Τρίτη, Αυγούστου 10, 2010

8. Για τα ψάρια που ταξιδεύουν γύρω από τους καρχαρίες

Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
3. "Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας"
4. Ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι
5. Η προσευχή είναι ένας νεκρός κροκόδειλος
6. Αφού η Χελώνα έγινε Κέδρος
7. Όλοι βλέπουν τους αόρατους

Πόσες μέρες; Και τι σημασία έχει; Είμαι εδώ όπου το «εδώ» δεν ορίζεται επακριβώς, όταν αναβοσβήνουν τα φώτα του διαδρόμου (ας ονομάσουμε εκείνο το πράγμα «διάδρομο» για λόγους συνεννόησης) κάνω 45 (μετρημένα) βήματα για να παραλάβω το ημερήσιο γεύμα μου. Αυτό μόνο. 7 ταμπλέτες. Γιατί 45 βήματα; Επειδή σε τόσα χρόνια υπολογίζω την ηλικία μου, για να μην ξεχνιέμαι. Θα μπορούσα να παραλαμβάνω το γεύμα μου στα 20 βήματα, στα 5 ή ακόμα και ακίνητος, εκεί που τυχαίνει να βρίσκομαι κάθε φορά. Εφόσον το «εκεί» της κάθε φοράς είναι ίδιο με το «εδώ» της συγκεκριμένης στιγμής.
Η συνήθης διαδικασία που ακολουθείται από την Υπηρεσία, είναι 2 μέρες στην απομόνωση και ακολούθως διαδοχικές ανακρίσεις. Μετά, ακατάστατα διαστήματα στην απομόνωση προκειμένου το αντικείμενο να χάσει κάθε αίσθηση κανονικότητας. Την κατάλληλη στιγμή, όταν το αντικείμενο θα είναι έτοιμο να δεχτεί ακόμα και την πιθανότητα ν΄ανοίξουν οι τοίχοι και να βγουν λυσσασμένα σκυλιά ή ποντίκια με δόντια ποτισμένα στην πανούκλα, τότε αρχίζει η κεντρική ανάκριση. Αν με ρωτήσεις γιατί χρειάζεται να περάσουν τόσες μέρες (τώρα που ανακάλυψα πώς η απομόνωση είναι απλώς ένα εξελιγμένο μοντέλο ΑΔΙ) και γιατί δεν βγάζουν από την πρώτη ώρα σκυλιά, ποντίκια και χίλιους διαβόλους από τους τοίχους... Αν με ρωτήσεις... Λοιπόν, ειλικρινά δεν θα ξέρω τι να σου απαντήσω επειδή εδώ δεν είναι δυνατό να μετρηθεί ο χρόνος και το «εδώ» δεν ορίζεται επακριβώς.
Μπορεί να βρίσκομαι μονάχα λίγες ώρες εδώ κι όλο αυτό να είναι βομβαρδισμός μικροερεθισμάτων μέσα στην ΑΔΙ, αφού μπορούν να σου δημιουργήσουν ένα πλήρες σεξουαλικό συναίσθημα (για παράδειγμα) γιατί να μην μπορούν να δημιουργήσουν χρονική σύγχυση; Κούραση, στα 20 λεπτά να νομίζεις οτι πέρασε μια ολόκληρη μέρα –ξεκούραση, ένα δεκάλεπτο ύπνου και πάει λέγοντας. Λέγοντας και κάνοντας. Πάει κι εσύ πας επίσης.
Υπόθεση νούμερο 2 (ας ονομάσουμε όλα τα προηγούμενα: Υπόθεση νούμερο 1): Μπορεί ο αόρατος άνθρωπος με τα ασημένια δόντια να είπε αλήθεια. Μπορεί να έχουν κάποιοι φροντίσει ώστε να εξαφανιστώ μέσα στο σύστημα.... τι σαχλαμάρες λέω; Είναι αδύνατο να εξαφανιστεί κάποιος -το σύστημα θα τον βρίσκει πάντοτε. Η μόνη πιθανή πιθανότητα (σαφής η αναφορά στην εκατοστιαία κλίμακα;) είναι να σε προσπεράσει το σύστημα. Να σε προσπεράσει χωρίς να σε συνδέσει με συγκεκριμένη ενέργεια (ή να σε συνδέσει με ανενεργή ενέργεια –υπάρχουν κι αυτές). Αλλά ακόμα και τότε, το σύστημα θα σε ξαναβρεί στις διασταυρώσεις. Μπορεί να περάσει κάποιος χρόνος (πόσος; χρόνος;) αλλά το σύστημα θα επιστρέψει σε σένα. Και η δεύτερη φορά θα είναι τελική –κανένας δεν μπορεί να μπερδέψει δυο φορές το σύστημα. Το μόνο εφικτό είναι να εξασφαλίσεις (ή να σου εξασφαλίσουν) τον ενδιάμεσο χρόνο.
Αν όμως αυτό συμβαίνει τότε γιατί παραμένω εδώ μέσα; Αν θέλουν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητές μου, τις δεξιότητες.... αν θέλουν να με χρησιμοποιήσουν τέλος πάντων... Για ποιο λόγο με αφήνουν εδώ μέσα σπαταλώντας τον χρόνο που τους δίνει το σύστημα μέχρι να αναδράσει;
Έχω ακόμα τα χάπια μου κι αυτός ίσως είναι ένας τρόπος μέτρησης του χρόνου. Ένα χάπι κάθε... Κάθε πότε; Και πόσα χάπια είχα αρχικά στο κουτί; Μέτρηση του χρόνου με χάπια που αποσκοπούν στο να επιμηκύνεις ή να αμβλύνεις τα όριά του –πώς μου ήρθε τέτοια βλακεία;
Τότε σκέφτηκα (αν υποθέσουμε οτι μέσα στην ΑΔΙ υπάρχει διαχωρισμός μετά του «τότε» και του «αργότερα» ή του «νωρίτερα»), τότε λοιπόν ή μάλλον «τότε» -πρέπει να συνεχίσω επειδή ο χρόνος δεν έχει σχήμα, υφή, αίσθηση –αν μείνω εδώ (όταν το «εδώ»...) –αρκετά όμως.
Οι συμβάσεις είναι απαραίτητες αν θες να επιβιώσεις. Πάμε ξανά.
Τότε σκέφτηκα οτι ίσως και να με δοκιμάζανε. Ο αόρατος με τα ασημένια δόντια κι όσοι βρίσκονταν πίσω απ΄αυτόν (ή δίπλα απ΄αυτόν, ή μπροστά του). Ίσως ήθελαν να δουν αν μπορώ να ξεφύγω από μια ΑΔΙ ή τι μπορώ να κάνω γενικότερα.... Βέβαια, το να ξεφύγεις από μια ΑΔΙ σαν αυτή εδώ (αυτή; εδώ; σε παρακαλώ –ας μην ξαναρχίσουμε), το να ξεφύγεις τέλος πάντων, μοιάζει αδύνατο. Άρα προφανές. Αν μια απόδραση μοιάζει αδύνατη, δυο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: α) να είναι όντως αδύνατη, β) να είναι προφανώς αδύνατη. Αυτά τα δυο πράγματα είναι ένα και το αυτό –καταλαβαίνεις; Μπορεί να είναι αδύνατη η σωματική απόδραση από την ΑΔΙ, μπορεί τώρα που σου μιλάω το σώμα μου να είναι καλωδιωμένο σ΄ένα σκληρό κρεβάτι αναρρωτηρίου (και πώς βρέθηκα άραγε εκεί; ποιος και πώς;)... Αλλά υπάρχει ακόμα η δυνατότητα απόδρασης και το πρώτο βήμα έγινε τη στιγμή που συνειδητοποίησα οτι βρίσκομαι μέσα σε ΑΔΙ. Μπορώ ν΄αγγίξω την πόρτα στο τέλος του διαδρόμου, μπορώ ν΄ανοιγοκλείσω την κλειδωμένη πόρτα του κελιού-δωματίου μου, μπορώ να περπατήσω στο ταβάνι και να κοιμηθώ κρεμασμένος ανάποδα σα μύγα αν θέλω. Αλλά μπορώ να αποδράσω;
Όπου απόδραση σημαίνει να βγω σε δημόσιο δίκτυο, να ξεφύγω από το ενδοδίκτυο της Υπηρεσίας, μέσα στο οποίο βρίσκεται η συγκεκριμένη ΑΔΙ. Πώς γίνεται αυτό; Προφανώς και δεν γίνεται. Πάλι το προφανές. Η κεντρική πλοήγηση είναι αδύνατο να ξεστρατίσει, είσαι σ΄ένα ενυδρείο κι αυτοί απέξω σε κοιτάζουν, όμως αναγκάζονται να σου αλλάζουν το νερό και ν΄ανανεώνουν την τροφή –έχω δίκιο; Το νερό έρχεται απέξω, όπως και η τροφή. 7 ταμπλέτες. 45 βήματα. Όσα και τα χρόνια του Χριστού. Λάθος. Ο Χριστός πέθανε στα 34 ή κάτι τέτοιο... 45 χρονών... Δεν έχει σημασία. Η τροφή και το νερό, δεν υπάρχει νερό εδώ πέρα, υπάρχει όμως το ενεργειακό κύμα, αυτός ο διάβολος που τα κινεί όλα εδώ μέσα –από πού έρχεται; Από πού ενεργοποιούμαι; Μείνε στην τροφή για την ώρα.
Συνήθως την τροφοδοσία αναλαμβάνει αυτόματο σύστημα (τροφοδοσίας –μόλις χαμογέλασα βεβιασμένα) το οποίο σύστημα είναι περιορισμένων δυνατοτήτων. Σε προκαθορισμένο χρόνο απελευθερώνει τις ταμπλέτες εντός του... Εντός ποιου; Εγώ βλέπω τις ταμπλέτες, αλλά εάν και εφόσον είμαι καλωδιωμένος οι ταμπλέτες ουσιαστικά σημαίνουν μια ηλεκτροδιακή σύνδεση (ίσως στο συκώτι μου, κάπου εκεί κάτω, πάντως σε εσωτερικό μου όργανο όπως και νάχει). Προσπαθώντας να κάνω ανάποδα τον δρόμο που ακολουθούν οι ταμπλέτες για να με συναντήσουν ουσιαστικά προσπαθώ να ξεκινήσω από το συκώτι μου, το πάγκρεας, κάποιον τέτοιο χώρο –και να βγω έξω. Κλείνω τα μάτια, βλέπω μπροστά μου. Είμαι στο εσωτερικό ενός παγωμένου, αλλά ζωντανού και γι΄αυτό παλλόμενου, θαλάσσιου σφουγγαριού, απ΄αυτά που υπάρχουν στα σκοτεινά βάθη των ωκεανών. Στις τρύπες του σφουγγαριού καταλήγουν κατακόκκινοι σωλήνες, ξεβράζουν σιχαμένες σκουρόχρωμες μάζες προς το εσωτερικό κι εγώ βρίσκομαι εκεί, κοιτάζω τους σωλήνες, υπολογίζω αν χωράω να χωθώ μέσα, κλείνω τη μύτη μου στην αποφορά της σκουρόχρωμης μάζας που κατρακυλάει μέχρι τα πόδια του, κοιτάζω τα πόδια μου, οι αρβύλες έχουν βουλιάξει στην... Μην ξεχνάς οτι βρίσκεσαι σε μια ΑΔΙ που δεν είναι προγραμματισμένη να αντιμετωπίσει την εξωσυνειδητότητα ή μπορεί και να είναι –όπως και νάχει...
Βρίσκομαι στη μέση ενός ηλιόλουστου σπιτιού, στα πόδια μου χουζουρεύει ένας τεράστιος σκύλος (τι χρώμα; άσπρο), μπροστά μου ένα τραπέζι στρωμένο, καφές, πρωινό πλήρες... Τα παιδιά κατεβαίνουν από τις σκάλες, ακούω το τρεχαλητό τους... Περίμενε. Δεν υπάρχουν παιδιά. Πίσω πάλι.
Βρίσκομαι στη μέση ενός ηλιόλουστου σπιτιού, το πρωινό στο τραπέζι, ο σκύλος τρίβεται στα πόδια μου, η γυναίκα μου... Γυρίζω το κεφάλι να κοιτάξω, πού είναι η γυναίκα μου; Θα πρέπει να μου έφτιαξε το πρωινό και θα χρειαστεί να με φιλήσει στο μάγουλο πριν ξεκινήσω για τη δουλειά μου όπως κάθε μέρα. Πού είναι η γυναίκα μου; Δεν έχω γυναίκα και δεν πεινάω ιδιαίτερα. Σπρώχνω κάπως άτσαλα τον μεγάλο άσπρο σκύλο καθώς σηκώνομαι, ανοίγω την πόρτα (ξύλινη πόρτα, κανονική, όχι από πλαστικό ξύλο –με τζαμένιο παράθυρο τριών τετάρτων), ο σκύλος γρυλίζει λυπημένα, κάποιος να με περιμένει, βγαίνω έξω. Πολλοί δρόμοι. Απ΄όλους έρχονται ρυάκια που καταλήγουν στο σπίτι μου, νούφαρα ταξιδεύουν μέσα στα ρυάκια, θα ακολουθήσω ένα απ΄αυτά, ένα από τα ρυάκια, αντίθετα στα νούφαρα, θα πάω ανάποδα λοιπόν.
Ο ήλιος ταξιδεύει προς το σπίτι μου, εγώ κατευθύνομαι στο πίσω μέρος του ήλιου, στη σκοτεινή πλευρά.
Ο αέρας γίνεται όλο και πιο δύσοσμος, όλο και πιο ζεστός, προχωράω στην πηγή ανανέωσης του αέρα. Με δυσκολία αναπνέω, περίμενε.
Ο αέρας είναι βαρύς, ζεστός και ράθυμος όσο οι αρβύλες μου βυθίζονται στην άμμο της παραλίας, κοιτάζω πέρα μακριά, να διακρίνω τη θάλασσα. Κάποιος γλάρος θα ψόφησε γι΄αυτό η βρώμα. Θα την περάσω σύντομα.
Δαγκάνες, δυο κοκάλινες λερωμένες δαγκάνες με κοφτερά δόντια στις άκρες, κοφτερά σαν λεπίδια, άσπρα να γυαλίζουν στον ήλιο... Ποιον ήλιο; Βλέπω τον αέρα να κατευθύνεται προς το μέρος μου, καφέ πηχτός αέρας, αδύνατο ν΄αντέξω την αποφορά, περίμενε.
Μια φώκια. Σηκώνεται στα δυο πόδια και με πλησιάζει αδέξια. Μυρίζει κάπως άσχημα, όπως όλα τα ψάρια αλλά πέρα απ΄αυτό... Βγάζει εκείνους τους στριγκούς ήχους. Τινάζει τα πτερύγια κι αυτά φτάνουν μέχρι το ύψος των μουστακιών της. Αμηχανία.
«Ξέρω, δεν είναι ακόμα ώρα για φαγητό», λέω.
Η φώκια στριγκλίζει ξανά.
«Βγάλε με από εδώ», της λέω.
Η φώκια σωριάζεται στην παραλία κι αρχίζει να κυλιέται, το σώμα της γεμίζει άμμο, στις αρβύλες μου τρίζει η άμμος, μέσα στις αρβύλες, χώνεται ανάμεσα από τις ίνες στις κάλτσες μου και τρυπάει τα δάχτυλά μου.
«Βγάλε με από εδώ, πήγαινέ με έξω», φωνάζω στη φώκια.
Κι εκείνη στριγκλίζει δυνατότερα.
«Τώρα», φωνάζω.
Η φώκια κοιτάζει προς τη θάλασσα πίσω της –που στο καλό βρισκόταν αυτή η θάλασσα και δεν την έβλεπα τόση ώρα;
«Ευχαριστώ πολύ», λέω.
Περνώντας δίπλα της αγγίζω την γλιστερή πλάτη, το ζώο γουργουρίζει ή κάτι παρόμοιο... Μπαίνω στη θάλασσα. Κρύα. Περπατάω.
Και περπατάω όσο το νερό ανεβαίνει, στα γόνατα, στη μέση, στο στήθος. Κρύο. Στον λαιμό. Προχωράω.
Βυθίζομαι. Δεν βλέπω καλά στην αρχή.
Θόρυβος πίσω μου, ένας θόρυβος που μεταφέρεται αργά με το νερό, γυρίζω, κοιτάζω, δυο κοκάλινες λερωμένες δαγκάνες ανοιγοκλείνουν πλησιάζοντας, μεγαλώνοντας, περίμενε.
Αυτό δεν είναι νερό κι εγώ δεν θα πάθω ασφυξία εδώ μέσα, αυτές δεν είναι δαγκάνες κι εγώ είμαι μια χαρά. Γυρίζω, οι δαγκάνες πλησιάζουν μοιάζοντας πλέον με ανάπηρο ζητιάνο ή κάτι τέτοιο.
«Αρκετά», φωνάζω.
Είμαι μέσα στο νερό, το στόμα μου γεμάτο νερό, νιώθω αλμύρα και τα δόντια μου πονάνε, παρ΄όλα αυτά η φωνή μου ακούγεται καθαρά.
«Αρκετά», ξαναλέω. «Φτάνει».
Οι δαγκάνες εξαφανίζονται και η θάλασσα εξαφανίζεται αλλά δεν έχω αποφασίσει τι θα γίνει ο περίγυρος γι΄αυτό είναι μόνο μαύρο φλου τίποτα. Θα προχωρήσω. Θα βγω από εδώ μέσα.
Ασυντόνιστες εικόνες βυθού, τέρατα με μάτια στο στόμα και δόντια στα βλέφαρα, βουητό καθώς το νερό ανοίγει και ξανακλείνει, περίμενε.
Δεν υπάρχουν όλα αυτά. Δεν υπάρχουν επειδή δεν έχω καμιά διάθεση. Ούτε χρόνο. Όπου ο χρόνος.... σε παρακαλώ. Προχώρα.
Προχωράω.
Ένα δάσος με αδιαπέραστες κληματσίδες, ο ήλιος εξαφανισμένος στον ουρανό, δυο φεγγάρια μετά, δυο φεγγάρια στο ξέφωτο, προχωράω όσο τα πόδια μου βουλιάζουν στη λάσπη, στο νερό, βαλτώνω. Προχωράω.
Έξω.
Σπηλιές. Πετρώδες τώρα το έδαφος. Μορφές που τρέχουν, τις διακρίνω στο μπάσιμο της κάθε σπηλιάς, μετά εντελώς ξαφνικά κοντά μου, μετά στην απέναντι σπηλιά από εκείνη που ξεκίνησαν. Στα ενδιάμεσα των διαδρομών δεν τις βλέπω. Σκελετωμένοι, έχω αυτή την εντύπωση. Ραχιτικοί, με σκεβρωμένα άκρα, έτσι μου φάνηκε. Δεν ξέρω, μπορεί να κάνω λάθος. Προχωράω. Οι μορφές τελικά δεν είναι –θα τις ονομάσω σκιές. Επειδή σχεδόν με διαπερνάνε χωρίς να με αγγίζουν. Δεν υπάρχει τέτοιο σύστημα φύλαξης εξόδου (ή εισόδου, εξαρτάται πώς θα το δεις) από το σύστημα, άρα οι σκιές είναι πιο πέρα. Πιο μέσα. Εντός της τροφοδοσίας ή ακόμα κι εκτός, πέρα, πίσω... Προχωράω, τι σημασία έχει στην τελική;
«Καλημέρα», ακούω τη φωνή του.
Κοιτάζω τριγύρω. Σκιές που τηλεμεταφέρονται. Δυο φεγγάρια στον ουρανό. Πού την είδε την καλημέρα; Καταλαβαίνω, χαμογελάω.
Φτιάχνω μέρα. Μουντή, συννεφιασμένη, αλλά πάντως μέρα.
«Ήμουνα σίγουρος από την αρχή οτι θα τα πάμε υπέροχα οι δυο μας», ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Στραβώνω το στόμα, νιώθω νευρικότητα, δε μιλάω.
«Βγήκες λοιπόν», αποφαίνεται.
Τον κοιτάζω, ίδια ρούχα, ίδιες ψηλές μπότες, ίδια ασημένια δόντια.
«Μην παίζεις μαζί μου, μην το ξανακάνεις αυτό», τον προειδοποιώ.
«Εντάξει, αλλά θα πρέπει να παραδεχτείς...»
«Άσε τις μαλακίες. Για ποιο λόγο να με τεστάρεις; Δεν ξέρεις ποιος είμαι και τι μπορώ να κάνω;» θυμώνω.
«Ξέρω...» ξεφυσάει. «Αναφορές, καταγραφές, φάκελοι αξιολόγησης. Είναι αυτά αρκετά;»
«Παραπάνω από αρκετά. Αυτά είναι όλα», του εξηγώ.
«Αλλά μπορεί κανείς να βασιστεί...»
«Τα μόνα πράγματα στα οποία μπορεί κανείς να βασιστεί», επιμένω.
«Για να το λες...» μουρμουρίζει περπατώντας αδιάφορα προς το μέρος μου.
«Όπως και νάχει, χάνουμε χρόνο. Θα με βρουν και το ξέρεις καλά, αν πρόκειται λοιπόν...», σταμάτησα επειδή δεν ήξερα πώς να συνεχίσω. Δεν είχα καταλάβει για ποιον ακριβώς λόγο με χρειάζονταν. Ούτε και ήξερα ποιοι ήταν αυτοί που με χρειάζονταν για να πω την αλήθεια.
«Δεν θα προλάβουν», είπε απλά.
«Στο τέλος...» ξεκίνησα να λέω.
«Σε ποιο τέλος;» γέλασε. «Το δικό τους τέλος είναι αυτό που πλησιάζει με δρασκελιές».
Κοίταξα ασυναίσθητα τριγύρω, οι σκιές από τις σπηλιές πύκνωσαν, αραίωσαν, ξαναπύκνωσαν. Έμοιαζαν με σύννεφα βροχής που είχαν κατέβει πολύ χαμηλά, πάρα πολύ χαμηλά. Ή μάλλον έμοιαζαν με τους ηλεκτρικούς σπινθήρες πριν το ξέσπασμα της καταιγίδας, μόνο που αυτές οι σκιές δεν είχαν τη φωτεινότητα του σπινθήρα. Μόνο τη μυρωδιά. Άσχημη αλλά γαργαλιστική για τη μύτη.
«Τι είναι αυτοί;» τον ρώτησα κάνοντας έναν κύκλο με τον αντίχειρά μου υψωμένο.
«Αυτοί είναι όσοι ζουν στις σπηλιές», μου απάντησε.
«Δηλαδή;» ρώτησα.
«Τι δηλαδή; Αυτό είναι όλο», είπε.
«Με την Υπηρεσία τι σχέση έχουν;» απόρησα.
«Έχεις ακούσει για τα ψάρια που ταξιδεύουν γύρω από τους καρχαρίες;» μου χαμογέλασε.
«Ναι, τι συμβαίνει με αυτά τα ψάρια;» αναρωτήθηκα.
Δε μίλησε, απλώς μου γύρισε την πλάτη και προχώρησε. Τον ακολούθησα. Κατάλαβα.
Οι σπηλιές όλο και λιγόστευαν πίσω μας (ή κάπου πίσω μας) όσο προχωρούσαμε, ένιωθα ένα κενό κάτω από την κοιλιά όσο προχωρούσαμε, ένα επώδυνο κενό σαν κάποιος να μου είχε αφαιρέσει τα σπλάχνα ή κάτι παρόμοιο κι εξίσου επώδυνο, όσο προχωρούσαμε, περίμενε.
Ποιος θα φτιάξει το περιβάλλον γύρω μας; Δεν είχα καμιά διάθεση να αφεθώ στις δικές του εικονοποιήσεις, δεν τον ήξερα ούτε και τον εμπιστευόμουν. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ αλλά ήταν μάταιο.
«Μην τρέχεις», του ζήτησα.
Γύρισε το κεφάλι να με δει αλλά δεν έκοψε βήμα.
«Φτάνουμε», απάντησε.
Και συνέχισε να προχωράει, κοίταξα τριγύρω, ένας κήπος με λεμονιές (ήδη τις μύριζα), μηλιές και κοντοκουρεμένο χορτάρι, η μέρα έμοιαζε φθινοπωρινή ή ανοιξιάτικη. Τελικά είχα αφεθεί στις δικές του εικονοποιήσεις, ήμουν τόσο ανίσχυρος.
Ένα σπίτι, αγροτόσπιτο, ξύλινο με αχυρένιες θημωνιές τριγύρω, καπνός να βγαίνει από την καμινάδα, τέντωσα τα ρουθούνια. Να μυρίσω. Τι ήθελα να μυρίσω; Ένα μεγάλο άσπρο σκυλί πετάχτηκε από το σπίτι κι έτρεξε προς το μέρος μας, μπλέχτηκε στα πόδια μου, άρχισε να τρίβεται, το πρωινό ήταν έτοιμο. Δρασκέλισα το πέτρινο κατώφλι.
Μπήκα, ο καφές μοσχοβολάει στο τραπέζι, το πρωινό πλήρες. Δεν με ακολουθεί, κοντοστέκεται πίσω μου, γυρίζω.
«Έλα, έλα μέσα», του γνέφω.
Χαμογελάει, μπαίνει.
Καθόμαστε, νιώθω μια διάθεση οτι είμαι ο ιδιοκτήτης, πώς αυτό είναι το σπίτι μου οπότε του σερβίρω καφέ σ΄ένα καθαρό φλιτζάνι –γιατί νιώθω έτσι; Άραγε;
«Πάρε», του λέω.
Και σπρώχνω προς το μέρος του ένα πιάτο με ζεστά κουλούρια κανέλας. Μοσχοβολάνε. Γιατί το κάνω αυτό; Δεν είναι δικό μου το σπίτι. Αποφεύγω να κοιτάξω προς τα πίσω, προς την ξύλινη σκάλα που ανεβαίνει στον πάνω όροφο, εκεί που είναι οι κρεβατοκάμαρες, μια για τους ξένους, δυο για τα παιδιά που θα κάνουμε, στο τέλος του διαδρόμου η δική μας κρεβατοκάμαρα, ποια κρεβατοκάμαρα; Ποια δική μας; Δεν είναι δικό μου αυτό το σπίτι.
Παίρνει ένα κουλούρι προσεκτικά, το δαγκώνει, τα ασημένια δόντια γεμίζουν ψίχουλα και μετά τα ψίχουλα εξαφανίζονται, μου χαμογελάει.
«Το έκανε πάλι το θαύμα της», μου λέει.
Ποια; Δαγκώνω τα χείλη να μη ρωτήσω. Ποια έκανε ποιο θαύμα; Λες και δεν ξέρω. Δεν θέλω να ξέρω. Ζεστά και μαλακά τα χέρια της δένονται γύρω από τον λαιμό μου, ένα φιλί στον κρόταφο, τον δεξί μου κρόταφο.
«Έτσι που έφυγες τρόμαξα, αναρωτήθηκα τι σ΄έπιασε», μου ψιθυρίζει.
«Είχα...» ψελλίζω. Μάλλον από υποχρέωση –ποια είναι αυτή η γυναίκα; Μακριά μαύρα μαλλιά και μια τζιν φόρμα, απ΄αυτές που φορούσαν παλιά οι αγρότες του νότου, κοντομάνικο μπλουζάκι από μέσα, γαλάζιο μπλουζάκι. Μάτια στο χρώμα του μελιού. Μοιάζει μικρότερή μου και μάλλον είναι. Το δέρμα της σκούρο, όπως το δέρμα των ανθρώπων που έχουν δει τον ήλιο. Νιώθω άσχημα για το άσπρο μου κορμί, στιγμιαία, κι αυτό με αποσυντονίζει.
«Είχα....» ξαναλέω.
«Βγήκε να με μαζέψει, δεν μπορούσα να το βρω εύκολα το σπίτι σας», λέει ο άντρας με τα ασημένια δόντια.
«Και δεν έπαιρνες τον Μήτσαμ μαζί σου; Σπάραξε όσο έλειπες», παραπονιέται η γυναίκα.
Η γυναίκα μου;
Ο Μήτσαμ. Του χαϊδεύω το κεφάλι όπως έχει βολευτεί ανάμεσα στα πόδια μου. Σηκώνει τη μουσούδα, με βλέπει, γρυλίζει. Κοίτα να δεις ένας Μήτσαμ.
Πίνω τον καφέ μου αργά. Εκείνη μας σερβίρει μια αχνιστή πίτα, κάθεται μαζί μας αμέσως μετά. Της βάζω καφέ, μου χαμογελάει. Την αγαπάω.
«Δεν πάει άλλο», λέει ο άντρας με τα ασημένια δόντια εντελώς ξεκάρφωτα.
Τον κοιτάζω. Εκείνη κολλάει το πόδι της στο δικό μου κάτω από το τραπέζι, έτσι μου μεταδίδει την ανησυχία της.
«Δεν αντέχεται», συνεχίζει εκείνος. «Όλοι είναι έτοιμοι, ο κόσμος είναι έτοιμος. Δεν βαστάνε άλλο να πληρώνουν φόρους για να συντηρούν μια ξεπουλημένη κυβέρνηση, δεν αντέχουν να τους πίνουν το αίμα οι εταιρείες κι από πάνω να τις διπλοπληρώνουν. Έχουμε φτάσει στα όριά μας, κάτι πρέπει να γίνει».
Σταματάει, με κοιτάζει, μπερδεύομαι.
«Κι εγώ τι να κάνω;» λέω. «Εγώ είμαι... δουλεύω στη Φορολογική....»
«Και τι θα πει αυτό; Οτι τους φόρους που μαζεύεις πρέπει να τους τρώει ο Αλκιβιάδης Ράιτ με την παρέα του; Στα ικριώματα μια ώρα αρχύτερα –αυτό λέω εγώ», μου απαντάει με σταθερή φωνή καθώς στηρίζει τους αγκώνες του στο τραπέζι και το κεφάλι του ανάμεσά τους.
«Αλκιβιάδης Ράιτ, ε;» μουρμουρίζω.
«Ε, τι περιμένεις; Να τον πω Οδυσσέα Ωμέγα επειδή άλλαξε χορηγό; Όχι δα».
«Όμως κι αυτό το όνομα... το Αλκιβιάδης....»
«Σαφώς. Αλλά το είχε τόσον καιρό, δεν θα τρελαθούμε κιόλας με τα καμώματά του».
«Θέλετε τίποτα άλλο ή να μαζέψω;» είπε εκείνη.
Γυρίσαμε κι οι δυο, την κοιτάξαμε.
«Εσύ τι λες;» τη ρώτησα.
Κι αυτή ήταν μια καταπληκτική σκέψη, έδωσα συγχαρητήρια στον εαυτό μου. Σιωπηλά, με σφιγμένο μισό χαμόγελο.
«Τι να πω, δεν ξέρεις τη γνώμη μου;» απάντησε εκείνη.
Έσφιξα τα δόντια. Γαμώ τη ζωή μου μέσα.
«Ξαναπέστη να την ακούσει κι ο ...» έκανα δείχνοντας τον άντρα με τα ασημένια δόντια.
«Ο Γιάν; Λες και δεν την ξέρει...» γέλασε εκείνη.
Ποιοι είσαστε όλοι εσείς; Ήμουν έτοιμος να κλαψουρίσω. Και πώς σε λένε;
«Εγώ να πηγαίνω, με περιμένουν...» σηκώνεται αργά ο άντρας με τα ασημένια δόντια που έμαθα οτι τον λένε Γιάν.
«Στο καλό», λέω χωρίς να σηκωθώ. Εκείνη με αγριοκοιτάζει. Αδιαφορώ. Ο Μήτσαμ είναι σκύλος. Που τρίβεται στις γάμπες μου. Αυτό σκέφτομαι.
Τον πηγαίνει μέχρι την πόρτα της κουζίνας και μετά επιστρέφει. Κάθεται δίπλα μου, χαϊδεύει το μπράτσο μου. Την κοιτάζω που με κοιτάζει.
«Είσαι παράξενος ώρες-ώρες», λέει.
«Ναι», απαντάω αφηρημένα.
Όλα αυτά, όλα αυτά... Έχω βγει σε δημόσιο δίκτυο, είμαι στις γειτονιές του εσωκόσμου, ποιος ξέρει πού, με ποιους και γιατί. Αυτός ο Γιάν με έχει σύρει κάπου μακριά και τώρα είμαι κάπου μακριά, περίεργα, άβολα, μακριά. Ωραία.
«Θα πας για δουλειά σήμερα;» με ρωτάει.
«Με έχουν θέσει σε αργία», απαντάω.
«Τι χαζή που είμαι», χτυπάει το κεφάλι της.
«Δεν πειράζει, δεν είσαι υποχρεωμένη να...» λέω.
«Τι λες τώρα; Και βέβαια είμαι υποχρεωμένη να θυμάμαι», απαντάει.
Έτσι όπως το λέει μοιάζει να έχει δίκιο.
«Όμως εγώ...» ξεκινάω την κουβέντα. Κοιτάζω, την κοιτάζω, γαληνεύουν τα μάτια μου στο πρόσωπό της. «Όμως εγώ δεν θυμάμαι τίποτα», συμπληρώνω.
«Θα θυμηθείς, μην ανησυχείς», μου λέει χαϊδεύοντας το χέρι μου.
«Βοήθησέ με», ζητάω.
«Δεν χρειάζεται. Όλα θα έρθουν από μόνα τους....»
«Πες μου...»
«Θυμάσαι πώς σε λένε τουλάχιστον;»
Άγριος...
«Γιατί εσύ θυμάσαι;» γύρισα απότομα προς το μέρος της.
«Ναι αγάπη μου, θυμάμαι...» μουρμούρισε στοργικά.
«Πώς με λένε;» απαίτησα να μάθω.
Άγριος...
«Πάω να σου στρώσω το κρεβάτι», μου είπε.
Γύρισε την πλάτη κι ανέβηκε τη σκάλα, εκείνη η σκάλα ήξερα ακριβώς πού οδηγεί, ήξερα πού καταλήγει, πρώτα το δωμάτιο των ξένων, μετά τα δυο δωμάτια για τα παιδιά που θα κάναμε και τέλος η κρεβατοκάμαρά μας –εκεί κοιμόμουν εγώ και η Κάσσι, δεν ήταν έτσι το όνομά της όμως έτσι την φώναζα, το όνομά της ήταν... Και πώς μου ήρθε τώρα αυτό;
Πρώτη φορά την έβλεπα αυτή τη γυναίκα, τώρα, πριν λίγη ώρα την είχα πρωτοδεί, εντάξει. Οικειότητα. Το πρόσωπό της, οι τρόποι της, το άγγιγμά της, όλα μου φαίνονταν γνωστά. Μη δίνεις σημασία. Ένα άγγιγμα είναι ένα άγγιγμα –όμοια μεταξύ τους, μπορεί και ίδια. Άλλωστε το δημόσιο δίκτυο χρησιμοποιεί προσωπικές σου εμπειρίες, δηλαδή εσύ τις χρησιμοποιείς –τις διαχέεις στο δίκτυο, τις ανακατεύεις με τα ερεθίσματα που λαμβάνεις και... Ένα άγγιγμα είναι ένα άγγιγμα κι ένα πρόσωπο είναι το σύνολο των επιμέρους χαρακτηριστικών εκατοντάδων άλλων προσώπων αλλά οι τρόποι της; Δεν υπήρχε ποτέ, δεν είχα υπάρξει ποτέ... Πώς το λένε; Σε μακροχρόνια σχέση, ή γενικότερα –έτσι το λένε. Που να μπλέκεις τώρα με τον Έλεγχο Γεννήσεων;
«Το κρεβάτι σου είναι έτοιμο, ανέβα να ξεκουραστείς λιγάκι», ζεστός αρωματισμένος αέρας στο αυτί μου οι λέξεις της.
Σηκώθηκα.
«Ναι, αυτό θα κάνω», είπα.
Σα να ήθελα να δικαιολογηθώ στον εαυτό μου. Είχα κουραστεί, κάτι επίπονο, κάτι εξαντλητικό.... Τέλος πάντων, χρειαζόμουν λίγο ύπνο. Ένιωθα ήδη τη μυρωδιά των φρεσκοσιδερωμένων σεντονιών στα ρουθούνια μου.
«Άγριε;»
Σταμάτησα. Δεν γύρισα. Εντάξει λοιπόν, ήξερε το όνομα μου, δεν σήμαινε τίποτα αυτό...
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και με φίλησε στο μάγουλο.
«Μη μ΄αφήσεις ποτέ», είπε.
«Δεν θα σ΄αφήσω», τη βεβαίωσα.
«Ακόμα κι αν...» ψιθύρισε.
«Δεν πρόκειται», της ξεκαθάρισα.
Και ξέραμε πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλούσαμε. Τα λόγια που δεν λέγονται είναι τα λόγια που δυσκολότερα ξεχνιούνται.
Ανέβηκα την ξύλινη σκάλα που έτριζε σαν κανονική ξύλινη σκάλα –όχι κάλπικα όπως εκείνες από το πλαστικό ξύλο. Βρέθηκα στο διάδρομο με τις κλειστές πόρτες, τα πόμολα φτιαγμένα από κασσίτερο, κανονικό κασσίτερο όχι πλαστικό απομίμηση κασσίτερο, Κάσσι, την έλεγαν Κάσσι από το Κασσάνδρα ή το Κασσιόπη, δεν ήμουν σίγουρος... Άγγιξα το επόμενο πόμολο στη σειρά του διαδρόμου, Κασσάνδρα ή Κασσιόπη; Και τι σημασία είχε τελικά; Εγώ έδινα το όνομα, θα μπορούσα να την πω Μαρία ή Λούσι ή Ραχήλ ή Οξύρρυγχο... Θα μπορούσα να την πω όπως να ‘ναι, μόνο που δεν μπορούσα. Δεν γινόταν.
Για κάποιο λόγο η γυναίκα αυτή είχε όνομα κι εγώ την φώναζα Κάσσι, από το Κασσάνδρα ή από το Κασσιόπη και είχε πολύ μεγάλη σημασία να θυμηθώ ποιο από τα δυο ήταν το σωστό.
Έφτασα στην τελευταία πόρτα, την άνοιξα, το κρεβάτι ήταν όπως ακριβώς το θυμόμουν. Διπλό, με τούλινη κουνουπιέρα από πάνω, μαλακό στρώμα και σεντόνια που μοσχοβολούσαν φρεσκοσιδερωμένα. Έψαξα τριγύρω να βρω τις πυτζάμες μου κυρίως για να σιγουρευτώ οτι δεν υπήρχαν πυτζάμες. Απεχθανόμουν τις πυτζάμες. Αλλά ήθελα να κάνω αυτό το τεστ, αν υπήρχαν πυτζάμες απλωμένες σε κάποια καρέκλα... Τότε τι; Ποιος τα φτιάχνει όλα αυτά;
Πέταξα τα ρούχα μου τσαλακωμένα σε μια πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι, χώθηκα κάτω από το πάπλωμα, άφησα τα σεντόνια να με δροσίσουν. Έκλεισα τα μάτια.
Ποιος τα φτιάχνει;
Κάσσι από το Κασσάνδρα ή το Κασσιόπη;
Θα’ρχόταν άραγε να ξαπλώσει δίπλα μου; Με λίγη προσπάθεια (λιγότερη από όση περίμενα) θυμήθηκα το κορμί της, την αίσθηση του δέρματός της κάτω από τα δάχτυλά μου.
Θα έρθει άραγε;
Βούλιαζα στο μαλακό στρώμα. Κι όσο βούλιαζα, όσο χάνονταν τα στηρίγματά μου στον γύρω κόσμο, τόσο δυνάμωνε το φως που έμπαινε από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, έπρεπε να είχα κλείσει αυτό το παράθυρο πριν ξαπλώσω, επειδή το φως ήταν ενοχλητικό κι εγώ βούλιαζα και δεν μπορούσα να πιαστώ από πουθενά, να δώσω ώθηση, να ξεκολλήσω από το κρεβάτι και να κλείσω αυτό το φωτεινό παράθυρο, αλλά ήταν αδύνατο επειδή βούλιαζα και βούλιαζα.
Το φως δυνάμωνε.
Κι ο πόνος, κάτω από τα πλευρά μου στο ύψος των νεφρών και στην ουρήθρα. Πόνος. Φρικτός πόνος, επειδή έμοιαζε να με έχουν κρεμάσει από τσιγκέλια όσο βούλιαζα και πονούσα, τα τσιγκέλια με κρατούσαν και με τράβαγαν πίσω, με εμπόδιζαν να βουλιάξω, πονούσα και το φως δυνάμωνε.
Το φως μαζί με τον πόνο. Δυνάμωνε.
Δυνάμωναν.
Ούρλιαξα. Και πάλι. Δυνατά.
Πετάχτηκα ουρλιάζοντας, ο πόνος ήταν οξύς, τσιτωνόταν λες το δέρμα μου κόντρα σε τσιγκέλια κι ακόμα χειρότερα -τώρα το καταλάβαινα -επειδή τα τσιγκέλια δεν στηρίζονταν στο δέρμα μου, ήτανε πιασμένα από πιο μέσα, από τα νεφρά και χωμένα βαθιά στην ουρήθρα, δεν ξέρω τι ακριβώς. Αλλά πονούσα και ούρλιαζα.
Μια γυμνή λάμπα πυράκτωσης με σημάδευε ακριβώς στα μάτια και το κρεβάτι ήταν σιδερένιο, σκουριασμένο στο κεφαλάρι, άτσαλα βαμμένο με άσπρη μπογιά.
Ούρλιαξα όσο δυνατά δεν είχα ουρλιάξει ποτέ πριν. Ή έτσι μου φάνηκε.
Την λέγανε Κασσάνδρα, τη φώναζα Κάσσι.
Έβαλα τα κλάματα.

9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Rodia είπε...

! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ! !
(αφηνω τα ρεστα μου)

ΑΝΤΩΝΗΣ Σ. είπε...

την αγαπάω; μοσχοβολούσαν; τα κλάματα; τι είναι αυτά; πού πήγαν ο σαρκασμός και η θανατίλα;
αστειεύομαι..χωρίς να τυγχάνω λάτρης του κυβερνοπάνκ, βρήκα αυτό το κεφάλαιο το πιο ενδιαφέρον μέχρι στιγμής

και κάτι ακόμα..κάνα δοκάρι, κάνα χαμένο πέναλτυ παίζει; να μη σε στέλνω συνέχεια σέντρα μες στην έδρα σου

The Motorcycle boy είπε...

Ροδιά, να τα αφήσετε, ελπίζω μόνο να μη θέλετε ρέστα επειδή έχει πέσει αναδουλειά, μερεσπούναι.

Τρελέ, ποιος λέει τι και πού το λέει; Για δες το κι έτσι...
Από κυβερνοπάνκ εγώ μόνο το Νευρομάντη έχω διαβάσει προ αμνημονεύτων όταν είχε βγει, δεν καταλάβαινα Χριστό, αλλά κάτι μου έκανε το βιβλίο και μου άφησε αυτή τη διάθεση πλοήγησης, ας πούμε.
Η σέντρα είναι το πικρά χαμογελαστό ξεκίνημα εκείνου που κοροϊδεύει την ελπίδα ενώ τα δοκάρια και γενικά οι κινήσεις στην αντίπαλη μικρή περιοχή είναι η ουτοπία της επιτυχίας. Λέω εγώ τώρα...

bernardina είπε...

Wellcome back, μας έλειψες. Φαίνεται όμως πως η απουσία σού έκανε καλό -θα συμφωνήσω με τους αποπάνω μου...
Την αγαπάει ε; Χμ... ενδιαφέρον. Άραγε θα είναι η αχίλλειος πτέρνα του; Ή το σωσίβιό του;

The Motorcycle boy είπε...

Ή απλώς μια δικαιολογία για να κάνει ότι κάνει; Παίζει κι αυτό..

Εδώ ήμουν, ασχολιόμουν με κάτι άλλο κι επειδή δεν είμαι πολυσχιδής προσωπικότης το είχα αφήσει λίγο πίσω αυτό εδώ.

Ευχαριστώ πάντως.

Ανώνυμος είπε...

Πόσο της πουτάνας μπορεί να γίνεται στη ζωή αυτού του τύπου τέλως πάντων;;;
Μας έχετε κάνει άνω κάτω κύριέ μου με τις φαντασίες σας.
Αλλά μη σταματάτε, καλά το πάτε...

The Motorcycle boy είπε...

Ότι δηλαδή ο τύπος έχει ζωή.... Χαχαχαχα, ας υποθέσουμε.

Ευχαριστώ για το φιλικό χτύπημα στην πλάτη -χρειαζούμενα είναι αυτά αυγουστιάτικα.

Sotiris είπε...

Μην είναι ο απίστευτα γραφικός κόσμος που περιγράφεις στο τριπάρισμα του 'Αγριου;

Μην είναι τα χρώματα, τα αρώματα και το εξιτάρισμα των αισθήσεων που προκαλείται;

Μην είναι η ζαλιστική εναλλαγή εικόνων, προσώπων, ήχων, εμπειριών, σκηνών που τριβολίζει το μυαλό;

Μην είναι η ακροβασία μεταξύ φανταστικού, ιδανικού, ονειρικού και παράλογου που γαργαλάει το μυαλό;

Ό,τι και αν είναι, πραγματικά, αυτό σου το επεισόδιο ήταν από τα καλύτερα που έχεις γράψει.

Απλά, τα σέβη μου.


/Σωτήρης

The Motorcycle boy είπε...

Σωτήρη ευχαριστώ. Αυτό το επεισόδιο ήταν μια απόπειρα βουτιάς στην εικονικότητα, κάποτε ίσως να καταφέρω να κάνω μακροβούτι.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι