1. Σφραγίζοντας πλαστά διαβατήρια
«Ότι και να κάνεις –μην ξεχάσεις πως σε λένε. Όπου κι αν πας, θα είσαι πάντα ένας Καστρινός. Γιάννης Καστρινός –σαν τον παππού σου, που τον έχουν άγαλμα στην πλατεία. Μη ρεζιλέψεις τη φάρα μας –ακούς γιε μου;»
Ο Γιάννης είχε χρόνια να περπατήσει στην πλατεία με τον ανδριάντα του παππού. Ένας γερασμένος πλάτανος που σκίαζε σιδερένιους σκελετούς, καλυμμένους με πλαστικές λωρίδες –τις καρέκλες του καφενείου. Μια στερεμένη βρύση –νερό που κατέβαινε από το βουνό. Στη μέση της πλατείας το μαρμάρινο κεφάλι ενός αντάρτη –«Ιωάννης Καστρινός, φονευθείς υπό των Δυνάμεων του Άξονα στην μάχη του Παρασυρού». Ημερομηνίες από κάτω –γέννηση, θάνατος και το όνομα του κοινοτάρχη που παράγγειλε τον ανδριάντα. Κάθε άνοιξη είχαν το μνημόσυνο –έβγαζαν λόγους, κατέθεταν στεφάνια –ο Γιάννης κουραζόταν από την ορθοστασία. Μια φορά του είχαν δώσει ένα ποίημα να απαγγείλει –κρατούσε το χαρτί στο αριστερό χέρι, μουλιασμένο από ιδρώτα, στο δεξί χέρι ένα κερί των πενήντα λεπτών –αναμμένο, έσταζε στα μπλε μποτάκια του. Δεν είχε πει ποτέ το ποίημα –ζαλιζόταν από τον ήλιο, παραπατούσε, ένιωθε αναγούλα. Το είχε βάλει στα πόδια, ρεζιλεμένος –φοβόταν οτι θα τα κάνει πάνω του. Ο πατέρας απέφυγε να του μιλήσει όταν επέστρεψε από το μνημόσυνο. Και την επόμενη μέρα. Και τη μεθεπόμενη. Όταν νόμιζε πως το θέμα είχε ξεχαστεί –«να κρατάς όρθιο τον εαυτό σου, να φεύγεις όσο ακόμα ορίζεις τα πόδια σου –περπατώντας να φεύγεις, όχι τρέχοντας», είχε πει ο πατέρας στο κυριακάτικο τραπέζι, μια βδομάδα μετά το περιστατικό.
Παρατηρητής
Ο Γιάννης παρακολουθούσε ειδήσεις με χαμηλωμένη την ένταση γιατί, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο στήθος του, βολεμένη στον μακρύ καναπέ, κοιμόταν η Βίκυ –δεν του πήγαινε καρδιά να την ξυπνήσει. Έτσι, προσπαθούσε να μαντέψει τα νέα από τους τίτλους –«ΝΟΘΕΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΕΙ Η ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ», «ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΓΓΕΛΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ», «ΧΑΟΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΤΑΥΡΟΔΟΣΙΑ». Τα είχαν καταφέρει, σε πρώτη φάση –ήταν φανερό.
Παρένθεση
«Με λένε Ποντικό».
«Πως κι έτσι;»
«Επειδή χώνω συνέχεια τη μύτη μου στα βιβλία».
«Καλύτερα ποντικός παρά τυφλοπόντικας –αυτό λέω εγώ».
Το παιδί είχε χαμογελάσει πλατειά κι ο Γιάννης ένιωθε πως κέρδιζε, σταδιακά, την εμπιστοσύνη του.
«Κάποια μέρα τα βιβλία θα πεθάνουν και τότε, όσοι διάβαζαν, θα μας είναι πολύτιμοι», είπε ήσυχα ο Γιάννης.
«Θα ‘σας’ είναι; Ποιοι είσαστε εσείς;» ρώτησε απορημένος ο Αντώνης.
«Εμείς. Εγώ, εσύ, ο άλλος εκεί πέρα –οι άνθρωποι γενικότερα».
«Α, μάλιστα. Αυτό εννοούσες;»
Ο Γιάννης γέλασε καλόκαρδα.
«Όχι βέβαια».
«Το είχα καταλάβει», μουρμούρισε ο Αντώνης.
«Είσαστε έξυπνα παιδιά εσείς που διαβάζετε!» ψευτοθαύμασε ο Γιάννης.
Παρατηρητής
Η Βίκυ έστριψε λίγο το σώμα της και σφίχτηκε πάνω του καθώς κοιμόταν. Της χάιδεψε τα μαλλιά, αφηρημένος. Δέκα χρόνια. Ότι άξιζε στη ζωή του –η Βίκυ και η μικρή που κοιμόταν επίσης γαλήνια στο δωμάτιό της. Ένιωθε αυτάρκης αλλά αδύναμος. Πως θα κατάφερνε να τις προστατεύσει; Κι αν, πριν, υπήρχε ανασφάλεια, φόβος, μητροπολιτική παράνοια – εκείνοι φρόντιζαν τώρα να φέρουν το χάος. Πόσο χρόνο θα είχε άραγε στη διάθεσή του για να μεταφέρει τη Βίκυ και τη μικρή σε κάποιο ασφαλές μέρος; Ίσως στο πατρικό του, στο χωριό με την πλατεία και τον ανδριάντα –ο γέρος του είχε πεθάνει πριν 3 χρόνια, αλλά η μάνα του ζούσε ακόμα. Αυτή θα ήξερε τι να κάνει, πως να τις προφυλάξει. Χάιδεψε τον ώμο της γυναίκας του απαλά κι εκείνη χαλάρωσε στο άγγιγμά του.
Παρένθεση
«Τι είσαι εσύ;»
«Σερβιτόρα. Τι περίμενες να βρεις εδώ μέσα, δηλαδή;»
«Ξέρω ‘γω; Γραφίστες ίσως;»
«Μπράβο! Το πέτυχες! Τέτοια είμαι».
«Δεν σε έχω ξαναδεί».
«Ούτε κι εγώ».
«Περίεργο –γιατί έχω πέντε χρόνια στην εφημερίδα».
«Ναι ε; Εγώ πάλι, προχτές άρχισα να δουλεύω».
«Έτσι εξηγείται!»
«Που δεν με ξέρεις;»
«Όχι –που δηλώνεις ακόμα ‘σερβιτόρα’».
Η κοπέλα έκρυψε το ξέσπασμα κάποιου γέλιου. Ο Γιάννης άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της.
«Καστρινός. Γιάννης Καστρινός».
Η κοπέλα του γύρισε την πλάτη.
«Δεν έχω τελειώσει ακόμα το κομμάτι σου. Πριν μισή ώρα μου το κατέβασαν».
«Το ξέρω. Ήρθα να σου φέρω τις λεζάντες», είπε ο Γιάννης αφήνοντας το χέρι του να κρεμάσει αργά.
«Καλά. Άστες και θα τις δω».
Γύρισε να φύγει. Οι κοπέλες του Δημιουργικού δεν φημίζονταν για τη φιλική συμπεριφορά τους. Εκκεντρικές, ενίοτε υστερικές –καλύτερα να μην τους έμπαινες στη μύτη, αν δεν ήθελες το άρθρο σου να καταλήξει ένα μάτσο ασύνδετες στήλες.
«Βίκυ», άκουσε τη φωνή της πίσω του.
«Ορίστε;» γύρισε.
«Βίκυ. Το όνομά μου. Έτσι με λένε»,είπε η κοπέλα ξεχωρίζοντας κάποια σλάιντς.
«Χάρηκα», απάντησε απροετοίμαστος. «Γιάννης», έκανε να απλώσει πάλι το χέρι του αλλά μετάνιωσε. Αντί γι΄αυτό έπιασε το χερούλι της πόρτας και βγήκε έξω. Όμορφη κοπέλα. Κρίμα που ήταν γραφίστρια!
Παρατηρητής
Η μικρή έβηξε μέσα στον ύπνο της κι ο Γιάννης πετάχτηκε όρθιος. Κυκλοφορούσε μια ίωση, «κάθε μέρα έλειπε και άλλο παιδί από το σχολείο» –παραπονιόταν η μικρή. Ο Γιάννης δίστασε, ψάχνοντας τις παντόφλες του, στο τέλος αποφάσισε να περιμένει –η μικρή δεν ξανάβηξε.
«Τι έγινε;» ρώτησε αναμαλλιασμένη η Βίκυ χωρίς να έχει ξυπνήσει εντελώς.
«Τίποτα αγαπούλα. Η μικρή έβηξε λίγο».
Η Βίκυ στηρίχτηκε στον αγκώνα της ανήσυχη.
«Είναι καλά;»
«Μια χαρά. Θέλεις να πάμε στο κρεβάτι μας;»
Δεν περίμενε απάντηση από τη γυναίκα του. Της έδωσε το χέρι, οδηγώντας την στο υπνοδωμάτιο, εκείνη τον αγκάλιασε.
«Όλα καλά αγαπούλα; Μοιάζεις ανήσυχος», παρατήρησε.
Ένιωσε το μάγουλό της πάνω στο δικό του –ζεστό ακόμα από τον ύπνο.
«Ναι, μια χαρά», είπε. «Χάζευα τις ειδήσεις».
«Της κακομοίρας γίνεται», σχολίασε η Βίκυ έχοντας ξυπνήσει εντελώς. «Στην εφημερίδα έλεγαν σήμερα πως η κυβέρνηση ετοιμάζεται να βγάλει τα τανκς στους δρόμους αν συνεχιστούν οι διαδηλώσεις».
«Στην εφημερίδα λένε, συνήθως, μαλακίες» της υπενθύμισε.
«Ναι, αλλά τώρα δεν είναι το ίδιο. Έχει διαρρεύσει ...»
«Μην ασχολείσαι ρε αγαπούλα», έκοψε την κουβέντα εκείνος. Απότομα.
Είχαν ήδη ξαπλώσει στο κρεβάτι, η Βίκυ κόλλησε πάνω του τουρτουρίζοντας.
«Φοβάμαι Γιάννη. Δεν θέλουν πολύ να αρχίσουν το πιστολίδι ... Και μετά ...»
«Κοιμήσου μωρό μου», είπε εκείνος χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
Έμεινε έτσι, δίπλα της, ακίνητος –μέχρι ν΄ακούσει την ανάσα της, βαριά αλλά σταθερή. Ακόμα μια νύχτα που θα πάλευε να κρύψει την αϋπνία του –βάλθηκε να υπολογίζει την κατάσταση.
Σε αυτή τη φάση δεν θα κατέβαζαν το στρατό γιατί, απλούστατα, δεν τον έλεγχαν. Η τωρινή αντιπολίτευση είχε χάσει τις προηγούμενες εκλογές μετά από μια δωδεκαετία συνεχούς διακυβέρνησης. Η τωρινή κυβέρνηση δεν είχε προλάβει, μέσα σε μια τετραετία να «καθαρίσει» τις Ένοπλες Δυνάμεις –μόνο οι Αρχηγοί και οι Υπαρχηγοί ήταν δικοί της. Τα μεσαία στελέχη ήταν μοιρασμένα –κανένας δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει σε ποιο από τα δυο μεγάλα κόμματα ανήκαν. Το ίδιο ίσχυε και στην αστυνομία. Γι΄αυτό είχαν διαλέξει εκείνη τη χρονική στιγμή να εφαρμόσουν το σχέδιό τους –ή μάλλον και γι΄αυτό. Θυμόταν ακόμα τους παράγοντες που έπρεπε να ισχύσουν προκειμένου να περάσουν στο τελικό στάδιο, στα συντονισμένα σαμποτάζ –στα «σφυριά».
Παρένθεση
«Κάντε ησυχία όλοι σας! Αυτός εδώ είναι ο Γιάννης. Γιάννη, αυτοί είναι οι ‘όλοι’».
Τους κοίταξε ενώ εκείνοι έκαναν το ίδιο. Πέντε παιδιά που έπιναν μπύρες, μισοξαπλωμένοι στους καναπέδες –δεν ήταν εύκολο να τους κρατήσεις ήσυχους για περισσότερο από μισό λεπτό. Ο Αντώνης δίπλα του, έκανε αγριεμένα νοήματα.
«Μου μίλησε ο Αντώνης για σας, χαίρομαι που σας γνωρίζω», είπε ήσυχα ο Γιάννης.
«Τι λέει το άτομο; Μήπως θα μας φιλήσει και το χέρι;» εκνευρίστηκε ο ξανθός από την άκρη του καναπέ -έτοιμος να σωριαστεί στο πάτωμα.
«Σκάσε ρε Δημήτρη!» πετάχτηκε ο Αντώνης.
«Δεν έχει νόημα», είπε μέσα από τα δόντια του ο Νίκος. «Τέτοια ώρα, είμαστε κομμάτια. Ας κάνουμε την κουβέντα κάποια άλλη μέρα».
«Νομίζεις πως έχεις όλες τις μέρες του κόσμου δικές σου;» τον ρώτησε ο Γιάννης.
«Αυτό είναι άλλο ...», ξεκίνησε να λέει ο Γρηγόρης.
«Για το άλλο ήρθα να μιλήσουμε», χαμογέλασε ο Γιάννης.
«Δεν τον γουστάρω αυτόν», ψιθύρισε ο τελευταίος της παρέας, ένας κοντός που τον έλεγαν Βασίλη, στο αυτί του Νίκου.
«Δεν σε ρώτησε κανένας μαλάκα!» πετάχτηκε ο Αντώνης.
«Αλλά θα έπρεπε», είπε ο Γιάννης.
«Εντάξει, ας το πάμε πάλι από την αρχή», σχολίασε ο Γρηγόρης. «Σε έχω δει εσένα, στο Πανσπουδαστικό».
«Κι εγώ σε έχω δει», παραδέχτηκε ο Γιάννης. «Περισσεύει καμιά μπύρα;»
Οι υπόλοιποι του έκαναν χώρο να καθίσει. Κάποιοι έμοιαζαν απρόθυμοι.
Υπόθεση
Οι πρώτες συνοικίες που αυτο-οργανώθηκαν ήταν αυτές όπου ζούσαν μετανάστες. Συνηθισμένοι να αντιμετωπίζουν διαμάχες μεταξύ ομάδων από διαφορετικές χώρες –το εθνικιστικό παραμύθι που είχε μεταφερθεί στις γειτονιές της πόλης, άνθρωποι φτωχοί που σπαταλούσαν ώρες και ενέργεια για να αποδείξουν πως είναι δυνατότεροι από τους παλιούς γείτονές τους. Έτσι έφτιαχναν γκέτο μέσα στα γκέτο –ακόμα κι όταν οι καμαρωτοί εθνικόφρονες, οι γηγενείς ρατσιστές της πόλης, έκαναν επελάσεις, ακόμα και τότε η συνεργασία ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες μεταναστών ήταν δύσκολη. Αδύνατη. Όμως τώρα ήταν αλλιώς. Με τον κοντινό φόβο του άγνωστου, με την αγωνία οτι τελικά, η κατάσταση θα εκτονωθεί πάνω τους (για κάποιον ανεξήγητο, μυστήριο λόγο) –οι γειτονιές των μεταναστών έβγαλαν τις πρώτες περιπολίες στους δρόμους. Δεν θα περνούσε ούτε ένας μήνας μέχρι να οπλιστούν οι ομάδες των δρόμων –στην αρχή αυτοσχέδια, μετά αγοράζοντας ή κλέβοντας. Οι συνοικίες των μεταναστών στέκονταν μετέωρες ανάμεσα στην αλληλοσφαγή και την αυτονομία. Η «εξωτερική» απειλή θα καθόριζε την επιλογή.
Ένας διάλογος
«Έλα Αποστόλη –πως πάνε τα πράγματα;»
«Χάλια κύριε πρωθυπουργέ. Μόνο για σήμερα έχουν προαναγγελθεί πέντε συλλαλητήρια στο κέντρο».
«Η επαρχία τι κάνει;»
«Ευτυχώς εκεί έχουμε ησυχία. Αλλά δεν ξέρουμε για πόσο ακόμα».
«Στο Συμβούλιο προτάθηκε να κηρυχτεί η χώρα σε ‘κατάσταση έκτακτης ανάγκης’».
«Δεν το βλέπω εφικτό κύριε πρωθυπουργέ. Κάτι τέτοιο θα εκλαμβανόταν σαν απευθείας πρόκληση».
«Και τι προτείνεις; Να περιμένουμε πότε θα μας ρίξει η αντιπολίτευση;»
«Γιατί δεν μιλάτε με τους πολιτικούς αρχηγούς;»
«Εκτός τόπου και χρόνου είσαι ρε Αποστόλη! Χαζοί είναι να μπουν σε διάλογο; Απαιτούν την παραίτηση της κυβέρνησης και την αντικατάστασή της από πολυκομματικό σχήμα που θα μας πάει σε νέες εκλογές. Δεν διαπραγματεύονται».
«Μήπως θα έπρεπε να συμφωνήσουμε κύριε πρωθυπουργέ;»
«Ναι, σίγουρα! Αυτό θα ήταν σα να παραδεχόμασταν οτι εμείς κάναμε τη νοθεία. Ούτε τα εγγόνια μας δεν πρόκειται να ξανακερδίσουν εκλογές αν γίνει κάτι τέτοιο!»
«Δεν ξέρω αν έχουμε άλλες επιλογές κύριε πρωθυπουργέ. Έχω πληροφορίες ...»
«Αδιαφορώ Απόστολε! Κανόνισε να μην καεί το κέντρο από τα συλλαλητήρια. Κι αν χρειαστεί να σπάσεις κανένα κεφάλι –μη διστάσεις. Ευκαιρία ψάχνω να κηρύξω την ‘έκτακτη ανάγκη’ –κατάλαβες Απόστολε;»
«Όπως νομίζετε κύριε πρωθυπουργέ».
Ένας ακόμα διάλογος
FFF: Tha exoume provlima me tin perifrourisi. Einai psiliasmenoi pleon.
Riot: Na tous gamisoume. Molotof kai meta tha trexoun.
FFF: Malakies. Oso plakonomaste tha mas desoun oi mpatsoi.
Riot: Na mpoume mesa tote. Na ksekinisoume mazi me tin poreia kai meta organonomaste.
FFF: Siga mi mas afisoun re!
Riot: De menei tipota allo.
FFF: Mporoume na kanoume monoi mas poreia.
Riot: Malakies. Sta 20 m. tha mas exoun mantrosei.
FFF: Nai, paizei.
Stone: Kai ti egine an mas tin pesoun?
Riot: Poios vlakas eisai esi? Gemisame asxetous edo mesa.
FFF: To thema einai na proxorisoume stone, oxi na fame ksilo prin ksekinisoume.
Stone: Lathos. To thema einai na arxisoun oi fasaries kai na mplextei se autes i kentriki poreia.
Riot: Poios eisai? Den se exo ksanadei edo.
Stone: Ti simasia exei? Tha me vlepeis sixna.
Riot: Gia xafies mou kaneis!
Stone: Oti peis. Ego mia protasi ekana. Den ipoxreosa kanenan na akolouthisei.
FFF: Kala tha to skeftoume.
Riot: Min tou milas, einai xafies.
Stone: Ki ego xarika pou ta eipame. Kali tixi to apogeuma.
Συλλέκτης
Τα μάτια του έκαιγαν διαβολεμένα καθώς έκλεινε ένα ακόμα αρχείο καταγεγραμμένης συνομιλίας –το ίντερνετ είχε πρηστεί σαν κακό σπυρί τις τελευταίες βδομάδες. Το 80% των συνομιλιών έφτανε μέχρι το γραφείο του γιατί δεν υπήρχε ένας άνθρωπος, πριν από αυτόν, να «πετάξει τα σκουπίδια». Είκοσι άτομα είχε η Διεύθυνση του –όλοι άχρηστοι. Μέχρι συνομιλίες για παρτούζες του έφερναν επειδή τύχαινε να αναφερθεί το όνομα κάποιου πολιτικού αρχηγού! Άχρηστοι! Ανίκανοι!
Έβγαλε τα γυαλιά του και η οθόνη γέμισε αμέσως στίγματα –είχε ήδη εξασφαλίσει κάποιον καραμπινάτο πονοκέφαλο, ευελπιστούσε να γλιτώσει τη ζαλάδα. Σήκωσε το τηλέφωνο, σχημάτισε ένα τριψήφιο νούμερο και παράγγειλε καφέ. «Και μια ασπιρίνη –μάλλον, κάντες δυο τις ασπιρίνες». Παλιοκατάσταση.
Ποιος ήταν αυτός ο Stone; Καινούργιο φρούτο –δεν μπορούσε να τον συνδέσει με καμιά καταγραφή στοιχείων. Ένα ακόμα προφίλ στον αέρα –έξυσε το μέτωπό του. Οι άλλοι δυο δεν τον απασχολούσαν, διάβαζε τη συνομιλία απλά για να μάθει τι σχεδίαζαν. Βαριεστημένα –ότι και να σχεδίαζαν θα κατέρρεε από την ανοργανωσιά που διακρίνει συνολικά τον χώρο τους. Και την άρνηση κάθε συνεργασίας με παράπλευρους χώρους –αρκούσε η διαφορετική διατύπωση του ίδιου αιτήματος για να πλακωθούν στο ξύλο, μεταξύ τους. Πολλές φορές δεν έφταναν ούτε καν μέχρι εκεί –οι κοινές προσπάθειες ήταν καταδικασμένες λόγω της εκατέρωθεν καχυποψίας. Θα πέταγε «στα σκουπίδια» τη συνομιλία αν δεν ήταν αυτός ο Stone.
Τι θα συνέβαινε στην περίπτωση που εμφανίζονταν κι άλλοι τέτοιοι; Στρατηγική –επικίνδυνο πράγμα! Αν οι ομάδες διαδηλωτών συνεργάζονταν ...
«Ο καφές σας κύριε Αλεξίου».
Άφησε την κοπέλα του κυλικείου να τοποθετήσει το φλιτζάνι δίπλα του, περίμενε να φύγει πριν κατεβάσει τις ασπιρίνες μονοκοπανιά. Έπεσε πάλι με τα μούτρα στα αρχεία συνομιλιών –άδικος κόπος. Πιτσιρικάδες που ετοιμάζονταν για φασαρίες στο απογευματινό συλλαλητήριο, κάποιες βιτρίνες θα έσπαγαν –το συλλαλητήριο θα διαλυόταν από την αστυνομία. Αν προλάβαιναν, γιατί εκτιμούσε πως οι διαδηλωτές θα πλακώνονταν στο ξύλο από μόνοι τους, ως συνήθως.
Κατέβαζε βαριεστημένα την πλαϊνή μπάρα –μια ατέλειωτη κουβέντα σε κάποιο τσατ ρουμ, ένας ανέξοδος καυγάς για αγωνιστικές κινητοποιήσεις και ιδεολογικές πλατφόρμες. Χασμουρήθηκε. Μετά πάγωσε.
Υπήρχε ένας επισκέπτης που παρακολουθούσε, αμέτοχος, τη συνομιλία –το id του είχε καταγραφεί στις 10:32. Είχε καθίσει περισσότερο από μια ώρα –αμίλητος. Στις 11:47 διάβασε την ένδειξη -«User Stone has left the room». Έτρεξε πίσω, βρήκε το προηγούμενο αρχείο. Ο Stone είχε εμφανιστεί στο προηγούμενο τσατ –στις 10:50. «Είναι περισσότεροι από έναν!» μουρμούρισε.
Έβαλε στην αναζήτηση του προγράμματος καταγραφής το όνομα «Stone» -134 αποτελέσματα επέστρεψαν ταξινομημένα χρονικά. Ο Stone είχε περάσει από 65 τσατ ρουμς και είχε σχολιάσει σε 25 φόρα, από τις 10 το πρωί έως τις 2 το μεσημέρι. Τα υπόλοιπα αποτελέσματα αφορούσαν εμφανίσεις του σε μπλογκς και δικτυακές εφημερίδες –αλλά πάντα, για το ίδιο χρονικό διάστημα. «Πόσοι είσαστε; Τι σκατά ετοιμάζετε;» Χτύπησε το ποντίκι με την παλάμη του πριν σχηματίσει ένα ακόμα τριψήφιο νούμερο στο καντράν του τηλεφώνου.
«Κύριε Δημάκη, Αλεξίου εδώ. Σας στέλνω το αρχείο με τις σημερινές καταγραφές, θέλω να σταματήσετε οτιδήποτε κάνετε και να ασχοληθείτε με κάποιο συγκεκριμένο προφίλ χρήστη .... Ναι .... Stone, έτσι υπογράφει. Και θα πρέπει να είναι περισσότεροι από ένα άτομο .... Ναι ... Θέλω τα πάντα, καταλάβατε; Τα πάντα! .... Επείγον! .... Στις επόμενες τρεις ώρες να έχω το υλικό... Και κάτι ακόμα. Δεν είναι δική μου δουλειά να ανακαλύπτω τέτοιες περιπτώσεις κύριε Δημάκη. Συνεννοηθήκαμε; .... Πως; ... Δεν με ενδιαφέρει ο φόρτος εργασίας, δεν είμαι ο συνδικαλιστικός σας εκπρόσωπος! .... Αυτό που σας είπα! Χαίρετε!».
Βρόντηξε το ακουστικό και διαβίβασε τα ηλεκτρονικά αρχεία. Μετά, χαλάρωσε τον κόμπο της γραβάτας του, ακουμπώντας το κεφάλι στο μαξιλάρι της πολυθρόνας. «Πρέπει να επικοινωνήσω με το συνεργείο καθαρισμού –η πολυκατοικία έχει τα χάλια της. Γιατί άκουσα τη Σοφία και μπήκα διαχειριστής; Τι πάω και μπλέκομαι; Μας έκλεβε, λέει, ο προηγούμενος στο πετρέλαιο. Και τι με νοιάζει εμένα;»
Ο πονοκέφαλος υποχωρούσε μαζί με τη διάθεσή του να κάνει οτιδήποτε. Άνοιξε τον κατάλογο με τις αποθηκευμένες σελίδες στον υπολογιστή του και μπήκε στο φόρουμ για τα μπλουζ. Σκρόλαρε σκεπτικός –τίποτα καλό δεν κυκλοφορούσε εδώ και μέρες. Ο χρήστης Delta Blue είχε βρει επιτέλους την αυθεντική εκτέλεση του «They ‘re red hot». Δυσανασχέτησε διαβάζοντας το κλείσιμο του θέματος. «Που το βρήκε ο κερατάς; Δέκα αντίτυπα κυκλοφορούν –ποιος του το πούλησε; Μπορούσα να το στείλω σε mp3, αλλά δεν το ήθελε –μα βέβαια, τι ανάγκη έχει αυτός; Κονομάει τ΄άντερά του από τις μεγαλοεταιρείες κι εμείς οι πολίτες τρώμε τα απόβλητά τους στη μάπα. Όλο το σύστημα δουλεύει για πάρτη του, για να αγοράζει αυθεντικό Robert Johnson ο κάθε κύριος Delta Blue!»
Βγήκε από το φόρουμ νευριασμένος –είχε μάθει, εδώ και μήνες, τις ταυτότητες όλων των μελών. Όχι από επαγγελματική διαστροφή, περισσότερο για λόγους ασφάλειας. Αντάλλασσε συχνά μουσική με τους ανθρώπους εκεί μέσα –ήθελε να είναι σίγουρος πως δεν θα έπεφτε θύμα κάποιου απατεώνα.
Αμέσως μετά, ο κύριος Αλεξίου συνδέθηκε με το προσωπικό του μπλογκ. Το προηγούμενο ποστ είχε φτάσει ήδη τα 184 σχόλια, δεν είχε διάθεση να τα διαβάσει –δεν ενδιαφερόταν να απαντήσει. Τι να απαντήσεις σε τόσο κόσμο; Πάτησε το κουμπί για τη δημιουργία καινούργιου ποστ. Έγραψε:
«Ο πόλεμος δεν εξυπηρετεί σκοπούς, παρά μόνο σκοπιμότητες. Γι΄αυτό δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να επωφεληθούμε της κατάστασης. Ή αυτό, ή θα καταλήξουμε στα σκουπίδια, μαζί με τα ληγμένα γάλατα. Ποιον νομίζουμε οτι κοροϊδεύουμε όταν υποκρινόμαστε την υπεράσπιση ιδανικών –ενώ, μόνο τα κεκτημένα μας υπερασπιζόμαστε; Χρησιμοποίησε όσους σε χρησιμοποιούν –αυτή είναι η συμβουλή της ημέρας. Αρκέσου σε αυτά που μπορείς να πάρεις –όχι σε αυτά που ήδη έχεις. Γίνε κύριος των επιλογών σου γιατί κάποιος άλλος θα βρεθεί να σου τις στερήσει. Στάσου στα πόδια σου!».
Πάτησε το κουμπί της δημοσίευσης χωρίς να κοιτάξει δεύτερη φορά το κείμενο.
Παρένθεση
«Πόσον καιρό ήξερες οτι σουτάρει;»
Ο Γιάννης κατέβασε το κεφάλι εξοργισμένος μπροστά στον αναμαλλιασμένο σαραντάρη –δεν είχε όρεξη να βρεθεί αντιμέτωπος με το κακόγουστο ζιβάγκο του. Είχαν αρχίσει να τον τσαντίζουν όλα αυτά –η μυστικοπάθεια, ο άνευ όρων σεβασμός της «ηρωικής γενιάς του Πολυτεχνείου», η στομφώδης αυθεντία τους. Αναποτελεσματικοί καραγκιόζηδες, κωλόφαρδοι γιατί έτυχε να γεννηθούν κάτω από καλό αστέρι. Γελοίοι, ντυμένοι παράταιρα, επιμελώς αχτένιστοι για να κρύψουν τις φαλάκρες τους. Ο Γιάννης έψαξε για τσιγάρο –κρύβοντας τη δυσφορία του.
«Δεν ακούς ρε μαλακισμένο; Πόσον καιρό ήξερες οτι σουτάρει ο δικός σου;»
«Που να το ξέρω γαμώτο; Χτες το έμαθα που τον βρήκαν τουμπανιασμένο. Μια χαρά μου φαινόταν όσες φορές είχαμε συναντηθεί –που να το φανταστώ;»
«Δεν στηριζόμαστε πλέον στη φαντασία ηλίθιε –αυτά τα λέγαμε το Μάη και πήραμε τ΄αρχίδια μας. Παρατηρώ, αναλύω, συμπεραίνω –τόσο δύσκολο είναι;»
Ο Γιάννης προτίμησε να μη μιλήσει. Η αναφορά στο Μάη ήταν, το λιγότερο άσχετη, από την πλευρά του συνομιλητή του. Ήξερε καλά πως ο αναμαλλιασμένος απέναντί του, έτρωγε τα λεφτά των γονιών του στην Ελβετία, όσο γίνονταν οι φασαρίες στο Παρίσι. «Μαλάκες σαραντάρηδες», σκέφτηκε.
«Δεν καταλαβαίνω που είναι το θέμα πάντως. Εντάξει, ο Βασίλης ήταν πρεζάκι –και λοιπόν; Όσο είμαστε στο ιδεολογικό στάδιο, δεν υπάρχει κίνδυνος».
«Τον κακό σου τον καιρό! Σε λίγο ρε, θα έμπαιναν όλοι αυτοί στη μεταφορά υλικού μεταξύ των ομάδων».
«Ναι –και λοιπόν; Φοβάστε μήπως κατάπινε καμιά σελίδα από τα εγχειρίδια το πρεζάκι ή μήπως έστριβε τίποτα τρίφυλλα με τις προκηρύξεις;»
Ο άντρας, απέναντί του, σοβάρεψε ανελέητα.
«Νομίζεις πως μόνο προκηρύξεις και εγχειρίδια θα μεταφέρετε;» ρώτησε.
«Τι άλλο;» απόρησε ο Γιάννης.
Ο άντρας συνέχισε να τον κοιτάζει σιωπηλός.
Δραπέτης
Τράβηξε το κουρτινάκι, αλλά η κουζίνα παρέμεινε μισοσκότεινη. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει για τα καλά –ο καφές ήδη έβραζε, έπρεπε τώρα να ετοιμάσει το γάλα της μικρής. Ανατρίχιασε όταν τα γυμνά πόδια του ήρθαν σε επαφή με το μαρμάρινο πάτωμα –νύσταζε. Στριφογύρισε, ψάχνοντας τι είχε ξεχάσει –βιάστηκε να βάλει την τοστιέρα στην πρίζα. Σιχαινόταν τη μυρωδιά του ζαμπόν, ειδικά τόσο νωρίς το πρωί, αλλά ήταν δικιά του δουλειά να ετοιμάσει πρωινό. Αυτός ξυπνούσε πριν απ΄όλους –δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έβγαλε τα υλικά από το ψυγείο, τινάχτηκε καθώς η συσκευασία του κίτρινου τυριού χάραξε το δάχτυλό του. Βλαστήμησε. Αλλά δεν μάτωσε. Του άρεσε να βρίσκει το τραπέζι στρωμένο η Βίκυ με τη μικρή όταν σηκώνονταν από τα κρεβάτια τους –έτσι πίστευε οτι ξόρκιζε την κακοκεφιά του πρωινού ξυπνήματος.
«Μωρό μου, ξύπνα τη μικρή», είπε απαλά.
Η Βίκυ ήταν ήδη ξύπνια –τον έπαιρνε χαμπάρι αμέσως, όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι. Στριφογύριζε μηχανικά, καταλαμβάνοντας τον άδειο χώρο, προσπαθώντας να επωφεληθεί από τη ζεστασιά που άφηνε εκείνος πίσω του. Και ξυπνούσε. Χουζουρεύοντας μέχρι να τη φωνάξει –ειδικά εκείνα τα καταναγκαστικά πρωινά.
Την άκουσε να γελάει στο δωμάτιο της μικρής –το παιδί ξυπνούσε, συνήθως, με καλή διάθεση. Άνοιξε τη θέρμανση στην κουζίνα και άρχισε να στρώνει τραπέζι –η Βίκυ ήδη έντυνε τη μικρή. Τις λάτρευε και τις δυο τους –χαιρόταν να τις παρακολουθεί από κοντά. Η μικρή ξυπνούσε με τρομερά σοβαρές απορίες –για τα μυρμήγκια που πετούσαν κι αυτά που δεν πετούσαν (θα έβγαζαν φτερά ή είχαν χάσει τα φτερά τους;), για τις μικρές νεράιδες και τους τεράστιους δράκους (πόσο μικρές ήταν οι μικρές νεράιδες; όσο μια μέλισσα; όσο ένα πλαστικό αυτοκινητάκι;).
«Άντε, ελάτε –θα αργήσετε», φώναξε ο Γιάννης. Μετά επιθεώρησε το στρωμένο τραπέζι και έβαλε μια κούπα σκέτο καφέ.
«Μπαμπά;» έκανε ναζιάρικα η μικρή καθώς σκαρφάλωνε στην καρέκλα.
«Λέγε μωρό μου».
«Το ξέρεις πως έχει βγει η καινούργια ταινία της ‘Νεραϊδοχώρας’;»
«Όχι δα!», έδειξε υπέρμετρη έκπληξη ο Γιάννης. «Πότε έγινε αυτό; Πως και δεν το άκουσα στις ειδήσεις;»
«Έλα ρε μπαμπά –μην κοροϊδεύεις!» στράβωσε τα μούτρα η μικρή. «Έχει βγει, μου το είπε η Δανάη. Όλοι την έχουν δει εκτός από μένα!»
«Εντάξει, θα την νοικιάσουμε το απόγευμα», είπε ο Γιάννης βιαστικά, γιατί ήξερε τι θα επακολουθούσε.
«Δεν νοικιάζουμε ταινίες τις καθημερινές! Όταν τελειώσεις τα μαθήματά σου, το Σάββατο –τότε θα πάτε να την νοικιάσετε», είπε εμφατικά η Βίκυ.
«Έλα μπαμπάαααα! Γιατί;» γκρίνιαξε η μικρή.
«Έχει δίκιο η μαμά σου», είπε ο Γιάννης.
«Μα αφού μου είπες ...»
«Ναι, σου είπα. Αλλά πρέπει και να διαβάσεις –δεν θα έχεις χρόνο για ταινία».
Η μικρή κλαψούρισε ψεύτικα. Ο Γιάννης ήταν έτοιμος να της κάνει το χατίρι –αλλά σταμάτησε καθώς τράκαρε με το αποφασιστικό βλέμμα της γυναίκας του. «Έχει δίκιο. Δεν γίνεται να κάνει συνέχεια την κακιά επειδή εγώ δεν μπορώ να πω όχι στη μικρή. Αλλά ... σκατά ... τα παιδιά πρέπει να διασκεδάζουν. Να περνάνε καλά, να είναι χαρούμενα. Έχουν χρόνια μρποστά τους για να μπουν στο λούκι». Σκέφτηκε –όμως δεν είπε κουβέντα.
Η μικρή συνέχιζε τη γκρίνια.
«Έλα καλό μου –θα πάρουμε το Σάββατο την ταινία και θα τη δούμε παρέα», την καθησύχασε ο Γιάννης.
Η μικρή δέχτηκε να περιμένει κι αυτός κοίταξε αγριεμένα τη Βίκυ.
«Θα φάω στη μάπα το ξέρασμα με τις νεράιδες», της ψιθύρισε.
«Ποιος σου φταίει; Ας μην της το υποσχόσουν», απάντησε εκείνη.
«Μα γκρίνιαζε!»
«Και λοιπόν; Ψέματα το έκανε για να σε τουμπάρει».
«Το ξέρω, αλλά δεν αλλάζει κάτι».
Είχε δίκιο. Κι αυτός και εκείνη. Δεν γινόταν να κάνουν οτι ζητούσε η μικρή –δεν θα έβγαινε πουθενά. Η μικρή δοκίμαζε, οριοθετούσε το βασίλειο της, επιζητούσε ευδιάκριτα απαγορευτικά πλαίσια. Κι αυτός που δεν ήθελε να περιορίζει τους άλλους –στην αρχή άφηνε τη μικρή εντελώς ελεύθερη, μέχρι που η ίδια άρχισε να αναζητά την πατρική σκιά.
«Μπαμπά μπορώ να κάνω ποδήλατο στην αυλή;»
«Θέλεις;»
«Ναι θέλω. Αλλά μπορώ;»
«Αν αυτό θέλεις –μπορείς».
«Ναι -αλλά με αφήνεις;»
«Σε αφήνω. Άντε πήγαινε», κουνούσε απελπισμένα το κεφάλι του ο Γιάννης.
Είχε όμως κι αυτός δίκιο. Όλη του η ζωή ήταν ένα χαμόγελο στα χείλη της γυναίκας του, μια κραυγή ενθουσιασμού της μικρής. Αυτά χρειαζόταν –και ήταν πρόθυμος να πληρώσει το κόστος. Το κόστος.
Παρένθεση
«Σταματάω».
«Τι πράγμα;»
«Αυτό που άκουσες. Μη με υπολογίζετε».
«Τρελάθηκες ρε; Μετά από τόσα χρόνια προετοιμασίας;»
«Δε με παίρνει για περισσότερο».
«Κάνεις πίσω δηλαδή;»
«Πίσω, έξω –όπως θέλεις πέστο».
«Μας πουλάς».
«Απλά αποχωρώ».
«Και που ξέρουμε οτι δεν θα μας δώσεις;»
«Το ξέρετε. Άλλωστε, δεν υπάρχει τίποτα να δώσω –έτσι δεν είναι;».
«Έτσι είναι; Κι αν ...»
«Άσε τις υποθέσεις. Γνωριζόμαστε. Δεν έχετε κίνδυνο από μένα».
«Για εκείνη το κάνεις;»
«Δικιά μου δουλειά».
«Και δική μας απ΄ότι φαίνεται».
Ο Γιάννης τον άρπαξε από τα πέτα του σακακιού.
«Μην την ανακατέψετε –το καλό που σας θέλω! Εκείνη δεν υπάρχει για σας κι εγώ δεν θα υπάρχω σε λίγο. Θα μας σβήσετε οριστικά κι αν συναντηθούμε στο δρόμο δεν θα μας γνωρίσετε. Μη με αναγκάσετε να κοντράρω –γιατί θα βγούμε όλοι χαμένοι. Εντάξει;»
Ο άλλος τραβήχτηκε πίσω.
«Εντάξει, όπως θέλεις. Απλά είναι άσχημο –ήσουν σημαντικός για τους υπόλοιπους. Ακολουθούσαμε το περπάτημά σου χρόνια τώρα. Έχεις ευθύνες».
«Καμιά ευθύνη. Θα τα καταφέρετε –είμαι σίγουρος. Δεν χρειάζεστε αρχηγούς, ποτέ δεν τους είχατε ανάγκη. Κι εγώ θα είμαι βάρος –το καταλαβαίνεις αυτό;»
Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι.
«Έχω κάτι σημαντικό να χάσω πλέον. Δεν είμαι ικανός. Προχωρήστε μόνοι σας».
«Γιατί έπρεπε να μπλέξεις ρε γαμώτο;»
«Νομίζεις πως με ρώτησε κανένας;»
Ο άλλος, γύρισε την πλάτη.
«Καλή τύχη», του ευχήθηκε φεύγοντας.
«Να προσέχετε ρε γαμώτο!» φώναξε ο Γιάννης.
Ο άλλος είχε ήδη χαθεί.
Δραπέτης
Ο Γιάννης στεκόταν στην εξώπορτα χαζεύοντας το αυτοκίνητο να φεύγει. Η Βίκυ ξεπάρκαρε βιαστικά όσο η μικρή κουνούσε το χεράκι της από το πίσω τζάμι. Δεν αντιστάθηκε στην επιθυμία του να γελοιοποιηθεί κουνώντας το δικό του χέρι στο αυτοκίνητο που χανόταν –ένας ακόμα χαμογελαστός ηλίθιος των νοτίων προαστίων. Όταν παραιτήθηκε από την εφημερίδα είχε ήδη εκδώσει το πρώτο του βιβλίο με περιορισμένη επιτυχία. Τώρα δούλευε ήδη πάνω στο τρίτο, αλλά έβγαζε χρήματα από το φρι λάνσινγκ. Ταξιδιωτικά άρθρα, θεματικές ενότητες, μαλακίες για να γεμίζουν τις, περισσευούμενες από τη διαφήμιση, σελίδες των περιοδικών. Εξακολουθούσε να κοιτάζει προς την κατεύθυνση που εξαφανίστηκε το αυτοκίνητο, αφηρημένα, όσο ταξινομούσε τις δουλειές της ημέρας. Ετοιμαζόταν να μπει μέσα στο σπίτι όταν τραντάχτηκε από την ώθηση –λες και στεκόταν πίσω από τουρμπίνα αεροπλάνου. Θόρυβος, ουρλιαχτά και μέταλλο που στροβιλιζόταν ξυρίζοντας τις νεραντζιές των πεζοδρομίων –έσκυψε ενστικτώδικα, καλύπτοντας το κεφάλι του με τα χέρια.
Έπεσε μια ησυχία απότομη, μόνο κοφτά αναφιλητά ηχούσαν αταίριαστα –ο Γιάννης, ακόμα γονατισμένος, στράφηκε προς το δρόμο. Δυο σπίτια πιο κάτω τα υπολείμματα ενός αυτοκινήτου καίγονταν –προσπάθησε να τραβήξει το βλέμμα του γιατί ήταν σίγουρος πως υπήρχαν άνθρωποι εκεί μέσα. Τα αναφιλητά έγιναν μονότονο κλάμα, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να ψάξει από που ερχόταν αυτό. Απελπισμένος, ένωσε τους δικούς του λυγμούς με το μονότονο κλάμα μέχρι που ο δρόμος γέμισε φωνές ξαφνιασμένων ανθρώπων.
«Πρέπει να τις πάρω από εδώ, πρέπει να φύγουμε από αυτή την πόλη», μουρμούρισε τρέμοντας ακόμα.
Στην αυλή του, ένα κομμάτι μεταλλικού προφυλακτήρα είχε τσακίσει στα δύο το ποδήλατο της μικρής. Ο χρόνος τους καιγόταν σαν φωτογραφικό φιλμ.
(Συνεχίζεται, ας πούμε)
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 4 μήνες
15 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
λοιπόν το πρώτο δε μου πολυέκατσε καλά. είχα συνηθίσει τα βαμπίρια και τις πσυχεδέλειες με θέα τα ρυάκια. αλλά η συνέχεια τα σπα-ει. συμφωνεί μαζί μου και ένας couchsurfer που ήρθε για καφέ και μ' έβαλε να του μεταφράσω τις τελευταίες παραγράφους!
λοιπόν το ήξερα πως δουλεύοντας sysadmin θα μου 'βγαινε σε καλό... λές να μου δώσουν και 'μένα χακεροδουλειά μιά μέρα;
τι; πιό πιθανό να με μαζέψουν; λές, ε...
Raz, αρκετά με τους ημιθανείς αθάνατους. Είπα να ξαναθυμηθώ πως είμαι ένας σοβαρός άνθρωπος, λογικός και προσγειωμένος. Γι΄αυτό κάνω πολιτική φαντασία χαχαχα!!
Τέλος πάντων, είμαι ακόμα στη γνωριμία και στα μπετά -θα δούμε πως θα μοιάζει τελικά το πράγμα.
Το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρος -είναι πως έχω πολλούς λόγους να την προχωρήσω την ιστορία.
Γιατί χρυσό μου βασανίζεις τους ανθρώπους που έχουν έρθει από τα εξωτερικά; Γιατί χαλάς την τουριστική εικόνα της χώρας; Δεν βρήκες άλλον τρόπο να τον διώξεις από το σπίτι;
Λύκε, όλα είναι πιθανά. Εξαρτάται όμως από το αν είσαι με τους "καλούς" και αν τελικά κερδίζουν οι "καλοί". Πάντως, μάλλον για δέσιμο σε βλέπω (είσαι που είσαι δηλαδή, πότε θα το πάρουν χαμπάρι είναι το θέμα).
Και η Πόλις θα σε ακολουθεί.
Και ενίοτε, κυριολεκτικά.
Είναι αυτό που λέει το τραγούδι "Πόλις ον μάι μπακ";
ΑΚΡΙΒΩΣ
Πάρα πολύ καλό. Ξεκίνησα όμως απ' το 2 κ μετά διάβασα το 1 που είναι αρκετά δαιδαλώδες...
Πολιτική "φαντασία";
Υ.Γ. μ'άρεσαν πολύ τα κομμάτια με τον Γιάννη στο σπίτι.
Έχεις δίκιο -είναι τόσο δαιδαλώδες που έχω πολλές αμφιβολίες οτι μπορεί να αναπτυχθεί σε μπλογκ. Πολιτική ναι -για το "φαντασία" είναι τεράστια κουβέντα που ελπίζω οτι ποτέ δεν θα χρειαστεί να κάνω.
Και έχεις δίκιο, κι έμενα μου αρέσουν πολύ. Πάρα πολύ.
Είχα αφήσει σχόλιο χθες αλλά μάλλον χάθηκε, μου το κάνει αυτό μερικές φορές, κολλάει, δεν ξέρω τι φταίει. Το επαναλαμβάνω για να λύσω και την αποπάνω ερώτηση.
Μια χαρά πέφτουν τα μπετά, και τα φινιρίσματα εφαρμόζουν τέλεια σαν Γερμανικά κουφώματα. Γουστάρω που έβαλες ποδαράκι και στην Πολιτική Φαντασία...
Ναι εντάξει -βασικά έχω μπόλικη όρεξη για μπετά σε αυτή τη φάση. Δεν ξέρω πόσο αντέχει το έδαφος (δηλαδή αυτοί που θα προσπαθήσουν να το διαβάσουν και να το παρακολουθήσουν).
Για την πολιτική φαντασία, θυμίσου να σου πω από κοντά. Πάντως μη νομίζεις ...
Υ.Γ.: Ναι, το μπλόγκσποτ καταπίνει σχόλια κάποιες φορές. Είδες το θέμα στο φόρουμ; Σε θέλω εκεί οπωσδήποτε.
τωρα αν σου πω οτι παλι εχασα το τηλεφωνο σου θα με πεις γραφικο...
sputnik
Εμένα μου άρεσε πολύ και το πρώτο αλλά είναι λογικό όσο το γράφεις να στρώνει και οι χαρακτήρες να γίνονται πιο πραγματικοί/αληθινοί/χειροπιαστοί για τον αναγνώστη.
Το μόνο που μου κάθεται κάπως, είναι το ονοματεπώνυμο του τύπου.. Μου έρχεται στο μυαλό η φάτσα του Κούρκουλου.. :-)
Ποιου από τους δύο; Του γέρου ή του Άλκη; Πάντως έχεις δίκιο -αυτός είναι ο γκόμενος της ιστορίας και ο πιο χέστης.
Θα στρώσουν άλλο λίγο και οι υπόλοιποι στα κεφάλαια που έρχονται. Ελπίζω.
Του μεγάλου! Όχι άλλο κάρβουνο κ τέτοια!
Κοίτα -αφού το ανέφερες θα το παραδεχτώ. Πάντα ήθελα να φτιάξω έναν ήρωα που να καταλήγει:
"Ναυπηγεία ΑΓΓΕΛΟΥ ΚΡΕΟΥΖΗ, χαχαχαχα!!!"
Αλλά μου έλειπε ο Κατράκης που θα έπρεπε να επισημάνει: "Όχι το πλοίο μου κύριε Κρεούζη -το πλοίο ΜΑΣ!". Για την έναρξη του εφιάλτη -κι έτσι, κατάλαβες;
Υ.Γ.: Ποτέ δεν θα γίνω Φώσκολος γαμώτο!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!