Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα
2ο μέρος: 'Ποτέ ξανά' έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί νωρίτερα
3ο μέρος: Όπου οι μέρες γέλασαν κι έτρεξαν μακριά
31. Το ξημέρωμα είναι δική μας υπόθεση
32. "Είμαστε τα λουλούδια στον σκουπιδοτενεκέ"
33. Γράφοντας με το ζόρι αναμνήσεις
34. Η νύχτα που μύριζε ξινισμένο ροδόνερο
35. "Πες μου, πόση ώρα έφυγε το τρένο; Κι εκείνη, ήταν μέσα;"
36. Ένα τσιγάρο και τίποτα
Πάμε παντού παρέα τις τελευταίες μέρες –κι αυτό το «παντού» είναι μια φτυσιά τόπος αν θες να ξέρεις. Δωμάτιο ακατάστατο, μισοσκότεινες σκάλες και μερικά λουλούδια που ψάχνονται να ανθίσουν στην αυλή. Δεν βγαίνω παραέξω αν και κάποτε πρέπει να το κάνω, επειδή έχουν ακουστεί περίεργα πράγματα για το μαγαζί του Μπιλ του Χοντρού. Θέλω να το ψάξω το θέμα, αλλά, για την ώρα προτιμώ να βολτάρουμε παρέα. Ή να λιαζόμαστε ακουμπισμένοι στα κάγκελα του κήπου –εγώ κι αυτός. Μου πασάρει ένα Κάμελ φίλτρο, από τα καλά, με τα τούρκικα χαρμάνια –και μετά βάζει το πακέτο πίσω στην τσέπη του.
«Εσύ;» ρωτάω.
«Δεν καπνίζω τώρα τελευταία. Αλλά έχω πάντα μαζί μου ένα πακέτο –ξέρεις γιατί;»
«Επειδή ένα πακέτο τσιγάρα είναι η καλύτερη δικαιολογία για να κουβαλάς ένα κουτί σπίρτα», γελάω.
«Κάπως έτσι», μουρμουρίζει σπρώχνοντας πίσω τα κόκκινα, αχτένιστα, μαλλιά του.
Καπνίζω λοιπόν και νιώθω ήσυχα, δε λέμε πολλά μεταξύ μας, δε χρειάζεται. Ξεκινάω να σηκωθώ αλλά με τραβάει πίσω, φέρνει το δάχτυλο στα χείλη -κάνοντας νόημα για ησυχία. Ξανακάθομαι όσο πιο αθόρυβα. Μετά ακολουθώ το δάχτυλό του –έχει τεντωθεί προς τις τριανταφυλλιές –δεν μπορώ να καταλάβω τι σκατά μου δείχνει.
«Δε βλέπω τίποτα», του λέω.
Συνεχίζει να δείχνει χωρίς να μιλάει –τσιμπάω λίγη από την προσήλωσή του κι αυτό με βοηθάει να διακρίνω το μικροσκοπικό πουλί που κρύβεται στα αραιά φυλλώματα.
«Τι είναι;» αναρωτιέμαι.
«Αηδόνι», ψιθυρίζει.
«Αηδόνι», επαναλαμβάνω κι εγώ.
«Τα αηδόνια είναι οι αληθινοί καλλιτέχνες στο βασίλειο των πουλιών. Αυτό συμβαίνει γιατί, αν και γεννιούνται με ένα ολόδικό τους τραγούδι, μια μελωδία που τυγχάνει να είναι η πιο ευπροσάρμοστη απ΄όλες τις ορνιθολογικές εκφράσεις, τα αηδόνια δεν δείχνουν ιδιαίτερα πρόθυμα να αρκεστούν στο κομμάτι που τους αναλογεί. Όπως όλοι οι καλλιτέχνες, κυκλοφορούν εκεί έξω, για να αναδομήσουν την πραγματικότητα. Καινοτόμα, πρόθυμα, τολμηρά, αδέσμευτα από τους κανόνες που όλοι οι υπόλοιποι ακολουθούν τυφλά, τα αηδόνια συγκεντρώνουν αποσπάσματα τραγουδιών από άλλα πουλιά, στα δέντρα, στα χωράφια -τα ταιριάζουν μεταξύ τους, συνθέτουν με αυτά νέες και απρόσμενες μελωδίες -ξαναδημιουργούν τον κόσμο χρησιμοποιώντας υλικά από τον ίδιο τον κόσμο. Για παράδειγμα, ένα αηδόνι στη Νότια Καρολίνα ακούστηκε να αναμιγνύει 32 κελαηδίσματα διαφορετικών πουλιών σε μια δεκάλεπτη παράσταση, μια βιρτουόζιδικη επίδειξη που δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως σκοπό, αλλά, παρ΄όλα αυτά, εντάσσεται άνετα στην κατηγορία της ανόθευτης τέχνης», λέει αργόσυρτα, ενώ απλώνει τα πόδια του για να ξεπιαστεί.
Τον ακούω κοιτάζοντας το αηδόνι και το αηδόνι έχει σταματήσει να τσιμπολογάει –μοιάζει να ακούει κι αυτό. Τότε κλείνω το βιβλίο, ο Τομ ζητάει συγνώμη, πρέπει να βρει ένα ηλιόλουστο μέρος για ξάπλες, έχει την ανάγκη όλων των ξασπρουλιάρηδων για έξτρα ηλιακή ακτινοβολία. Τον αφήνω λοιπόν στην ησυχία του. Εδώ κάτω οι μέρες φεύγουν λες και εξυπηρετούν με το πέρασμά τους κάποιο σκοπό –αυτό καταλαβαίνω.
Ντύνομαι χωρίς να έχω πουθενά να πάω, ο ήλιος γδέρνει πλάτες αλλά είναι επείγουσα η κατάσταση, επειδή το δωμάτιο ζωντάνεψε και με πήρε στο κατόπι. Φοράω το κράνος, μπας και μαζέψω λίγο τα μυαλά μου. Και βγαίνω στο στενό δρόμο, πηγαίνω ανηφορικά, πηγαίνω όπου με πάει. Λίγα σπίτια, μετά ακόμα λιγότερα σπίτια, η άσφαλτος γίνεται τσιμέντο και στη συνέχεια κροκάλες γλιστερές. Φτάνω στα αυθαίρετα, προσπερνάω, προχωράω για τα παραπήγματα. Σκυλιά αλλάζουν δρόμο όσο η εξάτμιση της μηχανής ξεραίνει τα αγριολούλουδα, κοιτάζω μόνο πάνω –πουθενά αλλού. Μέχρι που ακούω οπλές να τσακίζουν τις πέτρες. Χαμογελάω, αλλά δε φαίνεται.
«Κόψε λίγο ρε πούστη!»
Φρενάρω ελεγχόμενα, γυρνάω τη μηχανή κόντρα στην ανηφόρα. Βγάζω το κράνος.
«Ακόμα το έχεις το άλογο, δε σου ψόφησε;» τον ρωτάω όσο το ζώο τριποδίζει στα πέντε μέτρα απόσταση.
Ο Ιντζές σκάει ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης.
«Τα άλογα ζούνε πολλά χρόνια, βλάκα», με πληροφορεί.
«Το κακό είναι οτι και οι άνθρωποι ζούνε πολλά χρόνια», σχολιάζω.
«Άσε που πολλαπλασιάζονται κιόλας σε στυλ σφάλματα είμαστε, ανθρώπους κάνουμε», γελάει ο Ιντζές.
«Πως και σε έχουν λυτό;» απορώ.
«Βαρεθήκανε να με κρατάνε άνευ λόγου και αιτίας».
«Άνευ λόγου –ότι πεις!»
«Κι εσύ πως από δω; Άκουσες οτι κυκλοφορήσανε τα ανοιξιάτικα σαλιγκάρια;» αναρωτιέται.
«Κάπως έτσι –αλλά τι σε κόφτει; Δικό σου είναι το βουνό;»
«Δικό μου, τα πάντα δικά μου είναι».
Κατεβαίνω από τη μηχανή, χαϊδεύω τη μουσούδα του αλόγου.
«Έμαθες για την ιστορία με τον Μπιλ;» ρωτάω.
«Οτι πουλάει το μαγαζί –αυτό λες;»
«Ναι, αυτό».
«Κάτι άκουσα, αλλά δε δίνω βάση. Ο Μπιλ πουλάει το μαγαζί από τότε που πήγαινα δημοτικό...»
«Δεν τα ξέρεις όλα. Τώρα υπάρχει έτοιμη πρόταση, τελειωμένα πράγματα λένε. Πήγανε, του τα σκάσανε και δατς ολ».
«Ποιος;»
«Ο Μαστακουνάς, ο Μασταπιάνεις... ξέρω ΄γω;».
«Τα πιστεύεις όλα αυτά;»
«Μέχρι να δω δεν πιστεύω τίποτα».
«Σωστά».
«Λοιπόν, τώρα να την κάνω. Έχω κάποιο ραντεβού».
«Που ρε μαλάκα;»
«Κάπου... πάνω, ψηλά... γενικότερα».
«Ραντεβού με τον Άγιο Πέτρο;»
«Με κάποιον Άγιο τέλος πάντων».
«Εντάξει, τα χαιρετίσματά μου στον Σάιμον Τέμπλαρ!»
«Παπάρα παπάρα», τραγουδάω ξαναβάζοντας το κράνος.
Ούτε στα βουνά δε βρίσκεις ησυχία.
Καταλαβαίνω λοιπόν οτι δε μου περισσεύει χρόνος, έχω αυτές τις πέτρες κάτω από τις ρόδες, δίπλα τα θυμάρια, οι τσουκνίδες και τα γαϊδουράγκαθα –ένας τρόπος υπάρχει, τέρμα γκάζι. Αν διστάσεις για μια στιγμή θα σε ψάχνουν δίπλα στις παράγκες –η μηχανή κλωτσάει και μουγκρίζει, όμως ανεβαίνει. Αυτό είναι ένα φαλακρό βουνό και μου αρέσει να το παλεύω –είναι όμορφοι οι καχεκτικοί θάμνοι, είναι όμορφες οι κατσιασμένες βελανιδιές 20 πόντους ύψος, είναι όμορφο το ξερό χώμα, οι σαύρες που πετάγονται κάτω από τις κοτρόνες. Αλλά δεν έχω χρόνο για όλα αυτά –ρεγουλάρω το γκάζι να προχωρήσω, ψάχνω την κατάλληλη ροπή με αμφίβολη επιτυχία. Γλιστράω, πατάω πόδια, Γλιστράω περισσότερο –τα καταφέρνω. Από το πλάτωμα του χωματόδρομου διακρίνεται ήδη ο Προφήτης Ηλίας –πιτσιρικάδες ανεβαίναμε εκεί πάνω ποδαράτο, σωριαζόμασταν λαχανιασμένοι και λέγαμε οτι ποτέ δεν θα ξανακατέβουμε. Μετά μας περόνιαζε το κρύο, ξεχνάγαμε την απόφασή μας και γυρίζαμε πίσω στα σπίτια μας με αυτιά κατεβασμένα. Εγώ, ο Στάθης, ο Θωμάς, οι δυο Βαγγέληδες, ο Τάσος ο Κατ... Σπάνια έρχονταν μαζί μας και κορίτσια, η Ελενίτσα η κοκαλιάρα, η Μαρία η κολλητή της και η Νανά που ακουγόταν οτι είχε πηδηχτεί με κάποιον μεγάλο –αλλά κανείς δεν ήταν σίγουρος. Τώρα που το σκέφτομαι, αναρωτιέμαι γιατί δεν μας πέρναγε από το μυαλό να χαμουρευτούμε με καμιά απ΄αυτές –δεν ξέρω, δεν ξέρω...
Η πίσω ρόδα φεύγει ανεξέλεγκτη στην πλαϊνή πλευρά ενός βράχου, κάνω να τη μαζέψω αλλά μάλλον έχω αργήσει. Τουμπάρω κανονικά, ευτυχώς προλαβαίνω να ακουμπήσω γόνατο, μη βρει στις πέτρες η μηχανή και σπάσει καμιά μανέτα. Νιώθω το κάψιμο –μάλλον το ΄σκισα το παντελόνι. Ακουμπάω απαλά τη μηχανή στο χώμα κλείνοντας τον διακόπτη βενζίνης, ο ιδρώτας στάζει δάκρυα. Βγάζω το κράνος. Πολλές φορές προσπάθησα να φάω το βουνό, όλες τις φορές με έφαγε το βουνό. Μαλακία πάντως, δεν είναι περισσότερο από 300 μέτρα ο Προφήτης Ηλίας.
Βγάζω το πακέτο, τσεκάρω λίγο το γόνατο μέσα από την τρύπα του τζιν, μπας και χρειάζεται καθόλου καπνό –μικροπράγματα –δεν αξίζει να χαραμίσω τσιγάρο. Ανάβω με σκονισμένα χέρια και του κάνω χώρο να αράξει δίπλα μου. Γυρίζω να του πω κάτι, με αποτρέπει χαμογελαστός, στριφογυρίζοντας το κεφάλι σαν τυφλοπόντικας.
«Οι λέξεις εξαπλώνονται σαν δερματική ασθένεια σε αποικία γυμνιστών», με προειδοποιεί.
Σωπαίνουμε λοιπόν και σκεφτόμαστε επιτακτικά το τίποτα.
Ο ήλιος έχει βουλιάξει μεσοπέλαγα όταν γυρίζω σπίτι, χώνομαι στο δωμάτιό μου, να αλλάξω ρούχα να ξεπλύνω σκόνη και ιδρώτα από πάνω μου. Αφουγκράζομαι τη ζωή των γέρων μου στον κάτω όροφο, κάνω ησυχία να μη με ψυλλιαστούν –κλέφτης στο ίδιο μου το σπίτι. Επειδή δεν έχω όρεξη, δε θέλω να δω κανέναν τώρα, δεν είμαι προετοιμασμένος. Στον καθρέφτη με κοιτάζει μια φάτσα πανικόβλητη, πρέπει να το αλλάξω αυτό, δε γίνεται να βγω έτσι έξω. Ίσως η κατάσταση διορθωθεί με κάποιο ξύρισμα, αν κοιτάξω για πολλή ώρα τα μούτρα μου μπορεί και να τα παγώσω, αν ξυριστώ μπορεί και να φύγει ο πανικός μαζί με τις σαπουνάδες. Εσύ τι λες;
«Από τους 7 νάνους, μόνο ο Χαζούλης ήταν μονίμως ξυρισμένος. Αυτό θα πρέπει κάτι να μας λέει σχετικά με το πόσο σοφό είναι να ξυρίζονται οι άνθρωποι», ξεκαρδίζεται στα γέλια πίσω από τον ώμο μου.
Μάλιστα. Τι σκατά θέλω και μπλέκω με πρώην χίπηδες;
Κάτι με σπρώχνει να αφήσω τη μηχανή στο πεζοδρόμιο απέναντι από το μαγαζί του Μπιλ του Χοντρού –μάλλον νιώθω οτι αυτό το μέρος δεν μας ανήκει. Τώρα πια. Περνάω το δρόμο αδιαφορώντας για τα αμάξια που κορνάρουν, είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω. Αλλιώς πρέπει να τα μπήξω επί τόπου και να ξεσκίσω κανέναν πούστη οικογενειάρχη. Ανοίγω τη τζαμένια πόρτα, τρώω κατάφατσα το μνημόσυνο. Είναι όλοι εδώ μέσα αλλά, για κάποιο μυστήριο λόγο, κανένας δεν κάθεται. Όρθιοι στις γωνίες, μισοσκότεινοι, ψιθυρίζουν.
«Καλώς τον πεθαμένο!» με χαιρετάει ο Μάριος.
Είναι παρέα με κάτι άγνωστες μούρες, τίγκα στη μαλλούρα και τα ριγέ φωσφοριζέ κολάν.
«Καλώς με!» συμφωνώ. «Ποιες είναι οι λούγκρες;»
«Το συγκρότημά μου ρε αρτηριοσκλήρωση!» γελάει ο Μάριος. «Ρόου Σιλκ».
«Το ‘Σιλκ’ το βλέπω, μη σου πω οτι βλέπω και μπόλικη οργαντίνα....» διαπιστώνω.
«Χαρντ εντ Χέβυ χρυσέ μου!» σπάει τον καρπό ο Μάριος. «Ετοιμαζόμαστε για ντέμο».
«Ναι ε; Κρίμα μόνο που πέθανε ο Μπίλι Μπο –πρώτες μούρες θα σας είχε στην πασαρέλα», τον πληροφορώ και προσπερνάω.
Ο Μπιλ βάζει ποτήρια μπύρα στη σειρά χωρίς κανένας να του έχει παραγγείλει και τα παιδιά δέχονται το κέρασμα αμίλητα.
«Κυκλοφόρησαν κάτι φήμες», λέω.
«Τι φήμες;» κάνει χωρίς να με κοιτάξει.
«Λένε οτι δίνεις το μαγαζί».
Σταματάει για λίγο να γεμίζει ποτήρια.
«Οι φήμες είναι σαν τον πούτσο», ψιθυρίζει. «Κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα».
Το δέχομαι.
Ο Στάθης χαμουρεύεται με κάποια γκόμενα δυσδιάκριτη –κοιτάζω καλύτερα και ανακαλύπτω οτι είναι εκείνη που γνωρίσαμε τις προάλλες στο Σάσεξ. Του κάνω νόημα από απόσταση, με βλέπει –πλησιάζει.
«Τι παίζει κολλητέ; Μας προέκυψε αίσθημα;» ρωτάω.
«Και λίγα λες. Βρες μου δήμαρχο να παντρευτώ επιτόπου», απαντάει.
«Κούλαρε αδερφάκι! Κι εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι!»
«Εσύ είσαι κακομοίρης, γι΄αυτό. Παντρεύομαι σου λέω –ξύπνα!»
Ξύνω το κεφάλι μου, αλλά παραμένω κοιμισμένος.
«Πες μου τώρα όλο το κόλπο», τον παρακινώ.
«Η Αλίσια είναι Γιουγκοσλάβα», μουρμουρίζει.
«Μπράβο στον Τίτο και να μας ζήσει ο Υπαρκτός!» πανηγυρίζω.
«Ρε ηλίθιε, η βίζα της θα λήξει όπου νάναι –δε με πιάνεις;»
«Εντάξει, η βίζα της θα λήξει και θα πρέπει να γυρίσει στη μαμά της –αν έχει! Εμάς γιατί μας κόφτει το όλο θέμα;»
«Επειδή δεν θέλουμε να φύγει από τη χώρα η Αλίσια...»
«Πως κι έτσι;»
«Επειδή αν φύγει μπορεί να μην ξαναγυρίσει....»
Τον αγκαλιάζω, πλησιάζω το αυτί του.
«Την πήδηξες;» ρωτάω.
«Ναι αμέ».
«Ε, άστη να πάει στο διάολο! Τι μπλέκεσαι;»
«Επειδή την αγαπάω ρε!» διαμαρτύρεται ο Στάθης.
«Εντάξει, δεν είναι τίποτα. Όταν πηδήξεις την επόμενη θα σου περάσει», τον πληροφορώ.
«Άλφα, δεν θέλω να μου περάσει και βήτα, είσαι εντελώς καργιόλης!» τινάζεται ο Στάθης.
«Καλύτερα καργιόλης παρά θύμα της κάθε τουρίστριας που ψάχνει τρόπο να βγάλει άδεια παραμονής», απαντάω.
«Άντε γαμήσου!» φορτώνει ο Στάθης.
«Ευχαρίστως!» χαμογελάω. «Έχει καμιά φίλη η Αλίσια να μου συστήσεις;»
Εκείνη τη στιγμή μας πλησιάζει η κοπέλα.
«Χάι» μου χαμογελάει.
«Χάλι!» απαντάω.
«Λαβ, γουί χαβ του γκόου», ψιθυρίζει στον Στάθη.
«Εμείς θα την κάνουμε», μου λέει εκείνος.
«Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις!» κοροϊδεύω.
«Καλύτερα!» λέει ανασηκώνοντας τους ώμους. «Έτσι κι αλλιώς δεν έχω μουστάκι».
Και έχει δίκιο καθότι ο Στάθης καστανός προς το ξανθομπάμπουρας –τον κοροϊδεύαμε στο λύκειο όταν σφαζόταν προσπαθώντας να μας πείσει οτι το χνούδι του είναι κανονικά, αντρικά γένια.
«Μπάι», μου χαμογελάει η Αλίσια.
Μένω να τους κοιτάζω, ακουμπισμένος στην ανοιχτή τζαμένια πόρτα, αμίλητος.
«Όσο το ζευγάρι κατευθυνόταν προς τη Μπιούικ του, δυο αηδόνια πέταξαν μακριά από το παρμπρίζ, το ένα τιτιβίζοντας σε μια ελάχιστα γνωστή διάλεκτο που χρησιμοποιούν οι καρδερίνες και το άλλο μιξάροντας την κραυγή του σπουργιτιού με κάποιες συγχορδίες δανεισμένες από τους τρυποκάρυδους. Για αιώνες τα αηδόνια κυνηγούσαν έντομα και σκάλιζαν το έδαφος για σπόρους, άλλα όταν τα αυτοκίνητα άρχισαν να κυκλοφορούν σωρηδόν στους δρόμους του Νότου, ανακάλυψαν οτι μπορούσαν να δειπνήσουν πολύ πιο άνετα, απλώς μαζεύοντας πεθαμένα έντομα από τα παρμπρίζ των παρκαρισμένων αμαξιών. Αηδόνια. Μετατρέπουν τη μοντέρνα τεχνολογία σε ιδιοσυγκρασιακό τους πλεονέκτημα. Ανακαλύπτουν καινούργια κόλπα για να αυξήσουν την εκφραστική τους γκάμα. Καλλιτέχνες!» τον ακούω να ψιθυρίζει στο αυτί μου.
Μορφάζω νευριασμένος –μερικές φορές είναι ανυπόφορο να ζεις με ξενιστές.
Ο Ιντζές στέκεται παράμερα –πίνει και συνωμοτεί με κάτι παλιοτόμαρα, τον αποφεύγω. Λίγο πιο κει είναι ο Ζόμπι σκεπτικός.
«Τι γίνεται ρε άτομο;» τον πλευρίζω.
«Αυτή την κασέτα την ξέρω απέξω...» μιλάει σχεδόν στον αέρα. «Μετά έχει το Κίλινγκ Μουν».
«Και στη συνέχεια;»
«Έκο Μπιτς».
«Και μετά;»
«Γκοστ Τάουν».
«Με εντυπωσίασες μπαγάσα!» διαπιστώνω. «Αρκεί βέβαια όλα αυτά να ισχύουν...»
«Έτσι όπως τα λέω είναι. Αυτή την κασέτα την ξέρω απέξω...»
«Ποιος την έχει γράψει;» ζητάω να μάθω.
«Εγώ», λέει αφηρημένα.
Γελάω.
«Κομμάτι –κομμάτι, απέξω...» συνεχίζει τη μουρμούρα του ο Ζόμπι.
«Εντάξει, το καταλάβαμε!»
«Και δεν πρόκειται να την ξανακούσω!»
«Τώρα... μήπως παραλογίζεσαι; Αφού εσύ την έγραψες, τα έχεις τα κομμάτια!»
«Ναι, αλλά εδώ ακούγονται αλλιώς...»
«Ε, που ξέρεις; Μπορεί ο καινούργιος ιδιοκτήτης να βάζει την ίδια μουσική...»
Με κοιτάζει λες και ξέχασα να φορέσω το παντελόνι μου φεύγοντας από το σπίτι.
«Ξέρεις ποιος παίρνει το μαγαζί;»
«Ποιος;»
«Ο Βάκης!»
«Βάκης; Ο γνωστός;»
«Ναι»
«Ο Σερίφης;»
«Ναι ντε!»
Μιλάμε για σίχαμα κανονικό! Τον τύπο τον ξέρω από παιδί, διπλανά είναι τα σπίτια μας. Τρία χρόνια μεγαλύτερός μου, αξιώθηκε να ζήσει στην εποχή των Μεγάλων Μαχαιριών –Τζίμης ο Έλβις, Μπιλ Στρατοκάστερ, Τζώννυ Τάραμας, Νίνο, Φώτης ο Πεταλούδας, Ίντι –τέτοιοι τρομακτικοί τύποι. Εμείς, πιτσιρικάδες τότε, αποφεύγαμε να κυκλοφορούμε στους δρόμους –με το που έπεφτε βράδυ μαζευόμασταν έξω από τα σπίτια μας επειδή, αν σε πετύχαινε κανένας από αυτούς στην πλατεία της συνοικίας υπήρχε περίπτωση να σου κάνει οχτάρια τις ζάντες του ποδηλάτου, ή να σε βάλει να ρουφήξεις 5-6 κουτάκια μπύρα, έτσι για να σπάσει πλάκα. Μια φορά είχανε στριμώξει το Στάθη, έφευγε από το σπίτι μου με το ποδήλατο για να πάει στο δικό του –ίσως ήθελαν να κάνουν φιγούρα σε τίποτα αλανιάρες, του είπανε τότε να πάνε τις κόντρες, ο Έλβις με την Καβασάκι του κι ο Στάθης με το ποδήλατο. Και ο νικητής τα παίρνει όλα. Είχε ένα Μερσιέ αγωνιστικό ο Στάθης, ακριβό κομμάτι όσο να πεις –αλλά δε μάσησε. «Να τα πάμε ρε μάγκα», είχε πει. «Αλλά, άμα σου βαστάει, καβάλα εσύ το Μερσιέ να πάρω εγώ την Καβασάκι –έχεις άντερα;» Τούρκος είχε γίνει ο Τζίμης ο Έλβις, αλλά δέχτηκε –δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ξεκινάνε, που λες, έξω από την εκκλησία, στα 100 μέτρα μπερδεύεται ο Στάθης που μόνο παπιά ήξερε να οδηγεί, κουμπώνει καρφωτή μια ταχύτητα, του φεύγει σκορτσάροντας η Καβασάκι καταμεσής στην άσφαλτο. Πετάει το ποδήλατο ο Τζίμης και τρέχει τραβώντας τα μαλλιά του –παρατάει την πεσμένη μηχανή ο Στάθης, τρέχει κι αυτός να γλιτώσει το ξύλο. Τελικά πρόλαβε να φτάσει σπίτι του, αλλά το επόμενο πρωί βρήκε το Μερσιέ του έξω από την πόρτα με τις ζάντες οχτάρια. Αυτό ήταν η αιτία που πήγαμε για πρώτη φορά στο μαγαζί του Μπιλ του Χοντρού, ξέραμε οτι το είχαν στέκι –μαζευτήκαμε η παρέα, Στάθης, Σόλωνας, Θωμάς, οι δυο Βαγγέληδες κι ας ήταν μεγαλύτεροί μας, η αφεντομουτσουνάρα μου χεσμένος μέχρι καλτσοδέτα... Πηγαίναμε να ζητήσουμε το λόγο –κατάλαβες;
Θυμάμαι οτι μπήκα τότε, πρώτη φορά στο μαγαζί, σα χριστιανός στα Ιεροσόλυμα –αν με ρωτούσες θα σε διαβεβαίωνα οτι τα καζανάκια στις τουαλέτες έτρεχαν αγιασμό. Ο Μπιλ μας είχε κόψει πριν καν ανοίξουμε την πόρτα, τεντώθηκε πίσω από τη μπάρα και φώναξε –«παράγγειλε κανένας τσιγάρα από το περίπτερο;» Και μετά –«μπούληδες, δεν παράγγειλε κανένας τίποτα εδώ μέσα –αμολάτε, μην τύχει και πέσετε πάνω στην αδερφή σας που χερουκλώνεται πριβέ».
«Ωραία τα λες -πιάσε τώρα έξι μπυρόνια παγωμένα και μπουκαλίσια», είχε ξηγηθεί ο Σόλωνας που ήταν ο πιο ετοιμόλογος απ΄όλους μας.
«Ξου από ΄δω χάμω ρε ανήλικα!» είχε φορτώσει ο Μπιλ, έτοιμος να μας πλακώσει στις γρήγορες με τη σφουγγαρίστρα.
«Δώσε στα παιδιά ότι γουστάρουν –κερασμένα από μας», είχε χωθεί ο Ίντι (καλή του ώρα).
Να μη στα πολυλογώ, εκείνη τη μέρα γίναμε δεκτοί στο μαγαζί του Μπιλ του Χοντρού, επειδή τα Μεγάλα Μαχαίρια κατάλαβαν οτι είχαν κάνει μαλακία με τον Στάθη και ήθελαν να επανορθώσουν. Φυσικά για να πληρώσουν τις ζάντες του Μερσιέ, ούτε λόγος –τη βγάλανε καθαρή με ένα κέρασμα και πάλι «δόξα τω θεώ» να λέμε.
Θέλω να καταλήξω οτι εκείνη την εποχή αξιώθηκε να ζήσει ο Βάκης, συνομήλικος των Μεγάλων Μαχαιριών κι ο άνθρωπος πήγε και γράφτηκε στην ΚΝΕ! Κυκλοφορούσε με μοντγκόμερι απ΄αυτά με τα ξύλινα κουμπιά, τον βλέπανε οι γάτες και πνιγόντουσαν με τα ψαροκόκαλα. Όταν τελείωσε, με τα χίλια ζόρια, το γυμνάσιο (λύκειο δεν υπήρχε ακόμα) πήρε μεταγραφή κατά ΠΑΣΟΚ μεριά, του βρήκαν αμέσως δουλειά -μπαλαντέζα στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Αντρέα, ρεσεψιόν στα γραφεία της κλαδικής, τέτοια πράγματα. Με τον καιρό, κατέβηκε κοινός υποψήφιος ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ στις δημοτικές, βγήκε δήμαρχος και πήρε τον Βάκη στο Δήμο. Αρχικά σοφέρ, μετά δημοτικό αστυνομικό –εξ ου και «Σερίφης». Κυκλοφορούσε ο αρχίδης με μια καραγκιοζίστικη στολή και πούλαγε μούρη στις μεσόκοπες –άτομο απολύτως της καρπαζιάς. Και τώρα θα μαγάριζε το μαγαζί του Μπιλ του Χοντρού –δε γίνονται αυτά τα πράγματα αδερφέ μου! Που στο κέρατο κρύφτηκε η δικαιοσύνη;
«Αποκοιμήθηκες όρθιος;» με σκουντάει ο Ζόμπι.
«Όχι –εντάξει. Πάω για μπύρα», του απαντάω αφηρημένα.
«Γιατί μας αδειάζεις έτσι ρε Μπιλ;» τον ρωτάω.
Με κοιτάζει σκοτωμένος κανονικά.
«Τι θες ρε μαλακισμένο;» αγανακτεί.
«Θέλω το στέκι μας ρε φίλε. Εδώ φάγαμε τα νιάτα μας, πως πας και το δίνεις τώρα στο Βάκη; Στο Βάκη ρε πούστη; Δεν έχεις καθόλου φιλότιμο;»
Κατεβάζει με φόρα την πετσέτα που κρέμεται στον ώμο του, λες και ο πάγκος έχει μύγες για σκότωμα –σκύβει κιόλας, ο μισός έξω από τη μπάρα.
«Άκου κάτι επιστήμονα. Το μαγαζί το κάνω ότι γουστάρω –μπουρλότο του βάζω, ξηγηθήκαμε; Στον πούτσο μου αν ήταν στέκι σας, να πάτε αλλού μαλακοκάβληδες! Τόσα χρόνια δουλεύω και όλο μέσα μπαίνω, δραχμή δε βγάζω!»
Με παίρνουν τα σάλια του κατάμουτρα όσο φωνάζει.
«Εντάξει γαμώτο –το μαγαζί είναι παθητικό! Πούλα το, θα μας λείψει η χαμογελαστή σου φάτσα, αλλά τέλος πάντων... Όμως αδερφάκι μου χάθηκε ο κόσμος να βρεις κάποιον κανονικό άνθρωπο; Στο Βάκη πήγες και το ‘δωσες;»
«Αυτός μου τα ‘σκασε –τι γουστάρεις τώρα;»
«Κι αν σου έσταζε λίγα φράγκα παραπάνω για να σου τον σφυρίξει τιμής ένεκεν, τι θα έκανες ρε Μπιλ; Θα κατέβαζες επιτόπου τα σώβρακα;»
Με κοιτάζει ίσα στα μάτια και, για κάποιο περίεργο λόγο, δείχνει ήρεμος.
«Πάρε τη μπύρα σου και ξεκουμπίσου», λέει στο τέλος.
Κι αυτό ακριβώς κάνω. Από τα ηχεία η Μάρθα λέει για την Παραλία της Ηχούς και οι Τηγανίτες τη ντουμπλάρουν ασύστολα.
Αλλά εκεί κόβεται το κομμάτι –απότομα.
Κοιταζόμαστε μεταξύ μας αμήχανοι, δεν είναι η πρώτη φορά που τα φτύνει το καβουρντιστήρι του Μπιλ, αλλά ψυλλιαζόμαστε οτι κάτι διαφορετικό παίζεται.
«Άστο γαμώτο! Έχει Γκοστ Τάουν μετά!» διαμαρτύρεται ο Ζόμπι.
«Φύγετε όλοι από δω μέσα!» γαβγίζει ο Μπιλ.
Καθόμαστε κερωμένοι, αναποφάσιστοι.
«Άντε στα τσακίδια ρε! Φυγέτε, κλείσαμε!» ουρλιάζει ο Μπιλ.
Κάτι παιδιά πάνε να του μιλήσουν, σε εντελώς ΟΗΕ στυλ αλλά ο άνθρωπος είναι σκαλωμένος.
«Όλοι έξω! Τώρα!» επαναλαμβάνει σταθερά.
Βγαίνουμε λοιπόν, κουρδισμένοι σα στρατιωτάκια –τι να κάνουμε; Μένω με τους τελευταίους, κοιτάζω πίσω από τη μπάρα, ο Μπιλ κάτι ψαχουλεύει με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα.
Κι εμείς στεκόμαστε απέξω, μερικοί κάθονται στους σαραβαλιασμένους ξύλινους πάγκους, δεν έχουμε που αλλού να πάμε –κατάλαβες; Από το μαγαζί κάτι ακούγεται, στήνουμε αυτί.
«Τι είναι αυτό μαλάκα μου;» φρικάρει πρώτος ο Μάριος.
«Κάτι μου ρίξανε στο ποτό μου, αποκλείεται να ακούω καλά!» διαπιστώνει ένα παιδί δίπλα μου.
Μέσα, το μαγαζί πλημμυρίζει στο μπουζούκι! Ακουμπάω ασυναίσθητα το αυτί στο τζάμι, πιάνω τους πρώτους στίχους, το δέρμα μου χαράζεται από τη φωνή της.
«Ζόρικος κρεμανταλάς ο καιρός που κουβαλάς,/ η ζωή σου μια νταλίκα με μπαγάζια και με ΙΚΑ./ Τώρα απόχτησες καβούκι και αμάξι σπορ μοντέλο/ τώρα σκάλωσες στο λούκι κι είσ' αλλιώτικο καπέλο».
Ανάβω τσιγάρο προσπαθώντας να συνέλθω κι εκείνη περνάει ανελέητα στο επόμενο κουπλέ.
«Η ζωή σου ντούμπλε-φας, μέσα κι έξω τη φοράς,/ η καρδούλα σου γκαζιέρα δίχως γκάζι και αγέρα./ Μες στο κόλπο είσαι χωμένος και γλιτώνεις παρά τρίχα,/ τώρα είσαι βολεμένος και σου κόψανε το βήχα».
Κοιτάζω τότε μέσα από το τζάμι, η φιγούρα του Μπιλ στη μέση του σκοτεινού μαγαζιού –προσπαθώ να διακρίνω τι γίνεται. Και τον βλέπω εκεί πέρα, με τα χέρια σηκωμένα, πλάγια στο ύψος των ώμων, το κεφάλι κρεμασμένο στο στήθος, καπνός μπροστά του, μάλλον κάποιο τσιγάρο. Βλέπω εκεί πέρα τον Μπιλ μαρμαρωμένο.
«Κι αν θυμάσαι τα παλιά, ψέματα και μπλα μπλα μπλα,/ η μαγκιά σου ναφθαλίνη με κασμίρι και λουστρίνι./ Τώρα κάνεις μαύρη πλάκα κι όλο τρως απ' την κουτάλα,/ τώρα μάγκωσε η φάκα και σε κλείσανε στη γυάλα».
Όταν σταματάει η μουσική, αφήνει τα χέρια να πέσουν ξεψυχισμένα, δεν κουνάει από τη θέση του για ώρα πολλή –μέχρι το τσιγάρο να σβήσει, απ΄όσο τουλάχιστον διακρίνω.
Γυρίζω να κοιτάξω τα παιδιά, βιαστικές ματιές –λες και μόλις κατεβάσαμε το φέρετρο στον λάκκο. Μερικοί φεύγουν βιαστικά, άλλοι περπατάνε άσκοπα στο πεζοδρόμιο.
«Θα τον περιμένεις;» ρωτάει ο Μάριος.
«Έτσι είναι το σωστό», ψιθυρίζω.
«Τι σημαίνει αυτό; Οτι είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις το Μπιλ σ΄αυτή την κατάσταση;» γελάει εκείνος.
«Άλλο εννοούσα», δικαιολογούμαι αμήχανα.
«Πάμε παραλιακά, έρχεσαι;» ρωτάει ο Μάριος.
«Μπα –είμαι για σπίτι», μουρμουρίζω.
Εκείνη τη στιγμή γίνεται ένας φοβερός σαματάς, κοιτάζουμε όλοι προς τα μέσα και βλέπουμε οτι ο Μπιλ έχει βάλει σημάδι την κάβα του. Ανοίγει το ψυγείο, παίρνει μπουκάλια μπύρας και τα πετάει κουτουρού, βλέπουμε γυάλινους πάτους να εκτοξεύονται στον αέρα. Κοιτάζουμε από τα τζάμια όσο γίνεται της Κορέας μέσα στο μαγαζί.
«Τον έτσουξε πολύ που του το παίρνουν», λέει ο Μάριος.
«Τι εννοείς;» ζητάω να μάθω.
«Για το Δήμο λέω. Ήρθαν και του ακύρωσαν την άδεια λειτουργίας –δεν τα ΄μαθες;»
Μένω κάπως κάγκελο.
«Γι΄αυτό το πουλάει στο Βάκη, ποιος άλλος θα αγόραζε μαγαζί χωρίς άδεια;» εξηγεί ο Μάριος.
Κοιτάζω πάλι μέσα, ο Μπιλ έχει στοκ να σπάει μέχρι το πρωί και δεν τον κόβω πρόθυμο να σταματήσει.
«Φεύγουμε», ειδοποιεί ο Μάριος.
«Στ΄αρχίδια μου», απαντάω.
Νιώθω οτι χρωστάω ένα «συγνώμη» αλλά δεν έχω τα κότσια να ξαναμπώ εκεί μέσα. Άλλωστε μας κέρασε από μόνος του, την τελευταία μπύρα και το τελευταίο τραγούδι. Αρκούν αυτά.
Σέρνω λοιπόν τη μηχανή στο δρόμο προς το σπίτι, φοβάμαι να ανέβω και να τη βάλω μπροστά, φοβάμαι να κάνω θόρυβο –μην ξυπνήσω τίποτα πεθαμένα κορίτσια με φιδίσια μαλλιά. Επειδή η ζωή είναι η λαχανιασμένη προσπάθεια να γυρίσεις σπίτι σου, ακολουθώντας σκοτεινούς, κακόφημους δρόμους, από εκεί που σε άφησε το τελευταίο λεωφορείο και προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξεχάσεις οτι είσαι άστεγος.
Όπου κι αν φτάσεις, όποτε κι αν φτάσεις την έχεις άσχημα φιλαράκο –γι΄αυτό βιάσου.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
25 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Α ρε boy, πάλι μας έφτιαξες. Πολύ έξυπνη η σκέψη με τον virtual φίλο-φωνή συνείδησης, με άρεσεύ πολύ σε λέω.
Και εξίσου καλή η σκηνή με τον Μπιλ. Ο τύπος, ο οποίος υποθέτω υπήρχε, πρέπει να είχε πραγματικό κουράγιο να σας αντέχει. Αλλά λύγισε τελικά. Το βγαλε, το είπε με το τραγούδι του, το φώναξε με την καταστροφή του. Μπράβο του του τυπά για την υπομονή του.
Πολύ καλό επεισόδιο boy, πάρα πολύ καλό. Ευχαριστώ.
το θυμάσαι το "echo beach" ρε;
Σωτήρη, για την ακρίβεια ο βίρτουαλ φίλος είναι ο Τομ Ρόμπινς (το έχει το χούι ο ήρωας να μιλάει με τους "Υπεράνω" -σε κάποιο προηγούμενο κομμάτι μιλάει με την Αυτού Εξοχότητα τον Ρέιμοντ Τσάντλερ). Και για την ακριβέστερη ακρίβεια (για να μην ξεχνάμε και τα κρέντιτς) εδώ δεν υπάρχει ολόκληρος ο Ρόμπινς -υπάρχει μόνο το βιβλίο του Skinny legs and all -ο Χορός των 7 πέπλων νομίζω στην ελληνική μετάφραση.
Ο Μπιλ και βέβαια υπήρχε, αλλά το δύσκολο δεν ήταν να αντέξει όλους αυτούς -το δύσκολο ήταν, όλοι αυτοί, να τον αντέξουν, χεχε. Μέχρι σήμερα δεν έχω ξαναδεί πιο βλοσυρό άνθρωπο -αλλά το τρομακτικό ήταν με τι γέλαγε! Άστα να πάνε! Όταν έδωσε το μαγαζί του (όπως ακριβώς περιγράφεται στην ιστορία), μάθαμε οτι μπάρκαρε -είχε πάντα ναυτικό φυλλάδιο και μάλλον έτσι έγινε. Κανείς δεν ξέρει.
Λύκε, ναι θυμάμαι το Έκο και τη Μάρθα και τις Τηγανίτες της, θυμάμαι και εκείνο το νυμφίδιο των Μπάου Ουάου Ουάου, θυμάμαι και την άλλη την αλανιάρα των Τρανσβίζιον Βαμπ. Για την τελευταία μάλιστα γινόταν ένας διαγωνισμός -όποιος κέρδιζε, ερχόταν η ξανθιά σπίτι του, του έσπαγε την τηλεόραση και του αγόραζε καινούργια! Ωραία πράγματα!
Mia kai milame gia Robbins, pws pairnw diarkeias gia to "ghpedo"?
"Even cowgirls get the blues" h "Trypokarydo"?
έεεεετσι... αλλά άμα ανοίξαμε το κουτάκι με τις αναθυμίσεις, εγώ θα βάλω το χέρι μου μέσα και θα τραβήξω Madness και Nina Hagen και Debbie και την 2 tone records...
οι bow wow wow δεν μου λέγαν πολλά επειδή ήταν "project" του McLaren, τον οποίο ούτε γιά φτύσιμο!
transvision vamp, καλά που τους θύμισες να ψάξω, γιατί οι παλιές 90άρες κασσέτες μου δεν ξέρω που πήγαν και δεν έχω και που να τις παίξω αν τις βρώ...
fixit, "Jitterbug Perfume" θα έλεγα, αλλά άς σου πεί και ο έχων διατριβή επ' αυτού...
Fixit, ΑΣΥΖΗΤΗΤΙ Τρυποκάρυδο. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο Τρυποκάρυδος είναι το μακράν καλύτερο βιβλίο του Τομ και οι Καουμπόϊσσες το χειρότερο. Και αυτό το Τζίτεμπεργκ, το Άρωμα του Ονείρου ελληνιστί, είναι το αμέσως επόμενο καλύτερο βιβλίο του Τομ μετά τον Τρυποκάρυδο.
Λύκε, διαβάζω τώρα ένα βιβλίο to Pretty Vacant, αυτό εδώ:
http://www.amazon.co.uk/Pretty-Vacant-History-Phil-Strongman/dp/0752869477
Και έχω αλλάξει αρκετά γνώμη περί Μάλκομ. Εννοώ οτι όντως ο άνθρωπος ήταν κομπογιαννίτης, αλλά:
1. Είχε μια πολύ δυνατή προϊστορία με συμμετοχή σε αναρχικές οργανώσεις και στους καταστασιακούς.
2. Είχε φοβερή άποψη σχετικά με τα μουσικά ρεύματα. Ξεκίνησε με Νιου Γιουρκ Ντολς (μανατζάρισμα), έφτιαξε τους Πίστολς, μετά έβγαλε τον Άνταμ Αντ (χρόνια πριν εμφανιστεί το Μπλιτζ με τους Ντουράν και τους Σπαντάο), μετά έβγαλε Μπάου Ουάου Ουάου προμοτάροντας ανοιχτά τη μουσική πειρατεία και παρακινώντας τον κόσμο να αντιγράφει τους δίσκους σε κασέτες, τελικά έβγαλε τους Σιγκ Σιγκ Σπούτνικ χρόνια πριν τον Μέριλιν Μάνσον. Εντάξει, δεν ήταν κανένας Τσε Γκουεβάρα ο τύπος, μουσικός παραγωγός ήταν!
Ouf, mhn to les ki esy "kaoumpoises", san na les ageladoagorokoritsa akougetai :P
8a tsekarw lian syntomws.
gia kalytero vivlio toy Robbins ki egw 8a pshfiza mallon trypokarydo, an kai h proswpikh mou adynamia einai to skinny legs and all, h afhghsh mporei na einai ligo mysthria alla oi xarakthres apla den paizontai.
p.s. xeirotero de 8a lega to even cowgirls, panta yparxei kai to another roadside attraction
Δηλαδή να το λέω "Αγελαδοκόριτσα" σε κατευθείαν μετάφραση ρε Fixit; Χαχαχα. Πάντως οφείλω να πω οτι το χειρότερο του Ρόμπινς είναι 10 κλάσεις πάνω από το καλύτερο των περισσοτέρων διασήμων συγγραφέων (βλέπε Κνουτ Χαμσούν, Φίλιπ Ροθ, Νόρμαν Μέιλερ, Έρικ Μπλοχ, Σαλμάν Ρουσντί κ.λ.π. για Έλληνες ας μη μιλήσω.)
Raz, πας καλά; Το Ροόυντσαϊντ δεν είναι με την Αμάντα και το σάβανο του Χριστού; Βιβλιάρα κι αυτό! Εντάξει, όχι σαν τα άλλα δύο που λέμε αλλά φοβερό.
διαβασα δυο μαζεμενα καθοτι γαυδο 10 μερουλες, μαλλον προς τελειωμα παει ε;
Κουφάλα! 10 μέρες Γαύδο και το λες κιόλας! Πότε θα πήξεις εσύ ρε;
Ναι, 4-5 έχει ακόμα, για τόσο το κόβω. Όχι παραπάνω.
Ε κάνει μπαμ για Τρυποκάρυδο, δηλαδή χωρίς ερωτήσεις. Πάντως boy, εγώ προτιμώ τους Ανάπηρους με τη γιαγιά χακερόνι, αγιαχουάσκα, και τον πυροβολημένο Σουήτερς. Επίσης, με τον Robbins, είναι μάλλον τόσο αλλού σε σχέση με τους υπόλοιπους που συνήθως το βιβλίο της πρώτης επαφής δύσκολα πέφτει στην εκτίμηση από το επόμενο. Ένα κάποιο "σοκ" μπορείς να πεις. Τουλάχιστον έτσι την έπαθα με το Άρωμα.
Όπως και να 'χει, fixit τον τρυποκάρυδο τον έχω εδώ [και αρκετά ακόμα από Robbins -όχι καουμπόυσες, όχι Άρωμα, μου τα έχουν καβατζώσει], έχω καταλάβει πως κάπου εδώ τριγύρω κινείσαι [Mordor], δεν αποκλείεται να τα έχουμε πιει και παρέα. Στείλε εδώ mouthfulofspikes@gmail.com ένα τηλέφωνο για να βρεθούμε να σε εφοδιάσω.
Μπλιπ.
Άντε επιτέλους -δίκιο έχεις Cloud (πέρα από τον Ρόμπινς εννοώ), στην ίδια πόλη και στην ίδια σχολή είσαστε με τον Fixit. Άντε να πιείτε καμιά μπύρα -κρίμα είναι να μη γνωρίζεστε στην ίδια γειτονιά.
Υ.Γ.: Δικαίως σου αρέσουν οι Ανάπηροι επειδή είσαι μικρότερος από μένα. Εγώ Τρυποκάρυδο πρωτοδιάβασα και ήταν τότε διαφορετικές εποχές. Σήμερα μπορεί και να το έβρισκα κοινότυπο το βιβλίο επειδή έχει παίξει το θέμα του και το στυλ 1.000 φορές από τότε. Ξέρω 'γω...
Α, και το μόνιμο στέκι του Fixit το έχω δίπλα στα λινκ. "Στις θάλασσες του κόσμου"
αρχικά, το βιβλίο δεν το έχω διαβάσει, οπότε επιφυλάσσομαι
- αλλά -
ο άνθρωπος δεν είναι απλά κομπογιαννίτης, είναι ανεμούριο. Δεν αρνούμαι τις αναρχικές του καταβολές, εφόσων μου το λές, αλλά δεν μου λένε και κάτι, (έως τίποτα). Τον "Κόκκινο Ντάνυ" θυμάσαι που τον έβλεπες κάποτε και που είναι σήμερα; Τον Jerry Rubin; Εννοώ πως οι πράξεις είναι το κριτήριο της αλήθειας, και από πράξεις, διάολε, τον έχουμε δει τον McLaren.
Όσο για το μουσικό του αισθητήριο, δεν έχω να πώ τίποτα - σίγουρα είχε (και έχει; δεν τον παρακολουθώ) φοβερή άποψη και ιδέα και γνώση της μουσικής σκηνής - το ξόδεψε όμως ΚΥΡΙΩΣ γιά να βγάλει χρήμα. Και τους Pistols γιά να διαφημίζουν τα ρούχα της Westwood τους ήθελε, και τους Bow Wow Wow το ίδιο, και τι να πούμε γιά τις διαφημίσεις της British Airways που έκανε μαζί με τον Yanni; Μουσικό αισθητήριο; Τεράστιο! Αλλά μέχρι εκεί... και όπως είπες μουσικός παραγωγός ήταν, όχι ο Τσέ Γκουεβάρα. Αλλά υπήρξαν και άλλοι μουσικοί παραγωγοί που δούλεψαν σε κατάπτυστα είδη μουσικής (disco π.χ.) και δεν ήταν τόσο κολλημένοι με το χρήμα, ούτε τα γάμησαν όλα για το χρήμα. Μπράβο του γιά ότι ανακάλυψε, αλλά άμα δεν του έφερνε το $$$ που περίμενε κάθε φορά, πολύ αμφιβάλλω πως θα ασχολιόταν. Και αυτό είναι το χειρότερο στα μάτια μου - να υπάρχει ανανέωση και άποψη στην τέχνη, μόνο γιατί βγαίνει χρήμα από αυτές... έ, το πως δεν δούλευε στην EMI ή την Polydor είναι γιατί ήταν μοναχοφαγάς και ψωνάρα, όχι γιατί ήταν καταστασιακός και επαναστάτης... και ας μήν ήταν ο Τσέ... έκαστος εφ' ώ ετάχθη...
Καλά, 'ντάξει το ίδιο όπου φυσάει είναι κι ο Μπάουι κι ο Τόνι Βισκόντι και ένα σωρό άλλοι -το θέμα είναι να μυρίζεσαι τον αέρα πριν φτάσει η βροχή στο σπίτι σου. Εκεί παίζει η διαφορά μεταξύ ιδιοφυίας και των υπολοίπων που πάνε με το ρεύμα.
Να ξεκαθαρίσουμε όμως μερικά πράγματα, επειδή, βασικά δεν διαφωνούμε:
1. Το ότι όλα εκείνα τα παλικάρια (και βάζω μέσα από Μικ Τζάγκερ μέχρι Τζόνι Ρότεν) ενδιαφέρονταν να κονομήσουν δεν χωράει αμφιβολία. Απλά είχαν την παραξενιά να θέλουν να τα αρπάξουν με τον δικό τους τρόπο κι ο τρόπος τους εμένα μου άρεσε.
2. Το ότι κάποιος, κάποτε, έκανε κάτι σημαντικό (ηρωικό ίσως) δεν σημαίνει ούτε οτι ο κάποιος θα κάνει ΠΑΝΤΑ σημαντικά πράγματα, αλλά ούτε και οτι όταν ο κάποιος έγινε καραγκιόζης μειώθηκε η αξία του σημαντικού που κάποτε έπραξε. Λίγοι είχαν την τύχη να πεθάνουν νέοι και να μην ξεφτυλιστούν (να σβήσουν αντί να ξεθωριάσουν, που λέει κι ο Νηλ Γιανγκ). Οι υπόλοιποι... Εννοώ οτι ο Ντάνι, ας πούμε, είναι τεράστια μορφή λόγω του '68 και ο δημοτικός σύμβουλος Ντάνι του '88, ο οικολόγος Ντάνι του '98 ή ο πολεμοκάπηλος Ντάνι του '08 δεν μπορούν να λερώσουν τον παλιό Ντάνι. Εκείνον τον Ντάνι του ΄68 τον σέβομαι -τους άλλους Ντάνι, ούτε να τους φτύσω δε θέλω. Αλλά στην τελική, τον κάθε Ντάνιελ Κον Μπετίτ δεν τον παντρεύτηκα! Όσο μου κάνει είμαι μαζί του, όταν δε μου κάνει ας πάει να γαμηθεί.
3. Η ροκ μουσική υπάρχει σαν είδος λόγω τριών ανθρώπων. Πρίσλεϊ, Τζάγκερ, Ρότεν (ο τελευταίος μάλιστα έβαλε το τελικό καρφί στο φέρετρό της). Δεν λέω οτι ήταν οι καλύτεροι -λέω οτι ήταν οι επιδραστικότεροι. Το 1/3 της συγκεκριμένης Αγίας Τριάδας υπήρξε επειδή ο Μακ Λάρεν είχε τη διορατικότητα να του χαρίσει ένα ζευγάρι άσπρα παπούτσια με την προϋπόθεση να περάσει οντίσιον για τραγουδιστής ενός συγκροτήματος που είχε στα σκαριά. Αυτό εμένα μου αρκεί για να θεωρώ τον Μάλκομ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της μουσικής που ακούω.
ούτε εγώ διαφωνώ επί της ουσίας. απλά, τείνω να κρίνω τον καθένα από τη συνολική του στάση - τουλάχιστον όσο βγαίνει μπροστά και ζητά να τον προσέξουμε σαν παράδειγμα γιά κάτι. πολλοί λίγοι είναι και μένουν ήρωες μέχρι τέλους, αλλιώς όλοι μας ήρωες θα γινόμαστε και η λέξη δεν θα είχε αξία. Να πάρει ο διάολος, και οι DK γιά την κουτάλα φαγωθήκανε, δεν τους κάνει αυτό μικρότερης αξίας, όταν ήταν οι DK.
Αλλά ρε φίλε, σπουδαίος ο Ντάνυ τότε και μαλάκας τώρα, και του αναγνωρίζουμε το τι ήταν και βρίζουμε για το τί έγινε και όλα καλά - άν έβγαινε όμως να μου κάνει μάθημα περί επανάστασης σήμερα θα τον έφτυνα. Προσοχή, "μάθημα" όχι "ιστορική αναδρομή".
Γιατί το "εμείς στην εποχή μας" και το "εσείς σήμερα δεν" μου προκαλεί αναγούλα. Όπως επίσης και το "εγώ που ξέρω και είδα πολλά, ελάτε να σας πώ πως είναι το σωστό"
Συνεχίζουμε...
προφανώς άλλως ο Bowie του Station to Station και άλλος του Gasoline. Άλλο οι Stones του Altamont και άλλο οι Stones που τραγουδάν γιά τον Clinton. Αλλά αν πραγματικά ο McLaren είναι ανάλογη περίπτωση, έχω αμφιβολίες. Όπως είπα και πρίν, τέλειος μουσικός επιχειρηματίας, γνώστης της μουσικής σκηνής, άκουγε αυτό που οι άλλοι θα άκουγαν σε πέντε χρόνια, αλλά και τις ατομικές βόμβες επιστήμονες με μάστερ τις φτιάχνουν.
και υστερόγραφο...
προφανώς και όποιος δεν μας κάνει να πάει να γαμηθεί - παντρεμένος με την μουσική μπορεί να είμαι, με το κάθε συγκρότημα, όχι βέβαια
Κοίτα, εγώ γενικά δεν κρίνω -τα βαριέμαι αυτά τα πράγματα. Απλά αξιολογώ κάθε φάση χωριστά και πάντα σε σχέση με μένα. Και δεν δεσμεύομαι από τίποτα προηγούμενο για να αξιολογήσω τα επόμενα.
Βέβαια, τα μαθήματα τα αποφεύγω -από το γυμνάσιο και δώθε. Ούτε να παίρνω θέλω, ούτε να δίνω. Κι όταν ακούω "εμείς στην εποχή μας" και "εσείς σήμερα" απασφαλίζω κανονικά. Θεωρώ ότι ακολουθεί αυτές τις εισαγωγές εκ προοιμίου μαλακία.
Επίσης διαφωνώ. Ίδιοι ήταν οι Στόουνς και ο Μπάουι, από το Χάιντ Παρκ και τον Ζίγκι Στάρνταστ, μέχρι σήμερα. Απλά με το πέρασμα του χρόνου γινόντουσαν πλουσιότεροι. Και σε χρήματα ΚΑΙ σε εμπειρία.
Για το Μάλκομ, αυτό που λες κι εσύ -αυτό λέω κι εγώ. Η διαφορά είναι οτι οι επιστήμονες με τα μάστερ φτιάξανε την ατομική βόμβα και γι΄αυτό τους φτύνω ενώ ο Μάλκομ έφτιαξε τους Σεξ Πίστολς και γι΄αυτό τον σέβομαι. Για τη συγκεκριμένη του ενέργεια και για μια δυο άλλες -να εξηγούμαστε. Όχι για τα πάντα!
Κάτι παρανθετικό: μην υποτιμάς τη σημασία του ρουχάδικου του Μάλκομ και της Βίβιαν. Εκείνη την εποχή το ντύσιμο δεν ήταν μόνο θέμα μόδας, ήταν και θέμα σκληρής αντιπαράθεσης. Θυμίσου οτι στην Ελλάδα κόβανε οι μπάτσοι με το ψαλίδι τα τζιν των χίπηδων. Ε, την ίδια εποχή βγάλανε οι τύποι ρούχα σαδομάζο (σου θυμίζω οτι τότε ακόμα και η ομοφυλοφιλία ήταν απαγορευμένη νομικά), βάζανε το ναζιστικό αετό ανάποδα (σου θυμίζω το μίσος που τρέφουν οι Άγγλοι για τους Γερμανούς), γράφανε με στένσιλ στα μπλουζάκια "Κάποια μέρα θα ξυπνήσεις και θα είσαι μόνος σου" και άλλα τέτοια. Όσοι τα φορούσανε φλερτάρανε με τη βεβαιότητα να τους σαπίσουν στο ξύλο στην επόμενη γωνία. Δεν ήταν λοιπόν τόσο απλά τα πράγματα!
Για να τα λέμε όλα βεβαίως (σχετικά με το ρουχάδικο), τα πράγματα εκεί μέσα ήταν πανάκριβα -μόνο ο Ίγκυ Ποπ και άλλοι ροκ σταρς ψωνίζανε. Αλλά, στις συμμορίες της περιοχής ο Μάλκομ έδινε τζάμπα ρούχα (να μη σου αναφέρω τα ονόματα των συμμοριτών γιατί θα πέσεις στα γόνατα να προσκυνάς) και το σημαντικότερο: τα παιδιά έμαθαν εκεί πέρα να φτιάχνουν μόνα τους τα ρούχα τους, δεν ήταν τίποτα φοβερό να αγοράσεις υλικό από σεξομάγαζα, ούτε να κόψεις τα μπλουζάκια και να τα ξανασυνδέσεις με συνδετήρες ας πούμε.
Άρα μιλάμε για ένα φαινόμενο στο οποίο ο Μακλάρεν υπήρξε καταλύτης αλλά έγινε γρήγορα ανεξέλεγκτο επειδή υπήρχε κοινωνικό έρεισμα.
Εντάξει τώρα... το "κρίνω" είναι έκφραση, δεν θεωρώ τον εαυτό μου άγγελο-εκδικητή κραδαίνοντα ρομφαία! Ο λόγος που εγώ ψίλο-δεσμεύομαι από τα προηγούμενα είναι γιατί βλέπω μια συνέχεια στήν αντίληψη, θέση, πράξη των ανθρώπων και δεν νομίζω πως η λεοπάρδαλη μπορεί εύκολα να αλλάξει τις βούλες τις - ενίοτε το κάνει κι' αυτό, βέβαια...
Συμφωνούμε πως διαφωνούμε. Αν ήταν ίδιοι οι τσογλαναράδες Stones του Gimme Shelter με τους μεγαλεφτάδες Stones που τραγούδαγανε με guest την Christina Aguilera, τότε μας δουλεύαν από τότε. Δεν με απασχολούν τα λεφτά τους, και εγώ τους τα έσκασα άλλωστε, με απασχολεί το μήνυμα τους... και σήμερα τραγουδάνε "my name is called disturbance" και τραγουδάμε μαζί τους, αλλά μάλλον δεν θα "shout and scream, I'll kill the king, I'll rail at all his servants". Θα το έκαναν τότε; Μπορεί... μπορεί και όχι...
Τους αναγνωρίζουμε την εμπειρία, και υποκλινόμαστε στο τί φτιάξανε - όντως μέλη της αγίας τριάδας που ανέφερες παραπάνω - αλλά ας αφήσουν άλλους να διδάξουν πιά το νόημα του "Street fighting man".
Παρενθετικά, δεν υποτιμάω το ντύσιμο καθόλου. Και ξέρω και τις σφαλιάρες που πέφτανε μεταξύ teddies και punks στην Αγγλία, γνωρίζω και γιά το κόντυμα των τζήνς στην γλυκιά μας πατρίδα, (γιά να μην πάμε πιό πίσω και μιλήσουμε για ρεμπέτες και τον Πάγκαλο που τα έβαλε με την κοντή φούστα). Μόνο λέω αυτό που έλεγε και ο Johnny, και αυτός το ζούσε βέβαια, πως δεν χρειάζεται να πληρώσεις σαν χρυσά, ρούχα που μπορείς να φτιάξεις, (περιφραστικά, δεν μου έρχονται ακριβώς τα λόγια του). Στο Λονδίνο πήγες, έτυχε να δείς πόσο τα πουλάνε τα punk ρούχα στις ακριβές μπουτίκ; Γιατί εδώ που είμαι εγώ, τα ροκάδικα πουκάμισα στύλ 50's-60's που φόραγε ο Elvis, με τις πούλιες στην πλάτη και τα σχέδια στο στήθος, παίζουν στα 120 πράσινα... και ευτυχώς γιά το πορτοφόλι μου, όσο και να ψήνομαι να πάρω ένα, κρατιέμαι ακόμα...
η επίδραση του McLaren ήταν καταλυτική γιά το Punk, αλλά η όλη του πορεία και στάση από τότε, με κάνει να πιστεύω πως δεν πέτυχε, αλλά έτυχε... ok, ίσως κάνω και λάθος - κυρίως τα βιβλία που τον περιγράφουν σαν αμπλαούμπλα έχω διαβάσει...
Κοίτα -αυτό το Σάιν α λάιτ των Στόουνς, που τραγουδήσανε με την Αγκιλέρα και το παρακολούθησε ο Κλίντον το είδα σε σκηνοθεσία Σκορτσέζε και ανατρίχιασα. Κι όποιος το δει και δεν πέσει στα γόνατα με το μεγαλείο των ατόμων, απλά δεν έχει καμιά επαφή με ροκ μουσική.
Παρένθεση: με το που σκάει ο Κλίντονας του λέει ο θεός ο Κιθ Ριτσαρντς "Mr. Clin"
Δεύτερη παρένθεση: "Αλλά τι μπορεί να κάνει ένα αγόρι/ πέρα από το να παίζει σε μια ροκ εν ρολ μπάντα/ όταν στο Λονδίνο δεν υπάρχει καμιά θέση για έναν επαναστάτη του δρόμου;" Στρι φάιτινγκ μαν είναι αυτό.
Τουτέστιν μια ζωή τα ίδια λέγανε οι Στόουνς -συνεπέστατοι υπήρξαν.
Επί το ελληνικότερον: "Για ποια επανάσταση μιλάμε/ που δεν μπορώ όρθιος να σταθώ;" Παυλάκης Σιδηρόπουλος.
Περί Μάλκομ έκανα σαφή τη θέση μου. Σαφώς κεροσκόπος, σαφέστατα οπορτουνιστής, αλλά υπεύθυνος για μια μουσική επανάσταση. Σαφώς δεν πέτυχε και σαφέστατα έτυχε. Οι άνθρωποι είναι προϊόντα της κοινωνίας και όχι το ανάποδο.
Εκεί που πήγα τα πανκ ρούχα κάνανε 10 λιρίτσες έκαστο. Σε μπουτίκ δεν πήγα -πανκ και μπουτίκ δε μου κολλάνε με τίποτα. Και οι Μάρτενς που ήταν ακριβές, κάνανε ένα 70άρι το πολύ -εντάξει, δεν ήταν απλησίαστες.
Άρα, όλα καλά εκεί πέρα κι ο Ρότεν είπε κάποτε "δεν καταλάβατε ακόμα οτι σας κοροϊδεύουν;" Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ροκ που λέγαμε.
και έχω και τα mp3 από την τελευταία συναυλία, γιά να τον ακούω να το λέει live και να ανατριχιάζω... εσύ;
Ναι αμέ. Αμερική (Ντάλας;) -κι από κάτω να γιουχάρουν.
San Fran... Winterland Ballroom, 14.1.78
"You'll get one number and one number only, cause I'm a lazy bastard"...
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!