1. Σφραγίζοντας πλαστά διαβατήρια
2. Ο χρόνος δεν είναι φίλος κανενός
3. Η ανασφάλεια των ομαδικών παιχνιδιών
4. Περιστροφή γύρω από ένα "βιβλίο -ευαγγέλιο"
5. Η αποξένωση των διπλανών δρόμων
6. Ο νεκρός του επάνω ορόφου
7. Φτερά πεταλούδας στη γλώσσα ενός φιδιού
8. Ο φόβος είναι οικογενειακή υπόθεση
9. Μια μεγάλη βόλτα
10. Η μουσική είναι το φως μιας αδυσώπητης λάμπας
11. Με την πλάτη στον τοίχο
Ο ήλιος δεν βγαίνει πάντα από την ίδια μεριά. Περίεργο –αλλά συμβαίνει. Και αυτό ακριβώς παρατηρεί ο κύριος Αλεξίου από το παράθυρο του γραφείου του, έναν ήλιο ακατάσχετο να ανατέλλει από τις δυτικές συνοικίες, μια κακοχυμένη μπάλα να κατρακυλάει ανάποδα από τους νόμους της βαρύτητας και ακτίνες που έρχονται από την περιφέρεια για να συναντήσουν το κέντρο της μπάλας. Ανατολικά, ανεβαίνει ένα σίχαμα, καχεκτικό και χαλκοπράσινο –κάποτε ο κόσμος το νόμιζε για ήλιο.
Ο κύριος Αλεξίου πέρασε τη νύχτα λαθραία στο γραφείο του –ο συνταγματάρχης που έχει κάνει κατάληψη στον χώρο θα έρθει σε λίγη ώρα –και τότε, αυτός θα την κοπανήσει χρησιμοποιώντας μια πρόχειρη δικαιολογία, εμφανώς ψεύτικη και απίστευτα βολική για όλους. Ο κύριος Αλεξίου τεμαχίζει τις σημειώσεις του στον καταστροφέα εγγράφων –δεν χρειάζεται πια τα χαρτιά, έχει λύσει την εξίσωση με τους πέντε αγνώστους. Νιώθοντας ασυγκράτητα ηλίθιος.
Γοητευτικοί άγνωστοι –ανυπόφοροι γνωστοί
«Είναι μόνο πέντε; Στην φοιτητική περίοδο ξεκίνησαν όλα –όμως δεν μπορεί να διασταυρωθεί το πλήθος των εμπλεκομένων, γιατί πολύς κόσμος κυκλοφορούσε τριγύρω τους. Ας υποθέσουμε πως είναι πέντε –για να προχωρήσουμε. Διείσδυση σε σημαντικά πόστα –αυτό τους πήρε χρόνια για να το πετύχουν. Μεθοδικότητα –δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Προσήλωση στον στόχο –αυτό είναι που ξενίζει. Και πλήρης έλλειψη ηθικών αναστολών –αυτό εξηγεί το λάθος μας. Θεωρήσαμε ότι οι ιδεολόγοι αγωνιστές θα σέβονταν κάποιον ηθικό κώδικα –μας κορόιδεψαν χρησιμοποιώντας το ίδιο μας το σύστημα. Ήμασταν σίγουροι για τη διάβρωση, έτσι αποκαλείται πλέον, που έρχεται μέσα από την εμπλοκή με την εξουσία που παρέχουν τα υψηλά πόστα, ήμασταν βέβαιοι για τις βασικές συνιστώσες του δικού μας συστήματος. Τελικά, ήμασταν κι εμείς ιδεολόγοι! Από τους πέντε –μόνο ο ένας έκανε οικογένεια, αυτό σημαίνει ότι αποχώρησε από την ομάδα; Τέτοιες ομάδες δολοφονούν όσους τις εγκαταλείπουν, αλλά εκείνος ψάχνει τώρα, ολοζώντανος, να τους βρει –για ποιο λόγο; Μήπως τελικά η συγκεκριμένη ομάδα ήταν ανοιχτή στη δημιουργία οικογενειακών υποχρεώσεων; Μήπως είναι απλή σύμπτωση το γεγονός ότι οι υπόλοιποι δεν έχουν οικογένεια; Αν ισχύει αυτό, σημαίνει ότι είναι αδίστακτοι. Θα μπορούσαν να παγιδεύσουν τα παιδιά τους με βόμβες –προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους. Έτσι είναι; Σαχλαμάρες –δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Δεν σκότωσαν αυτόν που αποχώρησε λόγω δειλίας. Είναι ανθρωπάκια με ηθικές αναστολές –αλλά τότε πως …»
Η πόρτα άνοιξε πίσω του, συνέχισε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο –δεν χρειαζόταν να φανεί ένοχος. Ο συνταγματάρχης κοντοστάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας, δεν περίμενε να τον βρει εκεί.
«Αγαπητέ μου! Τι ευχάριστη συνάντηση! Βλέπω ότι είστε πιο πρωινός, ακόμα κι από μένα».
Ο Αλεξίου στρέφεται αργά, φοράει το βλέμμα «ένας τοίχος φρακάρει την πόρτα μου» και χαμογελάει βεβιασμένα.
«Καθόλου πρωινός –για την ακρίβεια είμαι βραδινός. Ήμουν εδώ όλη τη νύχτα και ετοιμάζομαι να πάω για ύπνο».
Ο συνταγματάρχης ενοχλείται και δεν το κρύβει.
«Και ποιος ο λόγος του ξενυχτιού;»
«Ήθελα να προετοιμαστώ προκειμένου να συνεργαστούμε σχετικά με τις τρέχουσες υποθέσεις», επίσημες λέξεις –ο κύριος Αλεξίου παγώνει τον χώρο γύρω του.
«Σας παραγγέλνω καφέ και είμαι όλος αυτιά κύριε Αλεξίου», λέει ο συνταγματάρχης καθώς βολεύεται στην πολυθρόνα του γραφείου –αφήνοντας την καρέκλα του επισκέπτη για τον κύριο Αλεξίου.
«Ξεκινάμε από λάθος σημείο συνταγματάρχα. Βλέπετε, δεν χρειάζομαι μόνο τα αυτιά σας –έχω κι εγώ αυτιά, ξέρετε».
«Τι θα πει αυτό;»
«Θα πει πως η έρευνα για την κοινή μας υπόθεση βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια σας. Θα πρέπει λοιπόν να ξεκινήσετε εσείς την ενημέρωση –δε νομίζετε;»
Ο συνταγματάρχης κοιτάζει αφηρημένα την οθόνη του υπολογιστή.
«Αρνητικόν κύριε Αλεξίου. Πρόκειται για άκρως απόρρητο θέμα –δεν είμαι εξουσιοδοτημένος να παράσχω ενημέρωση …»
Ο κύριος Αλεξίου σηκώνεται βαρύθυμα.
«Συνταγματάρχα νομίζω ότι τα μπερδέψατε. Είμαι προϊστάμενος της Υπηρεσίας και όχι κανένας μαλάκας ρεπόρτερ για να ανέχομαι τέτοιες δηλώσεις. Αν η συνεργασία έχει το νόημα της ανάκρισης –δεν πρόκειται να συμμετάσχω στο αστείο. Είμαι κατανοητός;»
«Μα …»
«Η Υπηρεσία έχει το τηλέφωνο του σπιτιού μου. Όταν κάποτε αποφασίσετε να φανείτε συνεργάσιμος, θα χαρώ να δουλέψω μαζί σας. Μέχρι τότε, θα βρίσκομαι σε άδεια».
Ο κύριος Αλεξίου δείχνει μια αποφασιστική πλάτη όσο πλησιάζει την πόρτα.
«Μια στιγμή κύριε Αλεξίου».
Σταματάει αλλά δεν στρέφεται προς τον στρατιωτικό.
«Δεν νομίζω ότι επικροτώ τις απόψεις σας», προειδοποιεί εκείνος.
«Ούτε εγώ επικροτώ την πρακτική σας. Γι΄αυτό, μείνετε μακριά μου μέχρι να την αλλάξετε», στρέφεται τώρα προς τον συνταγματάρχη. «Κι αυτό είναι προειδοποίηση κύριε Σταμούλη. Ελπίζω να τη λάβετε σοβαρά υπόψη σας».
Κλείνει την πόρτα αφήνοντας έναν στρατιωτικό ακάλυπτο από τα γαλόνια του.
Αμφισβητούμενες προθέσεις
Το παιδί πλησιάζει κοντά του προσφέροντας μισή κονσέρβα, ξεκοιλιασμένη με σουγιά. Μοιάζει με άψητο κρέας το περιεχόμενό της, μυρίζει άσχημα –ο Γιάννης κουνάει το κεφάλι του αρνητικά, αλλά αμέσως το μετανιώνει. Πεινάει του θανατά –διψάει επίσης. Τρώει σιγά, ντρέπεται να ζητήσει νερό, περιμένει να βρει κάποια βρύση στα πέριξ. Ακουμπάει στον εσωτερικό τοίχο μιας σχολικής αίθουσας χωρίς ταβάνι –θέλει απεγνωσμένα να βάλει τα κλάματα. Αντί γι΄αυτό χαμογελάει με ευγνωμοσύνη στο παιδί που μοιράστηκε την κονσέρβα μαζί του.
«’πό που ήρθες εσύ;» τον ρωτάει ξαφνικά η πιτσιρίκα ενώ ανακλαδίζεται δίπλα του.
«Από μακριά. Πολύ μακριά –και πολύ έξω. Ψάχνω τους φίλους μου, έχουν έρθει κι αυτοί εδώ πέρα».
«Τι να τους κάνεις;» ρωτάει το αγόρι από απέναντι.
«Ξέρω ‘γω, δεν το έχω σκεφτεί ακόμα. Υποθέτω ότι θέλω να ψοφήσω μαζί τους, σαν τους ελέφαντες».
«Πως ψοφάνε οι ελέφαντες;»
«Πως αλλιώς; Από ελεφαντίαση», ψευτογελάει, αλλά σταματάει καθώς τα παιδιά τον κοιτάζουν απορημένα.
«Ήρθα να περάσω το τέλος με τους φίλους μου», λέει σοβαρά.
«Ποιος τέλος;»
«Το τέλος. Όποιο τέλος έρθει πρώτο –εσύ δεν έχεις ανάγκη τους φίλους σου;»
«Στ΄αρχίδια μου. Μόνο να πλακώνομαι θέλω. Και να γαμάω», λέει το αγόρι.
«Την παλάμη σου», σχολιάζει σιγά το κορίτσι.
«Σκάσε μη σου χώσω καμιά!» φωνάζει το αγόρι αγριεμένο.
«Λέω να την κάνω», δηλώνει ο Γιάννης καθώς σηκώνεται.
«Κάτσε μαζί μας», λέει το κορίτσι.
Την κοιτάζει. Ψάχνει κάτι να βρει στα μάτια της. Ξανακάθεται.
«Εντάξει, πες ότι τον σκοτώσαμε. Και τι έγινε δηλαδή; Υπάρχουν άλλοι σαν κι αυτόν. Και ένας ολόιδιος θα πάρει τη θέση του άμα λείψει», ο Αντώνης σκύβει το κεφάλι, ξαπλώνει στο ράντζο που τους παραχώρησαν.
«Δεν είναι έτσι. Αυτός δεν είναι σαν τους υπόλοιπους –αυτός ξέρει. Έχει πλεονέκτημα. Δεν φτιάχτηκε μέσα στην ιστορία, βρισκόταν από πριν εκεί –για να την δημιουργήσει. Είχε χρέος να είναι διαφορετικός», απαντάει ο Νίκος.
«Διαφορετικός –σαν εσάς;» αναρωτιέται η Μαριάνα.
«Διαφορετικός από τους άλλους. Μέχρι εκεί ξέρω», μουρμουρίζει ο Νίκος.
Ο Γρηγόρης είναι ο μόνος που στριφογυρίζει στο δωμάτιο. Ενοχλημένος. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο –δυσανασχετεί.
«Τι σε τρώει ρε φίλε;» τον παίρνει χαμπάρι ο Αντώνης.
«Τίποτα … απλά … δεν ξέρω … Μόνο εγώ έχω την εντύπωση ότι είμαστε φυλακισμένοι σε αυτό το δωμάτιο;»
Κοιτάζονται αμήχανα.
Αδιευκρίνιστες προθέσεις
Ψάχνει τριγύρω –έχει ώρα τώρα που δεν άκουσε κουβέντα από το φάντασμα. Κάποιο ειρωνικό σχόλιο για να πάρει κουράγιο –μια χοντροκομμένη κοροϊδία, από αυτές που εμψυχώνουν. Τίποτα. Δεν θέλει να τρομάξει τα παιδιά μιλώντας στο κενό –αλλά του λείπει το φάντασμα.
«Τι θα κάνουμε τώρα;» ρωτάει τα πιτσιρίκια.
«’α φύγουμε», λέει το κορίτσι.
«Που θα πάμε;»
Κουνάνε τους ώμους αδιάφορα. Δεν έχει σημασία για αυτούς ο προορισμός –τόσον καιρό βολοδέρνουν μέσα στη συνοικία, δεν πάνε πουθενά –απλά κυκλοφορούν εδώ μέσα, εδώ κάτω.
Ο δρόμος έξω έχει μια περίεργη νυχτερινή κίνηση. Άνθρωποι κουβαλάνε σακούλες με τρόφιμα, κάποιοι κοντοστέκονται, λένε δυο κουβέντες πριν εξαφανιστούν. Μοιάζει με ένα συνηθισμένο πρωινό στη γειτονιά –μόνο που συμβαίνει τη νύχτα. Γιατί οι στρατιώτες δεν κάνουν εφόδους όταν νυχτώσει –δεν υπάρχει λόγος. Η νυχτερινή έφοδος θα είναι μία και ολοκληρωτική. Αν επιτεθείς και δεν καθαρίσεις μέσα στη νύχτα –χάνεις πόντους από την παρτίδα. Διακινδυνεύσεις κιόλας να αφήσεις νεκρούς φαντάρους με πολύτιμο νυχτερινό εξοπλισμό στα χέρια των αντιπάλων σου. Δεν υπάρχει λόγος για νυχτερινές εφόδους –γι΄αυτό ο κόσμος προετοιμάζει την επιβίωση της επόμενης μέρας.
Τα παιδιά περπατάνε στους τοίχους, σκαρφαλώνουν στο ίσιωμα, κολυμπάνε ανάμεσα στους βιαστικούς. Ο Γιάννης ακολουθεί με τη γλώσσα έξω.
«Λίγο νερό», ψελλίζει σε μια περαστική γρια που κουβαλάει πλαστικά μπουκάλια.
Η γριά κοντοστέκεται.
«Διψάς παλικάρι μου;» ρωτάει.
Ο Γιάννης νεύει και αδειάζει μισό από το μπουκάλι που του πρόσφερε η γριά. Μετά την παρακολουθεί γεμάτος ενοχές να γυρίζει πάλι πίσω –για να ξαναγεμίσει το μπουκάλι.
«Σταθείτε ρε!» φωνάζει στα παιδιά.
Δεν τον ακούνε. Αναρωτιέται γιατί έχει κολλήσει μαζί τους. Δεν βρίσκει κανένα λόγο, αλλά τρέχει να προλάβει τα παιδιά.
«Θυμάσαι τότε που είχαμε χαθεί; Το ραντεβού ήταν φλου, στο κέντρο έπεφτε ξύλο από τους μπάτσους κι εμείς –στα τέσσερα σημεία της πόλης. Φτάνει πρώτος ο Γρηγόρης και έχει παντού αστυνομία. Αλλά δεν φεύγει –περιμένει εκεί. Τον βλέπω καθώς ανεβαίνω τη λεωφόρο με τα πόδια και χέζομαι πάνω μου! Κάθεται στο πεζοδρόμιο, ακριβώς κάτω από τις ασπίδες και τα γκλοπ –οι μπάτσοι δεν τον έχουν σπάσει στο ξύλο καθαρά λόγω ξαφνιάσματος. Δεν πιστεύω ότι θα τους πάρει πολύ ώρα μέχρι να τον πλακώσουν, στρίβω στην πρώτη γωνία και …»
«Πέφτεις πάνω μου. Όπου –εγώ σε τραβάω να πάμε μέχρι το Γρηγόρη κι εσύ αραδιάζεις επιχειρήματα περί του αντιθέτου, βολικά επιχειρήματα. Γιατί κι εγώ φοβάμαι να πλησιάσω».
«Κρυφοκοιτάζουμε λοιπόν χωρίς να έχουμε πάρει απόφαση…»
«Και σκάει μύτη ο Βασίλης!»
«Είμαι σε φάση φρίκης. Βλέπεις, όταν κάθισα –το πεζοδρόμιο ήταν έρημο. Μετά ήρθαν οι μπάτσοι, πετάχτηκαν από κάποια κλούβα και παρατάχτηκαν πάνω από το κεφάλι μου. Τι να έκανα; Αν το έβαζα στα πόδια θα με κυνηγούσαν. Αν καθόμουν θα άρχιζαν τους τσαμπουκάδες. Κάποιος φώναξε μάλιστα, πάνω από το κεφάλι μου, ότι ήταν καβλωμένος και είχε όρεξη να πηδήξει λουλούδες –εγώ ήμουν η λουλού, προφανώς. Αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Γιατί αυτό περίμεναν –να κάνω μια κίνηση για να με σαπίσουν. Καθόμουν λοιπόν –ταχυδρόμος με ντόπερμαν στον κώλο –τέτοια φάση. Και τότε, σκάει μύτη ο Βασίλης!»
Σώπασαν και οι τρεις τους. Απέξω ακούγονταν φορτηγά να ξεκινάνε, φωνές, βρισίδι. Ο Νίκος κοίταξε από το παράθυρο.
«Φορτώνουν κόσμο», είπε.
«Και τελικά; Τι έγινε;» ρώτησε ανυπόμονα η Μαριάνα.
«Τι έγινε;» έκανε αφηρημένα ο Αντώνης.
«Ήρθε ο Βασίλης και τι έγινε μετά;» ξαναρώτησε εκείνη.
«Α ναι. Ήρθε ο Βασίλης, έσκασε μύτη από το απέναντι πεζοδρόμιο …» μουρμούρισε ο Γρηγόρης.
«Και;»
«Ε, αυτό! Δεν σου φτάνει;» της είπε παλεύοντας να μη γελάσει. Γιατί ήταν διακριτικός –όχι σαν τους άλλους δύο που κρατούσαν ήδη τις κοιλιές τους.
«Ρε άντε μου στο γερο διάολο όλοι σας!» πετάχτηκε εκείνη τινάζοντας πίσω τα μαλλιά της.
Η πόρτα άνοιξε απότομα και μπήκε ο Βασίλης φουριόζος.
«Τι γίνεται; Πάλι σφαζόσαστε εσείς;» ρώτησε.
«Και σκάει μύτη ο Βασίλης!» ψεύδισε ο Νίκος καθώς κυλιόταν στο πάτωμα από τα γέλια.
«Τι συμβαίνει ρε μαλάκες; Ναρκωτικά παίρνετε;» αγρίεψε ο Βασίλης.
Ο Γρηγόρης τον πλησίασε με πλάγια βήματα.
«Κάτι πρέπει να κάνουμε κι εμείς φιλαράκι. Μπας και αντέξουμε τη φυλάκιση –δε νομίζεις;»
«Τι βλακείες είναι αυτές τώρα; Ποιος σας φυλάκισε; Ελεύθεροι να πάτε όπου θέλετε –σας εμπόδισε κανένας;» κοκκίνισε ο Βασίλης.
«Ελεύθεροι; Με τη φιλοσοφική έννοια του όρου; Όπως το έθεσαν οι Καντιανοί ας πούμε; Ή μήπως τίθεται θεολογικά το ζήτημα –αναφορικά με την ελευθερία του αυτοπεριορισμού;» ενδιαφέρθηκε να μάθει, όλο σοβαρότητα ο Νίκος.
Οι άλλοι τον κοίταξαν άναυδοι.
«Παίζουν σίγουρα ναρκωτικά εδώ μέσα», αποφάνθηκε ο Βασίλης. «Τέλος πάντων, ήρθα να σας ρωτήσω αν θέλετε να έρθετε μαζί μου. Θα πάμε να βοηθήσουμε σε άλλη συνοικία».
«Να βοηθήσουμε;» επανέλαβε χαζά ο Νίκος.
«Θέλουν χέρια γιατί σηκώνουν κάτι οδοφράγματα …»
«Α, μάλιστα –τι κρίμα! Δεν μπορώ να έρθω, μόλις έκανα μανικιούρ! Ας μας το έλεγες νωρίτερα …»
«Κόψε ρε τις μαλακίες!» τον προειδοποίησε Βασίλης.
«Ρίχνουμε λίγο νερό στα μούτρα μας και κατεβαίνουμε», είπε ο Γρηγόρης.
«Και το μανικιούρ μου; Έχω γκαλά το βράδυ –δεν μπορώ να λείψω …», τσίριξε ο Νίκος όσο τον τραβούσαν οι υπόλοιποι στην ξεχαρβαλωμένη τουαλέτα.
Στριμώχτηκαν εκεί μέσα, ο Αντώνης έστησε αυτί για να βεβαιωθεί ότι ο Βασίλης είχε κατέβει τις σκάλες.
«Τι κάνουμε;» ρώτησε.
«Τον ακολουθούμε», απάντησε ο Νίκος.
«Με τι προθέσεις;»
«Πάντα τις καλύτερες».
«Δεν είναι προτιμότερο να τον περιμένουμε εδώ; Να προετοιμαζόμαστε κάπως».
Σώπασαν περιμένοντας να ακούσουν τους υπόλοιπους.
«Ούτε προετοιμασίες, ούτε τίποτα. Στον αέρα θα γίνουν όλα –όπως κάτσει, ότι κάτσει», είπε ο Γρηγόρης.
«Άσε που μπορεί να είναι πιο εύκολα τα πράγματα εκεί», συμπλήρωσε η Μαριάνα.
«Ναι –λες και υπάρχει περίπτωση να είναι ποτέ εύκολο αυτό το πράγμα!» ειρωνεύτηκε ο Νίκος.
«Αν δεν μπορείτε εσείς, θα το κάνω εγώ. Μην τα ξαναλέμε», υπενθύμισε η Μαριάνα.
«Ετοιμάστε τις αποσκευές σας κυρίες και κύριοι», ανακοίνωσε ο Γρηγόρης βγαίνοντας.
«Ποιες αποσκευές;» αναρωτήθηκε η Μαριάνα.
«Αν βρίσκαμε τουλάχιστον κάποιο όπλο …», μουρμούρισε ο Νίκος.
«Εμείς είμαστε το όπλο», είπε σταθερά ο Αντώνης.
Εκτελεστικό Απόσπασμα. Εκτελεστικά αποσπάσματα
Άκουσε την έκρηξη και βούτηξε αυτόματα πίσω από κάτι στοιβαγμένους κάδους απορριμμάτων. Μετά ήρθαν τα ουρλιαχτά. Ακολούθησαν ποδοβολητά, διπλώθηκε περιμένοντας να περάσουν από πάνω του. Έσφιξε τα δόντια –έκλεισε τα μάτια. Τίποτα δεν έγινε. Πήρε θάρρος και έβγαλε το κεφάλι πάνω από τα σκουπίδια. Ο δρόμος ήταν ήσυχος πάλι. Τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί. Κάποιος έκλαιγε –αλλά δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. Τράβηξε το πιστόλι για να πάρει θάρρος –σημάδεψε τη σκόνη του διπλανού στενού. Τίποτα δεν βγήκε από εκεί μέσα –το κλάμα έγινε ρόγχος. Κάποιος τραυματίας. Αλλά που; Στάθηκε στα πόδια του τρέμοντας.
Ο στρατιώτης τον είδε πρώτος –ο Γιάννης δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει χαμπάρι, κοίταζε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο στρατιώτης απασφάλισε το G3 –ένα έλασμα που κούμπωσε στην πίσω θέση με κρότο.
«Ετοιμάσου! Πίσω σου!» είπε η φωνή.
Ο Γιάννης γύρισε αργά, σημαδεύοντας. Ο στρατιώτης έκανε το ίδιο. Φαινόταν το ασπράδι των ματιών του. Χωρίς αναπνοή. Ο Γιάννης σταθεροποίησε το πιστόλι με τα δυο του χέρια, έκλεισε τα μάτια πριν πυροβολήσει. Ακούστηκε κάτι να πέφτει –ξαφνιασμένος, άνοιξε πάλι τα μάτια. Ο στρατιώτης είχε πετάξει το G3 και έτρεχε μακριά του. Πριν χαθεί στο βάθος του δρόμου τον είχαν κάνει κόσκινο από τα παράθυρα των σπιτιών. Ο Γιάννης δεν άλλαξε στάση. Παγωμένος.
«Χέστηκες πάνω σου –ολίγον τι», σχολίασε η φωνή.
«Παράτα με, θέλω να φύγω από εδώ μέσα», κλαψούρισε ο Γιάννης.
«Θα φύγεις –αυτό είναι σίγουρο. Αλλά πως; Όρθιος ή ξαπλωτός;»
«Άσε με ήσυχο!» φώναξε ο Γιάννης.
Δυο άντρες, σχεδόν συνομήλικοί του, πλησίασαν επιφυλακτικά.
«Τι διάολος είσαι εσύ; Είπες να παίξεις τον καμπόη στη γειτονιά μας;» ρώτησε ο ένας.
«Πάρε το όπλο και άστον σε μένα», διέταξε ο άλλος δείχνοντας το πεσμένο G3. Μετά, κοίταξε τον Γιάννη περιμένοντας.
«Πρέπει να βρω τον Βασίλη, ξέρεις που είναι; Υπάρχει ανάγκη!» μίλησε γρήγορα, ξυπνώντας από τον τρόμο του.
«Ποιον Βασίλη;»
«Τον Βασίλη γαμώτο. Εδώ ζει –μη μου κάνετε όλοι τους άσχετους!»
«Ηρέμησε θα πάθεις κανένα έμφραγμα. Και πες μου ποιος είσαι».
«Κολλητός του Βασίλη από παλιά».
«Κι εγώ που το ξέρω;»
Ο Γιάννης του έδωσε το πιστόλι κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Πήγαινέ με σε εκείνον. Αν λέω ψέματα …»
Ο δεύτερος άντρας ήρθε κοντά κουβαλώντας το όπλο του στρατιώτη.
«Εσύ πίσω του. Πάμε», τον διέταξε για μια ακόμα φορά αυτός που μιλούσε με τον Γιάννη -και ξεκίνησε μπροστά του.
«Που πάμε;» ρώτησε ο δεύτερος άντρας.
«Σκάσε», είπε ο πρώτος.
Ο Γιάννης βάδιζε ανάμεσά τους με σκυμμένο κεφάλι. Κάποια άκρη φαινόταν να βγαίνει –αλλά δεν ένιωθε καθόλου καλύτερα.
«Αίμα και άμμος», κορόιδεψε η φωνή από το πουθενά.
Ο Γιάννης έκανε πως δεν άκουσε.
Στοιβάχτηκαν σε κάποιο κομματιασμένο πολυμορφικό. Οι αγκώνες τους γδάρθηκαν από τη σκισμένη ταπετσαρία –το εσωτερικό του αυτοκινήτου μύριζε φαγητό και καπνό. Ο Βασίλης κάθισε στη θέση του συνοδηγού.
«Φερστ κλας μετακίνηση –δεν έχετε παράπονο!» ανακοίνωσε γυρνώντας προς το μέρος τους.
«Τι να σου πω –εμείς κι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας!» απάντησε ο Νίκος.
«Της ποιας;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Αυτής που δεν έχουμε», σχολίασε ο Γρηγόρης.
«Σας θέλω συνέχεια δίπλα μου. Πρέπει να με βοηθήσετε με την κατάσταση –δεν μπορώ να έχω το νου μου παντού», είπε ο Βασίλης.
«Δηλαδή προαχθήκαμε σε σύμβουλοι οπλαρχηγού;» ρώτησε ο Νίκος.
«Θα πεις πολλές αηδίες ακόμα;» τον κοίταξε άγρια ο Βασίλης.
«Απαντάει στα δικά σου», έφτυσε από το πλάι η Μαριάνα.
«Εσύ δεν το κόβεις λιγάκι; Πολύ την έξυπνη παριστάνεις», την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια ο Βασίλης.
«Μπορεί και να είμαι κιόλας», απάντησε εκείνη.
«Παλιό αστειάκι και χιλιοειπωμένο», γέλασε ο Βασίλης.
«Θα είχες δίκιο, αν ήταν αστείο», τον κάρφωσε η Μαριάνα.
«Για ενημέρωσέ μας λιγάκι για το σκηνικό», είπε δυνατά ο Γρηγόρης για να σταματήσει τον καυγά.
«Συντονισμός ενεργειών ανάμεσα στις συνοικίες, βοήθεια στα οχυρωματικά … τέτοια πράγματα», απάντησε ο Βασίλης.
«Προχώρα τώρα και στο παρασύνθημα», τον προέτρεψε ο Γρηγόρης.
«Μέσα είσαι. Λοιπόν, θα συντονίσουμε κοινή επίθεση. Έχει ειδοποιηθεί κόσμος από όλη την πρωτεύουσα, θα ξεκινήσουν διαδηλώσεις με προοπτική να φτάσουν όσο πιο κοντά μας γίνεται. Όσο εμείς θα προσπαθούμε να διώξουμε τον στρατό χτυπώντας από παντού».
«Μα αυτό είναι μακελειό!» φώναξε ο Αντώνης.
«Οι αγώνες απαιτούν θυσίες», δήλωσε βαρύγδουπα ο Βασίλης.
«Θυσίες … εντάξει. Αλλά, με ποια προοπτική;» αναρωτήθηκε πάλι εκείνος.
«Το αίμα των μαρτύρων –δε καταλαβαίνεις;» ειρωνεύτηκε ο Νίκος.
«Μια ζωή μαλάκες κουλτουριάρηδες θα παραμείνετε! Δεν βλέπετε πέρα από τη μύτη σας –εδώ κοντεύουν να μας γαμήσουν κι εσείς ακόμα συζητάτε! Τι θέλετε να κάνουμε δηλαδή; Πόσο να περιμένουμε;» αγανάκτησε ο Βασίλης.
«Ας μην στήσουμε πάλι καυγά. Καθίστε να δούμε τι θα βγει εκεί που πάμε», είπε ο Γρηγόρης.
«Με τον κολλητό μου μιλάω –τι ζόρι τραβάς;» φόρτωσε ο Νίκος.
«Να τον χαίρεσαι τον κολλητό σου και να μην τον χάσεις. Όταν τον κάνουν άγαλμα θα βγάζεις μια χαρά φωτογραφίες δίπλα του», μουρμούρισε η Μαριάνα.
«Σταμάτα τ’ αμάξι», φώναξε ο Βασίλης στον οδηγό.
Όταν το αυτοκίνητο πάρκαρε δίπλα στο πεζοδρόμιο, γύρισε ξανά προς το μέρος τους.
«Πείτε στην πουτάνα να κατέβει. Τώρα αμέσως!»
Η Μαριάνα είχε χουφτώσει ήδη το χερούλι της πόρτας.
«Κάτσε εκεί που είσαι. Δεν θα φύγει κανένας –ξηγηθήκαμε; Κι εσύ –πες του να ξεκινήσει πάλι, μη γίνει κόλαση εδώ μέσα! Εντάξει Βασίλη;» είπε ήρεμα ο Γρηγόρης.
«Μη μου λες εμένα …» ξεκίνησε, αλλά άφησε στη μέση τη φράση εκείνος.
«Δεν σου λέω, δεν μου λες, δεν λέμε κουβέντα. Πες του να ξεκινήσει να τελειώνουμε. Άντε –μη χεστούμε τώρα στα τελειώματα!» τον έκοψε ο Γρηγόρης.
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε πάλι, με ένα νεύμα του Βασίλη. Ο δρόμος έβγαζε σε κεντρική λεωφόρο, το αυτοκίνητο άνοιξε ταχύτητα αποφεύγοντας πάσης φύσεως εμπόδια.
«Πολύ δεν τρέχουμε;» αναρωτήθηκε ο Αντώνης.
«Είναι ελεγμένα –δεν υπάρχει πρόβλημα», τον καθησύχασε ο Βασίλης.
«Νόμιζα πως …» ξεκίνησε να λέει ο Αντώνης, αλλά άφησε τη φράση του μισή. Προτίμησε να χαζέψει τα λεηλατημένα καταστήματα, από τα πεζοδρόμια τον χαιρετούσαν ξεκοιλιασμένες οθόνες τηλεοράσεων, ηλεκτρικές κουζίνες ανοιγμένες σα μπουμπούκια τριαντάφυλλων από τα εκρηκτικά, πατημένα τζάμια που αντανακλούσαν μυστήρια φώτα. Από πού έρχονταν τα φώτα;
«Μάγκες την πουτσίσαμε», φώναξε ξαφνικά ο Νίκος.
Κοίταξαν εκεί που έδειχνε. Στρατιωτικά τζιπ πετάγονταν από παντού, οδηγώντας καμιά δεκαριά τανκς. Ερπύστριες ανατρίχιαζαν το οδόστρωμα στο αντίθετο ρεύμα από αυτό που κινούνταν.
«Πες του να στρίψει, αλλιώς θα πέσουμε με τα μούτρα πάνω τους», φώναξε ο Γρηγόρης.
«Κούλαρε δικέ μου –δεν τρέχει κάστανο», είπε ήσυχα ο Βασίλης.
Ακαριαία έχωσαν τα νύχια τους στο γδαρμένο κάλυμμα των πίσω θέσεων.
«Μη μας φρικάρεις ρε μαλάκα!» είπε ο Αντώνης.
Το αυτοκίνητο συνέχισε να κινείται –πέρασε δίπλα από την οχηματοπομπή λες και ήταν αόρατο. Οι επιβάτες των τζιπ δεν γύρισαν καν να το κοιτάξουν.
«Τι συμβαίνει ρε συ; Το Μπατμομπίλ είμαστε;» αναρωτήθηκε ο Νίκος.
«Κούλαρε –μην τους κοιτάς για να μη σε κοιτάνε», είπε ο Βασίλης.
«Κοίτα να δεις –τόσο απλό ήταν τελικά; Κι εγώ ο μαλάκας επιμένω να πληρώνω ακόμα εισιτήριο στα θέατρα;» σχολίασε ο Νίκος.
«Και δεν παίζουν τόσο καλά έργα όσο αυτό εδώ», του επεσήμανε η Μαριάνα.
«Εννοείς;» την κοίταξε εκείνος.
«Εννοείται», απάντησε αυτή.
«Τι λέτε εκεί πίσω;» ενδιαφέρθηκε ο Βασίλης.
«Τα πατερημά μας», είπε ο Νίκος.
Σώπασαν αμέσως μετά, χάζεψαν τα στρατιωτικά οχήματα να χάνονται πίσω τους υπογράφοντας τη θανατική καταδίκη μιας φιλίας.
Ανήμποροι με αποστολή
Βάδιζε με τα μάτια στην άσφαλτο, μετρούσε τα χορτάρια που ξεφύτρωναν μέσα από τα κομματιασμένα τσιμέντα. Δεν τον ένοιαζε που πήγαινε, γιατί τον πήγαιναν. Κάπου, μετά από μισή ώρα περπάτημα, πήρε το μάτι του τα παιδιά –κι αυτά, σκαρφαλωμένα σε ένα φράχτη, του κουνούσαν τα χέρια.
«Σαν έτοιμο για εκτέλεση σε πάνε», σχολίασε η φωνή.
«Καλύτερα αυτοί παρά οι άλλοι», μουρμούρισε ο Γιάννης.
Μια γυναίκα με σκισμένα αθλητικά παπούτσια και μαύρες αντρικές κάλτσες τον έφτυσε καθώς περνούσαν.
«Χαφιέ», του φώναξε.
«Ήσυχα –δεν ξέρουμε ακόμα», της είπε ο μπροστινός του χωρίς να την κοιτάξει.
Η γυναίκα μαζεύτηκε βιαστικά. Κάποιοι φώναζαν μέσα από ανύπαρκτα σπίτια, ένας καυγάς, μια γυναίκα έκλαιγε με λυγμούς –καμιά πόρτα δεν χτύπησε όμως. Γιατί δεν είχαν μείνει και πολλές πόρτες.
«Είμαστε μακριά ακόμα;» ρώτησε τον άντρα πίσω του.
«Προχώρα», είπε εκείνος κοιτάζοντας μπροστά.
«Στενές οι πόρτες της ενόρασης», κορόιδεψε η φωνή από δίπλα.
«Κι ο δρόμος …» ψέλλισε ο Γιάννης. Αμέσως μετά λιποθύμησε.
«Δύσβατος», συμπλήρωσε η φωνή σοβαρά.
Το σαραβαλιασμένο πολυμορφικό σταμάτησε έξω από έναν απέραντο κήπο. Δασωμένα κλαδιά εμπόδιζαν το άνοιγμα της καγκελόπορτας, ο οδηγός παράτησε το αυτοκίνητο αδιάφορα και αγωνίστηκε να ανοίξει. Ο Βασίλης μπήκε ανυπόμονα, οι υπόλοιποι έτρεξαν πίσω του. Κάποιο σκυλί πετάχτηκε με ξεγυμνωμένα δόντια –αδιαφόρησαν συνεχίζοντας το περπάτημα.
«Είναι μακριά ακόμα Μπαρμπαστρούμφ;» ρώτησε ο Νίκος.
«Σκάσε και κολύμπα», του ψιθύρισε ο Αντώνης.
Κολύμπησαν λοιπόν μέσα στα χαμόκλαδα, μαστιγώθηκαν ανελέητα από κοφτερά φύλλα αναρριχητικών, όσο ανέβαιναν τα σπασμένα σκαλοπάτια. Άνδρες οπλισμένοι μέχρι τα φρύδια πετάχτηκαν, τους αναγνώρισαν, εξαφανίστηκαν πάλι. Μπήκαν στο σπίτι.
«Εσείς αράξτε εδώ και περιμένετε», είπε ο Βασίλης. Μετά, στράφηκε προς κάποια κλειστή πόρτα που έκρυβε μπόλικη φασαρία.
«Θα σου πάρει πολύ ώρα;» ρώτησε ο Γρηγόρης.
«Δε νομίζω. Αν βαρεθείτε πάντως –κάντε μια βόλτα στο σπίτι. Παλιό αρχοντικό, θα σας αρέσει», είπε ο Βασίλης.
«Έχει και φαντάσματα;» ρώτησε ο Νίκος.
«Μπα δε νομίζω», απάντησε αφηρημένα ο Βασίλης.
«Βέβαια –που να προλάβουν να στοιχειώσουν οι ιδιοκτήτες! Δεν πάει πολύς καιρός που τους φάγανε», σχολίασε η Μαριάνα.
Γύρισαν να την κοιτάξουν. Έδειχνε μια κηλίδα από φρέσκο αίμα στον διπλανό της τοίχο.
«Δεν έχω καιρό για τέτοια», δυσανασχέτησε ο Βασίλης πριν εξαφανιστεί.
«Επιτέλους μόνοι!» πανηγύρισε ο Νίκος.
«Και σκοπεύεις να το εκμεταλλευτείς –σωστά;» κορόιδεψε η Μαριάνα.
«Ή να το αφήσω να εκμεταλλευτεί εμένα», διευκρίνισε ο Νίκος.
«Κάνε όρεξη!» γέλασε η Μαριάνα.
«Ελάτε μαζί μου», φώναξε ο Γρηγόρης που ανέβαινε ήδη τη μαρμάρινη σκάλα.
Τρύπωσαν σε μια κρεβατοκάμαρα –έτσι τουλάχιστον φαινόταν από τον σκελετό κρεβατιού που κάλυπτε ένα σπασμένο παράθυρο. Μετέφεραν τον σιδερένιο σκελετό –κοίταξαν έξω. Ακριβώς από κάτω θα πρέπει να ήταν η αίθουσα της συνάντησης, ένας άντρας είχε βγει στο μπαλκόνι –κάπνιζε κοιτάζοντας προς τα μέσα. Διέκριναν μόνο τη φαλάκρα του άντρα και τον καπνό που την στεφάνωνε.
«Έλα έξω ρε παπάρα –δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη σήμερα», φώναζε ο φαλακρός άντρας.
Άφησαν το παράθυρο και βολεύτηκαν στην απέναντι πλευρά του δωματίου. Ο Γρηγόρης μοίρασε τσιγάρα, η Μαριάνα δεν έκανε την συνηθισμένη παρατήρηση περί «στούκας» -απέφευγαν να ξεκινήσουν την κουβέντα.
«Δεν μπορώ να τον φάω με γυμνά χέρια», μουρμούρισε ο Νίκος. «Άσε που θα μας πάρουν χαμπάρι πριν καθαρίσουμε …»
«Το γεγονός είναι ότι φοβάσαι να σκοτώσεις –σωστά;» αναρωτήθηκε η Μαριάνα.
«Δεν το αρνήθηκε κανείς μας», είπε ο Αντώνης.
«Εσύ θα το έκανες με τα χέρια σου;» ρώτησε ο Νίκος.
«Ευχαρίστως», απάντησε η Μαριάνα.
«Είσαι άρρωστη!» παρατήρησε εκείνος.
«Ναι -πείτε μου κι εσείς για αρρώστια!» έκανε η Μαριάνα.
«Έλα, κόφτε τις μαλακίες!» φώναξε ο Γρηγόρης. «Πρέπει να βρούμε ένα όπλο –και γρήγορα μάλιστα».
«Μετά πως ξεφεύγουμε;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Κάτσε να φτάσει το μετά και θα δούμε», είπε ο Νίκος.
«Όπλο λοιπόν …», ψιθύρισε η Μαριάνα.
«Και γρήγορα», συμπλήρωσε ο Νίκος.
Στο τέρμα
Τον πέταξαν στην πλατεία απέναντι από το δημαρχείο –άδειο σακί χωρίς πατάτες. Ο ένας άντρας έμεινε να τον φυλάει, ο άλλος εξαφανίστηκε γρήγορα. Περαστικοί μαζεύτηκαν, ο πεσμένος άντρας τους κίνησε την περιέργεια. Αλλά άρχισαν να σκορπίζουν όταν κατάλαβαν ότι δεν ήταν πληγωμένος από σφαίρα. Κάποιοι σφύριξαν περιφρονητικά –οι τραυματίες είναι μια προειδοποίηση κινδύνου, οι λιπόθυμοι είναι σκέτες γυναικούλες. «Κατουρήθηκε κιόλας;» κορόιδεψε ένας νεαρός αλλά δεν ενδιαφέρθηκε να το ψάξει περισσότερο.
Ο Γιάννης συνερχόταν μέσα σε κόκκινο αέρα. Με έναν αφόρητο πόνο στο κεφάλι –μετέωρος ανάμεσα στη γη και στα έγκατά της.
«Στάσου όρθιος ρεμάλι. Να πεθαίνεις πατώντας στις μπότες σου», φώναξε το φάντασμα από μακριά.
Ο Γιάννης πάλεψε να χαμογελάσει γιατί έβλεπε τα πόδια του και φορούσε σκαρπίνια. Σκίστηκαν τα χείλια του.
«Νερό …» μούγκρισε.
Ο άντρας τον πήρε είδηση αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση σου.
«Νερό παρακαλώ», είπε πιο καθαρά ο Γιάννης.
«Σήκω να πάρεις μόνος σου», απάντησε ο άντρας. Καρφιά πίεσαν τους αγκώνες του καθώς προσπάθησε να στηριχτεί. Έχασε την ισορροπία του, κυλίστηκε στο χώμα, ξανάρχισε την προσπάθεια. Τα πόδια δεν ήταν δικά του, για την ακρίβεια, τα πόδια ήταν εναντίον του. Τα δικά του πόδια. Βόγκηξε. «Εδώ θα αφήσω τα κόκαλά μου», συνειδητοποίησε. Δεν ήταν πολύ μακριά από την αλήθεια –αλλά έκανε λάθος στη χρονική στιγμή.
«Να τελειώνω για να γυρίσω σπίτι μου γαμιόληδες!» ούρλιαξε και πετάχτηκε όρθιος με μια ξένη φόρα. Τρίκλισε από την ώθηση –κόντεψε να βρεθεί πάλι στο χώμα, με τα μούτρα. Άρχισε να πιέζει τα παπούτσια του, έκανε κοφτά βηματάκια σαν κοριτσάκι που κρατιέται να μην κατουρηθεί. Ο άντρας πίσω του γέλασε κοροϊδευτικά –τον αγνόησε συγκρατώντας κάποια νεύρα. Σε άλλες εποχές θα είχε γυρίσει για να του σπάσει τα δόντια, τώρα όμως προχωρούσε αστεία προς τα σκαλιά του δημαρχείου.
Πιάστηκε σε κάποιο προτεταμένο όπλο –κοντόκανο, αυτόματο. Ο φρουρός που τον σημάδευε προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά του –μάταια.
«Ο Βασίλης … που είναι ο Βασίλης;» μούγκρισε ο Γιάννης.
«Τι τον θες;» ενδιαφέρθηκε να μάθει ο φρουρός.
«Κολλητός μου … φίλος … αδερφός …» τρέκλισε για μια ακόμα φορά.
«Κάνε πέρα μη σου ρίξω!» απείλησε ο φρουρός.
«Θα σε γαμήσει ο Βασίλης αν το κάνεις», ψέλλισε ο Γιάννης.
«Ο Βασίλης λείπει. Έχει φύγει …» απάντησε αφηρημένα ο φρουρός.
Αφήνοντας την κάνη του όπλου ο Γιάννης τραντάχτηκε από τα γέλια. Ταλαντεύτηκε μπροστά στον αμήχανο φρουρό, σωριάστηκε στα σκαλιά –από τύχη προσγειώθηκε καθιστός.
«Δεν πειράζει, θα τον περιμένω», είπε γελώντας ακόμα.
Δεν ήταν καθόλου αστείο.
Η Μαριάνα περπατούσε ανάποδα. Με τα μάτια καρφωμένα στη σκάλα, οι φτέρνες χτυπούσαν ανύπαρκτα εμπόδια μέσα από τα παπούτσια της. Βάδιζε ανάποδα. Τεντωμένη. Μέχρι ο αριστερός της ώμος να βρει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
«Τι είναι όλα αυτά;» αναρωτήθηκε ο Γρηγόρης βλέποντάς την.
«Φρυγανιές με βούτυρο και μέλι για πρωινό», απάντησε η Μαριάνα.
«Είναι κανένα απ΄όλα τους γεμάτο;» ρώτησε ο Νίκος.
«Σφαίρες έχω στις τσέπες μου», είπε εκείνη ακουμπώντας προσεκτικά, τα όπλα στο πάτωμα.
«Και οι σφαίρες ταιριάζουν στα όπλα;» αναρωτήθηκε ο Αντώνης.
«Θα το μάθουμε αμέσως», σχολίασε ο Γρηγόρης που έπεσε στα γόνατα επιθεωρώντας τα όπλα. Δυο στρατιωτικά περίστροφα 38άρια και μια καραμπίνα που έμοιαζε με Μ1. Τα κουτιά με τις σφαίρες από δίπλα –τα όπλα έμοιαζαν να έχουν συντηρηθεί πρόσφατα.
«Που τα βρήκες ρε θηρίο;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Δυο δωμάτια πιο πέρα. Τι νόμιζες δηλαδή –θα μαζεύονταν όλοι οι οπλαρχηγοί της επανάστασης και δεν θα υπήρχε το αναγκαίο στοιβαγμένο οπλοστάσιο;» γέλασε η Μαριάνα.
«Αφύλαχτα;» ενδιαφέρθηκε να μάθει ο Νίκος.
«Σα γατιά σε σκουπιδοτενεκέ», τον πληροφόρησε η Μαριάνα.
«Πολύ χαλαροί είναι οι οπλαρχηγοί», διαπίστωσε ο Αντώνης.
«Γιατί να μην είναι; Σε λίγο θα έχουν προσωπική φρουρά από μπάτσους», μουρμούρισε ο Νίκος.
Οι θαλάμες των όπλων χτυπούσαν τα πλακάκια όσο ο Γρηγόρης έβαζε σφαίρες.
«Ποιοι τα παίρνουν;» ρώτησε.
«Εγώ όχι», είπε ο Αντώνης.
«Άρα … όλοι οι υπόλοιποι», συμπέρανε η Μαριάνα. Άπλωσε το χέρι, αλλά ο Αντώνης της το κράτησε σταθερά. Λίγο περισσότερο από ότι χρειαζόταν. Κοιτάχτηκαν απορημένοι. Όσο ακριβώς χρειαζόταν.
«Άστο, μη μπλέκεσαι. Θα πάρω εγώ το τρίτο όπλο», της είπε.
«Επειδή και καλά είμαι γκόμενα ας πούμε; Έτσι πάει καουμπόη;» νευρίασε εκείνη.
«Επειδή είναι δική μας δουλειά και πρέπει μόνοι μας να καθαρίσουμε», είπε ο Γρηγόρης.
«Έτσι ακριβώς», συμφώνησε κι ο Αντώνης.
«Τι θα πει αυτό;» ρώτησε η Μαριάνα.
«Ότι χαρήκαμε για τη γνωριμία –στο καλό και χαιρετίσματα στους οικείους σου», απάντησε ο Νίκος.
«Ναι ε;» κοκκίνισε εκείνη.
Κανένας δεν της απάντησε. Ο Γρηγόρης άνοιξε την πόρτα και κοίταξε στο διάδρομο. Ησυχία. Τους έκανε νόημα να ακολουθήσουν. Ο Αντώνης έπιασε τη Μαριάνα και την τράβηξε απαλά προς τον τοίχο.
«Μείνε εδώ –κρύψου. Ή βγες έξω, ακόμα καλύτερα. Θα βρεθούμε όταν ξεμπερδέψουμε –εντάξει;»
«Ποιος νομίζεις ότι είσαι ρε μαλάκα που θα μου πεις τι θα κάνω;» τον έσπρωξε η Μαριάνα και πετάχτηκε έξω.
Την είδαν όλοι να αρπάζει το Γρηγόρη από το μανίκι και να τον σέρνει σε κάποιο δωμάτιο. Πριν χαθούν, είδαν το νεύμα του Γρηγόρη που τους έδειχνε να περιμένουν. Κι αυτό έκαναν. Ο Νίκος ακούμπησε στον τοίχο δίπλα στον Αντώνη -μοιράστηκαν το ίδιο τσιγάρο. Σε λίγο ήρθε κοντά τους ο Γρηγόρης –η Μαριάνα κατέβαινε ήδη, αργά τις σκάλες.
«Μάγκες κάντε την. Πηγαίνετε έξω, δεν θα σας ενοχλήσει κανένας. Η Μαριάνα λέει ότι το σπίτι είναι γεμάτο με οπλισμένους, δεν θα σας δώσουν σημασία. Κάντε το γύρο του σπιτιού και περιμένετε κάτω από το παράθυρο. Φροντίστε να βλέπετε το παράθυρο, θα κάνω νόημα. Τότε αρχίζετε να ρίχνετε στον αέρα. Όχι πολύ –απλά για να με καλύψετε εδώ μέσα. Μετά την κοπανάτε και βρισκόμαστε έξω. Καταλάβατε;»
«Τι σημαίνει αυτό ρε Γρηγόρη; Την είδες Λοχίας Σόντερς;» πετάχτηκε ο Νίκος.
«Ναι την είδα και κοπάνα τη αν θέλεις να γλιτώσουμε όλοι από εδώ μέσα», τον κάρφωσε ο Γρηγόρης.
«Μα -υπάρχει περίπτωση να γλιτώσουμε;» αναρωτήθηκε ο Αντώνης.
«Όχι. Αλλά φύγετε τώρα», τους έσπρωξε ο Γρηγόρης κι αυτοί κύλησαν στις σκάλες μέσα στην αμηχανία τους.
Μετά χώθηκε στο δωμάτιο κοιτάζοντας το 38άρι. Είχε την ευκαιρία να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα και, επειδή αυτό θα ήταν το καλύτερο που είχε να κάνει –γι΄αυτό ακριβώς δεν το έκανε.
Σε λίγο η πόρτα άνοιξε για να μπει ο Βασίλης αγκαζέ με τη Μαριάνα. Κάρφωσε τα μάτια του διάπλατα στην κάνη που τον σημάδευε.
«Τι μαλακία είναι αυτή;» ρώτησε.
«Αυτό λέω κι εγώ Βασίλη. Τι μαλακία είναι αυτή;» ο Γρηγόρης έκανε νόημα στη Μαριάνα κι εκείνη έπιασε το παράθυρο.
«Με σημαδεύεις ρε αδερφέ!» συνέχισε να απορεί ο Βασίλης.
«Μας πούλησες», του επεσήμανε ο Γρηγόρης.
«Τι λες τώρα;» έκανε εκείνος.
«Δεν πίστεψες ποτέ σε όσα λέγαμε Βασίλη».
«Σοβαρέψου ρε αδερφέ! Πως σου ήρθε ξαφνικά;»
«Συμφωνία με τους καργιόληδες; Βουλευτιλίκι;»
«Βλέπεις άλλη λύση; Και δεν το αποφάσισα μόνος μου ξέρεις!»
«Στ΄αρχίδια μου. Είχες μια δουλειά εδώ κάτω –να μην αφήσεις την κατάσταση να ξεθυμάνει. Το έκανες;»
«Άλλαξαν τα πράγματα …»
«Αυτό λέω κι εγώ. Άλλαξαν τα πράγματα».
Η Μαριάνα πετάχτηκε και ψιθύρισε κάτι σαν «Γρηγόρη, τους βλέπω». Εκείνος σήκωσε το αριστερό χέρι και μετά το κατέβασε αργά μέχρι τη μέση του κορμιού του σταθεροποιώντας το 38άρι. Η Μαριάνα έκανε το ίδιο νεύοντας έξω από το παράθυρο –πιο αποφασιστικά. Από τον κήπο άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί.
Ο Γρηγόρης σφίχτηκε.
«Μη ρε φίλε! Δεν αντεχόταν εδώ πέρα … Δεν ήμουν όπως εσείς … Με καταλαβαίνεις;» κλαψούρισε ο Βασίλης.
«Δεν ήσουν Βασίλη. Δεν πέρασες πεινασμένος δίπλα από το γεμάτο τραπέζι. Δεν χρειάστηκε να σπάσεις τα δόντια σου στον τοίχο για να μη φας. Δεν τα ξέρεις αυτά και είσαι λίγος για να τα μάθεις», στις τελευταίες λέξεις πάτησε τη σκανδάλη ο Γρηγόρης και ο πυροβολισμός ανακατεύτηκε με τις μπαταριές των απέξω. Έκλεισε τα μάτια, άφησε τη Μαριάνα να του πάρει το όπλο, αρνήθηκε να δει τη χαριστική βολή, αλλά δεν κατάφερε να αποφύγει τον ήχο της.
«Και τότε σκάει μύτη ο Βασίλης! Και με αρπάζει από το μπράτσο εκεί που καθόμουν χεσμένος –‘τι χαζεύεις εδώ πέρα ρε μαλακιστήρι; μας περιμένει η μαμά για λουκουμάδες στον Κρίνο –άντε τσακίσου και δεν κρατιέμαι από τη λιγούρα’, λέει και με τραβολογάει μακριά από τους μπάτσους που κοροϊδεύουν ασύστολα».
Η Μαριάνα βάζει το όπλο στην τσέπη της –κάνει νόημα στους απέξω να την κοπανήσουν και τραβάει τον Γρηγόρη από το μανίκι. Βγαίνοντας κλείνουν την πόρτα.
Κατεβαίνουν τη σκάλα, μια γυναίκα που σέρνει έναν ηλίθιο. Άντρες τρέχουν στους διαδρόμους, η φασαριόζικη αίθουσα ξεβράζει κόσμο –όλοι ψάχνουν να βρουν από πού ήρθαν οι πυροβολισμοί. Άντρες πέφτουν επάνω τους, η Μαριάνα ανοίγει δρόμο βρίζοντας.
Περπατάνε αργά προς την καγκελόπορτα –ο Γρηγόρης σκοντάφτει.
«Ευχαριστώ», του λέει η Μαριάνα και τον φιλάει στο μάγουλο.
«Τι πράγμα;» ρωτάει απορημένος.
«Που μου είπες το τέλος της ιστορίας», απαντάει εκείνη.
«Το τέλος της ιστορίας;» ο Γρηγόρης ανατριχιάζει.
«Οι άλλοι μάλλον τα κατάφεραν», του λέει η Μαριάνα.
«Κανένας μας δεν τα κατάφερε», μουρμουρίζει εκείνος. «Κανένας μας δεν θα τα καταφέρει πια».
Περπατάνε με πόδια μπερδεμένα στους κισσούς και έτσι περπατάνε προς το τέλος. Τους.
(θα συνεχιστεί και θα τελειώσει -αφού πάρει ώθηση από κάποιο τρομερό, δανεισμένο, κείμενο)
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 4 μήνες
36 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δεν αντέχεται άλλο αυτή η ιστορία... όσο καλά κ αν γράφεις...
Σ'ένα κομμάτι με τη Μαριάννα που λέει χωρίς κανένα ενδοιασμό ότι θα σκότωνε τον Βασίλη με τα ίδια της τα χέρια αλλά ίσως κ πιο πριν μου ήρθε στο μυαλό μια "ιστοριούλα" που είχα διαβάσει κάπου...
Σ' ένα χωριό οι κάτοικοι ετοιμαζόντουσαν για πόλεμο. Οι άντρες φόρεσαν τις πανοπλίες τους κ ανέβηκαν στα άλογα. Καθώς έφευγαν οι μάνες έκλαιγαν.
Μετά από καιρό γυρισαν πίσω μόνο 2 νέοι. Οι μάνες του χωριού - μαζί κ οι δικές τους - άρχισαν να τους πετάνε πέτρες κ τους σκότωσαν. Έτσι για να μην υπάρχουν.
Το τέλος; ή η άρχη της μιασ ιστορίας;
Θα ήθελα κάποια στιγμή να διαβάσω μία ιστορία χωρίς όπλα κ αίμα.
Ωραίες περιγραφές, πολύ έντονο κ ζωντανό (δυστηχώς)
Δυστυχώς είναι μια ιστορία με όπλα και αίμα -αλλά αυτά είναι ασήμαντα, ας πούμε ντεκόρ. Καλά κάνεις και επισημαίνεις τη στάση της Μαριάνας -γιατί υπάρχει αυτή η γυναικεία αποφασιστικότητα και η καθαρότητα που στην τελική ανάλυση κάνουν τον κόσμο να προχωράει μη διστάζοντας μπροστά στα αναγκαία. Ευνουχίζοντας και πολλούς άνδρες στο πέρασμά τους.
Από την άλλη πλευρά είναι η ιστορία μιας παρέας -κάποιοι πάντα "πουλάνε", κάποιοι φεύγουν και ψάχνουν πως να ξαναγυρίσουν, κάποιοι μένουν για πάντα κολλημένοι σε πράγματα που έχουν πεθάνει. Αυτό κυρίως ήθελα να πω.
Υ.Γ.1: Θα πρέπει να φτιάξω μια ακόμα συνέχεια -εισαγωγή για ένα κείμενο όχι δικό μου που θα ακολουθήσει. Σε εκείνο το κείμενο, υπογράφω πως θα μείνεις εκστατική. Όπως έμεινα κι εγώ όταν το διάβασα. Μέχρι τότε ...
Υ.Γ.2: Τι καταπληκτική ιστορία αυτή που περιέγραψες!
Ωραία θα περιμένουμε το κείμενο που λες. Σ' ευχαριστούμε Motorcycle Boy.
Την ιστοριούλα την είχα διαβάσει σ' ενα καταπληκτικό περιοδικό "Σχολιαστής" το οποίο το βρήκα μαζί μ' άλλα τεύχη πριν χρόνια σ' ενα γραφείο κάποιου καταχωνιασμένα κ σκονισμένα κ αμέσως μου τράβηξαν την προσοχή κ ζήτησα να τα πάρω. (Εν τω μεταξύ είχε κ καταπληκτικά εξώφυλλα)
Ακόμα θυμάμαμαι το ψευδ. του τύπου που είχε γράψει την ιστοριούλα κ που έγραφε κατά καιρούς στις "κτρινές σελίδες" (σελίδες με μηνύματα αναγνωστών). ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ! Λογικά θα πρέπει να το ξέρεις. Είχε ημ/νίες απο '87.
Σχολιαστής! Τι μου θύμισες τώρα! Καταπληκτικό περιοδικό -στο μεγάλο σχήμα, τεράστιο, να μη χωράει ούτε στα σακκίδιά μας! Αλλά δεν θέλω να σου πω ποιοι γράψανε εκεί κατά καιρούς γιατί θα ξενερώσεις. Άντε, θα σου δώσω δυο στοιχεία, μήπως τους πετύχεις σε κανένα τεύχος: Παν. Παν και Μι Τάρζαν γιου Τζέιν.
Ναι, αν μιλάς για μηνύματα στις "κιτρινες σελίδες" είδα πολλές φορές έναν Παν (αλλά δε θυμάμαι τι έλεγε). Τους άλλους όχι, ή απλά δεν τους θυμάμαι. Αλλά μιλάμε πέρα από τα τέλεια θέματα που είχε το περιοδικό τα μηνύματα είχαν απίστευτο γέλιο, γλυκήτητα, γνησιότητα, αθωότητα, μαλακία, επαναστατηκότητα, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Το βράδυ που τα πρωτοέπιασα στα χέρια μου, διάβαζα μέχρι το πρωί.
Σου λέω δεν μπορούσα να ξεκολλήσω.
Πάντως θυμάμαι επίσης έναν "Νίκο" δεν είχε πομπώδες ψευδον. αλλά είχε γράψει καταπληκτικά...
Πολύ συγκίνηση.
Έγω τα τεύχη που βρήκα ήταν σε μεγάλο μέγεθος. Κ είχα διαβάσει κάποια θέματα άλλα όχι όλα τα τεύχη. Έχε χάρη που ήμουν εκείνο το βράδυ στο βαρετό γραφείο ναπεριμένω το φίλο μου να τελειώσει κάτι κ που είμαι τόσο αδιάκριτη "ψαχουλεύτρα" όταν βαριέμαι. Το θέμα είναι ότι κάποια θέματα που είχε είναι μέχρι κ σήμερα επίκαιρα.
Π.χ. ένα τεύχος έλεγε για τους Ολυμπιακούς στη Σεούλ. Κ πέρα των άλλων που έγραφε έλεγε πως μερικές χώρες έκαναν μποϊκοτάζ κ δεν δήλωσαν συμμετοχή λόγω του δικτατορικού καθεστώτος. Τέλοσπάντων να μην μακρυγορώ είχε ένα καταπληκτικό κείμενο που ανέλυε πολλά. Γενικά εξαιρετικό περιοδικο!
Γιατί θα ξενερωνα. Εγώ όσους διάβασα εκεί γράφανε καταπληκτικά.
Θα τα ανασύρω απο το ντουλάπι να δω αυτούς που λες. Όμως τα τεύχη που έχω ξεκινάνανε από τέλη '86-'87.
Παν. Παν. =Πάνος Παναγιωτόπουλος.
Ταρζάν =ο γνωστός Ταρζάν Τριανταφυλλόπουλος.
Θυμήθηκα οτι είχε και τις περιπέτειες του δημοσιογράφου Αρατζαφέρη, που ήταν ο γνωστός Σπύρος Καρατζαφέρης (ο αδερφός του χοντρού προέδρου του ΛΑΟΣ) και ήταν αστείες, γιατί ο τύπος έγραφε σε στυλ "ασκώ τρομερή γοητεία, πηδάω γκόμενες και μαθαίνω τα μυστικά".
Ο Νίκος που λες, παίζει να ήταν κάποιος γνωστός μου -Ρηγάς τότε.
Πάντως, το περιοδικό όπως είδες, είχε τρομερή πολυφωνία και άπαιχτο χιούμορ. Με το άρθρο για τους Ολυμπιακούς, μου θύμισες κάποιο άρθρο τους για τους Ολυμπιακούς στη Μόσχα. Τότε είχαν κάνει εισβολή οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν -και το άρθρο έλεγε γιατί η Ελλάδα (αντίθετα από τις ΗΠΑ) δεν θα έπρεπε να μποϊκοτάρει τους αγώνες. Ο πρώτος λόγος ήταν πως, αν δεν έμπαινε πρώτη η ομάδα της Ελλάδας στο στάδιο (τιμής ένεκεν), θα έμπαινε η ομάδα του Αφγανιστάν που ήταν η πρώτη αλφαβητικά! Χαχα -καταπληκτικά πράγματα!
Τέλος πάντων.
Σοβαρά μιλάς τώρα;
Εγώ τον μόνο Παν που θυμόμουν ήταν ένας που έγραφε μηνύμ. στις "κίτρινες σελίδες" αλλά όπως σου είπα δε θυμάμαι τι έγραφε.
Ούτε τους άλλους που λες τους θυμάμαι. Πραγματικά γράφανε άρθρα αυτοί;
Πάντως αυτά που είχα διαβάσει ήταν πολύ καλά. Και ήταν με ονοματεπώνυμο. Δε θυμάμαι άρθρα με ψευδόνυμο. Περίεργο.
Ναι ναι σοβαρά. Λοιπόν, άσχετο, βρήκα γιατί δεν μπορούσες να αντιγράψεις τα κείμενά μου σε word! Επειδή το έπαθα κι εγώ. Πρόσεξε, αυτά που αντιγράφεις να μην αρχίζουν ή/και να μην τελειώνουν σε λινκ. Αν είναι έτσι, ξεκίνα να αντιγράφεις πριν ή μετά το λινκ. Γιατί το word πάει σα μαλακισμένο και ψάχνει το λινκ αντί να φέρει το κείμενο. Αυτά.
να και ο προδότηηηηηης...
Προδότης τώρα! Βαριά κουβέντα. Απλά ασκεί τη γνωστή σε όλους μας ρεαλπολιτίκ. Ασκούσε δηλαδή.
είμαι τις παλιάς σχολής, όπως κι εσύ : "προδότης"
Ευχαριστώ Motorcycle Boy, αλλά σου είχα πει ότι κατά τυχη είδα ότι αντιγράφονται όταν "ανοίγω" κανονικά το ποστ, δλδ να φαίνονται κ τα σχόλια από κάτω.
Πάντως εμένα μου ξένισε άσχημα αυτό με την Μαριάννα. Το "χωρίς ενδοιασμούς". Εκτός του ότι μία γυναίκα ποτέ δε λειτουργεί έτσι, ειδικά όταν προκειται για κάτι τέτοιο αλλά είναι μεγάλη κουβέντα... γενικά μου φαίνονται πολύ ξεκάρφωτα κάποια πραγμ.
Κ από την άλλη, κ καλά επείδη σκότωσαν τον Βασίλη, τι νομίζουν ότι πέτυχαν;;;
Γι αυτό ήδη από το προηγούμενο που το ανάφεραν, έλεγα να δω που θα καταλήξει αυτή η ιστορία. Γιατί γενικά εγώ δε γνωρίζω καμία ιστορία που να σκοτώνεις τον "προδότη" κ όλα να φτιάχνουν
Τελοσπάντων, για να δούμε...
Μα δε νομίζω ότι σκοτώνουν τον προδότη για να φτιάξουν κάτι. Κατά βάση ξέρουν ότι είναι χαμένοι. Απλά προσπαθούν να γλιτώσουν τον ευτελισμό των πράξεών τους.
Ναι, ίσως. Απλά δε σου έρχεται κάπως που είναι τόσο αποφασισμένη η Μαριάννα κ τόσο άγρια;
Κ επίσης εμένα το κομμάτι από εδώ κ κάτω "....στις τελευταίες λέξεις πάτησε τη σκανδάλη ο Γρηγόρης και ο πυροβολισμός..." στην τελευταία παραγρ. με έκανε να νιώσω περιεργα...
Είναι αυτό που λένε στον πόλεμο αδέρφια σκοτώνουν αδέρφια, γενικά όλοι χαμένοι βγαίνουν, γι αυτό αυτόματα θυμήθηκα κ την ιστοριούλα...
Οι μόνοι που βγαίνουν κερδισμένοι είναι οι βιομηχ. όπλων κ διαφορά άλλα καθίκια...
Κ πάλι πάντως ο Γιάννης "κλέβει την παράσταση"
Λύκε, μπορούμε να τον λέμε και Πήλιο Γούση -λόγω των ημερών. Αλλά δεν είναι ... μια χαρά λογικός άνθρωπος είναι που προσπάθησε να πάει με τις καταστάσεις. Όπως ο παλιόφιλος ο Πήλιος.
Ell, χωρίς να θέλω να σε αμφισβητήσω, επέτρεψέ μου να έχω δει οτι οι γυναίκες συνήθως λειτουργούν πιο πραγματιστικά. Οι άντρες κωλοβαράνε στο "δια ταύτα" όσο οι γυναίκες κάνουν τη δουλειά. Οι γυναίκες που έχω συναντήσει τουλάχιστον.
Η Μαριάνα είναι στο πνεύμα της παρέας, μπήκε γιατί η παρέα την έχει ανάγκη -αλλά μην ξεχνάς οτι θα σκότωνε οποιονδήποτε από την παρέα, γιατί τους θεωρεί όλους υπεύθυνους για τον κόσμο που πεθαίνει (άδικα κατά τη γνώμη της) σε αυτή την ιστορία. Απλά, όντας γαμημένη σε κάποια γειτονιά από έναν "κλασσικό" άντρα -δεν έχει κανένα ενδοιασμό να σκοτώσει το στερεοτυπικό μοντέλο αυτού του είδους, δηλαδή τον Βασίλη. Ή ίσως και να έχει ενδοιασμούς, να τρέμει ολόκληρη, αλλά να δείχνει αποφασιστική για να βοηθήσει την παρέα της. Το έχω δει κι αυτό, από άτομα που θυσιάζονται για τους άλλους.
Η εξήγηση της δολοφονίας βρίσκεται σε αυτό που λέει ο Νίκος -στην (μάταια ίσως) προσπάθεια μη ευτελισμού του σκοπού τους. Από την άλλη, αυτοί οι άνθρωποι είναι αριστεροί και πιστεύουν σε κάποιου είδους νομοτέλεια. Η ύπαρξη του Βασίλη αντίκειται σε αυτή τη νομοτέλεια, επειδή ήξερε από πριν, δημιούργησε -δεν δημιουργήθηκε. Υπάρχει και κάποιος υφέρπων ελιτισμός στην πράξη τους -ίσως. Δεν ξέρω.
Ο Γιάννης σου αρέσει γιατί είναι ο άνθρωπος έξω από την ιστορία - μετέωρος και προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του, όσο ο ίδιος διαμελίζεται από τα γεγονότα. Κλασσική περίπτωση του "μας γάμησε το ιστορικό προτσές" που λέγανε και κάτι παλιοί σύντροφοι.
Απλά όπως κ να 'χει με τη Μαριάννα, μου φάνηκε πολύ αδίστακτη χωρίς να φαίνεται αυτό το τέλμα που λες ότι βρίσκεται(μέσα στην ιστορία, ίσως αν ήταν ταινία να έμπαινε κάποιο κομμάτι που να δείχνει αυτό που λες): "γιατί τους θεωρεί όλους υπεύθυνους για τον κόσμο που πεθαίνει (άδικα κατά τη γνώμη της) σε αυτή την ιστορία"
έστω από τις σκέψεις της ή με κάποιο τρόπο. δλδ μου φάνηκε κάπως ξεκάρφωτη η συμπεριφορά της, οι αντιδράσεις της. Ίσως επειδή τους άλλους τους γνωρίζουμε κ λίγο καλύτερα.
Κάνεις λάθος για τον Γιάννη, ίσα- ίσα αυτό ήταν στην αρχή που ΛΙΓΟ δεν μου άρεσε σ' αυτόν, ότι φαινόνταν να έχει παραιτηθεί κ ήταν σε μία σχετικώς κατατονική κατάσταση. Κ λέω σχετικά γιατί μέσα του πάλευε.
Από το 10/11 κ μετά ο Γιάννης "πάει κ όπου τον βγάλει"
Είναι ο πιο γοητευτικός χαρακτήρας ΚΑΙ ίσως γιατί έχει όλους αυτούς τους διαλόγους με το "φάντασμα" αλλά μπορεί να μην το καταλαβαίνεις εσύ που την γράφεις αλλά τον έχεις επιμεληθεί ιδιαίτερα!
Υ.Γ. όπως επίσης τον 2ο που έχεις "επιμεληθεί" λίγο καλύτερα από τους άλλους είναι ο Νίκος.
Τ' άλλα ατομά δυστηχώς τα ξεχωρίζω ως απλά ονόματα κ πρέπει ίσως να ανατρέξω στις ιδιότητές τους για να τους ξεχωρίζω καλύτερα.
Άντε έγινε κ ένα περιστατικό με το χοντρό παιδί κ τον Γρηγόρη (αν θυμάμαι καλά μπορεί να ήτνα με τον Αντώνη), αλλά πέρα από το περιστατικό δεν ξεχωρίζει σε κάτι ως άτομο από τους άλλους.
Αποψή μου έτσι. Ούτος ή άλλος άλλα έχουν σημασία που πας να περιγράψεις.
Έχει φανεί η θέση της Μαριάνας, η αντίθεσή της με όσα έχουν κάνει οι υπόλοιποι -αλλά τρέχα γύρευε, έτσι αργά που δημοσιεύονται τα κείμενα. Είανι λογικό να μην τα θυμάσαι -αφού κι εγώ τα ξαναδιαβάζω για να θυμηθώ.
Όπως δεν θυμάσαι τώρα και τον Αντώνη που σε είχε εντυπωσιάσει η ιστορία του στο σχολείο με κάποια άλλη Μαριάνα -και όλο εκείνο το αίσθημα.
Αλλά, είπαμε, αυτά είναι μαλακίες μου -δεν είναι τα μπλογκς για τέτοια μακρυνάρια. Και το οτι διατηρείς μια επαφή με το στόρυ είναι εντυπωσιακό για μένα. Εγώ δεν θα τα κατάφερνα.
Ο Γιάννης ποτέ δεν ήταν παραιτημένος. Απλά αντιστεκόταν στη λαίλαπα των γεγονότων. Τώρα τον πήρε ο διάολος -όπως ήταν φυσικό να γίνει.
Ναι. Έχεις δίκιο. Δεν ήταν παραιτημένος ΠΟΤΕ. Απλά τον έχεις φτιάξει πιο ωραίο απο τους άλλους!
Τέλοσπαντων, να δούμε πώς θα πάει.
Το απόγευμα βέβαια που "ανέσυρα" τον Σχολίαστη εκνευρίστηκα απίστευτά!!! Αυτόν τον Παν Παν που είπες σε τόσα τεύχη που έψαξα, ΜΙΑ ΦΟΡα τον είδα. Κάτι σατυρικό είχε γράψει. ΕΝΑ άρθρο όλο κι όλο. Κ ο άλλος που λες (Ταρζάν) τόσα τεύχη κοίταξα ούτε σ'ένα δεν τον βρήκα.
ΓΙΑΤΙ;;;; ΓΙΑΤι;;; Ρε Motorcycle Boy;;; Γιατί τα λες αυτά;; Επείδη το συγκεκριμ. περιοδ. είχε πει κατά καιρούς τα σκατά της αριστεράς;;;;;;
Εγώ ό,τι άρθαρα δια΄βασα ήταν παρα πολύ καλά κ ΄λίγα λέω!
Άντέ πάω γιατί με φωνάζουν κ έχουν βάλει κ γαμέτη μουσική
maaaalista...
...
Ρε ell, στο είπα από την αρχή -ο Σχολιαστής ήταν το αγαπημένο μας περιοδικό εκείνη την εποχή. Τα μασάγαμε τα τεύχη του και τα συζητούσαμε για μέρες. Και δεν είχε πει τα σκατά της αριστεράς ο Σχολιαστής -τα σκατά των Κ.Κ. είχε πει, γιατί ήταν αριστερό περιοδικό. Έχει διαφορά νομίζω. Εννοώ οτι μπορεί όλοι οι παπάδες να είναι χριστιανοί, αλλά δεν είναι όλοι οι χριστιανοί παπάδες -κατάλαβες; Και εμείς τρώγαμε ξύλο από τα Κ.Κ. εκείνη την εποχή -αυτά τα Κ.Κ. που κορόιδευε ο Σχολιαστής. Εντάξει;
Ο Παν. Παν. και ο Ταρζάν και ο Αρατζαφέρης είχαν μόνιμες στήλες στο περιοδικό -όπως άλλωστε κι ο Αρκάς, που από εκεί τον μάθαμε. Όταν τους πρωτοανάφερα, σε προειδοποίησα -να μην σπαστείς. Απλά τους έγραψα για να δεις πως αλλάζουν οι καιροί. Τίποτα άλλο.
Puppet τι μάλιστα ρε; Μαλλί! Και μείνετε σε επαφή, θα ανοίξουν ώρες στο ραδιόφωνο.
Ναι, κατά του ΚΚΕ έγραφε (για κάποια στραβα του).
Τι τρώγατε ξύλο από το Κ.Κ. μάλλον είναι άλλο. Θα ρωτήσω κανα μεγαλύτερο.
Καλημέρα
Χαχα,"ξύλο και των γονέων" που λέγανε και οι γεροντότεροι. Εσύ δεν έγραφες παλιά για τον Μαλάμη; Ε, τέτοια πράγματα εννοώ.
Καλημέρα και καλή βδομάδα.
e ti thes na sxoliasw kiolas?? :P
wres de vrhkame k thn psaxnoume alliws.tespa
Αυτό σου λέω ρε ρεμάλι. Θα ανοίξουμε μάλλον τις ώρες -γιατί λέμε οτι είναι κουραστικό να παίζουμε δίωρα. Οπότε, μη χάνεστε.
Μπήκα σήμερα κ ξαναδιάβασα την ιστορία "Η ανασφάλεια των ομαδικών παιχνιδιών" (αν κ την θυμόμουν)αλλά δεν είχα πει, όπως λες, ότι με είχε εντυπωσιάσει ο Αντώνης.
Ωραία πάντως
Μάλλον με μπερδεύειεις μ'άλλον
Ναι, ίσως να έχεις δίκιο. Ο Αντί-λογος το είχε πει; Γερνάω και ξεχνάω.
Αν έχεις χρόνο ξαναρίξε μια ματιά στο 4. και στο 8. Τα έχω αλλάξει -θα το γράψω σε ποστ, κάποια στιγμή, αλλά μπορείς να τα δεις πρώτη αν θέλεις. Σαν συγνώμη για το οτι σε μπέρδεψα με άλλον.
Έλα ρε Motorcycle Boy...ε, όχι κ συγνώμη, αν είναι δυνατόν να θυμάσαι τι γράφει ο καθένας.
Απλά το είπα γιατί δε θυμόμουν κανένα άλλο να με έχει εντυπωσιάσει... άσχετα αν η ιστορία ήταν ωραία
Ευχαριστώ πάντως για το 4 κ το 8, θα τα διαβάσω μάλλον αύριο.
Τίποτα ρε. Δυο τρεις έχω (μέσα σ΄αυτούς και η γυναίκα μου) που αντέχουν να το διαβάζουν αυτό το πράγμα -τους προσέχω για να μην τους χάσω!
Χαχαχα!
Το ξέρεις ότι δεν είναι έτσι. Εγώ εχω δει πολλούς διαφορετικούς στα σχόλια, απλά μερικές φορές κάποιοι μπορεί να διαβάζουν μόνο κ να μην σχολιάζουν.
Χαχα, όχι ρε το ανάποδο είναι. Αυτοί που έχεις δει είναι γνωστοί μου. Σχολιάζουν χωρίς να διαβάζουν
εγω παντως μεχρι τωρα διαβαζω χωρις να σχολιαζω.οποτε θα υπαρχουν κιαλλοι....και μιας και εγραψα να πω οτι τα κειμενα σου ειναι φοβερα.σε βρηκα προσφατα διαβασα σχεδον ολο το Blog (ναι απο την αρχη)μεσα σε λιγες μερες και τωρα παρακολουθω τη συνεχεια της τελευταιας ιστοριας κανονικα.αν οι ιστοριες σου ηταν βιβλια θα ηταν απο τα αγαπημενα μου και εχω διαβασει αρκετα.να σαι καλα..
Εσύ να είσαι καλά για το κουράγιο σου! Έφαγες στη μάπα και τη μουσική μου σήμερα ... διαθέτεις αντοχή, θα το παραδεχτώ.
Θα με ενδιέφερε πάντως να μου πεις τι σου άρεσε περισσότερο αφού έχεις περάσει όλο το μπλογκ μου. Μου αρέσει να γνωρίζω αυτούς που με γνωρίζουν.
Και φυσικά, ρίξε μια ματιά στο 4. και το 8. της ιστορίας όπως είπα και στην ell. Και κράτα επαφή γιατί μετά από λίγο θα σκάσει μια καταπληκτική ιστορία μέσα στην ιστορία η οποία δεν θα είναι δικιά μου. Θα εξηγηθώ εν καιρώ.
τωρα που ειπες για μουσικη πρεπει να σου πω αλλο ενα ευχαριστω για τον simon bloom που τον βρηκα απο το ποστ σου.το wonderful world μου ειχε κολλησει απο τοτε που ειδα την ταινια αλλα δεν ηξερα οτι ειχε βγαλει τετοια δισκαρα.καταταλλα τωρα αυτο που μου αρεσει κυριως ειναι που μπερδευεις δικα σου βιωματα (φανταζομαι) σε φανταστικες ιστοριες.υπηρχαν περιπτωσεις που δεν μπορουσα να ξεχωρισω τι ειναι φανταστικο και τι εχει οντως συμβει.επισης μου αρεσει ο τροπος που "δομεις" τους ηρωες στα κειμενα σου.αν τα διαβαζεις ενα ενα τα post δεν φαινεται πολυ αλλα αν διαβασεις την ιστορια ολοκληρωμενη φτανεις στο σημειο να ταυτιζεσαι με καποιους να "μισεις" καποιους αλλους και γενικως τη ζεις αρκετα την ιστορια.εκτος απο τις ιστοριες μου εχουν μεινει στο μυαλο καποια Post που ειχες κανει παλιοτερα για τα εξαρχεια(τοτε που επαιζε το θεμα με το "αβατο" νομιζω),τις φοιτητικες κινητοποιησεις και την κουβα.αυτα προς το παρων.ολο και κατι θα εχω ξεχασει να σου πω που θελω αλλα θα ξαναγραψω..
Λοιπόν εγώ σ΄ευχαριστώ για την παρέα. Για τη γνωριμία με τη μουσική του Συμεών -κάποιος άλλος, από κάπου αλλού, φρόντισε να γίνουν έτσι τα πράγματα, τουλάχιστον αυτό μου έχουν πει εκείνοι που ξέρουν. Εγώ απλά έπαιξα στα σίγουρα.
Ναι, έχεις δίκιο -ένας από τους λόγους που γράφω αυτές τις ιστορίες είναι για να καταγράφω προσωπικά μου βιώματα, γερνάμε βλέπεις, να μην ξεχνάμε κιόλας! Οι ήρωες των ιστοριών φτιάχνονται μόνοι τους, εγώ δεν έχω καμιά σχέση με αυτό. Κι εμένα με εκπλήσσουν κάποιοι -με τον τρόπο που ενεργούν.
Να μου ξαναγράψεις -χαίρομαι να σε διαβάζω.
Σωστός ο christof.
Όντως ταυτίζεται κανείς με κάποιους
Χθες κατάλαβα γιατί μου άρεσε περισσότερο κάποιος από τους ήρωες, αν και πιστεύω ότι ούτως ή άλλως τον έχεις επιμεληθεί περισσοτερο από άλλους...
Ωραία τα κομμάτια που έβαλες. Πολύ ποιητικά αλλά θα ήταν καλύτερα κανείς να έχει διαβάσει το βιβλίο (που υποψιάζομαι ότι θα είναι κάπως μαύρο)
Πολλές φορές έλεγα να πάω πίσω να τελειώσω την ιστορία με τον Μαλτέζο π.χ. αλλά θυμάμαι ότι με είχε ρίξει πάρα πολύ. Την μισοθυμάμαι. πολύ μαυρίλα κ ομίχλη κ κάποιες παραισθήσεις που είχε (αν θυμάμαι καλά) που μπλεκόντουσαν με την πραγματικότητα
Άντε ΚΑΛΗ! συνέχεια με την ιστορία
Είναι και μαύρο το βιβλίο εκείνο, οι Τυμβωρύχοι, όσο μαύρη είναι η καταπίεση που τρώμε. Αλλά είναι και πολύ γλυκό, με ιστορίες που σου μουδιάζουν την ψυχή -γιατί είναι ένα βιβλίο με πολλές, διαφορετικές ιστορίες. Μια από αυτές θα δημοσιεύσω. Περίμενε μέχρι να δώσω κάποιες απαραίτητες εξηγήσεις σχετικά με το όλο θέμα.
Καλή συνέχεια -χεχε, μόλις έβγαλα τη συνέχεια!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!