Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 24, 2009

3. Οι σφαίρες δεν πληρώνουν εισιτήριο μετ΄επιστροφής

Προηγουμένως:
1. "Που θα πας ρε ηλίθιε;"
2. Μαθαίνοντας τη Βέρα

Το ελικόπτερο βαρέθηκε να κωλοβαράει από πάνω μας, δεν άναψε τα προβόλια μέχρι που έφυγε, ίσως και να μη χρειαζόταν. Μπορεί αυτή τη στιγμή να ξεκινάγανε φορτσάτα τα περιπολικά, τα τζιπάκια και οι κλούβες, μπορεί σε λιγότερο από μια ώρα να μας ζώνανε τα φίδια. Κοίταξα ψηλά στον άδειο ουρανό, κοίταξα μπροστά στο χορταριασμένο σκοτάδι, κοίταξα πίσω στον έρημο δρόμο –παντού απελπισία. Αλλά είχα μια αναπάντεχη ιδέα –δεν μπορεί αυτά τα χωράφια να μη συνδέονταν με χωριό. Κάποιος χωματόδρομος σίγουρα, για να πηγαινοέρχονται οι άνθρωποι στα σπαρτά τους, κάπου, κάτι θα υπήρχε. Κόλλησα στο παρμπρίζ σα σκοτωμένη μύγα, προσπάθησα να δω εκεί έξω, βαρέθηκα μετά από λίγο και το παράτησα στην τύχη. Άνοιξα φώτα, τα επόμενα 10 μέτρα έμοιαζαν βατός χωματόδρομος, ξεκίνησα. Μετά τα μέτρα έγιναν 20, 30 –άρχισα να ελπίζω. Όταν σιγουρεύτηκα οτι ο δρόμος κάπου έβγαζε έσβησα πάλι τα φώτα, έκοψα ταχύτητα κι έβαλα την Άλφα Τζουλιέτα στο σούρσιμο. Πρέπει να πέρασε κάνα τέταρτο πριν αρχίσω να διακρίνω τις κωλοφωτιές του χωριού. Μου έδωσα συγχαρητήρια, ήμουν Ινδιάνος Κομάντσι –άσσος στις ανιχνεύσεις –βιάστηκα να γκαζώσω κι η μπροστινή ρόδα σφηνώθηκε σε μια λακκούβα. Ακινητοποιηθήκαμε. Μάρσαρα νευριασμένα χειροτερεύοντας την κατάσταση. Αν πηγαίναμε έτσι θα έβγαινε όλο το χωριό στους δρόμους με σημαιάκια να μας υποδεχτεί.
«Με όπισθεν θα βγεις», ψιθύρισε εκείνη από δίπλα μου.
Είχε δίκιο φυσικά. Ακόμα κι ένας ηλίθιος σαν εμένα θα το σκεφτόταν αν δεν είχε κυριευτεί από πανικό. Ήμουν πανικόβλητος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Επειδή εδώ δεν παιζόταν μονάχα το δικό μου κεφάλι, εδώ παιζόταν η ζωή της –έβλεπα τον πρόχειρο επίδεσμο να μουλιάζει στο αίμα κι έτρεμα καταλαβαίνεις;
Έκανα λοιπόν όπισθεν.

Κι είχα μείνει να την περιμένω εκεί πίσω, μισοκρυμμένος δίπλα στον τηλεφωνικό θάλαμο, δεν υπήρχε καμιά ένδειξη αλλά ήμουνα σίγουρος –κάποια στιγμή θα έβγαινε από το νεοκλασσικό. Μόνη ή με παρέα λίγο μ΄ένοιαζε. Άναψα καινούργιο τσιγάρο με την καύτρα του προηγούμενου, νυχτερινό κρύο, υγρασία από τη βροχή που είχε κόψει πρόσκαιρα, καθάριζε το πονεμένο μου κεφάλι αν και είχα ακόμα ζαλάδες, χασίματα, αστάθειες, μικροπράγματα. Μάλλον διάσειση, ήμουνα μαθημένος από τα ρινγκ, θα περνούσε με τον καιρό. Απλά έπρεπε να προσέξω μην την ξαναφάω στο ίδιο σημείο για κάνα μήνα μέχρι να έρθουν στα ίσα τους τα εγκεφαλικά μου φλούδια. Κάπως έτσι μου τα είχε εξηγήσει ο Γιατρός, ένας γεράκος που πέρναγε συχνά-πυκνά από τ’ αποδυτήρια, μάλλον κωλόμπος που φτιαχνόταν να μας παίρνει μάτι στα ντους. Αυτός μου είχε πει οτι τα χτυπήματα στο κεφάλι δεν είναι επικίνδυνα αν δεν είναι κοντινά μεταξύ τους, αν προλάβει ο εγκέφαλος να δημιουργήσει φρέσκια φλούδα δεν τρέχει κάστανο. Μετά είχε καθίσει στον πάγκο δίπλα μου κι εγώ του ντρέσαρα ένα μαλακό δεξί ντιρέκτ στο μηνίγγι και καλά για να δοκιμάσω τη θεωρία του αλλά στην πραγματικότητα επειδή φοβόμουνα μη μου πιάσει τον κώλο. Παρ’ όλες τις θεωρίες του Γιατρού το κεφάλι μου εξακολουθούσε να βουίζει και το τσιγάρο έκανε τα πράγματα χειρότερα –έψαξα κάπου πρόχειρα να κάτσω, βρήκα ένα παρτέρι. Κοίταξα το ρολόι μου από συνήθεια. 10 και τέταρτο μονίμως. Ένα φως έσβησε στον πάνω όροφο του νεοκλασσικού. Ρε λες; Έγινα όλος μάτια. Στη μέσα τσέπη του μπουφάν βάραινε το Βάλτερ, σκέφτηκα να πάω μέχρι το πορτ μπαγκάζ να πάρω τη Βέρα για συντροφιά αλλά με φρέναρε η ξεφτίλα. Φαντάσου να έσκαγε μύτη η γκόμενα και να μ’ έβλεπε σε στυλ περιπλανώμενος τροβαδούρος. Πολύ γέλιο!

Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα -τινάχτηκα. Πρώτα βγήκε ο μαλάκας της ο κουστουμάτος μπάτσος και μετά Εκείνη. Φαινόταν συννεφιασμένη, φαινόταν νευριασμένος. Σηκώθηκα καθαρίζοντας τη σκόνη από το τζιν μου, έσβησα το τσιγάρο στη χούφτα μου για να συνέλθω. Έσυρα τις μπότες μου προκλητικά, όσο νωρίτερα με βλέπανε τόσο καλύτερα. Παρ’ όλα αυτά χρειάστηκε να διασχίσω τη μισή πλατεία, ήμουνα λιγότερο από 20 μέτρα απόσταση όταν με κατάλαβαν. Ο μπάτσος έκανε δυο βήματα πίσω, μάλλον σκέφτηκε να ξαναμπεί στο σπίτι και να φέρει τον φουσκωτό του δικαστή αλλά κατάλαβε γρήγορα το ρεζιλίκι και σταμάτησε. Εκείνη μου χαμογέλασε σαν ξημέρωμα στην ακροθαλασσιά.
«Αφήσαμε μια κουβέντα στη μέση», της είπα χαμογελαστός επίσης. Το σκίσιμο στο μάγουλο με γάμησε κανονικά έτσι όπως τραβήχτηκε.
«Τι θες εσύ εδώ;» ρώτησε ο μπάτσος αρραβωνιάρης.
«Εεε, πως! Ολόκληρη μπύρα μου πληρώσατε, θα ήταν αγένεια να μην την πιούμε παρέα!» διαμαρτυρήθηκα.
«Πήγαινε μέσα εσύ», της είπε τότε ο μαλάκας.
Πολύ ωραίος! Να πάει μέσα η γκόμενα, να τη ρωτήσει ο μπαμπάκας τι τρέχει και να ξαμολήσει τα λυκόσκυλα!
«Δεν πάω πουθενά», του απάντησε καρφώνοντας τα τακούνια της στο πλακόστρωτο.
Εκείνη τη στιγμή βεβαιώθηκα –ότι κι αν πάθαινα για χάρη της, το άξιζε. Και θα έμενα να τη χαζεύω σαν ηλίθιος αν ο μπάτσος δεν την έσπρωχνε άγρια προς τα πίσω.
«Ακούς τι σου λέω; Τσακίσου μέσα!» τσίριξε μπαρουτιασμένος.
Δεν κατάλαβα για πότε βρέθηκε το Βάλτερ στο χέρι μου, πάντως το κούνησα απειλητικά προς το μέρος τους.
«Κάτσε φρόνιμα ρε αντρακλά μη σου ξυρίσω τ΄αρχίδια», μούγκρισα.
Ο μπάτσος σούφρωσε κάπως. Εκείνη σταύρωσε τα χέρια στο στήθος κοιτάζοντάς με.
«Για πλησιάστε και οι δυο σας», διέταξα.
Ο μπάτσος ξεκίνησε να έρχεται προς το μέρος μου, Εκείνη έμεινε ακίνητη χαμογελώντας. Καταπληκτική γυναίκα.
«Έλα κι εσύ ομορφούλα –δεν ήρθα μέχρι εδώ για να κάνω κόρτε στο τζιτζιφιόγκο σου», της είπα.
Πήγε να γελάσει αλλά το κράτησε.
«Πρόσεχε τα λόγια σου», ψιθύρισε ο μπάτσος.
«Μπα δε νομίζω –ο φιλαράκος από ‘δω μου δίνει το ακαταλόγιστο», απάντησα κουνώντας το Βάλτερ.
Εκείνη ξεκίνησε να πλησιάζει, σε λίγο έφτασε τον μπάτσο κι εγώ τους πήγα να καθίσουμε στο παρτεράκι ρομαντικά –ένα ζευγαράκι κι ο παρείσακτος, υπολόγιζα οτι θα είχα λιγότερο από 10 λεπτά για να γυρίσω την κατάσταση.
Κάτσαμε.
«Είσαι η δεύτερη σημαντικότερη γνωριμία της ζωής μου», της είπα νέτα-σκέτα.
Ο μπάτσος πήγε να μιλήσει αλλά τον αγριοκοίταξα.
«Και η πρώτη ποια ήταν;» ρώτησε Εκείνη.
«Καμιά σχέση», της εξήγησα. «Η Βέρα είναι εκτός συναγωνισμού, ρίχνει τις τούφες της στο πορτ μπαγκάζ, θα τη γνωρίσεις αργότερα».
«Δε μ’ αρέσει να έρχομαι πουθενά δεύτερη», διαπίστωσε.
«Σε κανέναν δεν αρέσει», παραδέχτηκα.
«Λοιπόν;» αναρωτήθηκε.
«Λοιπόν είναι δύσκολο να τα βάλεις με τη Βέρα αλλά σου εύχομαι καλή τύχη όπως και να ‘χει», γέλασα.
«Τι μαλακίες είναι αυτές;» γκρίνιαξε ο μπάτσος.
«Σκάσε ρε μη στην ανάψω!» θύμωσα. «Θα πάω μια βόλτα με την κοπέλα, έχουμε να πούμε τα δικά μας και δε γουστάρω αδιάκριτους», του εξήγησα αμέσως μετά. «Εσύ σαν καλό παιδί κάνε λίγο ποδήλατο μέχρι να γυρίσουμε, παίξε τίποτα βόλους, βολέψου όπως γουστάρεις».
Σηκώθηκα. Αν δεν ερχόταν μαζί μου θα την πυροβολούσα επιτόπου. Μετά θα σκότωνα το μαλάκα της και μετά μπορεί ν’ αυτοκτονούσα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τη χάσω τώρα που την είχα βρει.
Εκείνη σηκώθηκε, ευτυχώς. Με πλησίασε. Ευτυχώς.
«Γιατί πιστεύεις οτι θα έρθω μαζί σου;» με ρώτησε.
«Επειδή είσαι πολύ μικρή για να πεθάνεις και πολύ μεγάλη για να συμβιβαστείς», απάντησα.
«Που πάμε;» χαμογέλασε.
Την κοίταξα κι ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα γονατιστός σα χαζογκόμενα σε ζαχαρένια ταινία, αλλά κατάφερα να το σκάσω μόνο με μισό χαμόγελο. Πέρασα το χέρι μου κάτω από το δικό της, την τράβηξα κοντά μου –φάνηκα τόσο μαλάκας! Εντάξει, ήμουνα σίγουρος οτι δεν υπήρχε άλλη σαν αυτή, μόνο κάτι αρχαίες θεές του ασπρόμαυρου χρόνια τώρα πεθαμένες –αυτό όμως δεν ήταν λόγος να γυρίσω την πλάτη μου στον μπάτσο, ποτέ δεν γυρνάς την πλάτη σου σ΄έναν ρεζιλεμένο μπάτσο. Την τράβηξα κοντά μου, με το χέρι περασμένο κάτω από το δικό της, οι ώμοι μας τρίφτηκαν κι ένιωσα το άρωμά της, σαπούνι ανακατεμένο με άσπρα λουλούδια –τότε Εκείνη συσπάστηκε απότομα κι εγώ άκουσα τον κρότο. Την έσπρωξα δίπλα και στριφογύρισα σαν αλογάκι του Καρουζέλ, ο καργιόλης κρατούσε ακόμα το όπλο του αλλά έδειχνε να τα έχει κάπως χαμένα. Τον πυροβόλησα χωρίς δεύτερη σκέψη, ήθελα να του κόψω το χέρι κανονικά, αλλά το Βάλτερ κλώτσησε κι εγώ ένιωσα απότομα πολύ κουρασμένος. Το χέρι του κρέμασε σαν κατάρτι ναυαγίου, διαπίστωσα οτι δεν είχαν απομείνει πολλά πράγματα απ’ τη δεξιά πλευρά του λαιμού του. Έγειρε πλάγια σαν αποτυχημένος αρλεκίνος αλλά δεν είχα χρόνο ν’ ασχοληθώ, έτρεξα κοντά της, την αγκάλιασα.
«Είσαι καλά;» ούρλιαξα.
«Όχι και τόσο», ψιθύρισε.
Την γύρισα λίγο στο πλάι, είχε μια τρύπα το πουκάμισό της πίσω, στον αριστερό ώμο, δεν έτρεχε ακόμα αίμα. Τρέμοντας την έστησα απέναντί μου, η μπροστινή μεριά του πουκαμίσου έδειχνε άθικτη. Κοίταξα παραδίπλα ελπίζοντας μάταια, γιατί το ήξερα από την πρώτη ματιά. Η σφαίρα είχε μείνει μέσα -βλαστήμησα τη γκαντεμιά μας.
«Δεν είναι τίποτα», της είπα.
Ταυτόχρονα άγγιζα απαλά τις κλειδώσεις στον ώμο της ψάχνοντας για σπασίματα, δεν έδειχνε να πονάει.
«Πρέπει να φύγουμε από ‘δω», παρατήρησε.
Τη στήριξα πάνω μου, άρχισα να την τραβάω βιαστικά –πίσω μας άρχιζε το πανηγύρι, πόρτες άνοιγαν, κόσμος τσίριζε. Φτάσαμε στο νοικιασμένο μου αυτοκίνητο με τα χίλια ζόρια, την έβαλα μέσα, ξεκινήσαμε.
«Δεν το βλέπω να πηγαίνουμε πολύ μακριά», μουρμούρισε.
«Τώρα που σε βρήκα δε σε χάνω», είπα εγώ αλλά μετά είδα οτι κάπου αλλού είχε καρφωμένο το βλέμμα της και το ακολούθησα.
Το γαμημένο κόκκινο φωτάκι της βενζίνης ήταν αναμμένο – φάρος ολόφωτος στο καντράν. Βλαστήμησα μέσα από τα δόντια μου, πόσο μαλάκας τελικά;
«Πρέπει να βρούμε άλλο αμάξι», είπα.
«Στρίψε δεξιά και στο πρώτο αριστερά», ψιθύρισε.
Έκανα έτσι ακριβώς, πέσαμε σε μια ταμπέλα για αδιέξοδο. Μήπως τελικά η γκόμενα ήθελε να με δώσει στους μπάτσους μια ώρα αρχύτερα;
«Τι σταμάτησες ρε κορόιδο;» γέλασε εκείνη.
Αποφάσισα να περάσω την ταμπέλα, αν με δούλευε θα πέθαινε σε λίγα λεπτά.
«Πάρκαρε πίσω από το κόκκινο», μου εξήγησε.
Έτσι έκανα. Μετά Εκείνη άνοιξε την πόρτα και βγήκε, εγώ περίμενα.
«Εκεί θα κάτσεις;» ξεκαρδίστηκε.
Ήταν ακόμα ζεστή, όταν πάγωνε το τραύμα θα έχανε το χιούμορ της.
Βγήκα.
«Έχεις κατσαβίδι;» με ρώτησε.
Βρήκα ένα πρόχειρο στο συρτάρι του συνοδηγού.
«Άνοιξε το πίσω φως το αριστερό».
Δεν ξεκινήσαμε καλά, όλο διαταγές ήταν η γκόμενα! Αλλά ξεβίδωσα βιαστικά το πίσω φως κι ένα φρεσκότατο κλειδί έπεσε ανάμεσα στα πόδια μου. Βίδωσα πάλι το φως παίρνοντας το κλειδί.
«Είναι ενός παλιού γκόμενου, είχε κόλλημα μ΄αυτή τη Τζουλιέτα», μου εξήγησε. «Του τη φύλαγα του καργιόλη, πολύ σπαστικός με το αυτοκίνητό του», μουρμούρισε μάλλον στον εαυτό της αλλά εγώ το άκουσα.
Άνοιξα το πορτ μπαγκάζ της Άλφα Τζουλιέτα, μετά άνοιξα το πορτ μπαγκάζ του νοικιασμένου κι άρχισα να μεταφέρω την πραμάτεια μου.
Με περίμενε με τα χέρια δεμένα κόμπο.
«Ωραία βαλιτσούλα! Τα εσώρουχά σου έχεις μέσα;» ρώτησε.
«Κάτι καλύτερο», απάντησα.
«Κι αυτό τι είναι;» πετάχτηκε όταν με είδε να κουβαλάω τη θήκη της κιθάρας.
«Αυτή είναι η Βέρα», είπα θριαμβευτικά.
«Α, τόσο καλά!» ξεκαρδίστηκε.
Μετά μπήκαμε μέσα, η Άλφα Τζουλιέτα είχε τιγκαρισμένο το ρεζερβουάρ και πήρε μπροστά με την πρώτη σηκώνοντας τα πλακάκια απ’ τα πεζοδρόμια.
«Προχώρα ευθεία δεν είναι αδιέξοδο –έτσι τη βάλανε την πινακίδα», μου εξήγησε.
Κι εγώ γκάζωσα πέφτοντας με τα μούτρα στο τραυματισμένο όνειρο.

Η Άλφα Τζουλιέτα χαράκωνε τους δρόμους του χωριού με τα φώτα ορθωμένα, ψάχνοντας αμείλικτα στις κλειστές πόρτες, στις τζαμένιες προθήκες των μαγαζιών, ταράζοντας τον ύπνο των κακομοιραίων. Είχα βρει την κεντρική πλατεία, είχα βρει το κλειστό καφενείο, ήταν ζήτημα χρόνου να πέσω σ’ ένα ανοιχτό φαρμακείο. Πάρκαρα το αυτοκίνητο απέξω, της είπα να περιμένει κι άρχισα να τραντάζω την κλειδωμένη πόρτα. Στα δυο λεπτά ένας τσιμπλής εμφανίστηκε, έσκασε λίγο την κουρτίνα, με είδε, ξεκλείδωσε.
«Σώσε με πατριώτη, γεννάει η γυναίκα μου!» έκανα ξέπνοος, το έπαιξα μια χαρά επειδή είχα στ’ αλήθεια λόγο ν΄αγωνιώ.
«Η μαμή...» έκανε να μιλήσει.
«Ποια μαμή; Γιατρός υπάρχει;» τον έκοψα.
«Τέτοια ώρα...» μουρμούρισε.
«Πες το στο μπόμπιρα που αποφάσισε να μας βγει ξενύχτης!» τον διέκοψα και πάλι
«Στον πίσω δρόμο, στο 25 νούμερο», απάντησε τελικά.
«Δώσμου και τα σχετικά, γάζες -ιώδια, ψαλίδια, πάνες, ξέρω ‘γω...»
Τσακίστηκε να μ’ εξυπηρετήσει, είχα καταφέρει να τον αγχώσω τελικά.
«Μόνο επιδέσμους θα χρειαστείς και αντισηπτικό, αν και θα ΄χει ο γιατρός...» είπε.
Του πέταξα ένα εικοσάρι και την έκανα τρέχοντας.
«Πάμε στο γιατρό ομορφούλα», της εξήγησα.
«Δε φοβάσαι μη μας καρφώσει;» ρώτησε.
«Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση», τη διαβεβαίωσα. Και ήμουνα σίγουρος δηλαδή.

Το σπίτι του γιατρού ήταν συμπαθητικό για μπουρδέλο, μάλλον αγροτικός και πολύ φτωχό το χωριό –αυτό με βόλευε. Βγήκα, της άνοιξα την πόρτα, την πήρα αγκαλιά, φτάσαμε μέχρι το κουδούνι, κόλλησα το χέρι μου, κόντεψα να το τρυπήσω το σκατόπραμα. Κάτι καμπάνες ακούστηκαν ν΄αντηχούν μέσα στο σπίτι, συνέχισα να πιέζω το μπουτόν μέχρι ν’ απελευθερώσω όλα τα σκυλιά της κόλασης. Άκουσα βήματα, μετά κάτι που έσπαγε ανακατεμένο με βογκητό, μάλλον ο γιατρός είχε τρακάρει στο λαβομάνο. Περίμενα. Η πόρτα άνοιξε κι ένα ανθρωπάκι πατημένα 40 εμφανίστηκε. Καθάρισε τα στρογγυλά γυαλιά του κοιτάζοντάς μας.
«Κάνε πιο μέσα, είναι χτυπημένη», τον διέταξα.
Βιάστηκε να μεριάσει –κυρίως επειδή τον σημάδευα με το Βάλτερ όσο συγκρατούσα Εκείνη. Μπήκαμε, σαλόνι σκοροφαγωμένο –αλληθώρισα για να ελέγξω όλες τις πόρτες με μιας.
«Ζω μόνος μου», ψέλλισε το γιατρουδάκι.
Ήταν έξυπνο παιδί τελικά, θα βγάζαμε άκρη.
«Που να την πάω;» ρώτησα.
«Από δω», έδειξε.
Ξεκινήσαμε όλη η χαρούμενη παρέα, το γιατρουδάκι άναψε μια λάμπα γυμνή, ασφαλίτικη, στραβωθήκαμε στο άξεστο φως. Την ξάπλωσα στο ιατρικό κρεβάτι ο γιατρός πήγε να διαμαρτυρηθεί που δεν πρόλαβε να στρώσει χαρτί από κάτω, αδιαφόρησα.
«Εξέτασέ την», είπα.
Ο γιατρός της έκανε νόημα να γδυθεί από τη μέση και πάνω, εγώ χάζευα σα μαλάκας το δαντελένιο μαύρο σουτιέν κι όταν το ‘βγαλε μου κρέμασε το σαγόνι μέχρι πάτωμα.
«Θα την εξετάσεις ή θα πάρεις μάτι;» χώθηκα στον γιατρό.
Εκείνος βιάστηκε να τη βάλει μπρούμυτα, μετά άρχισε να λύνει τις γάζες, πλησίασα να δω. Μια πληγή σκέτη παπαρούνα με κοίταζε ορθάνοιχτα, το αίμα δεν είχε ακόμα ξεραθεί εκεί πέρα. Ο γιατρός πλακώθηκε μπας και του κόψει τη ροή. Καινούργιες γάζες, τσιμπίδες, άσπρη σκόνη... Έκανα παραπίσω, σταύρωσα τα χέρια, άφησα το Βάλτερ στο τραπέζι. Ο γιατρός άρπαξε μια σύριγγα και άρχισε να τη γεμίζει νερό, μετά τρύπησε κάποιο γυάλινο φιαλίδιο, ανακάτεψε το νερό με τη σκόνη και το ξαναρούφηξε.
«Θα της κάνω ένα παυσίπονο να ηρεμήσει», μου είπε.
«Κάνε οτι πρέπει, μόνο να ξέρεις οτι αν πάθει κάτι πέθανες», του εξήγησα.
Έδειξε να αδιαφορεί.

Μετά την ένεση με πλησίασε.
«Έχει σφαίρα μέσα της», είπε.
«Σώπα! Κι εγώ που νόμιζα οτι το έπαθε απ’ τη χαλάουα!» στράβωσα το στόμα.
«Καλά, εντάξει. Η σφαίρα όμως έχει μείνει μέσα και πρέπει να βγει. Να την πας σε νοσοκομείο αμέσως».
«Έλεγα πως θα την έβγαζες εσύ...» μουρμούρισα.
«Είσαι τρελός;» πετάχτηκε ο γιατρός.
«Ξέρω ‘γω; Μπορεί και να είμαι –θες να το ψάξουμε τώρα αυτό;» τον κάρφωσα κατάματα.
«Δεν γίνεται να της βγάλω εγώ τη σφαίρα, δεν είμαι χειρούργος», διαμαρτυρήθηκε.
«Κοίτα δόκτορα», είπα μετρώντας τα λόγια μου. «Έχω απέξω στο αμάξι μια βαλίτσα. Η βαλίτσα έχει μέσα πολλά λεφτά. Τι θα έλεγες να την ελαφραίναμε κατά 10 χιλιαρικάκια ας πούμε;»
«Μα δεν γίνεται...»
«Δώσε βάση επειδή μάλλον δεν με κατάλαβες», τον έκοψα. «Η μια περίπτωση είναι να της βγάλεις τη σφαίρα και να πάρεις 10 χιλιάρικα για τον κόπο σου. Η άλλη περίπτωση είναι να σου φτιάξω τρίτο μάτι στο κούτελο. Τι διαλέγεις;»
Άσπρισε, κόμπιασε, ένα μπαλάκι σάλιου εμφανίστηκε στην άκρη των χειλιών του.
«Θα κάνω οτι μπορώ», είπε παγωμένα.
«Λάθος. Θα την κάνεις καλά!» του εξήγησα.
«Ναι, εντάξει», είπε αφηρημένα.
Ή πολύ καλός επιστήμονας ήταν ή πολύ μαλάκας. Δεν είχα βγάλει ακόμα πόρισμα.

Χοροπήδαγε από πάνω της σαν καγκουρό -χοντρές στάλες ιδρώτα από το πρόσωπό του έπεφταν στην πλάτη της- σιχάθηκα κάπως αλλά έκανα υπομονή για χάρη της επιστήμης.
«Θα της κάνω τοπική αναισθησία, δεν έχω δυνατότητα για ολική», μου εξήγησε.
«Δεν πα’ να της κάνεις και περμανάντ; Το θέμα είναι να βγάλεις τη σφαίρα», μούγκρισα.
Κοίταξα στα πλάγια αριστερά του, όσο χώρο μου άφηνε η ξεκούμπωτη πυτζάμα του. Είδα το πρόσωπό της κάτασπρο, την είδα να κοιτάζει κάπου μακριά, πέρα από τον απέναντι τοίχο. Τρόμαξα επειδή έτσι κοιτάζουν οι ετοιμοθάνατοι. Πλησίασα.
«Πως είσαι;» τη ρώτησα.
«Μια χαρά –ούτε στο Σαλόν Κίττυ να ήμασταν!» χαμογέλασε ραγίζοντας το παγωμένο της πρόσωπο.
Μορφωμένο κορίτσι!
«Θα περιμένουμε λίγο για να δουλέψει η αναισθησία», μας ανακοίνωσε ο γιατρός κι έκανε μερικά βήματα πίσω.
Γύρισα προς το μέρος του, ακουμπούσε αφηρημένα το χέρι στο τραπέζι, δέκα πόντους παραδίπλα ήταν το Βάλτερ μου. Ανατρίχιασα, ξεκίνησα να τον πλησιάζω ύπουλα. Δεν χρειάστηκε όμως επειδή ο γιατρός έσπρωξε το όπλο απρόσεκτα, σα χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα. Παρ΄όλα αυτά εγώ το άρπαξα όσο πιο γρήγορα γινόταν.
«Είσαι περίεργη μούρη ντόκτορ», σχολίασα.
Χαμογέλασε ντροπαλά σαν κοριτσάκι.
«Απλά απεχθάνομαι τη βία», μου εξήγησε.
«Ναι κι εγώ τα μελάτα αυγά, αλλά αν ήταν να σώσω το κεφάλι μου όλο και θα σβούριζα κανένα από δαύτα», απάντησα.
«Θεωρείς δηλαδή οτι το δικό μου κεφάλι κινδυνεύει σ΄αυτή την υπόθεση;» γέλασε ο γιατρός.
«Αν πάθει τίποτα...» ξεκίνησα να λέω.
«Τώρα που λέμε για κεφάλια –θα με διευκόλυνε ιδιαίτερα να κρατάς το δικό της όσο δουλεύω. Δεν θέλουμε να κουνηθεί απότομα!» με διέκοψε ο γιατρός.
«Όχι δεν θέλουμε», επανέλαβα σα χαζός.
«Έχεις τσιγάρο;» με ρώτησε αμέσως μετά. «Το ‘χω κόψει εδώ και δυο χρόνια, αλλά για κάτι τέτοιες στιγμές χρειάζεται το άτιμο!»
Πέταξα το πακέτο και τον αναπτήρα μου στο τραπέζι, τον άφησα να κεραστεί πρώτος και μετά τράβηξα ένα για μένα. Βρεθήκαμε να καπνίζουμε εκεί πέρα σαν φιλαράκια.
«Λοιπόν; Τι άλλα νέα;» ρώτησα αδιάφορα.
«Όπως τα ‘ξερες», απάντησε ο γιατρός.
«Τι λέει η ζωή σ΄αυτό το κωλοχώρι;» ξαναπροσπάθησα.
«Τι λέει η ζωή γενικώς;» αναρωτήθηκε ο γιατρός.
«Βαθειά φιλοσοφημένος», παρατήρησα.
«Πάμε να κάνουμε τη δουλειά μας τώρα», μουρμούρισε ο γιατρός.

Η αλογοουρά της είχε λυθεί αφήνοντας γυαλιστερά μαύρα ρυάκια να γαργαλάνε τους καρπούς των χεριών μου, το μέτωπό της έκαιγε αλλά τα μάγουλά της ήταν πιο παγωμένα από τον θάνατο –κρατούσα το πρόσωπό της σα να ‘ταν φτιαγμένο από κινέζικο ριζόχαρτο –μέτραγα την ανάσα της με τη δική μου, άφηνα τις αναπνοές της να κυλήσουν με τις φλέβες μου. Δεν είχα ονειρευτεί έτσι την πρώτη φορά που θα την άγγιζα και το περίεργο ήταν πως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα οτι είχα τη δυνατότητα να ονειρεύομαι. Δεν είχα καταλάβει πως υπήρχε κάτι περισσότερο πίσω από τον λήθαργο. Που να είχε πάει όλη αυτή η κρυμμένη ζωή;
«Πονάς;»
«Εντάξει είμαι».
«Λίγο ακόμα θέλει».
«Μην τρέμεις, μη φοβάσαι –αντέχω».
Τα δάχτυλά μου φίδιασαν σε κάτι σαν χάδι, ένιωσα αμήχανα.
«Όχι ρε γαμώτο!» βόγκηξε ο γιατρός.
«Τι τρέχει;» αναστατώθηκα.
«Η σφαίρα...»
«Βγάλτην».
«Δε γίνεται!»
«Μη μου λες μαλακίες!»
«Είναι απ΄αυτές που σκάνε μέσα σου, έχει γίνει κομματάκια...» κλαψούρισε ο γιατρός.
«Σκατά», σκέφτηκα φωναχτά.
«Θα βγάλω ότι μπορώ αλλά...» ξεκίνησε να λέει ο γιατρός.
«Βγάλε ότι μπορείς», τον έκοψα απότομα.
Μετά την κοίταξα. Είχε στραβώσει το κεφάλι και μου χαμογελούσε.
«Παλιοκατάσταση ε;» με ρώτησε.
«Εντάξει –όλα διορθώνονται», προσπάθησα να την καθησυχάσω.
«Έτσι ακριβώς, όλα διορθώνονται κάποια στιγμή...» μουρμούρισε ονειροπόλα.
Δεν καταλάβαινα.

Ο γιατρός της έβαλε φρέσκο επίδεσμο που έμεινε ολόστεγνος, ένιωσα καλύτερα. Έσκυψε πάνω της.
«Προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο», της πρότεινε.
«Κι άλλο;» γέλασε βραχνά Εκείνη.
Πάλι δεν καταλάβαινα.

Ο γιατρός με πλησίασε.
«Έχω μια πόρτα στην αυλή, βγάζει στο πίσω μέρος του σπιτιού. Θες να βάλεις το αυτοκίνητό σου εκεί μέσα;» πρότεινε.
Μου φάνηκε καλή ιδέα.
«Θα έρθεις κι εσύ μαζί μου», απάντησα.
«Ναι, εντάξει», είπε ο γιατρός αφηρημένα.

Βγήκαμε από το δωμάτιο του ιατρείου χωρίς να σβήσουμε το φως, κοντοστάθηκα για λίγο κοιτάζοντάς την. Έμοιαζε χαμένη σ’ ένα δικό της αλισβερίσι. Έπρεπε λοιπόν να την αφήσω μόνη.

Όταν θα ξανάμπαινα απ΄αυτή την πόρτα όλα θα είχαν ξεκαθαρίσει. Η μπίλια που τώρα ξεκίναγε να στριφογυρίζει θα είχε κατασταλάξει –μαύρο, μια γυναίκα που τρόμαξε από τις συνέπειες της αποκοτιάς της ή κόκκινο, μια γυναίκα αποφασισμένη να πάει μακρύτερα από μένα. Όσο κι αν ήξερα που θα κάτσει η μπίλια –είχα αγωνία.

6 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

liontas είπε...

Το έχει το "Β' Αντρικού Ρόλου" ο γιατρός. Χαλαρά!

The Motorcycle boy είπε...

Καλά, μη βιάζεσαι! Χεχεχε

ClouD είπε...

"I make him an offer he don' refuse. Don' worry."

«Δώσε βάση επειδή μάλλον δεν με κατάλαβες», τον έκοψα. «Η μια περίπτωση είναι να της βγάλεις τη σφαίρα και να πάρεις 10 χιλιάρικα για τον κόπο σου. Η άλλη περίπτωση είναι να σου φτιάξω τρίτο μάτι στο κούτελο. Τι διαλέγεις;»

καποια προταση ο καμπόης.. :-)

The Motorcycle boy είπε...

Υπήρχε και η εναλλακτική διατύπωση: "Δέκα χιλιαρικάκια για να βγάλεις μια σφαίρα ή μια σκέτη σφαίρα. Τι διαλέγεις;" Αλλά μου φάνηκε πολύ σφαιρική τοποθέτηση, χαχαχα.

Υ.Γ.: Βασικά με ξεκουράζουν τα καμπόικα, καθαρίζει και το νευροφυτικό μου με δαύτα.

Ανώνυμος είπε...

καλα παει, για να δουμε...

The Motorcycle boy είπε...

Ναι, πάει παραπλεύρως των κεντρικών οδών, χεχε.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι