Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007

4. Περιστροφή γύρω από ένα "βιβλίο -ευαγγέλιο"

1. Σφραγίζοντας πλαστά διαβατήρια
2. Ο χρόνος δεν είναι φίλος κανενός
3. Η ανασφάλεια των ομαδικών παιχνιδιών

«… εξηγήσεις που δικαιούσαι. Γι΄αυτό σου γράφω, ξέρω πως θα το βρεις και θα τις διαβάσεις –είναι μια προσπάθεια να σου χρωστάω λιγότερα –όχι να ξοφλήσω μαζί σου. Από τότε που έφυγες προετοιμαζόμουν, αλλά δεν ήταν η κατάλληλη ώρα. Τώρα ρισκάρω μόνο την πάρτη μου γιατί τα πράγματα πηγαίνουν μόνα τους και τίποτα δεν μένει να κάνουμε. Μόνο παρακολουθούμε. Περιμένουμε. Μπορεί να βγούμε κάποια στιγμή στους δρόμους, να ενωθούμε με τον υπόλοιπο κόσμο –αν ο υπόλοιπος κόσμος μας δεχτεί.

Έπρεπε να ήσουν εδώ –να τους έβλεπες! Συνοικίες ολόκληρες, οχυρωμένες, να λειτουργούν αυτόνομα! Τρομοκρατημένοι μικροαστοί που χάνουν τις ψευδαισθήσεις τους. Παιδιά! Ζωντανά φωνακλάδικα παιδιά –αποφασισμένα! Πόσον καιρό είχαμε να δούμε ζωντανά παιδιά; Που κρύβονταν αυτά τα παιδιά; Έπρεπε να ήσουν εδώ, τώρα -έπρεπε να κάνεις υπομονή. Να αντέξεις.

Αλλά πως θα ήταν αυτό δυνατό; Από τη μια οι παραξενιές μου, η κρυψίνοια –συνεχώς, αδικαιολόγητα, απών. Απαιτώντας να με ανεχτείς. Από την άλλη, ο δικός σου δρόμος. Δεν διαλέγει κανείς τον δρόμο του –απλά βρίσκεται εκεί και πρέπει να τον περπατήσει. Τι άλλο να κάνει; Τι άλλο να έκανες; Αν έμενες θα ήσουνα μισή κι ανερμάτιστη. Όταν έφυγες πήρες μαζί σου τις ευτυχισμένες μέρες. Κράτα τες».

Επιστροφή
Έσωσε το κείμενο με κωδικό και ανανέωσε τη σελίδα. Περίμενε να φορτώσει η οθόνη –το κείμενο δεν φαινόταν πουθενά. Μόνο μια εγγραφή από ανώνυμο χρήστη, μόνο αυτό έμεινε –ο Γρηγόρης χαμογέλασε ενώ αποσυνδεόταν από τον σέρβερ που βολόδερνε κάπου στις Φιλιππίνες. Είχε φτάσει μέχρι εκεί σε ασύμμετρους κύκλους, ξεκινώντας από μια πληρωτή τσοντοσελίδα που υποσχόταν «τις πιο καυτές Ασιάτισσες και τις πιο έκφυλες Λατίνες» κόβοντάς σου τη σύνδεση, αντικαθιστώντας την με κύκλωμα χρονοχρέωσης, αν έκανες τη μαλακία να πατήσεις το κουμπί της «Εισόδου». Εντελώς ασφαλής μέθοδος, αφού κανείς δεν ψάχνει τι κάνεις όσο σου βουτάνε το πορτοφόλι!

Κοίταξε έξω από τη μπαλκονόπορτα, πέρα από τη βεράντα. Ο ήλιος έφευγε με μια θεατρινίστικη ματαιότητα –ήδη ξεχώριζαν οι φωτιές στα βουνίσια προάστια της πόλης. Θα το γλεντούσαν και πάλι απόψε. Άνθρωποι οπλισμένοι με καδρόνια και σιδερολοστούς θα ξενυχτούσαν περιμένοντας κάποια πιθανολογούμενη επίθεση. Φορτωμένες συμμορίες θα τους παραμόνευαν μέχρι να αποφασίσουν πως δεν άξιζε τον κόπο. Τα βόρεια προάστια παρέμεναν ταμπουρωμένα πίσω από ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτι, οι δυτικές συνοικίες είχαν μετατραπεί σε φρούρια, πίσω από κάδους απορριμμάτων και αναποδογυρισμένα λεωφορεία. Η κατάσταση ήταν ρευστή μόνο στα νότια. Οι άνθρωποι έτρεμαν εκεί πέρα –αμπαρωμένοι στα σπίτια τους, μόνοι και ευάλωτοι. Νευρικά άγρυπνοι. Το επόμενο πρωί, τρεις διαδηλώσεις είχαν δώσει ραντεβού μπροστά στη Βουλή –η αστυνομία θα παρακολουθούσε αμέτοχη τους ανθρώπους να δέρνονται μεταξύ τους –για μια ακόμα φορά. Η καινούργια έκρηξη ταρακούνησε τα τζάμια του σπιτιού –ήταν η έκτη μέσα στις τελευταίες δυο ώρες και έγινε πολύ κοντά στο σπίτι του. Ο Γρηγόρης χαμογέλασε στη σκέψη της περιουσίας που χανόταν.

Κατάδυση
Έφτιαξε ένα ποτό λογαριάζοντας να το συνοδεύσει με κάποιο πλαστικό κατεψυγμένο γεύμα –άλλαξε γνώμη στη διαδρομή από το ψυγείο μέχρι τον φούρνο μικροκυμάτων. Δεν πεινούσε τελικά. Το φαγητό μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμα γιατί το φαγητό είχε καταντήσει μια δυσάρεστη υποχρέωση. Έψαξε για τα τσιγάρα του, αγχώθηκε βλέποντας πως το πακέτο ήταν σχεδόν άδειο, ηρέμησε όταν θυμήθηκε ότι είχε ακόμα ένα πακέτο στην τσέπη του παλτού του. Ξανακάθισε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, νιώθοντας έξαψη.

Ξεκίνησε ένα ακόμα ταξίδι ανάμεσα στους σέρβερ πριν λασπώσει, με τις δικτυακές καουμπόικες μπότες του, τη βάση δεδομένων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Στράβωσε τα χείλη, κοροϊδευτικά, καθώς δεν χρειαζόταν καν να σπάσει τους κωδικούς –εδώ και δυο χρόνια αποκτούσες δικαιώματα διαχειριστή της βάσης αρκεί να πληκτρολογούσες τη μαγική λέξη «admin»! Έτρεξε βαριεστημένα τους καταλόγους μεταθέσεων –κάτι άρχιζε να κινείται στο Υπουργείο. Οι αξιωματικοί που δεν ήταν αποδεδειγμένα κυβερνητικοί θα απομακρύνονταν ευγενικά από την πρωτεύουσα –μέσω προαγωγών. «Ετοιμάζετε τον στρατό χέστηδες;» μουρμούρισε ο Γρηγόρης. Ήξερε πως για να βγει ο στρατός στους δρόμους χρειαζόταν πάνω από ένα μήνα δουλειάς. Δεν ανησυχούσε γι΄αυτό –αλλού ήταν το πρόβλημα.

Ένας από τους σημαντικότερους λόγους επιλογής της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής για τα συντονισμένα χτυπήματα των σφυριών ήταν η προσωπικότητα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όταν ο φιλόδοξος κοντούλης αντικατέστησε τον συγκαταβατικά ηττοπαθή πρόεδρο του κόμματος –όλοι ήξεραν πως είχε φτάσει η ώρα. Ο κοντούλης ήταν ικανός να ισοπεδώσει τη χώρα, αν αυτό χρειαζόταν για να εκλεγεί πρωθυπουργός, ο κοντούλης ήταν το ιδανικό άτομο για την επιδιωκόμενη πόλωση. Και μέχρι τώρα, τραβούσε το σκοινί, δικαιώνοντας τα σφυριά. Αλλά αυτό δεν θα διαρκούσε για πάντα. Όσο η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο, τόσο οι πιέσεις του εγχώριου οικονομικού παράγοντα θα γίνονταν μεγαλύτερες. Οι πιέσεις των διεθνών σταθεροποιητών είχαν ήδη αρχίσει –αλλά η αργοπορία ενσωμάτωσης των οδηγιών δεν τις είχε, ακόμα, κάνει επιτακτικές. Πότε θα καταλάβαιναν οι πολιτικές παρατάξεις πως έπρεπε να μαζέψουν τον κόσμο τους από το δρόμο;

Ο Γρηγόρης μπήκε στο φουρτουνιασμένο τσατ ρουμ και στάθηκε αμέτοχος σε μια σκοτεινή γωνιά. Ο καυγάς μεταξύ κυβερνητικών και αντιπολίτευσης συντηρούσε την ασυνεννοησία, όσο οι αντιεξουσιαστές σφήνωναν τις παραινέσεις τους.
«Eisaste oloi koroida! Sas douleuoun parte to xampari. Ti tha kerdisete an vgei enas apo tous dio stin kibernisi?»
«Ase mas re anarxa! Edo milame gia dimokratia! Pigaine na kapseis kanena autokinito!»
«Eseis diladi seveste ti dimokratia? Kai kratate me to zori tin eksousia exontas xasei tis ekloges?»
«Pou to ksereis oti tis xasame? Afou den exoun vgei alla apotelelesmata»
«Afou den afinete na vgoun! Diktatoria!»
«Plakotheite me tis eklogikes sas autapates oso emeis tha kiriarxisoume stous dromous. Oi meres sas einai metrimenes re!»
Ο Γρηγόρης δαγκώθηκε. Αυτό δεν χρειαζόταν να ειπωθεί –όσο προειδοποιείς τόσο συσπειρώνονται. Και οι μπάτσοι διαβάζουν τα πάντα αυτές τις μέρες –μαλάκα αναρχικέ!

Κάπου πιο ήσυχα
Στο φόρουμ τα πράγματα ήταν πιο ήσυχα. Έφταιγε που ήταν προσανατολισμένος ο χώρος, μόνο εγγεγραμμένα μέλη μπορούσαν να δουν τα σχετικά θέματα. Κάποιος από τους stone ανέλυε την πρόοδο που είχε σημειωθεί μέσω της διείσδυσης σε συγγενικά δίκτυα. Ο Γρηγόρης δεν συμμεριζόταν την αισιοδοξία του. Άφησε ένα σχόλιο στην άκρη του θέματος.
Anvil: «Thelei prosoxi! Mexri tora den exete kataferei ikanopoiitiki dieisdisi, alla exete karfothei stous mpatsous eparkos! Iparxei kaxipopsia ekei ekso kai eseis den kanete tipota gia na peisete. Mono oi mpatsoi kseroun pos den eisaste xafiedes. Min ipodeikniete! Apla akoloutheiste!»

Ακούμπησε το κεφάλι του δίπλα στο πληκτρολόγιο –ξαφνικά ένιωσε τη θανατηφόρα κατατονία. Ματαιότητα, απαισιοδοξία, αμφιβολία. Δεν θέλησαν ποτέ να γίνουν καθοδηγητές –η απέχθειά τους για την καθοδήγηση συντόνιζε την κοινή τους δράση. Και τώρα έδινε οδηγίες με τη μορφή συμβουλών στο άγνωστο εκείνο παιδί που κράταγε σφιχτά τις απαντήσεις –θωρακισμένες με τον φανατισμό του. Με ποιο δικαίωμα; Αυτού που «ξέρει καλύτερα»; Τι μαλάκας! Πάτησε το κουμπί και ανανέωσε την οθόνη.
Anvil: «Giati to thema den exei pleon na kanei me tis theories. Kapste, an amfivallete kapste, an fovaste kapste, an distazete kapste. Den ofeloun oi kouventes. As gkremistoun ola kai meta tha exoume to xrono na analisoume».

Χαμογέλασε. Ποιος ήταν τώρα; Μάλλον ο Νίκος –οι τοποθετήσεις του Αντώνη, συνήθως, μύριζαν διαλλακτικότητα. Ο Νίκος είχε αποστηθίσει εκείνα τα παλιά συνθήματα, μιας εποχής που δεν έζησαν -αλλά ένιωσαν. Άπλωσε το χέρι του, αποφασίζοντας να γίνει αχρείαστα παράτολμος –η μοναξιά και η παραίτηση σημάδεψαν την πρώτη σελίδα του «βιβλίου –ευαγγελίου», η ματαιότητα ευθυνόταν για την αντιγραφή της εισαγωγικής φράσης.

-"Όνομα" ...
-Απόψε θα μας κάνουν κακό. Θα μας σκοτώσουν.
Το δωμάτιο ήταν άσπρο. Οι τοίχοι γαζωμένοι με σφαίρες.
Τους κοίταζα ...
-"Όνομα" ...
Καθάρισε με τα νύχια του ένα σκουπιδάκι απ΄την άκρη της πέννας. Μετά κάτι είπε.
"Διατάξτε". Απάντησε πνιχτά κάποιος δίπλα μου ...
Έδιωξε το κείμενο. Χάιδεψε το εξώφυλλο του βιβλίου. Περίμενε.

Με άφησαν.
Η απάντηση φάνηκε στην επόμενη ανανέωση της οθόνης. Είχε δίκιο –ο Νίκος ήταν. Καταπτοημένος, απελπισμένος, αβέβαιος, σκονισμένος κι εκείνος από τις αμφιβολίες –στην άλλη άκρη του νήματος. Έσβησε την εισαγωγική του φράση. Περίμενε μια ακόμα ανανέωση. Η απάντηση του Νίκου είχε εξαφανιστεί κι αυτή. Δεν υπήρχε, βέβαια, σχεδόν κανένας λόγος. Έτσι γραμμένες, με ελληνικούς χαρακτήρες, οι φράσεις δεν μπορούσαν να διαβαστούν από τους υπόλοιπους –μόνο οι δυο τους διέθεταν τη συγεκριμένη κωδικοποίηση. Οι τρεις τους για την ακρίβεια. Άντε –οι τέσσερίς τους –αν θεωρήσεις ότι …

Κάπου απολογητικά
Καιγόταν να της ξαναγράψει. Ακολούθησε τη διαδρομή της τσοντοσελίδας για μια ακόμα φορά.
«Μεγάλωσα ψάχνοντας για σένα –δεν θυμάμαι να σου το είχα πει ποτέ. Τα κοριτσάκια ψάχνουν για τον γαλάζιο πρίγκιπα, ή κάπως έτσι. Τα αγοράκια ονειρεύονται το τέλειο ραντεβού στα τυφλά. Να βρίσκεται εκείνη –εκεί. Κι εσύ να εμφανίζεσαι υπακούοντας σε κάποιον ανώτερο προγραμματισμό, τίποτα δεν κανόνισες, κανένας δεν την ειδοποίησε να βρίσκεσαι εκεί. Τη βλέπεις και είναι ότι ονειρευόσουν. Είσαι σίγουρος πως έχει γίνει παρεξήγηση, δεν είναι αυτή, δεν πρόκειται καν να γυρίσει το βλέμμα της πάνω σου. Και τότε σε κοιτάζει. Ίσως να χαμογελάει αμήχανα. Σπας σαν παιχνίδι που το κούρδισαν περισσότερο από όσο έπρεπε. Γιατί μεγάλωσες ψάχνοντάς την και δεν ξέρεις αν θα της το πεις ποτέ.

Ξέρεις όμως ότι κάπου θα στραβώσει το θέμα –δεν γίνεται αλλιώς. Βρήκες αυτό που έψαχνες, το έχεις μπροστά σου, κατευθείαν υλοποίηση του ονείρου και σου χαμογελάει αμήχανα. Τι δεν πάει καλά; Μα φυσικά, ότι βρήκες αυτό που έψαχνες, αλλά είναι πολύ αργά πλέον. Είσαι τέρμα δεξιά λωρίδα στην λεωφόρο υπερταχείας κυκλοφορίας κι εκεί –στα αριστερά σου, ανοίγεται η έξοδος για τον παράδεισο. Η μοναδική έξοδος για τον μοναδικό παράδεισο γιατί όλα αυτά είναι δικό σου δημιούργημα. Τι θα κάνεις; Θα συνεχίσεις το δρόμο σου βλαστημώντας την ατυχία σου ή θα προσπαθήσεις να καρφωθείς με το κεφάλι στην έξοδο του προσωπικού σου παραδείσου; Ηττημένος ή διαλυμένος –τι προτιμάς; Εγώ λοιπόν δεν διάλεξα. Προσπάθησα να είμαι παντού, δεξιά, αριστερά –εκτός πορείας και εντός σχεδίου. Κι αυτά τα πράγματα δεν γίνονται και αυτό το πράγμα δεν έγινε. Δεν μπορούσε. Έτσι, ποτέ δεν έμαθα πόσο σε έδιωξα και πόσο έφυγες γιατί δεν μπορούσες να κάνεις διαφορετικά. Έτσι, έμεινα πίσω –δραστικά αναποφάσιστος. ‘Όταν αμφιβάλλεις –κάψε’. Αυτό δεν έλεγαν τότε; Αυτό έκανα».

Θα με περιμένεις στο σταθμό και θα βρέχει.
Θάμαι κουρασμένος, σκονισμένες οι βαλίτσες, ριχτό τ΄αδιάβροχο επάνω μου. -Αλλά θα με περιμένεις.
Θα κατέβω,
θα μπερδευτούνε τα πόδια μας μεσ΄στις βαλίτσες.
_______________________________________________
-Μα βάστα με.
_________________________________________________
Σαν αγκαλιαστούμε, θα γλυστρήσει τ΄αδιάβροχο απ΄τους ώμους.
-Αν με περιμένεις.

Αυτό το βιβλίο με τα ποιήματα που σέρνω στα ταξείδια μου, δεν το διάβασα ποτέ. Μ΄απασχολούσανε οι κάμποι, τα σύρματα των τηλέγραφων, η ησυχία. Κι΄ακόμα κάτι ιστορίες που λένε για τους ταξειδιώτες ...
-"Ήτανε μια φορά ..."

Μα διάβαζέ μου ... Πιο κοντά, έμπα στο φως.

Χτένισε τα μαλλιά σου, η πολυθρόνα με ζαλίζει. -Τι είναι αυτά τα σίδερα στο λαιμό σου.
Σκέπασέ τα.

Κάνει ζέστη εδώ μέσα, θα ξεκουμπώσω το κολλάρο ....
Γυαλίζουν τα σφυριά στον κρόταφο ....

Αυτό το σφύριγμα. Η μουσική που βγαίνει απ΄τα δόντια.

Κοχλάκιασα πια μεσ' το φως, πάρε με στο σκοτάδι.

Μέσ' το σκοτάδι το κρύο, τυλιγμένοι τα ζεστά μαλλιά σου, οδηγημένοι απ΄την τροχιά της πέτρας, της βλαστήμιας που μας πετάνε, πάμε να δούμε ο,τι και οι άλλοι αφηνιασμένοι.

Αγκάλιασέ με. Κοίτα τις αφίσσες, κρυώνουν. Κρυώνουν τα χρώματα. -Έλα να τις ζεστάνουμε.

Αυτός που τις χρωμάτισε, δεν λυπάται που κρυώνουν; Δεν παγώνουν τα χέρια του, δεν μένουν έτσι, κρεμασμενα;

Τα εγκληματικά χέρια που ξεχνάνε.


Κάπου εκεί πίσω
Ξύπνησε νιώθοντας βελόνες να καρφώνουν την αριστερή πλευρά του προσώπου του, η επιφάνεια του γραφείου έδειχνε λεία αλλά δεν ήταν. Ειδικά αν σε είχε πάρει ο ύπνος πάνω της. Κοίταξε την οθόνη που τρεμόπαιζε. Δεν θυμόταν τι είχε γράψει –αλλά ήταν σίγουρος πως είχε πάρει όλες τις προφυλάξεις –μετά από τόσα χρόνια ήταν καθαρά θέμα αυτοματισμών. Το «βιβλίο –ευαγγέλιο» βρισκόταν σφηνωμένο ανάμεσα στα καλώδια του υπολογιστή –το τράβηξε αργά, αποφεύγοντας να το ξανανοίξει. Σηκώθηκε για να ξεπιαστούν τα πόδια του.

Είχε δει για πρώτη φορά τον Γιάννη στο Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Κάποιος εντυπωσιακός τύπος με αρκετό τσαμπουκά για να ακουστεί μέσα στη χάβρα. Και να πείσει μπόλικους από τους παρευρισκόμενους, που έψαχναν ασπιρίνες για να αντιμετωπίσουν ότι απομεινάρι ούζου κυλούσε στις φλέβες τους. Στην καλύτερη περίπτωση. Σημείωσε τη φάτσα σε κάποια άκρη της μνήμης του και χειροκρότησε όταν ο Γιάννης κατέβαινε από την έδρα. Ήταν από τους λίγους που χειροκρότησαν –οι περισσότεροι περιορίστηκαν στο αμήχανο ψάξιμο ενός αναπτήρα. Δεν ασχολήθηκε περισσότερο μέχρι εκείνη τη μέρα που ο Αντώνης τον σύστησε στην υπόλοιπη παρέα.

«Κάντε ησυχία όλοι σας! Αυτός εδώ είναι ο Γιάννης. Γιάννη, αυτοί είναι οι ‘όλοι’», είχε πει ο Αντώνης. Για να ακολουθήσει η χάβρα των μεθυσμένων.

Τον συμπαθούσε τον Γιάννη, από τότε στο Πανσπουδαστικό. Του είχε κιόλας, προσφέρει μια ευκαιρία προσέγγισης της μεθυσμένης παρέας. Αλλά ποτέ δεν έγιναν φίλοι. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι πολύ καλοί, πολύ ενδιαφέροντες, πολύ αξιόπιστοι. Ξηγημένα άτομα. Είναι οι άνθρωποι που θέλεις να έχεις δίπλα σου στις φασαρίες για να μη μείνουν οι πλάτες σου ακάλυπτες. Είναι οι αριθμοί τηλεφώνων που χρειάζεσαι για να κρυφτείς, όταν σκίζεται η κουρτίνα –απελευθερώνοντας διαβόλους. Αλλά δεν έχεις καμιά όρεξη να πιεις μια μπύρα μαζί τους. Να μοιραστείς τις ώρες χαλάρωσης –να κάνετε παρέα. Μόνο στις δυσκολίες τους θυμάσαι –τέτοιος ήταν ο Γιάννης.

Όταν τους είχε ανακοινώσει την αποχώρησή του, ο Νίκος πρότεινε να τον σκοτώσουν.

Παρένθεση
«Τι λες ρε μαλάκα; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!»
«Αλήθεια; Μήπως προτιμάς να μας δώσει στεγνά και να πάνε όλα στο βρόντο;»
«Δεν είναι τέτοιος τύπος ο Γιάννης. Γιατί να το κάνει άλλωστε;»
«Επειδή είναι ερωτευμένος. Αύριο θα παντρευτεί και θα αραδιάσει κουτσούβελα. Υποχρεώσεις. Οικονομικά στενέματα. Και ξαφνικά εμφανίζεται η καλύτερη θέση, με τα πολλά λεφτά! Θα την θελήσει για να στείλει τα παιδιά του σε ακριβά σχολεία, θα την θελήσει για να πάρει μεγαλύτερο αυτοκίνητο και εξοχικό. Για τα παιδιά και τη γυναίκα του! Θα την θελήσει τόσο που θα είναι πρόθυμος να πουλήσει ακόμα και την ψυχή του –τι λες να γίνει τότε;»
«Τίποτα. Υπάρχουν και όρια στον κάθε άνθρωπο –υπάρχει και κάποια ηθική».
«Παπαριές! Αν υπήρχαν όλα αυτά θα ζούσαμε καλύτερα! Αν ίσχυαν, έστω και στο ελάχιστο, δεν θα είχαμε γεμίσει μετανοημένους επαναστάτες, πρώην αγωνιζόμενους υπουργούς και πουτάνες ακτιβιστές!»
«Έστω … υπάρχει η πιθανότητα …»
«Αυτό λέω κι εγώ. Τη ρισκάρουμε;»
«Δεν σκοτώνω άνθρωπο, έτσι στα καλά καθούμενα. Ειδικά τον Γιάννη που είναι φίλος».
«Ήταν φίλος! Τώρα έφυγε».
«Παραμένει φίλος γαμώ τη ζωή μου! Δεν είναι όλα στο σχέδιο. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ!»
«Μη φωνάζεις ηλίθιε!»
«Με τόση φασαρία αποκλείεται να μας ακούσουν».
«Πριν είχε φασαρία. Τώρα παίζει το ‘Sad Waters’ κόπανε! Σε λίγο θα ανάψουν τους αναπτήρες οι πρώτοι γελοίοι!»
«Είναι όλα το σχέδιο κι έτσι πρέπει να είναι. Αλλιώς κοροϊδευόμαστε και σπαταλιόμαστε. Δεν το θέλω αυτό».
«Σου λέει τίποτα η λέξη ‘μονομανία’;»
«Γιατί; Γίνεται και διαφορετικά;»
«Ούτε εγώ σκοτώνω άνθρωπο, έτσι στην ψύχρα –πάντως».
«Επειδή είσαι ένας χέστης υποκριτής! Θέλεις να γαμήσεις το σύμπαν, να βγάλεις τον κόσμο στους δρόμους με θολωμένο μάτι, θέλεις να σκάσει το απόστημα σαν κακό σπυρί … Υπολογίζεις πόσοι θα αλληλοσκοτωθούν από τις δικές σου ενέργειες; Εκατό; Διακόσιοι; Χίλιοι; Εντάξει –ναι, αν αποτύχουμε κάπου τόσοι θα είναι. Γιατί αν πετύχουμε θα είναι περισσότεροι! Και μου λες τώρα ότι …»
Ο Νίκος προσπαθούσε να καταπιεί την αγανάκτηση. Ούτε αυτός μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο εν ψυχρώ.
«Έχεις δίκιο, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε. Πες το υποκρισία, πες το αστικά κατάλοιπα, πες το όπως θέλεις. Απλά δεν μπορούμε ακόμα κι αν αυτό μας γαμήσει».
«Τίποτα δεν θα μας κάνει. Ακόμα κι αν ο Γιάννης πήγαινε να τα ξεράσει όλα, κανένας δεν θα τον πίστευε. Τι να πει δηλαδή; Ότι υπάρχουν κάτι τύποι που σκοπεύουν να βάλουν σε λειτουργία τα σφυριά από μέσα; Και τι κάνουν αυτοί οι τύποι τώρα; Αναρριχώνται στην ιεραρχία για να το πετύχουν! Θα γελάσουν μέχρι και οι τσιμεντόπλακες!»
Ο Γρηγόρης είχε μιλήσει σφυριχτά –σα φίδι που ετοιμαζόταν ν΄αλλάξει πουκάμισο. Μετά αφιερώθηκε στην παρακολούθηση της συναυλίας –επάνω στη σκηνή τεμάχιζαν το «Sunny’s burning», δείχνοντας ψεύτικη αδιαφορία για ένα μάτσο ξεκοιλιασμένα ακόρντα.
«Τελειώνουν όπου νάναι»
«Μέχρι την επόμενη φορά …»
«Ναι. Του χρόνου πάλι».
«Θα μας βάλουν στο μάτι αν μιλήσει».
«Και λοιπόν; Αυτό δεν μπορεί να μας εμποδίσει! Το πολύ να μας τσιμπήσουν αμέσως μετά. Αλλά θα είναι ήδη αργά».
Κατέβηκαν τον λόφο χωριστά. Και με διαφορετικές παρέες.

Κάπου έξω
Τα τσιγάρα ήταν πάντα μια καλή δικαιολογία για βόλτα. Έστω και στις περίεργες ώρες της νύχτας. Ο Γρηγόρης φόρεσε το παλτό του και στήθηκε μπροστά στην πόρτα του ασανσέρ. Υπήρχε ένα περίπτερο που διανυκτέρευε –δυο τετράγωνα πιο κάτω, ο Γρηγόρης άνοιξε τη βαριά, ξύλινη πόρτα, διστακτικά. Τέτοιες ώρες κάνει ανελέητο κρύο για τους μοναχικούς ανθρώπους. Σήκωσε τον γιακά του χαζεύοντας τα σκοτεινά πεζοδρόμια. Δεν κυκλοφορούσε σχεδόν κανένα αυτοκίνητο, τέτοια ώρα. Είδε τους πιτσιρικάδες να τρέχουν πριν τον πάρουν χαμπάρι εκείνοι. Όταν βρέθηκε στη στροφή μπόρεσε να διακρίνει φλόγες που πετάγονταν από το συνοικιακό μπαρ. Οι πιτσιρικάδες έτρεχαν κατά πάνω του πλέον.

Κόλλησε την πλάτη στον τοίχο –ετοιμάστηκε.

«Τρέχα ρε αρχίδι!»
«Έχω κόψει το πόδι μου μαλάκες!»
«Δε θα σε περιμένουμε!»
Οι πιτσιρικάδες παρά λίγο να τον ρίξουν στο πεζοδρόμιο περνώντας πλάι του, αλλά ήταν προετοιμασμένος. Κράτησε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο και άνοιξε τα πόδια σαν πυγμάχος στριμωγμένος στα σκοινιά. Οι πιτσιρικάδες χάθηκαν στην επόμενη γωνία. Αυτός έσκυψε πάνω στο πεσμένο παιδί.

«Είσαι καλά;»
«Σκατά είμαι!», το παιδί βόγκηξε ενώ προσπαθούσε να σύρει μια γάμπα γεμάτη κομμάτια τζαμιού.
«Να καλέσω ασθενοφόρο;»
«Όχι, μη μου το κάνεις αυτό! Θα με χώσουν μέσα!»
«Γιατί το κάψατε το μαγαζί;»
«Ήταν γεμάτο νταβατζήδες. Φασίστες νταβατζήδες –μας την έπεσαν πριν κάτι μέρες».
«Είχε και κοπέλες όμως. Και πελάτες».
«Για τις κοπέλες είναι αδικία. Για τους πελάτες στ΄αρχίδια μας. Καλά καθίκια ήταν για να βρίσκονται εκεί!»
Κοίταξε το παιδί που προσπαθούσε να συρθεί σα σκουλήκι ανάμεσα στις πλάκες του πεζοδρομίου. Από την πόρτα του μαγαζιού έβγαιναν ματωμένα σώματα. Μαζί με πανικό.

Έπιασε το παιδί από τις μασχάλες και το τράβηξε προς την πολυκατοικία του. Ήταν σίγουρος πως κάποιοι θα είχαν γλιτώσει. Ήταν σίγουρος πως μειωνόταν ο χρόνος που απέμενε μέχρι ν’ αρχίσει το κυνήγι. Έφτασαν στην πολυκατοικία με τα χίλια ζόρια.

«Γιατί το κάνεις;»
«Επειδή δεν έχω όρεξη να σε δω χαλκομανία. Όσοι γλίτωσαν θα σας κυνηγήσουν».
Το παιδί αναστέναξε. Ήταν ένα χοντρό, άσχημο παιδί με κουρεμένα ασύμμετρα μαλλιά. Ο Γρηγόρης έκλεισε την ξύλινη πόρτα πίσω τους.
«Και τώρα;»
«Έχεις κινητό για να ειδοποιήσουμε τους δικούς σου;»
«Το έχασα στη φασαρία».
Ο Γρηγόρης κοίταξε από το τζαμάκι στο πλάι της πόρτας. Τρία άτομα περπατούσαν επιφυλακτικά. Στα χέρια τους γυάλιζαν κάτι τεράστιοι σουγιάδες.
«Θα ανέβουμε σπίτι μου», αποφάσισε.

Κάπου στ΄αλήθεια
Ο πιτσιρικάς έτρεμε ξαπλωμένος στον καναπέ –κάθε του κίνηση τσαλάκωνε το πλαστικό που είχε στρώσει από κάτω ο Γρηγόρης. Δεν είχε όρεξη να γεμίσει ο τόπος αίμα για τους περίεργους. Κάποιο τζάμι είχε κόψει τον τένοντα στο πόδι του μικρού, σε λίγο θα σφάδαζε από τους πόνους. Ο Γρηγόρης έψαξε το φαρμακείο στο μπάνιο –ευτυχώς βρήκε μερικά παυσίπονα.
«Το πρωί θα σε πάω σπίτι σου. Για τώρα, κοιμήσου. Αν μπορείς».
«Ευχαριστώ –έτσι;»
«Δεν κάνει τίποτα. Εδώ κοντά μένεις;»
«Ναι … σχεδόν …»
«Καλά –θα τα βρούμε το πρωί».
Ο πιτσιρικάς κοιτάζει τριγύρω.
«Φαίνεσαι ματσωμένος!»
«Και είμαι!»
«Οι ματσωμένοι συνήθως δεν είναι μαζί μας. Παίρνουν τηλέφωνο τους μπάτσους με το που μας βλέπουν».
«Και καλά κάνουν. Αφού πάτε να τους κάψετε!»
«Όπως μας καίνε κι αυτοί τόσα χρόνια τώρα!»
«Τα παραλές».
«Και λίγα λέω! Ένα χρόνο έχω τελειώσει το σχολείο και δουλειά δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Οι γέροι μου γκρινιάζουν στο σπίτι –τι να κάνουν; Μια σύνταξη -πως να βγούμε ολόκληρη οικογένεια; Να γραφτώ στην Ανεργία, να παίρνω επίδομα, λένε. Μαλακίες! Πήγα, στήθηκα στην ουρά. Με είδε ο καργιόλης και μ΄έδιωξε. Είχε περάσει η ώρα που εξυπηρετούν τον κόσμο, είπε. Πήγα την επόμενη και τη μεθεπόμενη. Η ουρά έφτανε τα δυο τετράγωνα απέξω. Για να κάνεις τα χαρτιά σου αυτό! Για να σου δώσουν κάτι ψίχουλα μετά από έξη μήνες! Να πάνε να γαμηθούν! Θα τους κάψω ζωντανούς –το αποφάσισα εκεί απέξω!»
Ο Γρηγόρης έβλεπε ιδρώτα να στάζει στο μέτωπο του πιτσιρικά. Ένταση.
«Εντάξει, κοιμήσου τώρα και από αύριο τους καις με την ησυχία σου».
Τον άκουσε να μουρμουρίζει όσο προχωρούσε προς το μπαλκόνι. Ο δρόμος είχε γεμίσει ασθενοφόρα και περιπολικά. Μια πυροσβεστική πάσχιζε να πλησιάσει. Και η φωτιά δυνάμωνε καταπίνοντας κάτι πλαστικούς φοίνικες στην είσοδο του μαγαζιού.

Η φωτιά. Μια κάποια λύση. Όχι η καλύτερη. Ούτε καν η δεύτερη καλύτερη. Αλλά ήταν η μόνη λύση –γι΄αυτούς τουλάχιστον. Η μόνη λύση αν αγαπάς τον κόσμο όσο ακριβώς μισείς τον εαυτό σου. Ο Γρηγόρης άναψε ένα τσιγάρο καθώς άκουγε τον πιτσιρικά να κλαίει μέσα στον ύπνο του. Αυτά τα παιδιά μισούσαν τον κόσμο. Μισούσαν τις ευκαιρίες των άλλων –ήξεραν πως οι ευκαιρίες πάντα κλέβονται και ποτέ δεν δίνονται. Και το μέλλον; Ένα καλύτερο αύριο; Αν το έλεγες στα παιδιά θα γελούσαν. Γιατί δεν τα είχαν αφήσει να δουν μακρύτερα από τη μιζέρια της μέρας –κι αυτά τα παιδιά αντιδρούσαν από πείνα και ένστικτο. Τι θα έκαναν αν βρίσκονταν ανάμεσα στα ερείπια; Θα μάθαιναν άραγε να χτίζουν; Ή θα ακολουθούσαν πιστά όσα έμαθαν από τα σχολεία και τις τηλεοράσεις τους; Ο Γρηγόρης πέταξε το αποτσίγαρο σημαδεύοντας τον φάρο ενός περαστικού περιπολικού. Αστόχησε. Το αποτσίγαρο προσγειώθηκε στην άλλη άκρη του δρόμου, μέσα σε ένα κάδο απορριμμάτων. Ο Γρηγόρης χαμογέλασε.

«Το είδες αυτό;» είπε πανηγυρικά στον Αντώνη.

Ο παγωμένος αέρας δεν απάντησε τίποτα.

«Μαλακίες! Στην τύχη το έκανες», είπε καθώς έμπαινε στο σαλόνι. Ο πιτσιρικάς δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει το αστείο του –άσε που είχε πάψει να είναι αστείο εδώ και χρόνια. «Ας τελειώσει κάποτε αυτό το πράγμα –ξεμένω από αντοχές», μουρμούρισε.

«Θα το τελειώσω στην ώρα του –μη βιάζεσαι», μουρμούρισε με μυστήριο ύφος ο Αντώνης.

Υ.Γ.: Τα αποσπάσματα με τα έντονα γράμματα (τα έντονα αποσπάσματα δηλαδή) είναι δανεισμένα από δυο ιστορίες του βιβλίου του Νίκου Νικολαϊδη, ΟΙ ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ (De civitate dei, Το Ταξείδι) -αυτό είναι και το πραγματικό "βιβλίο -ευαγγέλιο". Αυτά και όσα ακολουθήσουν είναι φυσικά αφιερωμένα στο γνωστό Κάθαρμα -εντάξει;

(συνεχίζεται αργοπορημένα)

8 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

όλο αυτό το κείμενο μυρίζει μπαρούτι, τοσο, που στην λεωφορο ταχείας κυκλοφορίας, η έξοδος προς παράδεισο δεν φαίνεται πουθενά.

πολύπλοκη και δύσκολη σκέψη, δομημένη άτακτα μεν, με πολλή σιγουριά δε.

οπωσδηποτε εζησα όλες τις σκηνές, μια προς μια. Συνεχίζω να επιμένω ότι ειναι φοβερό σενάριο.

η σκηνη με τον πιτσιρικά αντικατοπτρίζει μια ωμη πραγματικότητα της κοινωνιας μας, που δυστυχώς δεν την εχουμε παρει πρεφα οι περισσότεροι, ταμπουρωμενοι πισω από τους καναπεδες μας.

η κορυφαια προταση του κειμένου;

"Ξεκίνησε ένα ακόμα ταξίδι ανάμεσα στους σέρβερ πριν λασπώσει, με τις δικτυακές καουμπόικες μπότες του, τη βάση δεδομένων του Υπ.Εθν.Άμυνας"

ολα τα λεφτα mcboy

The Motorcycle boy είπε...

Τη φράση που λες, μάλλον πρέπει να την έχω κοπιάρει από Τομ Ρόμπινς -μου κάνει πολύ γνωστή.
Έχω ένα θέμα με τους πιτσιρικάδες. Την ώρα ακριβώς που μου σπάνε τ΄αρχίδια θυμάμαι οτι κι εγώ κάποτε έσπαγα τ΄αρχίδια των μεγαλύτερων και το χαιρόμουν κιόλας. Μετά θυμάμαι οτι τους έλεγα "κωλόγερους" και "ζόμπια" και μελαγχολώ.
Συγνώμη για τη μπερδεμένη αποτύπωση -έχει κάποιο σκοπό -αλλά δεν φταις σε τίποτα κι εσύ που το διαβάζεις.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ζωντανή η συνέχεια.

The Motorcycle boy είπε...

Ελπίζω να παραμείνει ζωντανή και στο επόμενο ell

Ανώνυμος είπε...

Κάποια λεπτομέρεια που μου ξένισε πολύ όταν το διάβασα ήταν το "χοντρό" όπως λες παιδί...
Άνεργος, με μία σύνταξη πώς να βγει όλη η οικογένεια...
Δεν ξέρω... το διάβαζα ήρεμα αλλά αυτό μου κόλλησε κάπως...
Εγώ πάντως όταν ήμουν άνεργη έχανα κ το λιγοστό κρέας που είχα πάνω μου. Γιατί το φαϊ μπορούσε πάντα να περιμένει, η ευτραφής όμως διαχειρίστρια (εισοδηματίας, δεν δούλευε, το ίδιο μάλλον θα 'κανα κ εγώ στη θέση της) δεν μπορούσε με τίποτα να περιμένει τα κοινόχρηστα κ γι αυτά ξεσήκωνε την πολυκατοικία κ μ' έκανε ρεζίλι.
Γιατί όταν έχεις συνηθίσει 40-50 χρόνια στην καλοπαίραση σου φαίνεται "πολύ" να σου στερούν 45 € (κοινοχρησ. 3 μηνών... ενταξει δεν ήταν η 1η φορά που το είχα παρακάνει). Γιατί εγώ μπορούσα να στερηθώ, η καλή αυτή ευτραφής κυρία δεν μπορούσε να περιμένει όμως με τίποτα κ δεν ήταν κ υποχρεωμένη εξάλλου.
Πάντως κ στα φανάρια μετανάστες που έχω δει να πουλάνε διαφορά, κ αλλόυ CD, καθε άλλο παρα χοντροί είναι.

Τελοσπάντων συγνώμη για το άσχετο σχόλιο, αλλά μου είχε ξενίσει πολύ όταν το διάβασα... Και όσους έχω γνωρίσει στη ζωή μου που είναι ευτραφείς/χοντροί είναι πάντα ευκατάστατοι. Εκτός φυσικά από τους χοντρούς ευκατάστατους π.χ. Αμερική που πάνε σε κατασκηνώσεις αδυνατίσματος κ πληρώνουν 10.000 δολ. το μήνα κ χάνουν τα περιττά κιλά.

The Motorcycle boy είπε...

Ell, σαφώς και δεν είναι άσχετο το σχόλιό σου και χαίρομαι που αυτοί που διαβάζουν, προσέχουν τι γράφω.

Το χοντρό παιδί είναι αυτό που λέμε "η αόρατη ανεργία". Αυτοί οι άνθρωποι που δεν υπάρχουν, κρυμμένοι μέσα στις οικογένειές τους (και ξέρουμε όλοι πως οι οικογένειες καλοταϊζουν τα παιδιά τους ακόμα κι αν οι γονείς πεθαίνουν στην πείνα), οι άνθρωποι που δεν καταγράφονται σε δείκτες. Αυτοί οι άνθρωποι βουλιάζουν στα πλαδαρά κορμιά τους γιατί το μόνο που τους μένει είναι η τηλεόραση, το σκότωμα χρόνου σε φαστφουντάδικα (δεν φτάνει για τίποτα άλλο το χαρτζηλίκι τους) και η απεγνωσμένη ένταξη σε παρέες.
Αν δεις τα παιδιά που στιβάζονται στον ΟΑΕΔ, είναι (στην πλειοψηφία τους) χοντρά, άνεργα παιδιά.

Ανώνυμος είπε...

Η αλήθεια είναι ότι έχω προσέξει κάποια παιδιά στα λεωφ. που είναι παχύσαρκα, αλλά από τα ρούχα τους κ τα κινητά θεωρώ ότι ανήκουν σε ευκατάστατες οικογένειες. Αλλά το πιθανότερο είναι να ξεσκίζονται (συγνώμη για την έκφραση) οι γονείς τους στη δουλεία κ να στερούνται όπως λες. Και όντως το χαρτζιλίκι τους να το τρώνε σε φθήνο κακής ποιότητας φαγητό. Αφού ποτέ οι γονείς δεν μπορούν να είναι σπίτι...
Ναι όλα αυτά που λες δεν τα είχα σκεφτεί. Και θυμήθηκα ότι μια έρευνα που έγινε πριν 1 χρόνο έβγαζε 3η την Ελλάδα (αν θυμάμαι καλά) σε παιδική παχυσαρκία. Μου είχε φανεί πολύ περίεργο.
Τελίκα ταιριάζει γάντι (για την σημερινή εποχή)ή αντίθεση ανεργεία, μικρά έσοδα αλλά παχυσαρκία.
Κρίμα ρε γαμώτο να περνάνε έτσι τη ζωή τους.

The Motorcycle boy είπε...

Ναι είναι κρίμα γιατί αυτό ακριβώς είναι ο ορισμός της αποχαύνωσης. Με γονείς να εθελοτυφλούν και να το μεταδίδουν στα παιδιά τους, με ακριβά κινητά που πληρώνονται από πιστωτικές που δεν ξεπληρώνονται ποτέ.
Χέσε μέσα με λίγα λόγια.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι