Παρασκευή, Μαΐου 21, 2010

10. «Πες μου οτι είμαι βλάκας που κλαίω»

Θα ήθελα να σου πω οτι βρέχει. Ένα τεράστιο σύννεφο πάνω από τα κεφάλια τους κι εκείνοι σκυμμένοι σκέφτονται όσο το φέρετρο κατεβαίνει στον λάκκο, το σύννεφο βαραίνει, σπάει σε χοντρές σταγόνες, τις νιώθουν σα σφαίρες εκεί που τελειώνουν οι κολλαριστοί γιακάδες των πουκαμίσων τους κι αρχίζουν οι σβέρκοι, βιάζονται ν΄ανοίξουν ομπρέλες ή να προφυλαχτούν κάτω από κάποιο στέγαστρο.... Αυτά θα ήθελα να σου πω.

Όμως δεν ήταν έτσι.

Εκείνη τη μέρα ο ήλιος αποφάσισε να πάρει προκαταβολικά τη ρεβάνς από την εποχή των παγετώνων που ακουγόταν να πλησιάζει –φυσικά, η εποχή των παγετώνων ήταν ανέκαθεν ένας συμβολισμός όπως ακριβώς ο παλιοκερατάς ο ήλιος ήταν ανέκαθεν μαρτύριο. Ιδρώτας στους κολλαριστούς γιακάδες των πουκαμίσων (τελικά υπήρξαν σταγόνες εκεί πέρα –σα σφαίρες στο τελείωμα των γιακάδων, όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία), ιδρώτας μέσα από τα πουλόβερ εκείνων που κάθονται ακροβολισμένοι. Επειδή μια κηδεία είναι επίσημο γεγονός –μπροστά μοστράρουν οι καλοντυμένοι και πιο πίσω όλοι οι υπόλοιποι. Θέμα τάξης.

Στην πρώτη σειρά η Έφη ζαρωμένη μέσα σ΄ένα μαύρο ατσαλάκωτο φόρεμα –τα παιδιά δεξιά και αριστερά της, σε απόσταση. Οι παππούδες τα κρατάνε από τους ώμους, όπως κρατάνε οι κυνηγοί τα λαγωνικά πριν τα αμολήσουν στο κυνήγι της αλεπούς. Τα παιδιά παρακολουθούν με προσήλωση το μαονένιο φέρετρο. Η Έφη παρακολουθεί με προσήλωση το τίποτα. Όλοι αποφεύγουν να την κοιτάξουν –υπάρχει αμηχανία.

Μόνο ο παπάς κάνει τη δουλειά του κανονικά –επαγγελματίας –λαρυγγίζει τα ακατανόητα σκουντώντας δίπλα του τον αχαμνό ψάλτη που ιδρώνει μέσα στο μαύρο ράσο και βιάζεται να ξεμπερδεύουν με όλα αυτά, να περάσουν στην κοντινή ταβέρνα για κονιάκ, ψάρι και καφέ. Ο Παντελής τούς παρακολουθεί με δεμένα τα χέρια στο ύψος της ζώνης του παντελονιού του, σαν ποδοσφαιριστής που στέκεται τείχος σε χτύπημα φάουλ. Είναι σοβαρός, είναι μισοσκυμμένος, είναι διακριτικά τεθλιμμένος, είναι ανήσυχος καθώς κοιτάζει τριγύρω ψάχνοντας να τη βρει χωρίς να τον πάρουν είδηση. Κοιτάζει και κοιτάζει –κρυφοκοιτάζει –μακαρίζει όσους φοράνε μαύρα γυαλιά, εκνευρίζεται με την ιδεοληψία του περί ματαιοδοξίας που τον οδήγησε στο να μην έχει κι αυτός ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, να βλέπει χωρίς να βλέπεται....

Ακριβώς από πίσω του ο Σάκης ο Μυτόγκας, με τα χέρια επίσης δεμένα κόμπο, ο Αχιλλέας που ψιθυρίζει στον Γένια κι ο Γρηγόρης φανερά ανυπόμονος. Ο Γένιας κουνάει το κεφάλι του συμφωνώντας και μετά αναλαμβάνει να περάσει την παρατήρηση του Αχιλλέα στον Γρηγόρη.
«Κωλάρα η γυναίκα του Πετράκη, ε;» κρυφογελάει ο Γένιας.
«Ναι», απαντάει αφηρημένα ο Γρηγόρης κρατώντας στην άκρη του ματιού τον Αχιλλέα. Έπρεπε να του είχε ανοίξει το κεφάλι σαν καρπούζι...
Πιο πίσω πολλοί άσχετοι –συνάδελφοι από τη δουλειά του Πέτρου, γονείς συμμαθητών των παιδιών του, περαστικοί ίσως... Σίγουρα, όπως και να το δεις...

Ο Ζόμπι κατεβάζει λίγο τα μαύρα γυαλιά του καθώς παρακολουθεί τον συγκεντρωμένο κόσμο.
«Ποτέ δεν κατάλαβα τι διάολο κάνουν όλοι κρεμασμένοι πάνω στο φέρετρο –σαν τις μύγες στα σκατά...» απορεί.
«Δεν πιστεύουν οτι τελείωσε –δεν δέχονται οτι ο δικός τους θα εξαφανιστεί στον λάκκο», απαντάει αφηρημένα ο Ηλίας το Φάντασμα.
«Δίκιο έχουν», σκέφτεται ο Ζόμπι.
Ανάβει τσιγάρο γουβώνοντας την παλάμη του για να προστατεύσει τη φλόγα του αναπτήρα, το Φάντασμα τραβάει με δυο δάχτυλα ένα ακόμα τσιγάρο από το περιφερόμενο πακέτο κι ανάβει με την κάφτρα του άλλου.
«Όταν πας ν΄ανάψεις τότε βάζει αέρα ο γαμημένος!» παρατηρεί.

Σήκωσαν και οι δυο τα μάτια ταυτόχρονα, κοίταξαν σα φίλοι κανονικοί, ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά. Κάποιον περίμεναν -κάποιον, κάποιους...
«Δεν έχει έρθει ακόμα», τον καθησύχασε ο Ζόμπι.
«Ποιος;» αναρωτήθηκε το Φάντασμα.
«Αυτός», του σφύριξε ο Ζόμπι ξεκινώντας να κάνει τη χειρονομία –αλλά στη μέση το’κοψε.
«Λίγο σεβασμό...» διαμαρτυρήθηκε το Φάντασμα.
«Για ποιον;» αναρωτήθηκε ο Ζόμπι.
«Γι΄αυτόν!» του εξήγησε το Φάντασμα δείχνοντας τ΄αρχίδια του με μια κοφτή χειρονομία.
«Α, μάλιστα!» ικανοποιήθηκε επιτέλους ο Ζόμπι.
Σώπασαν απότομα.

Παρακάτω, δίπλα στο μαντρότοιχο του νεκροταφείου και σε κάτι αφρόντιστους τάφους κάθεται ανακούρκουδα ο Λούι, κατάμαυρος, ξεφτισμένος σαν ξεπουπουλιασμένο κοράκι. Στριφογυρίζει το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά του, το περνάει από τον δείκτη, στον μέσο και τον παράμεσο και μετά πάλι πίσω, την ίδια διαδρομή ανάποδα χωρίς να το σπάσει. Με το άλλο χέρι μαδάει κάτι χαμομήλια από το χώμα εκεί που βουλιάζουν τα παπούτσια του, τρίβει τα χαμομήλια στην παλάμη του, μετά αναπνέει τη μυρωδιά τους –χαμογελάει. Φοβισμένα. Κοιτάζει, μια προς το σημείο που κατεβάζουν το φέρετρο, δυο στην πρώτη σειρά των συγκεντρωμένων και μετά κοιτάζει εξεταστικά, ψάχνοντας τριγύρω. Γι΄αυτό δεν παίρνει χαμπάρι τη σκιά που καβαλάει το μαντρότοιχο και γλιστράει δίπλα του, ένα μέταλλο γυαλίζει στον ήλιο του νεκροταφείου, ένα κλικ ακούγεται σαν κανονιά δίπλα στ΄αυτιά του, ο Λούι τινάζεται και κοντεύει να σωριαστεί στο χώμα.
«Φωτίτσα;» χαμογελάει ο Γιάννης από δίπλα του προτείνοντας τον αναμμένο zippo.
«Άει στο διάλο με κοψοχόλιασες!» διαμαρτύρεται σιγά ο Λούι.
«Καθότι γρήγορος σαν καρχαρίας», ψιθυρίζει ο Γιάννης.
«Άλλος ήταν έτσι....» θυμάται ο Λούι.
«Κι άλλος γιουβέτσι –τι τα ψάχνεις τώρα;» τον χτυπάει στην πλάτη.
«Λοιπόν; Πως από δω;»
«Ε, είδα φως και μπήκα....»
«Θα τον ξενυχτίσεις όμως;»
«Μπα –έναν στα γρήγορα θα ρίξω και θα φύγω! Τώρα άναψε το γαμήδι σου πριν μου τελειώσει η ζιπολίνη!»
Ο Λούι ανάβει το τσιγάρο με στεναχώρια, επειδή ήθελε περισσότερο να παίξει παρά να το καπνίσει. Ο Γιάννης βάζει τον zippo στην τσέπη του τζιν του.
«Τι ακριβώς κάνουμε εδώ πέρα;» αναρωτιέται.
«Κόβουμε κίνηση παραμένοντας αόρατοι», του εξηγεί ο Λούι.
«Κι ο λόγος;»
«Όλο και κάποιο λόγο θα έχει ο καθένας μας...»
«Σωστά».
Μένουν σιωπηλοί κοιτάζοντας μπροστά.

Μπροστά, αρκετά πιο μπροστά, εκεί που τα δέντρα πυκνώνουν προφυλάσσοντας τους πιο ευαίσθητους από τον ήλιο, εκεί που ακουμπάει το Φάντασμα καπνίζοντας και χαζολογώντας με τον Ζόμπι, εκεί ακριβώς πλησιάζει ο Στάθης. Με το ανοιχτό χορευτικό του βήμα, μ΄ένα ξεφτισμένο καστόρινο σακάκι και τους γιακάδες όρθιους... Δεν παίρνει πολλή ώρα στους άλλους δυο να τον σταμπάρουν. Χαμογελάνε ζεστά αλλά το κόβουν απότομα, γυρίζοντάς το σε στυλάκια –χέρια απλωμένα πίσω από τις πλάτες για λόου φάιβ, στριφογυρίσματα με τις φτέρνες καρφωμένες στο χώμα, τέτοια πράγματα...
«Έι μαν...»
«Πως πάει ρε μαν;»
«Καλά μαν...»
Μετά στρέφονται ταυτόχρονα προς την κεντρική σκηνή της κηδείας, επειδή μοιάζει το φέρετρο να κατεβαίνει στον λάκκο –δεν το βλέπουν αλλά οι μπροστινοί σκύβουν, άρα κάτι τέτοιο συμβαίνει. Μαύρα σακάκια και μαύρα φορέματα πνίγουν την Έφη, σε λίγο δεν διακρίνονται ούτε καν οι ώμοι της, η συγκέντρωση εκεί μπροστά ανοίγει σαν μακάβρια βεντάλια, οι παππούδες απομακρύνουν τα παιδιά.
«Οριακά το πρόλαβες», λέει ο Ζόμπι στον Στάθη.
«Ναι, ίσως...» απαντάει εκείνος.
«Θα πας να....» του δείχνει τους συγκεντρωμένους μπροστά.
«Θ’ αφήσω πρώτα να φύγουν οι πολλοί....»
«Σωστά».
«Εσείς θα πάτε;»
«Εμείς;»
«Από πού κι ως πού;»
«Τι δουλειά έχουμε;»
«Αλλά στην ταβέρνα....»
«Εντάξει, εκεί ναι...»
«Φίλος μας...»
«Για να τον θυμόμαστε κι έτσι...»
«Έτσι....»
Γυρίζουν και κοιτάζουν την πομπή που παρελαύνει μπροστά από την Έφη.

«Συλλυπητήρια κορίτσι μου...»
«Ευχαριστώ...»
«Τι σας βρήκε στα καλά καθούμενα...»
«Ευχαριστώ....»
«Ζωή σε λόγου σας...»
«Ευχαριστώ....»
«Να ζήσετε να τον θυμάστε....»
«Ευχαριστώ....»
«Κουράγιο κορίτσι μου, σκέψου τα παιδιά σου...»
«Ευχαριστώ...»
«Ίσως να μη με θυμάστε –ήμουνα συμμαθητής του Πέτρου, είχαμε συναντηθεί τις προάλλες....»
«Ευχαριστώ...»
«Όχι, εννοώ ...–έχω το ιατρείο δυο τετράγωνα κάτω από το σπίτι σας, το κτηνιατρείο...»
Ο Έφη σηκώνει επιτέλους τα μάτια, τον κοιτάζει αλλά εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει –τι θέλει αυτός ο άνθρωπος και γιατί χαμογελάει έτσι ηλίθια;
«Ναι, εντάξει...» μουρμουρίζει στο τέλος.
«Γι΄αυτό λέω.... αν τυχόν με χρειαστείτε, αυτή είναι η κάρτα μου....» συνεχίζει απτόητος ο Παντελής. Πίσω του η ουρά αδημονεί ελεγχόμενα.
«Ευχαριστώ...» απαντάει η Έφη παίρνοντας την κάρτα.
Επιτέλους η ουρά κινείται ξανά.
«Συλλυπητήρια...»
«Ευχαριστώ...»
Σαν τα μυρμήγκια που κουβαλάνε τσόφλια επισημότητας, σπόρους τυπικότητας, αποφάγια καλών τρόπων, οι καλεσμένοι αφήνουν την πραμάτεια τους στις παλάμες της Έφης και συνεχίζουν τον δρόμο τους για την ταβέρνα –απέναντι από το νεκροταφείο.
«Είσαι εντάξει κοριτσάκι;» ο Στάθης κουκουλώνει και τα δυο της χέρια μέσα με τις παλάμες του.
«Εντάξει... τι εντάξει δηλαδή...» ψελλίζει η Έφη.
«Έλα μωρέ –καλύτερα που τον ξεφορτώθηκες τον μούχλα!» ψευτοκοροϊδεύει ο Στάθης.
Η Έφη κάνει φιλότιμη προσπάθεια να γελάσει.
«Μου δώσανε αυτό...» του δείχνει ξαφνικά την κάρτα.
Ο Στάθης την παίρνει στα χέρια του και την εξετάζει.
«Βρε τον μαλάκα!» απορεί.
«Τον ξέρεις;»
«Ναι...»
«Γιατί μου έδωσε κάρτα κτηνιατρείου;»
«Ξέρω ΄γω –μπορεί να πέρασε τα παιδιά σου για αδέσποτα.... Άστο σε μένα πάντως, μην ασχολείσαι», την καθησυχάζει ο Στάθης και κάνει να φύγει. «Δεν θα έρθεις στην ταβέρνα;» τη ρωτάει μισοστρίβοντας.
«Πήγαινε κι έρχομαι....»


Ένας σερβιτόρος με λαχούρι στην πλάτη του γιλέκου στέκεται στην πόρτα ακουμπώντας ένα τετράδιο με μπλε εξώφυλλο σε μια λευκή πετσέτα.
«Είστε;» ρωτάει.
«Συνάδελφος», απαντάει ο άλλος.
«Περάστε στο τραπέζι δεξιά. Είστε;»
«Συγγενής».
«Περάστε στο τραπέζι στο κέντρο. Είστε;»
«Φίλοι».
«Περάστε στο τραπέζι στο βάθος. Είστε;»
«Ε, όλο και κάτι θα΄μαστε...» θυμοσοφεί το Φάντασμα.
«Εννοώ -συγγενής, φίλος, συνάδελφος, συμμαθητής...» εκνευρίζεται το γκαρσόνι.
«Κάπως αυθαίρετη η κατηγοριοποίηση...» παρατηρεί ο Ζόμπι.
«Εγώ είμαι και φίλος και συμμαθητής πάντως», λέει το Φάντασμα.
«Εγώ είμαι φίλος, συμμαθητής, σχεδόν συγγενής και για ένα διάστημα συνάδελφος», παραδέχεται ο Στάθης.
«Περάστε όλοι στο τραπέζι αριστερά!» ξεφυσάει το γκαρσόνι και βιάζεται να γυρίσει προς τους επόμενους που πλησιάζουν. «Είστε;»

Το τραπέζι. Λευκά τραπεζομάντιλα στη σειρά, κρεμ κεραμικά πιάτα, λευκές πετσέτες με μαύρη μπορντούρα –διατίθεται και για άλλες κοσμικές συνεστιάσεις η αίθουσα; Γάμους, βαφτίσεις, γενέθλια; Πλάκα κάνω. Οι καρέκλες, καφέ δερματίνη. Τα γκαρσόνια εξαφανισμένα για την ώρα –μόνο εκείνος ο «Είστε;» στην πόρτα... Μικρά μπουκάλια κονιάκ Μεταξά πεντάρι, ένα κάθε τρία σερβίτσια. Ο κόσμος κάθεται ανακουφισμένος που σταμάτησε να τον κοπανάει ο ήλιος κατακούτελα και που τελικά βρήκε μια θέση να χαλαρώσει λιγάκι –να σταματήσουν τα παπούτσια να τον χτυπάνε κι η γραβάτα να μην τον πνίγει άλλο...

Πλησιάζοντας κοντοστέκονται.
«Ευτυχώς που το τραπέζι έχει δυο άκρες!»
«Κι ευτυχώς που η μια είναι ακόμα ελεύθερη!»
«Ποιος να την έπιανε ρε;»
«Ε, πώς! Κυκλοφορεί και Παντελής λυτός!»
«Τώρα που είπες Παντελής....»
«Ε τι;»
«Έδωσε την κάρτα του στην Έφη!»
«Ποια Έφη;»
«Την τάδε Έφη Ζαρατούστρας –ποια Έφη ρε ηλίθιε;»
«Του Πέτρου;»
«Ε ναι!»
«Της έδωσε την κάρτα του πάνω στα συλλυπητήρια;»
«Αυτό δεν είπα μόλις τώρα;»
«Είναι θεός ο τύπος!»
«Καλά –κάτσε τώρα αποδώ γιατί απέναντι βρωμάει Αχιλλέας....»
Κάθονται σχετικά αδέξια. Πετάνε τα πακέτα τους πάνω στο τραπέζι με σχετικό θόρυβο. Από απέναντι ο Αχιλλέας τους κοζάρει, σκύβει και κάτι λέει στον Γένια. Εκείνος ταλαντεύεται –αν πρέπει να το περάσει ή όχι στον Γρηγόρη. Δεν έχει αποφασίσει ακόμα.

Ο Παντελής έχει ήδη φτάσει αλλά κάθεται μισοκρυμμένος μερικά τραπέζια παρακάτω, περιμένει να διαμορφωθούν πρώτα οι σχηματισμοί και μετά θα διαλέξει τη θέση του. Περιμένει αυτό και κάτι ακόμα. Κι αυτό που περιμένει έρχεται διστακτικά, ανοίγει την πόρτα της ταβέρνας βγάζει τα μαύρα γυαλιά, κοιτάζει, πλησιάζει, αναγκάζεται να κάνει ολόκληρο κύκλο για να μην καθίσει ακριβώς δίπλα στο Φάντασμα, πάει να καθίσει δίπλα στον Στάθη, κοντοστέκεται (επειδή αν καθίσει εκεί, θα βρεθεί ακριβώς απέναντι από το Φάντασμα), δαγκώνει την άκρη των γυαλιών ηλίου σκεπτική....
Ο Παντελής είναι πολύ γρήγορος, όταν θέλει.
«Μαρίνα –εδώ!» φωνάζει έχοντας ήδη χωθεί σε μια καρέκλα στη μέση του τραπεζιού.
Η Μαρίνα κοιτάζει τον Ζόμπι, ο Ζόμπι σηκώνει τους ώμους χαμογελώντας αμήχανα, ο Στάθης τής κλείνει το μάτι και μετά πέφτει εντελώς απότομα, εντελώς νεκρός μέσα στο άδειο κρεμ κεραμικό πιάτο του, η Μαρίνα χαμογελάει όσο απομακρύνεται, το Φάντασμα κοιτάζει με μεγάλη προσήλωση μια αλογόμυγα που περπατάει αδέξια στην διπλανή του καρέκλα.
«Τι κάνεις; Χαθήκαμε!» λέει χωρίς ανάσα ο Παντελής.
«Γιατί –πότε είχαμε βρεθεί;» απορεί η Μαρίνα. Μετά γεμίζει το ποτήρι της κονιάκ και το κατεβάζει με τη μία. Κοιτάζει προς την άλλη πλευρά του τραπεζιού, ο Γρηγόρης της κλείνει το μάτι, κάνει να γυρίσει το κεφάλι της αλλού –όμως θυμάται οτι δεν υπάρχει αλλού.

Τότε ακριβώς ανοίγει η πόρτα και όλα γίνονται άκρως εκρηκτικά, επειδή στο άνοιγμά της εμφανίζεται ο Λούι κι αμέσως μετά, δίπλα του, ο Γιάννης. Κοιτάζουν την ταβέρνα σαν ντελιβεράδες της εταιρείας ΟΛΕΘΡΟΣ Ο.Ε., με τα χέρια στις πίσω τσέπες των παντελονιών.
«Μια ωραία ατμόσφαιρα....» μουρμουρίζει ο Γιάννης.
«Αν σου αρέσουν οι βρικόλακες....» συμπληρώνει ο Λούι.
Ψάχνουν να βρουν κάποιο μέρος να καθίσουν κι εκεί θα έμεναν για πάντα, όρθιοι, διστακτικοί αν θες να ξέρεις –αν οι υπόλοιποι δεν αναλάμβαναν πρωτοβουλίες.

Ο Ζόμπι σηκώνεται ταυτόχρονα με τον Αχιλλέα. Και τους πλησιάζουν, για την ακρίβεια ο Ζόμπι πλησιάζει τον Γιάννη κι ο Αχιλλέας τον Λούι. Γιατί το κάνουν αυτό; Ο Ζόμπι επειδή θέλει να στήσει μια πρόχειρη γέφυρα, ένα από εκείνα τα κατασκευάσματα με τις κληματσίδες που έδειχναν οι παλιές ταινίες με τον Ταρζάν –μια ξεφτιλισμένη ιδιοκατασκευή, ανάμεσα στον Γιάννη και τον Ηλία το Φάντασμα. Κι ο Αχιλλέας....
Ο Αχιλλέας έχει ήδη φτάσει δίπλα στον Λούι.
«Τι έγινε ομορφιά; Την έκανες την αλλαγή φύλου ή ακόμα;» του γαβγίζει μέσα στα μούτρα. Κι αυτό το νουμεράκι ο Αχιλλέας το παίζει με σκοπό, αφού από τη νύχτα που πλακωθήκανε με τον Γρηγόρη ακόμα να τα βρούνε –σκέφτεται λοιπόν οτι η καζούρα θα τους ενώσει. Το προσπάθησε με την Έφη, δεν του βγήκε –τώρα όμως αυτός είναι ο Λούι που έζησε χρόνια πεθαμένος κι αναστήθηκε για να φορτωθεί τις αμαρτίες του κόσμου.
Ο Λούι τον κοιτάζει σκεφτικός.
«Κατάπιες τη γλώσσα σου μωρή πουστάρα;» συνεχίζει απτόητος ο Αχιλλέας.
Ο Λούι γυρίζει προς τον Γιάννη, τον βλέπει κάπως στριμωγμένο επειδή ο Ζόμπι είναι ήδη δίπλα του κι έτοιμος να του μιλήσει –αποφασίζει λοιπόν...
«Εμένα είπε πουστάρα;» ρωτάει ο Λούι τον Γιάννη, βγάζοντάς τον από την αμηχανία για λίγο.
«Έτσι μου φάνηκε...» απαντάει ο Γιάννης.
«Τη γυναίκα του τη ρώτησε;» συνεχίζει ο Λούι.
«Μπορεί κι αυτή να του το είπε για να τον ψήσει οτι το παιδί είναι δικό του...» μουρμουρίζει δήθεν συνωμοτικά, αλλά πάντως δυνατά ο Γιάννης.
«Τι σου είναι οι γυναίκες τέλος πάντων!» θαυμάζει ο Λούι.
«Τι ‘πες τώρα ρε καργιόλη;» φουντώνει δίπλα τους ο Αχιλλέας.
«Εσένα λέει καργιόλη –εγώ είμαι ο πούστης», κάνει νόημα ο Λούι στον Γιάννη.
«Εμένα λες;» ρωτάει ο Γιάννης τον Αχιλλέα.
«Εμένα με θες τίποτ΄ άλλο γιατί βαρέθηκα...» λέει ο Λούι.
«Θα σε γαμήσω ρε!» φουντώνει ο Αχιλλέας.
«Ποιον από τους δυο μας;» αναρωτιέται ο Γιάννης.
«Μάλλον εμένα, τον πούστη....» αποφαίνεται ο Λούι.
«Τελικά του Αχιλλέα του αρέσουν οι άντρες;» χώνεται στην κουβέντα ο Ζόμπι.
«Ξέρω ΄γω, έτσι φαίνεται...» ξύνει το κεφάλι του ο Γιάννης.
«Το είχα υποπτευθεί αλλά δεν ήθελα να μιλήσω πριν σιγουρευτώ...» κάνει συνωμοτικά ο Λούι.
«Ρε μουνιά!» μουγκρίζει ο Αχιλλέας και πιάνει τη μπλούζα του Λούι.
Σε αυτή την περίπτωση ο Αχιλλέας υπολογίζει οτι έχει ήδη δεξιά του τον Γένια κι αριστερά τον Γρηγόρη (ή ανάποδα –τέλος πάντων) και με βάση αυτό ταρακουνάει τον Λούι. Όμως τα πράγματα έχουν περάσει και τα χρόνια έχουν αλλάξει –οι φίλοι του δεν δείχνουν τόσο πρόθυμοι να βρεθούν δίπλα του κι ο Λούι δεν είναι πια 60 κιλά όπως τότε στο σχολείο...
Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα να τσαλακωθεί απλώς η (ήδη ταλαιπωρημένη) μπλούζα του Λούι και να βρεθεί ο Αχιλλέας αγκαζέ, μεταξύ Γιάννη και Ζόμπι.
«Έλα άσε τις μαλακίες –σε κηδεία είμαστε...»
«Ναι ρε μουνιά! Στη δική σας την κηδεία!» ψεκάζει τον τόπο με σάλια ο Αχιλλέας.

Και τότε τα πράγματα γίνονται κάπως περίεργα –δηλαδή πλησιάζει ο Γρηγόρης κι αρπάζει τον Αχιλλέα από το γιακά, μαζί με τους άλλους δύο τον πάνε καροτσάκι μέχρι την είσοδο της ταβέρνας.
«’τονε χορέψουμε;» σφυρίζει ο Γρηγόρης στους άλλους δυο καθώς έχουν δρασκελίσει ήδη την πόρτα.
«Σε κηδεία είμαστε ρε μαλάκα!» διαμαρτύρεται ο Γιάννης.
Κι έτσι τον σουτάρουν συγχρονισμένα και γυρίζουν τις πλάτες αδιαφορώντας για το που θα καταλήξει ο Αχιλλέας. Κι εγώ το ίδιο θα’κανα στη θέση τους.

«Έλα κάτσε από ΄κει να πιούμε τίποτα κονιάκ», του λέει ο Γιάννης.
«Μόνο το Γένια μη φέρεις –αγριεύομαι», τον προειδοποιεί ο Ζόμπι.
Κάπως έτσι ξαναμπαίνουν στην ταβέρνα.

Ο Ζόμπι κάθεται πάλι στην κεφαλή του τραπεζιού, ο Λούι δίπλα του, απέναντι από το Φάντασμα, μετά ο Γρηγόρης απέναντι από τον Στάθη και μετά ο Γιάννης. Το Φάντασμα έχει σταματήσει να χαζεύει την αλογόμυγα στη διπλανή του καρέκλα από την ώρα που έκατσε εκεί ο Στάθης. Η Μαρίνα προσπαθεί να τους κοιτάξει χωρίς να φανεί –πράγμα πολύ δύσκολο έως και αδύνατο.
«Έτσι θα πάει αυτό τώρα;» μουρμουρίζει το Φάντασμα.
«Σε ποιον μιλάει;» ρωτάει ο Γρηγόρης.
«Άστο –μην ασχολείσαι», του λέει ο Στάθης.
Και βάζουν όλοι να πιουν. Μιλάνε ανάμεσα στα γεμίσματα των ποτηριών, μιλάνε αλλά κατά βάση είναι σιωπηλοί όσο διαρκεί το άδειασμα των μπουκαλιών. Πρώτα αδειάζουν τα μπουκάλια και μετά αδειάζονται οι σύντροφοι.
«Να τελειώνουμε κάποτε –δε νομίζεις;» λέει το Φάντασμα κοιτάζοντας τον Γιάννη.
Κι ο Γιάννης σηκώνει το κεφάλι, θα ήθελε να μην είναι εδώ, δηλαδή θα ήθελε κυρίως να μην υπάρχει το εδώ –να υπάρχει κάποιο αλλού με τους τρεις τους ξεκαρδισμένους, εντάξει, άνθρωπος πέθανε –όχι ξεκαρδισμένους, αλλά πάντως μαζί. Μαζί –μαζί, όχι μαζί –απέναντι. Ο Γιάννης σηκώνεται.
«Έλα», λέει στο Φάντασμα.
Αυτός σηκώνει πρώτα τους ώμους και μετά σηκώνεται ολόκληρος.
Προχωράνε παράλληλα στις δυο πλευρές του τραπεζιού. Το Φάντασμα φτάνει εκεί που κάθεται ο Παντελής με τη Μαρίνα, ο Γιάννης έχει ήδη στρωθεί απέναντί τους.
«Έφυγες», λέει το Φάντασμα στον Παντελή.
«Δεν είναι δουλειά σου –εγώ κάθομαι με τη Μαρίνα...» διαμαρτύρεται εκείνος.
«Σε παρακαλώ...» του λέει η Μαρίνα ακουμπώντας το χέρι της στο δικό του.
Ο Παντελής σηκώνεται, κοντοστέκεται αλλά εξαφανίζεται αμέσως όταν αντιλαμβάνεται οτι έγινε πλέον αόρατος για όλους. Ακόμα και για μένα.

«Λοιπόν; Τι είναι αυτό; Καθυστερημένη σκηνή ζηλοτυπίας ή κάτι παρόμοιο;» αναρωτιέται η Μαρίνα.
«Νομίζω ότι....» ξεκινάει το Φάντασμα αλλά δεν βρίσκει τίποτα περισσότερο να πει.
«Αυτό εδώ είναι μια κηδεία....» λέει ο Γιάννης.
«Έτσι φαίνεται», κοιτάζει γύρω του το Φάντασμα.
«Όχι αυτή που φαίνεται», του εξηγεί ο Γιάννης.
Μετά βάζει το χέρι στην τσέπη του μπουφάν του και βγάζει το πιστόλι. Το αφήνει πάνω στο τραπέζι.
«Τι μαλακίες είναι αυτά τώρα;» αγανακτεί το Φάντασμα.
«Μου το’ φερε ένας ταλαίπωρος στο μαγαζί –ήθελε να με ληστέψει αλλά τελικά του το πήρα κοψοχρονιά!» χαμογελάει ο Γιάννης.
«Εντάξει –μάζεψέ το τώρα», λέει το Φάντασμα.
«Όχι πριν...» ο Γιάννης κόβει τη φράση απότομα, κοιτάζει τριγύρω, τα τραπέζια μακριά τους δεν έχουν αντιληφθεί το πιστόλι, οι δικοί τους στην άλλη άκρη δεν ανασαίνουν. «Κάποιος πρέπει να φύγει απ΄ τη μέση, δε βλέπω να γίνεται αλλιώς....» σχολιάζει.
«Ωραία!» σηκώνει τα χέρια ψηλά η Μαρίνα.
«Ρε φίλε...» ξεκινάει να λέει το Φάντασμα.
«Επειδή δεν γίνεται αλλιώς –το καταλαβαίνετε κι εσείς, απλά κωλώνετε να το πείτε.... Εγώ, ο κολλητός μου και η γυναίκα της ζωής μου που έχει το προνόμιο να μας γνωρίζει και τους δυο όλως ιδιαιτέρως...» χαμογελάει ο Γιάννης.
«Γίνεσαι αισχρός!» σφυρίζει η Μαρίνα.
«Ναι σωστά –εγώ είμαι ο αισχρός που τα λέω!» γελάει ο Γιάννης.
«Είχα κάθε δικαίωμα στην τελική...» θυμώνει η Μαρίνα.
«Βέβαια, σίγουρα είχες. Όπως έχω κι εγώ κάθε δικαίωμα να σας ζητάω να τελειώνει αυτή η κατάσταση. Ένας από τους τρεις πρέπει να λείψει. Προθυμοποιείται κανένας σας ή να το κάνω εγώ;» ο Γιάννης τους κοιτάζει όσο μιλάει.
«Και τι νομίζεις οτι βγει μ’ αυτό; Ας πούμε οτι τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα, πέρα από το να σας κάνω χάλια τα ρούχα δηλαδή... Εσύ μετά απ΄αυτό θα τα ξανάφτιαχνες με τη Μαρίνα;» αναρωτιέται το Φάντασμα.
«Κι αν το έκανα εγώ; Δεν θα έτρεχε τίποτα πλέον μεταξύ σας –όλα καλά;» αναρωτιέται η Μαρίνα με τη σειρά της.
«Δύο στα δύο –φοβερή ευστοχία!» γουρλώνει τα μάτια ο Γιάννης. «Άρα, το πρόβλημα είμαι εγώ!»
Κι αυτή είναι η πρώτη φορά που το Φάντασμα τολμάει να κοιτάξει τη Μαρίνα μετά από τόσα χρόνια.
«Το πρόβλημα....» λέει το Φάντασμα ψάχνοντας προσεκτικά τα λόγια του.
Αλλά δεν χρειάζεται να ψάξει περισσότερο, βλέπεις, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Γιάννης κλείνει το χέρι του γύρω από τη λαβή του περιστρόφου, το σηκώνει....
«Μη ρε μαλάκα!»
«Γιάννη!»
Τους κοιτάζει και τους δυο....
«Σας αγάπησα πολύ ρε γαμημένοι!»
Βάζει την κάνη στο στόμα του και τραβάει τη σκανδάλη κλείνοντας τα μάτια.
Το πιστόλι κάνει ένα κούφιο σκάσιμο και μετά τίποτα –σα να χτύπησε ο κόκορας σε βρεμένο καψούλι, ο Γιάννης ανοίγει τα μάτια και βλέπει τους άλλους δυο απέναντί του να τον κοιτάζουν αγαλματένιοι. Βγάζει την κάνη από το στόμα, φτύνει με αηδία τη σκουριά στο πάτωμα.
«Άδειο ήταν ή μπλόκαρε;» αναρωτιέται.
«Ρε φίλε....» μουρμουρίζει το Φάντασμα κάνοντας ταυτόχρονα νόημα στην υπόλοιπη παρέα να μην πλησιάσει.
Η Μαρίνα στραγγίζει το ποτήρι της από το κονιάκ και σηκώνεται.
«Αν τύχει να ξαναδώ κάποιον από τους δυο σας μπροστά μου θα τον σκοτώσω κανονικά. Όχι μαλακίες και αγιοβασιλιάτικα σαν τώρα –συνεννοηθήκαμε;» ρωτάει.
Και φεύγει χωρίς να περιμένει απάντηση, χωρίς να την ενδιαφέρει η απάντηση. Κρίμα, γιατί εμένα θα με ενδιέφερε η απάντηση αυτών των δυο ρεμαλιών που την κοιτάζουν να απομακρύνεται και μετά γεμίζουν τα ποτήρια τους, τσουγκράνε, τα αδειάζουν αμίλητοι....
«Πάμε –μας περιμένουν οι άλλοι», λέει ο Γιάννης.
Το Φάντασμα σηκώνεται χωρίς να πει τίποτα.
Ίσως και να μην υπάρχει απάντηση τελικά.

Τα γκαρσόνια έχουν ήδη αρχίσει να σερβίρουν το ψάρι, η ταβέρνα ταγκιάζει από τη μυρωδιά τηγανιτού, τα μάτια δακρύζουν, όχι πάντα από τον προφανέστερο λόγο. Οι άνθρωποι μιλάνε.

Με σκυμμένα κεφάλια, γνωστοί που δεν έχουν πολλά να πουν, άγνωστοι που δεν έχουν διάθεση, οι άνθρωποι κάνουν ασύνδετες παρατηρήσεις ανάμεσα στις μπουκιές που κατεβάζουν.
«Ωραία μέρα του ‘κανε πάντως!»
«Ναι, στους καλούς ανθρώπους....»
«Μισό κιλό κρασί και μια σόδα....»
«Κατεψυγμένο μοιάζει το ψάρι....»

«Σε είχαμε για πεθαμένο....»
«Κι εγώ το ίδιο... Με είχα».
«Τις προάλλες πάντως, κόντεψα κι εγώ να τα τινάξω».
«Πεθαίνουμε....»
«Χωρίς να γερνάμε!»
«Έχεις δει τα μούτρα σου στον καθρέφτη;»
«Έχω πρεσβυωπία –δε βλέπω καλά στους καθρέφτες...»
«Μια ζωή μαλακίστηκα -σαβουρογάμης, εύκολο θύμα....»
Ησυχία για λίγο.
«Τι είπε τώρα αυτός;»
«Μη δίνεις σημασία –την είδε ανασκόπηση κι έτσι....»
«Ποιος ενδιαφέρεται;»
«Όχι εγώ πάντως».
«Μια ζωή κανίβαλοι ήσασταν!»
«Μα γιατί συνεχίζει αυτή την ενδοσκόπηση, τι προσδοκά!»
«Τι προσδοκά άραγε!»
«Προσδοκά! Μα πόσο μορφωμένους φίλους έχω!»
«Ποιος είπε οτι είμαστε φίλοι ρε χαμούρη;»
«Μια ζωή ασόβαροι, μια ζωή χαβαλέδες!»
«΄σου πω... εκείνο το κουμπούρι πού μόστραρες παραδίπλα... το έχεις ακόμα;»
«Αφού δε δουλεύει ρε άτομο!»
«Δεν ξαναδοκιμάζεις; Μπορεί αυτή τη φορά να είμαστε πιο τυχεροί».
«Θέλει κανένας περίσσευμα ψάρι;»
«Είσαι άρρωστος δικέ μου; Έφαγες απ΄αυτό το ψάρι;»
«Ποιο ψάρι;»
«Σερβίρανε ψάρι....»
«Εγώ γιατί δεν έχω;»
«Αφού τώρα είπες....»
«Ρε τι είπα –ξείπα; Πλερώνω και θέλω το ψάρι μου! Γκαρσόν!»
«Τι πληρώνει ο μαλάκας; Αφού κερασμένα είναι....»
«Κι αυτό θα πει οτι δεν θα με σερβίρουν ψάρι;»
«Θες να φας ψάρι δηλαδή;»
«Άλλο αυτό!»
«Ναι -αλλά θες να φας ψάρι;»
«Θέλω να φάω ψάρι –τι γουστάρεις τώρα;»
«Άμα δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως!»
«Ε καλά τότε, θα φάω έναν μαλάκα....»
«Ή θα βρέξεις κώλο...»
«Έλα στην υγεία μας. Να ‘ναι πάντα καλά...»
«Ποιος;»
«Ο Πέτρος».
«Αφού πέθανε!»
«Κι αυτό τι σημαίνει δηλαδή; Οτι δεν πρέπει να συνεχίσει να είναι καλά στην υγεία του;»
«Αααα, η υγεία πάνω απ΄όλα!»
«Κέρνα τώρα και κατά δω...»
«Μείναμε από κρασί».
«Κρασί πίνουμε τόση ώρα;»

Η Μαρίνα δεν πρόλαβε να πάει στην κηδεία, ίσως και να προτίμησε να έρθει αργοπορημένη –θες η αμηχανία, θες κάποια φυσική συστολή, τέλος πάντων. Το θέμα είναι οτι φεύγοντας από την ταβέρνα κατευθύνεται προς το νεκροταφείο. Λυπάται που δεν θυμήθηκε ν΄αγοράσει ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, για να τ΄αφήσει στον τάφο. Αλλά όλα αυτά δεν έχουν και καμιά σημασία –όπως δεν είχε σημασία το στήσιμό της στο μπαράκι εκείνη τη νύχτα, ούτε τα κλάματά της στο άδειο σπίτι τα ξημερώματα. Καμιά σημασία. Αν ο Πέτρος την είχε κοροϊδέψει –τότε μάλιστα. Αλλά τώρα....

Κι όμως τελικά ο Πέτρος την είχε κοροϊδέψει. Κάθε φορά που κάποιος σε κάνει να σκέφτεσαι, να περιμένεις, να ονειρεύεσαι σκηνικά Χόλυγουντ... Ε, λοιπόν κάθε φορά που κάποιος στο κάνει αυτό και μετά σ΄αφήνει στα κρύα του λουτρού, σε έχει κοροϊδέψει. Έχει εκμεταλλευτεί την ανάγκη σου (και η δική του ανάγκη; αδιάφορο), έχει σκηνοθετήσει τ΄όνειρό σου –με ποιο δικαίωμα; Με ποιο δικαίωμα ρε γαμημένε;

Η Μαρίνα κοντοστάθηκε, κόλλησε στον κορμό του δέντρου καμιά πενηνταριά μέτρα απόσταση από τον τάφο, σταμάτησε ν΄αναπνέει. Επειδή για μια ακόμα φορά ερχόταν δεύτερη.

Η Μελίνα κοίταζε σκεπτική τη φωτογραφία στο μαρμάρινο μνήμα, κάπνιζε ένα μακρύ τσιγάρο με άσπρο επιστόμιο, πίεσε τη γλώσσα της στην οδοντωτή πλευρά του σπασμένου μπροστινού της δοντιού (τελικά, αυτό ήταν ένα σπάνιο οδοντωτό δόντι), πίεσε τη γλώσσα της εκεί πέρα μέχρι να ματώσει, μέχρι το αίμα να ποτίσει το λευκό επιστόμιο του τσιγάρου. Κι όταν το τσιγάρο έφτασε στη μέση, το φύτεψε ήσυχα στο χώμα. Δίπλα του, ίσως και πάνω του. Μετά γονάτισε, φίλησε το παγωμένο μάρμαρο. Σηκώθηκε.
«Στο χρώσταγα νομίζω. Εγώ καθάρισα λοιπόν, εσύ να δω πότε...» μουρμούρισε.

Γύρισε την πλάτη, πήρε το μονοπάτι για την έξοδο.

Η Μαρίνα σφίχτηκε πάνω στον κορμό του δέντρου, ήθελε να αποφύγει εκείνη τη γυναίκα.

Αλλά η Μελίνα την είδε. Κοντοστάθηκε.
«Θες κάτι;» τη ρώτησε.
Η Μαρίνα της έκανε νόημα οτι «όχι».
«Τότε τι κοιτάς ρε μαλακισμένη;» φώναξε η Μελίνα.

Και έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση. Όχι οτι θα άλλαζε τίποτα η απάντηση, όμως εμένα θα με ενδιέφερε να την ακούσω.

ΤΕΛΟΣ

14 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

sjors είπε...

υπάρχει κάποια σύνδεση με την ιστορία που μόλις τελείωσε με το μπάχαλο στα σχόλια του προηγούμενου ποστ;
σε κάποιο δεύτερο, τρίτο ή τέταρτο επίπεδο ίσως;
σουπερ
κάπως ακατέργαστο ακόμα αλλά τέλεια ιδέα!

The Motorcycle boy είπε...

Σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο -χμμ, λογικά δεν θα υπάρχει; Ακατέργαστο επειδή βαρέθηκα, είχα και το μαλάκα να μου ζαλίζει τ΄αρχίδια... Α, να η σύνδεση που λες!

ΗΛ. είπε...

Tι μας κάνεις τώρα....μετά από τέσσερις-πέντε μήνες και το αλτσχάιμερ που να θυμόμαστε ποιός είναι ποιός,πρέπει να είσαι μεγάλος σαδιστής για να μας στείλεις στο "ένοχο παρελθόν".

bernardina είπε...

When I come home baby
And I've been working all night long
I put my daughter on my knee, and she say
"Daddy what's wrong?"
I put my head on her shoulder
She whispers in my ear so sweet
You know what she says?
"Daddy you're a fool to cry
You're a fool to cry
And it makes me wonder why"...

izydoor είπε...

τα διαβάζω τα γαμημένα σου σεντόνια με αφοσίωση, για κάτι φράσεις σαν εκείνο το "εξαφανίζεται αμέσως όταν αντιλαμβάνεται οτι έγινε πλέον αόρατος για όλους. Ακόμα και για μένα."

πούστη άντρα!
[εμένα είπε έτσι; τη γυναίκα του τη ρώτησε;]

izydoor είπε...

ρε έβαλες απαγορευτικό;;;;;;
δε σε πιστέυω!
εγινε τίποτα;

izydoor είπε...

οκ, είδα, είχα χάσει λογαριαζμό από το προηγούμενο σου ποστ...

μερικοί νομίζουν ότι τα σχόλια είναι σφαλιάρες...

izydoor είπε...

τι θα γίνει τώρα, με τα κλειδωμένα σχολια θα είσαι;

The Motorcycle boy είπε...

Επέστρεψα, δημοσίευσα -το μαγαζί θα το ξεκλειδώσω αύριο πρωί, να μη με πιάσει και καμιά αγορανομία, χρονιάρες μέρες!

Bernardina χαίρομαι που πιάνεις και τη μουσική υπόκρουση -έτσι πάνε αυτές οι ιστορίες, το τραγούδι είναι συνήθως σημαντικότερο και από το μπλα μπλα.

Ξουξου και Ηλία, δείτε το σαν άσκηση κατά του Αλτχάιμερ το να θυμηθείτε το ποιος είναι ποιος, χεχε.

Πασκαλ είπε...

Πραγματικά ρε μουσουκλετιστή δε μπορώ να ακολουθήσω γιατί δυσκολεύομαι κι εγώ μετα ονόματα.
Γιατί τούτο δω δεν είναι ότι έχει 2-3 κεντρικούς και 3-4 απο γύρω.
45 κεντρικούς έχει και ποιος μπορεί να τους θυμηθεί αν περνάει και κανας μήνας απο το ένα κομμάτι στο άλλο;

Μάλλον θα περιμένω να τελειώσει να το πάρω σε πακέτο να μου έρθει πιο εύκολο. Γερνάμε κιόλας, η μνήμη δεν κρατάει όσο παλιά..

The Motorcycle boy είπε...

Τελείωσε -μάλλον πρέπει να το κάνω πακέτο ε; Τι τραβάμε για να πουλήσουμε κάνα αντίτυπο ρε παιδί μου! Αύριο θα το φτιάξω.

Πασκαλ είπε...

Ε να το κάνεις ένα πακετάκι λοιπόν για μας που το αλτσχάιμερ μας έχει ήδη προλάβει.

Πάντως εγώ το πιστεύω ότι πρέπει να αρχίσεις διαδικασίες για να πουλήσεις και κανένα αντίτυπο γιατί τα λεφτά του τα αξίζει. Όχι το συγκεκριμένο μόνο, και τα πιο παλιά.
Και ας λες εσύ.

The Motorcycle boy είπε...

Θα το πακετάρω σήμερα ρε ανυπόμονη πελατεία!

Μη νομίζεις, αυτά που γράφω τα πουλάω από εδώ μέσα, μόνο που εισπράττω πολύ περισσότερα από σκέτα χρήματα. Και δεν το λέω ρομαντικά, σε στυλ "η αγάπη του κόσμου" και τέτοιες αηδίες -το λέω εντελώς πρακτικά και συμφεροντολογικά.

La koumbara είπε...

Κι εγώ θα ήθελα να ακούσω την απάντηση...
(αλλά οι λεπτομέρειές σου όλα τα λεφτά - αυτό με το λαχούρι πια!)

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι