Είμαι κολλημένος εδώ πέρα –καιρό πολύ. Μέρες, μήνες, χρόνια, δεν έχει διαφορά αν έχεις ήδη αργήσει. Θα με περιμένει άραγε κανένας; Ακόμα; Δεν με νοιάζει για τους άλλους. Αυτή –θα με περιμένει; Δεν κατάφερα να τη γνωρίσω, δεν κατάφερα αυτό που λέμε «να τη ζήσω». Οπότε, δεν την αδικώ που έφυγε –δεν την κακίζω ακόμα κι αν δεν υπάρχει εκεί πέρα. Ποιος σου είπε οτι το «εκεί πέρα» υπάρχει άλλωστε;
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο του σκοτεινού δωματίου –το σπίτι μου δεν έχει πολλά δωμάτια, γι΄αυτό δεν χρειάζεται να προσδιορίσω … σαλόνι, καθιστικό, κρεβατοκάμαρα … δεν παίζουν αυτά, μην κουράζεσαι. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο –μια πόλη που κάποτε ήταν δική μου. Δική μας. Τώρα δεν τη γνωρίζω αυτή την πόλη –οι φίλοι μου έφυγαν κι εγώ δεν μπόρεσα να τους ακολουθήσω. Πες το δειλία, πες το αναποφασιστικότητα, πες το όπως θέλεις –το γεγονός είναι πως ξέμεινα. «Ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα», λέγαμε. Έμεινα τελευταίος αλλά δεν βρίσκω καμιά αναθεματισμένη πόρτα.
Πολλές φορές σκέφτομαι αν τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, αν υπήρξε κάποτε αυτό που λέμε επιλογή, «κρίσιμο σταυροδρόμι» -καταλαβαίνεις τι εννοώ. Ψάχνω να βρω τη λάθος κίνηση, αυτή που με άφησε σφηνωμένο εδώ πέρα. Και βρίσκω ένα ποτάμι από λάθη, δεν βγαίνει άκρη.
Γι΄αυτό προτιμώ να λέω ότι την πάτησα όπως ο Κάπτεν Μάρβελ. Mar Vell. Αν έχεις ακουστά. Που βρέθηκε παγιδευμένος στην Αρνητική Ζώνη με μοναδική διαφυγή τον παλιόφιλο τον Ρικ Τζόουνς. Μπορούν να αλλάξουν θέση χτυπώντας κάτι βραχιόλια –να βρεθεί ο Κάπτεν στη γη και ο Ρικ να πάρει για λίγο τη θέση του στην Αρνητική Ζώνη. Έτσι βολόδερνε ο Κάπτεν Μάρβελ στη γη –αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Γιατί ο Μάρβελ ήταν Κρεε –ανήκε σ΄αυτή την καταραμένη ράτσα σα να λέμε. Και δεν ήταν από τη γη, δεν ήταν από πουθενά για την ακρίβεια. Οπότε δεν υπήρχε σπίτι να τον περιμένει, δεν υπήρχε τίποτα στο σύμπαν ολόκληρο για να επιστρέψει. Τι έκανε λοιπόν; Την έβγαζε όπως μπορούσε –αυτό έκανε. Τουλάχιστον αυτό έκανε μέχρι να πεθάνει από καρκίνο και να ησυχάσει. Γι΄αυτό προτιμώ να λέω ότι την πάτησα όπως ο Κάπτεν Μάρβελ. Mar Vell. Κατάλαβες;
Συνήθως κοιμάμαι σε ξενοδοχεία, λόγω δουλειάς, πράγμα που δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί εδώ που μένω μοιάζει με φτηνό ξενοδοχείο –απλά δεν με χρεώνουν με τη μέρα. Συνήθως βγαίνω μια βόλτα λίγο πριν ξημερώσει, αν τύχει να είμαι μέσα τέτοια ώρα. Γιατί –το ξέρουν καλά όσοι δεν κοιμούνται –το ξημέρωμα δεν αντέχεται σε ένα δωμάτιο. Τουλάχιστον εκεί έξω δεν σου κόβουν οι τοίχοι τα βήματα.
Έτσι κι απόψε.
Φόρεσα το παλτό μου επειδή έμοιαζε να κάνει κρύο πίσω από τα ιδρωμένα τζάμια, έκρυψα βαθιά στην τσέπη μου τη ραγισμένη γυάλινη μπάλα και κλώτσησα ένα μαξιλάρι που, δεν ξέρω πως, βρέθηκε δίπλα στην εξώπορτα. Οι άνθρωποι της πόλης είναι εχθροί μου γιατί την είχα κάποτε αυτή την πόλη και τώρα μου την πήραν. Την παραδώσαμε, εγώ και οι άλλοι –αυτό είναι το ακριβέστερο αλλά δεν αλλάζει σε τίποτα την κατάσταση. Η πόλη δεν είναι πια δικιά μου και εχθρικές λεγεώνες παρελαύνουν 8 το πρωί με 9 το βράδυ –δεν αντέχω την επαφή μαζί τους. Έτσι κινούμαι τις έρημες ώρες όταν έχω την επιλογή.
Δεν είχα τίποτα να κάνω όταν θα ξημέρωνε η μέρα –μου έδωσαν ρεπό από την εταιρεία κι ας τα είχα σκατώσει στην τελευταία δουλειά. Αλήθεια λέω, κόντεψαν να με απολύσουν. Αν είναι ποτέ αυτό δυνατό. Ζουν από μένα και υπάρχω για να δουλεύω στην εταιρεία –η απόλυση δεν είναι καν πιθανότητα, δεν ταιριάζει, κατάλαβες; Μάλλον μου έδωσαν ρεπό επειδή ακριβώς τα είχα σκατώσει –θεώρησαν πως αν ξεκουραζόμουν θα ξανάβρισκα τη μεθοδολογία μου και μια κάποια αποτελεσματικότητα –μαζί πάνε αυτά. Αλλά δεν ήταν εκεί το θέμα. Δεν ήταν η κούραση – το αντίθετο. Η αμυδρή ελπίδα ότι θα ξέφευγα από αυτόν τον κωλότοπο –αυτό ήταν.
Στάθηκα λοιπόν στη μέση της πλατείας εκείνο το κρύο ξημέρωμα –ακούμπησα στη βάση μιας φωτεινής επιγραφής και την περίμενα να σβήσει. Μετρούσα τα λεπτά της αυταπάτης, τον χρόνο που η ψευδαίσθηση της μοναχικής μου κυριαρχίας θα έμενε ακόμα φωτεινή. 10, 9, 8, 7 …
«Μη νομίζεις πως θα ξεφύγεις –σε έχω σταμπάρει εσένα!»
Τινάχτηκα και έχασα το μέτρημα. Κοίταξα τον άνθρωπο που με κοίταζε. Ένας ακόμα χαμένος στις λεωφόρους –είχε γεμίσει από τέτοιους η πόλη. Παλιά τους σεβόμασταν, τώρα τους κλωτσάνε στο κεφάλι για να ανεβάσουν τα ρολά των μαγαζιών τους οι καταστηματάρχες.
Άναψα τσιγάρο κρύβοντας τη φλόγα του αναπτήρα με τη χούφτα μου –σα στρατιώτης στη σκοπιά. Θα μου χρειαζόταν για να του ξεφύγω –δεν άντεχα έναν ακόμα χαμένο, εγώ ήμουν αρκετός.
«Σου μιλάω καθίκι –μην κάνεις ότι δεν ακούς!» επέμεινε εκείνος.
«Ακούω. Αλλά δεν έχω όρεξη να απαντήσω», είπα εγώ.
Με πλησίασε επιφυλακτικά.
«Υπεκφυγές. Δεν θα ξεφύγεις με υπεκφυγές!»
«Δεν έχω καμιά διάθεση να ξεφύγω. Απλά μου είσαι άχρηστος. Ας υποκριθούμε λοιπόν πως δεν μιλήσαμε κι ας το ξεχάσουμε. Εντάξει;»
Άναψε ένα σπίρτο και το έφερε κοντά στο πρόσωπό μου –κατάπια θειάφι από τα ρουθούνια.
«Ποιος είσαι; Ή, ποιος νομίζεις ότι είσαι;» ξεφύσησε.
«Αυτός που δεν θέλεις να ξέρεις. Ας πηγαίνουμε τώρα»
Πέταξα το τσιγάρο ανάμεσα στα στραβοπατημένα παπούτσια του και κοίταξα την επιγραφή. Ήταν ακόμα αναμμένη –είχα χρόνο.
«Σε σκοτώνω ρε πούστη …», τσίριξε ο άνθρωπος πίσω μου.
Γύρισα. Κρατούσε ένα στομωμένο σουγιά και με απειλούσε. Γέλασα. Μόνο τέτανο μπορούσε να σου κολλήσει εκείνο το μαραφέτι.
«Μάζεψέ το άνθρωπε. Μπορεί να γρατσουνιστείς και να τρέχεις για αντιτετανικούς».
«Ρε, σε σκοτώνω τώρα αμέσως!»
Του έσπρωξα το χέρι στο πλάι –ο σουγιάς χτύπησε το πλακόστρωτο.
«Τελείωνε. Βαριέμαι όσους λένε τζάμπα λόγια».
Κοίταξε τον πεσμένο σουγιά και έβαλε τα κλάματα. Γαμώτο, θα προτιμούσα να με έκοβε παρά να τον παρηγορώ. Τον τράβηξα από το μανίκι μέχρι κάποιο κοντινό παγκάκι, άναψα δυο τσιγάρα και του έδωσα το ένα.
«Τι ζόρι τραβάς αδερφέ; Έχεις ένα τσιγάρο καιρό –λέγε».
Κάπνιζε το τσιγάρο έκπληκτος σε κάθε ρουφηξιά, τον κοίταζα απορημένος. Τι το εκπληκτικό βρίσκεις σε ένα τσιγάρο; Η επιγραφή απέναντι έσβησε με ένα τσίριγμα –με έπιασε άγχος, ο χρόνος λιγόστευε.
«Γιατί τίποτα δεν γίνεται όπως πρέπει. Τίποτα δεν πάει καλά κι όλο εμπόδια ...», είπε ο άνθρωπος.
Δεν καταλάβαινα. Έμοιαζε να συνεχίζει κάποια κουβέντα, αλλά εγώ δεν είχα ακούσει την αρχή της.
«Δε σε πιάνω», τον πληροφόρησα.
«Όλοι έχουμε την αποστολή μας, ξέρεις τι εννοώ. Πως θα υπάρξουμε όταν χάσουμε το νόημα; Καταλαβαίνεις τι λέω».
Δεν καταλάβαινα.
«Θα με ψάχνεις αλλά δεν θα με βρίσκεις. Και τότε θα με χρειάζεσαι –αλλά δεν θα είμαι εδώ. Γιατί λοιπόν δεν γίνονται όλα όπως πρέπει; Να σε βρω όταν με θέλεις ...»
Σηκώθηκα, ο χρόνος με πίεζε.
«Το τσιγάρο τελείωσε», είπα. «Καλή τύχη άνθρωπε».
«Θα με ψάχνεις –ήδη με ψάχνεις», μου φώναξε εκείνος.
«Δεν πειράζει. Άλλωστε, ποτέ δεν βρήκα αυτό που έψαχνα», απάντησα.
Καμιά απάντηση δεν ήρθε από το μέρος που καθόταν, έστρεψα το κεφάλι μου προς το παγκάκι κι αυτό ήταν άδειο. Έρημο.
Φεύγοντας, μάζεψα τον σκουριασμένο σουγιά και τον φύλαξα στην τσέπη μου. Ποιος ξέρει –ίσως να εμφανιζόταν ξανά, ίσως και να μου τον ζητούσε.
Προχώρησα.
Δυο κατηγορίες ανθρώπων υπάρχουν στις στάσεις των λεωφορείων αυτή την ώρα. Οι υπάλληλοι που πάνε στις δουλειές τους και οι νυχτερινοί που γυρίζουν από αυτές. Τους ξεχωρίζεις εύκολα –απεγνωσμένοι οι πρώτοι, τσακισμένοι από την κούραση οι δεύτεροι. Κάθισα στον μεταλλικό πάγκο της στάσης, δίπλα σε έναν νυχτερινό. Πήγε πιο πέρα για να μου κάνει χώρο –αμίλητος.
«Που πάει το λεωφορείο;» τον ρώτησα.
«Πουθενά», απάντησε κουρασμένα. «Κάνει κυκλική διαδρομή –εδώ γυρίζει πάντα».
Είχε δίκιο. Δεν μιλήσαμε άλλο –τον σεβάστηκα.
Το λεωφορείο ήρθε, η στάση άδειασε. Έμεινα μόνος. Κάποιοι με κοίταξαν περίεργα γιατί δεν έμπαινα στο λεωφορείο, αλλά ανακουφίστηκαν. Ένας στριμωγμένος λιγότερος –οι άνθρωποι γίνονται ύαινες όταν πρόκειται για τη βόλεψή τους.
Ήμουν καλά προφυλαγμένος, σε αυτή τη στάση λεωφορείου –ο αέρας έκοβε χτυπώντας στο στέγαστρο. Αποφάσισα να κοιμηθώ με μισάνοιχτα μάτια. Για λίγο.
Με ξύπνησε μια πειραγμένη εξάτμιση. Σπορ αυτοκινήτου. Άνοιξα τα μάτια για να δω. Ο μοντέρνος πιτσιρικάς γκάζωνε συνέχεια, όσο μιλούσε με μια κοπέλα μισοσκυμμένη έξω από το παράθυρό του. Η κοπέλα γελούσε ανήσυχα –είχε σίγουρα αργήσει.
«Κόφτο μαλάκα!» φώναξα στον πιτσιρικά. Είμαι νευρικός όταν με ξυπνάνε απότομα.
Η κοπέλα με κοίταξε κι ο πιτσιρικάς το ίδιο. Έπρεπε να υπερασπιστεί το ακριβό του αυτοκίνητο.
«Τι γουστάρεις; Φασαρίες;» είπε.
Σηκώθηκα. Πλησίασα αργά. Εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και έφυγε σπινιάροντας. Η κοπέλα έμεινε στο πεζοδρόμιο ξεκρέμαστη.
«Με ενοχλούν οι απότομοι θόρυβοι», απολογήθηκα.
«Συγνώμη», είπε σιγά.
Ήταν μια συμπαθητική κοπέλα που προσπαθούσε να δείχνει ξεχωριστή.
«Μη ζητάς συγνώμη όταν δεν φταις. Κανείς δεν την ακούει», της είπα.
Μαζεύτηκε –τύποι σαν εμένα τρομάζουν τις κοπελίτσες. Γύρισα να φύγω.
«Σας ξέρω από κάπου;»
Στράφηκα προς το μέρος της.
«Τι πράγμα;»
«Μου φαίνεστε γνωστός. Από κάπου σας ξέρω».
«Ναι, παίζω σε σήριαλ της τηλεόρασης –γι΄αυτό».
«Σε ποιο;»
«Σε κανένα».
Έκανα μια ακόμα προσπάθεια να απομακρυνθώ –δείχνοντας βιαστικός.
«Θα μπορούσαν ...»
Σταμάτησα, χωρίς να γυρίσω αυτή τη φορά.
«Τι πράγμα;»
«Θα μπορούσαν να ήταν όλα διαφορετικά».
«Θα μπορούσαν», συμφώνησα.
Και βγήκα στη λεωφόρο περπατώντας.
Η μέρα ξυπνούσε αργά κι εγώ το εκμεταλλεύτηκα –κάλυψα την απόσταση με γρήγορο βήμα, πριν γεμίσουν τα πεζοδρόμια με συμμορίες εργαζομένων. Έφτασα εκεί που βρισκόταν ο «πίνακας ανακοινώσεων». Πλησιάζοντας συνειδητοποίησα τα περασμένα χρόνια –πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα κοιτάξει τον «πίνακα ανακοινώσεων»; Τότε που οι ζωντανοί περπατούσαν ακόμα πάνω στην άσφαλτο –πριν ξεβράσουν χαρτοπόντικες οι υπόνομοι. Κοίταξα γύρω μου, δεν υπήρχε πλέον κανένα «μαύρο παιδί». Μύρισα τον αέρα –αρωματικοί υδρογονάνθρακες και ιδρώτας ανακατεμένος με άφτερ σέιβ. Δεν έπιασα κάποια οσμή λεμονιού –άσε που καμιά κοπέλα δεν φορούσε πλέον πατσουλί. Έφτυσα τη σιχαμάρα όσων ανέπνεα σε μια πρασιά, ξέχειλη από πλαστικά μπουκάλια. Έψαξα τις αφίσες που αποτελούσαν τον «πίνακα».
Δεν υπήρχε καμιά πολιτική αφίσα εκεί πέρα –μόνο διαφημίσεις και αγγελίες. Έψαχνα μάταια, ξεφλούδισα τις αφίσες στον τοίχο, μήπως βρω κάποιο ξεχασμένο μήνυμα από κάτω –ήξερα όμως οτι κανένας μας δεν θα καταδεχόταν να αφήσει μήνυμα πάνω σε διαφήμιση. Ήμασταν πάντα άχρηστοι μαλάκες, αλλά ποτέ δεν κάναμε υποχωρήσεις σε θέματα στυλ. Αριστερά από τις κουρελιασμένες αφίσες, κάποιος είχε γράψει με κίτρινο μαρκαδόρο.
«ΗΡΘΕΣ ΑΡΓΑ. ΦΥΓΕ ΟΣΟ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΝΩΡΙΣ».
Γέλασα. Ποιος απ΄όλους; Δεν αναγνώριζα τον γραφικό χαρακτήρα και δεν είχε αφήσει κανένα σημάδι, πέρασα τα δάχτυλά μου πάνω από τα γράμματα μήπως αυτά μου μιλήσουν. Άδικος κόπος. Έμεινα με την παλάμη ακουμπισμένη στον τοίχο ζητιανεύοντας αναμνήσεις και πήρα μόνο κρύο τσιμέντο.
«Δεν είδες το μήνυμα στον ‘πίνακα ανακοινώσεων’;»
«Που να το δω; Αφού το έγραψες σε μαύρη αφίσα».
«Γαμώ -έτσι;»
«Ναι γαμώ! Γαμώ τους ηλίθιους είσαι!»
«Και τότε πως ήξερες οτι θα βρεθούμε εδώ;»
«Αφού πάντα εδώ μαζευόμαστε τέτοια ώρα ρε βλάκα!»
«Άρα λοιπόν, δεν χρειαζόταν να δεις το μήνυμα».
«Λες να τους προλάβουμε;»
«Πριν πόση ώρα άφησαν μήνυμα;»
«Εδώ είναι το περίεργο ...»
«Δηλαδή;»
«Γράφουν από κάτω ώρα ... άφησαν μήνυμα ... μισή ώρα αργότερα από τώρα!»
«Έξοχα!»
«Πως γίνεται αυτό;»
«Δεν σκέφτηκες οτι μπορεί να είναι χτεσινό το μήνυμα;»
«Ναι. Αλλά μπορεί και όχι!»
«Όπως και να είναι –έχουμε χρόνο. Ας αράξουμε και βλέπουμε».
Λάθος προσέγγιση. Τίποτα δεν είχε να κάνει με το χρόνο –δικός μας ήταν κι όπως θέλαμε τον τραβούσαμε. Λάστιχο. Ξεχείλωνε και μαζευόταν χτυπώντας στα δάχτυλά μας. Γι΄αυτό δεν ήμασταν ποτέ στην ώρα μας. Εκεί ήταν το πρόβλημα.
Θα πήγαινα σπίτι του. Απέξω -να την στήσω. Μέχρι να βγει για να πάει στη δουλειά του. Και μετά; Δεν με ένοιαζε.
Έβαλα τα χέρια βαθιά στις τσέπες του παλτού και αγνόησα κάποιο περαστικό ρεύμα αέρα. Στην πόλη αυτή, ποτέ δεν έκανε κρύο έξω από τα σπίτια. Μόνο μέσα σε αυτά. Περπάτησα με τη βιασύνη ανθρώπου που έχει κάτι να κάνει. Τα μαγαζιά είχαν ακόμα κατεβασμένα ρολά. Έπρεπε να κινηθώ γρήγορα αν ήθελα να τον προλάβω. Κοίταξα προς τη λεωφόρο ψάχνοντας ταξί –έτρεχα πλέον. Σχεδόν.
«Που πάει ο κύριος;»
Του έδωσα τη διεύθυνση τυπωμένη σε μια κάρτα –δεν είχα όρεξη για κουβέντες.
«Μπείτε μέσα», είπε μετά από σκέψη ο αξύριστος ταξιτζής.
Κάθισα στο πίσω κάθισμα ανάμεσα στους σηκωμένους μου γιακάδες.
«Να πάμε από τον περιφερειακό για πιο γρήγορα;» ρώτησε.
«Κάνε ότι θέλεις, μόνο κόψε τις ερωτήσεις», μουρμούρισα.
Συμμορφώθηκε. Τον έβλεπα από τον καθρέφτη –έψαχνε τρόπο ν΄ανοίξει κουβέντα χωρίς να ρωτήσει κάτι.
«Παλιόκαιρος σήμερα», είπε στο τέλος.
Δεν απάντησα. Συμφωνούσα.
Δεν είχε αλλάξει σπίτι από την εποχή που τον ήξερα. Πάνω από το χρυσοχοείο –δεύτερος όροφος –στον πρώτο έμεναν κάτι θείοι του. Πλήρωσα τον ταξιτζή και άφησα να με κλέψει στα ρέστα για να βγάλει το άχτι του. Περίμενα να χαθεί στο βάθος του δρόμου πριν καθίσω στο τσιμεντένιο παγκάκι –εκεί, στην ξεραμένη παιδική χαρά απέναντι από το διώροφο. Κανείς δεν είχε φροντίσει να φυτέψει καινούργιο γρασίδι από τότε που είχαμε κάψει τον γιγάντιο σκουπιδοτενεκέ. Το χώμα είχε παραμείνει καφέ λάσπη –ίσως πάλι να φύτεψαν νέο χορτάρι αλλά κάποιοι φρέσκοι πιτσιρικάδες να ακολούθησαν το έθιμο. «Αν αμφιβάλεις, βάλε φωτιά –αν βαριέσαι, βάλε φωτιά –κάψε, κάψε, μόνο η στάχτη τους να μείνει». Κοίταξα –δεν υπήρχε πουθενά στάχτη. Ούτε αυτό πια. Τα αυτοκίνητα άφηναν μαλακό λάστιχο στην άσφαλτο –όλο και συχνότερα πλέον. Λάστιχο. Το αφήνεις κι αυτό έχει ξεχειλώσει τόσο που δεν επανέρχεται. Ο χρόνος μας.
Τον είδα να βγαίνει άτσαλα. Προσπαθούσε να κρεμάσει μια μαύρη τσάντα από τον ώμο του, την ώρα που έπεφταν τα κλειδιά του. Χαμογέλασα. Μια ζωή –ίδιος. Ευτυχώς δεν φορούσε γραβάτα μέσα από την μπεζ καμπαρτίνα του. Σηκώθηκα παίζοντας με το καπάκι του zippo. Με είδε ή με άκουσε –με εντόπισε πάντως. Πέρασε τον δρόμο βιαστικός.
«Ρε μαλάκα ζεις;»
«Καλά, μην το κάνουμε και θέμα τώρα», χαμογέλασα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος μου.
Δεν είχα καμιά όρεξη να αρχίσουμε τις αγκαλιές. Σιχαίνομαι να με αγγίζουν.
«Που χάθηκες;»
«Όπου χαθήκαμε όλοι. Στη διαδρομή», είπα.
Κοίταξε τριγύρω, ψάχνοντας το αυτοκίνητό του.
«Πάω στη δουλειά», με πληροφόρησε. «Θα έρθεις;»
Δεν περίμενε την απάντηση μου –προχώρησε προς το αυτοκίνητο κι εγώ τον ακολούθησα.
Δεν μιλούσαμε για λίγο.
«Με τι ασχολείσαι τώρα;»
«Μεταφέρω εκτελέσεις».
Γέλασε.
«Εγώ πήρα τη δουλειά του γέρου μου. Θυμάσαι το ‘Γραφείο Ταξειδίων’;»
Έγνεψα καταφατικά.
«Καλά είναι. Έχουμε και δωρεάν εισιτήρια –φεύγουμε συχνά».
«Ποιοι;»
«Εγώ. Και η οικογένεια. Έχω ...»
«Δεν είναι ανάγκη να μάθω».
«Πάντα ο ίδιος κρετίνος!» παρατήρησε.
«Εσύ;»
«Τι εγώ;»
«Θυμάσαι τίποτα;»
«Μόνο όσα δεν μπορώ να ξεχάσω. Λιγοστεύουν όμως –συνέχεια».
Ήμουν σίγουρος γι΄αυτό.
«Πέρασα από τον ‘πίνακα ανακοινώσεων’»
Με κοίταξε.
«Και λοιπόν;»
«Τίποτα», άφησα λίγο χρόνο πριν συνεχίσω. «Ποιος έγραψε τελευταία φορά;»
Γέλασε νευρικά.
«Δεν ξέρεις;»
«Αν ήξερα δεν θα ρώταγα».
«Σωστά».
Έπεσε πάλι μια άσχετη σιωπή.
«Γιατί ήρθες να με βρεις;»
«Επειδή σε πεθύμησα μαλάκα!»
Γέλασε πικρόχολα. Μετά έβρισε κάποιο λεωφορείο που του έκανε σφήνα.
«Δεν έπρεπε να έρθεις. Απορώ δηλαδή που βρήκες το θράσος! Τι ζητάς από μένα –μου λες; Ξεμπέρδεψα, τελείωσα .... μαζί σου .... και με όλα τα υπόλοιπα. Μου χρωστάτε, δεν σας χρωστάω. Αλλά δεν το έκανα θέμα. Κατάλαβες; Γύρνα πίσω εκεί που ανήκεις».
«Αυτό είναι το πρόβλημα –δεν μπορώ να γυρίσω. Παγιδεύτηκα».
«Αυτό είναι το ΔΙΚΟ ΣΟΥ πρόβλημα. Γιατί θα έπρεπε να με νοιάζει;»
«Σωστά. Πες μου λοιπόν ποιος έγραψε τελευταίος στον ‘πίνακα ανακοινώσεων’ και δεν θα με ξαναδείς μπροστά σου».
Ξεκαρδίστηκε –όπως στο τέλος κάποιου συμβατικού ανέκδοτου.
«Εσύ έγραψες τελευταίος. Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι; Κόψε την πλάκα λοιπόν».
Σήκωσα τους γιακάδες του παλτού μου.
«Σταμάτα εδώ –κατεβαίνω».
Κοίταξε από τον καθρέφτη πριν αλλάξει λωρίδα. Πλησίασε προσεκτικά το πεζοδρόμιο. Ήμουν έξω πριν προλάβει να σταματήσει εντελώς.
«Άρη;»
Γύρισα προς το ανοιχτό παράθυρο.
«Φύγε πριν ξεφτιλιστείς. Φύγε όρθιος, όσο προλαβαίνεις»
Δεν απάντησα. «Κάτι μας είπες τώρα ρε μαλάκα!»
Οι περαστικοί με έπνιξαν σε υδρατμούς άγχους. Ζαλίστηκα. Οι βιαστικοί το εκμεταλλεύτηκαν για να με σπρώξουν, να με στριμώξουν κόντρα στον τοίχο. Έψαξα τις αντοχές μου, έτρεξα ρίχνοντας αγκωνιές –κάπου θα εμφανιζόταν ένα τυφλό στενό. Με σκυμμένο το κεφάλι αγωνιζόμουν να ξεφύγω, αλλά δεν υπάρχουν διέξοδοι δρόμοι στην κεντρική λεωφόρο –έπρεπε να αλλάξω τακτική. Κοίταξα γύρω, όσο με άφηναν τα σώματα των διπλανών μου. Σίγουρα θα υπήρχε μια πόρτα, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να την ανοίξω. Κι έτσι έτρεχα προσεκτικότερα τώρα –για να μη χάσω την πόρτα.
Ανέβηκα τις σκάλες ενός πολυκαταστήματος –δεν ήταν ακριβώς η πόρτα που έψαχνα, αλλά θα έβρισκα σίγουρα κάποιο καταφύγιο εκεί. Κάποιου είδους κρυψώνα για να γλιτώσω την ώρα αιχμής. Συνήθως είναι στον πρώτο όροφο –δεν είναι εύκολο να στήσεις τη λευκή κόλαση στα ψηλά πατώματα. Δεν είναι αποδοτικό επίσης. Είδα την ορθάνοιχτη πόρτα και μπήκα προετοιμασμένος. Άσπρο φως και λευκά κήτη με υποδέχτηκαν. Δεν με τρόμαζαν οι απειλητικοί τους όγκοι –θα τους χρησιμοποιούσα για να κρυφτώ. Ο νεαρός με το μπλε πουκάμισο και την ασορτί γραβάτα με εντόπισε πολύ γρήγορα.
«Θέλετε να σας βοηθήσω σε κάτι;»
«Όχι δεν χρειάζομαι βοήθεια» -κι αυτό ήταν μεγάλο ψέμα.
Πέρασα με γρήγορα βήματα τη λευκή βραχώδη περιοχή, έπρεπε να οριοθετήσω τον χώρο. Στο τέλος μόνο –εκεί που τα ύψη χαμήλωναν, κάθισα στο πάτωμα. Ήμουν κουρασμένος και πονούσα στο πίσω μέρος του κεφαλιού –άνοιξα ένα χαμηλό πορτάκι και ανέπνευσα μέσα στον μαύρο φούρνο. Η εσωτερική επένδυση μου θύμισε νύχτα χωρίς ενοχλητικά φεγγάρια–μόνο μακρινά αστέρια. Σηκώθηκα ψάχνοντας, ας πούμε, την Αρνητική Ζώνη.
Βρέθηκα ανάμεσα στις αλλεπάλληλες εικόνες –για την ακρίβεια ήταν μια εικόνα που με κοίταζε μέσα από δεκάδες μάτια. Μετά άλλαζε. Παντού. Ταυτόχρονα. Χρώματα –ευτυχώς ήταν απαλά ακόμα. Αλλά ήμουν προετοιμασμένος. Κάποια στιγμή θα γίνονταν οι ταυτόχρονες εκρήξεις και εκτυφλωτικά χρώματα θα με χτυπούσαν από όλες τις πλευρές. Ήμουν προετοιμασμένος. Απολάμβανα την ησυχία που αποδυναμώνει τις εικόνες, στεκόμουν όρθιος αφήνοντας τα απαλά χρώματα να γλιστράνε πάνω μου.
«Τι πράγμα;» ρώτησα απορημένος. Κάτι μου είχε πει αλλά δεν είχα καταλάβει. Ήταν μια γυναίκα με τεράστια μάτια –κάποιοι λένε πως στην εγκυμοσύνη πρήζεται το σώμα, εγώ έχω διαπιστώσει οτι, κυρίως, τα μάτια μεγαλώνουν. Είναι εντελώς άχρηστο –γι΄αυτό είναι εντυπωσιακό. Είχε μια τεράστια κοιλιά.
«Σας είπα πως είμαι εφτά μηνών έγκυος. Με ρωτήσατε αν ζεσταίνομαι και σας απάντησα. Στον έβδομο μήνα ζεσταινόμαστε συνέχεια. Κάποιες φορές καταντάει αφόρητο».
«Σας ρώτησα εγώ αν ζεσταίνεστε;»
Με κοίταξε σκεπτική.
«Δεν νιώθετε καλά;»
Κρυμμένος στη λευκή κόλαση, πολιορκημένος από εναλλασσόμενες εικόνες, μαζεύοντας κουράγιο για να βουτήξω στη θάλασσα των θορύβων –φυσικά και δεν ένιωθα καλά!
«Όχι», ίδρωνα μάλλον. «Εντάξει είμαι».
Ακούμπησε σε μια κολώνα, αφήνοντας τις εικόνες να χαράζουν την πλάτη της. Ίδρωνε κι αυτή. Μπορεί και να την είχα ρωτήσει τελικά.
«Γιατί αποφεύγετε τις λύσεις; Είχατε όλες τις ευκαιρίες να γλιτώσετε –αλλά εσείς τις αποφύγατε. Άλλοτε οργισμένος, μερικές φορές αδιαφορώντας –αλλά το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο. Περνάτε δίπλα στις ευκαιρίες σας χωρίς να απλώσετε το χέρι».
Την κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. Μια έγκυος –μόνο μάτια και κοιλιά –με μακριά μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Έπρεπε να το δεχτώ –δεν είχα τίποτα διαφορετικό να επιλέξω. Άλλωστε.
«Ίσως να μην είδα τις λύσεις που λέτε. Ίσως να ήθελα κάτι ακόμα. Περισσότερο».
«Ίδιοι είσαστε όλοι σας!» γέλασε η γυναίκα. «Ζητάτε απεγνωσμένα κάποιο θάνατο κι όταν έρθει να σας συναντήσει, προσπερνάτε με απαξίωση. Σας φάνηκε λίγος ο θάνατος το ξημέρωμα κύριε Μαλτέζο; Σας φάνηκε κουρελής; Χαμένος; Ζητιάνος; Τι περιμένατε από τον θάνατό σας κύριε Μαλτέζο; Τι εικόνα έχετε σχηματίσει για τον προσωπικό σας θάνατο; Μαύροι καβαλάρηδες με αδειανές κάπες στη θέση του προσώπου; Ελάτε τώρα –δεν είσαστε τόσο κουτός!»
Έσκυψα το κεφάλι. Είχε δίκιο. Από την αρχή το ήξερα.
«Δεν είναι στομωμένο το μαχαίρι, Άρη –ένα κλειδί είναι –πως δεν το είδες;»
«Εντάξει, κόφτο τώρα. Είδα το κλειδί και το πήρα. Το κράτησα –εγώ ορίζω τη μοίρα μου. Και δεν πρόκειται να ψάξω, αυτός θα ξανάρθει για να με βρει. Αλλά δεν πρόκειται να φύγω έτσι. Δεν θα είναι εύκολο –μ΄ακούς; Και μην μου στέλνετε κοπελίτσες –ξέρω οτι όλα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Όμως δεν είναι. Μην με υποτιμάτε».
Τα γόνατά της λύγισαν στο βάρος. Ίδρωνε απεγνωσμένα, την έπιασα από το μπράτσο και την οδήγησα πιο μέσα –ένας δερμάτινος καναπές στη μέση της αίθουσας των θορύβων. Εδώ θα ήταν καλύτερα.
«Η εγκυμοσύνη είναι μπελάς», δικαιολογήθηκε.
«Μίλα μου τώρα. Είσαι εδώ για να μου πεις και είμαι πρόθυμος να σε ακούσω».
Έβγαλε ένα λευκό μαντήλι και σκούπισε το μέτωπό της.
«Η Ελένη είναι το πρόβλημα. Έχω δίκιο;»
Είχε.
«Πριν τη νιώσεις, έψαχνες να φύγεις αλλά δεν έβρισκες τον τρόπο. Τώρα βλέπεις την έξοδο αλλά δεν ξέρεις αν θα βρεθείς κοντά της. Ο τρόπος πλέον δεν σου αρκεί, θέλεις να ξέρεις και τι υπάρχει πίσω από την πόρτα. Στ΄αλήθεια πιστεύεις πως έχεις το χρόνο να διαλέγεις;»
«Ποτέ δεν τα πήγα καλά με τον χρόνο», συμπέρανα.
«Ποτέ δεν τα πήγες καλά με τίποτα. Ούτε καν με τον ίδιο σου τον εαυτό. Θυμάσαι τι έλεγες; Αφημένα στον τοίχο τα έχεις για να μην τα ξεχάσεις».
«Εγώ;»
«Εσύ. Εσείς. Όλοι. Έχει διαφορά; Από πότε ξεχωρίζεις το σήμερα με το χτες;»
«Δεν ξέρεις τι λες. Δεν υπάρχουν πλέον αυτά».
«Υπήρχαν μέχρι που ήρθε εκείνη. Μην το αρνείσαι. Μην σε αρνείσαι».
«Βλακείες. Τίποτα –μ΄ακούς; ‘Την υπόθεσή μου θεμελιώνω στο τίποτα’. Έτσι θελήσαμε κι έτσι έγινε».
«Έτσι θέλησες Άρη. Εσύ κρατάς το κλειδί μακριά από την πόρτα».
«Έτσι θέλω –ναι. Κι αυτό που θέλω, αυτό θα γίνει. Είμαι ο μόνος ζωντανός στον κόσμο μου».
«Είναι ακριβό το τίποτα, Άρη. Κι εσύ είσαι πολύ ξεροκέφαλος για να αποφύγεις την πληρωμή».
«Ακριβό είναι μόνο αυτό που δεν θέλουμε να αποκτήσουμε».
Κούνησε το κεφάλι στεναχωρημένα λες και είχε μπροστά της ένα άτακτο παιδί. Θα γινόταν καλή μητέρα.
«Διάλεξες χωρίς να έχεις επιλογή. Ο πόνος θα σε περιμένει κι εσύ θα τον συναντήσεις γονατιστός. Ανήμπορος να φτάσεις στο τέλος που έδιωξες απερίσκεπτα».
Ανασήκωσα τους ώμους.
«Είναι καλό να σε περιμένει κάποιος –αποκτάς έναν σκοπό στη ζωή σου».
Γέλασε εκνευρισμένη.
«Τα κρύα αστεία δεν θα σε βοηθήσουν».
Σηκώθηκε με κόπο και στάθηκε μπροστά μου.
«Δώστη μου», απαίτησε ήρεμα.
Έβγαλα τη γυάλινη μπάλα από την τσέπη του παλτού μου. Την έσφιξα στη χούφτα μου πριν την αποχωριστώ.
Η γυάλινη μπάλα εξαφανίστηκε καθώς εκείνη έκλεινε τη μικροσκοπική γροθιά της –ήταν παράξενο. Μετά με άγγιξε στον καρπό –λες και έψαχνε τον σφυγμό μου. Περίμενα. Δεν με ενοχλούσαν τα ιδρωμένα δάχτυλα που τυλίχτηκαν εκεί γύρω, γιατί δεν ένιωθα τίποτα στο δέρμα. Όλα ήταν μέσα –από κάτω. Και η Ελένη μπήκε σαν ασημένιο χιόνι από τους πόρους μου, πήγαινα στοίχημα πως σύντομα θα συναρμολογούσε τα κομμάτια της μέσα στις φλέβες μου. Έκλεισα τα μάτια σφιχτά –δεν χρειαζόταν πια.
«Μην ανησυχείς αγάπη μου. Θα είμαστε ένα».
Άνοιξα τα μάτια μου. Είδα πρώτα τα στραβοπατημένα παπούτσια –σήκωσα αργά το κεφάλι. Ο άνθρωπος με το χαμένο βλέμμα στεκόταν μπροστά μου, με το χέρι απλωμένο. Πίσω από το κεφάλι του τρεμόπαιζε η φωτεινή επιγραφή.
Έψαξα τον σουγιά στην τσέπη μου. Τον βρήκα και του τον έδωσα. Δάκρυα συντριβής στα μάτια του.
«Δεν πειράζει», τον καθησύχασα.
«Δεν είναι σωστό να γίνει έτσι», είπε περίλυπος.
«Ποτέ μας δεν κάναμε το σωστό και είναι αργά ν΄αλλάξουμε», μουρμούρισα.
Είχε μείνει εκεί –απολιθωμένος, με το χέρι ακόμα απλωμένο. Η πειραγμένη εξάτμιση άδειασε θόρυβο στην έρημη πλατεία, η συμπαθητική, αδιάφορη, κοπέλα έτρεξε –βγαίνοντας από την ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου. Μάζεψε τον χαμένο άνθρωπο με τρυφερότητα.
«Πάμε πατέρα, είναι αργά», μουρμούρισε.
Δεν άντεχα να τους βλέπω καθώς απομακρύνονταν. Προτίμησα να χαζέψω τον μοντέρνο νεαρό που γελούσε με το κεφάλι έξω, κοιτάζοντάς με πίσω από το τζάμι του σπορ αυτοκινήτου.
Του έκανα κωλοδάχτυλο.
Σοβάρεψε απότομα.
Σηκώθηκα.
Πλησίασα αργά.
Εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και έφυγε σπινιάροντας. Οι άλλοι δύο ήταν ήδη μέσα στο αυτοκίνητο.
Συνέχισα τον δρόμο μου ακολουθώντας δύσκολα βήματα.
Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Η επιγραφή θα έσβηνε σύντομα. 10, 9, 8, 7 ... Έφτασα στον «πίνακα ανακοινώσεων». Χάζεψα τις διαφημιστικές αφίσες και τις αγγελίες που κατέληγαν σε κρόσσια τηλεφωνικών αριθμών. Αριστερά από τις κουρελιασμένες αφίσες, κάποιος είχε γράψει με κίτρινο μαρκαδόρο.
«ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΑΡΓΑ. ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΕΣ ΚΟΡΟΪΔΟ».
Γέλασα ακουμπώντας την παλάμη μου στον κρύο τοίχο.
Σύντομα θα ξεκινούσε η καινούργια μέρα. Έπρεπε να περάσω από την εταιρεία, κάποια δουλειά θα με περίμενε –βιαστική δουλειά, όπως πάντα. Πρώτα όμως θα πήγαινα στο σπίτι μου, χρειαζόμουν ξεκούραση. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής, σέρνοντας τα πόδια μου. Κρύωνα λες και ήμουν ήδη σπίτι.
Μέσα στις φλέβες μου την ένιωθα να κινείται, πάλευε να πάρει μορφή συμπιέζοντας τα πνευμόνια μου. Μια άλλη ζωή –αν μπορείς να ονομάσεις «ζωή» αυτό το πράγμα. Πήγαινα στοίχημα πως δεν θα αργούσε να φανεί απέξω, στην επιφάνεια, εξογκώνοντας το δέρμα –τίποτα πια δεν θα ήταν λείο. Η δική της κυριαρχία. Καρκίνος. Mar Vell.
Ω της ποιήσεως Δευτέρα Παρουσία
-
*ΕΡΩΤΑΣ ΟΠΩΣ ΘΑΝΑΤΟΣ – Μια νύχτα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα*,
Χατζηχριστοδούλου Μαρία, εκδ. ΣΜΙΛΗ, 2024
Τον *Κήπο της μνήμης* είχα υπόψη (εκδ. Μ...
Πριν από 2 εβδομάδες
14 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
"Alas - how terrible is wisdom when it brings no profit to the wise?"
Alone on a train aimless in wonder
An outdated map crumpled in my pocket
But I didn't care where I was going
They're all different names for the same place
The coast disappears when the sea drowned the sun
I've no words to share with anyone
The boundaries of language are quietly cursed
All the different names for the same things...
Johhny Favourite χωρίς ασανσέρ -έτσι κουμπάρε;
raz, τίνος είναι οι στίχοι;
Υ.Γ.: Den omilo tin agglikin -euxaristo.
einai afto pou leme se mia gomena gia na thn piraksoume:oute o thanatos de se pairnei...
Είναι αυτό που λέμε "μη χειρότερα -αλλά ήρθαν και τα χειρότερα" puppet.
Υ.Γ.: Χεχε, αυτό που λες δεν έχω τολμήσει ποτέ να το πω σε γυναίκα πάντως.
Ούτε να το τολμήσεις θα συμπλήρωνα... :-)
kala re pedia hrema oute egw to exw pei sovara.you know astiaki :)
paper, σε μερικές (και μερικούς) σίγουρα χρειάζεται -ξέρεις, όλα εκείνα τα ατομάκια που έχουν υφάκι "και καλά" -αλλά δεν αξίζουν ούτε να τα φτύσεις. Όμως έχω ένα τρομερό κόμπλεξ στο να βρίζω τους ανθρώπους -ειδικά αν ο άσχημος χαρακτηρισμός ανταποκρίνεται σε ένα πραγματικό τους ελάττωμα. Οπότε, είναι όπως το λες. Δεν τολμώ να το πω.
puppet, σε κόβω να είσαι τα ίδια σκατά με μένα σε θέματα τυχόν προσβολής των άλλων. Ευγενικό παιδί (αλλιώς κορόιδο).
vasika otan gnwrisw kapoion den exw kanena kolima na ton ironevomai sinexia(kserei o fixit)alla otan den gnwrizw kapoion odws eimai semno pedaki.
οσο παει και παρανοεί ο Αρης.
για να δουμε τι θα δουμε....
puppet ναι εντάξει -τον fixit! Για να ήταν καμιά κοπελίτσα και θα σου έλεγα εγώ!
Άσωτε, τι περιμένεις; Γυναίκα έχει μπλεχτεί στη μέση -η ιστορία του κόμσου είναι αυτή.
Συγχαρητήρια, φίλε μου. Κουβαλάς την
ευλογία και την κατάρα των ταλαντούχων...
Μακριά από εμένα το ταλέντο -φίλε. Όσοι το έχουν ζουν μέσα στο άγχος της αξιοποίησής του (ή έτσι θα έπρεπε να είναι).
Ευλογία και κατάρα; Η ύπαρξη κάποιων ανθρώπων στη ζωή μου είναι ευλογία, ενώ η δική μου ύπαρξη στις ζωές τους είναι σκέτη κατάρα.
Αυτά.
οταν ο εντγκαρ αλλαν ποε συναντησε τον ρομπερτ σμιθ.
in black...
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!