Προηγουμένως:
1. "Που θα πας ρε ηλίθιε;"
2. Μαθαίνοντας τη Βέρα
3. Οι σφαίρες δεν πληρώνουν εισιτήριο μετ΄επιστροφής
Τη χάζευα όπως κοιμόταν μπρούμυτα με το πρόσωπο ιδρωμένο –έμοιαζε με κουρασμένο κοριτσάκι. Η αναπνοή της ακατάστατη, με ξύπναγε κάθε φορά που έπαιρναν να κλείνουν τα βλέφαρά μου. Πεταγόμουν τότε ανήσυχος, κάτι είχα ξεχάσει, κάτι είχα παραβλέψει κι απ’ αυτή μου τη βλακεία θα μας έπαιρναν χαμπάρι, θα μας έβρισκαν. Που ήταν ο γιατρός; Ο γιατρός κοιμόταν κι αυτός, κοινή θέα, στην ορθάνοιχτη κρεβατοκάμαρά του. Που ήταν η Άλφα; Κρυμμένη στην πίσω αυλή του σπιτιού. Που ήταν το Βάλτερ; Σφηνωμένο στα γόνατά μου. Που ήταν η Βέρα; Ακουμπισμένη στον τοίχο δίπλα στην καρέκλα μου –απέναντι από Εκείνη που κοιμόταν. Να την έβλεπε άραγε σαν ένα ακόμα μέλος της παρέας ή σαν ανταγωνίστρια; Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω τη Βέρα!
Άνοιξα τη θήκη, έφερα το χέρι μου μαλακά κάτω από το μπράτσο της, ξεμπλόκαρα τα κλειδιά της από το σατινένιο μαξιλαράκι, την άφησα μετά να καθίσει στα πόδια μου. Στόμωσα τις χορδές με το αριστερό χέρι για να μην ξυπνήσει Εκείνη, όσο το δεξί μου χέρι γρατζούνιζε πάνω απ΄την κοιλιά της. Μου είχε λείψει η Βέρα, πόσες μέρες πήγαιναν από την τελευταία φορά που την άγγιξα; Τρεις, τέσσερις; Άνθρωποι σαν κι εμένα, που δουλεύουν μόνο όταν βρεθούν στην ανάγκη, ή έχουν όλο το χρόνο τους ελεύθερο ή δεν έχουν καθόλου χρόνο.
«Δυο χιλιάρικα για σκάρτες δυο μέρες δουλειά», είχε πει το Αφεντικό κι αυτό ήταν νομίζω σημαντικός λόγος να αμελήσω τη Βέρα.
Επειδή είχα αψιλίες, κάτι υπόλοιπα από το ξαλάφρωμα των κοντέινερ στο λιμάνι μαζί με τα στάνταρ από προστατιλίκια δε φτάνανε ούτε να τελειώσω τη βδομάδα, τα δυο χιλιάρικα μου έρχονταν κουτί.
«Πληρώνομαι προκαταβολικά», είχα υπενθυμίσει στο Αφεντικό.
«Εντάξει, υπάρχει εμπιστοσύνη», με είχε καθησυχάσει.
Το Αφεντικό διατηρεί αντιπροσωπεία με πλακάκια στο κέντρο της πρωτεύουσας, ένα μαγαζί διακόσα τετραγωνικά τίγκα στις βιτρίνες. Αν κάνεις τη μαλακία και πας να του ζητήσεις πλακάκια θα χαμογελάσει ευγενικά πριν σου απαντήσει οτι το συγκεκριμένο μοντέλο που ψάχνεις το περιμένει να’ρθει με το καράβι όπου να’ ναι. Όποιο μοντέλο κι αν ζητήσεις. Επειδή το καράβι έρχεται μεν, αλλά από πλακάκια νιξ. Δυο-τρία για μόστρα πάνω στο κουτί κι από κάτω σκόνες, ή κουμπούρια, ή οτι άλλο βάλει ο νους σου. Μέχρι γυναίκες από μακρινές λιμασμένες χώρες, τις λεγόμενες και εξωτικές. Και το καράβι είναι σπανίως καράβι, για να λέμε την αλήθεια. Τέλος πάντων η δουλειά μου ήταν να κουβαλήσω τα ναύλα για ένα τέτοιο καράβι, τουτέστιν να μεταφέρω τα χρήματα για να κινηθεί το εμπόρευμα προς τις αποθήκες της «Αντιπροσωπείας Πλακιδίων».
Το Αφεντικό είχε κάνει τρομερή προσπάθεια για να σηκωθεί από το γραφείο του καθότι αιώνες φυτρωμένος εκεί πίσω, έσερνε τα σκαρπίνια του όσο τον ακολουθούσα βαριεστημένα. Μαύρα χάλια. Στον χώρο πίσω από το μαγαζί που ξεφορτώνανε τα φορτηγά δεν υπήρχε ψυχή, ήταν κι αυτή η βροχή που μούλιαζε τα τσιμέντα.
«Το βλέπεις το αμάξι;» μου έδειξε σηκώνοντας ένα σκελετωμένο από ρευματισμούς δάχτυλο.
«Στραβός είμαι;» απόρησα.
«Στο πορτ μπαγκάζ έχει τη βαλίτσα, πρόσεχε κωλόπαιδο –ένα εκατομμύριο κουβαλάς!»
«Πολλά λεφτά! Τι θ΄αγοράσεις Αφεντικό; Κανένα εξωτικό νησί;» ρώτησα.
«Να μη σε νοιάζει ρε μούλε!» τσιτώθηκε το Αφεντικό. «Στο ντουλαπάκι του ταμπλό θα βρεις ένα σημείωμα. Ώρα, μέρος του ραντεβού, τα πάντα. Τηλέφωνα και μαλακίες δεν παίζουν –κοίτα λοιπόν να είσαι στην ώρα σου γιατί τα παιδιά εκεί πάνω, πολύ ανάγωγα. Αν τους στήσεις θα σε στήσουν κι αυτοί με τη σειρά τους. Στα τρία μέτρα!»
Κούνησα το κεφάλι. Περιττές ήταν οι προειδοποιήσεις –όποιος περίμενε να παραλάβει ένα εκατομμύριο θα ήτανε σίγουρα μέσα στη νευρικότητα.
«Εγώ στην ώρα μου θα πάω, ελπίζω όμως να μη μου την ανάψουν έτσι για πλάκα οι μάγκες», μουρμούρισα.
«Μην είσαι ηλίθιος –θέλουν τα λεφτά, τους δίνεις τα λεφτά –γιατί να κάνουν φασαρία;» είχε αγανακτήσει το Αφεντικό.
Επειδή τα λεφτά είναι σημαδεμένα, γι΄ αυτό ρε καργιόλη! Αλλά δεν το ήξερα τότε κι έτσι δεν του είχα πει τίποτα. Μόνο που, πριν ξεκινήσω, είχα περάσει από το σπίτι μου για να πάρω μαζί μου τη Βέρα και το Βάλτερ.
Αν συνηθίσεις ν΄ακούς ακατάστατη κάποια ανάσα ξαφνιάζεσαι μόλις η ανάσα γυρίσει στο ρυθμικό. Έτσι κι εγώ, σήκωσα το κεφάλι απότομα και την είδα όχι πια με τα μάτια καρφωμένα στο κενό, αλλά να με κοιτάζει προσεκτικά. Δεν σκέφτηκα τίποτα της προκοπής να πω.
«Σε βλέπω να παίζεις, αλλά δεν ακούω τίποτα –λες να κουφάθηκα από την πληγή στον ώμο;» ρώτησε μισοσοβαρά.
Της έδειξα με το κεφάλι το αριστερό μου χέρι που στόμωνε τις χορδές, χαμογέλασε.
«Παίξε κάτι κανονικά», μου ζήτησε.
«Δεν παίζω ποτέ σε όσους μπορούν να μ΄ακούσουν», της εξήγησα.
«Καμιά εξαίρεση;» αναρωτήθηκε.
«Μέχρι τώρα καμιά», της το ξέκοψα.
«Μέχρι τώρα...» έκανε σκεφτικά.
«Πως νιώθεις;» ρώτησα εγώ.
«Σα να με πέρασε τρένο», απάντησε.
«Πρέπει να σε πάω νοσοκομείο», της θύμισα. «Ο γιατρουδάκος δεν κατάφερε να σου βγάλει όλη τη σφαίρα».
«Έχουμε καιρό γι΄αυτό», είπε καθησυχαστικά.
Άφησα τη Βέρα δίπλα στην καρέκλα μου.
«Τι διάβολο συμβαίνει με σένα;» απόρησα. «Εντάξει, σε κοζάρω την πρώτη φορά στο εστιατόριο –γουστάρεις ίσως, γουστάρω στα σίγουρα, μέχρι εδώ καλά. Να δεχτώ κιόλας οτι είσαι ζόρικια και δεν κωλώνεις να με ακολουθήσεις αφήνοντας πίσω τον αρραβωνιάρη σου. Αλλά μετά αρχίζουν τα περίεργα. Εννοώ οτι έχεις τσιμπήσει μια σφαίρα στον ώμο κι εσύ, αντί να ψάχνεις εφημερεύον νοσοκομείο έρχεσαι μαζί μου να παίξουμε κλέφτες κι αστυνόμους. Τι τρέχει με σένα μπορείς να μου πεις;»
«Το αυτοκίνητο τρέχει κι εγώ είμαι μέσα –αυτό δεν σου αρκεί;» έκανε σχεδόν ψιθυριστά.
«Ξέρω ΄γω; Μάλλον όχι», απάντησα ξύνοντας το κεφάλι μου.
«Βοήθησέ με να σηκωθώ λίγο», μου ζήτησε.
Τσακίστηκα να πάω κοντά της, στηρίχτηκε στο χέρι μου, ανακάθισε στο παγωμένο ιατρικό κρεβάτι. Με είδε να χαζεύω το στήθος της, γέλασε.
«Φέρε μου και τίποτα να φορέσω, δεν γίνεται κουβέντα έτσι», παρατήρησε.
Πήγα μέχρι τη θήκη της Βέρας, εκεί στις άκρες είχα πατικωμένα κάτι μπλουζάκια και άλλα εσώρουχα για ώρα ανάγκης –διάλεξα μια μαύρη κοντομάνικη, της την πέταξα.
«Ε, μα τώρα είσαι γάιδαρος!» αγανάκτησε. «Βόηθα να την φορέσω, τι περιμένεις;»
Την πλησίασα, δίπλωσα τη μπλούζα και πέρασα πρώτα το κεφάλι της, μετά το δεξί χέρι, τέλος το αριστερό προσεκτικά.
«Κάπως καλύτερα τώρα», διαπίστωσε. «Κάτι μυρίζει αυτή η μπλούζα.... Το ξέρω αυτό το άρωμα, να δεις τι είναι...»
Σκέφτηκα λίγο, θυμήθηκα οτι τελευταία φορά τη μπλούζα δεν την είχα φορέσει εγώ.
«Τίποτα δε μυρίζει, η ιδέα σου είναι», έκοψα την κουβέντα.
«Τέλος πάντων...» μουρμούρισε. «Ήσουνα ποτέ σκυλί με λαστιχένιο λουρί;»
Έμεινα μαλάκας να την κοιτάζω με το πακέτο των τσιγάρων στην παλάμη.
«Άναψε ένα και για μένα», μου ζήτησε.
Άναψα δυο τσιγάρα, της έδωσα το ένα πριν καθίσω απέναντί της.
«Πρόσεξε τώρα, επειδή σε κόβω για κάπως αργό...» γέλασε κάνοντας δαχτυλίδια με τον καπνό του τσιγάρου, «έχουμε εδώ πέρα ένα σκυλί, δεμένο με λαστιχένιο λουρί, εντάξει;»
Ένευσα μπερδεμένος –τι άλλο να ΄κανα;
«Όταν το σκυλί θυμώνει, παίρνει φόρα και τσιτώνει το λουρί, πνίγεται, τραβιέται πάλι πίσω, πονάει, ουρλιάζει. Αλλά....»
«Αλλά;» έκανα όλος ενδιαφέρον.
«Αλλά το λουρί έχει ξεχειλώσει λίγο, τώρα το σκυλί μπορεί να πάει κάπως μακρύτερα. Το σκυλί αλυχτάει χαρούμενο μέχρι να τρελαθεί πάλι και να ξανατσιτώσει το λουρί, κατάλαβες πως πάει η ιστορία;»
Έξυσα το κεφάλι.
«Έχεις βγάλει πανεπιστήμιο;» τη ρώτησα.
Κατουρήθηκε στα γέλια.
«Τι σημασία έχει ρε άνθρωπε! Το νόημα το ‘πιασες;»
«Και το κρατάω γερά. Προχώρα παρακάτω».
«Παρακάτω έχει μπόλικη μελούρα, γι΄αυτό ρίξε τα βιολιά», χαμογέλασε.
Σκέφτηκα να πιάσω τη Βέρα και να ρίξω μια τοκάτα στα κάρβουνα, αλλά προτίμησα να μην το καταντήσουμε μιούζικαλ, κοιμόταν κι ο ντόκτορ...
«Όπου λοιπόν πεθαίνει η μάνα μου νωρίς, αλλά προφανώς έχει προλάβει να γεννήσει εμένα και την αδερφή μου –ξεμένουμε μ΄έναν πατέρα που μας επισκέπτεται σπανίως στο ίδιο μας το σπίτι. Μας πετάει εσώκλειστες σε κάτι σχολεία με αγάμητες γεροντοκόρες, αντέχω εξασκώντας τη μέθοδο του σκυλιού με το λαστιχένιο λουρί. Περνάω πέντε χρόνια στο εξωτερικό, τα τρώω χοντρά του μπαμπά και όλοι υποκρινόμαστε οτι σπουδάζω. Αλλά κάποτε τελειώνει το παραμύθι, επιστρέφω στην κωλόπολη –ο μπαμπάς σημαίνον στέλεχος της τοπικής κοινωνίας, οι κόρες πορσελάνινα ντεκόρ για βιτρίνα... Ο μπαμπάς λόγω επαγγέλματος έχει ξεχάσει να μιλάει – απαγγέλλει μονίμως ποινές. Η πόλη τον πληρώνει, ειδικά όταν βγαίνει στη σύνταξη, επειδή ο μπαμπάς ήξερε πάντα να αθωώνει τους σωστούς ανθρώπους. Εγώ ψάχνω γκόμενο, τι άλλο να κάνω; Τον πρώτο που βρήκα, έμαθα οτι τον λιώσανε στο ξύλο κι αναγκάστηκε να μετακομίσει σε άλλη πόλη. Ο δεύτερος ήταν ο Άλφα Τζουλιέτα, κόντευε τα 50 και δε μάσαγε Χριστό. Τον απείλησαν οι γνωστοί του μπαμπά, πλήρωσε κάτι Ρουμάνους περιφερόμενους να κανονίσουν τους γνωστούς του μπαμπά. Τέλος πάντων, δεν την κοπάνησε, δεν φοβήθηκε.... Αλλά εγώ σύντομα τον βαρέθηκα. Συμβαίνουν αυτά».
«Κι ο μπάτσος;» ρώτησα.
«Εντάξει, λύση ανάγκης, μου τον έφερε πεσκέσι ο μπαμπάς –ξενέρωτος αλλά τουλάχιστον ήταν καλός στο κρεβάτι...»
«Για δες! Κι εγώ που νόμιζα οτι οι μπασκίνες γαμάνε μόνο με το πιστόλι τους!» θαύμασα.
«Δες το κι έτσι...» απάντησε διφορούμενα. «Κανένας δεν έχει βγάλει ακόμα συμπέρασμα περί του ποιο είναι προέκταση του άλλου».
Μου πήρε κοντά δίλεπτο να το πιάσω, αλλά τελικά ήταν έξυπνο αυτό που είχε πει. Την κοίταζα και υπολόγιζα πόσον καιρό είχα να πάω με έξυπνη γκόμενα –μάλλον από τότε που τραβιόμουν με τη φοιτήτρια –πολύς καιρός.
«Δε ρίχνεις τώρα και το χάπι εντ;» της ζήτησα.
«Τι εννοείς; Να σου πω οτι με το που σε είδα μαγεύτηκα, άνοιξε η γη κάτω απ΄τα πόδια μου και βρέθηκα να πετάω στα σύννεφα;»
«Καλά το πας», χαμογέλασα.
«Με το που σε είδα σκέφτηκα οτι μπορεί να ήσουνα καλή ριξιά, αλλά τότε πέσανε πάνω σου οι γορίλες... Ο μπαμπάς μας πήρε άρον –άρον, ήμουνα σίγουρη οτι το παραμύθι έλαβε τέλος. Όταν βγήκαμε από το σπίτι κι εσύ περίμενες απέξω...»
Την κοίταξα περιμένοντας όσο εκείνη έπαιζε κομπολόι το στρίφωμα της φούστας της.
«Με το που σε είδα εκεί πέρα άνοιξε η γη κάτω απ΄τα πόδια μου και βρέθηκα να πετάω στα σύννεφα», είπε τελικά.
«Εντάξει. Αλλά μαγεύτηκες κιόλας;» επέμεινα.
Γέλασε.
«Είσαι πολύ μαλάκας, να ξέρεις!» διαπίστωσε. «Αλλά ωραίος μαλάκας», συμπλήρωσε.
Ίσως να ένιωσα τόσο όμορφα που ούτε να το παραδεχτώ δεν ήθελα.
«Πες μου για σένα», μου ζήτησε.
«Τι να σου πω; Είμαι απλώς ένας ωραίος μαλάκας που γουστάρει κόρες δικαστών, ειδικά αν έχουν μπασκίνα αρραβωνιαστικό», απάντησα.
«Ωραίο στυλάκι!» ψευτοθαύμασε. «Παρακάτω;»
«Παρακάτω δεν υπάρχει τίποτα», της ξεκαθάρισα.
Δεν γούσταρα να μιλάω για μένα, ειδικά σε γυναίκες. Δε γούσταρα να μπαινοβγαίνουν διάφοροι στο κεφάλι μου, εκεί μέσα ήταν πολύ στριμόκωλα έτσι κι αλλιώς.
Ο γιατρός στριφογύρισε απότομα στο κρεβάτι του, πεταχτήκαμε κι οι δυο μας ανήσυχοι.
«Πρέπει να την κάνουμε από δω μέσα», είπα.
«Με τον γιατρό τι θα γίνει;» ρώτησε.
«10 χιλιαρικάκια».
«Τόσα πολλά;»
«Είναι καλός επιστήμονας, γι΄αυτό...»
«Κι εσύ φοβερά ματσωμένος, έτσι;»
«Τα λεφτά είναι μια ιδέα –μην τα παίρνεις στα σοβαρά», μουρμούρισα.
Τον σκούντησα με την κάνη του Βάλτερ, στριφογύρισε ξυπνώντας αλλά δε φάνηκε ν΄ανησυχεί. Ή πολύ μεγάλο κάθαρμα ή πολύ αθώος.
«Ντόκτορ λέμε να την κάνουμε από λίγο-λίγο», του ψιθύρισα.
«Να την πας νοσοκομείο!» μούγκρισε.
«Πόσο χρόνο έχω;»
Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι.
«Καθόλου χρόνο δεν έχεις, έπρεπε ήδη να είναι εκεί».
«Εντάξει –σωστός. Πες μου τώρα και πόσος χρόνος της μένει».
Ξύστηκε, περίμενα.
«Υποθέτω οτι θ΄αντέξει 3-4 μέρες, αλλά μετά....» έκανε μια δραματική παύση πριν συνεχίσει. «Δεν ξέρω πόσα θραύσματα υπάρχουν ακόμα μέσα της, δεν μπορώ να υπολογίσω αν θα της αφήσουν μόνιμη βλάβη ή θα την σκοτώσουν τελικά....»
«Μας έκανες την καρδιά γαρίφαλο», παρατήρησα.
«Ναι, εντάξει. Πρέπει να βιαστείς πάντως», είπε ο γιατρός.
Έκανα δυο βήματα πίσω, ακούμπησα τις δεσμίδες στο κομοδίνο του.
«10 χιλιάρικα όπως συμφωνήσαμε», του είπα. «Υπάρχει όμως ένα μικρό πρόβλημα –δεν μπορείς να τα ξοδέψεις αμέσως. Είναι καρφωμένοι οι αριθμοί τους και θα σε μαγκώσουν. Καλύτερα κρύψτα κάπου για λίγο καιρό, όταν ησυχάσουν τα πράγματα...»
«Πόσον καιρό;» με ρώτησε.
«Κάνα δυο μήνες...»
«Εντάξει».
«Περιττό να σου πω οτι αν μας καρφώσεις θα σου πάρουν τα λεφτά», τον προειδοποίησα. «Άσε που μπορεί να μη μας πιάσουν στην τελική, οπότε θα επιστρέψω και θα σε λιανίσω».
Χαμογέλασε.
«Έχεις μεγάλο πρόβλημα με τους ανθρώπους», είπε τελικά.
«Όχι μεγαλύτερο απ΄οτι έχουν αυτοί μαζί μου», απάντησα.
Βγήκαμε έτοιμοι για τα χειρότερα, κολλημένοι στον τοίχο περπατήσαμε, εγώ με τη βαλίτσα και τη θήκη της Βέρας, Εκείνη με το Βάλτερ στο χέρι. Η βροχή έπεφτε στους τσίγκους δυσκολεύοντας την εντοπιστική μας. Τότε ήρθε και κόλλησε δίπλα μου, κάτω από το υπόστεγο, είχε ξημερώσει για καλά ο δρόμος κι όλα φαίνονταν χειρότερα.
«Κάτσε εδώ, πάω να φέρω την Άλφα», της είπα.
Ξεκόλλησα από δίπλα της και ετοιμάστηκα να τρέξω.
«Περίμενε», μου ζήτησε.
Φρέναρα. Με φίλησε απαλά στα χείλη.
«Έχω μια ανασφάλεια όταν κάποιος φεύγει από δίπλα μου», είπε.
«Καλό αυτό», σχολίασα.
Μετά έτρεξα ανάμεσα στις αραιές κουρτίνες της βροχής, κοίταζα έξω, μπας και μας περιμένανε αλλά δεν είδα πουθενά παρκαρισμένα αμάξια. Μπήκα στην Άλφα, αφού φόρτωσα την πραμάτεια στο πορτ μπαγκάζ, και πήγα μέχρι το υπόστεγο. Εκείνη γλίστρησε στη θέση δίπλα μου, ξεκινήσαμε μαλακά. Το χωριό δεν έλεγε να ξυπνήσει, κάτι αγροτικά μονάχα μουγκρίζανε προσπαθώντας να πάρουν μπροστά.
«Που πάμε;» ρώτησε.
«Νότια -σ΄ένα βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε», χαμογέλασα.
«Μου το ξανάπες αυτό», παρατήρησε.
«Κοινότυπος αλλά με σταθερές απόψεις», της εξήγησα. «Όμως πρώτα θα κάνουμε μια στάση για ρεκτιφιέ».
«Πόσος χρόνος μου μένει;» ζήτησε να μάθει.
«Βδομάδα και», της είπα ψέματα. Πολλά ψέματα –για το χρόνο που της απέμενε, για τις στάσεις που έπρεπε να κάνουμε. Επειδή είχα να πω και δυο κουβέντες στο Αφεντικό, δεν θα το άφηνα έτσι το στήσιμο.
«Να με κοιτάς όταν μου μιλάς», ζήτησε.
«Εντάξει –και μετά θα βρεθούμε καρφωμένοι σε τίποτα δέντρα», διαμαρτυρήθηκα.
«Μην κάνεις το κορόιδο –καταλαβαίνεις τι εννοώ», δυσανασχέτησε.
Γύρισα και την κοίταξα κάπως νευριασμένος.
«Σαν πολλές διαταγές δε δίνεις;» παρατήρησα.
«Ότι δίνει –παίρνει ο καθένας», απάντησε σοβαρή.
Ήμουνα στο τσακ να το χοντρύνω και να γίνουμε μπίλιες εκεί μέσα αλλά με σταμάτησαν οι τζαμοκαθαριστήρες. Που κόβανε σα βούτυρο τους καταρράχτες πάνω στο τζάμι της Άλφα και τότε εμφανίζονταν τα τζιπάκια, δίπλα στα περιπολικά.
«Μπλόκο!» φώναξε Εκείνη.
Έστριψα το τιμόνι ψάχνοντας από που να φύγουμε, χώθηκα σε κάτι σοκάκια, βρώμαγε παγίδα εκεί μέσα –οι τρίχες στο σβέρκο μου σηκώθηκαν κάγκελο. Κοίταξα πίσω μας, τίποτα δε φαινόταν να μας ακολουθεί.
Ευτυχώς εκείνη την ώρα άρχισαν να μαρσάρουν ξεκινώντας τα αγροτικά, σείστηκε το αγουροξυπνημένο χωριό και βρήκα το δρόμο προς τα χωράφια.
«Λες να μας έχει καρφώσει ο δικός σου οτι του πήραμε την Άλφα;» ρώτησα.
«Όχι ακόμα, ξυπνάει πολύ αργά συνήθως», απάντησε.
«Άρα έχουμε χρόνο», υπολόγισα.
Ο χωματόδρομος μας έφερε στην πλάτη των μπάτσων, κρατήθηκα να μη σανιδώσω το γκάζι όσο περνάγαμε 100 μέτρα πίσω τους. Τους μέτραγα με την άκρη του ματιού μου από το πλαϊνό παράθυρο.
«Μην κοιτάς», της είπα, όταν είδα οτι είχε γυρίσει προς το μέρος τους.
Έστρεψε το κεφάλι μπροστά, ήμουν υπερβολικός αλλά με τα μάτια που κουβάλαγε αυτή η γυναίκα φοβόμουν μη λαμπαδιάσει καμιά στολή. Συνέχισα να ρολάρω αργά την Άλφα Τζουλιέτα, λίγο θέλαμε να ξεφύγουμε.
Τότε γύρισε ένας μπάτσος προς το μέρος μας, σκούντησε κάποιον διπλανό του, βλαστήμησα μέσα απ΄τα δόντια μου. Αλλά κατάφερα να διατηρήσω σταθερή ταχύτητα, αν γκάζωνα την είχαμε άσχημα. Οι δυο μπάτσοι άρχισαν τα νοήματα, φρέναρα, κατέβασα το τζάμι και έβγαλα κεφάλι έξω.
«Τι τρέχει;» φώναξα.
Δεν με άκουσαν, ξαναρώτησα και οι μπάτσοι μού κάνανε νόημα να φύγω. Γύρισα την Άλφα, βάλθηκα να τους πλησιάζω αργά. Στα 50 μέτρα ένας με κουμπούρι άρχισε να χειρονομεί αγριεμένος να φύγω αμέσως. Σήκωσα τους ώμους και υπάκουσα ευσυνείδητα.
«Φτηνά τη γλιτώσαμε!» παρατήρησε. «Τρόμαξα κάπως όταν σε είδα να πηγαίνεις προς το μέρος τους».
Γέλασα.
«Οι μπάτσοι κοιτάνε μόνο μπροστά όταν στήνουν μπλόκα λες κι έχουν υπογράψει συμβόλαιο οτι από κει θα τους έρθουν. Αν τους βγεις από πίσω είσαι σίγουρα άσχετος με το όλο θέμα –δεν καταδέχονται να σκεφτούν οτι στήσανε λάθος το μπλόκο, με πιάνεις;»
«Όλα αυτά τα πιστεύεις ή έτσι τα λες για να με καθησυχάσεις;» γέλασε με τη σειρά της.
«Ξέρω ΄γω;» απόρησα με τη σειρά μου.
Βγήκαμε πάλι στην εθνική, είχα το νου μου για τον επόμενο παράδρομο επειδή είναι ανθυγιεινό να κυκλοφορείς στα ξέφωτα με το φως της μέρας. Δίπλα μου Εκείνη τεντώθηκε, είδα οτι η πληγή την τράβαγε κάπως. Αν όλα πήγαιναν καλά, σήμερα το βράδυ θα την έβαζα σε ιδιωτική κλινική. Όμως εδώ και πολλά χρόνια δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα, από τότε που σταμάτησα τους αγώνες όλο και πιο δύσκολες έρχονταν οι μέρες. Ο Χαρακωμένος μ΄έφτυσε όταν έπαψα να του κερδίζω φράγκα, ευτυχώς που βρέθηκε ένας παλιοχαμούρης πρόθυμος να με πληρώνει για πορτιέρη στο μαγαζί του. Κάθε βράδυ μέχρι το πρωί να περιμένω στο ψωφόκρυο, εκτεθειμένος στον πρώτο τυχόντα σουρωμένο που κυκλοφορούσε με σπασμένα μπουκάλια μπύρας ή στομωμένες λάμες. Ράμματα στο στομάχι, ράμματα στο μέτωπο, δύσκολα λεφτά. Έχασα την ψυχραιμία μου ένα βράδυ και τσάκισα κάποιο παιδί επειδή πήγε κάτι να βγάλει από την τσέπη του μπουφάν του. Ήρθε ο παλιοχαμούρης, έψαξε το παιδί, πορτοφόλι πήγαινε να βγάλει για να με λαδώσει. Απολύθηκα, κρύφτηκα στο σπίτι για να γλιτώσω τις φασαρίες. Τότε αγόρασα το Βάλτερ, με τα τελευταία μου λεφτά. Από την υπόγα του Χλεμπονιάρη, πίσω απ΄τη Λαχαναγορά. Ο Χλεμπονιάρης ήτανε πρώην Ανατολικός μπάτσος, όταν αλλάξανε τα κόζια γέμισε μια βαλίτσα όπλα και σφαίρες, ήρθε στην πρωτεύουσα κι άνοιξε σαράφικο. Με τον καιρό έφτιαξε όνομα, όσοι είχαν όπλα σ΄αυτόν τα πούλαγαν κι όσοι ήθελαν όπλο απ΄αυτόν αγόραζαν.
«Θέλω κάτι φτηνό, αυτόματο και να μη μπλοκάρει», του είχα ζητήσει.
Έτσι αγόρασα το Βάλτερ επειδή το είχα πάρει απόφαση, κανένας καργιόλης δε θα μου πέρναγε βραχιόλια –καλύτερα να δάγκωνα την κάνη. Μόνος μου ή με παρέα, απεχθανόμουν τους καγκελένιους χώρους.
«Έχεις περάσει ήδη μια παρακαμπτήρια», μου είπε ήρεμα.
«Μάλλον αποκοιμήθηκα με ανοιχτά μάτια», δικαιολογήθηκα.
«Καλύτερα τότε να σταματήσουμε, να βρούμε κάποιο ξενοδοχείο...» πρότεινε.
«Δεν έχουμε χρόνο», απάντησα.
«Έχουμε όλον το χρόνο του κόσμου, εκτός αν στουκάρεις την Άλφα σε καμιά κολώνα», γέλασε.
«Θες να οδηγήσεις εσύ;» προσφέρθηκα.
«Δύσκολο το κόβω με τέτοιον ώμο», είπε.
«Τότε μη με ζαλίζεις», μούγκρισα αλλάζοντας καρφωτή την ταχύτητα.
«Ρε αγάπη μου, πάμε πουθενά να κοιμηθούμε μέχρι να βραδιάσει! Για πόσο θα κυκλοφορούμε ντάλα ο ήλιος με τους μπάτσους τριγύρω;»
Είχε δίκιο, αλλά που να το βρει μαζί μου; Βιαζόμουν να την πάω νοσοκομείο, δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου. Αλλά είχε δίκιο...
«Εφόσον το θέτεις έτσι...» ξεκίνησα.
«Πως έτσι;» γέλασε.
«Έριξες κάποιο ‘αγάπη μου’ στην πρόταση, τουτέστιν πάμε για χάνιμουν ομορφούλα!» χαμογέλασα.
«‘σε ρωτήσω... ανώμαλος είσαι ή ηλίθιος;» με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.
«Ξέρω ΄γω; Βρέστο και πάρτο», απάντησα.
Μπροστά μας ξεκίναγε ένας δρόμος παράλληλος με την εθνική, μπήκα επειδή πίσω από κάτι πλατάνια μισοφαινόταν η ταμπέλα «ΜΟΤΕΛ ΓΑΛΗΝΗ 3 χλμ.» Γαλήνη λέγανε μια θεούσα συμμαθήτρια μου στο Γυμνάσιο, τερατώδες πλάσμα, έλπιζα να μην την πετύχω εκεί πέρα. Επειδή ήμουνα χρόνια τώρα μαλωμένος με τη γαλήνη.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
10 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
σούπερ ζόρικη γκόμενα, αυτά είναι! keep up :D
Ναι, σούπερ. Θα τη σκοτώσω πολύ σύντομα, χαχαχα
ναι ναι να τη κρεμάσει από τις χορδές της βέρας.
ανώμαλος ή ηλίθιος;
άκου κει
πρτφ
Χαχα σήριαλ! Κίλερ μου τον κατάντησες. "Ανώμαλος ή ηλίθιος" νομίζω είναι ένα καλό ερώτημα για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Που είσαι εσύ; Μεγάλωσες και σοβάρεψες;
προσπαθώ να απαντήσω στο ερώτημα ανώμαλος ή ηλίθιος :) εξού και η αποχή.
εδώ τριγύρω θα γυρνάω.
άντε συνέχα το.
πρτφ
"Αυτή η χώρα είναι ανώμαλο ρήμα -εγώ στο λέω", που έλεγε κι ο Φάνης στον Οργισμένο Βαλκάνιο. Και για να ανεχόμαστε αυτή την ανωμαλία θα πρέπει να είμαστε ηλίθιοι, προσθέτω.
Κάποια απάντηση τέλος πάντων.
pali eblekses me tous swstous k tous lathous dromous.ade na doume pou tha vgalei...
p.s.:perimenoume na fas to xodro afediko poihtika isws me xordh sto laimo apo pisw opws ipe k to prtf
Ε, αφού όλα στο δρόμο γίνονται ρε φίλε -τι να κάνω; Χαχαχα
Τι χορδή κιθάρας μωρέ; Χαραμίζει ο κιθαρίστας τη χορδή του για τον κάθε χοντρομαλάκα; Και επειδή το έφερε η κουβέντα, δες αν βρεις πουθενά το "Johnny Guitar" -τρομερή ταινία, από εκεί η αναφορά για τον κιθαρίστα.
κατσε μη τη κανεις σουπερ ντουπερ ζορικη γκομενα, γιατι στους διαλογους εχει ηδη αρχισει να θυμιζει αντρα ;-)
Ε, να την κάνω τραβεστί τότε! Σωστός;
Υ.Γ.: Παίζει κάποια δυσκολία εκεί πέρα επειδή δεν θέλω να μου βγει εύθραυστη. Κι από την άλλη, θυμάμαι κάτι ζόρικες παλιά που όταν αρχίζανε να μιλάνε κοκκινίζανε οι ναύτες. Αλλά αυτές δεν ήταν γαμήσιμες ρε γαμώτο!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!