Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2007

"Εκείνη. Φρεσκοσκαμμένο χώμα και ζεστός αέρας"

«Δεν μπορείτε να δώσετε σε μένα το γράμμα;» ρώτησε σκυθρωπή.

Την κοίταξα κουρασμένα. Είναι κάτι που μου έχει ξανατύχει και πάντα απαντάω το ίδιο πράγμα. «Αυτό δεν γίνεται. Αν ήταν έτσι, θα έστελναν το γράμμα με ταχυδρομείο δεν θα πλήρωναν ένα σκασμό λεφτά για αποκλειστική παράδοση». Πάντα;

«Έχετε κάποια σχέση με την παραλήπτρια;» ρώτησα με τη σειρά μου. Δεν ήταν τα εθιστικά σκουρόχρωμα μάτια της και δεν ήταν ο τρόπος που έμπλεκε τα δάχτυλά της υπνωτίζοντας ακόμα και τις μύγες αυτού του ανυπόφορα καυτού μεσημεριού. Δεν ήταν το άρωμα που αναδυόταν σε κάθε της κίνηση και με ωθούσε επιτακτικά να πέσω στα γόνατα εκλιπαρώντας –«αγκάλιασέ με!» Μάλλον η απελπισμένη γραμμή του προσώπου της, η γραμμή εκείνη που ξεκινούσε από το μέτωπο και έφτανε μέχρι το σαγόνι σημειώνοντας πως τελικά δεν είχε σημασία το «ποιος» θα έπαιρνε το γράμμα. Αυτή η θλιμμένη γραμμή με έπεισε να τροποποιήσω το κλασσικό μου ρεπερτόριο. Και μια σταγόνα ιδρώτα –ακινητοποιημένη στο πάνω χείλι της.

«Αδελφή της», είπε σιγά, λες και δεν ήθελε να την ακούσουν.

«Θα αργήσει να επιστρέψει η αδελφή σας; Μπορώ να την περιμένω».

Χαμογέλασε.

«Θέλετε να περάσετε μέσα κύριε …», πρότεινε απλώνοντας το χέρι της προς το εσωτερικό του σπιτιού.

Και ελευθερώνοντας ένα ακόμα κύμα αρώματος –τα γόνατά μου λύθηκαν.

«Μαλτέζος», είπα. «Άρης», πρόσθεσα επηρεασμένος ακόμα από το άρωμά της.

«Περάστε κύριε Μαλτέζο», με προέτρεψε καθώς έστρεφε την πλάτη στις ελπίδες μου.

Πέρασα.

Το σπίτι μύριζε νυχτολούλουδο κι αυτό έμοιαζε αποπνικτικό. Μετάνιωσα που μπήκα αλλά ήδη εκείνη μου έδειχνε έναν μακρόστενο καναπέ για να καθίσω.

«Να σας φέρω κάτι κύριε Μαλτέζο; Καφέ; Αναψυκτικό;»

«Λίγο νερό μόνο», είπα κι εκείνη χάθηκε στην κουζίνα.

Κοίταξα τριγύρω. Το σπίτι ήταν σίγουρα παλιό, αλλά όχι και η επίπλωση. Ξύλινα παράθυρα και φρεσκοβαμμένοι τοίχοι για να απωθήσουν την υγρασία, μάλλον. Το σπίτι ήταν στην άκρη ενός απότομου βράχου –αν σηκωνόσουν μπορούσες να δεις τον ορίζοντα εκεί που συναντιόταν με το πέλαγος. Σηκώθηκα και πλησίασα στο παράθυρο –ο κήπος δεν χρειαζόταν περίφραξη, ούτε οι αράχνες δεν θα ήταν ικανές να φτάσουν εδώ, σκαρφαλώνοντας τα κοφτερά βράχια. Η άλλη πλευρά του σπιτιού, αυτή που έβλεπε στον χωματόδρομο ήταν αθέατη απ΄έξω –καλυμμένη πίσω από έναν τσιμεντένιο τοίχο. Ερημικό σπίτι. Αποφάσισα να επιστρέψω στον καναπέ, αλλά έκανα μια μικρή στάση στη βιβλιοθήκη.

Παλιά δερματόδετα βιβλία δίπλα σε περιοδικά με προσόψεις κτιρίων. Κάποια από τις γυναίκες ασχολούνταν με την αρχιτεκτονική –μάλλον. Στη μέση της βιβλιοθήκης μερικές κορνίζες. Μια παλιά φωτογραφία, ο άντρας χαμογελούσε κάτω από τα μουστάκια του καθώς η γυναίκα επιδείκνυε δυο κοκαλιάρικα κοριτσάκια. Στη διπλανή κορνίζα χαμογελούσε μια πιτσιρίκα με βραδινή τουαλέτα –εύκολα καταλάβαινες πως ήταν η γυναίκα που μου είχε ανοίξει την πόρτα, μια δεκαετία πριν. Πιο πέρα υπήρχε η άβυσσος. Τρομακτική, απέραντη, μαγευτική –ήξερες πως θα σε κατάπινε στα βάθη της αρκεί μόνο να την κοίταζες λίγο παραπάνω, αλλά δεν ήταν δυνατό να τραβήξεις τα μάτια σου. Η άβυσσος χαμογελούσε κάτω από σκουρόχρωμα μάτια, η άβυσσος χαμογελούσε με τα αισθησιακά της χείλη –αδιαφορώντας για το ατίθασο τσουλούφι που χάραζε το μέτωπό της. Με κοίταζε όπως η αράχνη τη μύγα και με καλούσε. Ήταν η γυναίκα που ερωτεύεσαι, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα τι σημαίνει «έρωτας» και «γυναίκα». Αυτή που ορίζει τη ζωή σου –αυτή που έχει το δικαίωμα να σε πετάξει στα σκουπίδια, άδειο, άχρηστο. Και πρέπει να την παρακαλέσεις, να γονατίσεις μέσα σε σάλια και μύξες –για να σου χαρίσει την ξεκούραση του θανάτου. Η γυναίκα μου.

«Αυτή είναι η αδελφή μου. Ή μάλλον –ήταν», είπε εκείνη πίσω από την πλάτη μου.

Άφησα ξαφνιασμένος την κορνίζα.

«Ήταν;» ψέλλισα.

«Η Ελένη πέθανε πριν μια βδομάδα», είπε απαλά, κοιτάζοντας τις κορνίζες στη βιβλιοθήκη. «Έτσι …»

«Λυπάμαι», έκανα αμήχανα. Έδειχνα αλλά δεν ήμουν. Αμήχανος εννοώ. Μπερδεμένος –αυτό ναι. Είχα ξαναβρεί κομμάτια της σιγουριάς μου γιατί, τελικά, είχα εκτιμήσει σωστά την κατάσταση. Δεν με έψησαν τα όμορφα μάτια της –υπήρχε ένα πένθος εκεί κι αυτό σεβάστηκα. Μπερδεμένος. Αδιαφορούσα για το πένθος στα λόγια της γυναίκας. Ήθελα μόνο να ξαναδώ την Ελένη. Όχι στην κορνίζα, αλλά στ΄αλήθεια, να την ξαναδώ λες και είχα περάσει μια ζωή χαζεύοντας τα μαλλιά της να κυματίζουν. Και στεκόμουν εκεί, απαιτώντας αυτή τη ζωή που δεν είχα ζήσει.

«Έτσι λοιπόν κύριε Μαλτέζο, θα πρέπει να δώσετε το γράμμα σε μένα. Ή να το επιστρέψετε στον αποστολέα … δε βλέπω άλλη λύση», χαμογέλασε λυπημένα η γυναίκα.

«Υπάρχει και η πιθανότητα να το παραδώσω στην Ελένη», είπα αυτόματα. Γιατί το είπα;

«Ελάτε κύριε Μαλτέζο! Είναι κάποια πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία!» κοκκίνισε.

Απέφυγα το βλέμμα της, δεν ήμουν αρκετά συγκεντρωμένος για να το αντιμετωπίσω.

«Συγνώμη κυρία …», μουρμούρισα.

«Έλσα. Σκέτο Έλσα».

«Συγνώμη Έλσα. Δεν ξέρω πως μου ήρθε να το πω …».

«Εντάξει κύριε Μαλτέζο, δεν έχει σημασία άλλωστε …».

«Άρης» την διέκοψα.

«Τέλος πάντων. Τι σκοπεύετε να κάνετε με το γράμμα κύριε Μαλτέζο;» ρώτησε εκείνη.

Ένιωσα τόσο γοητευτικός όσο μια νεροχελώνα.

«Θέλετε να σας βάλω ακόμα μια βότκα;» ρώτησε η ξανθιά πίσω από το μπαρ.

«Δεν είναι κακή ιδέα», παρατήρησα κοινότυπα.

Η ξανθιά γέμισε το ποτήρι και πέταξε ένα ξεραμένο λεμόνι κοιτάζοντας προς την πόρτα. Κοίταξα κι εγώ –δεν είχε μπει κανείς.

«Θα μου φαινόταν πραγματικά παράξενο να έρθει κι άλλος πελάτης τέτοια ώρα», είπε, ελπίζοντας να με διώξει.

Αδιαφόρησα. Δεν είχα πουθενά να πάω –η περιοχή δεν διέθετε ξενοδοχεία. Καλύτερα εδώ παρά στο αυτοκίνητο –άναψα τσιγάρο για να προϋπαντήσω την φρέσκια βότκα.

Μετά κοίταξα το χάρτινο σουβέρ. Διαφήμιζε κάποια μπύρα πριν καταντήσει ξεθωριασμένος λεκές, χαμογέλασα στο σουβέρ και αυτό με κοίταξε όλο κατανόηση. Κανένας από τους δυο μας δεν είχε διάθεση να κάνει κάτι. Το σουβέρ θα περίμενε υπομονετικά την καινούργια χάρτινη παρτίδα προκειμένου να αναπαυθεί ήσυχο στον σκουπιδοτενεκέ. Κι εγώ θα περίμενα την Ελένη. Έτσι απλά. Η γυάλινη μπάλα τρίφτηκε στο στήθος μου, μέσα από την τσέπη του πουκάμισου.

«Μένετε εδώ κοντά;» ρώτησε βαριεστημένα η γκαρσόνα.

Την κοίταξα.

«Πολύ κοντά. Σχεδόν απέξω», γέλασα.

«Κατάλαβα», κούνησε το κεφάλι της. «Ακόμα ένας που ανακάλυψε ότι δεν υπάρχουν ξενοδοχεία στην πόλη μας».

«Μην ανησυχείς, δεν σκοπεύω να το ξημερώσω εδώ μέσα. Θα πιω το ποτό μου και φεύγω», είπα ήρεμα.

Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο γελοίος. Ανοιχτό πουκάμισο σε μια προσπάθεια να κρύψει την κοιλιά του, χρυσή καδένα ανάμεσα στις τρίχες του στήθους, αρχές φαλάκρας. Το πάτωμα στρίγκλισε κάτω από τα λουστρίνια του.

«Πως πάει Νατάσσα;» ρώτησε.

«Τα ίδια», είπε η γκαρσόνα κάπως νευρική.

Αφεντικό, γκόμενος ή και τα δύο;

«Ο κύριος;» στράφηκε προς το μέρος μου.

«Τελειώνει το ποτό του και φεύγει», τον πληροφόρησε η γκαρσόνα.

Κάθισε στο διπλανό σκαμπό βρωμοκοπώντας σαν αποσμητικό τουαλέτας.

«Πως από τα μέρη μας;» ενδιαφέρθηκε χαμογελαστά.

«Για δουλειά», είπα.

«Τι δουλειά;»

«Δική μου δουλειά», τον διαβεβαίωσα.

Τεντώθηκε με κίνδυνο να πέσει κάτω από το σκαμπό.

«Πολύ μυστικοπαθής είσαι κύριε …»

«Και λοιπόν;» αναρωτήθηκα.

«Δεν άκουσα και το ονοματάκι σου –σωστά;»

«Σωστά», παραδέχτηκα.

«Νατάσσα, ακόμα εκείνο το ουίσκι;» γύρισε προς τη σερβιτόρα. Δεν χρειαζόταν –η κοπέλα ήδη έφερνε το ποτό που δεν είχε παραγγείλει ο γελοίος.

Ρούφηξε μια γερή γουλιά και έβηξε ανάβοντας κάποιο βρωμερό τσιγάρο με άσπρο φίλτρο.

«Εμείς οι δυο θα τα πάμε πολύ καλά», είπε χωρίς λόγο. Ξεφυσώντας καπνό ολόγυρά μου.

«Ότι πεις», συμπέρανα κατεβάζοντας την υπόλοιπη βότκα μονορούφι.

Για λίγα λεπτά με άφησε ήσυχο στρέφοντας την προσοχή του στη γκαρσόνα. Κάτι ψιθύριζαν –προτίμησα να αδιαφορήσω στις πλάγιες ματιές τους.

«Τη θέλεις;» μου σφύριξε αχρείαστα συνωμοτικά ο άντρας.

«Ποια;» έκανα τον χαζό.

«Τη Νατάσσα ρε παιδί μου! Τη θέλεις;»

Κοίταξα την κοπέλα. Έπλενε ποτήρια με το κεφάλι σκυμμένο.

«Τι χρωστάω;» ρώτησα.

«Κάτσε ρε φιλαράκι! Κουβεντιάζουμε τώρα -πως σηκώνεσαι και φεύγεις δηλαδή;»

Άφησα ένα εικοσάρικο και μάζεψα τα πράγματά μου από τη μπάρα.

«Καληνύχτα», είπα κοφτά.

«Περίμενε ρε δικέ μου! Είσαι ξένος και σ΄αυτή την πόλη δεν υπάρχει πουθενά να μείνεις. Σε χαλάει δηλαδή να περάσεις τη νύχτα με τη Νατάσσα; Για δες την καλύτερα –πρώτο γκομενάκι!»

Είχε δίκιο –δεν υπήρχε πουθενά να περάσω τη νύχτα. Η Νατάσσα μου χαμογέλασε από υποχρέωση. Κι ο γελοίος χαμογελούσε πλατιά –εμπορικά. Τον πλησίασα εκβιάζοντας ένα χαμόγελο για χάρη της παρέας. Κοιταχτήκαμε απολαυστικά. Ψάρεψα το τσιγάρο του από το τασάκι και το έριξα στο ποτήρι του. Μετά άφησα ακόμα ένα εικοσάρικο.

«Κερασμένα», είπα γυρίζοντας την πλάτη. Με εκνευρίζουν οι νταβατζήδες.

«Άκου να σου πω μαλάκα …», τσίριξε εκείνος.

«Δεν χρειάζεται», τον καθησύχασα, ανοίγοντας την πόρτα..

Έξω, φύσαγε.

Κάτι σκυλιά αλυχτούσαν πιο πέρα -εκεί που η ερημιά κατέληγε σε αυλή σπιτιού. Κύματα έσκαγαν στα βράχια του γκρεμού. Αέρας από μια αόρατη πόρτα –άνοιγε η πόρτα και σηκωνόταν σύννεφο η σκόνη, έκλεινε η πόρτα και η νύχτα ίδρωνε βαριανασαίνοντας. Έψαξα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου για βοήθεια –άδικα. Τίποτα υγρό, τίποτα ονειρώδες δεν είχε περισσέψει εκεί μέσα. «Δεν θα περάσει εύκολα αυτή η νύχτα», έγραφε το ταχύμετρο στο καντράν.

Ένα γυαλιστερό αυτοκίνητο πάρκαρε δίπλα στο δικό μου. Στη μέση του τίποτα. Δεν είχα όρεξη να με διώξει από αυτό το μέρος κάποιο παράνομο ζευγαράκι –κοίταζα το διπλανό αυτοκίνητο και είδα μόνο τον γελοίο. Χαμογέλασα –η νύχτα φαινόταν λιγότερο βαρετή πλέον.

Βγήκε και πλησίασε το ανοιχτό μου παράθυρο. Κρατώντας ένα πορτοφόλι.

«Αστυνομία», είπε όλο περηφάνια. «Θέλω να δω το δίπλωμά σου».

«Ποιο δίπλωμα;» έκανα χαζά.

«Οδήγησης –τελείωνε!»

«Γιατί; Με βλέπεις να οδηγώ;» απόρησα.

«Δίπλωμα και ταυτότητα», επέμεινε.

Άνοιξα σιγά την πόρτα και βγήκα απέναντί του.

«Κοίτα τώρα πως πάει η ιστορία κύριε Αστυνομία», έβαλα τα χέρια στις πίσω τσέπες του τζιν –χάζεψα και το τοπίο πριν συνεχίσω. «Είμαστε λοιπόν, εδώ –εγώ κι εσύ. Μου δείχνεις κάτι στο πορτοφόλι σου, μπορεί μια αστυνομική ταυτότητα, μπορεί κάποια τηλεκάρτα –δεν έχει σημασία. Εγώ εκνευρίζομαι και σου πετάω τα μάτια έξω. Μπορεί βέβαια να κουβαλάς κάποιο σίδερο, μπορεί να με καθαρίσεις πριν πέσω πάνω σου –προσέχεις πως το θέτω; ‘Μπορεί’. Το ζήτημα είναι αν θα το ρισκάρεις ή θα προτιμήσεις να ξημερώσει και να ξανάρθεις ενισχυμένος. Τι λες να κάνεις σερίφη;»

Πήρε ένα βρωμερό τσιγάρο από το πακέτο του και το άναψε σκεφτικός. Μετά ακούμπησε στο γυαλιστερό του αυτοκίνητο προσεκτικά.

«Δεν είναι ανάγκη …», είπε.

«Αυτό λέω κι εγώ», χαμογέλασα.

«Αλλά κι εσύ ήρθες με πολύ τουπέ ρε φίλε! Τι ήρθες να κάνεις εδώ –μου λες;»

«Τώρα μιλάς ευγενικά και το εκτιμώ. Λοιπόν κύριε μπάτσε μου, εγώ είμαι κούριερ πολυτελείας. Ήρθα να παραδώσω ένα γράμμα σε κάποια κυρία –δεν την βρήκα και περιμένω μέχρι αύριο μήπως επιστρέψει».

«Ποια κυρία;»

Μπαίναμε στα δύσκολα.

«Αυτή που μένει στην άκρη του γκρεμού –στο σπίτι με τον μαντρότοιχο».

«Στην Έλσα;»

«Όχι … στην άλλη ….»

Γέλασε σπαστικά.

«Η άλλη πέθανε πριν μια βδομάδα φιλαράκο! Τζάμπα περιμένεις».

Σήκωσα τους ώμους.

«Και λοιπόν;»

Σώπασε. Μείναμε να κοιταζόμαστε αμήχανα –σαν τουρίστες από διαφορετικά ημισφαίρια.

«Τι λοιπόν; Πέθανε σου λέω», σκέφτηκε λίγο πριν συνεχίσει. «Εκτός αν θέλεις να φυστικώσεις την Έλσα –ε πονηρούλη;»

«Κι αν θέλω; Είναι παράνομο αυτό στα μέρη σας;»

«Όχι αλλά …»

Τον κοίταξα περιμένοντας. Δεν συνέχισε.

«Κάτι πήγαινες να πεις …», τον ενθάρρυνα.

«Τίποτα μωρέ. Να … είναι που η Έλσα … Τίποτα, τίποτα».

Καθόμουν απέναντί του αμίλητος. Ήξερα πως θα συνέχιζε –τον έτρωγε η γλώσσα του.

«Μακριά από την Έλσα φιλαράκο», είπε σφυριχτά. «Έχει κληρονομήσει τη μισή πόλη … πολλά λεφτά! Αλλά είναι περίεργη σαν την αδερφή της, τη συχωρεμένη. Κακομαθημένη! Δεν κάνει για τα δόντια σου …. υπάρχουν όμως άλλες κοπέλες …».

Γέλασα –ο τύπος ήταν ατόφιος μαλάκας. Έβγαλα ένα κατοστάρικο από το πορτοφόλι μου και το έσπρωξα προς το μέρος του ήρεμα –θα το χρέωνα στην εταιρεία έτσι κι αλλιώς.

«Πάρε και πες ότι πήγα με τις κοπέλες σου. Έτσι για να μη χαλάμε τις καρδιές μας! Είμαι σε περίεργη φάση το τελευταίο διάστημα, γουστάρω μοναξιά και τέτοια. Άντε, σε καλή μεριά».

Τσίμπησε το κατοστάρικο όλο σεμνότητα.

«Και από τι πέθανε η Ελένη;» ρώτησα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα.

«Είπαν ότι έπαθε ανακοπή. Εκεί που κοιμόταν, τέζαρε –έτσι είπαν. Κανένας μας δεν την είδε –η κηδεία έγινε σε κλειστό κύκλο. Κι εμείς το μάθαμε όταν ήρθε η Έλσα να παραγγείλει φέρετρο –πολύ μυστικότητα ρε φιλαράκι!».

Δεν μίλησα. Τον άφησα να σαχλαμαρίσει για λίγο ακόμα πριν ξεκουμπιστεί.

Μετά, γύρισα προς τη σκοτεινή θάλασσα που δε φαινόταν. Η νύχτα ήταν ανεξάντλητη.

Γύρω μου έσταζε αυτή η υγρασία που δεν ακούγεται αλλά τρυπάει τα κόκαλα πριν την εξαερώσει ο ήλιος κι εγώ προσπαθούσα να σταματήσω το τρίξιμο των δοντιών μου καθώς έσπρωχνα την πόρτα του νεκροταφείου. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει για τα καλά και δεν είχα πει καφέ. Έτρεμα. Η πόρτα ήταν σκαλωμένη –πως το λένε το αστέρι που φωτίζει πριν τον ήλιο; Ή μήπως ήταν μόνο η ανατολή; Πάντως, έβλεπα καθαρά μπροστά μου και γι΄αυτό προχώρησα. Κλωτσώντας τη σκαλωμένη πόρτα, οι αστράγαλοί μου μπλέκονταν σε κισσούς όσο περπατούσα το χορταριασμένο μονοπάτι. Βιαστικός γιατί δεν ήθελα να περιμένω άλλο. Πέρασα τους φτωχικούς τάφους –ο χώρος της οικογενείας θα πρέπει να ήταν στο βάθος. Εκεί που οι τάφοι αραίωναν, εκεί πήγαινα. Η νύχτα στο αυτοκίνητο μου είχε αφήσει μουδιασμένες πλάτες και πονεμένα γόνατα –περπάτησα παρέα με τον πονοκέφαλο της έλλειψης καφεΐνης.

Πρώτος τάφος, ο πατέρας –θλιμμένος λες και ήξερε.

Δεύτερος τάφος, δίπλα του, η μητέρα. Χαμογελαστή –αυτή σίγουρα ήξερε.

Πίσω, ο δικός της τάφος –φρέσκος σαν οργωμένο χωράφι. Κάθισα ανακούρκουδα διαβάζοντας όνομα και ηλικία. Που φύλαγα το γράμμα;

Αν ήταν αλλιώς, θα το άφηνα απλά, δίπλα στο μπουκέτο με τις μαργαρίτες –η δουλειά μου θα είχε τελειώσει. Ίσως, όχι τόσο ορθόδοξα –αλλά μπορείς να πεις ότι θα ήταν κάποια παράδοση στον παραλήπτη. Ιδιοχείρως, αλλά όχι αυτοπροσώπως. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα.

Έσκισα τον φάκελο. Μια αρωματισμένη γκοφρέ σελίδα –σαν προσκλητήριο γάμου. Λέξεις προσεκτικά χαραγμένες με πένα, το μελάνι είχε ποτίσει αφήνοντας σκιές δίπλα σε κάθε γράμμα. Έγραφε …

«Άνοιξες λοιπόν τον φάκελο. Ελπίζω, όχι από ανία, ή νοσηρή περιέργεια. Δεν είναι κακή η περιέργεια, αλλά χρειάζομαι περισσότερα. Ελπίζω να άνοιξες αυτόν τον φάκελο για μένα, για χάρη μου.

Ίσως να διαβάζεις το γράμμα μπροστά στον τάφο μου –απόδειξη ότι δεν υπάρχω τουλάχιστον με τη συμβατική έννοια. Είσαι εδώ; Κοίταξέ με. Δεν υπάρχω;

Θέλω να με βοηθήσεις γι΄αυτό άσε κατά μέρος την περιέργεια και κοίταξέ με. Ο θάνατος είναι μια άβολη λεπτομέρεια στην περιπέτεια της ύπαρξης κι εγώ δεν θέλησα να πεθάνω. Αλλά εκείνη είχε διαφορετική γνώμη –γι΄αυτό είμαι παγιδευμένη εδώ, κάτω από μια άβολη λεπτομέρεια. Πες το «θάνατο», πες το «μάρμαρο, κρύο σαν ανθρώπινη καρδιά» -δεν έχει σημασία.

Σκότωσέ την. Όπως εκείνη με σκότωσε –σκότωσέ την, σώσε με. Ο δικός της θάνατος θα είναι η δική μου ανοιχτή πόρτα –σκότωσέ την, ελευθέρωσέ με. Να φύγω ή να επιστρέψω –αυτό θέλω. Βρίσκομαι ανάμεσα, κρεμασμένη, κολυμπάω σε αυτόν τον ωκεανό από ανθρώπινα μάτια –σκότωσε την Έλσα. Όπως εκείνη με σκότωσε –σκότωσέ την.

Ελευθέρωσέ με.

Ελένη».

Σκάλιζα ασυναίσθητα το φρέσκο χώμα στον τάφο της, όσο διάβαζα το γράμμα. Άδικος κόπος –δεν θα ήταν τόσο εύκολο να τη δω. Άδικος κόπος –ήταν πανεύκολο να τη δω.

«Το περίμενα ότι θα σας βρω εδώ».

Γύρισα το κεφάλι προς τη φωνή της –δεν είχα δύναμη ούτε να ξαφνιαστώ. Η Έλσα στεκόταν πίσω μου φορώντας τζιν παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Την κολάκευαν πολύ αυτά τα ρούχα.

«Δεύτερη φορά που συναντιόμαστε κι ακόμα δεν φοράς μαύρα για τον θάνατο της αδελφής σου», παρατήρησα.

«Τι θα άλλαζε με το χρώμα των ρούχων κύριε Μαλτέζο;» χαμογέλασε πικρά.

«Τίποτα. Αλλά και πάλι …»

«Βλέπω ότι ανοίξατε ήδη το γράμμα», με διέκοψε.

Κούνησα το κεφάλι.

«Μπορώ να το δω;» είπε τείνοντας το χέρι της.

Τραβήχτηκα, ζαλισμένος από το άρωμά της.

«Όχι ακόμα», είπα σταθερά.

Έριξα άφθονο νερό στο πρόσωπό μου –ευτυχώς, το κελί διέθετε ατομική τουαλέτα. Ήμουν μόνος στο κελί, απολάμβανα τα προνόμια του διακεκριμένου προφυλακισμένου, μακριά από τους αθώους αλλοδαπούς. Ο γελοίος φάνηκε στο διάδρομο, έξω από τα κάγκελα.

«Δεν έχεις παράπονο –ε;» διαπίστωσε.

Πλησίασα αμίλητος.

«Σε συμπαθώ φιλαράκο και το ξέρεις. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά –υπήρχε καταγγελία. Τι σου ήρθε να σκάψεις τον τάφο της Ελένης;» έβγαλε τσιγάρο να μου προσφέρει –αρνήθηκα αηδιασμένος.

«Δεν πείραξα κανένα τάφο και το ξέρεις. Κάνε μου τη χάρη να μιλήσεις με τον υπεύθυνο της εταιρείας μου –θέλω να ξεμπερδεύει η ιστορία το συντομότερο δυνατό».

Έξυσε το κεφάλι του προσεκτικά, στρώνοντας αραιά μαλλιά πάνω στη φαλάκρα του.

«Δεν είναι εύκολο … προσπαθούμε … αλλά οι γραμμές έχουν πρόβλημα …».

«Κόψε το παραμύθι. Πόσα θέλεις;» είπα νευρικά.

«Δεν είναι εκεί το θέμα … Σου το είπα -η συγκεκριμένη οικογένεια έχει μεγάλη επιρροή στην πόλη. Δεν μπορώ να κάνω του κεφαλιού μου … καλύτερα να περιμένεις. Θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα».

Έφυγε για να αποφύγει άλλες απαντήσεις. Έμεινα να κοιτάζω τον άδειο διάδρομο κάτω από τα σπασμένα τζάμια. Μου είχαν μείνει λίγα τσιγάρα ακόμα –άναψα ένα, μετά από σκέψη. Πόσο θα έμενα εδώ; Θα έπρεπε να του είχα ζητήσει καφέ –το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει. Έβγαλα τη γυάλινη μπάλα από την τσέπη μου και την έστησα δίπλα στα κάγκελα του παραθύρου. Τεμάχιζε τις ακτίνες ενός ήλιου που τρέκλιζε. Έκλεισα τα μάτια –ζαλίστηκα, έβηξα καπνό.

Που είναι η Ελένη; Προσπάθησα να τη φανταστώ με κάποιο κοντό φόρεμα, οι μηροί της κατάλευκοι θα τύφλωναν τον ήλιο, τα χέρια της δυο δροσερές σκιές. Θα με πλησίαζε για ώρες ατέλειωτες, στην αρχή μια ποθητή φιγούρα με ατίθασα μαλλιά, μετά θα έσβηνε τον ήλιο στο απαλό φως των ματιών της, θα μου υποσχόταν μέσα από σαρκώδη χείλια… Θα μου υποσχόταν, σε μένα μόνο, την είχα στα μάτια μου αλλά δεν έφτανε στ΄αυτιά μου. Κράτησα την ανάσα μου, κράτησα την εικόνα της σφιχτά σε κλεισμένα βλέφαρα και σταμάτησα τον χτύπο της καρδιάς μου για να ακούσω –τα χείλια της ανοιγόκλειναν, δεν άκουγα τίποτα –μιλούσε ή απλά ανάσαινε λαχανιασμένη; Έγινα πιο αθόρυβος κι από τον τοίχο του κελιού, αυτή άπλωσε την κατάπληξή της σε ορθάνοιχτα μάτια –φώναξε, το έβλεπα, φώναζε, ούρλιαζε, ήμουν παγωμένος σαν την καρδιά του δάσους αλλά δεν άκουγα τίποτα. Τίποτα –μέχρι που την έχασα, κύλησε μαζί με τα δάκρυα από τα κλειστά μου μάτια και ούρλιαξα …

«ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΕΝΗ;» κλαίγοντας από θυμό.

Ξύπνησα ιδρωμένος στο πέτρινο κρεβάτι. Πονούσα μέσα –έξω. Ξύπνησα από την ενοχλητική φωνή του…

«Σου ‘φεξε παλικάρι μου. Μάζεψε τα πράγματά σου –μπορείς να φύγεις. Η μήνυση αποσύρθηκε».

Τον κοίταξα μέσα από καλειδοσκόπιο.

«Τι ώρα είναι;» ψέλλισα.

«Κοντεύουν μεσάνυχτα και νυστάζω. Μάζεψέ τα γρήγορα, θέλω να πάω για ύπνο», μούγκρισε ο γελοίος.

Μου επέστρεψαν τη ζώνη και τα κορδόνια των παπουτσιών –δεν χρειάστηκα πάνω από δυο λεπτά για να ετοιμαστώ.

«Και που ‘σαι … πάρε το αμάξι κι εξαφανίσου. Αρκετά μπλεξίματα είχες μη γίνεσαι μαλάκας. Εντάξει;»

Δεν του μίλησα, δεν γύρισα καν να τον δω. Περπάτησα στην έρημη πλατεία της πόλης, δεν υπήρχε τίποτα ανοιχτό και χρειαζόμουν καφέ. Νερό, μια βότκα –κάτι για να στηρίξω πάνω του τα πόδια μου.

Βρήκα το αυτοκίνητο με δυσκολία –μπήκα μέσα και έψαξα τα κλειδιά μου. Ευτυχώς, το χτύπημα του κεφαλιού στο τιμόνι με συνέφερε κάπως –ήμουν πιο αδύναμος από κουτάβι, αλλά το ίδιο τυφλός. Ξεκίνησα σφίγγοντας τα δόντια –δεν υπήρχαν πολλοί δρόμοι μπροστά μου –ένας μόνο και θα τον πήγαινα μέχρι τέλους.

Ίδρωνα.

Έριξα όλο το βάρος του σώματός μου στο κουδούνι της, όχι για να ξυπνήσω το σκοτεινό σπίτι αλλά γιατί έπρεπε κάπου να στηριχτώ. Τα βήματά της έσκαγαν σαν νάρκες στο διάδρομο. Μέσα στο κεφάλι μου. Άνοιξε φορώντας φόρμες γυμναστικής.

«Τι θέλεις εσύ –εδώ;» ρώτησε άγρια.

«Πρέπει να μπω μέσα», παρακάλεσα χωρίς να θέλω.

Έκανε στην άκρη απρόθυμα κι εγώ σωριάστηκα στον καναπέ.

«Φέρε μου κάτι να πιω … οτιδήποτε …», είπα.

Ήθελα να εκμεταλλευτώ την απουσία της για να ρίξω μια ματιά τη φωτογραφία, αλλά ήταν αδύνατο να σηκωθώ.

Γύρισε, κρατώντας ένα ποτήρι με πορτοκαλάδα.

«Υπάρχει καθόλου βότκα;» ρώτησα.

Έβγαλε κάποιο μπουκάλι και το ακούμπησε στο τραπέζι, δίπλα στην πορτοκαλάδα. Ήπια αχόρταγα και ξαναγέμισα το ποτήρι κάτω από το βλέμμα της.

«Λοιπόν;» έκανε σουφρώνοντας τα χείλη της.

«Διάβασα το γράμμα», την πληροφόρησα.

«Και τι μ΄αυτό; Αν εξαιρέσεις βέβαια ότι είναι παράνομο να διαβάζεις ξένα γράμματα …», έκανε μια παύση, «… όπως και να καταστρέφεις τάφους φυσικά».

«Λέει ότι εσύ τη σκότωσες», είπα απλά.

«Ποιος το λέει;»

«Η Ελένη».

Γέλασε. Ενοχλημένη μάλλον.

«Δεν νομίζεις πως παρατράβηξε αυτό κύριε Μαλτέζο;»

«Λέει πως πρέπει να σε σκοτώσω για να τη σώσω».

Σφίχτηκε στην πολυθρόνα της, αλλά ηρέμησε γρήγορα –συνειδητοποιώντας την κατάστασή μου.

«Καλύτερα να φύγεις κύριε Μαλτέζο. Δεν μου αρέσουν τα σκάνδαλα γι΄αυτό απέσυρα τη μήνυση, αλλά δεν θα δεχτώ απειλές μέσα στο ίδιο μου το σπίτι!»

Ήπια μονορούφι ένα ποτήρι βότκα και άναψα τσιγάρο για να γλιτώσω τον βήχα.

«Θέλω να μάθω για την Ελένη. Πες μου», μουρμούρισα.

«Και γιατί να το κάνω;»

Την κοίταξα και ένιωθα πάλι δυνατός –ανέλπιστα δυνατός.

«Γιατί θα σε σκοτώσω αν δεν μου πεις. Κι αν μου πεις, μπορεί και πάλι να σε σκοτώσω –γι΄αυτό άρχισε να μιλάς. Μην παίζεις με την υπομονή μου», ένιωσα έκπληξη από τη βεβαιότητα που υπήρχε στα λόγια μου. Θα την σκότωνα, ήμουνα σίγουρος!

Οι αρθρώσεις της άσπρισαν σφίγγοντας τα μπράτσα της πολυθρόνας.

«Έστω …», ψιθύρισε. «Αν είναι να με αφήσεις ήσυχη … τι θέλεις να μάθεις;»

«Που είναι η Ελένη;»

«Στο νεκροταφείο –που αλλού;»

«Πως πέθανε;»

Δίστασε.

«Κοιμόταν. Το βράδυ εκείνο είχαμε φάει μόνες μας, στη βεράντα. Ήταν ενθουσιασμένη –είχε βρει μια δουλειά σε κάποιο νησί, θα μετακόμιζε … Η Ελένη είχε σπουδάσει αρχιτέκτονας και θα αναλάμβανε ένα θέατρο που θα χτιζόταν στο νησί. Έκανε σχέδια … θυμάμαι ότι ήθελε να κλείσει εισιτήρια την επόμενη μέρα …».

Περίμενα αμίλητος.

«Το επόμενο πρωί την βρήκα παγωμένη… νεκρή …Έπαθα σοκ, με το ζόρι κατάφερα να ειδοποιήσω …»

Σώπασε πάλι.

«Ποιον να ειδοποιήσεις;»

Κοίταζε σκεφτική τη βιβλιοθήκη.

«Ο πατέρας μας ήταν σημαντικός παράγοντας της πόλης κύριε Μαλτέζο. Μια εποχή είχε εκλεγεί δήμαρχος … δεν μπορούσα να ανοίξω το σπίτι στον καθένα! Μίλησα με τους συγγενείς μας –ήρθε ιατροδικαστής, επειγόντως … Η Ελένη ήταν νεκρή … όλα μάταια!»

Κρατούσε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της αλλά ήξερα πως δεν έκλαιγε.

Σηκώθηκα.

«Που είναι το δωμάτιό της; Θέλω να το δω».

Πετάχτηκε στον αέρα -έξαλλη.

«ΑΡΚΕΤΑ Μ΄ΑΚΟΥΣ; ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΗΘΕΛΕΣ –ΣΗΚΩ ΦΥΓΕ ΤΩΡΑ!»

Τη χαστούκισα –όχι πολύ δυνατά. Ένιωσα τα σωθικά μου να κομματιάζονται, δεν ήμουν εγώ, δεν έμοιαζα πλέον σε μένα. Ήθελα να δω το δωμάτιο της Ελένης κι αν στεκόταν μπροστά μου η Έλσα θα την έλιωνα χωρίς δεύτερη σκέψη. Γύρισα να την κοιτάξω –έκλαιγε.

«Που είναι το δωμάτιο της Ελένης;» ξαναρώτησα.

Μου έδειξε ένα διάδρομο δίπλα στην κουζίνα και κάθισε σκεφτική στον πολυθρόνα.

Πήγα βιαστικά προς τα εκεί και άνοιξα την πόρτα. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό.

Ένα ρεύμα αέρα που μύριζε νυχτολούλουδο χάιδεψε το μέτωπό μου καθώς έμπαινα στο δωμάτιο. Μια μικρή βιβλιοθήκη, φωτογραφίες της –εκείνη να αγκαλιάζει κάποιο μαλλιαρό σκύλο, εκείνη χαμογελαστή, προφίλ, ανφάς, στη μέση κάποιας παρέας, μόνη της, σοβαρή, σκεπτική, εκείνη. Στη βιβλιοθήκη και στο μπουντουάρ κάτω από τον καθρέφτη. Κοίταξα στον καθρέφτη –την είδα πίσω μου. Με το κοντό φόρεμα που αποκάλυπτε ολόλευκους μηρούς, χαμογελαστή πλησίαζε πίσω από την πλάτη μου. Δεν τόλμησα να γυρίσω για να μην τη χάσω. Έτρεμα, αλλά κατάφερα να χαμογελάσω. Τα χείλια της κινήθηκαν –«Σσσσ» -έβλεπα τα ορθάνοιχτα μάτια μου στον καθρέφτη δίπλα στα χείλια της που χαμογελούσαν καθησυχαστικά –«Κ»- η γλώσσα της πίεσε τα μπροστινά δόντια, -«Οοοοο»- σούφρωσε τα χείλια της, -«Τ»-ένιωθα τη γλώσσα να πιέζει τον ουρανίσκο της –«Οοοοο»- πάλι εκείνα τα σουφρωμένα χείλια, -«Σσσσ»-, έμοιαζε με παιδί που αγωνιζόταν να σφυρίξει καθώς άπλωσε τα χέρια πίσω μου σε μια αγκαλιά –«Εεεεε».

Πίεσα τις παλάμες μου στον καθρέφτη, δυνατά, επίμονα –μέχρι που ακούστηκε το κρακ κι ακόμα κρατούσα τα χέρια μου εκεί –αίματα θάμπωναν τα πολλαπλά της είδωλα. Δεν είχα κουράγιο να γυρίσω, δεν ήξερα αν φοβόμουν πως θα χανόταν την ώρα που θα στρεφόμουν να την αντικρίσω, ή αν έτρεμα την πιθανότητα να είναι ακόμα εκεί. Δεν είχα δύναμη να δω, δεν είχα δύναμη ούτε να ξεφύγω. Τα χείλια της συνέχιζαν το ίδιο σιωπηλό τραγούδι –««Σσσσ» ...

Τότε παραπάτησα καθώς το πόδι μου χτύπησε κάποιο μισάνοιχτο συρτάρι του μπουντουάρ. Μπορεί και να φώναξα, οι παλάμες μου δεν με κράτησαν από το έπιπλο –βρέθηκα καθιστός στο μαρμάρινο πάτωμα. Δεν την έβλεπα πια, ήξερα όμως πως ήταν εκεί. Και κουλουριάστηκα σα μικρό παιδί, τσακισμένος από τον πόνο που απλωνόταν στο δωμάτιο ανακατεμένος με άρωμα νυχτολούλουδου. Έσφιξα τα δόντια όσο το στήθος μου βάραινε από απελπισία και κράτησα τα μάτια μου ανοιχτά για να μην τη δω. Πνιγόμουν, εκεί δίπλα στο κρεβάτι της, μπροστά στο μπουντουάρ της και έχανα την ανάσα μου και έβηχα αλλά κατάφερα να ουρλιάξω ...

«ΟΧΙ ΕΓΩ! ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΑΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ Ο ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ!»

Και στριφογύρισα στο πάτωμα χτυπώντας πόδια επίπλων με τις γροθιές σφιγμένες –στριφογύρισα στις κοφτερές άκρες της αβύσσου.

Η Έλσα με βρήκε στο κατώφλι του δωματίου –σχεδόν αναίσθητο, αλλά ακόμα ικανό να τιναχτώ στο άγγιγμά της.

Προσπάθησε να πιέσει την παλάμη της στο μέτωπό μου –σύρθηκα πίσω, ακούμπησα στον τοίχο, δεν την άφησα.

«Είσαι καλά;» ψιθύρισε.

Άνοιξα τα μάτια. Δεν μου θύμιζε τίποτα το πρόσωπό της, συνέχισα να τρέμω.

«Πάω να σου φέρω λίγο νερό –μην κουνηθείς», είπε η Έλσα.

Έμεινα μόνος. Στράφηκα αργά προς το σκοτεινό δωμάτιο –η Ελένη είχε φύγει –μπορούσα να το καταλάβω. Ντράπηκα για το χάλι μου, προσπάθησα να σηκωθώ κι αυτό ήταν δύσκολο. Η Ελένη είχε φύγει –ήμουν σίγουρος. Αλλά μύριζα ακόμα το άρωμά της –στο δωμάτιο ή πάνω μου, δεν μπορούσα να καταλάβω.

«Πιες», είπε η Έλσα.

Ήπια κοιτάζοντάς την μέσα από τα τοιχώματα του ποτηριού –δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου αυτή τη γυναίκα με τα εθιστικά, σκουρόχρωμα μάτια και τα μπλεγμένα δάχτυλα που την έκαναν να μοιάζει αμήχανο κοριτσάκι. Θα ορκιζόμουν όμως ...

«Τι κρατάς εκεί;» έδειξε την κλειστή αριστερή μου χούφτα.

Ξαφνιάστηκα.

«Τίποτα», είπα.

Άνοιξα τη χούφτα μου και είδα μια μικρή γυάλινη μπάλα, λεκιασμένη από το αίμα μου. Την έφερα μπροστά στα μάτια μου –υπήρχε μια μπαλαρίνα που στεκόταν στο ένα πόδι ενώ τριγύρω της χιόνιζε ασημένιες νιφάδες. Άνοιξα το στόμα αλλά δεν είπα κουβέντα.

«Ήταν δικό της, το είχε από μικρή. Όπου πήγαινε, το κουβαλούσε –ήταν δώρο από τη γιαγιά μας, δεν ξέρω που το είχε βρει. Η Ελένη γύρισε μια μέρα από το σπίτι της γιαγιάς και είχε ... αυτό. Δεν το αποχωριζόταν, έλεγε πως αν ήθελε να δείξει σε κάποιον την ψυχή της, δεν θα χρειαζόταν να κοπιάσει με περιγραφές. Αυτή η μπάλα ήταν η ίδια της η ψυχή ... έτσι έλεγε».

Την κοίταξα. Μια όμορφη γυναίκα που έκανε τις πρώτες της ρυτίδες –κοίταξα πάλι τη γυάλινη μπάλα, έκανα πίσω για να δω καλύτερα και σκόνταψα στη βιβλιοθήκη. Ξαναβρήκα την ισορροπία μου.

«Μπορώ;» ρώτησα δείχνοντας τη μπάλα.

«Είναι ενθύμιο από την αδελφή μου ...», δίστασε η γυναίκα.

«Σε παρακαλώ», ικέτευσα με παραμορφωμένο πρόσωπο.

Έγνεψε συγκαταβατικά και κατευθύνθηκα αργά προς την πόρτα.

«Δεν θα μου δώσεις το γράμμα;» ρώτησε η γυναίκα.

Σκέφτηκα να της απαντήσω πως θα το έδινα ο ίδιος στην Ελένη –αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκα. Δεν λες ποτέ τέτοια πράγματα σε συγγενείς πεθαμένων.

«Θα το επιστρέψεις στον αποστολέα;» ξαναρώτησε εκείνη.

Γύρισα και την κοίταξα χαμογελαστός.

«Έτσι ακριβώς θα κάνω», είπα. Γιατί, πλέον ήξερα.

«Άρη;» φώναξε καθώς πήγαινα για το αυτοκίνητό μου.

Γύρισα με τα απομεινάρια του χαμόγελου.

«Θα τα ξαναπούμε» τη διαβεβαίωσα.

Ένιωθα καταραμένα γοητευτικός.

Οι παλάμες μου ήταν ακόμα γεμάτες γυαλιά από τον καθρέφτη, έτσουζαν χάνοντας δέρμα καθώς έσκαβα το φρέσκο χώμα. Λίγο ακόμα και τα νύχια μου σφηνώθηκαν κάτω από την ταφόπλακα. Μάζεψα τη δύναμή μου, τράβηξα και το μάρμαρο σηκώθηκε. Ούρλιαξα σα λύκος πάνω από ξεκοιλιασμένο ζώο. Έβλεπα ήδη το μαύρο ξύλο κάτω από το αραιό χώμα, ούρλιαξα για μια ακόμα φορά και έπεσα με τα μούτρα στη γη αγκομαχώντας. Δεν μπορούσα να κουμαντάρω τα χέρια μου –έσκαβα τρέμοντας, γι΄αυτό δεν τους κατάλαβα όταν ήρθαν πίσω μου. Μόνο τα σιδερένια τους μπράτσα που με έσερναν μακριά και τον πόνο στα πόδια καθώς προσπαθούσα να αρπαχτώ από τους διπλανούς τάφους. Φώναζα μέχρι που κάποιος με χτύπησε στο πρόσωπο –εκλιπαρούσα να με αφήσουν για λίγο μόνο, για μια στιγμή. Με έβαλαν στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου.

Ταρακουνούσα τα κάγκελα του κελιού μη μπορώντας να δεχτώ πως ήμουνα εκεί, είχα βρεθεί τόσο κοντά της, δίπλα της –αλλά δεν με είχαν αφήσει να τη δω. Έκλαιγα από οργή ....

«ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΕΝΗ;»

Κανείς δεν απαντούσε.

Με άφησαν το επόμενο βράδυ με το κορμί πονεμένο. Έσερνα τα πόδια μου στην έξοδο –χρειαζόμουν κάτι να πιω, οπωσδήποτε. Βρήκα το άθλιο μπαρ στην άλλη πλευρά της πλατείας –μπήκα και σωριάστηκα μπροστά στη βαριεστημένη γκαρσόνα που μέτραγε την ώρα μέχρι να σχολάσει.

«Πως σε λένε κορίτσι μου;» ρώτησα.

«Νατάσσα», είπε η ξανθιά επιφυλακτικά.

«Φέρε μου μια διπλή βότκα με λεμόνι Νατάσσα», ψιθύρισα. «Και μην ανησυχείς –θα φύγω όταν τελειώσω το ποτό μου».

Σήκωσε τους ώμους βαριεστημένα καθώς γέμιζε το ποτήρι.

Έξω, φύσαγε.

Βρήκα το αυτοκίνητο με δυσκολία –μπήκα μέσα και έψαξα τα κλειδιά μου. Ευτυχώς, το χτύπημα του κεφαλιού στο τιμόνι με συνέφερε κάπως –ήμουν πιο αδύναμος από κουτάβι, αλλά το ίδιο τυφλός. Ξεκίνησα σφίγγοντας τα δόντια –δεν υπήρχαν πολλοί δρόμοι μπροστά μου –ένας μόνο και θα τον πήγαινα μέχρι τέλους.

Έψαξα την τσέπη του παντελονιού μου, βρήκα τη γυάλινη μπάλα και την ακούμπησα στο ταμπλό. Για να παίρνω δύναμη.

Οδηγούσα απρόσεκτα αλλά συνερχόμουν καθώς ο αέρας έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Έψαχνα κιόλας –κάτι υπολείμματα αυτοσυντήρησης που διέθετα κρυμμένα για ώρα ανάγκης –και οδηγούσα σταθερά στη δεξιά πλευρά του δρόμου.

Πρώτα με άγγιξε το δάχτυλό της στον ώμο –ίσως και να το φαντάστηκα, αλλά την άκουσα να κινείται στην πίσω θέση του αυτοκινήτου ενώ ψιθύριζε ...

«Δεν πειράζει αγάπη μου, δεν πειράζει ...»

Ο αέρας μύριζε νυχτολούλουδο όταν έχασα τον έλεγχο του αυτοκινήτου –ντεραπάρισα δέκα μέτρα πέρα από το οδόστρωμα, σε κάποιο χωράφι. Η μπάλα κύλησε κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού αλλά πρόλαβα να την αρπάξω πριν χαθεί.

Την κράτησα σφιχτά.

Είχε όμορφη φωνή.

23 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
sourfou είπε...

Θανάση καλησπέρα

Ενημερώθηκα απο άτομο που αχολείται ακόμα με τα blogs οτι η μαλακία με τον ananymous που παριστάνει εμένα καλά κρατεί. Ο σχιζοφρενής "κύριος" προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει οτι είμαι εγω, αν και μια προσεκτική ματιά θα αποκαλύψει οτι είναι ερασιτέχνης! Για παράδειγμα δε με λένε Αντρέα αλλά Ανδρέα...τι να κάνουμε έτσι με βάφτησαν. Εννοείται φυσικά οτι δεν εχω γράψει καθόλου και ποτε αυτά τα σχόλια, ούτε επιθυμώ καμια περαιτέρω συνέχεια-επαφή ή οτιδήποτε άλλο!. Αυτά, δεν έχω να προσθέσω κατι αλλο

Τake care
sourfou

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ανώνυμος είπε...

το καλυτερο μαλτεζο για μενα.....

The Motorcycle boy είπε...

Αυτό; Σίγουρα; Κάπου το είχα στην αρχή αλλά μου φάνηκε οτι το έχασα μετά.

Niemandsrose είπε...

Μαλτεζομανής speaking: Πώς ήξερε πως θα τη σκοτώσει η Έλσα και έστειλε το γράμμα;
[Συγγραφέα, σόρρυ για το πρήξιμο].
Και εννοείται πως γράφεις πολύ καλά [μη τα ξαναλέμε!].

The Motorcycle boy είπε...

Θέτεις λάθος το ερώτημα -νομίζω (γιατί με το Μαλτέζο ποτέ δεν είσαι σίγουρος). Το θέμα λοιπόν δεν είναι "πως ήξερε ποιος θα τη σκοτώσει και έστειλε το γράμμα, αλλά ΑΠΟ ΠΟΥ έστειλε το γράμμα". Υπάρχει πάντα και μια ελαφριά πιθανότητα να γίνονται όλα στο μυαλό του Μαλτέζου -σωστά;
Υ.Γ.: Τον συγγραφέα που τον είδες; Πέρασε κανένας όσο έλειπα;

Ανώνυμος είπε...

Εϊχα το κουράγιο, λόγω κούρασης, να διαβάσω μόνο το τελευταίο. Είναι πρόκληση για το στενό χώρο της οθόνης τα μακροσκελή κείμενά σου. Χαίρομαι που σε βρήκα. Ακόμη κι αν το ζαλισμένο μου μυαλό μπορεί να μην έβρισκε σε κάποια σημεία τη λογική ακολουθία (και θα έπρεπε;) μου άρεσε πολύ το κείμενό σου. Μα πολύ.

The Motorcycle boy είπε...

Ευχαριστώ για την προσπάθεια. Όντως τα κείμενα είναι πολύ άβολα για οθόνη υπολογιστή -εφόσον έχουν τέτοια έκταση, αλλά δεν βλέπω καμιά άλλη δυνατότητα.
Άλλωστε, εδώ υπάρχει και η διαδραστικότητα των σχολίων -πράγμα σημαντικό για μένα.
Λογική ακολουθία; Υπάρχει κάποια ακολουθία στη δομή -αλλά δεν ξέρω αν βγαίνει προς τα έξω.

Puppet_Master είπε...

ton misoume alla k ton sibathoume pou k pou.
einai zwntanos alla exei pethanei edw k kairo.
trefetai mono me votka eniote k pagakia.
akoma de girisa apo diakopes k ton vlepw brosta mou.
are maltezo...

The Motorcycle boy είπε...

Α ρε puppet! Νωρίς δεν γύρισες από διακοπές; Τι έγινε -χειμώνιασε στα μέρη σας;
Καλό κουράγιο (για να μην πω καλο χειμώνα).

Puppet_Master είπε...

arxizei nwris h eksetastikh.ti na kanoume oi agwnes exoun thisies :P
toulaxiston exw to blog na ananewsw ;)

Ανώνυμος είπε...

Αχ αυτά τα πισιά. Με το πήγαινε-έλα στο χωροχρόνο χανόταν εύκολα η μπάλα. Ακόμα κι εγώ η εκπαιδευμένη στην ανάγνωση επί οθόνης λάλησα με το scroll up - scroll down. Αλλά ντάξει. Γάμησες όπως πάντα. Μαλτέζος Uber alles, και όπως θα ξαναπώ για χιλιοστή φορά, περιμένω σε αναμμένα κάρβουνα την ιστορία για το σπίτι (βλέπε δωράκι) :)

PS. Στο λεω να το ξέρεις, με τα πρώτα λεφτά που θα βγάλει η Midnight Foil Productions θα εκδώσουμε τις ιστορίες του Μαλτέζου -κι αν σε παίρνει πες μου όχι :p

The Motorcycle boy είπε...

puppet, εξεταστική; Καλό κουράγιο και μπόλικες αμφεταμίνες. Άλλωστε, όλα στη ζωή του ανθρώπου περαστικά είναι.

raz, γύρισες ρε παλαβό; Γύρισαν και οι αποπάνω σου μάλλον. Το βράδυ μας έχει καλέσει ο Perry σπίτι του -θα τα καταφέρεις;
Καλά, όταν βγάλει λεφτά η Προντάξιονς να τα εκδώσετε. Μην ξεχάσετε μόνο να αναφέρετε την ημερομηνία θανάτου μου (ακόμα κι αν έχουν περάσει 50 χρόνια από αυτή) χαχαχα!

Ανώνυμος είπε...

Μου λείπει ελεεινά ύπνος και κάθε τρεις και λίγο ρίχνω sanity για να μην αρχίσω το ροχαλητό μπροστά απ' τα εξελόφυλλα. ΑΝ παω νωρίς σπίτι και σαπίσω και ΑΝ ξυπνήσω σήμερα κάποια λογική ώρα, yes, why not!! Στους αποπάνω σχεδιάζω εθιμοτυπική επίσκεψη με κομπόστα και γλυκό συκαλάκι. Μιάουθ όχι παίζουμε.

Η Προντάξιονς -κάποια μέρα- θα βγάλει λεφτά με τη σέσουλα (ή έστω με σέσκουλα). Περίμενε και θα δεις (σαν κουκουβάγια, μουαχαχα -άσχετο κατάλοιπο από σαλόνικα)

Ιστορία.Για.Σπίτι.ΠόΤΕ??? (ναι το ξέρω είμαι σάπια, ανυπόμονη και απαιτητική)

Ανώνυμος είπε...

παιρνοντας πολυ σοβαρα υποψην την απαντηση σου σε προσφατο σχολιο μου, θελω να σου πω οτι μου ειναι δυσκολο να τονισωτα λαθη σου η τις αδυναμιες σου, πολυ απλα γιατι μενω αφωνη παντα στο τελος του κειμενου. Ερωτηματικα πολλα σε αυτο, πως ηξερε η Ελενη, απο που εστειλε το γραμμα, γιατι αυτη η σχεση με το μαλτεζο, μπορει και να χω χασει καποιο επεισοδιο δε λεω..Ομως μαγευτηκα, εχω παρατησει τη δουλεια μου -ευτυχως - για οση ωρα διαβαζω τα κειμενα σου και δε χορταινω απλα. Αυτο μονο. Ευχαριστω

The Motorcycle boy είπε...

razz, σιγά μη σου πω πότε! Εδώ, θα τα τρως στη μάπα όλα μέχρι να βγει το δικό σου χεχε. (Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να κρατάει κανείς τους αναγνώστες του -ο άλλος σχετίζεται με την απειλή όπλου, ή έστω με την ενσωμάτωση των κειμένων στην εξεταστέα ύλη της Γ΄Λυκείου).
Κατά τις 9 λέμε χρυσό μου -κοντά σου είναι το σπίτι, ξύπνα και έλα.

whispers, εντάξει, τα παραλές (εκτός αν εννοείς πως από το χασμουρητό στο τέλος κάθως ιστορίας δεν μπορείς να σταυρώσεις κουβέντα).
Θα μπορούσα να σου απαντήσω στις ερωτήσεις σου που θα έπρεπε να είναι "που είναι τώρα η Ελένη;", "τι θέλει από τον Μαλτέζο;" -αλλά δεν θα το κάνω για δυο λόγους:
1. Γιατί είναι καλύτερα όλα αυτά να αποκαλυφθούν στη συνέχεια σε άλλη ιστορία -για χάρη του σασπένς (λέμε τώρα).
2. Γιατί δεν είμαι σίγουρος αν αυτά που σκέφτομαι εγώ ταιριάζουν με αυτά που έχει στο μυαλό του ο Μαλτέζος. Μη νομίζεις οτι τον ελέγχω απόλυτα.

Niemandsrose είπε...

The Motorcycle boy said...
Υ.Γ.: Τον συγγραφέα που τον είδες; Πέρασε κανένας όσο έλειπα;


Να χαρώ εγώ μετριοπάθεια. Αν σου προτείνει ο Μαραθιάς να σου εκδώσει το blog σε βιβλίο, να του απαντήσεις το ίδιο πράγμα να γελάσουμε.

;)

The Motorcycle boy είπε...

Ακόμα υπάρχει ο Μαραθιάς; Δεν χρεωκόπησε εκδίδοντας μπλόγκερς;
Υ.Γ.: Αν μου προτείνει να εκδόσει κανένα βιβλίο σε μπλογκ θα το σκεφτώ σοβαρά πάντως.

sensualmonk είπε...

...εντυπωσιακό...
όσο μπόρεσα να το διαβάσω [όντως η οθόνη δεν βοηθά για τόσο μακροσκελή κείμενα]
πάω τώρα στο προφίλ σας να δω τι σας είναι ο τσάντλερ ;-)

The Motorcycle boy είπε...

Ναι, έχεις δίκιο για την οθόνη. Όντως τα κείμενα είναι εντελώς ακατάλληλα για ίντερνετ (εγώ, ας πούμε, δεν έχω καταφέρει να διαβάσω ακόμα και μισά σε έκταση κείμενα).
Η απεγνωσμένη (και ατσούμπαλη) προσπάθεια λογοκλοπής του Τσάντλερ -είναι ένας από τους λόγους ύπαρξης αυτών των κειμένων. (Οι άλλοι λόγοι είναι πραγματικά ποταποί).

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι