Πέμπτη, Μαρτίου 13, 2008

11. Με την πλάτη στον τοίχο

1. Σφραγίζοντας πλαστά διαβατήρια
2. Ο χρόνος δεν είναι φίλος κανενός
3. Η ανασφάλεια των ομαδικών παιχνιδιών
4. Περιστροφή γύρω από ένα "βιβλίο -ευαγγέλιο"
5. Η αποξένωση των διπλανών δρόμων
6. Ο νεκρός του επάνω ορόφου
7. Φτερά πεταλούδας στη γλώσσα ενός φιδιού
8. Ο φόβος είναι οικογενειακή υπόθεση
9. Μια μεγάλη βόλτα
10. Η μουσική είναι το φως μιας αδυσώπητης λάμπας


Πόσο μπορεί να σε τρομάξει ένα φάντασμα; Αν νιώσεις τον παγωμένο αέρα να γλύφει το πρόσωπό σου, πόσο θα ταραχτείς; Μη βιάζεσαι –η σωστή απάντηση δεν έχει να κάνει με ποσοτικές περιγραφές. «Εξαρτάται» -αυτή είναι η σωστή απάντηση. Όταν κοιμάσαι ήσυχος στα λευκά σεντόνια κάποιο απρόσμενο θρόισμα είναι ανησυχητικό –δεν νομίζεις; Όταν σε παρακολουθεί το εσωτερικό της απέναντι ντουλάπας –η χαραμάδα που βαθαίνει αδειάζοντας σκοτάδι είναι τρομακτική –δεν συμφωνείς; Όταν όμως ο θάνατος κλωτσάει άδειες κονσέρβες στα πεζοδρόμια, όταν η απειλή βγαίνει από την κρυψώνα της, την ώρα που οι διπλανοί σου αποχωρούν σφαδάζοντας –τότε, το φάντασμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από φυσικό περιβάλλον. Πόσο μπορεί να σε τρομάξει ένα φάντασμα λοιπόν; Εξαρτάται.

Φλερτάροντας με τις πόρτες
«Θα μου κάνεις παρέα στη διαδρομή;» ρώτησε ο Γιάννης.
«Και μετά -αν θέλεις».
«Εννοείς ότι μπορώ να επιλέξω;»
«Όχι βέβαια. Από ευγένεια το είπα».
«Έγινες ευγενικός μετά το θάνατό σου; Αυτό κι αν είναι εξέλιξη!» θαύμασε ο Γιάννης.
«Είπατε τίποτα κύριε;» ρώτησε ο ταξιτζής από μπροστά.
«Όχι –δεν μίλησα. Μάλλον παράκουσες», απάντησε ο Γιάννης.
«Στην επόμενη στροφή σας αφήνω. Δεν πάει παραπέρα ο δρόμος –έχει μπλόκο».
«Δεν υπάρχει καμιά άλλη διαδρομή; Είμαι μακριά ακόμα».
«Ναι υπάρχει. Αλλά δεν έχω καμιά όρεξη να βρεθώ στη μπούκα».
«Κι αν σε πληρώσω;»
«Τι να τα κάνω τα λεφτά κύριέ μου; Να τα αφήσω στους συγγενείς μου για τα έξοδα κηδείας;»
Το ταξί σταμάτησε μαλακά, η πόρτα έξυσε το ρείθρο του πεζοδρομίου καθώς ο Γιάννης κατέβαινε. Μπροστά του έχασκε ένα θολό τίποτα –απειλητικά βουβό. Ο ταξιτζής βιάστηκε να ξεκινήσει, ξεχνώντας να του δώσει ρέστα. Μερικοί άνθρωποι είναι ενστικτώδικα άπληστοι –ικανοί να σηκωθούν ακόμα και από το φέρετρο γιατί άκουσαν κάποιο κέρμα να κουδουνίζει στα μάρμαρα της εκκλησίας.
Έσυρε τα βήματά του προσπαθώντας να αδειάσει από σκέψεις. Έψαξε να κρατηθεί από κάποιον σκοπό. Χρέος, φιλία, συνέπεια. Μαλακίες. Η εικόνα της μικρής, δυο εκατοστά πίσω από τα μάτια του, στο εσωτερικό του κεφαλιού –η Βίκυ να κοιτάζει με τρόμο. Τάχυνε το βήμα του –δεν ήταν ώρα να σκέφτεται τους ζωντανούς, όσο βάδιζε προς τους πεθαμένους.

Περπατούσαν προσέχοντας που ακουμπούσαν τα σκονισμένα τους παπούτσια. Διστακτικά, ίσως φοβισμένα. Κολλημένοι στους τοίχους που ριγούσαν από ξαφνικές φωνές και πηχτά πλέγματα ησυχίας.
«Τι θα κάνουμε τώρα ρε μαλάκες;»
«Θα ρωτήσουμε κανέναν περαστικό –να μας πει που είναι ο Βασίλης».
Κοίταξαν ολόγυρα. Ούτε γάτα δεν πέρναγε.
«Είχα συναντήσει τον Βασίλη σε κάποια ταβέρνα, εδώ παρακάτω», πρότεινε ο Νίκος.
«Λες να είναι εκεί;» αναρωτήθηκε ο Αντώνης.
«Λέω πως από κάπου πρέπει ν΄αρχίσουμε», απάντησε ο άλλος.
«Σκασμός!» είπε κοφτά ο Γρηγόρης.
Κράτησαν τις ανάσες τους. Μια περίπολος φάνηκε από την απέναντι γωνία. Στρατιώτες έτρεχαν λιώνοντας σακούλες σκουπιδιών κάτω από τις αρβύλες τους. Η περίπολος ακροβολίστηκε 100 μέτρα μακριά τους.
«Τι κάνουμε τώρα;» αναρωτήθηκε ο Αντώνης.
«Σκασμός γαμώτο!», σφύριξε ο Γρηγόρης.
«Αν το ξαναπείς, θα βάλω τα κλάματα» μουρμούρισε ο Νίκος κοιτάζοντάς τον.
Οι άλλοι δυο πνίγηκαν κρατώντας τα γέλια τους. Η Μαριάνα τους κοίταξε άγρια.
Ξαφνικά ακούστηκαν οι πυροβολισμοί, συνεχόμενοι, απροσδιόριστοι. Ένας στρατιώτης έπιασε το πρόσωπό του, ο αξιωματικός γάβγισε διαταγές τις οποίες κανένας δεν εκτέλεσε σωστά. Οι στρατιώτες πισωπατούσαν μέχρι που κάποιος τραντάχτηκε –έκανε στροφή 180 μοιρών, αποκαλύπτοντας μια λεκιασμένη πλάτη και προσπάθησε να το βάλει στα πόδια. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν –ο αξιωματικός έτρεξε να καλυφθεί. Περισσότεροι πυροβολισμοί –το ίδιο ακανόνιστοι. Οι στρατιώτες ούρλιαζαν, ο αξιωματικός πέταξε το περίστροφο και έκανε δυο παράλογα βήματα. Κοίταζε τον ουρανό όσο κατουριόταν επάνω του. Τράβηξε τους πυροβολισμούς σα μαγνήτης –οι αθέατοι σκοπευτές έριχναν μέχρι που σταμάτησε να σφαδάζει στο οδόστρωμα. Ησυχία. Ο χρόνος σύρθηκε αγκομαχώντας –το κάθε λεπτό χρειαζόταν γύρω στη μια ώρα για να περάσει. Άνθρωποι ξεφύτρωσαν από ανύπαρκτες πόρτες, πόδια πετάχτηκαν από σαραβαλιασμένα παράθυρα. Κάτι πιτσιρίκια μάζεψαν το περίστροφο του αξιωματικού, μετά βάλθηκαν να ψαχουλεύουν τους πεσμένους άντρες. Πιτσιρίκια σε επιφυλακή, κάποιος πεσμένος αναστέναξε, ένα παιδί τον κλώτσησε στο κεφάλι.
«Θέλουμε να σας μιλήσουμε», φώναξε ο Γρηγόρης καθώς πεταγόταν στη μέση του δρόμου.
Ένα πιτσιρίκι στράφηκε απότομα, τον πυροβόλησε με το περίστροφο που είχε βουτήξει από τον νεκρό αξιωματικό. Δεν έγινε τίποτα –κανένας δεν είχε φροντίσει να απασφαλίσει το όπλο.
«Χαλάρωσε ρε παιδάκι μου!» φώναξε ο Αντώνης καθώς πεταγόταν στο πλευρό του Γρηγόρη.
Τα πιτσιρίκια σήκωσαν ότι όπλο είχαν προς το μέρος τους.
«Θέλουμε να δούμε τον Βασίλη», είπε ο Γρηγόρης.
«Βασίλη;» μούγκρισε ένας πιτσιρικάς.
«Τον Βασίλη τον τυπογράφο», είπε ο Νίκος καθώς έπαιρνε θέση δίπλα στους άλλους.
Τα πιτσιρίκια έβγαλαν μια ξεγυρισμένη αναστάτωση.
«Τι ‘σαστ’ εσείς;» φώναξε ο μεγαλύτερος από αυτά.
«Φίλοι του. Κολλητοί. Από χρόνια», είπε ο Αντώνης.
Τα πιτσιρίκια έκαναν κύκλο σαν ομάδα μπάσκετ και άρχισαν να τσακώνονται. Από τα δίπλα σπίτια βγήκαν κι άλλοι, παιδιά συνομήλικα, μαγνητισμένα από τη φασαρία.
«Που μπλέξαμε γαμώ τη ζωή μου!» βλαστήμησε ο Νίκος.
«Μην τρελαίνεσαι –θα βγει άκρη», τον καθησύχασε ο Γρηγόρης.
Ένα κορίτσι ξεκόλλησε από τη χάβρα των πιτσιρικάδων και τους πλησίασε. Έδειχνε τον Νίκο με την κάνη ενός σκουριασμένου λούγκερ. Μουρμουρίζοντας.
«Κρύψου μαλάκα!» πετάχτηκε πάνω του ο Γρηγόρης.
Ο Νίκος παραπάτησε από το βάρος του άλλου και κόντεψε να σωριαστεί στο πεζοδρόμιο. Τελευταία στιγμή πρόλαβε να στρίψει λίγο και να απελευθερωθεί αφήνοντας τον Γρηγόρη να παρασυρθεί από μόνος του σε μια ελεύθερη πτώση προς κάποιον ξεκοιλιασμένο σκουπιδοτενεκέ.
«Ήρεμα φιλαράκο. Την έχω τη γκόμενα –παλαιόθεν», χαμογέλασε ο Νίκος. Μετά την πλησίασε μουρμουρίζοντας, «με θυμάσαι –έτσι κοριτσάκι;»
Η κοπέλα μούγκρισε κάτι που έμοιαζε με το όνομα του Βασίλη και έτρεξε να μιλήσει στους υπόλοιπους πιτσιρικάδες.
«Τι είσαι εσύ ρε; ‘Ο άνθρωπος που τον έλεγαν Άλογο’;» απόρησε ο Αντώνης.
«Μπορεί και ‘Το μεγάλο μικρό Ανθρωπάκι’», συνέχισε τη σαχλαμάρα ο Νίκος.
«Εντάξει μην το παιδεύεις άλλο. Ήδη έχω μετανιώσει που πήγα να σε σώσω», γκρίνιαζε ο Γρηγόρης καθώς σηκωνόταν τινάζοντας λεμονόκουπες από τα ρούχα του.
«Θα το παίζετε για πολύ ακόμα;» φώναξε η Μαριάνα από την άλλη πλευρά του πεζοδρομίου.
«Συνήθειες μιας ολόκληρης ζωής αγάπη μου. Δύσκολα κόβονται», της ψιθύρισε περνώντας από δίπλα ο Νίκος. Όσο το έλεγε, σήκωσε και τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό του, δήθεν για να γλιτώσει κάποιο χαστούκι.
«Είμαστε γελοίοι, ή γελοίοι είμαστε;» φιλοσόφησε ο Αντώνης ακολουθώντας τους υπόλοιπους.

Περιμένοντας κάτω από μολυβένιο ουρανό
Καθόταν σε έναν πεσμένο πυροσβεστικό κρουνό παρακολουθώντας την πορεία του ήλιου. Υπολόγιζε πως χρειαζόταν γύρω στη μια ώρα ακόμα για να σκοτεινιάσει –τότε θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή για να περάσει μέσα από τα μπλόκα. Δεν την ήξερε αυτή τη συνοικία –μόνο οτι ο Βασίλης ζούσε εκεί, αυτό είχε μάθει από «φίλους φίλων».
«Τσιγαράκι;» είπε η φωνή δίπλα του.
«Καπνίζουν και οι πεθαμένοι;» απόρησε ο Γιάννης.
«Θα τους ρωτήσω και θα σου πω. Πάντως, γουστάρουν να μυρίζουν φρέσκο καπνό –αυτό είναι σίγουρο».
«Πέρα από τη μεταφυσική ενατένιση, μήπως σου βρίσκεται κάποια ιδέα σχετικά με το πώς θα μπούμε εκεί μέσα;» έδειξε μπροστά του ο Γιάννης.
«Απλά πράγματα. Θα βαδίσουμε ανάμεσά τους με τη σιγουριά του ανθρώπου που έχει δικαίωμα πρόσβασης παντού».
«Κι αν δεν πιάσει;» αναρωτήθηκε ο Γιάννης.
«Τότε φιλαράκο … πριν ξημερώσει αυτή η νύχτα, θα μυρίζεις τον καπνό από τα τσιγάρα των άλλων -μαζί μου. Τι σου λέει αυτή η προοπτική;»
«Τι θα έπρεπε να μου λέει δηλαδή;»
«Ότι την έχεις πατήσει –έτσι κι αλλιώς».
«Δεν σε βρίσκω καθόλου πρωτότυπο τώρα τελευταία», παρατήρησε ο Γιάννης.
«Ούτε εγώ σε βρίσκω ιδιαίτερα έξυπνο –αλλά δεν το κάνω θέμα», ψιθύρισε η φωνή καθώς χανόταν στις ρωγμές των τοίχων.

«Είσαστε σίγουροι ότι μας πάνε στον Βασίλη;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Πάντως … κάπου μας πάνε. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο», είπε ο Γρηγόρης.
Οι πιτσιρικάδες έτρεξαν προς τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις την ακριβώς επόμενη στιγμή. Ο Νίκος προσπάθησε να κρατήσει οπτική επαφή με το λούγκερ της πιτσιρίκας –αλλά το έχασε καθώς εκείνη βούτηξε σε κάποιο μισάνοιχτο παράθυρο.
«Είσαστε ακόμα σίγουροι;» φώναξε η Μαριάνα.
«Η προσήλωση στις λάθος επιλογές ήταν ανέκαθεν το έμβλημά μας», θαύμασε ο Αντώνης.
«Τανκς μαλάκες!» ούρλιαξε ο Γρηγόρης.
Χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξαν μέσα στο παράθυρο που είχε χαθεί προηγουμένως η κοπέλα με το λούγκερ. Κράτησαν τις ανάσες τους. Τριγύρω γυάλιζαν τα μάτια των παιδιών.
«Βρωμάει εδώ μέσα», μούγκρισε ο Νίκος φτύνοντας χώμα.
«Τι φλώρος!» κορόιδεψε η Μαριάνα.
«Άσε μας μωρή τσουράπω», έβρισε ο Νίκος.
«Βουλώστε το ρε! Χειρότερα από πιτσιρίκια κάνετε!» ψιθύρισε ο Γρηγόρης.
«Λες να είναι ερωτευμένοι κατά βάθος;» αναρωτήθηκε ο Αντώνης.
«Λες να γίνει επιτέλους άντρας ο Νίκος μας;» συνέχισε ο Γρηγόρης.
«Όταν σηκωθούμε θα σας γαμήσω και τους δύο!» σφύριξε ο Νίκος.
Μαζί με ένα βλήμα που κατεδάφισε τον τοίχο δεξιά τους. Ο αέρας έγινε πηχτός, τα μάτια έτσουξαν.
«Αν καταφέρουμε να σηκωθούμε –θα σου κάτσω ευχαρίστως», σχολίασε ο Γρηγόρης.
Όσο καθάριζαν τα μάτια τους, κατάφεραν να διακρίνουν το άρμα ακινητοποιημένο. Φαίνεται πως κάποιοι είχαν στήσει παγίδες στους δρόμους. Σύρματα με σιδερόβεργες μαγκωμένα στους υπονόμους, είχαν μπλοκάρει στις ερπύστριες του άρματος. Ο πυργίσκος στριφογύριζε σημαδεύοντας τα σπίτια όσο η μηχανή αγωνιούσε να ξηλώσει την άσφαλτο. Ένα κεφάλι πετάχτηκε από τον πυργίσκο, κάποιοι σκόρπιοι πυροβολισμοί το έκλεισαν πάλι μέσα.
«Αυτή η γειτονιά είναι κολασμένη –οι τοίχοι ζωντανεύουν από μόνοι τους», μουρμούρισε ο Αντώνης.
Κάποιες φιγούρες εμφανίστηκαν πίσω από το άρμα –μαλακά παπούτσια πετούσαν καθώς άνθρωποι σκαρφάλωναν στο σιδερένιο κουβούκλιο. Ο πυργίσκος στριφογύρισε και έριξε ακόμα μια βολή χωρίς σκόπευση. Ριπές συνόδευσαν την έκρηξη –το απόσπασμα που ακολουθούσε την πορεία του άρματος είχε μπλεχτεί σε οδομαχία. Όσοι ήταν σκαρφαλωμένοι στο άρμα, αγωνίζονταν να ανοίξουν την καταπακτή.
Η Μαριάνα σηκώθηκε και τίναξε τα ρούχα της.
«Τι χαζεύετε σαν χάνοι; Δεν φεύγουμε καλύτερα;»
Οι υπόλοιποι ακολούθησαν απρόθυμα.
«Τώρα που σταθήκατε στα ποδαράκια σας –ποιος θα μου κάτσει πρώτος;» αναρωτήθηκε ο Νίκος.
Οι υπόλοιποι δεν είχαν διάθεση να συνεχίσουν το αστείο. Έτρεξαν με τα κεφάλια σκυμμένα.

Καθυστερώντας στην είσοδο
«Νύχτωσε».
«Για τα καλά».
«Τι περιμένεις;»
«Ξέρω ‘γω;»
«Παπούτσι έγινε το στόμα σου από τα τσιγάρα. Ξεκίνα».
«Φοβάμαι ρε μαλάκα».
«Και καλά κάνεις. Ξεκίνα λοιπόν».
Ο Γιάννης πέταξε το αποτσίγαρο στον αέρα και το κλώτσησε με τη μύτη του παπουτσιού του. Το αποτσίγαρο σηκώθηκε ψιλοκρεμαστά πριν καταλήξει σε μια λιμνούλα με λασπόνερα. Το παρακολούθησε να σβήνει τσιτσιρίζοντας.
«Άψογος ο παίχτης –δεν μπορείς να πεις!» μουρμούρισε και χώθηκε στο στενό δρομάκι χωρίς να περιμένει απάντηση.
Κάποιες φωνές του έδειχναν προς τα πού πέφτει ο μαζεμένος κόσμος. Κόλλησε στον τοίχο. Φωνές κοφτές με επαναλαμβανόμενες σιωπές –στρατιώτες. Έβγαλε το κεφάλι από τη γωνία και κρυφοκοίταξε. Καμιά δεκαριά κάπνιζαν στρωμένοι στο πεζοδρόμιο, την ώρα που δυο-τρεις φορτώνονταν τον οπλισμό τους για να εκτελέσουν κάποια διαταγή. Τους περίμενε να φύγουν και μετά κινήθηκε στην πλάτη των καθισμένων.
Είκοσι μέτρα έπρεπε να κάνει στα ανοιχτά –περπάτησε πάνω σε ριζόχαρτο, απαλά, ήρεμα. Η απέναντι γωνία τον περίμενε για να τον κρύψει, άγγιζε ήδη τον σκοπό του γι΄αυτό έκανε τη μαλακία -επίσπευσε τα τελευταία βήματα και κλώτσησε ένα πλαστικό μπουκάλι. Ο επίμονος θόρυβος τον ξεκούφανε –κοίταξε τους στρατιώτες –δυο από αυτούς γύρισαν και τον είδαν.
Φώναξαν. Έτρεξε. Πυροβόλησαν –μάλλον στον αέρα -γιατί δεν άκουσε κανένα βούισμα σφίγγας στους τοίχους τριγύρω του. Έτρεξε πιο γρήγορα. Πιο τυφλά. Ούρλιαξε χωρίς να βγάζει φωνή. Ήταν τυχερός γιατί κανένας δεν τον ακολούθησε.
Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του μπροστά σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι. Η σκεπή και ο μισός πλαϊνός τοίχος έλειπαν, το σπίτι ήταν τριώροφο, εκτός κι αν είχαν κουρέψει κανέναν όροφο με βλήματα –χώθηκε μέσα. Σκοτάδι. Χώθηκε πιο μέσα, πιο βαθιά. Σκοτάδι. Μπερδεύτηκε σε κάτι μαλακό, έσκυψε, άγγιξε ένα παγωμένο μπράτσο. Γονάτισε για να δει καλύτερα –ήταν απαραίτητο αν δεν ήθελε να τον αρπάξει ο τρόμος από τ΄αρχίδια. Μια πεθαμένη γυναίκα, μισοπλακωμένη από σοβάδες. Κάτι σκληρό στην άκρη –το ξεσκόνισε –μια στρατιωτική μπερέτα. Τη ζύγισε στην παλάμη του πριν απελευθερώσει τον γεμιστήρα. Έλειπαν μόνο δυο σφαίρες. Έψαξε το κεφάλι της γυναίκας και βρήκε που είχε πάει η μία από αυτές τις σφαίρες. Κλώτσησε σοβάδες, το πανωφόρι της γυναίκας ήταν ανοιχτό –έψαξε στις τσέπες για να βρει άλλους δυο γεμιστήρες. Στάθηκε στα πόδια του, κράτησε το όπλο σταθερά και σημάδεψε το φεγγάρι που τον κρυφοκοίταζε από τον τρύπιο τοίχο.
«SAS», φώναξε, «Πρίγκιπας Μάλκο Λίνγκε, βγείτε έξω όπου κι αν είστε –με τα πόδια ψηλά!»
«Καλή προσπάθεια», τον επιβράβευσε η φωνή δίπλα του.
«Σκοτώνω ότι τριχωτό κυκλοφορεί –πηδάω ότι έχει κάνει χαλάουα», απείλησε ο Γιάννης με τα πόδια μισάνοιχτα.
«Διακρίνω κάποια μεταφεμινιστικά απωθημένα», είπε η φωνή.
«Κι εγώ διακρίνω κάποιο εμπλουτισμένο λεξιλόγιο. Σας κάνουν φροντιστήριο μετά θάνατον;» γέλασε ο Γιάννης.
«Μπα –που τέτοια πράγματα! Μελετάμε στα κρυφά λόγω ανίας», σχολίασε η φωνή.
«Συγχαρητήρια», σχολίασε ο Γιάννης. «Εγώ λέω να την πέσω εδώ παραδίπλα κι όταν είσαι έτοιμος για τις Πανελλήνιες –ξύπνα με».
Μετά σωριάστηκε, όσο μπορούσε πιο μακριά από την πεθαμένη γυναίκα.

Περιπλανήθηκαν μέσα στα χαλάσματα οδηγημένοι από σκιές παιδιών. Είδαν τη συνοικία να μεταμορφώνεται σταδιακά –τα γκρεμισμένα σπίτια λιγόστευαν πλησιάζοντας στο κέντρο, μέχρι που έφτασαν σε μια πλατεία ανέγγιχτη από τον όλεθρο. Αν δεν είχε νυχτώσει θα περίμεναν να δουν παιδάκια με ποδήλατα. Κατευθύνθηκαν προς το δημαρχείο το οποίο αποτελούσε τη μοναδική παραφωνία, έτσι ταμπουρωμένο όπως στεκόταν, πίσω από αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα.
«Καμιά πρωτοτυπία στην επιλογή Κέντρου Επιχειρήσεων», παρατήρησε ο Αντώνης.
«Φοβάσαι να το πεις ‘Αρχηγείο’;» ψιθύρισε ο Νίκος.
«Αν φοβάμαι λέει!» έκανε έναν μορφασμό ο Αντώνης.
«Πρώτο δείγμα αρνητικό, αλλά δεν ψαρώνουμε», συνέστησε ο Γρηγόρης.
«Ναι –κάθε πράγμα στην ώρα του», σχολίασε ο Νίκος.
«Όσα λέτε, τα καταλαβαίνετε μεταξύ σας ή έτσι τα πετάτε για να κάνετε φιγούρα;» ρώτησε η Μαριάνα.
«Αυτό είναι ένα μυστικό που θα πάρουμε μαζί μας στον τάφο», την πληροφόρησε ο Νίκος.
«Εκτός κι αν πάρουμε τον τάφο και φύγουμε –σαν του κουφού την πόρτα …» σχολίασε ο Γρηγόρης.
Η Μαριάνα έκανε μια γκριμάτσα απέραντης αηδίας και προχώρησε μπροστά. Οι υπόλοιποι προσπάθησαν μάταια να καθυστερήσουν τη συνάντηση. Άδικος κόπος, βέβαια.

Ευδιάκριτοι εφιάλτες
Περπατούσε σε έναν εκτυφλωτικό δρόμο, οι τοίχοι γυάλιζαν τις αντανακλάσεις του ήλιου. Ίδρωνε τον γιακά του πουκαμίσου του. Είχε χάσει τον προσανατολισμό του και δεν μπορούσε να βγάλει λέξη από το στόμα του. Αγωνιζόταν ωστόσο. Σε κάποια φάση κάτι κατάφερε, ξοδεύοντας όσο οξυγόνο του απέμενε, σουφρώνοντας τα χείλια. Αλλά αυτό που βγήκε δεν ήταν ήχος. Ένα χρυσόψαρο πετάχτηκε από το στόμα του και κολύμπησε στο αδιάκοπο φως. «Φτάνει πια», σκέφτηκε. Και τότε, απότομα, άρχισε να ψιλοβρέχει. Κοίταξε ψηλά –σύννεφα είχαν καλύψει τον ήλιο. Εντελώς. Χαμογέλασε. Εντελώς. Και άρχισε να περπατάει σφυρίζοντας ανέμελα. Τον είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο να του κουνάει το χέρι. Για μια στιγμή χάρηκε –αλλά αμέσως κατάλαβε. Κοίταξε αλλού –προσπάθησε να αποφύγει τον άνθρωπο που του έγνεφε. Αλλά ήταν αργά –ο άλλος τον είχε εντοπίσει.
«Έλα ρε μαλάκα –τι περιμένεις;» του χαμογέλασε ο άνθρωπος από απέναντι. Είχε μιλήσει χωρίς να ανοίξει το στόμα του.
«Δεν θέλω. Είσαι πεθαμένος ρε. Δεν έρχομαι».
«Έλα μωρέ –μην κολλάς σε λεπτομέρειες. Όλοι εδώ είμαστε –σε περιμένουμε».
«Δεν έρχομαι ρε κερατάδες! Δεν θέλω!»
Ο ήλιος τον ξαναχτύπησε απροειδοποίητα. Από παντού. Τρέκλισε.
«Έλα -δεν θα σε περιμένουμε μια ζωή»
«Άντε γαμηθείτε –φύγετε από εδώ. Δεν έρχομαι!»
Ο Γιάννης χτύπησε το κεφάλι του σε ένα πεσμένο δοκάρι καθώς τρανταζόταν, πόνεσε, ξύπνησε, δίψασε. Έγλειψε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του –δίψασε περισσότερο. Σηκώθηκε.
«Καιρός να την κάνω από εδώ μέσα», μουρμούρισε.
«Δεν είναι ότι καλύτερο να κοιμάσαι δίπλα σε πεθαμένο», σχολίασε η φωνή.
«Γενικό σχόλιο είναι αυτό ή αναφέρεσαι στη συγκεκριμένη περίπτωση;» ρώτησε ο Γιάννης.
«Πάρτο όπως θέλεις», απάντησε η φωνή.
«Διψάω σαν τσιμέντο σε αυγουστιάτικο καύσωνα», ψιθύρισε ο Γιάννης.
«Μήπως περιμένεις να σε σερβίρω κιόλας;» κορόιδεψε η φωνή.
Ο Γιάννης ξεκίνησε σκυφτός –δεν είχε πλέον κουράγιο ούτε να γελάσει.

Δυο άντρες με προτεταμένα όπλα τους σταμάτησαν στην είσοδο του δημαρχείου.
«Για πού το βάλατε ρε λεβέντες;» ρώτησε αυτός που βρέθηκε πιο κοντά τους.
«Μέσα είναι ο Βασίλης;» πετάχτηκε ο Νίκος, προσπαθώντας να πλησιάσει.
«Και τι σας νοιάζει εσάς;»
«Είμαστε φίλοι του».
«Σώπα!» ειρωνεύτηκε ο οπλισμένος άντρας.
«Στον κώλο σου μια γόπα», απάντησε ετοιμόλογα ο Νίκος.
Ο άντρας γύρισε απότομα το όπλο και προσπάθησε να τον χτυπήσει με το κοντάκι στο στήθος. Ο Νίκος τραβήχτηκε, αλλά ο Αντώνης δεν πρόλαβε. Έπιασε το δεξί του μπράτσο βογκώντας.
«Κόψτε τις μαλακίες», τους φώναξε ο Γρηγόρης. «Θέλουμε να δούμε τον Βασίλη –πήγαινε πες του ότι ήρθαν κάτι δικοί του. Με λένε Γρηγόρη … θα καταλάβει».
«Δεν μας αρέσουν οι διαταγές», είπε ένας ακόμα άντρας που εμφανίστηκε ξαφνικά από τον διάδρομο.
«Δεν είναι διαταγή», ξεκαθάρισε ο Γρηγόρης. «Αλλά πρέπει να δούμε τον Βασίλη, είναι ανάγκη».
Οι άντρες πλησίασαν πιο κοντά, απειλητικοί. Εκείνη τη στιγμή, το κορίτσι με το λούγκερ πετάχτηκε από τις σκιές και έπιασε έναν από αυτούς. Κάτι του ψιθύρισε. Η στάση του άλλαξε.
«Περιμένετε λίγο εδώ», είπε πριν χαθεί σε μια σκάλα.
«Αστέρι η δικιά σου», ψιθύρισε στο Νίκο ο Γρηγόρης.
«Είναι που μένω αξέχαστος σε όλες», είπε εκείνος.
«Αλήθεια –πως το καταφέρνεις;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Απλά πράγματα. Δεν τους κάθομαι να με πηδήξουν», απάντησε ο Νίκος.
«Πράγμα που πολύ θα ήθελαν!» ειρωνεύτηκε η Μαριάνα.
«Αν κρίνω από σένα –μάλλον ναι», απάντησε ο Νίκος –έτοιμος για καυγά.
«Άντε χάσου ρε ψώνιο», έδωσε τόπο στην οργή η Μαριάνα.
«Ανεβείτε, ακολουθήστε με», φώναξε ένας άντρας από την κορυφή της σκάλας.
Και αυτό έκαναν.

Κολυμπώντας σε χωμάτινα νερά
Ο Γιάννης κατάφερε να προσανατολιστεί στον άδειο δρόμο. Κοφτές φωνές, στρατιώτες –ψίθυροι και σουρσίματα μέσα σε κτίρια –οι δικοί του. Σκέφτηκε να μπει στο σπίτι μπροστά του –από μέσα ακουγόταν ένας ακατάστατος θόρυβος. Σα να έσερναν σακί στο πάτωμα –επιφυλακτικά. Διακοπτόμενα. Μπήκε κρατώντας το πιστόλι.
«Είναι κανένας εδώ;» ψιθύρισε.
Το δωμάτιο αντήχησε από τον πυροβολισμό –έπεσε στο πάτωμα με τα χέρια πάνω από το κεφάλι. Τα αυτιά του βούιζαν.
«Είμαι φίλος», είπε εκλιπαρώντας την ανθρώπινη κατανόηση.
«’χεις ΄στόλι», απάντησε μια κρυμμένη φωνή.
«Το βρήκα εκεί έξω. Αλλά δεν θέλω το κακό σου».
«Χαφιέ», άκουσε πεντακάθαρα πριν κουφαθεί, για μια ακόμα φορά, από τους πυροβολισμούς.
Σηκώθηκε γεμάτος νεύρα.
«Σταμάτα ρε κωλόπαιδο –θα πλακώσουν οι στρατιώτες γαμώ το στανιό σου!»
Ο κρυμμένος σταμάτησε για να σκεφτεί.
«Πέτα το», ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή.
«Δε γαμιέστε -λέω εγώ; Να το πετάξω για να με κάνετε σουρωτήρι; Είμαι φίλος –βγείτε να μιλήσουμε. Αλλιώς την κάνω τρέχοντας. Στα σίγουρα θα μας έχει πάρει ήδη χαμπάρι κάποιο περίπολο», φώναξε ο Γιάννης.
Ησυχία. Οι πιτσιρικάδες τον είχαν στη μέση, αλλά αισθάνονταν ανήμποροι γιατί τους έκοβε τη δυνατότητα συνεννόησης. Κοίταξε πίσω του, τον έρημο δρόμο, αφουγκράστηκε. Είχε δίκιο –μερικές κοφτές διαταγές ακούστηκαν να πλησιάζουν.
«Έρχονται -μαλακισμένα. Σας το έλεγα εγώ!» φώναξε και μισοκρύφτηκε στο κούφωμα της ανύπαρκτης πόρτας. Άκουσε διστακτικά βήματα πίσω του, αλλά δεν γύρισε να δει.
Πέντε στρατιώτες εμφανίστηκαν με τα όπλα σε θέση βολής. Επιφυλακτικοί, βραδυκίνητοι. Ελπίζοντας πως δεν θα βρουν τίποτα.
Ο Γιάννης γύρισε το κεφάλι.
«Μη ρίξετε πριν από μένα. Εντάξει;»
Ένα αγόρι με σκισμένο μπουφάν στεκόταν δυο βήματα πίσω του –κούνησε το κεφάλι απρόθυμα. Που διάολο ήταν το κορίτσι; Οι στρατιώτες πλησίαζαν αργοπορώντας. Ο Γιάννης σημάδεψε. Θα μπορούσε να σκοτώσει τον μπροστινό –αλλά δεν υπήρχε λόγος. Κοίταξε πάλι πίσω του –το αγόρι είχε πιάσει ένα παράθυρο και παραμόνευε.
«Που είναι η άλλη;» τον ρώτησε.
Ένας πυροβολισμός αχρήστευσε την, όποια, απάντηση του αγοριού –οι στρατιώτες έτρεξαν να κρυφτούν.
«Μαλακισμένα!» βλαστήμησε ο Γιάννης και πυροβόλησε βιαστικά –χωρίς αποτέλεσμα. Οι στρατιώτες απάντησαν με μια ομοβροντία.
«Έχει έξοδο από πίσω το σπίτι;» ρώτησε το αγόρι δίπλα του.
Αυτό ένευσε καταφατικά.
«Φύγετε τώρα! Τσακιστείτε!»
Προσηλώθηκε στις κινήσεις των στρατιωτών –πίσω του τα παιδιά έτρεχαν σαν ποντίκια. Έβαλε καινούργιο γεμιστήρα στο πιστόλι του, όταν βεβαιώθηκε πως τα παιδιά είχαν φύγει.
«Θα την κάνεις τη βλακεία σου;» ρώτησε η φωνή στο πλάι του.
«Όπως πάντα –Χωρίς Ανάσα», μουρμούρισε ο Γιάννης και πετάχτηκε στο άνοιγμα της πόρτας, αφύλαχτος.
Έκλεισε τα μάτια, άδειασε τον γεμιστήρα –οι στρατιώτες κρύφτηκαν, είχε κερδίσει ένα λεπτό. Γύρισε την πλάτη –έτρεξε. Οι στρατιώτες ανταπέδωσαν τους πυροβολισμούς, αλλά ήταν αργά –ο Γιάννης πετάχτηκε από το άνοιγμα του πίσω τοίχου και έτρεξε, για μια ακόμα φορά, στα τυφλά.
«Πρέπει να βρω τα σκατόπαιδα, είναι κάποια άκρη», μουρμούρισε.

Ο Βασίλης έμοιαζε με καρικατούρα οπλαρχηγού του Εμφυλίου. Ζωσμένος με δυο περίστροφα και χειροβομβίδες –αξύριστος.
«Τα καταφέρατε και φτάσατε ως εδώ ρε μαλάκες;» γέλασε ανοίγοντας την αγκαλιά του. Ψεύτικο γέλιο –αληθινή ανησυχία.
«Τι νόμιζες; Ότι θα χάναμε την ευκαιρία να σε δούμε ντυμένο Βελουχιώτη;» κορόιδεψε ο Γρηγόρης.
«Σεμνά σύντροφε!» συννέφιασε στιγμιαία ο Βασίλης. «Βγείτε έξω όλοι», είπε χωρίς να κοιτάξει τον κόσμο που στριφογύριζε στο δωμάτιο. Ο κόσμος τσακίστηκε να φύγει.
«Καθίστε –τι θα σας προσφέρουμε;» χαμογέλασε. «Και ποια είναι η κυρία;» αναρωτήθηκε δείχνοντας τη Μαριάνα.
«Η Μαριάνα», απάντησε ο Γρηγόρης.
«Κάποια γνωστή Μαριάνα;» ξαναρώτησε ο Βασίλης.
«Η παντοτινή Μαριάνα», είπε σιγά ο Αντώνης –κάνοντάς την να τον κοιτάξει με έκπληξη.
«Πάει να πει;» έξυσε το κεφάλι του ο Βασίλης.
«Πάει να πει ότι κάποιοι αδιόρθωτοι, θα κυνηγάνε τις κυλόττες μέχρι θανάτου», μουρμούρισε ο Νίκος.
«Ενώ κάποιοι άλλοι θα ντρέπονται να τις φορέσουν», συμπλήρωσε η Μαριάνα.

Η γαλήνη των αδιεξόδων
Τα παιδιά σταμάτησαν, περιμένοντάς τον. Έφτασε κοντά τους λαχανιασμένος.
«Παραλίγο να την πατήσουμε με τις βλακείες σας», φώναξε.
«’α τους γαμούσα», σχολίασε το κορίτσι. Δεν ήταν πάνω από 15 χρονών.
«Ναι αμέ! Σε είδα πως τους γάμησες!» νευρίασε ο Γιάννης.
Τα παιδιά μαζεύτηκαν. Δυο πιτσιρίκια που θα έπρεπε να μπαλαμουτιάζονται σε κάποια σκοτεινή γωνιά, κοίταζαν τώρα τα σκουριασμένα πιστόλια τους. Ο Γιάννης κάρφωσε τα νύχια στις παλάμες του. «Αυτό θέλαμε να κάνουμε –γαμώτο;»
«Θέλω να με πάτε στον Βασίλη», ανακοίνωσε στα παιδιά.
«Ποιος είναι ο Βασίλης;» ρώτησε το αγόρι.
Έλα ντε! Ποιος ήταν ο Βασίλης;

«Καλά την έχεις ψήσει εδώ τη δουλειά!» είπε ο Αντώνης. «Κανονικό επιτελείο έχεις φτιάξει».
«Το παλεύουμε όσο μπορούμε. Έχουμε και επικοινωνία με όλη τη δυτική πλευρά –συνεννοούμαστε. Οι συνοικίες είναι οργανωμένες, μια χαρά. Δεν πρόκειται να μπουν στρατιώτες στα δυτικά –που να χτυπάνε τον κώλο τους κάτω!» περηφανεύτηκε ο Βασίλης.
«Καλά –πως επικοινωνείτε;» αναρωτήθηκε ο Γρηγόρης.
«Ασύρματοι. Εξοπλισμός εισαγωγής, από τα βόρεια σύνορα της χώρας», είπε ο Βασίλης.
«Και τι σκοπεύετε να κάνετε;»
«Διαπραγματεύσεις –τι άλλο; Θα δουν ότι δε μασάμε και θα αναγκαστούν να καθίσουν στο τραπέζι».
«Με ποια αιτήματα;»
«Αυτοδιάθεση, αυτονομία των περιοχών μας».
«Δεν παίζει με τίποτα κάτι τέτοιο και το ξέρεις», πετάχτηκε ο Νίκος.
«Το ξέρω –έχουμε εναλλακτικές».
«Όπως;»
«Αμνηστία σε αντάλλαγμα με τον εξοπλισμό μας. Και εκλογές –άμεσα».
«Στις οποίες θα κατέβετε».
«Στις οποίες θα κατέβουμε και θα τους πηδήξουμε. Θα βάλουμε πόδι στη Βουλή και μετά …»
«Μετά;»
«Μετά … Όλα θα γίνουν. Σιγά –σιγά. Ένα βήμα τη φορά».
Ο Βασίλης σηκώθηκε για να κλείσει το απέναντι παράθυρο. Ένας πυροβολισμός έπεσε, όσο έστριβε τη μπετούγια. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, καθυστέρησε λίγο πριν ξανακαθίσει στην καρέκλα του.
«Χαφιές», απάντησε στα ανήσυχα βλέμματα των υπολοίπων. «Εκτέλεση».
«Κάνετε και τέτοια;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Αναγκαίο κακό. Έχουμε πόλεμο –μην το ξεχνάς».
«Για ποιο λόγο;» ρώτησε η Μαριάνα.
«Τι εννοείς;» κοίταξε προς το μέρος της ο Βασίλης.
«Για ποιο λόγο έχετε πόλεμο –αυτό εννοώ», απάντησε εκείνη.
«Μα … για να αλλάξουν τα πράγματα. Να σταματήσει η καταπίεση …»
«Και η τρομοκρατία», συμπλήρωσε η Μαριάνα.
«Ναι … κι αυτή …»
«Χαίρομαι που το θυμάστε», ειρωνεύτηκε η Μαριάνα.
«Τι θέλει αυτή ρε;» πετάχτηκε ο Βασίλης. «Βαλτή είναι; Τι μου την κουβαλήσατε;»
«Ηρέμησε μάγκα μου. Δεν είναι όλα αυτονόητα για όλους», μπήκε στη μέση ο Γρηγόρης.
«Τότε να ρωτάει και να μαθαίνει πριν πετάξει την παπαριά της –άντε, μη γαμήσω!» φώναξε ο Βασίλης.
«Τι θε’ ρε; Νομίζεις πως θα σε φοβηθούμε επειδή το παίζεις τσαμπούκι στα λιγούρια;» πετάχτηκε η Μαριάνα έξαλλη.
«Κάτσε κάτω –καθίστε κάτω και κόψτε τις βλακείες!» φώναξε ο Γρηγόρης. «Δεν ήρθαμε να τσακωθούμε εδώ –εντάξει;»
«Και γιατί ήρθαμε δηλαδή; Για πες μου κι εμένα να μάθω», φώναξε η Μαριάνα.
«Για να πεθάνουμε όπως μας αξίζει», είπε ο Αντώνης κοιτάζοντας τον απέναντι τοίχο.
«Δεν πρόκειται, φιλαράκι», τον καθησύχασε ο Βασίλης. «Θα βγούμε από εδώ μέσα με το κεφάλι ψηλά και τα πόδια κάτω –στο υπογράφω».
«Σαν τους τραυματίες όταν τους σέρνουν –ένα πράγμα», σχολίασε ο Νίκος.
«Ε, μα … παραμένεις μεγάλος μαλάκας!» απηύδησε ο Βασίλης.
«Ασφαλώς», παραδέχτηκε ο Νίκος.
«Τέλος πάντων –πάω λίγο κάτω και ξανάρχομαι. Βολευτείτε –υπάρχει ένα ψυγείο δίπλα, αλλά δεν έχουμε ρεύμα. Όποιον δεν τον ενοχλεί η ζεστή μπύρα …»
Άνοιξε την πόρτα και χάθηκε πριν τελειώσει τη φράση του. Έμειναν μόνοι να κοιτάζονται.
«Τι γίνεται εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε ο Νίκος.
«Μια ακόμα φωτισμένη ηγεσία, στελεχωμένη από την επαναστατική πρωτοπορία», είπε ο Αντώνης.
«Η συνηθισμένη ιστορία του Κάτω Κόσμου», μουρμούρισε ο Γρηγόρης.
«Κι εμείς; Εμείς τι κάνουμε;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Θέλει και ρώτημα; Θα τον σκοτώσουμε το μαλάκα πριν ξεφτιλίσει τα πάντα», απάντησε σταθερά ο Νίκος.
Η Μαριάνα σηκώθηκε αργά, τον πλησίασε και του τράβηξε ένα ρουφηχτό φιλί.
«Με γέμισες σάλια γαμώτο!» ψευτογκρίνιαξε εκείνος.
«Τα Σφυριά δεν είναι δολοφόνοι», είπε απαλά ο Γρηγόρης.
«Ανάποδα το είπες –οι δολοφόνοι δεν είναι Σφυριά –έτσι ταιριάζει καλύτερα», τον αντέκρουσε ο Νίκος.
«Όπως και να ΄χει …», μουρμούρισε σκεφτικός ο Αντώνης.
«Όπως και να ΄χει, ο μαλάκας δεν θα δει πολλά ξημερώματα ακόμα. Ή εσείς, ή μόνη μου», κατέληξε η Μαριάνα.
«Που την βρήκες τη γκόμενα –είπαμε;» ρώτησε χαμογελαστός ο Νίκος.
«Ξέρω ΄γω; Λες να έπεσα πάνω στη Νεκρή Νύφη που ψάχνει να σκοτώσει τον Βασίλη;» γέλασε ο Γρηγόρης.
«Ποτέ δεν θα μάθουμε. Και όσοι ξέρουν, θα πάρουν το μυστικό στον τάφο τους –σωστά;» αναρωτήθηκε ο Αντώνης.
«Εκτός αν πάρουν τον τάφο και φύγουν …», το ξαναπήγε ο Αντώνης.
«… σαν του κουφού την πόρτα», το έκλεισε η Μαριάνα εκπλήσσοντάς τους.

Ακολουθούσε τα παιδιά σε δαιδαλώδη σοκάκια με τα πόδια μουδιασμένα. Το έδαφος ήταν μια κινούμενη άμμος, γεμάτη τσακισμένους τσιμεντόλιθους. Κάθε βήμα πονούσε –αλλά τα παιδιά έδειχναν να μην παίρνουν χαμπάρι.
«Που πάμε;» αναρωτήθηκε.
«Δεν πάμε εμείς –εκείνοι έρχονται», τον πληροφόρησε η φωνή από δίπλα του.
Σε άλλες συνθήκες θα αναστατωνόταν, γιατί είναι άβολο να κουβεντιάζεις με ένα φάντασμα. Αλλά τώρα έγνεψε συμφωνώντας. Άλλωστε, το φάντασμα είχε δίκιο.

(κάτι πάει να γίνει για τη συνέχεια)

14 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Rodia είπε...

Πολυ γοητευτικα γραφεις. Παραμυθιαζομαι. Ισως για τουτο αποφευγω να σχολιαζω -μη χαλασω με προσθηκες τη σελιδα. Καποιος ομως πρεπει να σου το πει, ετσι δεν ειναι;
(αν και δεν φαινεται να το χρειαζεσαι, δειχνεις σιγουρος)

The Motorcycle boy είπε...

Σιγά μην είμαι σίγουρος! Όποιος γράφει, με τις ανασφάλειές του παλεύει. Ευχαριστώ λοιπόν για τα καλά σου λόγια -σε μένα τα σχόλια μένουν, γιατί τα κείμενα φεύγουν μετά τη δημοσίευσή τους.

Ανώνυμος είπε...

Γεια σου ρε Motorcycle Boy! Καταπληκτικό το καινούργιο! Αν κ πιανεται η καρδιά σου με κάποια πράγματα...
Ανατριχίλα πολύ ειδικά με τους διαλόγους που κάνει ο Γιάννης με τον εαυτό του...
Τελικά υπήρχε χημεία (πολύ τετριμμένη λέξη) απ' ό,τι φάνηκε από την αρχή του κειμένου με τον Νίκο κ τη Μαριάννα (η οποία σαν χαρακτήρας στο κειμενο μου φαινόνταν ότι είχε αδικηθεί λίγο...)
Το κακό είναι ότι τα γεγονότα τα περιγράφεις σαν όχι κάτι φανταστικό (ούτε να τα είχες ζήσει) κ είναι τρομακτικά αυτα τα σκηνικά...
Νομίζω ότι αυτό (το "11") είναι μάλλον το καλύτερο κείμενο από την ιστορία

"Όταν όμως ο θάνατος κλωτσάει άδειες κονσέρβες στα πεζοδρόμια, όταν η απειλή βγαίνει από την κρυψώνα της, την ώρα που οι διπλανοί σου αποχωρούν σφαδάζοντας –τότε, το φάντασμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από φυσικό περιβάλλον."

Ένα από τα πολλά πανέμορφα κομμάτια του κειμένου.

Οι διάλογοι τέλειοι, οι περιγραφές επίσης, όλα!!
Αλλά συνήθως στις πιο πολλές ιστορίες αυτό που χωλένει πάντα είναι οι διάλογοι (έχει τύχει να διαβασω ωραίες ιστορίες/σενάρια που το πρόβλημα ήταν οι διάλογοι). Εδώ δένουν όλα τέλεια παρόλο που φεύγεις ξαφνικά από το ένα σκηνικό στο άλλο
Είναι άσχημες οι εικόνες όμως αναρωτιέμαι πώς θα καταλήξει

The Motorcycle boy είπε...

Ell, ευχαριστώ για το σχόλιο -το χρειαζόμουν γιατί τον τελευταίο καιρό γράφω κάτω από την επίδραση του Νικολαϊδη (έχει κάτσει να διαβάζω συνεχόμενα βιβλία του και γι΄αυτόν) -οπότε, δεν μπορώ να ξεχωρίσω πόσο στέκει το κείμενο και πόσο μαϊμουδίζει αυτά που διαβάζω.

Να υπενθυμίσω (γιατί έτσι αργά που το πάω -δεν μπορεί να θυμάται τα προηγούμενα ο άλλος):
-Ο Γιάννης τυπικά μιλάει με το φάντασμα του νεκρού φίλου του, αλλά, ουσιασττικά έχεις δίκιο. Μιλάει με τον εαυτό του -ή μάλλον, με τη συλλογική συνείδηση της παρέας.
-Ο Νίκος είναι ομοφυλόφιλος, αλλά η κόντρα του με τη Μαριάνα βγάζει κάποια καλή χημεία, επειδή είναι και οι δύο ακραίοι στις αντιδράσεις τους.

Δεν τα έχω ζήσει αυτά που περιγράφω (τουλάχιστον όχι επακριβώς) αλλά έχω διαβάσει αρκετά -σχετικά με τέτοιες καταστάσεις.

Η Μαριάνα είναι η γυναίκα γύρω από την οποία περιστρέφεται η παρέα. Πιστεύω πως κάθε ενδιαφέρουσα παρέα έχει μια γυναίκα σαν σημείο αναφοράς. Την ξεκίνησα σαν φετίχ, ας πούμε, εντελώς αμέτοχη -απλά παρατηρήσιμη, αλλά αυτή αποφάσισε να μπλεχτεί για τα καλά. Τι να κάνω κι εγώ; Την άφησα.

Η εικόνα του κόσμου που καταρρέει όσο μια παρέα ενώνεται ξανά -για μένα είναι μια ελπιδοφόρα εικόνα πάντως.
Και φυσικά δεν ξέρω πως θα καταλήξει.

david santos είπε...

Ello, may friend! I am to pass to desire a good weekend

Ο Καλος Λυκος είπε...

μέχρι και στον david santos άρεσε...

Ανώνυμος είπε...

Ναι το θυμόμουν ότι ο Νίκος είναι ομοφυλόφιλος (καλά στο αλλο σου ποστ την ξέσκισα ορθογραφ. τη λέξη)
γι αυτό κ μου άρεσε πολύ η όλη κατασταση, γενικά οι διάλογοι είναι τέλειοι. Δεν ξέρω αν οφείλεται στα βιβλία που διαβάζεις τελευταία, γιατί κ παλιά ποστ που έχω δει όπως κ σχόλιά σου ειναι πάντα ξεχωριστά.
Για τον Γιάννη δεν το θυμόμουν.

The Motorcycle boy είπε...

Κι εγώ έχω πρόβλημα στην ορθογραφία της λέξης, γι΄αυτό πολλές φορές γράφω γκέι ή όμο. Πότε θα βάλουν ορθογραφικό έλεγχο στα σχόλια να ησυχάσουμε γαμώτο;

Η γυναίκα μου πάντως που διάβασε το συγκεκριμένο κομμάτι είπε "πολύς Νικολαϊδης εδώ" -οπότε, μάλλον το έχω χέσει. Απλά είμαι τυχερός που δεν έχεις διαβάσει και δει τα Άπαντά του χεχε. Μέχρι να σου κινηθεί η περιέργεια να τα μελετήσεις τα άπαντά του -και να με αρχίσεις στο κράξιμο!

Υ.Γ.: Επειδή κι εγώ όταν το γράφω κοιτάζω τα προηγούμενα (είναι λίγο αχανές το κείμενο) -αν δεν θυμάσαι κάτι, ρώτα με. Μπας και βγει καμιά άκρη -γιατί αρκετά σε ταλαιπωρώ με τις 10 σελίδες, δεν αξίζει να τρως ταλαιπωρία διαβάζοντας και τα πίσω.

Ανώνυμος είπε...

Καλά είσαι τρελός; Ταλαιπωρία;;; Εμένα είναι η χαρά μου καθε πρωί να σε διαβάζω, εσένα κ κάποιους άλλους. Κ ευτύχω΄ς δεν αργείς πολύ να βάλεις ενδιαφέροντα ποστ.
Την ιστορία όμως δε χριαζεται καθόλου να την βιάζεσαι! Κ μπορεί γενικά να μην έχω καθόλου καλή μνήμη αλλά είναι τόσο ζωντανή η ιστορία που δεν ξεχνιέται. Απλά πριν καιρό δε θυμόμουν κάποια άτομα από την παρέα.

Ε, εντάξει δεν είναι καθόλου κακό να επηρεαζεται κανείς από κάποιο συγγραφέα αν είναι να βγαίνει κάτι τόσο καλό, και ευτυχώς για σενα δεν το λέω μόνο εγώ αυτό.

Υ.Γ. Αν σκεφτόμουν πώς βγαίνει η λέξη θα την έγραφα σωστά, απλά βιάστηκα κ θεώρησα ότι το συνθ. "φιλώ=αγαπώ" μπαίνει στην αρχή, εντάξει το γάμησα κ το "φύλο"... μιλάμε για παράλογη ανορθογραφία, τελοσπάντων....

The Motorcycle boy είπε...

Να είσαι καλά μωρέ Ell -κι εσύ και τα σχόλιά σου! Χαίρομαι πολύ να τα διαβάζω -κι αν θεωρείς τα ποστ μου ενδιαφέροντα, τότε, έμπλεξες άσχημα. Γιατί δε με βλέπω να σταματάω σύντομα.

Stratos Fountoulis είπε...

αυτό ειδικά το ατμοσφαιρικό κείμενο θα στο δανειστώ. Δεν την γλυτώνει!

The Motorcycle boy είπε...

Με την άνεσή σου φίλε -αφού ξέρεις οτι εδώ είναι "σα στο σπίτι σου".Αλλά είναι ιστορία σε συνέχειες ρε -λες να βγάζει νόημα από μόνο του;

Τις καλημέρες μου.

Ανώνυμος είπε...

Είναι ΟΚ, θα παραπέμπει στις συνέχειες.
Μια χαρά.

The Motorcycle boy είπε...

Εντάξει αρχηγέ μου -ότι πεις εσύ. Και πάλι ευχαριστώ για όλα.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι