Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

3. Η ανασφάλεια των ομαδικών παιχνιδιών

1. Σφραγίζοντας πλαστά διαβατήρια
2. Ο χρόνος δεν είναι φίλος κανενός


Δεν έμαθε ποτέ να παίζει καλό μπάσκετ. Ούτε ποδόσφαιρο –ήταν εντελώς ασυγχρόνιστος. Χέρια –πόδια, πέταγε τη μπάλα και οι καρποί του λύγιζαν αλλάζοντας την πορεία της, κλώτσαγε κι ο αστράγαλός του έστριβε σε διαφορετική κατεύθυνση από εκεί που σημάδευε. Χτύπαγε τότε η μπάλα στο στεφάνι, πήγαινε η πάσα σε αντίπαλο. Ή έξω.
Όμως, τα κατάφερνε στο βόλεϊ. Για κάποιο μυστήριο λόγο μπορούσε να αποκρούσει οτιδήποτε –τα χέρια του, δεμένα μεταξύ τους, σταθεροποιούνταν. Και το σπάσιμο του καρπού βοηθούσε στα καρφιά –τον περίμεναν δεξιά να τον κόψουν κι αυτός κάρφωνε αριστερά. Δεν περηφανευόταν –το βόλεϊ ήταν κοριτσίστικο παιχνίδι. Άσε που φορούσε γυαλιά, τον σημάδευαν κατάμουτρα οι απέναντι κι αυτός έστριβε το κεφάλι, όσο προλάβαινε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έφευγε από το παιχνίδι με τα γυαλιά του κομμένα στα δύο. Γύριζε σπίτι, φώναζαν οι γονείς του και μετά πήγαιναν όλοι μαζί στο μαγαζί οπτικών –είχαν μια θερμοκόλληση που έκανε καρούμπαλο στο σκελετό για να συγκρατείται. Σκέτο ρεζιλίκι.

Αναγκαζόταν να κάνει παρέα με τους πιο κρετίνους από την τάξη του για να κρατάει κάποιο αξιοπρεπές προφίλ. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν «αριστούχος μαθητής» -οι φύτουλες τον σνόμπαραν. Κι αυτός δεν τους γούσταρε –ήταν βαρετοί, ξενέρωτοι. Οι κρετίνοι είχαν περισσότερο χαβαλέ –αλλά μόνο αυτό. Τον έκαναν παρέα για να αντιγράφουν στα διαγωνίσματα, δεν ήταν «αριστούχος», αλλά ένα δεκαεφτάρι το έπιανε στο Λύκειο. Κάπνιζε μαζί τους κι ας τον έτσουζε στο λαιμό, μίλαγε για μηχανές κι ας μην τις έκανε κέφι –μέχρι που ερχόταν η ώρα του παιχνιδιού. Προφασιζόταν τότε κάποια δικαιολογία και χωνόταν στα βιβλία του. Τα εξωσχολικά.
Οι κρετίνοι τον δούλευαν –ο Λεωνίδας μάλιστα τον έλεγε «κοριτσάκι». Ο Λεωνίδας που έγινε ντράμερ για ένα φεγγάρι, σκατά ντράμερ –μέχρι και τις παύσεις έπαιζε! Ο Λεωνίδας που κατάντησε μεσάζοντας –πήρε ένα αγροτικό για να γυροφέρνει τις επαρχίες –αγόραζε πατάτες, καρπούζια, μελιτζάνες και τα πούλαγε στις λαϊκές. Ο μαλάκας ο Λεωνίδας.
Ήταν κι αυτά τα κορίτσια που κυκλοφορούσαν παρέα με τους κρετίνους –άσχημες οι περισσότερες αλλά προκλητικές. Ένα κουμπί ανοιχτό πάνω –δύο κάτω, όταν φορούσαν ακόμα ποδιές. Κολλητά παντελόνια και στενά μπλουζάκια, όταν καταργήθηκαν οι ποδιές. Και ύφος. Πολύ ύφος δικέ μου –λες και είχαν πηδηχτεί με τον Τζιμ Μόρισον! Βαμμένο νύχι, τσιγάρο, πόζα, απαξίωση –κι αν τις στρίμωχνες σε καμιά γωνιά, μόνο για τα προκαταρκτικά σε άφηναν (και αυτά με το ζόρι). Μαλακισμένες.

Ένα χαμόγελο -σκέτη αγκαλιά
Αυτός αγαπούσε τη Μαριάνα. Καστανά, μακριά μαλλιά, πράσινα μάτια, όμορφη –όχι πολύ. Αλλά όμορφη. Και τύπισσα. Δεν κάπνιζε γιατί το θεωρούσε μαλακία, διάβαζε Ντε Μποβουάρ και Λιλή Ζωγράφου –είχε άποψη. Έπαιζε καλό βόλεϊ –σιχαινόταν τα τραγούδια του Πουλόπουλου. Την είχε δει πολλές φορές στο προαύλιο, στα διαλείμματα, αλλά φοβόταν να της μιλήσει. Είχαν παίξει και βόλεϊ –αντίπαλοι, όσο κι αν προσπαθούσε να είναι στην ομάδα της. Ούτε κουβέντα δεν άλλαζαν –μόνο μια φορά δηλαδή, αυτός είχε κάνει κάποιο φαρμακερό σερβίς και η μπάλα ξύρισε τη ρίγα στη φόρμα της πριν σκάσει έξω. Θυμόταν την ανατριχίλα του στην επαφή της μπάλας με το ύφασμα –ήταν σα να την είχε αγγίξει ο ίδιος.
«Έξω», είχε φωνάξει πανηγυρικά η Μαριάνα.
«Σ΄ ακούμπησε», είχε διαμαρτυρηθεί εκείνος.
«Τι;»
Η Μαριάνα είχε πλησιάσει στο φιλέ –απειλητικά. Έβλεπε για πρώτη φορά το πρόσωπό της από τόσο κοντά, το δίχτυ εμπόδιζε αλλά δεν έκρυβε. Τότε, είχε παρατηρήσει κάποια σπυράκια εφηβείας –ένα στο μέτωπό της, άλλο ένα στο πηγούνι.
«Τι είπες;» τον ξαναρώτησε νευριασμένη.
«Τίποτα ... μαλακίες ... Νόμισα πως σε ακούμπησε πριν βγει».
«Όπως το λες. Μαλακίες!» φώναξε το κορίτσι γυρίζοντάς του την πλάτη.
Η κολλητή του η Λίλιαν (Καλλιόπη την έλεγαν δηλαδή), είχε πλησιάσει θυμωμένη –έπαιζε στην ίδια ομάδα με αυτόν.
«Αφού το είδες οτι την ακούμπησε –γιατί μαζεύτηκες μπροστά της;»
«Δεν είδα καλά. Νόμισα. Μπορεί και να έκανα λάθος».
Η Λίλιαν τον είχε κοιτάξει απαξιωτικά –αυτό μόνο.

Μια φορά στην ΕΛΛΗ. Σκαστός από το φροντιστήριο, έπαιζε το «Monterey Pop Festival». Η Μαριάνα, τρεις θέσεις πιο μπροστά του –με μια κολλητή της. Εκείνη η κολλητή πούλαγε μούρη, περνιόταν για ζόρικη γκόμενα – δεν του άρεσε καθόλου. Πριν σβήσουν τα φώτα κάλυψε την απόσταση και βρέθηκε πίσω τους –ρουφώντας με θόρυβο το καλαμάκι της κοκακόλας. Η κολλητή γύρισε, τον είδε, κάτι είπε στη Μαριάνα. Γύρισε κι αυτή.
«Από το σχολείο δεν είσαι;»
«Ναι ...»
«Ο ...»
«Αυτός, ναι».
«Θέλεις να καθίσεις μαζί μας; Βλέπω οτι δεν έχεις παρέα».
Έγινε «άσπρος σίφουνας ΑΖΑΞ». Καβάλησε τα καθίσματα και βρέθηκε δίπλα της. Με την κοκακόλα στο χέρι.
«Ήθελα να σου πω ...»
Την κοίταζε περιμένοντας.
«Τις προάλλες στο βόλεϊ είχες δίκιο. Με βρήκε η μπάλα ...»
«Δεν τρέχει τίποτα. Για πλάκα παίζαμε».
Η Μαριάνα γύρισε μπροστά της –άρχιζαν τα «ΠΡΟΣΕΧΩΣ».
Ξεκίνησε η ταινία, είχε ένα εικοσάλεπτο όλο Ραβί Σανκάρ –βαρέθηκαν. Έπιασαν κουβέντα.
«Έχεις μηχανάκι;»
«Όχι ακόμα. Θα πάρω».
«Σε βλέπω να διαβάζεις, πολλές φορές. Τι διαβάζεις;»
Της είπε. Την εντυπωσίασε. Κι εκείνη διάβαζε. Όχι τόσο όσο αυτός –αλλά διάβαζε πάντως. Μιλούσαν για Χέρμαν Έσσε κι έχασαν τον Έρικ Μπάρντον που τραγούδαγε το «Paint it black». Καλύτερα. Φόραγε μια κουρελού ο Έρικ –μαύρα χάλια!
Επέστρεψαν μαζί στα σπίτια τους, με το λεωφορείο. Η κολλητή είχε στραβώσει για τα καλά –δεν ήταν συνηθισμένη να μην μονοπωλεί την προσοχή. Τράβηξε τη Μαριάνα, γιατί είχαν αργήσει –λέει.
«Θα τα πούμε αύριο στο σχολείο», τον αποχαιρέτησε εκείνη.
Γύρισε στο σπίτι του μόνος. Αμίλητος. Το βράδυ δεν κοιμήθηκε.

Ένα μήνα κάνανε παρέα στα διαλείμματα. Την περίμενε στο «καπνιστήριο», δίπλα στο πάρκινγκ των καθηγητών –εκείνη ερχόταν χαμογελαστή, καθόταν δίπλα του με ένα βιβλίο στο χέρι. Διάβαζε για την επόμενη ώρα. Βασικά δηλαδή συζητούσαν. Για τα πάντα. Σχέσεις, μουσική, κινήματα. Του έμαθε τους It’s a beautiful day, της έλεγε για τους Birthday Party και τους Bauhaus. Η κολλητή της Μαριάνας σπαζόταν.
«Ξεκόλλα από τον ξενέρωτο», της ψιθύριζε στο αυτί.
Εκείνος το είχε ακούσει.
Οι κρετίνοι φίλοι του ενδιαφέρονταν.
«Την πήδηξες ή όχι ακόμα; Κανένα βυζάκι έπιασες; Προχώρα το γιατί θα σε φτύσει».
Εκείνη το είχε καταλάβει.
Αδιαφορούσαν. Μιλούσαν μόνο κι αυτό έφτανε. Την έβλεπε να έρχεται προς το μέρος του με ένα χαμόγελο, σκέτη αγκαλιά –και ήταν αρκετό.

Αλλά έπρεπε να προχωρήσουν. Εκείνος το καταλάβαινε. Ήταν φορές που ήθελε να την αγκαλιάσει κανονικά, όχι μόνο με τη φαντασία του, όλο το «καπνιστήριο» τους είχε για ζευγάρι. Και η Μαριάνα δεν φαινόταν να ενοχλείται. Έπρεπε να κάνει την επόμενη κίνηση.
Φόρεσε κάποιο πρωί την μπλε κολεγιακή με το σήμα της Adidas. Αυθεντική –έδειχνε πολύ σένια μπλούζα. Έβαλε φρεσκοπλυμένο το τζιν του με τα ξέφτια, χτενίστηκε, φόρεσε και την κολόνια του πατέρα. Βρωμούσε κάπως αλλά δεν πείραζε. Το είχε πάρει απόφαση –αυτός έπρεπε να κάνει την πρώτη κίνηση.
Και την έκανε. Στις σκάλες του πρώτου ορόφου μπήκε μπροστά και έκοψε το δρόμο της Μαριάνας –δεν ήθελε να πάνε στο «καπνιστήριο», για να μην τους διακόψουν οι κρετίνοι.
«Μαριάνα, ήθελα να σου πω ...»
«Τι πράγμα βρε;»
«Εεε ... θέλεις να τα φτιάξουμε;»
Χαμογέλασε. Καλό σημάδι.
«Κοίτα ... Εντάξει σε συμπαθώ ...»
Αυτό ήταν κακό σημάδι. Την περίμενε να ολοκληρώσει.
«Αλλά ... μωρέ ... είσαι μικρότερός μου!»
Είχε δίκιο. Ένα χρόνο μικρότερός της. Τρίτη Λυκείου εκείνη, Δευτέρα αυτός.
«Εννοώ ... είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Μπορούμε να κουβεντιάζουμε τα πάντα, σε συμπαθώ πολύ. Αλλά ... σε βλέπω μόνο σαν φίλο ...»
Η κλασσική κοριτσίστικη χυλόπιτα. Εκείνος κατέβασε το κεφάλι –ντρεπόταν. Πως του είχε περάσει από το μυαλό; Αυτός και η Μαριάνα; Πόσο μαλάκας ήταν για να πιστέψει οτι υπήρχε τέτοια προοπτική;
«Καλά ... δεν τρέχει τίποτα ...», κατάφερε να ψελλίσει. «Απλά ήθελα να ξέρω ...»
Είχε στερέψει από δικαιολογίες.
«Θα πας στο ‘καπνιστήριο’;» τον ρώτησε η Μαριάνα.
«Μπα ... όχι. Πρέπει να περάσω από την τάξη μου, έχω μια άσκηση να λύσω ...»
Εκείνη έφυγε. Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει. Δεν ξαναμίλησαν από τότε. Μόνο τυπικά –όταν έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο.
Η κολλητή της πανηγύριζε. Είχε κι έναν καινούργιο γκόμενο, εξωσχολικό, ο οποίος είχε έναν φίλο ... Τέτοια πράγματα.

Ένοχος
Εκείνος κάπνιζε μόνος στην πλατεία, κοντά στο σπίτι του. Κάποιοι από τους κρετίνους έπαιζαν δίτερμα –με πέτρες για δοκάρια. Δεν είχε όρεξη ούτε να διαβάσει.
Τον πλησίασαν όταν άρχισε να σκοτεινιάζει.
«Τι έγινε μαλάκα; Σε χυλοπίτιασε η Μαριάνα;»
Κρατούσαν μπύρες και σουβλάκια.
«Γιατί το λέτε ρε σεις; Καμιά σχέση –απλά βαρέθηκα. Δεν πήγαινε και πουθενά...»
«Της την έπεσες;»
«Τελικά όχι».
«Μαλακία σου».
«Δε γούσταρα».
«Ναι, καλά! Είναι που σε κυνηγάει και η Βαλερί Καπρίνσκι –τι να ασχολείσαι με τη Μαριάνα;»
Γέλαγαν. Αυτός πάλι –όχι.
Ξόδεψε το χαρτζιλίκι του σε κουτάκια μπύρας –έπινε μαζί τους μέχρι αργά. Ζαλίστηκε. Δεν είχε φάει τίποτα, δεν μίλαγε σχεδόν καθόλου –μόνο τους άκουγε να συζητάνε για κάποιον βλάκα που άφηνε τη μηχανή του ξεκλείδωτη. Μπορούσαν άνετα να του τη φάνε. Να την πάρουν για βόλτες στη «Βούτα», να παίξουν κανένα στοίχημα –που ξέρεις; Μπορεί να έβγαζαν κανένα μηχανάκι στην κόντρα –καλή φάση! Κι αν έχαναν δεν έτρεχε μία. Μήπως δικιά τους θα ήταν η μηχανή;
«Τι λες;»
«Για ποιο πράγμα;»
«Πάμε να τη βουτήξουμε;»
«Δεν έχω όρεξη».
«Έλα ρε κότα! Μη γίνεσαι σπαστικός!»
Πήγαν. Ήταν εύκολο. Ο τύπος δεν έβαζε λουκέτο –δυο γερές στο τιμόνι κι έσπασε το κεντρικό κλείδωμα. Την πήγαν τσουλώντας μέχρι δυο στενά πιο κάτω. Εύκολο. Ψείρισαν τα καλώδια –η μηχανή πήρε μπροστά από το μπουζί.
«Πάρτη για μια βόλτα ρε βλάκα!»
Την πήρε. Ήταν ωραία μηχανή, έστριβε μαλακά σα σφουγγάρι, επιτάχυνε κλωτσώντας. Για λίγο ξέχασε τη Μαριάνα –άκουγε τον κινητήρα να στροφάρει και η άσφαλτος χανόταν στον αέρα που δάκρυζε τα μάτια του. Για λίγο.

Οι μπάτσοι έκαναν μπλόκο, δεν φορούσε κράνος –τους είδε αργά. Σκέφτηκε να γκαζώσει, δεν είχε άλλη λύση. Το προσπάθησε κιόλας –κάρφωσε την τρίτη και έστυψε απότομα το δεξί γκριπ. Να φύγει!
Η μηχανή σκόρτσαρε και έσβησε. Αυτό ήταν. Τον τσίμπησαν με χαρακτηριστική ευκολία. Στην Ασφάλεια του είπαν να βγάλει τα γυαλιά πριν τον πλακώσουν στα χαστούκια. Το κεφάλι του βούιζε –κατουριόταν. Δεν άκουγε τι του έλεγαν, δεν σκεφτόταν τις συνέπειες, δεν καταλάβαινε. Μόνο να μην του φύγουν τα κάτουρα –εκεί είχε επικεντρωθεί. Τον παράτησαν για λίγο –έπιασαν την κουβέντα μεταξύ τους. Μετά έφυγαν από το δωμάτιο. Βρήκε ένα νιπτήρα στην άλλη άκρη –κατούρησε, ξαλάφρωσε. Περίμενε. Κρύωνε. Έτρεμε. Από φόβο.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο πατέρας του. Κατακίτρινος, χαμένος.
«Γιατί παιδί μου; Τι σου έλειψε;»
Εκείνος δεν έλεγε κουβέντα. Μόνο κοιτούσε κάτι βαθουλώματα στο ξύλινο τραπέζι –αναρωτιόταν από τι έγιναν.
«Σε μπλέξανε αγόρι μου. Αυτά τα κωλόπαιδα που κάνεις παρέα –το ξέρω εγώ».
Άκουγε περιμένοντας την κατάληξη.
«Αλλά ο Διοικητής είναι γνωστός μου, φίλος μου! Πες τους ποιοι ήταν και θα σε αφήσουν να φύγεις. Δεν είναι κρίμα να καταστρέψεις τη ζωή σου; Θα σε κλείσουν αναμορφωτήριο!»
Αυτή λοιπόν ήταν η κατάληξη. Συνέχιζε να ακούει, αμίλητος.
«Σε παρακαλώ αγόρι μου! Η μάνα σου δεν ξέρει τίποτα –κρυφά έφυγα από το σπίτι. Αν το μάθει θα πεθάνει –πες τους ποιοι ήταν κι εσύ θα ξεμπλέξεις, στο υπόσχομαι!»
Τότε σήκωσε το κεφάλι –ο πατέρας του έκλαιγε. Απελπισία. Είχε κρύψει το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους, δεν ήταν τα λόγια που τον έκαναν να πάρει την απόφαση.
Ήρθε ο Διοικητής –οι άλλοι, που τον βάραγαν, είχαν εξαφανιστεί.
«Σε ακούω αγόρι μου. Μην ξεχνάς οτι θέλω το καλό σου –γνωρίζω την οικογένειά σου, είσαστε καλοί άνθρωποι. Ξέρω οτι σε παρέσυραν –δεν ωφελεί να τους καλύπτεις».
Τα είπε όλα. Ονόματα, διευθύνσεις –ότι ήξερε. Έδωσε τους υπόλοιπους κρετίνους χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα βαθουλώματα του ξύλινου τραπεζιού.
«Θα σε αφήσουμε να πας σπίτι σου τώρα. Τυπικά είσαι στο κρατητήριο μέχρι να περάσεις αύριο από αυτόφωρο. Βασίζομαι στον λόγο του πατέρα σου –αύριο πρωί να είσαστε στα Δικαστήρια. Εντάξει; Ο εισαγγελέας θα ορίσει δικάσιμο μετά από κανένα χρόνο –εμείς θα κανονίσουμε να θαφτεί η υπόθεση. Τα όργανα που σε συνέλαβαν δεν θα καταθέσουν –οι υπόλοιποι της παρέας σου θα κατηγορηθούν για την κλοπή. Εντάξει παιδί μου;»
Δεν μιλούσε –τι να έλεγε; Έφυγε αγκαζέ με τον πατέρα του –περπάτησαν μέσα από τις σκιές των πεζοδρομίων, όχι πλέον σαν κλέφτες, αλλά σαν ένοχοι. Η μητέρα του ήξερε τα πάντα, τελικά. Έκλαιγε στο σπίτι –αγκαλιάστηκαν. Δεν ξαναμίλησαν γι΄αυτό. Έπιασαν τους υπόλοιπους, κάποιους τους άφησαν, έναν ή δυο κράτησαν και τους φόρτωσαν τα πάντα. Κανένας από το σχολείο δεν έμαθε για την ανάμειξή του.

Προσχεδιάζοντας
Άνοιξε την τηλεόραση. Είχε πάρει να νυχτώνει –ώρα για τα δελτία ειδήσεων. Χρησιμοποιούσε ένα πάλμτοπ για την καταγραφή απόψεων, συμπερασμάτων, σκέψεων. Όταν τελείωνε, φρόντιζε να εξαφανίσει τη συσκευή σε μια εσοχή της ντουλάπας –στην κρεβατοκάμαρά του. Η εσοχή έμοιαζε με μικροκαμωμένο χρηματοκιβώτιο στο πάτωμα της ντουλάπας, κάτω από ένα πλακάκι. Είχε φροντίσει να μην φαίνεται κούφιο το πλακάκι –είχε προνοήσει να δημιουργήσει ένα σύστημα με ασφαλισμένο ελατήριο –αρκούσε κάποιο μελετημένο πάτημα του ποδιού στο σοβατεπί για να απασφαλιστεί το ελατήριο και να διαλυθεί το πάλμτοπ από το βάρος του ποδιού.

Η οθόνη της τηλεόρασης γέμισε από ένα μπουρδουκλωμένο πάνελ –δημοσιογράφοι, βουλευτές, πρωταγωνιστές τηλεπαιχνιδιών. Έβαλε τα πόδια του πάνω στον καναπέ, τράβηξε πιο κοντά το τασάκι και άνοιξε μια κονσέρβα τόνου. Δεν πεινούσε –περισσότερο η αμηχανία ήταν. Η αναμονή.

Κάποιοι μονόλογοι
«Γιατί δεν προκηρύσσετε εκλογές; Εμείς δεν κατηγορούμε κανέναν –δεν λέμε πως έγινε λαθροχειρία, αλλά είναι φανερό πως τα αποτελέσματα είναι άκυρα. Το κόμμα μου …»
«Το κόμμα σας επιδιώκει την δημιουργία συνθηκών ανασφάλειας, το κόμμα σας κινδυνολογεί ασύστολα, παίζει παιχνίδια στην πλάτη των πολιτών. Νομίζετε πως αντέχει η χώρα την προκήρυξη εκλογών σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Υπάρχουν εθνικά θέματα ανοιχτά …»
«Και θα τα κλείσετε εσείς; Πως θα το κάνετε αυτό, όταν δεν είσαστε σίγουροι ότι έχετε την πλειοψηφία; Γιατί δε μας λέτε …»
«Τι να μας πουν οι άνθρωποι; Έχουν αγκιστρωθεί στις καρέκλες τους και δεν θέλουν να σηκωθούν! Η εξουσία …»
«Μιλάτε εσείς για εξουσία; Εσείς που διαμορφώνετε τις απόψεις του κόσμου από τις τηλεοράσεις; Εσείς που κάνετε το άσπρο –μαύρο; Εσείς …»
«Σας παρακαλώ να ανακαλέσετε αμέσως! Τι πράγματα είναι αυτά; Δεν είναι δυνατόν να …»
«Ντροπή σας! Ο κόσμος …»
«Ο κόσμος έχει καταλάβει το παιχνίδι σας και θα σας καταδικάσει ….»
«Πότε; Εδώ έχει καταργηθεί το δικαίωμα του λαού για εκλογές …»
«Είναι απαράδεκτα αυτά που λέτε! Θέλετε να δημιουργήσετε εντυπώσεις …»
«Κύριοι! Κύριοι σας παρακαλώ! Θα αναγκαστώ …»
«Ο λαός θα σας απαντήσει στους δρόμους! Εκεί θα πάρετε …»
«Δεν θα ανεχθούμε τη διασάλευση της τάξεως …»
Έκλεισε τον ήχο, αφήνοντας μόνο την εικόνα να φωτίζει το δωμάτιο. Είχε τελειώσει την κονσέρβα και ένιωθε το περιεχόμενό της μονοκόμματο στο στομάχι του. Αηδία.
Άναψε τσιγάρο.

Σημειώσεις
«Ημερομηνία: 7,15 μετά το 0,

Δείχνει να ετοιμάζεται η σύγκρουση μεταξύ των δυο διεκδικητών της εξουσίας. Οι διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης θα φέρουν αντιδιαδηλώσεις –δεν μπορεί να στηριχτούν μόνο στα σώματα Ασφαλείας. Άλλωστε, ψάχνουν λαϊκό έρεισμα.
Είναι θέμα χρόνου οι προβοκατόρικες ενέργειες, είναι θέμα χρόνου η απώλεια της ψυχραιμίας από τους ένοπλους. Θα υπάρξουν, άραγε, νεκροί; Τέτοιο ενδεχόμενο μοιάζει θετικό και εκτιμώ πως -όσο νωρίτερα, τόσο λιγότεροι. Ένας νεκρός σε διαδήλωση, ή σε προβοκατόρικη ενέργεια θα τρομάξει και θα συσπειρώσει. Αν οι ταραχές απλωθούν (βάθος πεδίου, βάθος χρόνου) θα γίνει μακελειό. Όσο τα κανάλια λειτουργούν –ένας νεκρός ισοδυναμεί με εκατοντάδες. Αν σταματήσουν οι μεταδόσεις, εκατοντάδες νεκροί θα μοιάζουν αόρατοι.

Συμπέρασμα: Άμεση επιδείνωση της κατάστασης μοιάζει αναπόφευκτη. Αναγκαία.
Ερωτήσεις: Πότε θα καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει; Πότε θα συσπειρωθούν βλέποντας πως η εξουσία χάνεται; Πόσο χρόνο έχουμε;
Άμεσες ενέργειες: Καταγραφή της κατάστασης από τους συνδέσμους στις γειτονιές. Διερεύνηση των προθέσεων –πόσοι ακολουθούν αμυντική τακτική, πόσοι σκοπεύουν σε επιθετικές δραστηριότητες. Διερεύνηση δυνατοτήτων διείσδυσης, διεύρυνσης».

Κανένα χαμόγελο -καμιά αγκαλιά
Έβαλε το πάλμτοπ στη θήκη του και το έθαψε στην κρυψώνα της κρεβατοκάμαρας. Είδε το κρεβάτι –αυτόματα νύσταξε. Τι ώρα είναι; Νωρίς. Νύσταζε. Και δεν είχε ετοιμάσει το cd με τις κατευθυντήριες γραμμές που θα πρότεινε μέσα στα φόρα. Δεν μπορούσαν πλέον να κάνουν πολλά –μόνο εμπειρικές υποδείξεις, προτάσεις, σχόλια. Με την ελπίδα ότι κάποιοι θα άλλαζαν λίγο την τακτική τους -δεν χρειαζόταν να ξαναγίνουν όλα τα λάθη από την αρχή. Δεν χρειαζόταν να χαθεί πάλι χρόνος –ή μήπως χρειαζόταν; Προσωπικές εμπειρίες –μεταβιβάζονται; Ας έκαναν ότι ήθελαν τα παιδιά –ο δικός τους ρόλος είχε εξαντληθεί στο επίπεδο ανάφλεξης. Το περίμεναν αυτό –αδημονούσαν. Να βρεθούν στους δρόμους, ελεύθεροι από υποχρεώσεις.

Ξάπλωσε με τα ρούχα και τράβηξε κάποια κουβέρτα μέχρι τη μύτη του. Υπερένταση, κατήφεια –ελπίδα, απόγνωση. Είχαν δώσει τις ζωές τους –εντάξει, δεν ήταν μεγάλη η θυσία –σωροί σκουπιδιών οι ζωές τους, κοινωνική αχρηστία ή κάτι άλλο; Διάλεξαν το κάτι άλλο. Σοβαροί και δογματικοί σαν καλόγεροι, ταγμένοι στη χάρη της. Μυρμήγκια που περίμεναν το τέλος –όταν το οικοδόμημα που έστηναν θα απαιτούσε να θαφτούν, στα θεμέλια. Φανατικοί; Μάλλον αβέβαιοι. Διστακτικοί στη σκέψη, αποφασιστικοί στην πράξη. Δεν υπάρχει λάθος που να μην αξίζει να γίνει. Προχώρα και βλέπουμε. Μετά. Αλλά προχώρα. Πως και θυμήθηκε τη Μαριάνα προηγουμένως;

Υπήρξαν άλλα κορίτσια και μετά ήρθαν άλλες γυναίκες. Ποιο όμορφες από αυτή, πιο ενδιαφέρουσες. Κάθε φορά που τις φιλούσε –έβγαινε έξω από τη στιγμή και παρατηρούσε. Τον εαυτό του αγκαλιά με μια γυναίκα, το πουκάμισό του να έχει κρεμάσει γελοία έξω από το παντελόνι, το πρόσωπό του κόκκινο. Έξαψη. Αναμονή. Με το ζόρι κρατούσε τα γέλια του. Αυτός ακόμα αγαπούσε τη Μαριάνα.

Μια φορά στη λαϊκή –είχε πάει να ψωνίσει φρούτα για τη μάνα του. Την είδε με ένα κουτσούβελο κρεμασμένο στο δεξί της χέρι. Με περισσευούμενα κιλά, απεριποίητα μαλλιά, αταίριαστα ρούχα. Έψαξε –ζορίστηκε για να βρει το χαμόγελο που είχε ερωτευτεί στην κοπέλα. Το βρήκε;
Εκείνη τον είχε πλησιάσει διστακτική –εκείνος θα απέφευγε τη συνομιλία.
«Τι κάνεις; Εσύ δεν είσαι; Πόσα χρόνια!»
«Πολλά. Πως περνάει ο καιρός!»
«Ναι. Ο γιος μου …»
Συγκράτησε το πόδι του να μην κλωτσήσει το ενοχλητικό πιτσιρίκι.
«Εσύ τι κάνεις; Παντρεύτηκες;»
«Μπα… Δεν βρήκα τίποτα …»
«Κρίμα …»
«Έτσι λες;»
Η γυναίκα με το παιδί στο δεξί χέρι. Σε δύσκολη θέση. Αμίλητα αμήχανη.
«Εσύ περνάς καλά;»
«Ας τα λέμε …»
«Μπράβο».
Πάλι σιωπή. Την κοίταζε με βολικό χαμόγελο. Παρακαλούσε να του πει «αντίο», να φύγει …
«Χαθήκαμε από τότε …»
Δεν ήθελε να μιλήσει για «τότε».
«Χαθήκαμε όντως».
«Ήσουν ο καλύτερός μου φίλος …»
«Ναι, είδες; Ο καλύτερος φίλος των κοριτσιών! Υπάρχει μεγαλύτερη μαλακία;»
Σφίχτηκε, του έκανε νόημα –«το παιδί!»
«Χάρηκα που σε είδα».
«Κι εγώ».
Επιτέλους θα τελείωνε το μαρτύριο.
«Μαριάνα;»
«Πες μου».
«Τίποτα. Να προσέχεις».
«Κι εσύ».
Γύρισε την πλάτη –ξέχασε μια σακούλα με πορτοκάλια. Έφυγε για μια ακόμα φορά –όχι σαν κλέφτης, αλλά σαν ένοχος.

Θυμήθηκε τη Μαριάνα γιατί είχε δει το Γιάννη –αυτό ήταν! Όσο έψαχνε την κονσέρβα στα συρτάρια της κουζίνας, η τηλεόραση έπαιζε τις «καυτές ειδήσεις». Άκουγε χωρίς να παρακολουθεί, ένα αυτοκίνητο είχε ανατιναχτεί στα νότια προάστια –μπαινόβγαινε στο καθιστικό, σταμάτησε απότομα με το ανοιχτήρι στο χέρι. Ένας σκελετός αυτοκινήτου ακόμα κάπνιζε στο κέντρο της οθόνης, κυκλωμένος από ασθενοφόρα και περιπολικά –στην άκρη, δεξιά, ο Γιάννης χάζευε τη σκηνή. Η κάμερα τον είχε εντοπίσει, ασταθείς εικόνες του δρόμου όσο τον πλησίαζε. Ο Γιάννης είχε βιαστεί να χωθεί στο σπίτι του. Έμοιαζε απορημένος. Ο Γιάννης που είχε δραπετεύσει.

Του έλειπαν. Και ο Γιάννης και οι υπόλοιποι –η μοναδική παρέα που έκανε. Διασκέδαζαν, γελούσαν πολύ όταν βρίσκονταν, αλλά το θυσίασαν κι αυτό. Επιφυλακτικές συναντήσεις στις συναυλίες του Nick Cave, αργότερα, λίγες προσεκτικές κουβέντες στο ίντερνετ. Σπάνια βρίσκονταν συνδεδεμένοι, όλοι μαζί. Μηνύματα συνήθως, αφημένα σε εικονικές προεξοχές τοίχων –«υπάρχω, υπάρχεις;», «τα κατάφερα, εσύ πως πας;», «τώρα πρέπει να γίνει, τώρα, τώρα!» Καμουφλαρισμένα μέσα σε πρόστυχες αγγελίες και αδιάφορες μουσικές αναζητήσεις. Αυτά δεν ήταν αρκετά –δηλαδή, εντάξει, αρκετά ήταν. Η υπόθεση προχωρούσε. Αλλά του έλειπαν. Ο Γιάννης και οι υπόλοιποι.

Αργή μέρα
Ξύπνησε πιασμένος παντού. Βρώμικη ανάσα, ιδρώτας στις μασχάλες και στο στήθος. Κουρασμένος μετά από 10 ώρες ξεκούρασης. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί κάτω από το ντους, έβαλε τις σκέψεις του σε τάξη όσο ξυριζόταν. Θα πήγαινε νωρίς στη δουλειά σήμερα.

Ο δρόμος, κάτω από το σπίτι του, δεν είχε τη συνηθισμένη κίνηση –ο κόσμος δεν έτρεχε, μόνο βάδιζε επιφυλακτικά. Ο φούρνος στην απέναντι γωνία –μισοσκότεινος. Μια γυναίκα έβγαινε απογοητευμένη –ο φούρνος δεν είχε βγάλει ψωμί σήμερα. Τεράστια ουρά στη στάση λεωφορείου –είπε να σταθεί τελευταίος. Μετάνιωσε –θα έπαιρνε ταξί. Που να βρεις ταξί πρωινιάτικα; Παγιδεύτηκε στο κοπάδι των εργαζομένων που αγωνιζόταν να πάει για άρμεγμα. Ήθελε να φτάσει στη δουλειά του, δεν άντεχε τον συνωστισμό, δεν άντεχε την αναμονή –έσφιξε τις γροθιές του. Ένα λεωφορείο φάνηκε από την άκρη του δρόμου, ο κόσμος στριμώχτηκε ανάγωγα, συμπιέζοντάς τον στο κουβούκλιο της στάσης. Το λεωφορείο πλησίασε, έκοψε ταχύτητα. Περισσότερο στρίμωγμα.

Το λεωφορείο πέρασε τη στάση χωρίς να σταματήσει –ο κόσμος κοίταζε έκπληκτος. Για λίγο. Το λεωφορείο συνέχισε να απομακρύνεται αργά.
«Ρε παλιοκερατάδες! Αλλά δε φταίτε εσείς … εμείς οι μαλάκες φταίμε!»
«Μόνο όταν έρχονται τα κανάλια δουλεύουν οι αλήτες!»
«Αίσχος ρε!»
Ο οδηγός του λεωφορείου έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο, ακούγοντας το βρισίδι. Ένευσε προς το πλήθος απαξιωτικά. Το πλήθος σείστηκε. Κάποιος μεσόκοπος σήκωσε ένα κομμάτι από τσιμεντόλιθο και το εκσφενδόνισε στο πίσω τζάμι του λεωφορείου. Το τζάμι ράγισε αλλά δεν έσπασε. Ο οδηγός φρέναρε τώρα. Άνοιξε την πόρτα και κρεμάστηκε έξω. Έβρισε –αλλά τα λόγια του χάθηκαν στη φασαρία. Ο κόσμος πλησίαζε το λεωφορείο ανεξέλεγκτα.

Απομακρύνθηκε με αργά βήματα. Δεν είχε καμιά όρεξη να μπλεχτεί στη φασαρία. Αηδίαζε κιόλας με τις αντιδράσεις του πλήθους. Κόσμος έτρεχε –ευτυχώς πέτυχε κάποιο άδειο ταξί. Έδωσε τη διεύθυνση της δουλειάς του …
«Τι γίνεται εκεί έξω;» ρώτησε ο ταξιτζής.
«Δεν ξέρω –δεν πρόσεξα», είπε εκείνος.

Μπήκε στο αρχαίο ασανσέρ –μόνος, λαχανιασμένος. Σταμάτησε στον όροφό του, ένας κακομοίρης τον καλημέρισε μπαίνοντας. Δεν του απάντησε. Έφτασε στο γραφείο του αποφεύγοντας να κοιτάξει τριγύρω. Κάθισε, ξέσφιξε τη γραβάτα και μέτρησε την ώρα για τον πρωινό καφέ παίζοντας με το τσιγάρο του.

Χτύπησε η πόρτα. Δεν ήταν ο καφές. Μια γραμματέας …
«Κύριε Ανδριτσάκη … σας θέλει ο Γενικός ….», έμπλεκε τα δάχτυλά της περιμένοντας να φύγει.
«Πότε με ζήτησε;»

«Πριν μισή ώρα …»
«Και μου το λες τώρα;»
«Μα … αφού …»
«Καλά! Πήγαινε!»
Ο στριμμένος κύριος Αντώνης Ανδριτσάκης.

Έπρεπε να πιει καφέ, έπρεπε να καπνίσει το τσιγάρο του. Αν δεν άνοιγαν τα μάτια του πως θα αντιμετώπιζε τον Γενικό; Αδημονούσε. Ήρθε ο καφές –μέτριος –τον ρούφηξε αχόρταγα, έσβησε το τσιγάρο στη μέση. Το χαράμισε. Σηκώθηκε βιαστικός για τη συνάντηση με τον Γενικό.

Ανέβηκε με το ασανσέρ, κατέβασε τους χτύπους της καρδιάς του. Αποτελεσματικά. Η γραμματέας του Γενικού χαμογέλασε –δείχνοντας την κλειστή πόρτα. Μπήκε.
«Κύριε Ανδριτσάκη!» πετάχτηκε ο Γενικός. Ανυπόμονος.
«Καλημέρα σας», είπε εκείνος τυπικά. Ποιος ήταν ο άλλος που βρισκόταν στο γραφείο; Που τον είχε ξαναδεί;
«Να σας συστήσω τον κύριο Αλεξίου. Είναι προϊστάμενος της Διεύθυνσης …»
Κούνησε το χέρι του ήρεμα.
«Δεν είναι ανάγκη. Τον γνωρίζω τον κύριο Αλεξίου … Πως είστε αγαπητέ;»
Ο άλλος χαμογέλασε τυπικά όσο εκείνος καθόταν δίπλα του. Βέβαια! Ο Αλεξίου από τη Διεύθυνση Διαχείρισης Κρίσεων. ΚΥΠατζής. Τον περίμενε –αν και όχι τόσο γρήγορα.
«Αντιλαμβάνεσθε το πρόβλημα που έχει προκύψει με τα αποτελέσματα των εκλογών κύριε Ανδριτσάκη …», έκανε εισαγωγή ο Γενικός.
«Απολύτως», τον διαβεβαίωσε. «Έχω κάνει ήδη αναφορά και απαιτώ να ενεργοποιηθούν οι σχετικές ρήτρες προς την εταιρεία επεξεργασίας των αποτελεσμάτων. Επίσης έχω διατάξει ΕΔΕ –αν και δεν νομίζω πως θα έχουμε κάποιο αποτέλεσμα από εκεί …», δαγκώθηκε. Γιατί προέτρεχε; Απέφυγε να κοιτάξει τον Αλεξίου.
«Μην αποκλείετε τίποτα κύριε Ανδριτσάκη», σχολίασε ο Αλεξίου. Σιγά μην το άφηνε!
«Θέλω να πω … η Διεύθυνσή μου ενήργησε καθ’ όλα νομότυπα», προσπάθησε να το σώσει.
«Καλώς –αυτά δεν έχουν σημασία τώρα. Εκείνο που μας απασχολεί είναι η αναφορά σας», του είπε ο Γενικός.
«Τι εννοείτε;»
«Θα πρέπει να την αποσύρετε».
«Πως;»
Ο Γενικός σηκώθηκε προσπαθώντας να φανεί επιβλητικός. Δεν τα κατάφερε. Ένας αποτυχημένος δικηγόρος ήταν –έτσι ακριβώς έδειχνε.
«Κύριε Ανδριτσάκη, αν το πάρουν χαμπάρι τα κανάλια θα τη σταυρώσουν την εταιρεία. Δεν νομίζετε πως κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο; Τουλάχιστον πριν καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα».
Σηκώθηκε κι αυτός.
«Μα τι λέτε τώρα; Η εταιρεία έκανε λάθος στα αποτελέσματα και η χώρα είναι ανάστατη! Πως θα το αφήσουμε έτσι; Θα κατηγορήσουν εμάς! Το Υπουργείο, εσάς …».
«Όχι εμένα κύριε Ανδριτσάκη! Εγώ δεν ήμουν εδώ, είχα παραιτηθεί υπέρ του υπηρεσιακού Γενικού Γραμματέα –σωστά;»
«Έστω … εμάς όμως;»
Σιωπή. Ο Γενικός δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τους Δημόσιους υπάλληλους που μπορεί να κατηγορούνταν. Αλλά δεν επρόκειτο να το παραδεχτεί.
«Η Διεύθυνσή μου διεξάγει ήδη έρευνες και είμαστε σε καλό δρόμο. Εσείς δεν έχετε καμιά δουλειά να εμπλακείτε. Αφήστε την υπόθεση σε μας», είπε αργά ο Αλεξίου.
«Διαφωνώ! Τα αποτελέσματα φέρουν την υπογραφή μου –δεν πρόκειται να παίξω την καριέρα μου!»
«Έλα τώρα βρε Αντώνη! Αφού ξέρουμε πως οι υπογραφές των Διευθυντών είναι τυπικές! Το πολύ να κατηγορηθεί ο εισηγητής … πρώτη φορά θα είναι;» γέλασε ο Γενικός.
«Ο εισηγητής είναι υπάλληλός μου! Δεν είμαι διατεθειμένος να …»
«Η Διεύθυνσή μου έχει αναλάβει πλήρως τον χειρισμό της υπόθεσης. Μην με κουράζετε αναγκάζοντάς με να το επαναλάβω κύριε Ανδριτσάκη», είπε ο Αλεξίου.
Ξανακάθισε. Έδειχνε σκεπτικός. Ήταν ξαλαφρωμένος –ήσυχος. Σίγουρος οτι δεν το έδειχνε.
«Εν πάση περιπτώσει …»
«Χαίρομαι που κατανοείς τη σοβαρότητα της υπόθεσης Αντώνη».
«Διατηρώ όμως κάποιες επιφυλάξεις …»
«Μην ανησυχείς. Ο κύριος Αλεξίου είναι ικανότατος …»
«Τι είδος μουσικής ακούτε κύριε Ανδριτσάκη;»
Έστρεψε το κεφάλι του απότομα προς τον άλλο άντρα. Τι σκατά ήταν αυτό;
«Δεν κατάλαβα …»
«Τι είδος μουσικής ακούτε; Τζαζ, κλασσική, ροκ, έντεχνη;»
«Δεν ακούω πολύ μουσική … Απ΄ όλα υποθέτω … Γιατί;»
«Τίποτα –απλώς αναρωτιόμουν. Εγώ ακούω μπλουζ και τζαζ κυρίως …»
«Ενδιαφέρον …», σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε. Μια πινελιά ειλικρίνειας ήταν πάντα χρήσιμη. «Παλιότερα όμως πήγαινα σε πολλές συναυλίες. Άκουγα ροκ … κυρίως. Με χρειάζεστε κάτι άλλο;»
Οι άντρες κούνησαν αρνητικά τα κεφάλια τους.

«Φαντάζεστε τον Ανδριτσάκη ροκά;» είπε ο Γενικός όταν έμειναν οι δυο τους. «Μοιάζει εφιαλτικό, για να μην πω γελοίο!»
Ο Αλεξίου κούνησε το κεφάλι του σκεπτικός.
«Κάθε απρόβλεπτη ανθρώπινη συμπεριφορά είναι εφιαλτική», είπε.
«Νομίζετε πως έχει καμιά σχέση με την αλλαγή των αποτελεσμάτων;»
«Μπορώ να διακρίνω κάποιο κίνητρο. Αν άλλαζε η κυβέρνηση, θα έχανε τη θέση του. Αλλά δεν φαίνεται να είχε τις γνώσεις για κάτι τέτοιο … Βέβαια …»
«Ναι;»
«Εντοπίσαμε μια είσοδο στη βάση των αποτελεσμάτων από τη γραμματεία του Ανδριτσάκη. Το άτομο που μπήκε φρόντισε να καλυφθεί πλήρως, αλλά δεν σκέφτηκε να σβήσει τα ίχνη του από το ντράιβ του υπολογιστή. Το γεγονός είναι πως φτιάχτηκε ένα cd εκεί πέρα, αργά το απόγευμα. Ο Ανδριτσάκης είχε ήδη υπογράψει το διαβιβαστικό, αλλά τα έγγραφα ήταν ακόμα στο γραφείο του. Θα μπορούσε κάποιος να αλλάξει το cd».
«Κατάλαβα», είπε ο Γενικός μη έχοντας καταλάβει τίποτα.
Ο Αλεξίου σηκώθηκε.
«Θα σας κρατώ ενήμερο για κάθε νεότερη εξέλιξη στις έρευνές μας».
«Να το κάνετε οπωσδήποτε κύριε Αλεξίου».

Κατέβηκε με τα πόδια τους ορόφους, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να περάσει από τη Διεύθυνση του Ανδριτσάκη. Η πόρτα του γραφείου του ήταν κλειστή. Οι υπάλληλοί του τριγυρνούσαν στους διαδρόμους αγχωμένοι.

«Αν το έκανες, είσαι μεγάλη κουφάλα Ανδριτσάκη!» σκέφτηκε καθώς πήγαινε προς τις σκάλες. Άκουσε καυγάδες από τους κάτω ορόφους –το Υπουργείο ήταν ανάστατο. Έφτασε στο υπόγειο –κατευθύνθηκε προς το γραφείο του και κλειδώθηκε μέσα. Δεν έκανε τον κόπο να αναρωτηθεί για τη χρησιμότητα της έρευνάς του –έτσι κι αλλιώς η κατάσταση ξέφευγε από κάθε έλεγχο με καταιγιστικούς ρυθμούς. Τον απασχολούσε μόνο ο χρόνος που διέθετε.

«Αν το έκανες θα σε ξεσκίσω Ανδριτσάκη. Όχι γιατί διαφωνώ –αλλά γιατί έτσι πρέπει να γίνει». Είπε χαμηλόφωνα.

(συνεχίζεται ασαφώς)

13 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ο Καλος Λυκος είπε...

σιγά να μην μας ξεσκίσει το κωλόπαιδο...

The Motorcycle boy είπε...

Το ξέσκισμα αγαπητέ, είναι ιστορική αναγκαιότητα -που θα έλεγε κι ένας καλός μαρξιστής.

οι σκιές μιλάν είπε...

Έρχομαι από του ναμπ από το ποστ με τις πολιτικές δολοφονίες κι αναρωτιέμαι, συνεννοημένοι είστε εσείς οι δύο; Πάτε να προκαλέσετε ηλεκτρονική ένοπλη εξεγερση και δεν είπατε τίποτα; Εμάς δηλαδή τί μας έχετε, να πλέκουμε το πίξελ του αντάρτη;

υγ. Τελικά οι ετερόκλιτες παρέες, το πίτωμα με τη φράση "σε βλέπω σα φίλο" και το "πες μου παιδί μου ποιοι σε μπλέξαν" πρέπει να ανήκουν στο συλλογικό υποσυνείδητο των τελευταίων 50 χρόνων. Έχουν κάψει ολόκληρες γενιές...
:(

The Motorcycle boy είπε...

Αυτό που με φοβίζει αδερφέ είναι μήπως έχει αλλοτριωθεί σε τέτοιο βαθμό από τα μπλογκς ο numb και αρχίσει να γράφει σε συνέχειες! Ήταν αγνό παιδί, αμόλυντο -πίστεψέ με!

Μεγάλες κουβέντες αυτές που λες -έχουν στοιχειώσει γενιές και γενιές. Σου θυμίζω και το τραγουδάκι του Δεληβοριά -"Μου λες πως με βλέπεις σαν φίλο" (έπος!)
Σε μια συναυλία έλεγε πως η αντίστοιχη χυλόπιττα του "σε βλέπω σαν φίλο", από την πλευρά των ανδρών είναι το μνημειώδες: "είμαι σε άλλη φάση τώρα"!

οι σκιές μιλάν είπε...

Στην περίπτωση του Ναμπ τουλάχιστον ξέρουμε εδώ και καιρό "ποιος τον έμπλεξε" και "ποιος μανιπουλάρει συνειδήσεις"!
LaL

υγ. Έλα ρε! Λένε τέτοια πράγματα οι άντρες; Δεν το πιστεύω...
:PPPPP

The Motorcycle boy είπε...

Ποιος κιαρατάς το παρέσυρε το παιδί; Άστο -μην πεις ονόματα γιατί ο κολλητός του ο Στομάχης έχει βαρύ χέρι!

Υ.Γ.: Ναι, ναι σου λέω!

numb είπε...

χαχα, μια φορά έγραψα και γω ένα kάπως μεγαλούτσικο ποστ και έγινε θέμα

:)))

Πάντως, μετά από το δικό μου ποστ σε εκτίμησα περισσότερο. Πραγματικά. Γιατί, συνειδητοποίησα πόσο κουραστική μπορεί να γίνει η συγγραφή ενός και μόνο ποστ. Εσύ γράφεις μόνο σεντόνια. Δηλαδή, χαράς στο κουράγιο σου!!!

Το ποστ αυτό δεν το διάβασα, θα τα διαβάσω όλα μαζί όταν ολοκληρωθεί η ιστορία. Να φανταστείς, διαβάζω ακόμη τα παλιά σου με τον Μαλτέζο στην έκδοση που επιμελήθηκε η Τomboy.

οι σκιές μιλάν είπε...

Aυτές οι εκδόσεις ΤΟΜΒΟΥ μήπως κυκλοφορούν και στο διαδίκτυο πουθενά;

The Motorcycle boy είπε...

Κι όμως numb, για μένα το δύσκολο είναι να γράψω ένα ποστ 20 γραμμών. Ο Μαλτέζος πάντως ήταν οτι πιο εύκολο έχω γράψει στη ζωή μου. Θα μπορούσα να τον πάω χαλαρά μέχρι τις 1000 σελίδες. Κατανόησα εκεί, πλήρως τον Στήβεν Κινγκ.

Σκιές, οι εκδόσεις Tomboy είναι ακριβώς δεξιά σου, στο πλάι. Το pdf δουλεύει -το doc κάτι έπαθε.

Ανώνυμος είπε...

Σενάριο για ταινία.
Πολιτικό θρίλερ σκηνοθετημενο απο ενα Martin Scorseze ή ενα Brian de Palma?

Έχεις πάει σε κανένα εκδοτικό οίκο;

Καλά, 0 Αντωνης σκίζει.

The Motorcycle boy είπε...

Χεχε, ευχαριστώ -ο Αντώνης είναι ο πιο αδύνατος χαρακτήρας μου. Αν σου αρέσει αυτός, κάτι θα καταφέρω και με τους υπόλοιπους.

Όχι δεν έχω πάει σε εκδοτικό οίκο, αλλά ούτε και ο εκδοτικός οίκος έχει έρθει σε μένα. Διατηρούμε σχέσεις αμοιβαιότητας σα να λέμε.

Ανώνυμος είπε...

μην υποτιμάς τον Αντώνη σου...
αδύνατος σαν χαρακτήρας, δυνατός σαν ρόλος

The Motorcycle boy είπε...

Δεν το υποτιμώ βρε -κανέναν από τους ρόλους δεν γίνεται να υποτιμήσω. Δεν τον υποτιμώ, αλλά δεν τον προτιμώ κιόλας.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι