Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
Τον παρακολουθούσα όσο με κατακεραύνωνε δείχνοντας συνεπαρμένος, με την ελπίδα να γλιτώσω το πρόστιμο. Είχε διαβάσει πάνω από 5 φορές τον πίνακά μου με την ανάλυση Χρήσης Πόρων, κάθε φορά που τελείωνε έκανε αυτό το ενοχλητικό τσακ ξεχειλώνοντας το ολογράφημα με τα δάχτυλά του, μέχρι να το κάψει μ΄ένα πρόχειρο βραχυκύκλωμα. Συνέχεια και συνέχεια, 5 φορές, τσακ, τσακ, τσακ, τσακ....
«Ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός πυρομαχικών. Δικαιολογημένη ποσότητα καύσιμης ύλης. Μηδενικές εισροές στην Υπηρεσία. Ένα μέλος της ομάδας νεκρό. Κανένας συλληφθείς, καμιά είσπραξη, καμιά υποθήκη, καμιά κατάσχεση». Τσακ.
«Για πόσο θεωρείτε οτι θα μπορέσουμε να λειτουργούμε όταν έχουμε τέτοια πενιχρά αποτελέσματα; Είπα πενιχρά;» σταμάτησε, κατάπιε αηδιαστικά θορυβωδώς, με κοίταξε.
Σκέφτηκα οτι κάτι θα έπρεπε να κάνω, ένευσα λοιπόν με το κεφάλι.
«Κακώς χαρακτήρισα τα αποτελέσματά σας πενιχρά. Η σωστή λέξη είναι μηδαμινά. Μη αποτελέσματα για να είμαι σαφέστερος».
Κοίταξα έξω από το τζάμι του γραφείου του τον κεντρικό διάδρομο της Υπηρεσίας. Κάποιοι Α, τριψήφιοι σαν κι εμένα, πηγαινοέρχονταν βιαστικοί, έφτιαχναν ομάδες για εξωτερικές αποστολές. Β και Γ βιάζονταν να κολλήσουν στους τοίχους κάνοντάς τους χώρο, ο διάδρομος ήταν στενός για τόσον κόσμο. Οι Α έβριζαν χωρίς να κοιτάζουν τους κατώτερούς τους. Σκέφτηκα τότε οτι δεν είχα δει ποτέ διψήφιο Α να τριγυρίζει στον κεντρικό διάδρομο της Υπηρεσίας. Ούτε μονοψήφιο βέβαια. Μονοψήφιο Α δεν θυμόμουν να είχα δει ποτέ και πουθενά. Κάποιος μονοψήφιος Α μάς είχε καλωσορίσει όταν αναλάβαμε καθήκοντα στην Υπηρεσία, δηλαδή όχι ο ίδιος, το ολόγραμμά του. Όμως ήμασταν καμιά κατοσταριά καινούργιοι εκείνη τη μέρα, δεν είχα καταφέρει να τον διακρίνω.
«Λοιπόν;» έκανε απότομα ο Α77.
Τι λοιπόν; Ποτέ δεν χώνεψα αυτή την κακή συνήθεια των ανωτέρων να σου ζητάνε τη γνώμη σου, την οποία μάλιστα δεν πρόκειται να λάβουν υπόψη, «λοιπόν τι λες κι εσύ;» -τι σημασία έχει; Βέβαια, είχα χρησιμοποιήσει την ξαφνική ερώτηση πολλές φορές κι εγώ ο ίδιος, φέρνοντας έτσι σε δύσκολη θέση αρκετούς κατώτερούς μου. Χαμογέλασα απολαμβάνοντας την γραμμικότητα της Υπηρεσίας, την ομοιομορφία των μεθόδων ταπείνωσης άσχετα με τις υπηρεσιακές βαθμίδες, εγώ εξευτελίζομαι από τον Α διψήφιο ο οποίος εξευτελίζεται από τον Α μονοψήφιο και με τη σειρά μου θα εξευτελίσω τον Β ο οποίος θα εξευτελίσει τον Γ κι εκείνος τον Δ και όλοι μαζί θα σταθούμε ταπεινοί απέναντι στον πολίτη, ώριμοι μετά τον εξευτελισμό μας, ψύχραιμοι, ξεκάθαροι, αποτελεσματικοί.
«Έχετε δίκιο», ψέλλισα.
Ήταν η μοναδική απάντηση σε τέτοιου είδους ρητορικές ερωτήσεις που αποσκοπούσαν στον εξευτελισμό.
«Δεν περίμενα εσένα να μου το πεις», δήλωσε απαξιωτικά ο Α77.
«Θα τολμούσα όμως να προτείνω...» ψέλλισα.
Δεν φοβόμουν. Καθόλου δεν φοβόμουν τον Α77, κυρίως τον σιχαινόμουν και τον σεβόμουν. Αλλά υπάρχει μια πάγια τακτική υποβολής αιτημάτων. Στην περίπτωση των προφορικών αιτημάτων προς ανωτέρους, ένα ψέλλισμα πάντα βοηθάει.
«Θα τολμούσες ε; Άκου θράσος», μούγκρισε εκείνος.
Πάντα, ή σχεδόν πάντα.
«Αν μπορούσαμε να συμψηφίσουμε αυτή την αποστολή με την επόμενη. Να μην επιβαρυνθώ με πρόστιμο και να μην εισπράξω το ποσοστό μου στην αμέσως...»
«Αυτό βέβαια είναι αδύνατο όπως γνωρίζεις. Πέραν του ότι προϋποθέτει επιτυχία της επόμενης αποστολής σου, πράγμα καθόλου σίγουρο, συνεπάγεται κιόλας ότι θα ανταλλαγούν χρήματα με κουπόνια Δέλτα».
Σωστά. Τα πρόστιμα αφορούσαν πάντα κουπόνια Σφαρού (Σπίτι-Φαγητό-Ρούχα), μόνο οι ανώτεροι επέμεναν να χρησιμοποιούν ακόμα την επίσημη ονομασία αυτών των κουπονιών, κουπόνια Δέλτα (Διαβίωσης). Αλλά τα ποσοστά μας από τις επιχειρήσεις ήταν σε χρήματα, κοίταξα τον Α77.
«Αυτό σκέφτηκα, επειδή έχω κάποια έλλειψη στα Σφαρού....» μουρμούρισα.
«Α777 αν συνεχίσεις να χρησιμοποιείς τέτοια γλώσσα δεν θα εξελιχθείς ποτέ σου ιεραρχικά», με επέπληξε εκείνος.
Οι γνωστοί με φωνάζουν Άλφα Τρία Εφτάρια κι αυτό είναι υποφερτό επειδή το όνομά μου στην επίσημη εκφώνησή του μοιάζει με μάντρα, θεραπευτικό της αϋπνίας. Άλφα, Εφτά, Εφτά, Εφτά, στοίχημα 20 κόσμος ότι στο πρώτο εφτάρι θα χασμουρηθείς και στο δεύτερο θα γλαρώσεις.
Κούνησα το κεφάλι δείχνοντας μετανιωμένος, αν και δεν είχα καμιά διάθεση να εξελιχτώ ιεραρχικά. Οι διψήφιοι Α ενεργούσαν συνεχώς στα όρια των νόμων προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους μονοψήφιους Α οι οποίοι είχαν απευθείας επαφή με την κυβέρνηση. Υπάρχει μια μόνιμη διαμάχη ανάμεσα στην κυβέρνηση και την Διηπειρωτική Α.Ε., τον βασικό οικονομικό χορηγό της χώρας. Η κυβέρνηση έψαχνε διαρκώς για αύξηση της χορηγίας, η Διηπειρωτική απαιτούσε συνεχείς μετατροπές στους νόμους, το νομοθετικό σώμα διαπραγματευόταν ασταμάτητα προσπαθώντας να αυξήσει τα κέρδη του... Και η Υπηρεσία στη μέση του χάους, ενημερωνόμασταν για την ισχύ των νόμων με καθυστέρηση, παίρναμε χρήματα από κόσμο στηριγμένοι σε νόμους που είχαν ήδη καταργηθεί, ξεκινούσαμε τη διαδικασία της επιστροφής η οποία ποτέ δεν ολοκληρωνόταν (τουλάχιστον στα 15 χρόνια που δουλεύω στην Υπηρεσία ποτέ δεν είδα να πραγματοποιείται επιστροφή), άλλες φορές συλλαμβάναμε πολίτες στηριγμένοι σε ένα προσχέδιο που σύντομα θα γινόταν νόμος, κάναμε κατασχέσεις, όλα αυτά.... Στο τέλος το προσχέδιο δεν γινόταν νόμος και ο πολίτης δικαιούταν επιστροφής των περιουσιακών του στοιχείων, αλλά η επιστροφή....
Τέλος πάντων, προτιμούσα να μείνω στα τρία ψηφία παρά να προσπαθώ ν΄αποφύγω τα κοπίδια του μπλέντερ της πολιτικής. Στις μέρες μας τα μόνα πράγματα που δεν πρόκειται να χάσεις είναι όσα δεν έχεις.
«.... επειδή όμως διατηρώ ακόμα κάποιες ελπίδες για σένα, ας μην ξεχνάμε οτι υπήρξες εκπαιδευόμενός μου, και ένα ακόμα πρόστιμο θα βαρύνει αμετάκλητα τον υπηρεσιακό σου φάκελο...»
Γι΄αυτό λοιπόν θα δεχτείς να μου κάνεις θετική αξιολόγηση στην αναφορά σου και να τσεπώσεις το ποσοστό μου από την επόμενη αποστολή, αγαπητέ μου.
Χαμογέλασα.
«Μην παίρνεις θάρρος», κοκκίνισε ο Α77. «Είναι η τελευταία φορά που δείχνω επιείκεια».
«Έχετε δίκιο. Ευχαριστώ πολύ», επανήλθα στο ψέλλισμα καθώς σηκωνόμουν.
Θα περίμενα να μου στείλει αντίγραφο της δικής του αναφοράς πριν υπογράψω την δική μου, εκείνος θα αποφάσιζε αν η αποτυχία της αποστολής οφειλόταν σε αστάθμητους παράγοντες ή σε αβλεψίες των υπολοίπων της ομάδας. Ή και στα δύο.
Ξεκίνησα για το γραφείο μου.
Δυο Β κόλλησαν στον τοίχο για να μου κάνουν χώρο, κάτι είπαν μεταξύ τους. Δεν έδωσα σημασία. Κόντευα να ολοκληρώσω τον διάδρομο, άκουσα τότε έναν Α να μουρμουρίζει. Οι αποτυχίες κυκλοφορούν γρήγορα και κάνουν τους συναδέλφους σου χαρούμενους. Έφτασα στην αίθουσα έξω από το γραφείο μου, κάποια κεφάλια γύρισαν προς το μέρος μου πριν ξαναβουτήξουν στις ολογραφικές τους αρχειοθήκες, προχώρησα με σταθερό βήμα.
Άνοιξα την πόρτα, το γραφείο μου μύριζε σκουριά.
Διαρροή νερού από ραγισμένο σωλήνα, σκουριά.
Κάθισα.
Σφάλισα για λίγο το μυαλό μου περιμένοντας ν΄ακούσω.
Τακ, τακ, τακ, οι σταγόνες από τον ραγισμένο σωλήνα.
Τίποτα. Μάλλον το φαντάστηκα.
Παράγγειλα ένα κοκτέιλ διεγερτικών με γεύση βερίκοκο, ένιωθα πολύ κουρασμένος για ν΄αντέξω μέχρι το τέλος της βάρδιας. Η Φορολογική Δικαιοσύνη δεν κοιμάται ποτέ, αυτό σημαίνει οτι οι βάρδιες μας είναι 48ωρες και εναλλάσσονται με 24ωρα ξεκούρασης κατά τα οποία παραμένουμε στη διάθεση της Υπηρεσίας με 45λεπτό περιθώριο επιτόπιας απόκρισης. Πολύ καλύτερα από τις βάρδιες στους σταθμούς παραγωγής ή στους οδικούς άξονες, εκεί νομίζω δουλεύουν 10ωρα κανονικά αλλά με απεριόριστη δυνατότητα υπερωριών. Έχω ακούσει για ανθρώπους που πεθάνανε πάνω στις μηχανές λόγω εξάντλησης, πολλές φορές οι εργοδηγοί ξεχνάνε να αλλάξουν κάποιους εργαζόμενους όταν τελειώσει η βάρδια τους κι αν τύχει οι εργαζόμενοι να βρίσκονται σε τμήμα με δυσχερή επικοινωνία.... Τέλος πάντων, μια χαρά είναι οι 48ωρες, δεν παραπονιέμαι.
Το κοκτέιλ ήρθε.
Έχω ακόμα 12 ώρες βάρδια.
Περιμένω την έκθεση του Α77.
Πίνω γρήγορα, έχει να κάνει με την διευκόλυνση πρόκλησης οργανισμικού σοκ.
Βγάζω το σήμα μου, χτυπάω τον κωδικό, σκανάρεται το αποτύπωμα, ενεργοποιείται. Μ΄αυτό ξεκλειδώνω τον ολογραφικό σταθμό εργασίας μου, διασχίζω τις αρχειοθήκες, ψαχουλεύω στα εισερχόμενα του ταχυδρομικού κουτιού, τίποτα σημαντικό δεν ήρθε όσο έλειπα.
Αρχίζει η επίδραση των διεγερτικών, το κεφάλι μου ξεκολλάει από το υπόλοιπο σώμα και τρέχει ανάμεσα στα ολογραφήματα, στην αρχή ανάμεσα, μετά σφηνώνεται στη μπροστινή πλευρά των αρχειοθηκών και βγαίνει από την πίσω, έχοντας, σκοτάδι, μπερδεμένα σύμβολα, πληροφορίες συγκεχυμένες, ίλιγγος, δεν νιώθω καλά, θα ξεράσω, σκοτάδι, μουσική, ειδησεογραφικός χώρος (ή χορός;) προσπαθώ να σταματήσω, δεν γίνεται, ευτυχώς εδώ ο χώρος αχανής.
Ένα ξεσκέπαστο αυτοκίνητο, μια ξανθιά στο τιμόνι, εγώ ακριβώς δίπλα της. Θαλασσινή αύρα, ελαφριά μυρωδιά, η αίσθηση του αέρα στο πρόσωπό μου.
«Η Διηπειρωτική Α.Ε. παρέδωσε σήμερα στην κυκλοφορία τον Μητροπολιτικό 15», λέει χαμογελώντας η ξανθιά χωρίς να πάρει τα μάτια της από το τιμόνι.
Για την ακρίβεια τα μάτια της είναι καρφωμένα στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Εκεί προβάλλεται η τελετή εγκαινίων, μπορώ να δω τον Πρόεδρο Αλκιβιάδη Ράιτ να χαμογελάει κοιτάζοντας τριγύρω με το γνωστό εκστασιασμένο του βλέμμα....
«Ο Πρόεδρος Οδυσσέας Ωμέγα ενώ περιηγείται στην αποβάθρα του Μητροπολιτικού 15», μου εξηγεί η ξανθιά.
«Άλλαξε πάλι όνομα ο Πρόεδρος;» αναρωτιέμαι φωναχτά.
«Ο Πρόεδρος ονομαζόταν Οδυσσέας Ωμέγα από την πρώτη στιγμή που διεκδίκησε την ψήφο των πολιτών αυτής της χώρας, ο Πρόεδρος ονομαζόταν πάντοτε Οδυσσέας Ωμέγα», απαντάει κάπως απότομα η ξανθιά.
Η οθόνη στο παρμπρίζ του ξεσκέπαστου αυτοκινήτου θολώνει για λίγο, σύντομα θα επανέλθει στα κανονικά.
Ένα δάχτυλο με άγγιξε στον ώμο, τινάχτηκα ξαφνιασμένος, κυρίως επειδή δεν είχα καταλάβει οτι το κεφάλι μου είχε ξανασυνδεθεί με το υπόλοιπο σώμα μου.
«Έχω ένα μωρό που θα σου κάνει όλα τα κέφια», είπε η φωνή πίσω από το αυτί μου.
Δεν γύρισα να κοιτάξω, η ξανθιά δίπλα μου δεν έδειχνε να έχει πάρει χαμπάρι.
«Δέχομαι Σφαρού, κόσμος, κάρτες, τα πάντα», είπε η φωνή.
«Παράτα μας», μουρμούρισα.
Η ξανθιά γύρισε να με κοιτάξει ξαφνιασμένη αλλά στράφηκε πάλι μπροστά της σα να μην έτρεχε τίποτα.
«Το κεντρικό Αμαζονιακό δάσος πέρασε σήμερα στην κατοχή της Εξ Ον Α.Ε. για τέταρτη φορά μέσα στην τελευταία εβδομάδα».
Στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου άρχισαν να προβάλλονται εικόνες εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, απ΄αυτές που διεξάγονται μετά την επικράτηση ενός ιδιωτικού στρατού. Ανακατεύτηκε το στομάχι μου.
«Μπορείς να σταματήσεις για να κατέβω;» ζήτησα από την ξανθιά.
«Τώρα; Πριν δεις τα καλλιτεχνικά νέα;» απόρησε εκείνη.
«Στάση εδώ», είπα.
«Θα έρθω μαζί σου», ψιθύρισε η φωνή από το πίσω κάθισμα.
Άνοιξα την πόρτα του ξεσκέπαστου αυτοκινήτου και ταυτόχρονα άνοιξα την καταπακτή στο πεζοδρόμιο από δίπλα, ξαναβρέθηκα αυτομάτως ανάμεσα στις αρχειοθήκες μου.
Τα διεγερτικά λειτουργούσαν πλέον ελεγχόμενα μέσα στο αίμα μου. Ελεγχόμενη ταχυπαλμία. Τράβηξα το κεφάλι έξω από τον σταθμό εργασίας, κοίταξα προς το ταβάνι του γραφείου για να ξεπιαστεί ο σβέρκος μου, κοίταξα μετά αριστερά προς την πόρτα, στη συνέχεια δεξιά προς την άκρη του γραφείου μου, ο Α365 μού χαμογελούσε επιδεικνύοντας τις αρβύλες του, πετάχτηκα.
«Πότε μπήκες;» μούγκρισα.
«Χτύπαγα μισή ώρα», είπε.
«Ήμουν...»
«Ξέρω. Είδα».
«Κατέβασε τα πόδια από το γραφείο μου γαμώτο», διαμαρτυρήθηκα.
Ο Α365 γέλασε. Αλλά δεν κατέβασε τα πόδια του.
«Τα σκάτωσες πάλι, έτσι;» μουρμούρισε.
«Κι εσένα τι σε νοιάζει;» νευρίασα.
«Λέω...» είπε.
«Να μη λες», είπα.
«Για άλλο ήρθα εγώ πάντως», τέντωσε τα πόδια του, η δεξιά του αρβύλα σκούντηξε το άδειο ποτήρι του κοκτέιλ.
Άρπαξα το άδειο ποτήρι πριν πέσει και με το άλλο χέρι το τακούνι του, το μπλόκαρα στη χούφτα μου και το σήκωσα απότομα, ο Α365 βρέθηκε μετέωρος, μετά σωριάστηκε με θόρυβο.
«Είσαι μαλάκας», βόγκηξε από το πάτωμα.
«Δεν μου αρέσει να βλέπω αρβύλες πάνω στο γραφείο μου», σχολίασα.
Σηκώθηκε τινάζοντας τα ρούχα του.
«Την επόμενη φορά....» μουρμούρισε καθώς στηριζόταν με τις γροθιές του πάνω στο γραφείο μου.
«Την επόμενη φορά θα σε ξεσκίσω κανονικά», του εξήγησα γέρνοντας προς το μέρος του.
Με κοίταξε.
Περίμενα.
«Νομίζεις οτι έτσι θ’αποκτήσεις καινούργιους φίλους;» με ρώτησε.
«Νομίζεις οτι με απασχολεί αυτό το θέμα;» ρώτησα με τη σειρά μου.
«Θα έπρεπε. Από τότε που σκοτώθηκε ο δικός σου, πας από το κακό στο χειρότερο. Χωρίς συνεργασία δεν γίνεται τίποτα», χαμογέλασε ο Α365.
«Θες να μου πεις γιατί είσαι εδώ;» βιάστηκα ν’αλλάξω θέμα. Είχε δίκιο. Από τότε που σκοτώθηκε ο Άλφα Τρία Εξάρια, αυτός που οι φίλοι τον φώναζαν Κτήνος, όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο.
«Θα συνεργαστούμε σε μια επιχείρηση», μου είπε ο Α365.
«Υποθέτω όχι στην επόμενη», παρατήρησα.
«Λάθος υποθέτεις», μου είπε.
Τι ακριβώς συνέβαινε εδώ πέρα; Δεν ήθελε πλέον τα ποσοστά μου ο Α77; Γιατί δεν μου έδινε αποκλειστικότητα στην υπόθεση; Γιατί να χάσει τα μισά, τουλάχιστον, χρήματα;
«Τι επιχείρηση είναι αυτή;» ρώτησα.
«Μεγάλη», είπε δήθεν συνωμοτικά ο Α365.
«Παρακάτω», είπα εγώ.
«Θα ενημερωθούμε σχετικά», απάντησε εκείνος διφορούμενα.
«Από τον δικό σου ή από τον δικό μου;» ρώτησα.
«Δεν υπάρχει ούτε δικός μου, ούτε δικός σου για την ώρα», μου είπε.
«Τι εννοείς;»
«Ζεις κάπου αλλού, έτσι; Δεν πήρες είδηση οτι ο Πρόεδρος άλλαξε όνομα;»
«Ναι, τώρα προ ολίγου...»
«Αυτό σημαίνει οτι άλλαξε ο χορηγός της κυβέρνησης, τον ηλίθιο παριστάνεις;»
«Και τι μας νοιάζει εμάς;»
Ο Α365 με κοίταξε με οίκτο.
«Τίποτα δεν μας νοιάζει. Αν εξαιρέσεις τις ανακατατάξεις στους Α μονοψήφιους που θα συμπαρασύρουν τους Α διψήφιους...»
«Εντάξει, δεν βλέπω πού με επηρεάζει....»
«Τώρα περνάς εμένα για ηλίθιο. Μόλις γύρισες από αποτυχημένη επιχείρηση, αυτό σημαίνει είτε πρόστιμο, είτε....»
«Και λοιπόν;»
«Τι από τα δύο; Πρόστιμο ή διακανονισμός;»
«Γιατί δεν πας να ρωτήσεις τον Α77, να σου πει;»
«Επειδή απλούστατα βρίσκεται σε απομόνωση. Έχει διαταχθεί έρευνα εναντίον του».
Ίσως εκείνη τη στιγμή να ίδρωσα λίγο. Μερικές σταγόνες στο πάνω χείλος, εκεί που τα γένια ξεδιπλώνονταν αξύριστα πέντε ημερών. Μπορεί και περισσότερο, δεν υπολόγιζα καλά τον χρόνο μου τελευταία. Ίσως πάλι και να κύλησε ιδρώτας στη ραχοκοκαλιά μου, καλά κρυμμένος κάτω από τη φανέλα και το πουκάμισο και την καμπαρτίνα που ακόμα δεν είχα βγάλει. Δεν ξέρω.
«Μιλούσα μαζί του πριν λίγο», είπα.
«Και λοιπόν; Τις προάλλες συνέλαβαν έναν διψήφιο την ώρα που κατέθετε εναντίον φορολογικού κρατούμενου στο δικαστήριο. Τελικά ο κρατούμενος αθωώθηκε κι ο διψήφιος καταδικάστηκε», γέλασε ο Α365.
Είχε δίκιο.
Αλλά τι θα γινόταν τώρα; Υπήρχε περίπτωση να μπλέξει κι εμένα ο Α77; Προφανώς όχι, κανένας δεν είναι τόσο βλάκας ώστε να καρφώσει παρανομία που δεν έχει ακόμα κάνει. Εγώ λοιπόν είμαι εντάξει. Όχι για πολύ. Η υπόθεσή μου είναι ανοιχτή, θα περάσει στον καινούργιο διψήφιο Α που θα πάρει τη θέση του προηγούμενου, άρα το πρόστιμο το έχω σίγουρο. Γιατί όμως με βάζουν σε επιχείρηση ενώ εκκρεμεί... Επειδή ακριβώς εκκρεμεί, δεν έχουν ακόμα απόφαση διψήφιου, δεν έχω φάει ακόμα το πρόστιμο, άρα είμαι εντάξει. Η αντικειμενικότητα των νόμων καθυστερεί την υποκειμενικότητα των ποινών μερικές φορές.
«Και ποιος θα μας ενημερώσει;» έκανα νευριασμένα, επειδή όλα αυτά με είχαν μπερδέψει.
«Γι΄αυτό ήρθα σε σένα, μπορούμε να ενεργήσουμε χωρίς να ενημερωθούμε, επικαλούμενοι το επείγον του ζητήματος...» μισόκλεισε τα μάτια ο Α365.
«Αντιμετωπίζεις κάποιο πρόβλημα με τα φάρμακά σου;» τον ρώτησα όλο ενδιαφέρον.
«Ε;» έκανε.
«Έρχεσαι εδώ μέσα και μου λες για κάποια επιχείρηση πολύ σημαντική αλλά όταν σε ρωτάω περισσότερα με παραπέμπεις σε επικείμενη ενημέρωσή μας από τους ανωτέρους μας οι οποίοι όμως δεν υπάρχουν πλέον και μετά προτείνεις, όσο διαρκούν οι διαδικασίες αντικατάστασής τους να ενεργήσουμε μόνοι μας στα πλαίσια της επιχείρησης την οποία εξακολουθείς να μου κρατάς μυστική κι όλο αυτό χωρίς να διαφαίνεται κάποια προοπτική οφέλους για μένα», σταμάτησα ψάχνοντας την ανάσα μου. «Λοιπόν ή φιγούρα ήρθες να κάνεις ή κάτι πάει στραβά με τη φαρμακευτική σου αγωγή», κατέληξα.
«Ή...» είπε εκείνος. Κάπως μακρόσυρτα.
Περίμενα.
«Ξέχασέ το», έκανε στο τέλος.
«Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω αμέσως μόλις φύγεις από δω μέσα», τον διαβεβαίωσα.
Σηκώθηκε μετρώντας τα βήματά του, ένιωσα έναν απροειδοποίητο πόνο δεξιά ψηλά στο μέτωπό μου, σαν καυτή βελόνα ή κάτι τέτοιο, μετά απότομα ξεφούσκωσα σε σημείο ημιλιποθυμίας. Αναμενόμενη παρενέργεια των διεγερτικών ειδικά όταν πιέζεσαι να σκεφτείς. Τι πήγαινε στραβά με τον Α365; Γιατί φερόταν έτσι περίεργα; Έμοιαζε λες και τον είχα προσβάλει, πού αυτό ακριβώς είχα κάνει δηλαδή, αλλά ο Α365 είναι γνωστός χοντρόπετσος.
«Περίμενε λίγο», φώναξα. Ακούστηκα περισσότερο παρακλητικός απ΄όσο σκόπευα.
Με το ζόρι ανοιγόκλεινα το στόμα μου πάντως.
Εκείνος κοντοστάθηκε.
«Θες να μου πεις τι ακριβώς συμβαίνει; Με λίγα λόγια», του ζήτησα.
«Χαραμίζεις την ευκαιρία σου, αυτό συμβαίνει. Πώς σου φαίνεται; Μπορώ να χρησιμοποιήσω και λιγότερα λόγια αν θες», κάγχασε ανοίγοντας την πόρτα.
Άνοιξα το στόμα να πω κάτι αλλά αμέσως μετάνιωσα. Παρ΄όλα αυτά άφησα το στόμα ανοιχτό.
Για λίγο.
Μέχρι να βεβαιωθώ ότι είχε φύγει.
Μετά το έκλεισα.
Δεν είχα όμως όρεξη να ξαναβουτήξω στον σταθμό εργασίας μου. Ειδικά τώρα με τις ραγδαίες εξελίξεις, δεν είχα καμιά όρεξη να βγάλω το κεφάλι μου από το σταθμό και ν’ανακαλύψω οτι το γραφείο μου είχε μετατραπεί σε κελί 3Χ3. Ξέχασα και να ρωτήσω ποιος είναι ο καινούργιος χορηγός της κυβέρνησης...
Τότε έκανα κάτι ασυνήθιστο για την καθημερινότητά μου στην Υπηρεσία, πήγα δηλαδή μέχρι την πόρτα, την άνοιξα μισό, κι έβγαλα το κεφάλι μου έξω. Όπως κάνουν οι κλόουν στα παιδικά πάρτι. Αλλά κανένας δεν ζητωκραύγασε την εμφάνισή μου, για μια στιγμή μάλιστα βγήκα για λίγο απέναντί μου, βρέθηκα σε ένα από τα γραφεία δηλαδή και κοίταξα αυτό το κεφάλι με τα ανακατωμένα γκρίζα-μαύρα μαλλιά, το είδα λοιπόν να ξεπετάγεται σαν τα κεφάλια των κλόουν με το ελατήριο από κάτω που πετάγονταν από φανταχτερά κουτιά και τρομάζανε κάποτε τα παιδάκια, αυτό είδα, όχι οτι συνέβαινε στην πραγματικότητα φυσικά, και δεν ήταν καθόλου αστείο. Ή άξιο επευφημιών. Τράβηξα το κεφάλι μου πάλι προς τα μέσα, αλλά την ώρα που πήγαινα να κλείσω την πόρτα, την ξανάνοιξα και ξεπρόβαλλα το κεφάλι για μια ακόμα απότομη φορά. Ακούστηκε ένα νευρικό γελάκι. Κάτι σαν λόξυγκας όχι τίποτα αξιοσημείωτο.
Έβαλα πάλι το κεφάλι μου μέσα και έκλεισα την πόρτα του γραφείου.
Ανακουφισμένος που κάτι πέτυχα.
Πέρασα τις υπόλοιπες ώρες της βάρδιας μου κοιτάζοντας την κλειστή πόρτα, ψέματα, κάποια στιγμή με συνέλαβα να χαζεύω και το ταβάνι του γραφείου. Τίποτα δεν έγινε, κανένας δεν ήρθε. Έφτασα στο τέλος να πιστεύω οτι όλη αυτή η φημολογία που μου μετέφερε ο Α365 ήταν εντελώς ανυπόστατη, στηριγμένη σε κουβέντες των διαδρόμων απ’αυτές που διασπείρονται σε κάθε αλλαγή. Θυμήθηκα ότι κάποτε είχα ακούσει για ένα μυστικό εταιρικό πρόγραμμα ελέγχου, παραγωγής και διασποράς ψιθύρων, είχαν σκοπό να κατευθύνουν τον τρόπο σκέψης των πολιτών, κάτι τέτοιο. Φυσικά όλα αυτά τα είχα ακούσει επειδή κυκλοφορούσαν στους διαδρόμους σαν ψίθυροι. Γελάς;
Ήμουν λοιπόν σίγουρος, ή μάλλον θα έπρεπε να πω, είχα σιγουρευτεί ότι η ιστορία περί απομόνωσης του Α77 δεν έστεκε περισσότερο από τους υπόλοιπους ψιθύρους των διαδρόμων κι έτσι παραξενεύτηκα που δεν πήρα αντίτυπο της αναφοράς του μέχρι μισή ώρα πριν το τέλος της βάρδιας μου. Σε λίγο θα έφευγα. Πότε θα προλάβαινα να διορθώσω τη δική μου αναφορά βασιζόμενος στη δική του και να την υποβάλλω; Τα διεγερτικά, αν και κόντευαν να πάρουν το δρόμο της εξόδου μέσω ουροδόχου κύστης, φρέναραν απότομα μέσα στο αίμα μου κι άρχισαν να σφυροκοπάνε. Οι φλέβες στα χέρια, οι παλάμες διάστικτες κόκκινες και μετά τα μηνίγγια. Που ήταν η αναφορά του Α77; Έφερα την άκρη του κεφαλόφωνου πιο κοντά στο στόμα μου, επέλεξα την υπηρεσιακή συχνότητα, συνδέθηκα με το επικοινωνιακό μας κέντρο.
«Μπορώ να συνδεθώ με το γραφείο του Α77 παρακαλώ;» ζήτησα.
«Αμέσως», είπε το κέντρο.
Περίμενα.
«Εμπρός», απάντησε μια σταθερή φωνή.
«Α777», συστήθηκα.
«Ναι και λοιπόν;» αναρωτήθηκε η φωνή.
«Ήθελα να σας ενημερώσω οτι η βάρδια μου ολοκληρώνεται σε 15 λεπτά περίπου.»
«Και τι με νοιάζει εμένα; Ο αντικαταστάτης σου ήρθε;»
«Θεωρώ ότι θα είναι στην ώρα του, δεν θα φύγω πριν έρθει».
«Αυτό ακριβώς να κάνεις. Και κάτι ακόμα....»
Περίμενα.
«Μην με ξαναπάρεις αν δεν έχεις να μου πεις κάτι σοβαρό. Έγινα αντιληπτός Α777;»
«Ναι, μάλιστα.... Αλλά η αναφορά μου...»
Σιωπή από την άλλη άκρη.
«Ποια αναφορά σου;»
«Αυτή που θα συμπλήρωνα σχετικά με την επιχείρηση....»
«Κοίτα, δεν μπορώ να σου διαθέσω όλη την ημέρα μου, έχω κι άλλες δουλειές, λυπάμαι Α...7...7...7. Απ΄όσα με δυσκολία μπορώ να καταλάβω ετοιμάζεσαι να αποχωρήσεις πριν συμπληρώσεις την επιχειρησιακή σου αναφορά, πράγμα ανεπίτρεπτο. Αντί λοιπόν να μιλάς μαζί μου μήπως θα ήταν καλύτερα να συμπληρώσεις την αναφορά αυτή; Τι λες;»
«Αλλά περίμενα...»
«Ναι;»
«Τη δική σας αναφορά».
«Κι από πότε η δική μου αναφορά προηγείται της δικής σου;»
Το στόμα μου ξερό, μισάνοιχτο.
«Έχετε απόλυτο δίκιο, θα συμπληρώσω την αναφορά μου πριν αποχωρήσω και θα σας τη στείλω».
Μικρή ησυχία.
«Α777;»
«Μάλιστα;»
«Μήπως αντιμετωπίζεις κάποιο πρόβλημα με τα φάρμακά σου;»
«Ορίστε;»
«Λέω. Μήπως πάει κάτι στραβά με τη φαρμακευτική σου αγωγή;»
Δεν κάθισε να περιμένει την απάντησή μου, η γραμμή έστελνε μόνο βουητό τώρα, ένα βουητό σαν αυτό που κάνει ο αέρας όταν βάζεις ένα κοχύλι δίπλα στο αυτί σου.
Ήμουν λοιπόν απερίγραπτα ηλίθιος.
Έλεγξα για τελευταία φορά την αναφορά μου πριν την περάσω στο ενδοδίκτυο με προορισμό το ταχυδρομείο του καινούργιου Α77. Η σχέση μου μαζί του δεν είχε αρχίσει πολύ ομαλά, αυτό σήμαινε αυξημένες μελλοντικές δυσκολίες.
Ο αντικαταστάτης μου ήρθε 2 λεπτά πριν λήξει η βάρδια μου κατά τα προβλεπόμενα, με ρώτησε αν ήθελα να τον ενημερώσω για τίποτα προβλήματα του γραφείου, σκέφτηκα να του πω για τη διαρροή του νερού από τον ραγισμένο σωλήνα και για τη σκουριά, αλλά το μετάνιωσα. Θα το καταλάβαινε από μόνος του. Ή δεν θα το καταλάβαινε.
Βγήκα κουμπώνοντας την καμπαρτίνα μου, ήμουν σίγουρος οτι το κρύο ξυράφιζε εκεί έξω, από τα μαρμάρινα σκαλοπάτια του κτιρίου της Δικαιοσύνης ακόμα, κι ας υπήρχε η τσιμεντένια οροφή, έφταιγαν τα αγάλματα στα πλαϊνά. Τα αγάλματα αφήνανε τον αέρα να περάσει ορμητικός. Όσο σε παρακολουθούσαν να κατεβαίνεις. Παχουλά αναγεννησιακά αγγελούδια, έρωτες ανακατεμένοι με αποβλακωμένες παρθένες και σάτυροι που τις παραφύλαγαν παγιδευμένοι στη μαρμάρινη ακινησία τους. Αυτό υποτίθεται ότι θα προδιέθετε τον επισκέπτη σχετικά με την τάξη του κόσμου. Ή έτσι πίστευε ο Πρόεδρος Αλκιβιάδης Ράιτ πριν γίνει Οδυσσέας Ωμέγα φυσικά. Για την ακρίβεια αυτά ανέφερε ο λόγος του Προέδρου τον οποίο είχε συντάξει κάποιος σύμβουλός του προκειμένου να εγκαινιάσει το κτίριο της Δικαιοσύνης, χορηγία της Διηπειρωτικής Α.Ε. Φυσικά.
Σήκωσα τους γιακάδες μου, η θήκη του όπλου κοπάνησε στο αριστερό μου μπούτι, είχα πάλι ξεχάσει να την ασφαλίσω εκεί πέρα ή είχε σπάσει το πλαστικό κλιπ που την κράταγε ασφαλισμένη, έπρεπε να το δω αυτό.
Σκοτείνιαζε στο δρόμο. Τι ώρα; 6; 7; Κάπου εκεί. Το πρώτο μισάωρο μετά την 48ωρη βάρδια περνάει συνήθως μέσα στη ζαλάδα της επανατοποθέτησής σου στον χώρο και τον χρόνο. Κάπου τα έχεις χάσει όλα αυτά, ο χρόνος της Υπηρεσίας δεν έχει καμιά σχέση με τον χρόνο του έξω κόσμου και ο χώρος... η Υπηρεσία διαστέλλει και συστέλλει τον χώρο προστατεύοντας το κοινό συμφέρον.
Πέρασα τον κεντρικό δρόμο χωρίς να κοιτάξω, έτσι κι αλλιώς τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια στις μέρες μας. Μόνο τα μεγάλα εταιρικά ή τα υπηρεσιακά κυκλοφορούσαν στους κεντρικούς δρόμους, έφταιγαν οι τιμές των καυσίμων. Κι όσοι είχαν δυνατότητα να αγοράζουν καύσιμα για το κέφι τους δεν περνούσαν ποτέ από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, ειδικά τα απογεύματα πριν ακόμα ξεκινήσει το παζάρι των πεζοδρομιών.
Κατέβηκα στον Υπόγειο, προσεκτικά, τα σκαλιά γλιστρούσαν ή κόλλαγαν, σήμερα γλιστρούσαν πάντως. Χώθηκα ανάμεσα σε αυτούς που περίμεναν τον συρμό, έβγαλα τα χέρια μου από τις τσέπες αλλά είχε κρύο εκεί κάτω, βρήκα τα μάλλινα γάντια μου, ψάχτηκα για εισιτήριο, δεν είχα. Ψάχτηκα για κόσμος. Είχα.
Ο συρμός ήθελε ακόμα 10 λεπτά, πήγα στο μηχάνημα, έβγαλα ένα κόσμος, ετοιμάστηκα να πατήσω το κουμπί για να επιλέξω εισιτήριο, το μηχάνημα δεν δούλευε.
«Γαμώ την τύχη μου», έφτυσα.
Κοίταξα τριγύρω, οι επιβάτες κοίταζαν την άκρη του τούνελ, από την πλευρά που θα ερχόταν ο συρμός. Πλησίασα έναν άντρα με εργατική φόρμα.
«Έχεις να μου πουλήσεις ένα εισιτήριο;» τον ρώτησα.
«Ένα κόσμος», είπε.
«Κάνει μισό κόσμος», του υπενθύμισα.
Κοίταξε πάνω από τον δεξί μου ώμο το χαλασμένο μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων, μετά κοίταξε εμένα.
«Εντάξει, κάνει μισό κόσμος, άντε βρες το και πάρτο», γέλασε.
«Το μηχάνημα έχει χαλάσει», έκανα ηλίθια.
«Και τι με νοιάζει; Εγώ έχω εισιτήριο», χαμογέλασε ο άντρας με τη φόρμα.
«Καλά», του είπα με κατεβασμένο το κεφάλι. «Ένα κόσμος, δώστο να ξεμπερδεύουμε».
Έβγαλε από την τσέπη του ένα εισιτήριο, άνοιξα την παλάμη μου εμφανίζοντας το ένα κόσμος.
Το πήρε.
Πήρα το εισιτήριο.
Όσο το έβαζα στην τσέπη της καμπαρτίνας μου, έπιασα με το άλλο χέρι, τον καρπό του.
«Φορολογική Δικαιοσύνη. Συλλαμβάνεσαι για παράνομη συναλλαγή», του είπα.
Ο άντρας με την εργατική φόρμα τινάχτηκε, προσπάθησε να ξεφύγει αλλά ήμουν έτοιμος. Συνέχισα να κρατάω τον καρπό του, άρχισα κιόλας να τον στρίβω, το δέρμα του τσαλακώθηκε κάτω από τα δυο μου δάχτυλα ο άντρας ούρλιαξε.
Συνέχισα να στρίβω.
Ο άντρας ούρλιαξε πιο δυνατά, κόσμος άρχισε να μαζεύεται.
«Γονάτισε», του είπα.
Ο άντρας ούρλιαζε. Έστριψα πιο δυνατά.
Ο άντρας γονάτισε.
Ο μαζεμένος κόσμος μάς κοίταζε βουβά.
Έβγαλα το σήμα μου.
«Θα σου δώσω πίσω το κόσμος σου», βόγκηξε ο άντρας.
«Πολύ αργά», είπα.
Έφερα το σήμα μπροστά στη φάτσα του για να τον σκανάρω και να τον στείλω στα κεντρικά. Θα έπρεπε βέβαια να περιμένω μέχρι να έρθουν οι συνάδελφοι, αυτό σήμαινε οτι θα έχανα το τρένο για το σπίτι μου.
«Εντάξει, σήκω πάνω», του είπα.
Σηκώθηκε. Δεν άνοιξα τη λαβή μου στον καρπό του.
«Το μόνο που ζήτησα ήταν ένα εισιτήριο επειδή το μηχάνημα είναι χαλασμένο. Κι εσύ βρήκες ευκαιρία να βγάλεις παράνομα χρήματα», του είπα.
«Συγνώμη», έκανε με κατεβασμένο κεφάλι. Δεν το πίστευε όμως.
Στ΄αρχίδια μου για την ώρα.
«Δώσμου μισό κόσμος πίσω και σήκω φύγε», του είπα.
Έψαξε τις τσέπες του.
«Δεν έχω», μουρμούρισε.
«Εντάξει. Δώσμου τότε ένα ακόμα εισιτήριο», πρότεινα.
«Μόνο ένα μού έχει μείνει», ψέλλισε.
Εκνευρίστηκα αρκετά.
«Και τι με νοιάζει εμένα;» φώναξα.
Όπως ακριβώς είχε κάνει κι αυτός προηγουμένως.
Έσφιξα τη λαβή μου ασυναίσθητα, ο άντρας ούρλιαξε πάλι.
Κοίταξα τον φωτεινό πίνακα, σε δυο λεπτά θα ερχόταν ο συρμός.
Ο άντρας έβγαλε από την τσέπη του το εισιτήριο και μου το έδωσε, πρόσεξα ότι σάλια είχαν αρχίσει να τρέχουν από τις άκρες των χειλιών του. Ίσως ανακατεμένα με μύξες αλλά δεν ήθελα να το ψάξω τόσο πολύ.
Πήρα το εισιτήριο κι άνοιξα τη λαβή μου.
Είχα αρχίσει να το σιχαίνομαι όλο αυτό.
Ο άντρας έφυγε με αργά βήματα, απομακρύνθηκε. Το πλήθος τον ρούφηξε.
Κοίταξα.
Το πλήθος δεν είχε διαλυθεί ακόμα.
Με παρατηρούσαν.
Σήκωσα τους ώμους, τι στο διάβολο ήθελαν όλοι αυτοί; Είχα δίκιο και το ήξερα.
Κινήθηκα προς την αποβάθρα, ανοίγοντας τον δρόμο μου ανάμεσά τους. Με τους αγκώνες.
Ο συρμός μπήκε στον σταθμό, σφύριξε, έκοψε ταχύτητα, σταμάτησε.
Μπροστά μου το μεσαίο βαγόνι. Κάποτε ήμουν πολύ καλύτερος σε αυτό. Εννοώ οτι κατάφερνα να σταθώ στο σημείο που σταματούσαν τα τελευταία βαγόνια, αυτά που ήταν σχεδόν πάντα άδεια. Για να βρίσκω πιο εύκολα θέση. Κάποτε το κατάφερνα αυτό, πήγαινα τότε μέχρι το σπίτι μου καθιστός. Τώρα είχα αρχίσει να πέφτω. Σταματούσαν μπροστά μου τα μεσαία βαγόνια, σε λίγο θα κατέληγα στα μπροστινά. Όρθιος, στριμωγμένος ανάμεσα σε βρομερούς γέρους και ιδρωμένες μασχάλες.
Οι πόρτες άνοιξαν με θόρυβο και οι επιβάτες που κατέβαιναν έπεσαν πάνω μας. Ήμουν προετοιμασμένος αλλά κάποιοι δίπλα μου έχασαν την ισορροπία τους, έπεσαν χτυπώντας ανατριχιαστικά στα πλακάκια της αποβάθρας, παρασύροντας και μερικούς από όσους στέκονταν πιο πίσω, ήμουν σε ετοιμότητα. Αν κάποιος πήγαινε να πέσει προς τις γραμμές έπρεπε να τον βουτήξω, το ίδιο θα έκαναν και όσοι επιβάτες είχαν διατηρήσει την ισορροπία τους. Επειδή όποιος πέφτει στις γραμμές ή σκοτώνεται ή καθυστερεί την επανεκκίνηση του συρμού. Στην πρώτη περίπτωση μπλέκεις με την Σεκιούριτι του Σταθμού, στην δεύτερη περίπτωση φτάνεις σπίτι σου με καθυστέρηση.
Κανένας δεν έπεσε στις γραμμές.
Μπήκα, δεν υπήρχε άδεια θέση, πήγα προς τον ελεύθερο χώρο μπροστά από κάποιο παράθυρο. Ακούμπησα την πλάτη στο παράθυρο, μισάνοιξα τα πόδια για να μειώσω το μπαλαντζάρισμα της κίνησης του συρμού. Οι πόρτες έκλεισαν, φύγαμε.
Ξαφνικό τίναγμα, μετά αργή κίνηση.
Σταδιακή επιτάχυνση, ταλαντεύτηκα κοπανώντας ρυθμικά το κλειστό παράθυρο.
Πιο γρήγορα, η ταχύτητα σταθερή.
Ισορρόπησα.
Απότομο φρενάρισμα, μετά σταδιακή επιβράδυνση, έπεσα μπροστά, κρατήθηκα στα πόδια μου όμως.
Φτάναμε σε σταθμό.
Κοίταξα αυτούς που έμπαιναν κι έτσι τους είδα. Εννοώ οτι έμπαινε κάποιος καινούργιος κόσμος, αλλά το πρόβλημα υπήρχε σ΄αυτούς που ήταν ήδη μέσα στο βαγόνι. Και συγκεκριμένα σ’εκείνους που μπήκαν μαζί μου από τον ίδιο σταθμό. Με κοίταζαν.
Περίεργα. Άγρια.
Γαμώ τη ζωή μου την ξεφτιλισμένη.
Σκέφτηκα.
Μπορεί και να ίδρωσα μέσα από τα ρούχα μου, αλλά δεν φάνηκε.
Οι πόρτες ξανάκλεισαν και φύγαμε ακολουθώντας τις ίδιες ακριβώς διακυμάνσεις ταχύτητας. Όπως προηγουμένως.
Αυτοί που είχαν μπει μαζί μου πιέστηκαν από τους νεοεισερχόμενους κι έτσι με πλησίασαν. Αρκετά κοντά. Μια παρέα ντυμένων με φτηνά κοστούμια και βρώμικες ανάσες. Πίσω τους κάτι εργάτες με φόρμες. Στα πλάγια άσχημες γυναίκες με κολλητά ρούχα. Ήταν αποπνικτικό.
Πλησίασαν κι άλλο.
«Άφησες τον άνθρωπο χωρίς εισιτήριο Φίδι», φώναξε ένας εργάτης.
«Του έκλεψε το εισιτήριο», τσίριξε μια γυναίκα.
«Τον απείλησε και του έκλεψε το εισιτήριο», σιγοντάρισε η διπλανή της.
«Το Φίδι νομίζει οτι μπορεί να μπαίνει στον Υπόγειο χωρίς να πληρώνει εισιτήριο», διαπίστωσε μια απροσδιόριστη φωνή.
«Δεν έχει όμως τ΄αρχίδια να τα βάλει με τη Σεκιούριτι του Σταθμού γι΄αυτό τα βάζει με τους εργάτες».
«Το Φίδι έκλεψε».
«Κατάχρηση εξουσίας».
«Θάνατος στα Φίδια».
Οι φωνές τους ανακατεμένες με τη μπόχα από τα σώματά τους, σαν υδρατμοί αηδιαστικής σάουνας προσγειώνονταν στο πρόσωπό μου, κι έτσι δεν.
Δεν μπορούσα πλέον να ανασάνω.
Είχα μαζί μου τα φάρμακα; Όχι δεν τα είχα.
Δύσπνοια.
Σε λίγο ζαλάδα.
Σε λίγο θα ήταν όλα κυλιόμενα.
«Το Φίδι είναι κλέφτης».
«Όλα τα Φίδια είναι κλέφτες».
«Σκοτώστε τα Φίδια».
Αυτός ο χυλός από ανθρώπινα σώματα κινήθηκε άτσαλα στριμώχνοντάς με.
Τράβηξα το όπλο μου, τι άλλο να’κανα;
«Όποιος πλησιάσει....» ξεκίνησα να λέω.
Το βαγόνι τραντάχτηκε φρενάροντας, τραμπαλίστηκα πάνω στις αρβύλες μου. Ταρακουνήθηκα αλλά όχι για πολύ.
Το βαγόνι πήγαινε αργά τώρα.
Το στομάχι μου.
Ένα κύμα χολής κοπάνησε στα δόντια μου και γύρισε κατά πίσω. Πνίγηκα.
Άνοιξα το στόμα.
Έβηξα, άρχισα να ξερνάω επιτόπου.
Με το όπλο να τους σημαδεύει, σταθερό, κρατημένο και με τα δυο μου χέρια, και το κεφάλι ριγμένο στο πλάι. Αριστερά, έξω από το μπράτσο μου. Η καμπαρτίνα μου θα γινόταν χάλια, στα σίγουρα.
Δεν τολμούσα ακόμα να γυρίσω το κεφάλι για να τους δω, τότε το βαγόνι ξαναξεκίνησε, το περίμενα αυτό, πάτησα γερά, το δεξί μου γόνατο έστριψε χωρίς η γάμπα μου ν΄ακολουθήσει την κίνηση, πόνεσα, ήθελα να βάλω τα κλάματα.
Τότε ακριβώς κάτι σαν πέτρα με χτύπησε στο μέτωπο, πυροβόλησα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ουρλιαχτά.
Ένα στην αρχή, μετά πολλά και ο κόσμος έπεσε πάνω μου σαν πέτρινη βροχή. Έτρεμα, γρήγορα όμως....
Ήταν πανικόβλητοι, δεν μου επιτίθονταν πλέον.
Έμοιαζε λες κι έψαχναν πώς να βγουν έξω από το βαγόνι, από πού; Από το παράθυρο πίσω μου κι εγώ αόρατος ή ενοχλητικό εμπόδιο. Θα περνούσαν μέσα μου.
Σταμάτησα να προσπαθώ να αποφύγω να πατήσω στον εμετό δίπλα μου.
Το όπλο; Στο χέρι μου ακόμα, στο δεξί χέρι επειδή με το αριστερό προστάτευα το πρόσωπό μου.
Προσπάθησα να παραμερίσω, άφηνα τον κόσμο να με σπρώχνει στο πλάι, εκεί ήθελα να πάω κι εγώ. Στο πλάι τους.
Γαμώτο.
Άφησα το παράθυρο, τώρα η πλάτη μου δεν ήταν φυλαγμένη, κόσμος πίσω από την πλάτη μου.
Ουρλιαχτά.
Κοίταξα δεξιά μου.
Την είχε φάει κάπου στο στήθος, ένας με κοστούμι, τώρα κατακόκκινο, ακόμα έτρεχε αίμα. Τον έσπρωχναν πέρα δώθε προσπαθώντας να τον ξεμπερδέψουν από τα πόδια τους.
Εκεί που βρισκόμουν προηγουμένως, τώρα ένα μισοφαγωμένο μήλο, πρόλαβα να το δω για λίγο πριν λιώσει κάτω από τα παπούτσια τους, αυτό ήταν λοιπόν.
Το κοστούμι τινάχτηκε προς το μέρος μου, το βαγόνι ανέπτυξε ταχύτητα.
Στριφογύρισα τον καρπό μου, μια γυναίκα πίεζε το κορμί της στην αριστερή μου πλευρά, το στόμα της μου έκαιγε το τύμπανο. Δεν ήμουν και πολύ σίγουρος για τη γωνία στόχευσης αλλά πυροβόλησα παρ΄όλα αυτά. Η γυναίκα σταμάτησε να με σπρώχνει.
Σταμάτησε και να ουρλιάζει μέσα στ΄ αυτί μου.
Την προσπέρασα και βρέθηκα ανάμεσα σε διαφορετικούς ανθρώπους.
Τους ίδιους αλλά διαφορετικούς.
Δεν με αναγνώριζαν.
Το πλήθος εξακολουθούσε να σπρώχνεται προς την πλευρά του παραθύρου αφήνοντάς μου χώρο για να φτάσω στην πόρτα του βαγονιού.
Δεν ήταν πολύ εύκολο, αλλά τα κατάφερα.
Ένιωσα την απότομη επιβράδυνση του βαγονιού, το στομάχι μου ξανάρθε στη θέση του, ηρέμησα.
Λίγο ακόμα.
Λίγο.
Το βαγόνι σταμάτησε στην αποβάθρα.
Οι πόρτες άνοιξαν. Πετάχτηκα έξω και χώθηκα ανάμεσα σ’αυτούς που περίμεναν. Δεν με πήραν χαμπάρι επειδή όλοι κοίταζαν την κόλαση μέσα στο βαγόνι, κόσμος κοπανιόταν σαν γκρίζα ρούχα σε δημόσιο πλυντήριο όμως αντί για τους αφρούς του απορρυπαντικού εκεί μέσα έτρεχε αίμα.
Είχα πυροβολήσει μόνο δύο, οι υπόλοιποι θα πέθαιναν λόγω συνωστισμού.
Ο συρμός ακινητοποιήθηκε, η Σεκιούριτι του Σταθμού πετάχτηκε από αόρατες πόρτες που άνοιξαν διάπλατα στους τοίχους της αποβάθρας.
Κράνη με δερμάτινη επένδυση, φόρμες και αλεξίσφαιρα, το χρώμα της συγκεκριμένης Σεκιούριτι ήταν το πορτοκαλί.
Αηδίες.
Μπλόκαραν το βαγόνι σημαδεύοντας τους επιβάτες με τα σπαστά τους αυτόματα.
Απομακρύνθηκα λίγο περισσότερο. Δεν είχα καμιά όρεξη να μπλέξω.
Οι επιβάτες στο βαγόνι δείχνουν να τα έχουν κάπως μπερδέψει κι αυτό είναι καλό. Πάω στοίχημα, κανένας δεν πρόκειται να αναφέρει το Φίδι. Κοιτάζω με αληθινή περιέργεια, κάποιος δίπλα μου ρωτάει.
«Τι συμβαίνει;»
«Κάποια φασαρία στο βαγόνι, δεν ξέρω», λέω.
Κοιτάζουμε παρέα τώρα, είμαστε δυο επιβάτες που βρισκόμασταν από πάντα σε αυτή εδώ την αποβάθρα περιμένοντας τον συρμό κι όταν ήρθε ο συρμός ανακαλύψαμε με έκπληξη ότι δεν μπορούμε να επιβιβαστούμε. Κάτι έχει γίνει εκεί μέσα, δεν έχουμε ιδέα τι ακριβώς. Λίγο ακόμα και θα το πιστέψω.
Η Σεκιούριτι γαβγίζει εντολές.
Οι επιβάτες απαντάνε πανικό.
Ίσως και οργή.
Οι άντρες της Σεκιούριτι παρατάσσονται σε μια ευθεία γραμμή, δεν τους απασχολούν οι επιβάτες της αποβάθρας.
Μια εντολή, μάλλον ο επικεφαλής.
«Όποιος προσπαθήσει να αποβιβαστεί από το βαγόνι θα πυροβολείται».
Πάγος.
«Μα τι έγινε;» με ρωτάει μια γυναίκα.
Την κοιτάζω.
Όμορφη.
Την κοιτάζω προσεκτικότερα.
Καθόλου όμορφη.
«Πού να ξέρω;» ανασηκώνω τους ώμους.
Απ΄ότι φαίνεται οι άνθρωποι στο βαγόνι δεν είναι σε θέση να πειθαρχήσουν σε εντολές.
Νιώθω το κύμα που πάει να ξεβραστεί από το βαγόνι, αμέσως τα αυτόματα κρώζουν σαν έκπληκτα κοράκια. Δυο ή τρεις ριπές, μετά ησυχία.
Και μετά ένα συνεχόμενο κλάμα. Ενοχλητικό.
Πλησιάζω τον Σχετίστα της ομάδας Σεκιούριτι, είναι σε εμφανές σημείο όπως προβλέπεται.
«Θα αργήσουμε πολύ να επιβιβαστούμε;» τον ρωτάω.
«Έρχεται ήδη ο επόμενος συρμός», μου απαντάει.
Κάνω πάλι πίσω.
Ακούω τις πόρτες των βαγονιών να κλείνουν, ο συρμός ξεκινάει.
Αργά. Αργά.
Τα βαγόνια απομακρύνονται, κοιτάζω την ομάδα Σεκιούριτι που ανασυντάσσεται, ο επικεφαλής ελέγχει το σημείο της αποβάθρας όπου έγινε η συμπλοκή, πρέπει ν΄αποφασίσει αν θα στείλει συνεργείο καθαρισμού ή όχι.
Δύσκολη απόφαση.
Αν καλέσει συνεργείο και δεν βρεθεί τίποτα για καθαρισμό θα το χρεωθεί ο ίδιος.
Αν δεν καλέσει συνεργείο και ανακαλυφθούν αίματα ή τίποτα σχετικό θα φάει πρόστιμο.
Δεν θα ήθελα να ήμουν στη θέση του.
Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν θα ήθελα να είμαι ούτε στη δική μου θέση.
Ο επόμενος συρμός φτάνει λίγο πιο γρήγορα απ΄ότι αναμενόταν.
Δεν κινούμαι από το σημείο που βρίσκομαι. Το κεφάλι μου δεν πονάει.
Το προτελευταίο βαγόνι σταματάει μπροστά μου.
Καλή επίδοση.
Το βαγόνι είναι σχεδόν άδειο, μπαίνω μέσα, κάθομαι στο πλησιέστερο άδειο κάθισμα.
Το βαγόνι ξεκινάει πάλι.
Στους τοίχους του Υπόγειου προβάλλονται διαφημίσεις που κανένας δεν προλαβαίνει να δει. Τις λένε Υποδιαφημίσεις.
Σε πέντε στάσεις κατεβαίνω.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
20 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Θεοσκότεινο! Τον Οργουελ τι τον έχεις;
Όργουελ, ο τύπος που έγραψε το καταπληκτικό Keep the aspidistra flying και στον ελεύθερο χρόνο του κορόιδευε τον κοσμάκη οτι περιγράφει το μέλλον ενώ περιέγραφε το παρόν; Τι να τον έχω -εικόνισμα μάλλον, χεχεχεχε.
Αλλά το δικό μου είναι αισιόδοξο -τι Όργουελ τώρα! Δεν είδες πόσο ωραία είναι τα πισιά;
τέρμα ο νικολαΐδης;
μπραζίλ τώρα; :)
Τι κάνεις μότορα;Συγγνώμη,είναι άκυρο τελείως...Δεν κρατιόμουνα, να μην στο στείλω...
άκου,και αν σου έχει απομείνει κουράγιο γράψε...
http://www.youtube.com/watch?v=-5E9hj1KrV8&feature=player_embedded
Ρε συ μήπως τον ζάλησαν τα μπούτια της Πέγκυ Ζήνα;
Με βάζει μέσα.
Και με τραβάει όλο και πιο μέσα!
Ήδη αναμένω το επόμενο!
:)
Στις μέρες μας για να μη χάσεις κάτι θα πρέπει να μην το έχεις...
Χε, χε, ποτέ δεν σκέφτηκα να ερμηνεύσω έτσι το "freedom's just another word for nothing left to lose". Σ'ευχαριστώ που μου το μαύρισες κι αυτό!
Outsider, όχι άλλο κάρβουνο! Καταγγέλλω πάραυτα τον Καββαδία για διασπορά ψευδών ειδήσεων περί του βαρέος και ανθυγιεινού επαγγέλματος του θερμαστή και σπεύδω να το αναφέρω στα συνδiκαλιστικά του όργανα. Το ρεπορτάζ του είναι κατάπτυστο και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας. Επίσης η ποίησή του προωθεί την ηττοπαθή και αντιλαϊκή νοοτροπία του στρέφειν το μαχαίρι κατά του εαυτού του αντι να κόβει λαρύγγια καπιταλιστών.
Μότορα, το κείμενο μού έφερε μια ελαφρά σκοτοδίνη. Λέω σήμερα να μη μπω στο μετρό -άσε που έχει και στάση εργασίας.
ΥΓ. Εκεί στη δική σας υπηρεσία τι σας δίνουν και πίνετε, αδερφάκι μου; χαχα
Καλημερούδια ρε, μας έλειψες...
sjors, τέρμα ο Νικολαϊδης; Χμμμ -νόμιζες ότι θα γλιτώνατε τόσο έυκολα; "Κανείς δεν θα γλιτώσει". Zero years φίλε μου -αν το δεις θα δεις τι κλέβω από εκεί.
Outsider ο Μάνος ο Ελευθερίου αναφέρεται στο Μοντεζούμα του Νικολαϊδη -σαν ένας από αυτούς που συμμετέχουν σε διαβάσματα ποίησης, αυτό μόνο ξέρω. Το βιντεάκι δνε μπορώ να το δω από τη δουλειά, θα το δω από το σπίτι και θα σου πω. Πάντως δεν είμαι και πολύ φίλος της ποίησης του Ελευθερίου -θέμα γούστου αυτό.
Πασκάλ, ευχαριστώ ρε φίλε. Πάω τώρα να ταλαιπωρηθώ για το επόμενο.
Άργησες αλλά τα κατάφερες πάλι!
Να συμφωνήσω με τον προλαλήσαντα ως προς τον Όργουελ, αλλά να προσθέσω και τον Γουέλς.
(Πόσο χρονών είναι ο ήρωας; - για να ξέρουμε πόσα χρόνια ακόμα θα δουλεύουμε...)
Χαχαχα -40κάτι, απ΄ότι φαίνεται στο πρώτο κεφάλαιο. Αλλά τον κόβεις για υποψήφιο συνταξιούχο; Ε;
Ποιον Γουέλς; Αυτόν με τον Πόλεμο των κόσμων; Κάπου τον έχω διαβάσει αυτόν, αλλά τόσο αμυδρά τον θυμάμαι που σχεδόν δεν τον θυμάμαι (εκτός από το ότι οι άνθρωποι εκτρέφονται σαν κατοικίδια). Δεν βλέπω και Τομ Κρουζ (μετά το Ρίσκι Μπίζνες), καταλαβαίνεις...
Δηλαδή δεν σου άρεσε στο top gun;; που είχε και το gpz και πήγαινε κόντρα με κοτζαμάν αεροπλάνο!
Πώς το λέει η bernardina - πάω να καλυφθώ μην φάω καμιά αδέσποτη :)
Καλό το GPZ το καρχαριάκι, αλλά βαρετή η ταινία. Προτιμούσα το Ιπτάμενος και Τσέτλεμαν, με τα χίλια... Είχε και μακράν καλύτερη γκόμενα.
Υ.Γ.: Το Τζέρι Μακγκουάιρ μου άρεσε κάπως -αλλά λόγω Κούμπα Γκούντιγκ και Ζελβέγκερ κυρίως.
Στο δικό μου σχόλιο γιατί δεν απαντάς, ε;; Θες να το πω στο αγοροκόριτσο να σε πλακώσει στα χαστούκια; εε; αυτό θέλεις; Ή μήπως για να ζηλέψω και να μαλλιοτραβηχτώ με την κουμπάρα;;;
χαχααααχαααα
Ρε Βερναρδίνη πότε το έχωσες (με την καλή έννοια) το σχόλιο; Ούτε που το είδα!
Καλά δεν το έκανα το τσιτάτο της Τζάνις; Δυο χρόνια τώρα το χρησιμοποιούσα έτσι, αποφάσισα να το χρησιμοποιήσω και γιουβέτσι.
Αυτή η σκηνή από το μετρό είναι κλεμμένη από το Ρανκ Ζίροξ, αν θυμάσαι. Είναι η φάση στο μετρό που ο πάνκης ζητάει από έναν μυστήριο το τσοντοπεριοδικό του και με το που βλέπει τα γυμνά κάνει εμετό μέσα στο περιοδικό. Ο μυστήριος τον πλακώνει στα μπουνίδια και πάνω στον πανικό τρελαίνεται κάποιος, βγάζει ένα πιστόλι και μακελεύει το βαγόνι. Ωραία πράγματα!
Αν κάτσω να σου απαριθμήσω πόσοι μου γεννούν την επιθυμία να βγάλω το κλεμμένο από dead at all (μεταφράζεται "εντελώς πεθαμένο") πράκτορα της Μοσάντ Ούζι μου και να τους κάνω κόσκινο μέσα στο μετρό θα ξημερώσουμε. Πρώτους και καλύτερους εκεινους που ΔΕΝ Μ' ΑΦΗΝΟΥΝ ΝΑ ΒΓΩ και κατσικώνονται μπροστά μου λες και κάνουν τείχος για φάουλ μπροστά στα γκολπόστ οι μαλάκες, λες και έχουν ελπίδα να βρουν ελεύθερη θέση και να καθίσουν όταν όλοι μέσα κρέμονται σαν τα τσαμπιά από τις χειρολαβές. Στην αρχή περίμενα υπομονετικά να παραμερίσουν. Μετά παρακαλούσα ευγενικα να μ' αφήσουν να περάσω ή τους τα έχωνα ανάλογα πόσο καλά είχα κοιμηθεί αποβραδίς (το ρήμα παρακαλώ να μείνει ως έχει). Τώρα απλώς σταυρώνω τα χέρια καταμεσής της ανοιχτής πόρτας και τους εμποδίζω να ΜΠΟΥΝ κοιτάζοντάς τους φαρμακερά στα μάτια! ΚΑΙ ΠΙΑΝΕΙ! (Φαντάσου πόσο φοβόμαστε πια ο ένας τον άλλο ). Έτσι, για να μάθουν οι ανάγωγοι. (Το επόμενο βήμα είναι να βγάλω το Ούζι...)
ΥΓ. σου είπα οτι μας έλειψες; Σ' το είπα; Α, καλά.
Τα σέβη μου στην κυρία σας.
Διατελώ,
Βενεδικτίνη.
Γιατί καλέ; Που πήγα και σου΄λειψα;
Να μη μετρήσω πόσες μερες είχες να ανεβάσεις καινούργιο ποστ, ε;
Περνούσαμε και ξαναπερνούσαμε, κι όλα τα φώτα σβηστά. Ούτε τα καπέλα δεν φαίνονταν...
Μη λες "καπέλα"!
Ούτε βδομάδα ρε παιδί μου -από Πέμπτη σε Τετάρτη!
Ουάου! Τόσο λίγο ήτανε; Εμένα μου φάνηκε μήνας!
Μότορα, μάς έχεις γίνει πρέζα!
χεεεχεεχεεε (μοχθηρός γέλως)
Μα ποιος είμαι! Ο Μοτορσάικλ Μπόι ή ο Πρέζα Τιβί! Χαχαχα
O ΘΡΥΛΟΣ! (πάσα ανάγνωσις και ερμηνεία θεωρείται εκ των προτέρων αποδεκτή, χαχαααχααα)
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!