Πέμπτη, Οκτωβρίου 01, 2009

5. Η πραγματική γαλήνη

Προηγουμένως:
1. "Που θα πας ρε ηλίθιε;"
2. Μαθαίνοντας τη Βέρα
3. Οι σφαίρες δεν πληρώνουν εισιτήριο μετ΄επιστροφής
4. Σκυλί με λαστιχένιο λουρί

Αν και έβλεπα φώτα σε πολλά δωμάτια του μοτέλ, δεν υπήρχε ούτε λέπι από παρκαρισμένο αυτοκίνητο στη μπροστινή αυλή. Φτάνοντας δίπλα στη τζαμένια είσοδο κατάλαβα το γιατί –ακολούθησα λοιπόν την ταμπέλα για το δεύτερο πάρκινγκ, εκείνο της πίσω πλευράς, χαμογελώντας. Το μοτέλ ΓΑΛΗΝΗ ήταν ένας ακόμα γαμιστρώνας της εθνικής οδού –διακριτικότης, εχεμύθεια, ότι ακριβώς χρειαζόμασταν. Παρκάραμε, πήρα τα συμπράγκαλά μου από το πορτ μπαγκάζ και ξεκινήσαμε για τη ρεσεψιόν.
«Πολύ κατάθλιψη αυτό το μέρος», είπε Εκείνη.
«Καλωσόρισες στη ρουτίνα των κυνηγημένων», απάντησα.
«Περιλαμβάνει και ψείρες αυτή η ρουτίνα;» ζήτησε να μάθει.
«Μόνο στα επίμαχα σημεία», την καθησύχασα.
«Υπέροχα!» γκρίνιαξε.
Προχώρησε μπροστά ανασηκώνοντας τους ώμους –κι αν είχε μετανιώσει που με ακολούθησε, πάντως δεν το έδειχνε. Ή εγώ δεν ήθελα να το δω, που κάνει ακριβώς το ίδιο.

Ο ξενοδόχος ήταν ένας κοιλαράς βρομύλος με ξεκούμπωτο πουκάμισο, δεν καταδέχτηκε ούτε να μας κοιτάξει όσο μπαίναμε.
«Ένα δωμάτιο», ζήτησα.
«Για πόση ώρα;» ρώτησε με τα μάτια κολλημένα στο σταυρόλεξό του.
«Για όλη τη μέρα», απάντησα.
«Σίδερο στα νεφρά σου παλικάρι μου!» θαύμασε.
«Ότι πεις. Μόνο φρόντισε να έχουμε κάποια ησυχία», παρακάλεσα.
«Ταυτοτητούλα;» έκανε κοιτάζοντάς με ξαφνικά.
«Έχουμε κι απ΄αυτή», τον διαβεβαίωσα αλλά δεν έκανα καμιά κίνηση.
«Μάλιστα –τότε αλλάζει το πράμα...» μουρμούρισε.
«Πόσο αλλάζει σα να λέμε; Ίσα με ένα πενηνταρικάκι;» απόρησα.
«Αν βάλεις κι άλλα 20 σου δίνω τη νυφική σουίτα», σαλιάρισε ο χοντρός.
«Μέσα –επειδή κάποιος ρομαντισμός εδώ πέρα», μουρμούρισα.
Πήραμε το κλειδί και χωθήκαμε στο ασανσέρ, μπροστά Εκείνη πίσω εγώ, όσο ο χοντρός μπάνιζε στα ίσα τον κώλο της.
«Νυφική σουίτα;» απόρησε.
«Καλά, μην περιμένεις φράουλες με σαντιγί...» τη γείωσα.
«Ούτε καν σαμπάνια;» αναρωτήθηκε.
«Δεν σου φτάνει η σφαίρα στην πλάτη, θες να τρέχουμε και για δηλητηρίαση πρωινιάτικα;» μούγκρισα κακόκεφα.

Είχα περάσει τόσες μέρες σε ξενοδοχεία-γαμιστρώνες που μπορούσα να καταλάβω τη διακόσμηση του δωματίου από το χαλάκι της εισόδου. Κρύβοντας πουτάνες που θέλανε να ξεφύγουν από τους νταβατζήδες τους –ήταν κι αυτό μια δουλειά –με το μάτι καρφωμένο στα βρώμικα τζάμια με το αυτί ραντάρ, προσπαθώντας να ξεδιαλύνω την απειλή ανάμεσα σε ψεύτικους θορυβώδεις οργασμούς των διπλανών δωματίων, είχα περάσει ατέλειωτες μέρες σε ξενοδοχεία-γαμιστρώνες. Τελευταία φορά, δεν πήγαινε ούτε καν μήνας, εκείνη η κοκαλιάρα πιτσιρίκα –στριφογύριζε στα βρώμικα σεντόνια, κρύωνε, της είχα δώσει τη μαύρη κοντομάνικη μπας και ζεσταθεί κάπως. Ο νταβατζής τής είχε οργώσει την πλάτη με μια τεντωμένη συρμάτινη κρεμάστρα, δεν ήξερα τον λόγο, μετά τον κατάλαβα –πολύ αργά. Πήγαινε συνέχεια στην τουαλέτα, μου είχε σπάσει τα νεύρα, η πολυθρόνα που ψευτοκοιμόμουν δίπλα στο παράθυρο μου ξέσκιζε την πλάτη με τα βγαλμένα της ελατήρια. Κάποια στιγμή η κοκαλιάρα ησύχασε –όταν ξημέρωσε πήρα χαμπάρι οτι ήταν νεκρή, παγωμένη, υπερβολική δόση ή καθαρή στρυχνίνη τι σημασία είχε πια; Φρόντισα να της βγάλω τη μαύρη κοντομάνικη μπλούζα μου –δεν είχα και πολλές αν θες να ξέρεις. Και μετά έφυγα.

Την έπιασα από το μπράτσο καθώς προχωρούσαμε στο διάδρομο.
«Πρόσεξέ με –όταν μπούμε στο δωμάτιο θα πας καρφί στο χωλάκι έξω από το μπάνιο», της σφύριξα.
«Ε;» έκανε.
«Αυτό που είπα», της ξεκαθάρισα.
Γύρισα το κλειδί στο ξεχαρβαλωμένο χερούλι –κλειδαριά, άνοιξα την πόρτα, Εκείνη πέρασε δίπλα μου σφαίρα και χώθηκε στο χωλ έξω από το μπάνιο. Εγώ ακούμπησα τα πράγματα στη μέση του δωματίου και κόλλησα, αράχνη κανονική, στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι. Έψαξα, δε μου πήρε πάνω από λεπτό να βρω την κάμερα –το μάτι της ξεπρόβαλε από μια άτσαλη τρύπα ανάμεσα στα ξέφτια της ταπετσαρίας. Έβγαλα το διαφανές πλαστικό από το στραπατσαρισμένο μου πακέτο τσιγάρων, ξεβίδωσα τον φακό και τον ξαναβίδωσα έχοντας σφηνώσει πίσω του ένα κομμάτι πλαστικού. Αυτό θα έφτανε για να μοιάζει η κάμερα ανετάριστη, έλπιζα να μην πάρει ο ξενοδόχος χαμπάρι το πείραγμα πριν φύγουμε. Πήγα μετά στο μπάνιο, τα σοβαρά μπουρδελοξενοδοχεία έχουν και μια κάμερα πάνω από το ντους, αλλά αυτό εδώ δεν ήταν τέτοιο.
Γύρισα στο κυρίως δωμάτιο ανακουφισμένος αλλά την είδα να κοιτάζει προς το κρεβάτι συννεφιασμένη. Κοίταξα κι εγώ –μια ινδιάνα γυμνόστηθη προσπαθούσε να κρύψει τον ραγισμένο τοίχο πάνω απ΄το κρεβάτι, δυο πορτατίφ που βγάζανε κόκκινο μπουρδελιάρικο φως...
«Εντάξει, δεν είναι και Χίλτον, πρέπει να το παραδεχτούμε», της είπα.
«Πολύ μιζέρια!» μουρμούρισε.
«Όλα θ΄αλλάξουν όταν φτάσουμε...»
«Νότια -σ΄ένα βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε...» χαμογέλασε.
«Ωραία ιδέα –πως σου΄ρθε;» ψευτοθαύμασα.
«Πάω να πλυθώ λιγάκι», είπε κατσουφιασμένη ακόμα.
Έβγαλα τις μπότες και άπλωσα τις αρίδες μου στο κρεβάτι, στύλωσα τα μαξιλάρια στο κεφαλάρι, συγκεντρώθηκα. Λίγο παρακάτω –ας πούμε δυο δωμάτια παρακάτω –ακουγόταν ένας άντρας να βογκάει, τουτέστιν κάποια πίπα. Πιο πέρα έπιανα σουμιέδες να τρίζουν άρρυθμα, όλα καλά φαίνονταν. Η φυσιολογική ζωή ενός γαμηστρώνα της εθνικής –κακομοιριασμένοι οικογενειάρχες που το σκάσανε για εξωτερικές δουλειές και τρυπώσανε εδώ μέσα με μια πουτάνα. Νύσταζα πολύ. Άκουγα το νερό στο ντους να κελαρύζει.

«Τέλεια! Κάποιοι άντρες κοιμούνται μετά το σεξ, αλλά εγώ πέτυχα αυτόν που κοιμάται πριν!» γέλασε καθώς άγγιζε απαλά τον ώμο μου.
Πετάχτηκα. Ήταν τυλιγμένη σε μια άσπρη, εντάξει μπεζ κακοπλυμένη, πετσέτα και μύριζε όμορφα.
«Κοιμήθηκα ε;» έκανα χαζά.
«Ή αυτό ή προσπαθούσες ν΄ανοίξεις τα τσάκρα σου!» συνέχισε την καζούρα.
«Ναι, κάπως έτσι –τσάκρα πάτρα», μουρμούρισα όσο σηκωνόμουν. Είχα διάθεση να ξεραθώ επιτόπου αλλά δεν έλεγε πρώτο βράδυ μαζί της να μείνω άπλυτος σαν τσοπανόσκυλο.
Το νερό με γύρισε απότομα στην πραγματικότητα –ειδικά επειδή ήταν μπούζι.
«Ξέχασα να σου πω οτι τελείωσε το ζεστό νερό!» μου φώναξε Εκείνη από το άλλο δωμάτιο, επειδή μάλλον άκουσε τα γαμωσταυρίδια μου.
Υπάρχουν δυο θανάσιμα λάθη –να ερωτευτείς γυναίκα άπιαστη και να την αφήσεις να κάνει πρώτη μπάνιο –εγώ τα είχα κάνει και τα δυο.
Βγήκα από το μπάνιο κατεψυγμένος μπακαλιάρος. Με κοίταξε χωμένη μέσα στα σκεπάσματα και χαμογέλασε.
«Μόνο στο πουλί σου δεν έχεις χαρακιές», παρατήρησε.
«Μην το λες –διαθέτω και αψεγάδιαστους αντίχειρες», της επισήμανα.
Και βιάστηκα να χωθώ πλάι της, κρύωνα για το κορμί της. Εκείνη κουλουριάστηκε στο πλευρό μου, έγινε για μια στιγμή το χαμένο μου κομμάτι –ήμασταν πλήρεις για μια στιγμή. Κράτησα τη στιγμή με νύχια και με δόντια.
«Θα μου πεις κάποτε ποιος στα έκανε όλα αυτά;» μουρμούρισε περνώντας με το δάχτυλό της μια ουλή πάνω απ΄το στήθος μου.
«Ξέρω ΄γω, κάτι Μεξικάνοι μπαντίδος που με πέρασαν για τον Σπίντι Γκονζάλες», χασμουρήθηκα.
Γέλασε.
«Κάποτε πρέπει να μιλήσεις για σένα», μου υπενθύμισε.
«Ναι... κάποτε...» μουρμούρισα απρόθυμα.
«Να δω λίγο την κιθάρα σου;»
«Εμένα ρωτάς; Ρώτα την ίδια», σήκωσα τους ώμους.
Εκείνη άπλωσε το χέρι της, τράβηξε τη θήκη της Βέρας πιο κοντά και βάλθηκε να την ψαχουλεύει. Βρήκα την ευκαιρία να συρθώ μέχρι την τσέπη του μπουφάν μου και να μεταφέρω το Βάλτερ κάτω από το μαξιλάρι.

Εκείνη έφερε κοντά της τη Βέρα και τη σκάλισε προσεκτικά.
«Κάπως ξεκούρδιστη», αποφάνθηκε.
«Περνάμε δύσκολες μέρες», της εξήγησα.
Έπιασε μετά να πειράζει τα κλειδιά της, όσο κρατούσε το κεφάλι σκυμμένο δίπλα στο σκάφος της. Όμως μετά από λίγο μαγκώθηκε, μάλλον την τράβηξε άσχημα το τραύμα. Μου έδωσε την κιθάρα.
«Παίξε κάτι», παρακάλεσε.
«Εντάξει –το έχουμε χάσει εντελώς», αποφάσισα. «Είμαστε κρυμμένοι σ΄ένα μπουρδελοξενοδοχείο και περιμένεις ν΄ακούσεις σερενάτες; Μα θα πεταχτούν οι γαμιάδες από τα διπλανά δωμάτια και θα μας κατουρήσουν εν χορώ!»
«Ακόμα κι έτσι...» παρακάλεσε.
«Δεν πάει καθόλου έτσι», της εξήγησα και βιάστηκα να βάλω τη Βέρα στη θήκη της.
Δεν ήμασταν τώρα για τέτοια.

Την αγκάλιασα κι Εκείνη με φίλησε στο λαιμό.
«Κοιμήσου», μου είπε.
«Κοιμήσου», της είπα.
«Μη μ΄αφήσεις», μου ζήτησε.
«Δεν πρόκειται –ακόμα κι αν το θελήσεις», της εξήγησα.
Κλείσαμε τα μάτια, η ζωή έμοιαζε γαμημένη απ΄όλες τις πάντες αλλά εμείς επιμέναμε να χαμογελάμε όσο βυθιζόμασταν στον ύπνο. Ο κόσμος μύριζε φτηνό σαπούνι και βουβή απελπισία.

Πρώτα ένιωσα την κίνηση μέσα στο δωμάτιο και μετά άνοιξα τα μάτια, κάποιο ρεύμα αέρα που τρύπαγε το μέτωπό μου σα σκουριασμένο καρφί. Κράτησα την ανάσα μου για να μην καρφωθώ. Μισάνοιχτα βλέφαρα –προσεκτικά.
Ο καργιόλης ήταν σκυμμένος ανάμεσα στα πεταμένα μας ρούχα, ψαχούλευε κι ετοιμαζόταν να περάσει στη βαλίτσα –πήγαινα στοίχημα οτι θα την τράβαγε έξω απ΄το δωμάτιο για να τη μασουλήσει με την ησυχία του. Η πόρτα έχασκε μισάνοιχτη στο πλάι του. Περίμενα. Όταν βαρέθηκε να ψάχνει τα εσώρουχά μας, χούφτωσε το χερούλι της βαλίτσας, μας έριξε μια αποχαιρετιστήρια ματιά και άρχισε να σέρνεται προς την έξοδο. Εκείνη κοιμόταν βαθιά. Έπιασα το Βάλτερ κάτω απ΄το μαξιλάρι, έβγαλα βιαστικά το χέρι της από πάνω μου και πετάχτηκα σαν ελατήριο. Τον καπάκωσα τον πούστη –έσκασε με το κούτελο στη μισάνοιχτη πόρτα, κοπάνησε εκεί πέρα, έκλεισα την πόρτα. Μετά του σφήνωσα το Βάλτερ κάτω απ΄το δεξί αυτί.
«Κάνε οτι αναπνέεις και θα σου την ανάψω επιτόπου», σφύριξα.
Κοκάλωσε εντελώς. Τον άρπαξα από τα μαλλιά και τον σήκωσα μαζί μου, ήμουνα τσιτσίδι σαν κατεψυγμένο κοτόπουλο, γι΄αυτό τον τίναξα απέναντι.
«Κάτσε κάτω με τα χέρια στα γόνατα. Ότι κουνήσεις θα το πυροβολήσω –συνεννοηθήκαμε;» μούγκρισα.
Κούνησε το κεφάλι καταφατικά οπότε τον πλησίασα και του κοπάνησα μια καλή με τη λαβή του Βάλτερ, έτσι για να του δείξω οτι κυριολεκτούσα.
Μάτωσε αλλά δεν έβγαλε άχνα.
Κοίταξα προς το μέρος της, είχε ξυπνήσει και παρακολουθούσε με το κεφάλι μισοσηκωμένο, αμίλητη.
«Φόρα κάτι», της ζήτησα.
Άρπαξε τη μπλούζα από το πάτωμα, μετά της έδωσα τη φούστα της να τη φορέσει μέσα από τα σκεπάσματα –επειδή αν την έβλεπε γυμνή ο καργιόλης θα έπρεπε να τον σκοτώσω.
«Κράτα τώρα», της είπα δίνοντάς της το Βάλτερ. «Άκουσες πως πάει η ιστορία –ότι κινείται το πυροβολείς κι αν δεν το πετύχεις, κακό δικό του».
Ένευσε όσο τον σημάδευε, πήρα να ντύνομαι κι εγώ.
«Κατά λάθος μπήκα...» ξεκίνησε να ψελλίζει ο λεχρίτης, αλλά δεν τον άφησα να τελειώσει τη φράση του.
Πετάχτηκα πάνω του, σφήνωσα το γόνατό μου στο στήθος του, πόνεσε πολύ, έπεσε στο πάτωμα σα μαριονέτα με κομμένα σκοινιά.
«Σου είπε κανένας να μιλήσεις ρε πούστη;» ζήτησα να μάθω.
«Ήθελα να σου εξηγήσω...» ψεύδισε.
Τον κλώτσησα στην κοιλιά.
«Θα μιλάς μόνο όταν σε ρωτάω», του εξήγησα ευγενικά.
Άναψα δυο τσιγάρα, της έδωσα το ένα, τον ξαναπλησίασα.
«Τσιγαράκι;» πρότεινα.
Ένευσε διστακτικά. Έβγαλα ένα τσιγάρο από το πακέτο, του το κάρφωσα ανάμεσα στα χείλη, πλησίασα τον αναπτήρα κοντά του, έσκυψε λίγο για να με διευκολύνει. Τότε τον χαστούκισα, το τσιγάρο του΄φυγε από το στόμα.
«Μη βιάζεσαι λεβέντη μου –τα τσιγάρα κερδίζονται δε χαρίζονται», του είπα χαμογελαστά.

Μετά κάθισα στην καρέκλα απέναντί του. Τον κοίταξα σαν κατσαρίδα.
«Λέγε τώρα», έκανα ήρεμα.
«Έκανα λάθος, νόμισα οτι ήταν το δωμάτιό μου...»
Νευρίασα άσχημα, πετάχτηκα από την καρέκλα.
«Δώσμου», της είπα.
Μου έδωσε το πιστόλι, πήρα κι ένα μαξιλάρι από πλάι της, τον πλησίασα, ακούμπησα το μαξιλάρι στο γόνατό του.
«Όχι! Σε παρακαλώ!» ούρλιαξε.
«Πες μου έναν καλό λόγο για να μη στην ανάψω», του πρότεινα.
«Θα σου πω ότι θες!» τρεμούλιασε εκείνος.
Έκανα πίσω.
«Ξεκίνα και γρήγορα», του ζήτησα.
«Με έστειλε ο Ψηλός, επειδή σε κόψαμε για περίεργο άτομο... μας χάλασες και την κάμερα....»
«Όπα», τον σταμάτησα. «Τι εστί Ψηλός;»
Πήγε να ξύσει το κεφάλι του αλλά μετάνιωσε.
«Ο Ψηλός... που έχει το ξενοδοχείο...» μουρμούρισε.
«Παρακάτω», είπα.
«Είπε ο Ψηλός μην είσαι τίποτα καινούργιος με γυναίκα στην πιάτσα και θες να κάνεις δουλειές εδώ πέρα, να ψάξω τι είσαι, επειδή κανένας δεν κάνει δουλειές εδώ πέρα, εκτός απ΄τον Ψηλό...» τα ΄φτυσε μονορούφι ο λεχρίτης και πνίγηκε χωρίς ανάσα. Έβηξε.
«Από που μας είδε ο Ψηλός δηλαδή; Εκτός αν Ψηλός είναι εκείνος ο κωλόχοντρος στη ρεσεψιόν...»
«Όχι, όχι...» μουρμούρισε. «Έχει καθρέφτη πάνω από τη ρεσεψιόν...»
«Σωστά», συμπέρανα. Άρχιζαν οι μπελάδες. «Τώρα σε περιμένει δηλαδή αυτός ο Ψηλός;» ρώτησα ήρεμα.
«Ναι, στον αποκάτω όροφο», απάντησε.
«Έχει κι άλλους μαζί του;»
Τον είδα να κομπιάζει.
«Όχι», απάντησε τελικά.
«Πάρτον τηλέφωνο και πέστου ν΄ανέβει», του ζήτησα, σπρώχνοντας τη συσκευή.
«Δηλαδή... τι να του πω δηλαδή;» έκανε τρέμοντας.
«Πες του οτι θέλω να μιλήσουμε ρε αδερφέ!»
«Εντάξει», είπε. Σχημάτισε ένα τριψήφιο, τον περίμενα. «Έλα, εγώ είμαι.... θέλει ν΄ανέβεις επάνω... δεν ξέρω...»
Του τράβηξα το ακουστικό από το χέρι.
«Γεια σου καπετάνιο», μουρμούρισα.
«Ποιος είσαι εσύ;» ακούστηκε η στριγκή φωνή από την άλλη άκρη.
«Έλα μωρέ γίγαντα –τις κουμπάρες θα παίξουμε;» ξεφύσησα. «Ανέβα πάνω να τα πούμε σαν άνθρωποι –τι μου ‘στειλες αυτό το σαπάκι;»
Σιωπή για μισό λεπτό.
«Έρχομαι», είπε στο τέλος.
Έκλεισα το τηλέφωνο και τον πλησίασα κρατώντας το μαξιλάρι.
«Για μαλάκα με περνάς;» του σφύριξα.
«Τι... τι...»
«Πόσοι θάρθουν;» τον ρώτησα δείχνοντας την πόρτα.
«Ο Ψηλός...» μουρμούρισε.
Ακούμπησα το μαξιλάρι στο γόνατό του.
«Ο Ψηλός κι άλλος ένας!» παρακάλεσε.
Σήκωσα το μαξιλάρι, μπούκωσα μ΄αυτό την κάνη και τον πυροβόλησα στο στήθος. Τινάχτηκε χτυπώντας στην ταπετσαρία, βρωμοκόπησε ο τόπος μπαρούτι, το μαξιλάρι κάπνιζε τσουρουφλισμένο.
«Μάζεψέ τα πρέπει να φύγουμε γρήγορα», της είπα.
«Οι άλλοι έρχονται ήδη», μουρμούρισε.
«Εντάξει, θα τους κανονίσουμε πριν φύγουμε», την καθησύχασα.
«Εννοείς...»
«Εννοώ οτι μας έχουν δει –μεγάλη μαλακία τους αυτό», της εξήγησα.
Ήταν ήδη όρθια, αποτελείωσε το ντύσιμό της και στάθηκε δίπλα μου.
«Κόλλα στον τοίχο δίπλα στην πόρτα», της είπα.
Έμεινε εκεί κοιτάζοντάς με. Κι εγώ άρχισα να μετράω, αν έρχονταν μέχρι το 20 –όλα καλά, αλλιώς την είχαμε άσχημα. Στο 17 ακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα. Πλησίασα το πόμολο από το πλάι, το γύρισα, μισάνοιξα την πόρτα. Και μετά πυροβόλησα κρυμμένος πίσω της, οι σφαίρες σκίσανε το κόντρα πλακέ, κάποιος ούρλιαξε. Άνοιξα τέρμα την πόρτα, ένας υπό κατάρρευση ρίχτηκε μέσα στο δωμάτιο, ο άλλος κούναγε κάποιο μαχαίρι λες και προσπαθούσε να διώξει μύγα. Τον πυροβόλησα στο πρόσωπο να ξεμπερδεύουμε, σωριάστηκε σαν σακί πατάτες. Κοίταξα τον πεσμένο δίπλα στα πόδια μου, δεν έδειχνε σημάδια ζωής.
«Αυτός ήταν ο Ψηλός;» απόρησα. Ένας τάπας όχι πάνω από 1,60 –κλώτσησα το κεφάλι του πριν τον περάσω.
«Το κάνεις συχνά αυτό;» ρώτησε καθώς ερχόταν πλάι μου.
«Ποιο αυτό;» απόρησα.
«Να καθαρίζεις κόσμο στην ψύχρα», μου εξήγησε.
«Μπα, συνήθως τους πηδάω πρώτα», χαμογέλασα.
«Α, εντάξει –έχουμε ελπίδες τότε», σχολίασε πατώντας το κουμπί του ασανσέρ.
Εμένα με απασχολούσε κυρίως ο χοντρός της ρεσεψιόν –ευτυχώς από τα διπλανά δωμάτια δεν είχε αρχίσει να βγαίνει κόσμος. Έτσι πάει –τους παίρνει κάνα δίλεπτο μέχρι να συνέλθουν από το σοκ και να πανικοβληθούν κανονικά.

Φτάσαμε στην είσοδο, ο χοντρός άφαντος. Βλαστήμησα και βγήκαμε έξω, στην τσίτα. Από το ξενοδοχείο άρχιζε ήδη να ροντάρει ο πανικός, τσιρίδες, βρισιές και ποδοβολητό. Μπήκαμε στην Άλφα Τζουλιέτα.
«Το κεφάλι κάτω», της φώναξα.
Μείναμε έτσι μισοκρυμμένοι μέχρι να εμφανιστούν οι οικογενειάρχες, πάλευαν να κουμπώσουν τα παντελόνια τους όσο ψάχνανε για τα κλειδιά τους –αυτοκίνητα άρχισαν να ξεκινάνε ξύνοντας κράσπεδα. Σε λίγο ήρθε το πρώτο ψιλοτρακάρισμα, κοίταξα πίσω –μπόλικες γυναίκες παρατημένες στην άκρη του πάρκινγκ συζητούσαν ανήσυχες. Που ήταν οι νταβατζήδες τους; Πότε θα φτάνανε να τις πάρουν από δω πέρα; Μέσα στο χαμό διέκρινα τον χοντρό της ρεσεψιόν να περπατάει επιφυλακτικά, ήταν ο μόνος που δεν προσπαθούσε να κρυφτεί –έδειχνε τρομαγμένη ψυχραιμία.
«Περίμενε όπως είσαι», της είπα και βγήκα από την Άλφα με το πιστόλι στην τσέπη.

Ένα αυτοκίνητο κόντεψε να με πατήσει, έκανα στην άκρη, ο οδηγός δεν με πήρε καν είδηση. Κάποιος μαλάκας τσακωνόταν με τον μπροστινό του, επειδή δεν μπορούσε να ξεπαρκάρει –τους πέρασα και βρέθηκα στην πίσω δεξιά πόρτα του χοντρού. Άκουσα την πρώτη του να κουμπώνει, έβγαλα το πιστόλι και χτύπησα το τζάμι. Ο χοντρός γύρισε -μαλακία του. Πυροβόλησα δυο φορές από κει πίσω, το τζάμι έγινε ζάχαρη και το κεφάλι του χοντρού άνοιξε σαν τριανταφυλλί μπουμπούκι. Βιάστηκα να φύγω –τα αυτοκίνητα τριγύρω μου άρχισαν να κοπανιούνται μεταξύ τους –οι πυροβολισμοί είχαν μπουμπουνίσει σαν σάλπιγγες της Αποκάλυψης. Μπήκα στην Άλφα και ξεκίνησα πριν ακόμα κλείσω την πόρτα.

100 μέτρα μετά το μοτέλ έκοψα ταχύτητα, οι μύες στους ώμους μου πεταλούδιζαν ακατάσχετα –το πάθαινα αυτό μετά από κάθε σκοτωμό. Κρύος ιδρώτας στην πλάτη μου και μια διάθεση να κοιμηθώ επιτόπου.
«Εκτός από το οτι είσαι ένας τρελαμένος με πιστόλι υπάρχει κι άλλος λόγος που έγινε όλο αυτό το μακελειό;» αναρωτήθηκε μουδιασμένα Εκείνη.
«Θα σου διαβάσω την ιστορία μας όπως θα τη γράψουν οι εφημερίδες», μέτρησα προσεκτικά τα λόγια μου. «Άνθρωπος της νύχτας απαγάγει κόρη δικαστή δολοφονώντας τον αρραβωνιαστικό της που προσπάθησε να αντισταθεί, ανάμεσα στις γραμμές κυκλοφορούν βεβαίως υπόνοιες βιασμού, αλλά κανένας δεν τολμάει να το γράφει. Γιατί την απαγάγει; Για λύτρα; Πιθανό –αλλά έχει προηγηθεί καυγάς του εν λόγω καθάρματος με την οικογένεια της απαχθείσας, αυτόπτες μάρτυρες μπορούν να τον περιγράψουν. Κάποιο πρωτοσέλιδο έτσι;»
Κοίταζε μπροστά, έξω από το τζάμι, σιωπηλή.
«Συνεχίζω επειδή αυτά θα είναι τα φύλλα της πρώτης μέρας. Την επόμενη θα εμφανιστεί ένα κοράκι πρόθυμο να σκαλίσει τα σκουπίδια ή μερικοί τυπικοί μπάτσοι –θα φτάσουν στο μοτέλ ΓΑΛΗΝΗ. Εκεί θα μάθουν οτι η άτυχη γυναίκα μπήκε α λα μπρατσέτα με τον απαγωγέα της, άσε που θα τους δουν στην ταινία, θολούς μεν –αλλά πεντακάθαρα αγκαλιασμένους να κοιμούνται σα ζευγαράκι. Εντάξει, δεν θα φαίνονται πρόσωπα, αλλά η παρέα του Ψηλού θα τους αναγνωρίσει. Και τότε παφ! Πάει η απαγωγή, μιλάμε πλέον για συμμετοχή σε φόνο. Σε κανέναν από τους δυο μας δεν θα άρεσε αυτό –νομίζω;»
Συνέχισε να κοιτάζει έξω –μου τσάκιζε τα νεύρα αυτό το πράγμα.
«Αν θέλεις μπορώ να παρκάρω στο πρώτο βενζινάδικο και να σ΄αφήσω να φύγεις», έκανα θυμωμένα.
Εξακολουθούσε να μη μιλάει.
«Κοριτσάκι, η σχέση μας βασίζεται στο οτι εγώ είμαι καλός στα όπλα κι εσύ στα λόγια. Όμως τόση ώρα εγώ μιλάω μόνο –πως θα πάει από δω και πέρα δηλαδή; Πες μου για να ξέρω», αγανάκτησα κάπως.
«Αυτός ο άνθρωπος της νύχτας... ο απαγωγέας....» μουρμούρισε.
«Ναι;»
«Τι θα γίνει μ΄αυτόν; Τι θα γράφουν γι΄αυτόν οι εφημερίδες;»
Ανασήκωσα τους ώμους.
«Τι να γράφουν; Οτι την κοπάνησε –τι άλλο; Το θύμα θα δώσει μια περιγραφή του κι άντε βρείτε τον».
«Λες ψέματα», κλαψούρισε.
Χαμογέλασα. Δεν χρειαζόταν να μου το πει –το ήξερα κι εγώ οτι έλεγα ψέματα. Επειδή ήμουνα σίγουρος -όταν χωρίζαμε ένας απ΄τους δυο μας θα κοίταζε τ΄αστέρια με αδειανά μάτια. Κι ο άλλος θα περίμενε ανυπόμονα τη σειρά του.

Ξαναβγήκα στην εθνική βαριεστημένα –όποιος πούστης ήθελε να μου κλείσει το δρόμο θα το πλήρωνε ακριβά. Εκείνη έπρεπε να σωθεί κι εγώ έπρεπε να βιαστώ –τα ρολόγια μάς είχαν στρώσει στο κυνήγι και ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τα ρολόγια.

14 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Puppet_Master είπε...

mia kapoia galhnh...

The Motorcycle boy είπε...

Και κάπως οριστική για ορισμένους, ε; Σήμερα την είδα ρομαντικός μου φαίνεται!

RaZz the feminist είπε...

magnifique! h mia ataka meta thn allh kai apleto mpistolidi, auta einai!

Puppet_Master είπε...

romadikh comedy k katw

The Motorcycle boy είπε...

Είπαμε Ραζ -καμπόικο!

Ρομαντική κομεντί -ναι, σαν το "Σερεντίπιτυ" με έξτρα ξεκοιλιασμένους και περισσότερη ευαισθησία, χαχαχα,.

ολια είπε...

και το τσακρα-πατρα ,απαιχτο!

The Motorcycle boy είπε...

Υπάρχει και το Μπάτσοι Μπούρζι και λουλάς, αλλά δεν ήταν της ώρας, χαχαχα.

Ανώνυμος είπε...

"Επειδή ήμουνα σίγουρος -όταν χωρίζαμε ένας απ΄τους δυο μας θα κοίταζε τ΄αστέρια με αδειανά μάτια. Κι ο άλλος θα περίμενε ανυπόμονα τη σειρά του."

Αντε και καλη τυχη μαγκες... που ειπε και ο Παυλακης!!

Εμενα παντως μου αρεσει που "μπλεκεις" και τη μοιραια γυναικα στο ολο στορυ. Αλλωστε αυτες κανουν τη γη να γυριζει -αργα ή γρηγορα εξαρταται- Αλλωστε και ο Νικολαιδης καπως ετσι επρατε!!

Συνεχα το να δουμε ποιος θα ειναι ο πρωτος που θα κοιταει τα αστερια!

The Motorcycle boy είπε...

"Πάντα υπάρχει μια γυναίκα στην ιστορία", αυτό τώρα δεν θυμάμαι ποιος το είπε αλλά έτσι είναι.

Ο Νικολαϊδης δεν θα έπραττε κάπως έτσι ρε -εκείνος θα έκανε παπάδες, στο χαρτί ή στην οθόνη! Εγώ, απλώς το κωλοβαράω για να γίνεται κουβέντα.

Ε, καλά τώρα -ποιος θα κοιτάξει πρώτος τ΄αστέρια...

Πασκάλ είπε...

Το οτι περιμένω πώς και πώς κάθε φορά να διαβάσω το επόμενο στο είπα;
Δε στο είπα.

Άντε πάμε παρακάτω γιατί αγωνιώ.

Ανώνυμος είπε...

ω ρε βια!! ποιος εισαι, ο ταραντινο των blogs;

The Motorcycle boy είπε...

Γειά σου ρε Πασκάλ! Κι εσύ λάτρης των καμπόικων; Χαχαχα.

Άσωτε, ποιος νΤαραντίνος! Μιλάμε για Σέρτζιο Λεόνε και πάνω! Τι Σέρτζιο -πες καλύτερα Σιέρα Λεόνε να είσαι μέσα! Χαχαχα.
Είπα να δω πως κάθεται η βία και το πιστολίδι σε εγχώριο ντεκόρ -άσε που αυτά με ξεκουράζουν και με χαλαρώνουν.

Sotiris είπε...

Μπόνι και Κλάιντ να το πω;
Η Άλεξ της παλιάς ιστορίας σε λίγο πιο μεγάλη ηλικία να το πω;

Το θέμα είναι ότι δημιουργείς καινούργιο genre boy : Road-blood bath movie με επιρροές από spaghetti western και mariachi/banderas κιθαρίστας.

Να δω και slow motion bullet time και θα φτιάξω και γκρουπ στο facebook για πάρτη σου !

The Motorcycle boy είπε...

Χα, δεν τα μπορώ αυτά με τις αργές σφαίρες φιλαράκι -μην γίνουμε και Αντζελίνες που στρίβουν τις σφαίρες, ε;

Κοντά είσαι στην Άλεξ -μάλλον, σε λίγο θα είσαι κοντά στην Άλεξ, όχι ακόμα...

Δεν είναι καινούργιο ρε το θέμα -καμπόικο είναι -Τζόνι Γκιτάρ κι έτσι. Εκείνη η σάχλα του Μπαντέρας ήταν απλώς μια κακή παρένθεση στο θέμα "Ντεσπαράντο, δεν βαρέθηκες και πηδάς φράχτες;/ Πότε θα έρθεις στα λογικά σου;/ Δεν ξέρεις οτι η 'ελευθερία' είναι μια ακόμα λέξη για το 'δεν έμεινε τίποτα να χάσω';"

Κάπως έτσι.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι