Τα δάχτυλα του ποδιού της ξεπρόβαλαν από την άκρη της πικέ κουβέρτας –δάχτυλα βαμμένα με γυαλιστερό κόκκινο βερνίκι, περιποιημένα δάχτυλα. Ο Στάθης κοίταζε τα δάχτυλα αγουροξυπνημένος. Κάποτε γούσταρε να φιλάει και να πιπιλίζει αυτά τα δάχτυλα, κάποτε. Πότε; Ποτέ!
Την σκούντηξε απότομα, σφηνώνοντας τον αγκώνα του στο πλευρό της.
«Ξύπνα, κοντεύει μεσημέρι», μούγκρισε.
Η ξανθιά γύρισε πλευρό φτύνοντας κάποια βρισιά σε ακατανόητη γλώσσα. Μετά συνέχισε να ροχαλίζει μαλακά, σα συναχωμένο γατί. Ο Στάθης βαρέθηκε να την κοιτάζει, κλώτσησε τα σκεπάσματα μακριά και σηκώθηκε.
«Είσαι τρελός ρε μαλάκα;» ούρλιαξε η ξανθιά νιώθοντας την ψύχρα να την αρπάζει.
Τράβηξε πάλι τα σκεπάσματα, του γύρισε τον κώλο και ξανακοιμήθηκε.
«Άμα δεν ήμουνα τρελός θα σε παντρευόμουνα παλιοκαργιόλα;» βλαστήμησε ο Στάθης φεύγοντας από το υπνοδωμάτιο.
Το υπνοδωμάτιο με τις δυο αντικριστές μπαλκονόπορτες. Το γυμνό υπνοδωμάτιο –ούτε κουρτίνες στις τζαμαρίες, ούτε έπιπλα, ένα κρεβάτι, δυο καρέκλες γεμάτες ρούχα. Αυτά ήταν όλα.
Κλείνανε δεύτερο χρόνο παντρεμένοι, δεύτερη χρονιά στο διαμέρισμα που είχαν χτίσει γι΄αυτόν οι γέροι, τρίτος όροφος -ο δεύτερος ακατοίκητος (προοριζόταν για σπίτι του μικρού αλλά εκείνος είχε εγκατασταθεί στα νησιά) –στο ισόγειο οι γονείς σαραβαλιασμένοι. Δεύτερος χρόνος παντρεμένοι κι ούτε μια κουρελού για το πάτωμα δεν είχαν αξιωθεί ν΄αγοράσουν με τη βλαμμένη, ο Στάθης κλώτσησε την πόρτα του μπάνιου και την άνοιξε διάπλατα. Στήθηκε με τα πόδια ανοιχτά πάνω από τη λεκάνη της τουαλέτας και κατούρησε αίμα για πέμπτη συνεχόμενη μέρα. Όταν τελείωσε, κάρφωσε μια πηχτή ροχάλα στο κέντρο της λιμνούλας και μετά τράβηξε το καζανάκι. Όλα εξαφανίστηκαν στο χείμαρρο –μαζί κι η ανατριχίλα που ένιωθε κάθε φορά που έβλεπε αίμα ανακατεμένο με το κάτουρό του.
Κάθισε στην πλαστική λευκή καρέκλα της κουζίνας περιμένοντας το γκαζάκι να ζεστάνει νερό για τον καφέ του, κρύωνε κάμποσο, πονούσαν τα κόκαλά του, νύσταζε. Αλλά έπρεπε να ξυπνήσει νωρίς σήμερα –και η άλλη έπρεπε να ξυπνήσει νωρίς –το είχαν συμφωνήσει. «Να το σταματήσουμε αυτό το πράγμα, να μην ξυπνάμε πια απόγευμα, κοντεύουμε να βρικολακιάσουμε». Είχαν και δουλειές να κάνουν, υποχρεώσεις.... Το συζήτησαν, το συμφώνησαν αλλά η μαλακισμένη -στο μουνί της κανονικά δηλαδή! Δε βγαίνει άκρη μαζί της, σήμερα κανονίζεις το άλφα, την επόμενη μέρα το ξεχνάει κι αν της πεις τίποτα σου σπάει τα νεύρα οτι και καλά κανονίσατε το βήτα το οποίο δε γίνεται ούτε με σφαίρες! Δηλαδή, με άλλα λόγια, «είσαι μαλάκας»! Στο δείχνει με το ανασηκωμένο μαδημένο φρύδι της, στο δείχνει με το στραβό της χαμόγελο, με τα μάτια που σε κοιτάνε σα να ‘σαι μύγα κολλημένη σε λάμπα φθορίου... Κι αν δεν το καταλάβεις στο εξηγεί κιόλας: «Μα πως σου ήρθε να κανονίσουμε κάτι τέτοιο; Μαλάκας είσαι;» Να την κοιτάς και να ‘σαι έτοιμος ν΄αρχίσεις τα μπουκέτα, «μωρή παλιολινάτσα, πρώτον κανονίσαμε κάτι άλλο κι όχι αυτό που λες τώρα και δεύτερον άμα σου φαινόταν μαλακία γιατί συμφώνησες δηλαδή;» Επειδή ήταν μεθυσμένη όταν κάνανε την κουβέντα. Κι εκείνος εξίσου μεθυσμένος –12 ώρες τη μέρα μεθυσμένοι, 10 ώρες ο ύπνος, μένουν 2 ώρες για προσωπική υγιεινή κι αυτές με το ζόρι. Οι μέρες τους. Στο μπαρ –εκείνος πίσω από τη μπάρα, εκείνη απέξω να σερβίρει. Δυο χρόνια και κάτι μήνες. Ο Στάθης δούλευε ήδη εκεί όταν εμφανίστηκε –με το στενό της παντελόνι, τη λεπτή μπλούζα, τα ξανθά της μαλλιά κομμένα α λα γκαρσόν. Καθόταν στο σκαμπό απέναντί του και τον κοίταζε όσο ετοίμαζε τα ποτά, ο Στάθης την είχε μετρήσει στα γρήγορα. «Κάτι θέλει η γκόμενα –δε φαίνεται για ξελιγωμένη».
Δυο κερασμένα σφηνάκια μετά.
«Είμαι από Σερβία, δεν έχω άδεια εργασίας –ψάχνω για καμιά δουλειά, οτιδήποτε...»
«Μπράβο, καλή τύχη...»
«Εσείς εδώ δεν χρειάζεστε;»
«Τι πράγμα;»
«Γκαρσόνα...»
«Μπορεί και να χρειαζόμαστε...»
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν;»
«Δε σου κάνω εγώ;»
«Εμένα μου κάνεις αλλά δεν είμαι το αφεντικό...»
«Και ποιος είναι το αφεντικό;»
«Άστο –θα μιλήσω μαζί του...»
«Σίγουρα;»
Το βράδυ φύγανε μαζί, τον περίμενε να κλείσει το μπαρ αφού είχαν πρώτα πλακωθεί στις τουαλέτες. Το επόμενο πρωί τη βρήκε στην αγκαλιά του, κουλουριασμένη.
«Καλημέρα...»
«Είναι ακόμα μέρα;»
«Τρόπος του λέγειν...»
«Του ποιου;»
«Άστο...»
«Καλημέρα λοιπόν...»
«Α, δε στα ‘πα....»
«Τι;»
«Μίλησα με το αφεντικό –προσλαμβάνεσαι!»
«Πότε μίλησες με το αφεντικό;»
«Τώρα μόλις»
«Ναι αλλά....»
«Τι θες τη δουλειά ρε κορίτσι μου;»
«Ναι αλλά...»
«Εντάξει, σήμερα το βράδυ να είσαι στο μαγαζί στις 8».
«Τι ώρα είναι τώρα;»
«5»
«Προλαβαίνουμε...»
«Προλαβαίνουμε....»
Επειδή αυτός έκανε κουμάντο στο μαγαζί, ο Καμπόης που ήταν ο κανονικός ιδιοκτήτης τού είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Ερχόταν δυο φορές τη βδομάδα για να εισπράξει και να κόψει κίνηση. Κατά τα λοιπά ο Στάθης ήταν ο γενικός κουμανταδόρος.
Δυο χρόνια και κάτι μήνες, στο τρίμηνο πάνω παντρεύτηκαν. Εκείνη είχε προβλήματα –έληξε η βίζα της, τους τράβηξαν και δυο φορές στο Αλλοδαπών με όλη την αφάν γκατέ της παραλιακής... Ο Στάθης την παντρεύτηκε, έτσι κι αλλιώς μαζί μένανε σχεδόν από το πρώτο βράδυ, μια ψυχή που ήταν να βγει....
Άναψε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας όσο ο ήλιος τραμπαλιζόταν έξω από το παράθυρο της κουζίνας ψάχνοντας κατά πού να την κάνει. Ξέπλυνε το στόμα του με καφέ κι αμέσως μετά μπουκώθηκε κάτι παυσίπονα μπας και ησυχάσουν λίγο τα κόκαλά του. Πόνος -το μόνο που του είχε μείνει από τις ένδοξες μέρες... Κάγχασε με κείνο τον χαρακτηριστικό του τρόπο –σαν τις ύαινες στα καρτούν του Τεξ Άβερι. «Ναι, είμαι τώρα αραχτός και προσπαθώ ν’ αναπαραστήσω/ λίγη από τη δόξα εκείνων των ημερών, αλλά ο χρόνος γλιστράει/ και σ΄αφήνει κύριέ μου με τίποτ΄άλλο από/ βαρετές ιστορίες για τις ένδοξες μέρες». Καλά τα έλεγε ο Μπος, αλλά ποιος τον άκουγε τότε!
Πεθύμησε ξαφνικά μουσική, δίσκο στο πικάπ, τρίξιμο στα γούφερ, σπίθες σον αέρα.... Αλλά δεν είχε κουράγιο ούτε να σηκωθεί, όλη νύχτα θα του γάνωνε τ΄αυτιά ο μαλάκας στο μπαρ με τις χοροπηδηχτάδικες αηδίες του –ποιος τ΄ακούει όλα αυτά ρε πούστη; Κι όποιος τα ακούει –τι καταλαβαίνει δηλαδή; Το ίδιο κομμάτι 10 ώρες, μια μπασοκολώνα έτσι για να βρίσκεται, κάτι πλήκτρα της αναγούλας κι ένας τύπος που απαγγέλλει. Έσβησε το τσιγάρο νευριασμένος –έκανε ψύχρα, καλύτερα να ντυνόταν. Έσυρε τις πατούσες του στο διάδρομο, ξαναμπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνη ακόμα κοιμόταν.
Άρχισε να πετάει τσαλακωμένα ρούχα μέχρι να βρει τα δικά του, ντύθηκε, κουμπώθηκε, ένιωσε πιο ζεστά.
«Πρέπει να κάνεις τόσον θόρυβο;» μούγκρισε εκείνη.
Γύρισε, την κοίταξε κουκουλωμένη κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν είπε τίποτα.
Αποτέλειωσε τον καφέ του, βγήκε στα μουλωχτά για να μην πέσει πάνω στους γέρους του, ξεσκόνισε την KLX που χασμουριόταν στο πεζοδρόμιο, ξεκίνησε βιαστικά. Λίγος αέρας, λίγο φως –όσο ήταν ακόμα μέρα ρε παιδί μου! Να στρώσουν κάπως οι κόρες των ματιών που είχαν γίνει μεγάλες σαν της νυχτερίδας, ν΄αδειάζει η κάπνα από τα σωθικά, λίγος αέρας, λίγο φως... Πέρασε την πλατεία με την εκκλησία, άφησε πίσω του τα σχολεία, έκοψε τα οικοδομικά τετράγωνα μέσα από τα στενάκια των «εξ αδιαιρέτου», βρέθηκε στα αυθαίρετα –τελευταίο σύνορο πριν το βουνό. Από πιτσιρικάδες είχανε οργώσει αυτό το βουνό, φτάνανε μέχρι το παρατημένο νταμάρι, κυλιόντουσαν στις ζαχαρένιες πέτρες, παίζανε πόλεμο... Αμερικάνοι εναντίον Γερμανών, σπανίως Καμπόηδες εναντίον Ινδιάνων. Ότι βλέπανε -κάνανε. Στο γυρισμό σπάγανε τα μελίσσια, πετροβολώντας καλυμμένοι πίσω από καχεκτικές αγριοβελανιδιές, κουρνιαχτό οι αγριεμένες μέλισσες αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να κονομήσουν καμιά κηρύθρα. Μόνο κυνηγητό από έναν μαλάκα μελισσοκόμο που τους παραφύλαξε ένα απόγευμα, δεν μπόρεσε να τους πιάσει αλλά τους στάμπαρε. Πήγε και τα ‘πε στους γέρους τους –κατσάδα και τιμωρία, σκυμμένα κεφάλια. Αφήσανε να περάσει μια βδομάδα πριν ανέβουν πάλι στις κηρύθρες, τις λούσανε με οινόπνευμα και τις μπουρλοτιάσανε, κόντεψε να καεί η μισή πλαγιά. Κι εκείνοι σκασμένοι στα γέλια στην πλατεία με την εκκλησία παρακολουθούσαν τις πυροσβεστικές –μέχρι και κάτι εξωγήινοι με ολόσωμες ασημένιες φόρμες και κάσκες εμφανίστηκαν καθισμένοι σε καρότσες ΡΕΟ –εκείνοι τους χάζευαν με ανοιχτά στόματα και ένιωθαν σπουδαίοι, ήταν τότε το καλοκαίρι του ’79 που φτιάξανε το Τρομερό Τρίο. Πέτρος, Στάθης, Θωμάς –σύντομα ο Θωμάς αποχώρησε λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων (τον σταματήσανε οι δικοί του από το σχολείο και τον ζέψανε σ΄ένα φαναρτζίδικο να μάθει την τέχνη) –στη θέση του ήρθε η Μαρία, πρώην κολλητή του Πέτρου από το Δημοτικό. Κάνανε κι ένα ροκ συγκρότημα μεγατόνων, τους Anathema the Time Band, αν έχεις ακουστά –χαρακτηριστικό γνώρισμα του συγκροτήματος το οτι κανείς τους δεν ήξερε να παίζει κάποιο όργανο και ούτε είχαν διάθεση να μάθουν, για την ακρίβεια δεν είχαν διάθεση να αγοράσουν καν μουσικά όργανα. Αυθεντική ροκ μπάντα, σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια, βέβαια. Κάνανε κι ένα πάρτι σχετικό, στην ταράτσα του Πέτρου με ανεπανάληπτη επιτυχία –δεν ήρθε κανένας απ΄όσους είχανε καλεσμένους, βρεθήκανε οι τρεις τους, το πρώην Τρομερό Τρίο και νυν Anathema the Time να μασουλάνε κάτι πανιασμένα τυροπιτάκια και να ανακατεύουν κονιάκ (αγορασμένο στη ζούλα) με κοκακόλες. Χορέψανε πολύ εκείνο το βράδυ, φωνάξανε, βρίσανε στον αέρα και ορκίστηκαν να βρουν όσο πιο γρήγορα γίνεται λεφτά, να βγάλουν εισιτήρια για Λονδίνο και να μείνουν για πάντα εκεί πέρα, εκεί που όλα συνέβαιναν επειδή όλα μπορούσαν να συμβούν.
Μετά η Μαρία άλλαξε σχολείο κι ο Πέτρος έγινε καλός μαθητής –έμεινε μόνο ο Στάθης να θυμάται –πίσω από το σχολείο όταν κάπνιζαν παρέα με τον Πέτρο του πέταγε μισόλογα, για την τάδε ή τη δείνα φοβερή συναυλία που έγινε στο Λονδίνο κι ο Πέτρος κούναγε το κεφάλι χαμογελαστός, αλλά δεν έλεγε τίποτα ο πούστης! Μέχρι που βαρέθηκε ο Στάθης κι αποφάσισε οτι τίποτα δεν θα γινόταν τελικά, κουβέντες του αέρα, εδώ θα ψόφαγαν σακουλιασμένοι σαν τους πατεράδες τους –το Τρομερό Τρίο και τ΄αρχίδια μας κουνιούνται, Anathema the Time που έμπλεξε μαζί τους.
Είχε φάει τη μισή πλαγιά όταν ένιωσε τρέμουλο στα μπράτσα, έριξε ταχύτητα ψάχνοντας να σταματήσει, η μηχανή μούγκρισε ξαναμμένη. Ο Στάθης κοίταξε τον ουρανό, σύννεφα με ολίγη από ήλιο και δυο μαυροπούλια σταυρώσανε τις μύτες τους πριν χαθούν σε διαφορετικά σημεία του ορίζοντα.
«Άντε γαμηθείτε όλοι σας!» ούρλιαξε κι άνοιξε τέρμα το γκάζι πασχίζοντας να φτάσει στην κορυφή του βουνού.
Πέτρες αδέσποτες, αγκάθια αναρριχητικά, χοντρά ιπτάμενα σκαθάρια, η μυρωδιά της πατημένης μολόχας και ιδρώτας στο μέτωπό του. Υπολόγιζε την κορυφή λιγότερο από 300 μέτρα αλλά μετά δεν θα είχε δύναμη να γυρίσει πάλι πίσω. Έστριψε τη μηχανή με κατεβασμένα τ΄αυτιά. Έφτυσε σημαδεύοντας έναν μπάμπουρα που έτριβε την κοιλιά του –τον πέτυχε ξώφαλτσα. Πήρε να επιστρέφει σκασμένος για τσιγάρο και πολύ ξεπαγιασμένος για να κάνει στάση. Οι πέτρες κατρακύλαγαν μαζί του, «πέτρα που κυλάει δεν χορταριάζει», τον πήγαν συνοδεία μέχρι τα αυθαίρετα, τα γαμημένα αυθαίρετα που αβγαταίνανε νύχτα με τη νύχτα –εδώ ήταν κάποτε η σπηλιά, η σπηλιά που έφτανε μέχρι ένας θεός ξέρει που, την είχαν εξερευνήσει όσο βαστούσαν τα κότσια τους, μέχρι να πέσουν στις νυχτερίδες... Εδώ ήταν κάποτε η σπηλιά, σήμερα είναι τριώροφο με χτιστά μπάρμπεκιου στα μπαλκόνια. Κρύωνε κι ανατρίχιαζε. Κατέβαζε ταχύτητες στα μπασίματα των στενών δρόμων, άμα σε κυνηγάει ο εαυτός σου από πουθενά δεν ξεφεύγεις.
Άφησε την KLX στο πεζοδρόμιο –KLX όπως λέμε ΚαΛά Ξεμπερδέματα, KLR όπως λέμε ΚούΛαΡε, XL όπως λέμε ΧυΛόπιττα, XT όπως λέμε ΞεφτίΛα, θα μπορούσε να το πάει μέχρι την άλλη μέρα με τα αρχικά των μοντέλων. Τα είχε σπουδάσει όλα αυτά, χρόνια στα θρανία του Μπιλ του Χοντρού και μετά στα μπαρ της παραλίας, μια σταγόνα ιδρώτα στο πάνω χείλος του, την καθάρισε με τη γλώσσα του, αναρίγησε.
Ν΄ανέβει στο σπίτι, να κάνει ένα μπάνιο...
Η γριά τον σταμάτησε στα πρώτα σκαλοπάτια.
«Είσαι καλά παιδί μου;» τον ρώτησε.
«Μια χαρά χάλια», απάντησε ο Στάθης.
«Αν θες τίποτα...»
«Δεν θέλω».
«Τα ‘μαθες;»
«Ποια;»
«Σκοτώθηκε ο Πέτρος....»
Ένα τρέμουλο από τα γόνατα, πήρε ν΄απλώνεται πούστικα, του έδεσε το στομάχι κι ακόμα ανέβαινε.
«Κακό του ψόφο», μούγκρισε και της γύρισε την πλάτη.
«Δεν είναι κουβέντες αυτές! Πριν λίγο μίλαγα με τη μάνα του, πρέπει κι εσύ να τους πάρεις ένα τηλέφωνο!»
Σταμάτησε, ακούμπησε στον τοίχο, την κοίταξε.
«Πρέπει λένε το δεξί μου αρχίδι και Δεν Πρέπει τ’ αριστερό. Ανάλογα με το ποιο από τα δυο με τρώει -αποφασίζω», της είπε.
Μετά ξεκίνησε ν΄ανεβαίνει τις σκάλες. Ξεκλείδωσε την πόρτα, το κεφάλι του βούιζε, μια θολούρα στα μάτια –μετάνιωνε τώρα που δεν είχε καθίσει να πει δυο κουβέντες με τη γριά του, να μάθει πως σκοτώθηκε ο Πέτρος. Ρε το μαλάκα τον Πέτρο!
«Που γύρναγες εσύ;» τον αιφνιδίασε εκείνη βγάζοντας το φρεσκολουσμένο κεφάλι της από την πόρτα του μπάνιου.
«Πήδαγα την αδερφή σου», είπε ο Στάθης κοφτά.
«Δεν έχω αδερφή ρε βλάκα», γέλασε εκείνη.
«Βλάκας θα ήμουνα αν είχες και την πήδαγα!» της χώθηκε ο Στάθης.
«Τέλος πάντων...» μουρμούρισε εκείνη και ξαναχώθηκε στο μπάνιο.
«Τέλειωνε να πάρει και κάνας άλλος σειρά!» φώναξε ο Στάθης.
Την ήθελε, ακόμα την ήθελε κι αυτό τον διαόλιζε.
Πέταξε τα ρούχα του δίπλα στην πόρτα του διαμερίσματος και άνοιξε την πόρτα του μπάνιου, οι υδρατμοί τον τύφλωσαν. Εκείνη χτενιζόταν μπροστά στον θολωμένο καθρέφτη.
«Τι χτενίζεσαι; Αφού δεν βλέπεις τίποτα!» απόρησε ο Στάθης.
«Κάνε δουλειά σου», τον πάγωσε η ξανθιά.
«Έλεγα μήπως κάναμε καμιά δουλειά μαζί...» σαλιάρισε ο Στάθης.
«Να σου λείπουν αυτά!» του το ξέκοψε εκείνη.
«Μου λείπουν γι΄αυτό το λέω...» μουρμούρισε ο Στάθης τραβώντας την πλαστική κουρτίνα για να χωθεί κάτω από το ντους.
Ζεστό νερό τον χτύπησε, έκλεισε τα μάτια και έμεινε ακίνητος –ο Πέτρος με το αστείο ποδήλατο, ο Πέτρος έξω από το σπίτι του με το παπί αναμμένο να κορνάρει...
«Τέλειωνε ρε μαλάκα –θα μας περιμένουν οι άλλοι!»
«Ποιοι άλλοι;»
«Όλοι οι άλλοι! Σήμερα κερνάω, μου τα΄σταξε ο γέρος επειδή πέρασα στο Πανεπιστήμιο!»
«Σου ΄δωσε λεφτά ο τσίπης;»
«Ένα κατοστάρικο –θα βάλω φέσι στον Μπιλ, αλλά θα κεράσω όπως και να’χει»
«Ποιοι άλλοι το ξέρουν δηλαδή;»
«Κανένας –μόνο εσύ. Τώρα βγήκα από το σπίτι!»
«Και πώς μας περιμένουν τότε ρε ηλίθιε;»
«Έλα ντε! Πώς μας περιμένουν! Περίεργα πράγματα μουτσάτσο!»
Κούμπωνε το πουκάμισό του βλέποντας τον Πέτρο να κοπανιέται ξεκαρδισμένος στο παπί. Αυτό ήταν λοιπόν –πέρασε Πανεπιστήμιο ο μαλάκας! Άντε πιάστον τώρα...
«Δεν ακούς;»
Η φωνή της τον τσίτωσε –πετάχτηκε, έκλεισε τη βρύση.
«Είπες κάτι;» τη ρώτησε.
«Ναι είπα. Φεύγω αύριο, θα πάω να δω τους γονείς μου».
«Πως σου ήρθε αυτό;»
«Έχω ένα χρόνο να τους δω...»
«Πας δηλαδή Βελιγράδι;»
«Ε, αφού εκεί μένουν!»
«Να πας όπου θες!» ξανάνοιξε τη βρύση, τέρμα τώρα, ο χείμαρρος κόντεψε να τον γονατίσει. Έπαιξε με τη στρόφιγγα, ξεκίνησε από καυτό και κατέληξε στα παγάκια. Τσίτωσε.
«Δε γίνεται να μην πας δηλαδή; Ή να πάμε μαζί, ξέρω ‘γω...» μουρμούρισε κλείνοντας τη βρύση. Το νερό στάλαζε ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών του όσο περίμενε απάντηση. Τράβηξε την κουρτίνα, κοίταξε έξω, εκείνη είχε φύγει από το μπάνιο. Άρπαξε μια πετσέτα κι άρχισε να τρίβεται για να στεγνώσει. Αμίλητος.
Την πέτυχε στην κρεβατοκάμαρα να στοιβάζει ρούχα σε μια βαλίτσα, απέφυγε να την κοιτάξει, έψαξε στις ντουλάπες για καθαρό εσώρουχο. Την άκουγε πίσω από την πλάτη του να συμμαζεύει όπως ποτέ δεν αξιώθηκε να κάνει σ΄αυτό το σπίτι.
«Τι ώρα φεύγεις αύριο;» τη ρώτησε.
«Πρωί», του απάντησε.
«Έχεις βγάλει εισιτήρια;»
«Όχι ακόμα. Κάτι θα βρω στο αεροδρόμιο...»
Γύρισε να την δει καλύτερα.
«Που θα βρεις;»
«Στο αεροδρόμιο...»
«Λες ψέματα μωρή παλιοπουτάνα! Έχεις βγάλει εισιτήρια, το κανόνιζες καιρό κι ούτε κουβέντα στο μαλάκα –έτσι;» φούντωσε ο Στάθης.
«Δεν υπάρχει λόγος να τσακωνόμαστε....» είπε ήσυχα εκείνη.
«Δεν υπάρχει λόγος –ότι πεις! Μ΄έβαλες να σε παντρευτώ για να πάρεις υπηκοότητα και τώρα...»
«Θα φροντίσω να πληρώσω εγώ όλα τα έξοδα διαζυγίου...»
«Έξοδα; Διαζυγίου;»
Γύρισε και τον κοίταξε –ο Στάθης πρόσεξε τις μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια της, δεν ήταν πια τόσο όμορφη όσο... Την ήθελε πολύ.
«Δε βλέπεις οτι δεν τραβάει άλλο;» τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω...» μουρμούρισε εκείνος κατεβάζοντας το κεφάλι. «Με το μαγαζί τι θα γίνει;»
«Τι να γίνει;» σήκωσε τους ώμους της.
«Θα΄ρθεις σήμερα να δουλέψεις;»
«Μπα –έχω να μαζέψω...»
«Θυμάσαι τον Πέτρο;» ρώτησε στα ξαφνικά ο Στάθης.
«Λίγο... Είχε έρθει στο γάμο μας;» απόρησε εκείνη.
«Όχι –είχε περάσει κάποιες φορές από το μπαρ με τη γυναίκα του...»
«Τέλος πάντων...»
«Σκοτώθηκε...»
«Πώς;» τον κοίταξε γεμάτη ενδιαφέρον.
«Δεν ξέρω... Η μάνα μου είπε οτι σκοτώθηκε... Δεν κάθισα να ρωτήσω περισσότερα....»
«Ήταν παιδικός σου φίλος;»
«Κολλητός».
«Λυπάμαι...»
«Πάω μέσα να καπνίσω κάνα τσιγάρο», της είπε κι έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο.
Πέρασε τις υπόλοιπες ώρες μπροστά στη τζαμένια πόρτα του άδειου σαλονιού, καθόταν σε κάτι μαξιλάρες στο πάτωμα και κοίταζε έξω. Τις κεραίες των σπιτιών. Τα αεροπλάνα που περνούσαν, αραιά και που, σαν πινέλα διορθωτικού στον ορίζοντα. Την πολυκατοικία απέναντι στα δεξιά. Εκεί έμενε μια γκομενίτσα της προκοπής, την είχε δει ν΄απλώνει ρούχα κάμποσες φορές. Την είχε πετύχει και στην αγορά, έδειξε να τον αναγνωρίζει αλλά μπορεί και να ήταν η ιδέα του. Ο ουρανός έσβησε, τα φώτα στα σπίτια άναψαν. Όχι όμως και στο δικό του σπίτι. Έμεινε καθισμένος οκλαδόν στις μαξιλάρες καπνίζοντας. Ο Πέτρος σκοτώθηκε κι εκείνη τον παράταγε. Λίγες τον είχαν παρατήσει όσο ακόμα αυτός τις ήθελε. Συνήθως έκανε μαλακίες με το σωρό για να τις ξεφορτωθεί –δοκιμασμένη μέθοδος. «Ο Στάθης έχει τις μαύρες του!» Η φράση που έκανε τον Πέτρο να γουρλώνει τα μάτια και να ψάχνει τρόπο να την κοπανήσει –επειδή όταν ξεστομιζόταν από γκόμενα του Στάθη σήμαινε παρηγορητικό σπαζαρχίδιασμα και ποιος θα επωμιζόταν αυτή τη δουλειά; «Δεν είναι που σκοτώθηκες, είναι που τόσα χρόνια ήσουνα φευγάτος ρε κωλόπαιδο!» ψιθύρισε ο Στάθης.
«Ακόμα εδώ είσαι;» του είπε εκείνη γονατίζοντας δίπλα του.
«Θα με πήρε ο ύπνος –ξεχάστηκα...» δικαιολογήθηκε ο Στάθης.
«Ήθελα να σου πω...»
Σήκωσε το κεφάλι, την κοίταξε.
«Να μη μου πεις τίποτα!» της ξέκοψε.
Μετά πετάχτηκε όρθιος μ΄ένα επιτόπιο αλματάκι τύπου «ο Φασουλής» κι άναψε το φως.
Η λάμπα της χαστούκισε το πρόσωπο έτσι όπως την έπιασε απροετοίμαστη. Ο Στάθης την κοίταξε. Είχε σπάσει πολύ από τότε που την πρωτογνώρισε –πόσων χρονών ήταν; 32; 33; Έμοιαζε μεγαλύτερη. Την ήθελε πολύ –ακόμα.
«Όταν γυρίσω από το μαγαζί να μη σε βρω εδώ», της είπε απότομα.
«Αλλά... αύριο πετάω...» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα», απάντησε ο Στάθης.
Μετά κούμπωσε το μπουφάν του και κατρακύλησε τις σκάλες. Πριν βγει έξω έκανε μια στάση στο διαμέρισμα των γέρων του.
«Μάνα!»
Την είδε να εμφανίζεται από την κουζίνα.
«Πώς σκοτώθηκε ο Πέτρος;»
«Ανέβαινε στο διαμέρισμά του και κόπηκε το συρματόσχοινο του ασανσέρ...»
«Σώπα ρε! Δε γίνονται αυτά τα πράγματα!» ξεκαρδίστηκε ο Στάθης. Μέχρι που δίπλωσε από τα γέλια, αναγκάστηκε ν΄ανοίξει το μπουφάν του όσο χτυπιόταν ανεξέλεγκτα.
«Μη γελάς παιδάκι μου –σκοτώθηκε ο άνθρωπος σου λέω!» διαμαρτυρήθηκε η μάνα του.
Αλλά ο Στάθης ήταν αδύνατο να σταματήσει –δάκρυα στα μάτια, σπασμοί, διπλωμένος σα σουγιάς χαχάνιζε.
Μέχρι που βγήκε έξω, κατόρθωσε τότε να συγκρατηθεί κάπως, ανέβηκε στη μηχανή, ξεκίνησε, στα 50 μέτρα έπιασε δεξιά, ακούμπησε σ΄ένα πεζοδρόμιο και ξεκωλιάστηκε στα γέλια για μια ακόμα φορά. Με το μέτωπο ν΄ακουμπάει στην τάπα του ρεζερβουάρ, την πλάτη να κινείται σπασμωδικά... Για μια στιγμή έκανε στο πλάι το κεφάλι του, ξέρασε χολή ανακατεμένη με μαύρα ζουμιά. Έτσι συνήλθε.
Φτάνοντας στο μαγαζί πάρκαρε τη μηχανή στο συνηθισμένο σημείο, ξεκλείδωσε, άναψε τα φώτα, ανακατεύτηκε από τη μυρωδιά των χυμένων ποτών στους πάγκους και τα τραπέζια. Πριν ξεκινήσει καθαριότητα έψαξε στο πίσω δωμάτιο που το χρησιμοποιούσαν για αποθήκη, σκάλισε κάτι ράφια, βρήκε την καλογραμμένη ταμπέλα.
«Ζητείται σερβιτόρος».
Την ξεσκόνισε, βρήκε ένα βεντουζαριστό κρεμαστράκι και την έβαλε στο τζάμι δίπλα στην είσοδο –να τη βλέπουν όσοι περνάνε απέξω. Μετά άρχισε να σφουγγαρίζει, πέρασε τα τραπέζια με βρεγμένο βετέξ, άδειασε τους κάδους απορριμμάτων, κέρασε τον εαυτό του μια μπύρα και άναψε το φως της ταμπέλας.
Ο μαλάκας ο ντιτζέι με τα χοροπηδηχτάδικα θα΄ρχονταν σε καμιά ώρα –έβαλε λοιπόν ένα σιντί με μπλουζιές, άναψε τσιγάρο και κάθισε να θαυμάσει το τίποτα. Κόντευε να τελειώσει τη μπύρα του όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας βρομιάρης αλκοόλας. Κάθισε στη μπάρα, παράγγειλε μια βότκα σκέτη, ο Στάθης του γέμισε το ποτήρι και το άφησε να τσουλάει πάνω στον πάγκο μέχρι να το σταματήσει ο βρομιάρης. Μετά τον ξέχασε.
«Κατάστημα! Δεν έχεις τίποτα καλύτερο από μουσική;» φώναξε ξαφνικά ο τύπος.
Ο Στάθης τον πλησίασε. Έσκυψε προς το μέρος του.
«Το ποτό σου είναι κερασμένο με τον όρο να βγάλεις το σκασμό και το επόμενο είναι κερασμένο επίσης, με λίγα λόγια, όσο κρατάς το στόμα σου κλειστό θα σου γεμίζω το ποτήρι. Συνεννοηθήκαμε;» του είπε.
Ο άντρας τον κοίταξε περίεργα.
«Αλλιώς σε πετάω έξω με τις κλωτσιές –τι προτιμάς;» συνέχισε ο Στάθης.
«Δε θα ξαναβγάλω τσιμουδιά», είπε ο άντρας.
Ο Στάθης τράβηξε το μπουκάλι της βότκας και του ξαναγέμισε το ποτήρι. Μετά έφερε το δικό του ποτήρι με τη μπύρα και το σήκωσε μπροστά στον βρομιάρη –εκείνος έκανε το ίδιο, τσουγκρίσανε.
«Άντε –και στα δικά μας!» ευχήθηκε ο Στάθης.
Ο τύπος πήγε να πει κάτι, αλλά ο Στάθης τον αγριοκοίταξε κι ο άλλος το βούλωσε αμέσως.
Άδειασαν ταυτόχρονα τα ποτήρια τους –άσπρο πάτο.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
56 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Φίλε μου, τα άλλα (τα υπολοιπα κείμενα ντε), εσύ συνέχεια τα "κακοχαρακτηρίζεις", με μια εξωφρενική και κουραστική σεμνότητα που μου θυμίζει εναν μαλάκα γνωστό μου (τον συναντάω που και που στον καθρέπτη.
Αυτό άστο ήσυχο (και μην αρχίσεις τα ίδια και τα ίδια χαζά).
Είναι διαμαντάκι. Απλό και κρυστάλλινο.
Άμα δεν τα γαμωσταυρίσεις φίλε -δεν αξιώνονται να πάρουν τα πόδια τους και να μας αδειάσουν τη γωνιά. Τέλος πάντων, αυτό το κείμενο αφορά έναν φιλαράκο που ήξερα πολύ καλά.
Μου αρέσει ότι αποτίεις φόρο τιμής στον Νικολαϊδη εκεί που περιγράφεις τη βόλτα με τη μηχανή. Μου θύμισε αμέσως τις βόλτες του Φάνη με τη Machules, όταν ήταν στις μαύρες του, αν και έχω να διαβάσω τον Οργισμένο Βαλκάνιο δύο δεκαετίες και βάλε (κάπου το δάνεισα και έκτοτε αγνοείται).
Συγκινήθηκα επίσης με την αναφορά σου στις εξερευνήσεις των τριών πιτσιρικάδων στο βουνό, που μου θύμισαν τους δικούς μου παιδικούς φίλους (όλοι χαμένοι - δεν ξέρω πού). Δεν είχαμε πυρπολήσει τίποτα, αλλά και μεις εξερευνούσαμε σπηλιές κλπ, πάνω απ' την Αργυρούπολη.
Πολύ καλό και αυτό! Keep on rockin'
kudos gia ton titlo.
εγώ πάλι θυμήθηκα κάτι πέτρες που πετάγαμε στη πειραιώς σε κάτι εμπορικά τραίνα, κάπου στην είσοδο του ταύρου. αλλά δεν είναι αυτό. κυρίως θυμήθηκα πώς νιώθεις όταν ο διπλανός σου στο θρανίο χάνει τα μαλλιά του, μετά εξαφανίζεται οριστικά και μένεις εσύ μόνος να μην έχεις από που να αντιγράφεις. τι τα σκαλίζεις πρωινιάτικα.
πρτφ
Raz, τι είναι αυτό το κούδος ρε; Σα να λέμε "Πότε Βούδος, πότε Κούδος";
Σαμσών, εσύ λοιπόν παλιοκουφάλα είσαι με την οπτική του Στάθη και όχι του Πέτρου ε; Αλητάμπουρα!
μπορεί να έγινε κατά λάθος, αλλά η ερώτηση του τύπου στη μάνα του «Πώς σκοτώθηκε ο Στάθης;» μ έστειλε αδιάβαστο μέσα στο σουρεαλιζμό της, σαν τη μύγα μες το γάλα.
"αυτό ήταν μάνα, λοιπόν;"
επιστροφή στη μήτρα την αιώνια...
Κατά λάθος έγινε και το διόρθωσα. Βλέπεις, συνήθως ο Στάθης σκοτώνεται (βλέπε και Γλυκιά Συμμορία) γι΄αυτό και βγήκε τ΄όνομά του σχεδόν αυτόματα.
Εγώ πάλι γιατί έχω την αίσθηση ότι αυτά τα τελευταία σου κείμενα είναι σαν συνέχεια του "Μέρες χουισκιών και τσουκνίδων"; :P
Σαν να μπλέκονται κάπου οι δύο κόσμοι ή είναι ιδέα μου; Αυτό το τρίο κάτι μου θυμίζει.
Αν σου είναι εύκολο, βάζε και κάνα λινκ στα προηγούμενα της σειράς, όπως έκανες παλιά. Με τον ρυθμό που τη γράφεις και με τα πρόσωπα που μπλέκονται ξεχνάω ποιος είναι ποιος. Πάλι καλά που ο άλλος αποδήμησε εις κύριον με εντυπωσιακό τρόπο και μου έμεινε.
Zmithereen
ΟΚ, είδα ότι έχεις κοτσάρει ταμπελίτσα στα κείμενα. Ρε μανία με τις τσουκνίδες!
Zmithereen
Αξιώθηκα να τακτοποιήσω κάτι παλιότερα κειμενάκια για την εποχή πριν τις τσουκνίδες (άκου τσουκνίδες!), τα έχω ρίξει σε ετικέτα "πριν". Ε, αφού έβαλα τα "πριν" και τα "όταν" τώρα κλείνω με τα "μετά". Από ετικέτες να φαν κι οι Κόκοτες αδερφέ μου!
Ρε μότορα, κάτι σε πιο λάϊφ, μακριά απο Καμύ, δεν έχεις;
Μαυρίσαμε!
Είναι και το ΔΝΤ...
mbiker
Πάω ασορτί με την ηφαιστιακή σκόνη -σας μαυρίζω προκαταβολικά για να συνηθίζετε, χεχεχε.
Το ΔΝΤ είναι ήδη εδώ -το είπε κι ο Γιωργάκης! Αφού λοιπόν δεν μας έτσουζε μέχρι σήμερα, δεν θα μας τσούξει κι αύριο.
Το ότι δε σας έτσουξε ακόμα οφείλετε στην ξυλοκαίνη,από αύριο όμως......
Μπονζού
Δε βαριέσαι αδερφέ! Εγώ είμαι δημόσιος υπάλληλος και μου έχουν κάνει τον κώλο αεροδρόμιο την τελευταία 7ετία οι δεξιοί -τι ξυλοκαϊνη και σαχλαμάρες; Μπόινγκ 747 μπαίνει εκεί μέσα και χαμπάρι δεν παίρνω...
Eμ τι τσούξιμο αναφέρεις μετά.
Αυτό είπα -αφού δεν μας έτσουξε δεν το βλέπω να μας τσούζει. Μη σου πω οτι μπορεί ν΄αρχίσει και να μας αρέσει στο τέλος -πού ξέρεις!
Τι δεξιοί και σαχλαμάρες,από τότε που θυμάμαι δεξιοί κυβερνάν,τα κατώτερα κλιμάκια μπερδέψαν λίγο.
Λες να μας αρέσει το τσούξιμο;μπα δεν το βλέπω,αντέχεται ο πόνος;
Ναι -άμα το συνηθίσεις, μετά σου λείπει όταν σταματήσει (λέμε τώρα).
Εντάξει, δεξιοί (αδέξιοι, καπιτάλες όπως θες πέστο) κυβερνάνε αυτούς που (λένε ότι) μας κυβερνάνε. Αλλά δε θυμάμαι να είχαμε πτωχεύσει κι άλλη φορά -εκεί είναι το θέμα. Ήμουνα και μικρός επί Τρικούπη και δεν μπορώ να σου τα πω από πρώτο χέρι...
Kαι γω μικρός ήμουν τότε και δε μπορώ να σε βοηθήσω χεχε.Ρώτα τον γέροντα από τη Θεσσολονίκη χαχα,κάτι μπορεί να θυμάται.
Ναι, όσο να πεις -αυτός έχει τριανταρήσει, δεν είναι μικρό παιδί σαν εμάς! Κάτι θα έχει ακούσει -μη σου πω κιόλας οτι μπορεί να ψήφιζε και Τρικούπη! Χαχαχαχα
Δεν ξέρω αν ψήφιζε Τρικούπη,αλλά με τον Παύλο Μελά θα πολέμησε σίγουρα χαχα.(τι έχει να μας σούρει)
Υ.Γ. θα χορτάσουμε κουβέντα,βρέχει σήμερα απ'το πρωί.
Μωρέ με τον Μελά πολέμησε, αλλά πώς; Ήταν με τους κομιτατζήδες; Ήταν με τους Τούρκους; Ήταν Έλληνας κατάσκοπος; Πότε θα διαλευκανθεί τελικώς το θέμα του θείου Άρη; Πότε θα ανοίξουν τα αρχεία; Χεχεχε.
Ποιός δε θέλει να ανοίξουν τα αρχεία του θείου;
Ή το ΚΚΕ ή οι Αμερικάνοι -στανταράκια είναι αυτά.
Οι Αμερικανοί δεν έχουν να χάσουν και τίποτα αφού έχουν ξεβρακωθεί,μάλλον οι άλλοι ευθύνονται που τα έχουν κιόλας.
Για μένα λέτε ρε λαμόγια, "γέροντα απο Θεσσαλονίκη";
Κοίτα να δείς που οι 45-50άρηδες μου βγάζουνε και γλώσσα!
Μότορα, το φέηζερ 800 το είδες;
Βάλτο στη θέση του ΚΛΕ
mbiker
Ρε, εσύ το λες τόσο συχνά οτι είσαι 30ρης που στο τέλος θα το πιστέψεις, χαχαχα.
Δεν λέμε για σένα μανάρι μου, για τον άλλο, τον θείο Άρη λέμε, το ραμολιμέντο τον 30ρη! Εσύ είσαι νέο παιδί -χαχαχα.
Το Φέιζερ; Αυτό έχει φέρινγκ ρε! Πως να το βάλω να ανεβαίνει κροκάλες; Και μόνο η ιδέα της τυχόν πτώσης με ανατριχιάζει!
Ηλία -αν λοιπόν κρύβει τα αρχεία το ΚΚΕ σημαίνει οτι ο θείος Άρης υπήρξε κανονικός κομμουνιστής και όχι γιαλατζί -άρα με τους κομιτατζήδες θα πρέπει να ήταν!
Τώρα εσύ το πας αλλού και γω δεν έχω τόσες γνώσεις για το τι θέλει ο Μακεδονικός λαός,ας κάνουν δημοψήφισμα και ας αποφασίσουν μόνοι τους με ποιούς θέλουν να είναι(εσύ κάτι ξέρεις περισσότερο λόγω συζήγου).
Ο Μακεδονικός λαός της Θεσσαλονίκης (απ΄όσο γνωρίζω) θέλει να είναι με τη μητέρα Ελλάδα (αρκεί να μην υποβαθμίζεται ο ρόλος της συμπρωτεύουσας βέβαια!) εκτός των περιπτώσεων όπου η Παογκάρα ή η Αρειανάρα χάνουν από τον Γάβρο. Τότε, ο Μακεδονικός λαός απαιτεί άμεση και άνευ όρων ανεξαρτητοποίηση από το τρισάθλιο Κράτος των Αθηνών (τα έχω ακούσει από το ραδιόφωνο αυτά -δεν κάνω πλάκα).
Μακεδονικός λαός όμως δεν είναι μόνο η Θeσσαλονίκη;
Σωστά -αλλά μόνο γι΄αυτούς ξέρω εγώ. Παραπέρα δεν έχω σημαντικές εμπειρίες...
Ο πατέρας μου αλληλογραφούσε με έναν φίλο του από κάποιο χωριό της Φλώρινας,δεν θυμόταν όμως από που τον ήξερε,από το αντάρτικο,από τη φυλακή ή το στρατό.Του υποσχέθηκα άμα έπαιρνα καινούργιο αυτοκίνητο θα τον πήγαινα να ειδωθούν.Το 2000 λοιπόν τον πήρα και πήγαμε,ήταν ποιό μεγάλος από τον πατέρα μου ο άλλος παππούς και άρρωστος,το τι κλάμα έπεσε από όλους μας δεν περιγράφεται.Εκεί που καθόμασταν χτύπησε το τηλέφωνο το σήκωσε η γυναίκα του και μίλαγε σε αγνωστη για μένα γλώσσα με το γυιό τους από την Αμερική,όταν τελείωσε την ρώτησα-σλαύικα μιλάτε-όχι δικά μας Μακεδόνικα-μου είπε,εγώ από ευγένεια δεν συνέχισα(δεν είχε πάρει διαστάσεις και το Σκοπιανό ακόμα).Ξέχασα να πω, όταν μπήκαμε στο χωριό δεν μπορούσαμε να συννενοηθούμε με κάποιον να μας δείξει το σπίτι.
Το χωριό ήταν το Ξυνό Νερό σίγουρα χαχαχαχα,
Έζησα στο λεκανοπέδιο Πτολεμαίδας 11 χρόνια.
Τους ντόπιους τους λέγαμε Γάλλους με την έννοια πως μιλάνε ξένα-τι ξένα?-Γαλλικά ας πούμε.
Στο Ξυνό Νερό, ως μερικές δεκαετίες πρίν, 30 το πολύ, απαγορεύοταν δια ροπάλου κορίτσι να παντρευτεί κάποιον απο άλλη ράτσα.
Αν ήσουν και πόντιος, ακόμα χειρότερα χαχαχαχα.
Συνάδελφος ντόπιος, μούχε πεί, πως οι παππούδες, νοιώθανε σαν να ευρίσκοντο υπό Ελληνική κατοχή.
Εγώ να προσθέσω, πως πολλοί νεότεροι πολλές προσπάθειες έκαναν να κρύψουν πως έχουν βουλγάρικη καταγωγή, είτε προσπαθώντας να πιστέψουν πως ανήκουν στο ένδοξο κολογένος μας, είτε απλά αποδεχόμενοι το γεγονός του, δε γαμείς, όλοι έλληνες είμαστε, αφού ζούμε εδώ.
Γενικά, πλάκα έχει εκεί πάνω.
mbiker
Πολυπόταμος λέγεται το χωριό.
Καλά- αυτά τα περί ελληνικής κατοχής σαφώς ισχύουν σε περιοχές της Μακεδονίας (και της Θράκης). Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε οτι η Μακεδονία σαλαμοποιήθηκε στη βάση Διεθνών Συνθηκών -πάει να πει οτι μοιράστηκε με βάση καθαρά εδαφικά κριτήρια. Ας μην ξεχνάμε επίσης αυτό που πολλοί θέλουν να ξεχνάμε -δηλαδή την πληθυσμιακή σύνθεση της Θεσσαλονίκης όταν πέρασε στο ελληνικό κράτος.
Τέλος πάντων -και στη Λέσβο που έχω πάει, υπό κατοχή νιώθουν κάποιοι παλιότεροι. Ειδικά αν δεις τα εργοστάσια που είχαν και ρήμαξαν όταν πέρασαν στην ελληνική επικράτεια, θα τους καταλάβεις. Και σε άλλα μέρη σίγουρα γίνεται αυτό -όσο το ελληνικό κράτος ταυτίζεται με μια κυρίαρχη εθνική ομάδα, τόσο οι μη ανήκοντες θα νιώθουν αμέτοχοι και ξένοι.
Ρε έχετε φύγει τελείως από το θέμα κι εγώ κάθομαι και διαβάζω τα σχόλια (καλός μαλάκας είμαι...)
Που είναι το παρακάτω ρε; Τόσες μέρες περάσανε...
Χαχα, εκτός από πολυθεματικά μπλογκς υπάρχουν και τα πολυθεματικά ποστ -άλλο λέει το ποστ, άλλο λένε οι αποκάτω, χαχαχαχα.
Έχω το 1/3 του επόμενου -αλλά είναι πολύ γαμήσι, όταν το δεις θα καταλάβεις γιατί.
Πολύ ωραίο ρε συ! Μπράβο! Ελλάδα έχεις ταλέντο...χαχαχα. Μέσα στη μαυρίλα του αναδύει μια αισιοδοξία του στυλ "δε γαμιέται...το σύμπαν"
Ωραία και η συζήτηση από κάτω!
Νίκος
Ρε συ Νίκο -δεν ξέρω γιατί δεν δημοσιεύται το σχόλιό σου! Εγώ το βλέπω στο μέιλ μου αλλά εδώ δεν το βλέπω!
Συμφωνώ με την αισιοδοξία που λες πάντως -λέγεται: "αν δε βρέξει θα χιονίσει".
Ρε φίλε τι έπαθαν τα σχόλια ακρίδα έπεσε;
Ξέρω ΄γω; Δε σου 'πα να ψεκάσεις ρε; Ε;
Mου τελείωσε το φλίτ γμτ.
Αυτά είναι τώρα! Θα μας την πέσουν και τίποτα οικολόγοι να μας πουν να φυτέψουμε βρωμούσες και τσουκνίδες στα πέριξ ως πιο φιλική προς το περιβάλλον λύση... Εν ολίγοις, πιάστην ακρίδα και κούρεφτην.
Τι λες τώρα φεύγουν οι ακρίδες με τις βρωμούσες και γω τις ξεριζώνω!
Δεν το λέω εγώ -οι οικολόγοι το λένε. Τουτέστιν, με τη βρωμούσα στα πόδια σου, πόσο θα αντέξεις; Σε κάποια στιγμή θα το παρατήσεις το χωράφι στο έλεος, όλο και κάποια αλλεργία θα έχεις κολλήσει από τα σκατόφυτα. Ε, μετά θα σου φάνε τα πάντα οι ακρίδες κι όταν σου τα φάνε θα φύγουν. Άρα, η βρωμούσα διώχνει την ακρίδα τελικά!
Ναι άμα φύγω κι γω η ακρίδα θα με πειράξει μετά;έχεις δει πως μυρίζει η βρωμούσα;σαν πενικιλίνη, και έλεγα δε μπορεί κάτι χρήσιμο θα είναι.
Αν έχω δει λέει! Κι έχω δει και έχω πατήσει ανυποψίαστος! Απαπα!
Έχεις πατήσει εκείνο το καρύδι με τ'αγκάθια;ξυπόλυτος;αφού ζεις ακόμα θαύμα είναι.
Όχι ξυπόλυτος ρε -με πέδιλα! Κάτι σώσανε όσο να πεις...
Είδες, για τα σχόλια σε ρώτησα και φτάσαμε στην ορεινή πέρδικα!Πως να μην βγεις εκτός θέματος;Γιαυτό πες εκείνου του φίλου σου του Παναγιώτη άμα μας βλέπει ας μη μας διαβάζει,εμείς πάντα εκτός θέματος είμασταν και θα είμαστε.
Χαχα τι να κάνουν τα πέδιλα;Αυτά τρυπάνε ερπύστρια.(τώρα συμφωνούν τα σχόλια)
Ε, πέδιλα φόραγα -τι να κάνω; Μετά κούτσαινα για κάνα μήνα...
Ο Παναγιώτης είναι παλιός του μαγαζιού αλλά δεν υπολόγιζε οτι θα ξαναείχαμε σχόλια που ξεκινάνε από το ΔΝΤ και φτάνουν στο πότε χάνει πούπουλα η μπεκάτσα!
Nαι το κατάλαβα ότι είναι παλιός,με την καλή έννοια το λέω μη φανταστείς τίποτα.
Όχι ρε -δεν...
Αλλά πέθανα στα γέλια όσο τον φανταζόμουν να περιμένει να διαβάσει τίποτα σοβαρό, από σχόλιο σε σχόλιο! Χαχαχαχα
Ακριβώς...αυτό λέω.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!