Παρασκευή, Ιουλίου 30, 2010

7. Όλοι βλέπουν τους αόρατους

Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
3. "Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας"
4. Ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι
5. Η προσευχή είναι ένας νεκρός κροκόδειλος
6. Αφού η Χελώνα έγινε Κέδρος

Έκοβε βόλτες γύρω μου σαν τη μύγα που κοντοζυγώνει τα σκατά κι απότομα απομακρύνεται μη πιστεύοντας στην τύχη της. Συνέχεια και συνέχεια, μπρος-πίσω. Το όλο πράγμα είχε καταντήσει εκνευριστικό.
«Δεν κάθεσαι καμιά στιγμή να τελειώνουμε;» νευρίασα.
«Βιάζεσαι;» μου χώθηκε.
«Ε, όσο να πεις...» έκανα.
«Γιατί;» απόρησε. «Δεν έχεις να πας πουθενά».
«Αυτό θα το αποφασίσω εγώ», του είπα.
Γέλασε.
Είχαν περάσει ώρες, πολλές, λίγες –ποιος ξέρει; Ώρες πάντως. Περισσότερες από μία, γι΄αυτό λέω οτι είχαν περάσει ώρες. Κόσμος μπαινόβγαινε στο γραφείο του, μιλούσαν μεταξύ τους στην απέναντι γωνία κάτω από το οργανικό ολόγραμμα της Υπηρεσίας και μετά έρχονταν προς το μέρος μου για να με ρωτήσουν. Ότι ήξερα τους το είχα πει, ότι θυμόμουν, ότι πίστευα.... Απλά ήταν τα πράγματα, ας ξεμπερδεύαμε επιτέλους.
«Ας δούμε μια ακόμα φορά το θέμα του πυροβολισμού...» πρότεινε ο Α77.
«Τι να δούμε; Έβγαλα το πιστόλι μου και πυροβόλησα, αυτό ήταν όλο», αγανάκτησα.
«Ξέρεις σε τι μπελάδες θα σε βάλει αυτό....» μουρμούρισε με φτιαχτά πατρική φωνή.
Κόντεψε να μου έρθει αναγούλα, δεν έφτανε που ο Α77 ήθελε εμφανώς να με θάψει και να χορέψει ημίγυμνος πάνω απ’ τον τάφο μου ήταν και κάμποσα χρόνια μικρότερός μου, σε ποιον προσπαθούσε λοιπόν να πουλήσει αυτό το πατρικό στυλάκι;
«Οι μπελάδες κολλάνε πιο εύκολα κι από τις ψείρες», του απάντησα.
«Τι εννοείς;» έσκυψε πάνω μου.
Τα πρόσωπά μας πλησίασαν, μύριζε όμορφα, μάλλον κάπου στον γιακά του έκρυβε κάψουλα αρώματος.
«Ακόμα δεν μου είπες τίποτα για τη γραμματέα μου και τον Γ που βρέθηκαν νεκροί στο γραφείο μου», του θύμισα.
«Δεν είμαι εδώ για να σου λέω και δεν εγκρίνω καθόλου τη χρήση ενικού από τους κατωτέρους μου», είπε ξεχωρίζοντας τις λέξεις μια-μια, σα να έβαζε μαχαιροπήρουνα σε στρωμένο τραπέζι.
«Σωστά», επικρότησα.
Και μετά σώπασα.
«Πες μου λοιπόν για τον πυροβολισμό», είπε πάλι εκείνος.
«Τράβηξα το πιστόλι και πυροβόλησα, δεν είχα χρόνο να στοχεύσω κι έτσι έκανα χάλια το πίσω μέρος του ελικοφόρου εκεί που ακουμπούσαν, ξέρεις, μυαλά, αίματα, κόκαλα», σταμάτησα λίγο, τον κοίταξα, «μάτια...» συμπλήρωσα.
Δεν φάνηκε να αγριεύεται.
«Άρα δεν έριξες μόνο μια φορά», συμπέρανε.
«Όχι, δεν έριξα μόνο μια φορά», επιβεβαίωσα.
«Γιατί αυτό;»
«Επειδή ήμουν κάπως συγχυσμένος και υπήρχε ο κίνδυνος.... Υπήρχε ακόμα ένα όπλο έτοιμο να....»
Ένα όπλο, αυτόματο για την ακρίβεια, άκουσα το κλείστρο να τραβιέται. Αλλά δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τη γυναίκα. Άσχημη γυναίκα, έσφιγγε τα δυο παιδιά στην αγκαλιά της. Αλήθεια, τι ήταν αυτά τα παιδιά; Αγόρια; Κορίτσια; Ένα κι ένα; Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω με τα στρογγυλά κουρέματα που ήταν της μόδας και με τις φαρδιές φόρμες...
«Σκοτώθηκαν όλοι εκεί πέρα;» με είχε ρωτήσει ο Β715.
«Οι περισσότεροι...» είπα.
«Δεν δέχτηκε να διαπραγματευτεί;»
«Δεν προλάβαμε».
«Κι όμως.... θα έπρεπε να κρατάνε απλώς τις θέσεις τους στην περίμετρο των γραφείων...»
«Θα έπρεπε».
«Και τώρα;»
Τον κοίταξα. Ήταν ένας άντρας που δεν ήθελε μπελάδες αλλά οι μπελάδες είχαν έρθει να τον βρουν έτσι κι αλλιώς.
«Τώρα επιστρέφουμε», του είπα το αυτονόητο.
«Έτσι απλά;» απόρησε.
Σήκωσα τους ώμους αμήχανα.
«Σε άκουσα στο τηλέφωνο», μου είπε.
«Δηλαδή;»
«Σε άκουσα να λες στο κάθαρμα για το παιδί του».
«Τι εννοείς;»
«Είπες οτι θα του σκότωνες το ένα παιδί....»
Κοίταξα με την άκρη του ματιού μου τη γυναίκα που δεν άλλαξε στάση, παρέμεινε παγωμένη.
«Έτσι το είπα, για να τον τρομάξω», εξήγησα στον Β715.
«Δεν το πιστεύω», μουρμούρισε.
«Έτσι το είπα», επανέλαβα.
«Ναι... για να τον τρομάξεις...» επανέλαβε κι εκείνος αφηρημένα.
Μετά σήκωσε το όπλο του προς τη μεριά της γυναίκας και των παιδιών. Μετακινήθηκε λίγο στον πάγκο για να έχει καλύτερη θέση, μισοσηκώθηκε.
«Μην κάνεις καμιά βλακεία, η γυναίκα με τα παιδιά μας χρειάζονται για να σωθούμε», φώναξα.
Η γυναίκα σκλήρισε.
«Αυτό το ξανάπες, αλλά κοίτα πού καταλήξαμε», κλαψούρισε ο Β715 χωρίς να με κοιτάζει.
Άκουσα το κλείστρο να τραβιέται οπλίζοντας, ο Β715 στήριξε την πλάτη του στο πίσω μέρος του ελικοφόρου για να μη χάσει τον έλεγχο του αυτόματου. Τράβηξα το πιστόλι και πυροβόλησα, δεν είχα χρόνο να στοχεύσω κι έτσι....
«Παρακάτω», φώναξε ανυπόμονα ο Α77.
«Τι παρακάτω;» πετάχτηκα.
«Υπήρχε ένα όπλο έτοιμο να κάνει τι;» ρώτησε.
«Υπήρχε ένα όπλο έτοιμο να κάνει τίποτα», απάντησα. Τα χέρια μου κρεμάστηκαν απότομα στα πλάγια, ένιωσα κούραση. Χρειαζόμουν χάπια και χρειαζόμουν τα φάρμακά μου και έπρεπε οπωσδήποτε να μείνω για λίγο μόνος. Να συνέλθω. Να συμμαζευτώ.
«Δεν νομίζω οτι καταλαβαίνεις τι γίνεται εδώ πέρα», μούγκρισε αγανακτισμένα ο Α77.
«Αυτό που γίνεται είναι διοικητική έρευνα για να βρεθούν τα αίτια θανάτου του Β715 τον οποίο εμφανώς πυροβόλησα στο πρόσωπο», είπα εγώ. «Κι αυτό που περιμένω είναι ν΄αφήσεις τις σαχλαμάρες και να δώσεις την υπόθεση στο Τμήμα Εσωτερικών Ελέγχων».
«Πράγμα που θα σημάνει απόταξη από την Υπηρεσία και ισόβια κάθειρξη στις μεσογειακές φυλακές...» ξεκίνησε να μου υπενθυμίζει.
«Στην καλύτερη περίπτωση», τον έκοψα πριν προλάβει να ολοκληρώσει.
Σκοτείνιασε για λίγο. Ήταν άνθρωπος που ήθελε να έχει πάντα την τελευταία κουβέντα. Χαμογέλασα.
«Όταν σε παραδώσουμε στον Εσωτερικό Έλεγχο θα έχουμε ξεμπερδέψει μαζί σου», ψιθύρισε.
«Θα μου έχετε απαντήσει κιόλας σχετικά με το πώς έγινε και βρέθηκαν νεκροί η γραμματέας μου κι ο Γ;» ξαναρώτησα.
«Πώς προτιμάς να έγινε;» σφύριξε ξαναχώνοντας τα μούτρα του μπροστά στα δικά μου. «Προτιμάς να τη σκότωσε ο Γ και μετά να αυτοκτόνησε; Μήπως θα σου φαινόταν πιο ενδιαφέρουσα η προοπτική να τους έχεις σκοτώσει και τους δύο εσύ επιστρέφοντας από την αποστολή;»
«Δεν υπάρχει δηλαδή πιθανότητα να μπήκατε εσείς και να τους σκοτώσατε;» απόρησα ψεύτικα.
«Εμείς; Ποιοι εμείς; Και γιατί να το κάνουμε;» με μιμήθηκε ο Α77.
«Η πόρτα του γραφείου ήταν παραβιασμένη...» του θύμισα.
«Αναγκαστήκαμε να την παραβιάσουμε όταν ακούσαμε τους πυροβολισμούς. Και τότε βρήκαμε...» το σκέφτηκε λίγο. «Τι βρήκαμε αλήθεια;» με ρώτησε.
Έσκυψα το κεφάλι, δεν απάντησα. Την είχα πολύ άσχημα.
Ο Α77 πήγε λίγο πιο πέρα αφήνοντάς με να χωνέψω τα δεδομένα, έβγαλε ένα μεταλλικό κουτί από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του, το άνοιξε και ξεχώρισε ένα μακρόστενο πορτοκαλί επίθεμα όχι μεγαλύτερο από 5 εκατοστά. Το κόλλησε στο πλάι του λαιμού του και με κοίταξε.
«Πολυβιταμίνες», μου εξήγησε.
«Καταλαβαίνω», κούνησα το κεφάλι μου.
«Τις έχουμε ανάγκη με τέτοια ωράρια εργασίας...»
«Ναι, πώς αλλιώς;» συμφώνησα.
Χάζευα το επίθεμα στο λαιμό του να χάνει την πορτοκαλί λάμψη του, να ξεθωριάζει καθώς απορροφιόταν από το δέρμα.
«Λοιπόν νομίζω οτι θα τη βρούμε την άκρη...» χαμογέλασε αρπάζοντας μια καρέκλα και στήνοντάς την απέναντί μου.
Κάθισε.
Δεν είπα τίποτα.
«Ίσως πιστεύεις οτι θέλαμε να σε παγιδεύσουμε, οτι σε στείλαμε σε μια αποστολή αυτοκτονίας...» ξεκίνησε να λέει.
«Ενώ δεν ήταν έτσι τα πράγματα», υπέθεσα φωναχτά.
«Έχει σημασία;» με ρώτησε. «Αν το πιστεύεις, κανένας δεν πρόκειται να σου αλλάξει τη γνώμη».
«Γιατί δεν προσπαθείς;» απόρησα.
«Να προσπαθήσω», γέλασε. «Αν πρέπει να προσπαθήσω για να σε πείσω οτι η Υπηρεσία δεν κάνει τέτοια πράγματα και για το ότι σκοπός όλων μας είναι η εξυπηρέτηση του Δημόσιου Συμφέροντος και η ασφάλεια των υπαλλήλων μας...»
«Ναι;» έκανα βλέποντας πως είχε σταματήσει.
«Αν πρέπει να προσπαθήσω για όλα αυτά, μάλλον δεν έχεις καμιά θέση πλέον ανάμεσά μας. Οι υπάλληλοι της Φορολογικής Δικαιοσύνης δεν αμφισβητούν τα αυτονόητα. Άρα έχεις θέσει τον εαυτό σου...»
«Έτσι ε;» απόρησα όταν σταμάτησε πάλι.
Δεν μίλησε, δεν χρειαζόταν.
«Θα σε αφήσω να ξεκουραστείς», είπε μετά από λίγο. «Πέρασες πολλά...»
Πιέστηκα να μην χοροπηδήσω από τη χαρά μου. Λίγο χρόνο, ανασύνταξη. Χρειαζόμουν. Να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά.
Ο Α77 κάλεσε έναν Γ για να με συνοδεύσει, σηκώθηκα χαμογελαστός, πρότεινα τα χέρια μου για χειροπέδες.
«Μα τι πράγματα είναι αυτά αγαπητέ μου», εξεπλάγη υπερβολικά ο Α77. «Απλά ο συνάδελφος θα σας δείξει το μέρος στο οποίο θα ξεκουραστείτε για λίγο».
Με χτύπησε και στην πλάτη καθώς με συνόδευε έξω από το γραφείο του. Έμεινα με τον Γ.
«Που πάμε;» τον ρώτησα.
Δε μίλησε. Μονάχα με έσπρωξε με τον ώμο του για να προχωρήσω στον διάδρομο. Όσοι περιφέρονταν εκεί έξω έκαναν στην άκρη λες και είχαμε πανούκλα, μάλλον η φήμη μου είχε κυκλοφορήσει για μια ακόμα φορά πριν από μένα. Έστησα αυτί καθώς περπατούσαμε αλλά κανένας δεν ψιθύριζε. Ο Γ με σκούντηξε να στρίψω αριστερά μπροστά σε μια μεταλλική πόρτα η οποία άνοιξε αμέσως όταν την πλησιάσαμε. Κρύος, κίτρινος διάδρομος. Κλειστές πόρτες δεξιά κι αριστερά. Βαδίζαμε μόνοι μας.
«Εδώ», μου έδειξε ο Γ.
Φυσικά –που αλλού; Ήταν η μοναδική ανοιχτή πόρτα. Μπήκα. Εκείνος κλείδωσε πίσω μου αλλά δεν άκουσα τα βήματά του ν΄απομακρύνονται. Ηχομόνωση.
Άσπρο φως από σωλήνες φθορισμού στο ταβάνι, δυο κάμερες περιμετρικά, ένας ξύλινος πάγκος χωρίς πλάτη. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν οτι δεν υπήρχε τουαλέτα. Κι αμέσως μετά συνειδητοποίησα οτι δεν υπήρχε δυνατότητα επικοινωνίας με τους απέξω. Πανικοβλήθηκα. Μετά γέλασα. Είναι εντυπωσιακό να σε στήνουν κάτω από τις κάμερες και ταυτόχρονα να σου δημιουργούν την βεβαιότητα οτι δεν έχεις δυνατότητα επικοινωνίας -η Υπηρεσία στα καλύτερά της. Ξάπλωσα στον πάγκο, τα πόδια μου περίσσευαν στο ύψος που έδεναν οι αρβύλες, στριφογύρισα, μετά έβγαλα την καμπαρτίνα και τη δίπλωσα κάτω από το κεφάλι μου. Χρειαζόμουν μαξιλάρι.
Μου είχαν πάρει το όπλο αλλά είχαν αφήσει τα χάπια μου, έβαλα το χέρι στην εσωτερική τσέπη, έπιασα το φιαλίδιο, ένιωσα καλύτερα.
Χρειαζόμουν ένα ηρεμιστικό.
Τότε σκέφτηκα τις κάμερες.
Αν με έβλεπαν να παίρνω χάπι... Τράβηξα το χέρι μου, το έβαλα κάτω από την καμπαρτίνα-μαξιλάρι. Έκλεισα τα μάτια.

Σχεδόν αμέσως ανακάλυψα οτι το δωμάτιο βογκούσε. Όχι δυνατά, ένας αργός παρατεταμένος ρόγχος, μειωνόταν σταδιακά μέχρι που σταμάταγες εντελώς να τον ακούς και τότε ξαφνικά δυνάμωνε. Δηλαδή όχι αμέσως τότε. Το βογκητό μειωνόταν, ή ίσως και να το συνήθιζες, κάποια στιγμή πάντως έστηνες αυτί και δεν ακουγόταν τίποτα. Ή ίσως και να ακουγόταν αλλά εσύ δεν μπορούσες πλέον να το εντοπίσεις. Και μετά από λίγο, ή μετά από πολύ, ή αμέσως μετά –δυνάμωνε. Πριν αρχίσει πάλι να μειώνεται η έντασή του. Σαν κάποιος να βογκούσε μέσα στον ύπνο του ή να αργοπέθαινε ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Αποφάσισα να βάλω σε σειρά τα βότσαλα πάνω στο τραπέζι. Τα βότσαλα ήταν λιασμένα από το γλείψιμο της θάλασσας, μαύρα, άσπρα, γκρι, καφέ και κόκκινα. Το τραπέζι ήταν ξύλινο, από παλιό, κανονικό ξύλο, όχι πλαστικό και τέτοιες αηδίες. Γι΄αυτό ήταν ροζιασμένο, σκαμμένο από μαχαιροπήρουνα που σύρθηκαν πάνω του, έπρεπε να προσέξεις αν δεν ήθελες να πληγώσεις τα δάχτυλά σου με κάποια αγκίδα. Τα βότσαλα και το τραπέζι ήταν εκεί, πίσω από τα βλέφαρά μου και εγώ σκόπευα να βάλω τα βότσαλα στη σειρά, πάνω στο τραπέζι. Να σχηματοποιήσω...
Πρώτα ένα καφέ βότσαλο, μια εντολή:Υπάρχουν υπόνοιες οτι ομάδα φοροφυγάδων κρύβεται σε αγροικία, διερευνείστε άμεσα και προβείτε σε συλλήψεις.
Μετά μερικά γκρι βότσαλα, μικρά βότσαλα: Εμείς στην αγροικία.
Τέλος ένα μαύρο βότσαλο, λείο και λεπτό: Η κατάληξη της αποστολής μας.
Πάμε παρακάτω.
Πρώτα ένα μαύρο βότσαλο: Η θέση μου στην Υπηρεσία.
Μετά ένα κόκκινο βότσαλο για όσα έγιναν όταν επέστρεψα σπίτι μου. Τι έγινε; Γιατί κόκκινο;
Ένα καφέ βότσαλο στη συνέχεια, μια εντολή:....
Ποια ήταν η εντολή; Ποιος μας διέταξε; Ο Α77, αυτός σίγουρα. Εμένα μόνο όμως. Τους υπόλοιπους ποιος;
Οι βολβοί στριφογύρισαν παρασύροντας τα βλέφαρα, το ξύλινο τραπέζι εξαφανίστηκε όπως και τα βότσαλα. Είδα γυμνό άσπρο τοίχο.
Έστησα αυτί, το βογκητό συνεχιζόταν. Ή έτσι μου φάνηκε δεν ήμουν σίγουρος. Βέβαια, με το που σκέφτηκα γι΄αυτό άρχισα να το ακούω ίδια ενοχλητικά όπως προηγουμένως, πιέστηκα να συγκεντρωθώ ξανά σε όσα σκεφτόμουν πριν. Τι σκεφτόμουν; Βότσαλα. Κόκκινο για τη μέρα μου εκτός δουλειάς, γιατί κόκκινο; Ποιοι πήραμε εντολές και από ποιους τις πήραμε; Ταχυπαλμία. Χωρίς να το συνειδητοποιώ έβγαλα το φιαλίδιο με τα χάπια, ξεχώρισα ένα μπλε. Το κατάπια χωρίς νερό, πού νερό εδώ μέσα; Σήκωσα το κεφάλι μου απότομα, περίμενα να μπουκάρουν από στιγμή σε στιγμή, να μου πάρουν τα χάπια, να με αναγκάσουν να ξεράσω αυτό που είχα ήδη καταπιεί, το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει, βογκούσε κιόλας, εκκωφαντικά τώρα, το κεφάλι μου, δεν μπορούσα να εστιάσω, τα μάτια μου δεν συνεργάζονταν, πρέπει να ηρεμήσω, πρέπει –ηρέμησα. Το μπλε χάπι άρχισε να επιδρά. Κοίταξα τριγύρω, ήμουν ακόμα μόνος. Κανένας δεν είχε έρθει, κανένας δεν επιχείρησε να με βάλει να ξεράσω το χάπι –ηρέμησε. Ηρέμησα.
Τα μάτια μου έκλειναν από μόνα τους τώρα, η εξάντληση, το χάπι, όλα έμοιαζαν καλύτερα, ο σκληρός πάγκος είχε, φαίνεται, κρυμμένα πούπουλα χήνας ή κάτι άλλο –φτιαγμένο από πλαστικό φυσικά -βυθίστηκα. Ένα άσπρο φωτεινό που άρχισε να ξεθωριάζει....
Τινάχτηκα, το κεφάλι μου χτύπησε στον τοίχο, εκεί που τελείωνε ο ξύλινος πάγκος. Πόνεσα μέσα σε χαύνωση.
«Γαμώ τη ζωή μου», είπα.
Ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για όλη αυτή την αναστάτωση καθόταν ακριβώς από πάνω μου κι έτσι δεν είχα πια θέα τον απέναντι άσπρο τοίχο. Ο άνθρωπος φορούσε μια καμπαρτίνα σαν τη δική μου, ήταν καλοξυρισμένος (όχι όπως εγώ) και μπορούσα να δω οτι είχε πρόσφατα γυαλίσει τις αρβύλες του. Με κοίταζε έχοντας μόλις τραβήξει το χέρι του από τον ώμο μου.
«Ποιος πούστης είσαι εσύ;» μούγκρισα.
Χαμογέλασε.
«Η χρησιμοποίηση προσδιορισμών σεξουαλικών προτιμήσεων με σκοπό την εξύβριση κάποιου είναι ποινικά κολάσιμη», είπε.
Έκλεισα τα μάτια απαρηγόρητος από τα νεύρα, αυτό μας έλειπε τώρα. Ένας εξυπνάκιας.
«Εντάξει, όμως επειδή κοιμόμουν, μήπως έχεις την καλοσύνη;» του ζήτησα.
«Κοιμόσουν; Συγνώμη», είπε.
Αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
«Τι θέλεις;» δυσανασχέτησα.
«Τίποτα», είπε. «Κοιμήσου, μη μου δίνεις σημασία».
Τον κοίταξα. Έβλεπα το κεφάλι του από κάτω προς τα πάνω, από το σαγόνι προς το μέτωπο, τα μαλλιά του ήταν στρωμένα κατά πίσω οπότε δεν μπορούσα να τα διακρίνω από τη θέση που βρισκόμουν.
Έκλεισα τα μάτια. Ησυχία, προσπάθησα ν΄ακούσω την ανάσα του, ήξερα τι σκόπευε να κάνει, κοντρολάρισα λοιπόν τη δική μου ανάσα, άρχισα να την κάνω όλο και πιο αργή, πιέστηκα να μείνω στον ρυθμό, να επιβραδύνω κι άλλο, τον άκουσα να εισπνέει λίγο πιο βαθιά απ΄ότι προηγουμένως, τίναξα το χέρι μου απότομα.
Πρόλαβα το δικό του λίγο πριν ακουμπήσει τον ώμο μου, έσφιξα τα δάχτυλά μου γύρω από τον καρπό του, μετά έστριψα τα δάχτυλα αργά.
Ο άντρας ούρλιαξε και προσπάθησε να με σπρώξει, θα τα κατάφερνε αν δεν συνέχιζα να στρίβω τον καρπό του ανάμεσα στα δάχτυλά μου.
Άνοιξα τα μάτια.
«Θα το συνεχίσω μέχρι να γονατίσεις και να μου πάρεις πίπα, εντάξει παλιοπούστη;» μούγκρισα.
Ο άντρας ούρλιαξε πιο δυνατά στρέφοντας το κεφάλι του προς τις κάμερες. Απορούσα κι εγώ μαζί τους –τι περίμεναν για να επέμβουν;
«Άσε με», κλαψούρισε.
Χαλάρωσα λίγο τη λαβή μου στον καρπό του.
«Αναφέρσου», του ζήτησα.
«Άσε με», επανέλαβε.
Έστριψα πιο δυνατά.
«Β760», τσίριξε.
Τράβηξα τα δάχτυλά μου από τον καρπό του με απέχθεια.
«Ένας Β. Στείλανε έναν Β για να με πιέσει», μουρμούρισα.
Σηκώθηκα από τον πάγκο, τα πόδια μου είχαν μουδιάσει αλλά δεν θα άφηνα έναν Β να με δει να παραπατάω.
«Για ποιον με περάσατε;» ρώτησα κοιτάζοντας προς τις κάμερες.
Φυσικά δεν βρήκαν τίποτα να μου απαντήσουν, αυτό μας έλειπε.
Ένιωσα εξαντλημένος, περισσότερο από πριν.
«Φύγε από δω μέσα», του είπα.
Ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο χωρίς να κάνει τίποτα άλλο. Μονάχα με κοίταζε και περίμενε. Γι΄αυτό λοιπόν. Με άφησαν να πάρω το χάπι και μετά στείλανε το αρχίδι να μου σπάσει τα νεύρα. Θέλανε να με τσακίσουν μια ώρα αρχύτερα.
Εντάξει.
Δοκίμασα τα πόδια μου κάνοντας μερικά βήματα μπρος –πίσω, του είχα γυρισμένη την πλάτη κι όταν σιγουρεύτηκα οτι ήμουνα μια χαρά του όρμησα.
Ξαφνικά και χωρίς προκαθορισμένη τακτική, άρχισα να τον χτυπάω στο στομάχι και μετά στο ηλιακό πλέγμα, στην αρχή ούρλιαζε αλλά μετά ησύχασε, μάλλον του είχε κοπεί η ανάσα. Τον άφησα να σωριαστεί μπροστά στα πόδια μου κι όταν βρέθηκε κάτω τον κλώτσησα στα πλευρά.
«Εγώ τώρα θα πάω να ξαπλώσω. Αν τολμήσεις να με ξαναγγίξεις θα σου βγάλω τα μάτια πριν προλάβουν να έρθουν εδώ μέσα», είπα.
Μετά ξάπλωσα έχοντας γυρισμένη την πλάτη, δε φοβόμουν μη μου επιτεθεί. Όχι επειδή τον είχα τρομάξει τόσο, αλλά γιατί δεν είχε τέτοιες εντολές.
Δεν κατάφερα φυσικά να ξανακοιμηθώ, μπόρεσα όμως να χαλαρώσω λίγο. Λίγο. Το κεφάλι μου άρχισε να πονάει, η ανάσα του πίσω από την πλάτη μου κάλυπτε το βογκητό που ακουγόταν στο δωμάτιο (ή μήπως από το δωμάτιο;) ζαλιζόμουν. Ξανάπιασα να βάζω σε σειρά τα βότσαλα πάνω στο τραπέζι. Το ξύλινο τραπέζι.
Δυο μαύρα βότσαλα: Οι δυο τελευταίες μου αποτυχημένες αποστολές. Ήταν όμως δύο; Μήπως έπρεπε ν΄αντικαταστήσω το ένα μαύρο βότσαλο με ένα άσπρο, εφόσον δεν είχα ακριβώς αποτύχει στην τελευταία μου αποστολή, είχα κυρίως παρανομήσει. Είχα παραβεί τις εντολές του προϊστάμενου μου και μ΄αυτό θα ασχολιόταν το Τμήμα Εσωτερικών Ελέγχων αλλά είχα κιόλας σκοτώσει έναν συνάδελφο. Με ποιο σκοπό;
Έβαλα ένα γκρι βότσαλο μπροστά από τα υπόλοιπα. Ο σκοπός ήταν να προστατεύσω τη γυναίκα και τα παιδιά. Ξανακοίταξα το βότσαλο και είχε γίνει μαύρο –η δικαιολογία περί προστασίας δεν έστεκε. Αν ήθελα να τους προστατεύσω δεν θα τους έπαιρνα όμηρους. Κάτι άλλο, κάπου αλλού σκόπευα....
Έφερα ένα καφέ βότσαλο και το τοποθέτησα δίπλα στο πρώην γκρι και τώρα άσπρο: Σκόπευα να εξευμενίσω τον Γουίλιαμ Δράκο όταν θα τον έβρισκα στα κεντρικά της Υπηρεσίας, να του δείξω οτι δεν είχαμε σκοπό να κάνουμε κακό στους δικούς του ανθρώπους, προσπαθούσαμε απλώς....
Η πόρτα άνοιξε πίσω μου και μετά έκλεισε, τα βότσαλα χάθηκαν. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξω για να καταλάβω οτι ήμουν πλέον μόνος. Για πόσο; Μέχρι να το συνηθίσω και τότε ακριβώς (ή λίγο μετά) θα ξανάνοιγε η πόρτα για να μπει ο επόμενος φρουρός μου.
Κοίταξα τον τοίχο που με είχε πλέον πλησιάσει αμείλικτα.
Σκόπευα να εξευμενίσω τον Γουίλιαμ Δράκο κι έτσι μπήκα στην Υπηρεσία μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Προχωρήσαμε μαζί στους διαδρόμους που οδηγούσαν κι εγώ δεν ξέρω πού, οι Γ είχαν μείνει πίσω στο ελικοφόρο, οι Β μου είχαν τελειώσει. Ο Γουίλιαμ Δράκος έπεσε πάνω στη γυναίκα του και στα παιδιά, αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί, ένα κουβάρι, εμένα με απομάκρυναν κάτι Γ οπλισμένοι μέχρι τα δόντια. Ο Γουίλιαμ Δράκος δεν καταδέχτηκε ούτε καν να με κοιτάξει. Πήρε τη γυναίκα και τα παιδιά του, εγώ γύρισα να τους δω καθώς έφευγαν, δεν κοντοστάθηκαν όμως, δεν στράφηκε κανένας προς το μέρος μου –ούτε απειλές, ούτε ευγνωμοσύνη, τίποτα.
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε πάλι -τόσο γρήγορα; Πρωτάρηδες ή ίσως εφάρμοζαν κάποια καινούργια τακτική.
«Αν με αγγίξεις θα σου πετάξω τα μάτια έξω», είπα χωρίς να γυρίσω προς το μέρος του νεοφερμένου.
Είχα αρχίσει να τα βαριέμαι όλα αυτά.
«Κι αν δεν σε αγγίξω;» ρώτησε ο νεοφερμένος.
Τινάχτηκα, γνωστή φωνή –γνωστή φωνή... Γύρισα απότομα, κατρακύλησα από τον στενό πάγκο, βρέθηκα στο πάτωμα.
Ένα ζευγάρι ψηλές καλογυαλισμένες μπότες ξεκινούσαν ακριβώς μπροστά στα μάτια μου δεν χρειαζόταν να κοιτάξω ψηλότερα, ήμουν σίγουρος οτι παραπάνω θα υπήρχε το ρετρό μοτοσικλετιστικό μπουφάν.
«Είχα απόλυτο δίκιο λοιπόν όταν έλεγα οτι είσαι αστείος», χαχάνισε ο ψηλόλιγνος άντρας.
Μετά μου έδωσε το χέρι του για να σηκωθώ.
Σηκώθηκα αγνοώντας το απλωμένο χέρι, κάθισα ξανά στον πάγκο μου. Κι όσο τον κοίταζα μου ήρθε στο μυαλό το κόκκινο βότσαλο που επέμενε να εμφανίζεται στο τραπέζι όταν σκεφτόμουν τη μέρα που πέρασα εκτός Υπηρεσίας.
Κάθισε απέναντί μου ανακούρκουδα για να είναι τα μάτια μας στο ίδιο ύψους –μου χαμογέλασε.
«Πώς από ΄δω;» ρώτησα.
Ξεκαρδίστηκε.
«Είσαι μορφή τελικά», συμπέρανε.
«Παρακάτω», είπα.
«Θα σου ζητήσω να κάνεις μια εκτίμηση –βλέπεις τις κάμερες πάνω από τα κεφάλια μας, έτσι;» δεν νοιάστηκε να δείξει.
Κούνησα το κεφάλι –τις είχα δει.
«Νομίζεις οτι μας καταγράφουν;» ρώτησε.
«Νομίζω οτι δεν έχει καμιά σημασία», είπα.
«Έτσι ακριβώς», επικρότησε. «Θα τα πάμε πολύ καλά οι δυο μας».
«Μην επαναλαμβάνεσαι, δεν έχω ξεμωραθεί ακόμα», του ζήτησα.
«Σωστά», είπε. «Λοιπόν θα μπω κατευθείαν στο θέμα επειδή δεν έχω πολύ χρόνο. Η κατάσταση είναι μπερδεμένη, φρόντισες βέβαια κι εσύ γι΄αυτό....» σταμάτησε, με κοίταξε μάλλον επιτιμητικά. «Παράβαση εντολών, σύλληψη ομήρων», έκανε τονίζοντας τις λέξεις του.
«Έχεις κάποιο πρόβλημα με όλα αυτά;» ζήτησα να μάθω.
«Κανένα –άλλωστε, για κάτι τέτοια σε θέλουμε μαζί μας», είπε.
«Πάω στοίχημα οτι αν ρωτήσω ποιοι με θέλετε μαζί σας, δεν θα πάρω απάντηση», υπολόγισα.
«Μάγος είσαι;» έκανε κοροϊδευτικά.
«Παρακάτω», είπα
«Κι επειδή η κατάσταση είναι μπερδεμένη θα μας χρειαστούν μερικές μέρες μέχρι να σε βγάλουμε από δω πέρα. Μερικές ή ίσως και πολλές... Εν πάση περιπτώσει, για όσο διάστημα μας χρειαστεί θα φροντίσουμε να μη ζοριστείς ιδιαίτερα», μου χαμογέλασε δείχνοντας τα ασημένια δόντια του.
«Τώρα δηλαδή, εγώ θέλω να βγω από δω μέσα κι εσείς πρόκειται να με βοηθήσετε –κάτι τέτοιο μου λες;» απόρησα.
«Τώρα δεν θέλεις τίποτα γιατί δεν έχεις πλήρη γνώση της κατάστασης. Όταν πάρεις είδηση οτι συμμετείχες σε απόπειρα αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης μέσα από μια επιχείρηση δημιουργίας πολεμικού κλίματος μεταξύ επίσημου κράτους και Διηπειρωτικής Α.Ε. με σκοπούς ακόμα αδιευκρίνιστους αλλά εικάζεται...» σταμάτησε. «Να προχωρήσω;» με ρώτησε.
«Ναι, νανούρισέ με», του ζήτησα.
Γέλασε.
«Είσαι απίθανος», είπε.
«Πιθανώς», παρατήρησα. «Λοιπόν θεωρείς οτι θα φορτώσουν τα πάντα σε μένα...»
«Έχεις καμιά αμφιβολία;» εξεπλάγη. «Θα το έκαναν ακόμα κι αν εφάρμοζες τις εντολές με θρησκευτική ευλάβεια, όχι τώρα πού... Αλλού όμως είναι το πρόβλημα. Βλέπεις, θα ισχυριστούν οτι εξυπηρετούσες κάποια σκοτεινά συμφέροντα, θα εμφανίσουν συνωμοσίες... Εν ολίγοις θα σε ρημάξουν μέχρι να παραδεχτείς κάποιο φτηνό σενάριο το οποίο, υποθέτω ότι, θα σε αφήσουν να το βρεις από μόνος σου –δεν θα στο δώσουν καν γραμμένο».
Τον κοίταζα όσο μιλούσε, αυτός ο άνθρωπος ήταν αόρατος. Δηλαδή, θέλω να πω... Εντάξει, ήταν εκεί μπροστά μου και τον έβλεπα μια χαρά, αλλά αν ήθελα να τον περιγράψω θα έπρεπε να αρκεστώ στα ρούχα που φορούσε, σε μια γενική εντύπωση σχετικά με τον σωματότυπό του (ψηλός, αδύνατος) και στην επισήμανση των ασημένιων δοντιών του που εμφανίζονταν όταν χαμογελούσε. Όμως όλα αυτά δεν είναι στοιχεία περιγραφής, είναι (και το ξέρω πολύ καλά) χαρακτηριστικά παραπλάνησης, αρκετά έντονα για να τα προσέξεις και να περιοριστείς εκεί. Αν προσπαθούσες να περιγράψεις τη φωνή αυτού του ανθρώπου ενώ είχε σταματήσει να μιλάει, αν προσπαθούσες να θυμηθείς τι χρώμα είχαν τα μάτια του ή κάτι σχετικό με το σχήμα του προσώπου του, ένα χαρακτηριστικό του γνώρισμα....
Αυτός ο άνθρωπος ήταν αόρατος. Όπως σ΄εκείνο το παλιό βιβλίο, ο Αόρατος Άνθρωπος, πού φορούσε ρούχα, τραγιάσκα κι ένα φουλάρι γύρω από το πρόσωπό του κι όταν τα έβγαζε δεν έμενε τίποτα από κάτω για να δεις.
«Δεν είμαι σίγουρος πώς θα γίνουν έτσι τα πράγματα, αλλά ας υποθέσουμε...» υπολόγισα. «Τι προτείνεις;»
«Δεν προτείνω, δεν είμαστε κάποια παρέα που σχεδιάζει την εικονική της εκδρομή εδώ πέρα», μου επεσήμανε. «Απλά σου εξηγώ οτι η μοναδική σου επιλογή είναι να παραμείνεις αόρατος για κάποιο διάστημα εδώ μέσα, μέχρι να μπορέσουμε να σε βγάλουμε. Όταν γίνει αυτό θα δεις τι πρέπει να κάνεις».
«Θα δω ή θα μου δείξετε;»
Μου γύρισε την πλάτη, άγγιξε την πόρτα.
«Το ίδιο είναι», είπε.
«Κι αν δεν θέλω να κάνω αυτό που θα μου δείξετε;» απόρησα.
«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση», είπε.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» ζήτησα να μάθω.
«Επειδή δεν θα έχεις άλλες επιλογές», μου απάντησε.
Μετά άνοιξε την πόρτα του δωματίου και βγήκε έξω. Άφησε την πόρτα ανοιχτή. Περίμενα λίγο για να δω τι θα συμβεί κι όταν τίποτα δεν έγινε βγήκα για να τον ψάξω στον διάδρομο. Κίτρινο φως και τίποτα. Πόρτες δεξιά κι αριστερά, κλειστές πόρτες –κίτρινο φως από ακαθόριστη πηγή. Επέστρεψα στην πόρτα του δικού μου δωματίου, έλεγξα την κλειδαριά της. Ασφαλείας. Άνοιγε μόνο απέξω. Θέλησα να δοκιμάσω αλλά μετάνιωσα. Ή φοβήθηκα. Κι αν έκλεινα την πόρτα και μετά δεν μπορούσα ν’ ανοίξω; Ή αν έφευγα στον διάδρομο αλλά μετά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ποια απ΄όλες ήταν η δική μου πόρτα;
Ξαναμπήκα στο δωμάτιό μου, πήρα την καμπαρτίνα μου και μ΄αυτή μπλόκαρα το κλείσιμο της πόρτας. Έπειτα, ήσυχος που είχα αφήσει ένα σημάδι προσανατολισμού, ξεκίνησα την περιπλάνηση.
Πρώτος στόχος, να δω αν η μεταλλική πόρτα από την οποία είχα μπει ήταν ανοιχτή ή κλειδωμένη. Προχώρησα διστακτικά κατά τη μια πλευρά του διαδρόμου, περνώντας μπροστά από κλειστές πόρτες είχα μια επιθυμία να δοκιμάσω, να δω αν ανοίγουν αλλά συγκρατήθηκα. Όχι ακόμα. Ο διάδρομος έδειχνε περίεργα μακρύς απ΄αυτή την πλευρά, μάλλον λοιπόν είχα κάνει λάθος. Μάλλον είχαμε έρθει από την άλλη πλευρά, παρ΄όλα αυτά συνέχισα να προχωράω. Είχα όλον τον χρόνο του κόσμου ή έτσι έδειχναν τα πράγματα. Και μπροστά φαινόταν μια πόρτα, μια μεταλλική πόρτα, ίσως όχι η πόρτα από την οποία μπήκα, μια κάποια πόρτα....
Την έφτασα σχεδόν τρέχοντας.
Τη δοκίμασα.
Δηλαδή έστριψα την ασημένια θολή λαβή κι η λαβή έστριψε αλλά δεν έγινε τίποτα απολύτως. Άφησα τη λαβή στην ησυχία της, ξεκίνησα για την άλλη πλευρά του διαδρόμου. Για την άλλη πόρτα.
Ο δρόμος τώρα έμοιασε πιο σύντομος, έφταιγε μάλλον οτι είχα συνηθίσει την απόσταση. Πόρτες, πόρτες, πόρτες, δεξιά κι αριστερά, κίτρινο, τέρμα διαδρόμου. Μια μεταλλική πόρτα.
Τη δοκίμασα.
Η λαβή γύριζε με δυσκολία, έβαλα περισσότερη δύναμη, το χέρι μου γλίστρησε πάνω στο μέταλλο, ιδρώτας ίσως. Αλλά η πόρτα άνοιξε. Συγκρατήθηκα, δεν έπρεπε να κάνω απότομες κινήσεις. Σιγά. Σιγά. Έσπρωξα την μεταλλική πόρτα με το ένα χέρι στη λαβή και το άλλο στο κάσωμα. Μια χαραμάδα και μετά η χαραμάδα μεγάλωσε μέχρι που μπορούσα να χωρέσω στο άνοιγμα και να βγω. Πέρασα το κορμί μου μέσα από το άνοιγμα, γλίστρησα... Σκοτάδι και τοίχος. Η πόρτα άνοιγε μέσα σε σκοτάδι και τοίχο αδιαπέραστο. Η πόρτα χανόταν μέσα στον αδιαπέραστο τοίχο, άλλαζε το σχήμα της κι όταν την τράβαγα πάλι πίσω ξαναγινόταν πόρτα. Πίεσα. Σκοτάδι και τοίχος και τίποτα. Ξανά και ξανά.
Έκανα δυο βήματα πίσω και άφησα την πόρτα να κλείσει. Αμέσως μετά την ξανάνοιξα, ψηλάφισα με το χέρι μου αυτό που υπήρχε πέρα από την πόρτα.
Και άφησα την πόρτα να κλείσει για μια ακόμα φορά, κάθισα στο πάτωμα, σ΄αυτό το πάτωμα από πλαστικό πλακάκι απομίμηση λευκού μάρμαρου που όμως έδειχνε κίτρινο κάτω από το φως. Ακούμπησα την πλάτη μου στην κλειστή μεταλλική πόρτα κι έβαλα τα γέλια.
Γελούσα με τις δικές μου ηλίθιες ελπίδες και την προσδοκία μου να βγω από δω μέσα, ακουμπούσα στην πόρτα και γελούσα.
Μετά σηκώθηκα και ξεκίνησα να πάω στο δωμάτιό μου, δε νοιάστηκα να ψάξω, όποια πόρτα κι αν άνοιγα, όποια πόρτα ήθελα θα την άνοιγα. Και στο κάτω μέρος της, εκεί που η πόρτα ακουμπούσε στο κούφωμα θα έβρισκα την καμπαρτίνα μου, όποια πόρτα κι αν άνοιγα, δεν είχε σημασία.
Επειδή ο χώρος είναι εικονικός μέσα στις ΑΔΙ, έχεις την αίσθηση οτι προχωράς πολύ ή λίγο αλλά είσαι συνέχεια στο ίδιο μέρος, οι ΑΔΙ σού δημιουργούν αυτή την αίσθηση κι εγώ τώρα ανοίγω μια πόρτα χωρίς να νοιαστώ καν να κοιτάξω και σκύβω για να σηκώσω την καμπαρτίνα μου ή οποία φυσικά βρίσκεται ανάμεσα στην πόρτα και το κούρφωμα, μετά πηγαίνω στον ξύλινο πάγκο.
Ανεβαίνω όρθιος στον ξύλινο πάγκο, τεντώνομαι, πατάω με τις αρβύλες μου στον ξύλινο πάγκο και ακουμπάω στον τοίχο, ακουμπάω ολόκληρος στον τοίχο. Το πρόσωπό μου είναι πλέον στο ύψος της μιας κάμερας, χαμογελάω, πιάνω την κάμερα, θέλει λίγο τράβηγμα αλλά στο τέλος βγαίνει από τη θέση της και παρατάω την κάμερα ακουμπισμένη ακριβώς δίπλα στο κεφάλι μου, γέρνω το κεφάλι, αποφασίζω να κοιμηθώ επί τόπου, δεν υπάρχουν διαστάσεις μέσα σε μια ΑΔΙ, αρκεί να το ξέρεις, ύψος –πλάτος –μήκος, είσαι μέσα στην ΑΔΙ και όλα γίνονται ότι θέλεις εσύ. Θα μπορούσα να θεωρήσω τον τοίχο υπέρδιπλο κρεβάτι με πουπουλένιο πάπλωμα και ισοθερμικό μαξιλάρι κι αυτό ακριβώς θα ήταν. Αλλά είμαι εκπαιδευμένος να απεχθάνομαι την πολυτέλεια.
Γι΄αυτό βυθίζομαι μέσα στην ΑΔΙ και κοιμάμαι ακαριαία.
Αύριο δεν θα υπάρχει.

6 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

ναι, ναι ...όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν. ΑΔΙ.

πάντως όλοι οι ήρωες σου έχουν ένα μικρό πρόβλημα επικοινωνίας.

σαβόν

bernardina είπε...

να μην υπάρχει πόρτα ν' ανοίξεις. (απουσία επιλογής = κόλαση)
να έχεις αμέτρητες πόρτεςν' ανοίξεις. (υπερπληθώρα επιλογών = κόλαση)
ν' ανοίγεις πόρτες που σε βγάζουν όλες στο ίδιο σημείο (επιλογή α λα "μέρα της μαρμότας", δηλαδή μη-επιλογή = κόλαση).

Τελικά το Φίδι όταν πεθάνει θα πάει στον παράδεισο -γιατί την κόλαση την έχει ζήσει εκεί.
χμ... εκτός αν είναι ήδη νεκρός και δεν το ξέρει ;-)

The Motorcycle boy είπε...

Σαβόν, "έχουμε ένα πρόβλημα επικοινωνίας/ χάνουμε την πίστη μας στις λέξεις", έλεγε ο Άγιος Πέτρος Χάμιλ παλιότερα. Αυτό μάλλον θα φταίει...

Bernardina, για να είναι κάποιος νεκρός θα πρέπει να έχει προϋπάρξει ζωντανός, σκέψου κι αυτό...

bernardina είπε...

μότορα, άμα δεν είναι -ή δεν υπήρξε κάποια στιγμή- ζωντανός, τότε κανένα πρόσωπο που "έζησε" στο χώρο του αοράτου, παναπεί στο μυαλό του συγγραφέα, δεν "έζησε" ποτέ... Αν ισχύει κάτι τέτοιο, χρόνια τώρα, ζω με φαντάσματα (και μαζί μου εκατομμύρια άλλοι) ;-)
Εκτός αν εννοείς κάτι άλλο και... δεν σε εννόησα, χαχα.

The Motorcycle boy είπε...

Ναι -δεν το εννοώ οντολογικά όπως το θέτεις. Το εννοώ διαφορετικά, αλλά δεν διαθέτω ακόμα όλες τις λεπτομέρειες για να το επεξηγήσω. Όταν μάθω θα πω.

Ανώνυμος είπε...

τελικα παντα ειχε μεγαλη πλακα ολο αυτο...αλλα δεν περιμενα ποτε να τον υποστηριξεις/επιβεβαιωσεις τοσο καλα το λογο που εξ'αρχης σε ξεχωρισα!ακομα γελαω μαζι σου...τι καλα! αγαπη μου εσυ που δεν με απογοητευεις ποτε!!!ουτε ομως και οι συμπτωσεις εεε?(or what?)
φιλια πολλα
τα λεμε...οποτε ξανατυχει!
υ.γ: πανω που σε ειχα σχεδον ξεχασει.
amor-al

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι