελάτε τώρα! Το ανοίξατε, το είδατε! Ξέρετε λοιπόν και τον αποστολέα».
«Που θέλεις να καταλήξεις;»
«Στον λόγο που σας έφερε εδώ κύριε Μαλτέζο. Τι ψάχνατε; Να ξαναζήσετε το παρελθόν; Να ξαναζήσετε έστω;»
Σηκώθηκα τρέμοντας. Τυφλός σαν πεταλούδα μαγνητισμένη από λάμπα. Άβουλος και σίγουρος πως θα καώ.
«Δεν είναι δουλειά σου να με ρωτάς και δεν έχω όρεξη να απαντήσω».
Κούνησα τα πόδια μου μήπως ξεμουδιάσω.
«Πως ξέρετε τη δουλειά μου κύριε Μαλτέζο; Πως είστε σίγουρος για το τι πρέπει και τι όχι;»
Περπάτησα αργά, αιχμάλωτος ακόμα στο φως.
«Γιατί εγώ σε έφτιαξα μαλάκα! ΕΙΜΑΙ Ο ΑΡΗΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΣΤΟΝ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟ!»
Έφτασα στην καρέκλα, έτοιμος να δώσω ένα μάθημα στην αυθάδικη φωνή. Και θα το έκανα, αν υπήρχε κάτι άλλο εκεί πέρα –εκτός από μια ψάθινη καρέκλα με ξύλινη πλάτη.
«Αλίμονο σε αυτούς που νομίζουν ότι κρατάνε τα κλειδιά του κόσμου τους! Συνήθως καταλήγουν γαντζωμένοι σε μια ψεύτικη πόρτα. Να προσέχεις στο άνοιγμά της γιε μου!», είπε η φωνή που ερχόταν τώρα από την πόρτα του δωματίου.
«Πατέρα;» ψέλλισα.
Πάτησα το τσιγάρο με τη μύτη του παπουτσιού μου πριν αφήσει μεγαλύτερο σημάδι στο πάτωμα. Σε παρόμοιες περιπτώσεις προτιμούσα να σβήνω τις γόπες πιέζοντας με την παλάμη μου –ήταν ένα αποτελεσματικό κόλπο εκφοβισμού. Αλλά δεν υπήρχε λόγος –ο ξανθός ήταν ήδη ράκος και η αριστερή παλάμη μου πονούσε ήδη από το κάψιμο. Θα στοιχημάτιζα πως είχε κατουρηθεί πάνω του, αν η μυρωδιά του φόβου δεν κάλυπτε κάθε άλλη οσμή.
«Τελειώνουμε», τον καθησύχασα.
Έπεσα στην πόρτα με όση δύναμη μου απέμενε και ένιωσα γελοίος αφού η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Χτύπησα με το πρόσωπο στον διακόπτη του απέναντι τοίχου και ο διάδρομος βυθίστηκε στο σκοτάδι. Μετά έτρεξα. Χωρίς να βλέπω έτρεξα και χωρίς να πηγαίνω πουθενά επιτάχυνα. Μέχρι τα πόδια μου να βρουν το τέλος αυτού του πατώματος, εκεί που η σκάλα προειδοποιούσε για τον επερχόμενο κίνδυνο. Γέλασα καθώς έπεφτα –ο κίνδυνος παραμονεύει στο στέρεο έδαφος την ώρα που το κενό σου υπόσχεται μονάχα αμυχές και μώλωπες. Πέταξα πάνω από τα σκαλιά για να βοηθήσω την εκπλήρωση των υποσχέσεων.
Ξύπνησα στη βάση μιας σκάλας, ιδρωμένος και βρώμικος. Φως από κάποιο φεγγίτη, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω. Μέρα ή νύχτα; Πιάστηκα από την κουπαστή για να σηκώσω το κορμί μου όρθιο, γλίστρησα και αίμα έτρεχε κλείνοντας το δεξί μου μάτι. Ψηλάφισα, είχα σκίσει το φρύδι μου –όταν έπεφτα μάλλον. Δεν ήταν εύκολο, αλλά στάθηκα στα πόδια μου. Μπορούσα να ανοίξω την βαριά, ξύλινη πόρτα πίσω μου και να βγω στο δρόμο, να φύγω. Δεν θα το έκανα –έπρεπε να ανέβω αυτή τη μισοσκότεινη σκάλα που αντηχούσε απόγνωση στο τελείωμα της. Υπέθετα.
Και πιάστηκα από την ξύλινη κουπαστή, ανέβαινα δίνοντας ώθηση με τρεμάμενα χέρια, μέχρι που έφτασα έξω από το διαμέρισμά μου. Φως έκαιγε τα παπούτσια μου καθώς έβγαινε από τη χαραμάδα της πόρτας. Δεν χρειαζόταν να ξεκλειδώσω –ευτυχώς γιατί ήταν αδύνατο να ψάξω για τα κλειδιά μου. Έτσι, απλά έσπρωξα -σιγά.
Ο ξανθός με περίμενε καθισμένος στη μοναδική ψάθινη καρέκλα του χωλ. Πίεζε την πλάτη του στο ξύλο της καρέκλας και τραμπαλιζόταν ισορροπώντας το στιλέτο στα γόνατά του.
«Άρης Μαλτέζος;» ρώτησε σιγά.
Παραδέχτηκα ότι αυτός ακριβώς ήμουν.
«Σε λίγα λεπτά θα έχω ξεριζώσει την καρδιά σου κακομοίρη. Κάποιος σου έκλεισε εισιτήριο για την κόλαση –ετοίμασε τις αποσκευές σου», είπε στερεώνοντας την καρέκλα, έτοιμος να σηκωθεί.
Δεν του έδωσα χρόνο. Έπεσα πάνω του με όλο μου το βάρος αδιαφορώντας για το στιλέτο –κυλήσαμε στο πάτωμα. Ξαφνιάστηκε μάλλον. Σηκώθηκα πρώτος και τον άρπαξα από τα μαλλιά. Εκμεταλλεύτηκα την κίνησή του –ήθελε να σταθεί στα πόδια του ο μαλάκας. Δεν τον άφησα να σταθεροποιηθεί, μόνο τον έσυρα από τα μαλλιά μέχρι τον κοντινότερο τοίχο…
Κοπάνησα με δύναμη το πρόσωπό του στον τοίχο, τρίτη φορά, συνεχόμενη. Τα δάχτυλά μου μπλεγμένα σε ξανθά μαλλιά –τράβηξα πίσω το κεφάλι του, έτοιμος να τον ξανασκάσω στον τοίχο. Είχε γεμίσει αίματα, παράτησα την προσπάθεια.
Σωριάστηκε.
«Θέλεις να μιλήσουμε για την κόλαση μαλάκα; Εγώ θα σου πω –γιατί έχω πάει εκεί κι έχω επιστρέψει», φώναξα στα ξανθά μαλλιά.
Κάθισα στη μοναδική καρέκλα του δωματίου και άναψα τσιγάρο. Έλεγα ψέματα –αν πας στην κόλαση δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσεις πίσω.
22 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Άντε γαμήσου πια.
Να χαρώ εγώ κριτική! Καλέ, μήπως είστε μπλόγκερ της γενιάς των 30;
(Χα, χα και είσαι δηλαδή εδώ που τα λέμε μαλάκα μου!!)
Θυμίζει λίγο ... Αλφαβίλ - Γκοντάρ.
Θα μου πεις, ο καθένας βλέπει διαφορετική "απεικόνιση". Ε, εγώ αυτή βλέπω!
Δεν το έχω δει αυτό ρε γαμώτο! Μόνο το Άλφαβιλ το σινεμά ξέρω (αλλά δεν το θυμίζει η ιτορία μου χεχε). Ντρέπομαι αλλά από Γκοντάρ μόνο το Άβε Μαρία κι εκείνο με το μποτιλιάρισμα θυμάμαι. Α, και το Χωρίς Ανάσα, δεν θέλω να το θυμάμαι.
Καλά κάνεις και λες πως το βλέπεις μήπως ανοίξει και το δικό μου μάτι.
a ha... the plot thickens...
μου έδωσες τρελή ιδέα, just wait n see..
PS. re eisai o hrwas mou. poulaw kai thn psyxh mou gia urban horror istories -to ksereis- kai de fantazesai ti gamwxamogelo eixa osh wra diavaza!! mou eftiakses th mera, th vdomada mh sou pw. apla GRAFE KI ALLO!!!!
Ωραία! Είμαι ο ήρωας της ηρωίδας μου. Σε λίγο μας βλέπω να τρέχουμε παρέα στους αγρούς της Ζωοδόχου Πηγής, ανάμεσα σε φρικιά και μπάτσους τραγουδώντας το "Οι νεκροί δεν πεθαίνουν" του Ζορζ Πιλαλί.
Μη χειρότερα!
γαμωτο
γιατι βαραινει η γραφη σου, σιγα σιγα, οσο περναει ο καιρος?
ησουν πιο παιχνιδιατρικος, πιο αναλαφρος (ή μηπως αναλαφρη??.. τεσπα).
Αν και πιο ουσιωδης σε συναισθηματα.
Δεν ειναι κουραστικο, οχι! οχι! καθε αλλο. Απλα ειναι... ειναι... πολυ!
Δεν θα καταλαβαινεις τι εννοω... Ειναι πολυ σε ογκο... μαλλον, σε ογκο λεξεων, για μια σκηνη, για εν ασυναισθημα, μια πραξη, γαι ενα βημα.
aw
καλημερα
τι θα τραβηξει ακομα αυτος ο κακομοιρης ο αρης. μου αρεσει παντως αυτο το χασιμο στο χρονο και η ψιλοταυτιση αρχη και τελους.
elpizw o kalos lukos na ta typwsei ola se biblio kapoia stigmh, giati einai 2 + kai nystazw alliws kata to Noembrh 8a lambanete mail me anadromika sxolia sta sentonopost zzzzzzzzzzzz
kalhnuxta :)
κατι... κατι καλο
συμβαινει.
υγ. αν και με στενοχωρησες με το χωρις ανασα που το θεωρω κορυφαιο
telika eixes diko htan tragikh ebiria na anigw to blog sou me pstn :P
oi opadoi tou arh lene:
"gine arhs na goustareis"
finally ε οχι και ανάλαφρη χεχε! Δεν μπορώ να απαντήσω στην ερώτησή σου -πάντως η γυναίκα μου το συγκεκριμένο δεν κατάφερε ακόμα να το διαβάσει. Οπότε, έχεις δίκιο πρέπει να βάρυνε το ζήτημα σα στιφάδο καλοκαιριάτικα. Δεν ξέρω γιατί -ειλικρινά.
Άσωτε, άστον το μαλάκα να τραβιέται. Αφού είναι πουτανασγιός στην κυριολεξία.
bitch, είμαι σε συνεχή επικοινωνία με τον εκδότη μου -αλλά έχουμε κάποιες διαφωνίες. Βλέπεις, για να με τυπώσει ο Λύκος απαιτεί παρουσίαση του βιβλίου σε στριπ σόου μαγαζί πράγμα με το οποίο διαφωνώ για ηθικούς λόγους και έχω αντιπροτείνει μπαρ με Τζαμαϊκανές. Οι δικηγόροι μας έχουν αναλάβει το όλο θέμα.
marquee, δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά έχει ένα καλό και ένα κακό: το καλό είναι πως οι ιστορίες βγαίνουν άνετα χωρίς πολλή σκέψη, το κακό είναι οτι δεν τις γουστάρω.
Ρε φίλε θα το παραδεχτώ με ντροπή -λάτρεψα το Χωρίς Ανάσα με τον Ρίτσαρντ Γκιρ και την Καπρίνσκυ. Είμαι θύμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, τι να πω. Αλλά όσο έβλεπα τον Ριτσαρντ να κάνει cat walking και να υποστηρίζει τον Silver Surfer υποκλινόμουν με το κεφάλι να ακουμπάει τη μοκέτα σου Άστυ. Μετά είδα το άλλο με τον Μπελμοντό και χαλάστηκα. Ένοχος!
puppet δεν σου είπα ρε να μην ανοίγεις με psdn; Στείλε μου ένα μέιλ, να σου στείλω πίσω την ιστορία, θα κάψεις κανένα πισί παιδάκι μου!
εγω φιλε οπως το περιγραφεις με το γκιρ αλλα με το αλλο φτιαχτηκα ακομα περισσοτερο. ειναι κορυφη ο γκονταρ. τι ειπα τωρα ε;
Ναι είχε κάνει και εκείνη την ταινία "το μόνο που θυμάμαι από αυτή", ή κάπως έτσι, που ήταν για το Μάη. Καταπληκτική ταινία.
'Νταξει τώρα, μεγάλος σκηνοθέτης ο Γκοντάρ ... δεν είναι και Δαλιανίδης, ούτε καν Όλγα Μαλέα! Καλός είναι, δεν λέω, αλλά μέχρι να φτάσει αυτούς θέλει να φάει πολλά ψωμιά ακόμα.
Είναι οριστικό. Δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσεις πίσω. Φύγε διακοπές...
Χαχα, έχεις δίκιο φίλε μου. Ο μαλάκας ο Μαλτέζος πρέπει να έχει ήδη φύγει κι εγώ μετά από ένα ποστάκι για το τελευταίο μου μουσικό κόλλημα θα την κάνω οικογενειακώς. Όλα εντάξει με σένα; Βρήκες τίτλο; Αν ναι, μη μου το πεις, θα τον ψάξω στα βιβλιοπωλεία στις αρχές Αυγούστου που θα επιστρέψω.
Καλή σου ξεκούραση μέχρι να τα πούμε από κοντά.
Motorcycle boy,
Δεν καταφέρνω να τελειώσω κανένα από τα κειμενά σου. Μου αρέσουν αλλά δεν μπορώ να διαβάσω τόσα πολλά στην οθόνη.
Ακου τι θα κάνω, αν μου επιτρέπεις: Θα τυπώσω, κάποια, θα φτιάξω και το σχετικό cover
(με οόολα τα στοιχεία που πρέπει, μόνο το ΙSBN θα λείπει!)
και θα το πάρω μαζί μου στις διακοπές. Μόνο έτσι. Επιτρέπεις?
Καλό μου κορίτσι, κάνε οτι θέλεις με τα κείμενά μου. Τύπωσέ τα, κάντα σαϊτες, χρησιμοποίησέ τα για να μην κουνάνε τα τραπέζια ... Αλλά για διακοπές δεν σου τα συνιστώ -σε προειδοποιώ για να μη με κατηγορείς μετά οτι σου τις χάλασα.
Το διάβασα. Μια χαρά ήταν. Ξεκόλλα. Ο Άρης είναι γαμώ τα παιδιά. Με παρελθόν, παρόν και μέλλον. Απλά με μπερδεμένη σειρά.
Καταλαβαίνεις βέβαια τι έχει να γίνει με τις μπότες και τις γρατζουνισμένες γάμπες έτσι;
Δεύτερο σχόλιό σου θετικό για τον χαρακτήρα της ιστορίας! Καλά, συνέχισε έτσι και θα τον φάω στεγνά, όπως έφαγε ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ τον Σέρλοκ Χολμς.
Κάθε ομειότητα με πραγματικές μπότες και τις βλαβερές τους επιδράσεις είναι εντελώς ... εντελώς.
Υ.Γ.: Αφού το διάβασες κι αφού ο μαλάκας κάνει ήδη διακοπές μπορώ να ποστάρω τώρα κι ένα δικό μου.
Εγώ πάλι έχω μπερδευτεί με αυτόν τον Μαλτέζο. Βέβαια, αν διάβαζα ολόκληρες τις 3 τελευταίες ιστορίες, ίσως και να μην είχα ερωτήματα.
Η θεία η Κούλα είχε έναν τράγο και τον είχε ονομάσει έτσι. (Μαλτέζο) Ίσως και να ήταν ένα παλιό της αμόρε, δεν ξέρω
Τράγο; Μαλτέζο; Αμάν φίλε μην τω δει η raz! Με το ζόρι την κρατάω να μην γυρίσει την ιστορία σε σατανισμούς και βαμπίρια!
Υ.Γ.: Εδώ ο ίδιος ο Μαλτέζος είναι μπερδεμένος με τον εαυτό του -εσύ θα έβγαζες άκρη ρε;
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!