Τετάρτη, Αυγούστου 18, 2010

9. Μετεγχειρητικές επιπλοκές

Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
3. "Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας"
4. Ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι
5. Η προσευχή είναι ένας νεκρός κροκόδειλος
6. Αφού η Χελώνα έγινε Κέδρος
7. Όλοι βλέπουν τους αόρατους
8. Για τα ψάρια που ταξιδεύουν γύρω από τους καρχαρίες

Το πρώτο πράγμα που ψάχνεις αν τύχει να ξυπνήσεις σε νοσοκομειακό κρεβάτι είναι με ποιες κινήσεις πονάς. Τεντώνεις τα πόδια μέχρι εκεί που ακουμπάνε τα κάγκελα –πονάς; Παίρνεις βαθιά ανάσα, το στέρνο ανεβαίνει προσπαθώντας υπερβατικά να περάσει πάνω από το κεφάλι σου –πονάς;
Μετά αρχίζεις το στριφογύρισμα.
Προς τ΄αριστερά –γίνεται;
Προς τα δεξιά;
Ακόμα και στην καλύτερη των περιπτώσεων, εφόσον ξυπνήσεις ανάσκελα δεν υπάρχει πιθανότητα να καταφέρεις να γυρίσεις μπρούμυτα. Διάβολε. Σε νοσοκομειακό κρεβάτι είσαι, όχι σπίτι σου. Όχι στο κρεβάτι σου, όχι στην ΑΔΙ σου... Όχι. Είσαι σε νοσοκομείο και είσαι σωληνωμένος σ΄ένα κρεβάτι αν και δεν μπορείς σ΄εκείνη τη φάση να ξεχωρίσεις τα σωληνάκια από τα καλώδια.
Το πρώτο πράγμα που ανακαλύπτεις αν τύχει να ξυπνήσεις σε νοσοκομειακό κρεβάτι είναι πώς το στόμα σου είναι πιο ξερό από παρατημένο παπούτσι στη μέση της καλοκαιρινής λεωφόρου κι αυτό μάλλον, η αίσθηση της εγκατάλειψης, σε τρομοκρατεί.
Είσαι εκεί, τα σεντόνια μυρίζουν αντισηπτικό και ξεραμένα σάλια, το σώμα σου διαμπερές σε ενσύρματη σύνδεση, πονάς σε κάθε δοκιμαστική κίνηση, διψάς, κρυώνεις, θα πεθάνεις. Όπου να’ναι.
Η γύμνια, ο εξευτελισμός της έκθεσης ενός ασπρουλιάρικου σημαδεμένου κορμιού κάτω από την εκτυφλωτική λάμπα πυράκτωσης, αυτά δεν σε απασχολούν καθόλου όταν ξυπνάς σε νοσοκομειακό κρεβάτι. Όταν είσαι μεσοτοιχία με τον θάνατο η ντροπή μπορεί να περιμένει.
Γυρίζω το κεφάλι δεξιά, αριστερά, αργά. Υπάρχει μια σειρά κρεβατιών δεξιά μου και μια πόρτα ορθάνοιχτη (κατάλευκη) αριστερά μου. Στο τέλος της σειράς κρεβατιών δεξιά θα πρέπει να βρίσκεται κάποιο παράθυρο, δεν το βλέπω αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι νοσοκομείο, προσπαθώ να εντοπίσω το παράθυρο, τι είναι έξω; Νύχτα; Μέρα; Τα σωληνάκια τεντώνονται. Το παράθυρο έχει κλειστές κουρτίνες.
Θόρυβος αριστερά μου, πόδια με μαλακά παπούτσια γλιστράνε στο πάτωμα, πλησιάζουν προς το μέρος μου. Γυρίζω να δω αλλά προλαβαίνω μονάχα την πλάτη του νοσοκόμου. Δεξιά, δυο κρεβάτια παραπέρα, υπάρχει ακόμα ένας ασθενής. Ή τραυματίας. Εγώ τι είμαι;
Κλείνω τα μάτια, όταν ξυπνήσεις σε νοσοκομειακό κρεβάτι το καλύτερο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να ξανακοιμηθείς. Αλλά αυτό μοιάζει, συνήθως, αδύνατο. Επειδή μόλις ξύπνησες και μάλιστα από νάρκωση. Όταν είσαι μεσοτοιχία με τον θάνατο ο ύπνος μπορεί να περιμένει.
Αλλά όχι και το Τμήμα Εσωτερικών Ελέγχων.
Ακούω την καρέκλα να σέρνεται στο πλάι, αριστερά. Γυρίζω αργά, διακρίνω γόνατα σε φανελένιο καφέ σκούρο παντελόνι και μποτάκια που μοιάζουν, αλλά δεν είναι, αρβύλες. Δυο τριχωτά χέρια καπακώνουν τα γόνατα, ένα ξερό βήξιμο.
«Είσαι καλύτερα τώρα;» λέει διστακτικά ο A127.
«Καλύτερα... όπως το πάρει κανείς...» μουρμουρίζω.
«Θα συνέλθεις, είναι νωρίς ακόμα», προσπαθεί να με καθησυχάσει.
«Νωρίς...» ψιθυρίζω.
«Σου έφερα....»
Σηκώνω λίγο το κεφάλι, όχι τόσο ώστε να συναντήσω τη λιγδιάρικη φάτσα του αλλά αρκετά για να δω το κομοδίνο δίπλα μου. Υπάρχει ένα μπουκάλι κίτρινου χυμού εκεί πάνω, όμως αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι τα μηχανήματα. Εντοιχισμένα μηχανήματα. Οι σωληνώσεις τους ξεκινάνε από εκεί, ψηλότερα από το κομοδίνο και χάνονται μέσα μου απ΄όσο μπορώ να υπολογίσω.
«Γιατί με γεμίσανε σωληνάκια;» αναρωτιέμαι.
«Ήταν αναγκαίο, στην κατάστασή σου...»
«Η οποία κατάσταση....»
Περιμένω αλλά μάταια. Ο Α127 δεν θα πει περισσότερα.
«Για άλλο ήρθα εγώ πάντως», μουρμουρίζει μετά από λίγο.
«Για ανάκριση –ξέρω», απαντάω εγώ.
«Θα πρέπει να...»
«Προχώρα παρακάτω, είμαι κουρασμένος».
«Εντάξει. Είμαι υποχρεωμένος να σε ενημερώσω κατά πρώτον για τις εναντίον σου κατηγορίες...»
Κλείνω τα μάτια καθώς ακούγεται ο υπόκωφος ήχος του σήματος που ενεργοποιείται, ο ήχος αυτός μοιάζει με νερό που αδειάζει απότομα από μπανιέρα. Αν κοιτάξω στο πλάι μου θα δω ένα τμήμα του ολογράμματος αλλά δεν το κάνω.
«Στις 22 τρέχοντος και ενώ ο Α777 είχε οριστεί επικεφαλής αποστολής με σκοπό τον έλεγχο των Κεντρικών γραφείων της Διηπειρωτικής Α.Ε., για λόγους τους όποιους μόνο ο ίδιος είναι σε θέση να γνωρίζει και παρακούοντας τις εντολές της Υπηρεσίας οδήγησε ελικοφόρα της αποστολής σε κατοικίες στελεχών της ανωτέρω εταιρείας. (Θέμα προς διερεύνηση: υπήρξε πρόθεση να ασκηθεί εκβιασμός εκ μέρους του Α777;) Στη συνέχεια κι εφόσον η συγκεκριμένη του τυχόν πρόθεση απέτυχε, επέστρεψε με το ελικοφόρο του στην Υπηρεσία μεταφέροντας την οικογένεια του στελέχους της Διηπειρωτικής Α.Ε. ονόματι Γουίλιαμ Δράκου, κατόπιν δε, στον χώρο στάθμευσης της Υπηρεσίας όπου μετέβη ο Γ. Δράκος για να συναντήσει την οικογένειά του, ο Α777 προέβη σε δολοφονική ενέργεια με θύματα τον ίδιο τον Γ. Δράκο Κ43Ε, την γυναίκα του ονόματι Σάντρα Κ36Ε και την κόρη τους Κ7Ε αγνώστων λοιπών στοιχείων....»
Ώστε λοιπόν ήταν κορίτσι τελικά –κάτι μάθαμε....
Ο Α127 σταμάτησε την ανάγνωση.
«Αποκοιμήθηκες;» ρώτησε.
«Κάνω φιλότιμες προσπάθειες να μην...» του απάντησα.
«Να υποθέσω λοιπόν οτι όλα αυτά που σου διάβασα τα αποδέχεσαι....»
«Έχει σημασία αν τα αποδέχομαι ή όχι;»
«Ε, πώς».
«Εντάξει λοιπόν. Πες μου τώρα αν όντως κάποιος σκότωσε την οικογένεια Δράκου ή αν πρόκειται απλώς για προφύλαξη μαρτύρων...»
Ο Α127 έβηξε. Τον ήξερα καλά τον ηλίθιο. Δεν ήθελε να δείξει οτι ήταν ανενημέρωτος, δεν ήθελε όμως και να εκτεθεί.
«Δεν είμαι εδώ για να....» ξεκίνησε να λέει.
«Δεν είσαι εδώ για τίποτα», του ξέκοψα. «Και πες στους καργιόληδες οτι αν με ξαναβάλουν σε ΑΔΙ θα μπω στα σπίτια τους και θα τους γαμήσω την ώρα που κοιμούνται».
«Δεν καταλαβαίνω», του ξέφυγε. «Τέλος πάντων, δεν είναι εκεί το θέμα μας», πήγε να το μαζέψει κάπως. «Υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες, θα διεξαχθεί κανονική ανάκριση από το Τμήμα Εσωτερικών Ελέγχων, αυτό που γίνεται τώρα εντάσσεται στα πλαίσια των διερευνητικών διαδικασιών. Σε ενημέρωσα ήδη σχετικά με τις κατηγορίες οι οποίες σε βαρύνουν, θα έχεις όλο το απαραίτητο διάστημα προκειμένου να ετοιμάσεις την απολογία σου. Εντός της εβδομάδας...»
«Τι έχω;» τον διέκοψα πάλι.
Γύρισα όσα τον ρωτούσα για να τον βλέπω την ώρα που θα μου απαντούσε.
«Δηλαδή;» απόρησε.
«Γιατί είμαι στο νοσοκομείο ρε παιδί μου», αγανάκτησα.
«Α, αυτό... Έμφραγμα», είπε.
«Γίνε πιο συγκεκριμένος», απαίτησα.
«Σε βρήκαν στο ησυχαστήριο....»
«Στο ησυχαστήριο», επανέλαβα πικρόχολα.
«Στο ησυχαστήριο ναι», είπε ο Α127. «Σε βρήκαν ημιλιπόθυμο μέσα στον εμετό σου, έμφραγμα».
«Και μετά;» έκανα.
«Τι μετά; Δεν είμαι γιατρός, δεν ξέρω...»
Ένιωσα κάτι κεραυνούς να τρυπάνε τα μηνίγγια μου, θα ήθελα κάποιο φάρμακο να με βοηθήσει να κοιμηθώ.
«Φώναξέ μου έναν γιατρό», του ζήτησα.
«Σε λίγο -πρέπει πρώτα να....» είπε.
Δεν τον άφησα να συνεχίσει. Τίναξα το χέρι, κάτι σωληνάκια με ξέσκισαν, βρήκα το κουμπί και το πάτησα επιτακτικά.
«Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό», μου είπε.
Αδιαφόρησα.
Σε μισό λεπτό ο οπτικός μου ορίζοντας καλύφθηκε από την άσπρη φόρμα του νοσοκόμου.
«Φώναξέ μου έναν γιατρό», του ζήτησα.
«Ποιο είναι το πρόβλημα;» απαίτησε να μάθει.
«Έχω ιλίγγους και σκοτοδίνες», μουρμούρισα.
Έβαλε το χέρι του στο μέτωπό μου.
«Σταμάτα να με χουφτώνεις και φέρε τον γιατρό», απαίτησα.
Έκανε πίσω αναποφάσιστος, πήγαινα στοίχημα οτι προσπαθούσε να συνεννοηθεί στα μουγκά με τον Α127.
«Τι καταλαβαίνεις; Θα περιμένεις να πεθάνω πρώτα;» γκρίνιαξα.
Ο νοσοκόμος έφυγε.
«Φύγε κι εσύ», είπα στον Α127.
«Δεν τελείωσα», απάντησε.
«Τελείωσες» του εξήγησα. «Για την ακρίβεια τελειώσαμε. Στην επόμενη συνάντησή μας κανόνισε να υπάρχει γραμματέας και κάντη όσο πιο επίσημη γίνεται».
«Έχεις μεγάλο θράσος», παρατήρησε.
«Έχω», συμφώνησα. «Τώρα φύγε».
Σηκώθηκε, το κατάλαβα από τα πόδια της καρέκλας που σύρθηκαν στριγκλίζοντας στο πάτωμα.
Που διάολο ήταν ο γιατρός;
Ήρθε πάνω από το κεφάλι μου. Μια γκρίζα ανοιχτή ποδιά κι από μέσα κάτι που έμοιαζε με πουκάμισο και μπλούζα ταυτόχρονα. Χρώματος μπεζ. Τέντωσα το κεφάλι προσπαθώντας να διακρίνω αν τα κουμπιά ήταν αληθινά.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε.
«Εσύ να μου πεις», της ζήτησα.
Έσκυψε πάνω μου, άγγιξε τα μάγουλά μου με τις παλάμες της και μετά συμβουλεύτηκε κάτι οθόνες μηχανημάτων τις οποίες εγώ δεν έβλεπα. Ήταν μια μεσόκοπη γυναίκα που έμοιαζε περισσότερο με καθαρίστρια παρά με γιατρό, για μια στιγμή σκέφτηκα οτι κάποιος μου έστηνε παγίδα. Ή μου έκανε πλάκα.
«Σε φέρανε πριν 3 μέρες, είχες υποστεί οξύ καρδιαγγειακό επεισόδιο. Χρειαζόσουν άμεσα χειρουργείο πράγμα το οποίο έγινε και...»
«Με χειρουργήσατε;» φώναξα.
«Αυτό είπα μόλις τώρα», εκνευρίστηκε.
«Με ποιο δικαίωμα;» απαίτησα να μάθω.
«Ήσουν ετοιμοθάνατος, αν δεν σε χειρουργούσαμε θα διωκόμασταν», μου εξήγησε.
«Αυτά να τα πεις σε τίποτα ηλίθιους, κυρά μου. Είμαι υπάλληλος στη Φορολογική Δικαιοσύνη, δεν χειρουργούμαι χωρίς γραπτή συγκατάθεση και άδεια από τον προϊστάμενό μου», άφρισα.
«Είχαμε άδεια από τον προϊστάμενό σου», απάντησε.
Φυσικά. Αυτό έλειπε....
Παραιτήθηκα κάθε προσπάθειας.
«Νιώθω χάλια», είπα.
«Θα πρέπει να σε εξετάσω», διαπίστωσε.
«Εσύ με χειρούργησες;»
«Γιατί; Έχεις κάποιο πρόβλημα;»
«Όχι, απλά για να ξέρω...»
«Θα φωνάξω τον νοσοκόμο να σε ετοιμάσει για εξέταση».
«Τι είναι αυτά τα σωληνάκια;»
«Τροφοδοσία, φαρμακευτική αγωγή και ούρηση».
«Και από πού χέζω;»
«Δεν αφοδεύεις όσο είσαι με φαρμακευτική αγωγή».
«Θα μου τα βγάλετε για να με εξετάσετε;»
«Όχι όλα».
Απλώθηκα στο κρεβάτι αν και δεν χρειαζόταν ή έτσι νόμισα τουλάχιστον. Επειδή είχα αυτή την εντύπωση οτι ήμουνα πετρωμένος από την ώρα που συνήλθα, ένας άνθρωπος βγαλμένος από γύψινο καλούπι, ένα άγαλμα με περιορισμένη δυνατότητα ομιλίας.
Ο νοσοκόμος μού υπενθύμισε οτι δεν ήμουν τελικά πετρωμένος και το έκανε με τον πιο οδυνηρό τρόπο. Αλλά δεν έβγαλα άχνα. Ή θα μιλούσα, ή θα πονούσα. Έτσι είχα αποφασίσει να πάνε τα πράγματα από εδώ και πέρα.
Όσο το φορείο με τσάκιζε χτυπώντας βίαια μεταλλικές πόρτες προκειμένου να επωφεληθούμε το παραμέρισμά τους σκεφτόμουν. Είναι ένα συναίσθημα, θέλουν να νιώσεις αδύναμος κι εντελώς παραδομένος στις ορέξεις τους. Στην αρχή, όταν συνέρχεσαι, νιώθεις δραπέτης από τη χώρα των νεκρών και μετά, όταν πλέον πιστέψεις οτι τελικά θα ζήσεις, οτι αυτή η ιστορία με τους νεκρούς ήταν απλώς ένα κακό αστείο, τότε φροντίζουν να σου υπενθυμίσουν πως εξαρτάσαι απ΄αυτούς. Θες να ζήσεις; Είναι στο χέρι μας. Φίλα μας τον πούτσο.
Βέβαια η γιατρός που με χειρούργησε δεν φαινόταν να διαθέτει πούτσο, αλλά για κάποια πράγματα ποτέ δεν είσαι σίγουρος. Βόγκηξα άθελά μου στην τελευταία πόρτα, ο νοσοκόμος την άνοιξε χρησιμοποιώντας εκτός από την άκρη του φορείου και τις πατούσες μου. Καθαρά για λόγους εντυπώσεων.
«Βάλτον εκεί», είπε η γιατρός.
Δεν την έβλεπα και υπέθετα οτι το «εκεί» θα ήταν κάποιο σκληρό και παγωμένο κρεβάτι σφαγείου, έτσι όπως είναι όλα τα κρεβάτια εξετάσεων. Ή εγχειρήσεων.
Ο νοσοκόμος μετέφερε τον ορό που συνδεόταν με το στήθος μου –είχαν αφήσει μόνο αυτό και τον καθετήρα (επειδή με λυπήθηκαν ή επειδή σιχαίνονταν να τον ξαναβάζουν, υποθέτω).
Μεταφέρθηκα στον πάγκο του σφαγείου. Η γιατρός ήρθε πάνω μου με το σκάνερ. Με κοίταξε, δεν χαμογέλασε. Εγώ κοίταξα πίσω της, ψάχνοντας τον νοσοκόμο. Ο νοσοκόμος στριφογύριζε αμήχανα.
«Με θέλετε τίποτα άλλο;» ρώτησε.
«Θα σε ειδοποιήσω», του είπε η γιατρός.
Ο νοσοκόμος άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
Η γιατρός πέρασε το σκάνερ από το εφηβαίο μου κι άρχισε ν΄ανεβαίνει σταματώντας σε διάφορα σημεία.
Περίμενα.
Το σκάνερ χτύπησε κάπου εκεί στα πλευρά μου και μετά άρχισε να βγάζει έναν συνεχόμενο βόμβο. Περίμενα λίγο ακόμα μέχρι που το σκάνερ έφτασε στο ηλιακό μου πλέγμα.
Τότε τίναξα τα χέρια και της έπιασα το λαιμό.
Η γιατρός ούρλιαξε ξαφνιασμένη γι΄αυτό έσφιξα περισσότερο.
«Την επόμενη φορά θα σε στραγγαλίσω», της εξήγησα.
Η γιατρός με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Την έσπρωξα αργά προς τα πίσω χωρίς ν΄αφήσω τον λαιμό της, άρχισα να σηκώνομαι αλλά ήταν δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Αυτό το πράγμα που συνδεόταν με το στήθος μου... Τράβηξα τη γιατρό πιο κοντά μου και την ανάγκασα να καθίσει στον πάγκο του σφαγείου. Μετά έσφιξα την καρωτίδα της με το δεξί χέρι όσο, με το αριστερό, έκοβα το σωληνάκι εκεί που συνδεόταν με τον ορό. Υγρό άρχισε να τρέχει από το μπουκάλι του ορού ενώ το σωληνάκι σύρθηκε νωχελικά στο πάτωμα.
«Θα μου τα βγάλεις όλα αυτά», είπα στη γιατρό.
«Δεν γίνεται», απάντησε.
Της έσφιξα την καρωτίδα, έβηξε.
Και τότε ένιωσα την πλάτη μου να σκίζεται, δεν πόνεσα αλλά φοβήθηκα. Πίεσα την καρωτίδα της, όχι με όλο μου το χέρι, μόνο με τα δυο δάχτυλα -αντίχειρας και δείκτης. Η γιατρός τραντάχτηκε, η γιατρός έδειχνε τώρα μπερδεμένη. Να με ξανακόψει με το νυστέρι που είχε βουτήξει πίσω από την πλάτη μου ή να προσπαθήσει να γλιτώσει από τη λαβή μου; Οι άνθρωποι γίνονται ηλίθιοι όταν η αγωνία για επιβίωση δυναστεύει το μυαλό τους και, θες ν΄ακούσεις ένα αστείο; Αυτή η αγωνία για επιβίωση είναι ο λόγος που χάνουν τελικά τη ζωή τους. Εννοώ οτι σαν γιατρός δεν θα είχε μεγάλο πρόβλημα να μου κόψει το σβέρκο με το νυστέρι και να με τελειώσει άμεσα. Όμως εκείνη προτίμησε να παρατήσει το νυστέρι και να φέρει τα δυο της χέρια κόντρα στο δικό μου για να σώσει την καρωτίδα της. Για μια στιγμή απόρησα τι διάβολο τους μαθαίνουν στις σχολές ιατρικής. Για μια στιγμή –αμέσως μετά συγκεντρώθηκα για να εφαρμόσω σωστά τη λαβή, όχι οτι υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει τη ζωή της αλλά ήθελα να το κάνω γρήγορα και αποτελεσματικά. Να μην προλάβει να πονέσει και να μην προλάβει να φωνάξει –αυτό το δεύτερο με ένοιαζε περισσότερο. Ο ρόγχος της, υπόκωφος σαν έντομο που ρουφιέται από κενό αέρα, σκέπασε τον ήχο συμπίεσης της αρτηρίας, ευτυχώς, επειδή πάντα με ανατρίχιαζε αυτός ο ήχος.
Η γιατρός σωριάστηκε μπροστά στα πόδια μου τη στιγμή ακριβώς που η πλάτη άρχισε να με καίει αφόρητα.
Βόγκηξα αφού δεν υπήρχε κανένας τριγύρω να μ΄ακούσει. Και μετά αποφάσισα οτι ο πόνος που ένιωθα ήταν απλά το ορεκτικό. Δάκρυα στα μάτια, μια λεπίδα που διαπέρασε τα πέλματά μου και μετά ανέβηκε από τα πόδια στο στομάχι, μούδιασε τον λαιμό μου και κάπου εκεί σταμάτησε –καθώς πλέον ο καθετήρας βρισκόταν στην παλάμη μου γεμάτος αίμα. Τον πέταξα μακριά αηδιασμένος. Βρήκα έπειτα το νυστέρι της γιατρού και έκοψα το σωληνάκι όσο πιο κοντά στο στήθος μου γινόταν. Κάτι έπρεπε να γίνει μ΄αυτό, σύντομα, αλλά όχι τώρα.
Η πλάτη μου έμοιαζε να διαλύεται σε κάθε βήμα. Ήμουν μισόγυμνος, με τη ρόμπα του ασθενούς μονάχα, αυτό έπρεπε κάπως να διορθωθεί. Έσκυψα πάνω στη γιατρό, έβγαλα τη δική της ποδιά με δυσκολία, ήταν μια βαριά γυναίκα. Η ποδιά μού ερχόταν σχεδόν καλά, την κούμπωσα μπροστά, ήμουν τώρα μια καρικατούρα, ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος με αξιογέλαστη όψη. Έξω από την πόρτα θα περίμενε ο νοσοκόμος, έξω από την πόρτα ή κάπου τριγύρω τέλος πάντων... Πήρα το νυστέρι, το καθάρισα πάνω στο ρούχο (μπλούζα ή πουκάμισο;) της γιατρού, άνοιξα την πόρτα μια χαραμάδα. Κοίταξα.
Ο διάδρομος ήταν άδειος. Ο νοσοκόμος κάπου χαζολόγαγε.
Βγήκα με προφυλάξεις.
Κρύο, πεταγόταν από τα πλακάκια και μέσα από τα πέλματά μου διέλυε κάθε αίσθηση αποφασιστικότητας που είχα καταφέρει να συγκεντρώσω. Βλαστήμησα όλους εκείνους τους μαλάκες σχεδιαστές που επέμεναν να δώσουν την παγωμένη αίσθηση του μαρμάρου στα πλαστικά πλακάκια.
«Να ψοφήσετε από κρυοπαγήματα», τους ευχήθηκα.
Και προχώρησα τον παγωμένο διάδρομο, τα φώτα νέον πάνω από το κεφάλι μου έδιναν την αίσθηση νεκροτομείου, άρχισα να τρέμω επειδή, τελικά, αυτός ήταν ο σκοπός όλης της σκηνοθεσίας. Να σε τρομάξουν, να σε διαλύσουν.
«Το πετυχαίνετε», είπα μιλώντας στον αέρα.
Έφτασα στην επόμενη πόρτα, την άνοιξα, πάλι διστακτικά. Έξω κυκλοφορούσε κόσμος. Δίστασα αλλά μετά αποφάσισα ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Βγήκα κι άρχισα να περπατάω ανάμεσά τους, τι άλλο να’κανα δηλαδή;
Ο κόσμος, γιατροί με γκρι ποδιές, νοσοκόμοι με άσπρες μπλούζες, ασθενείς με πιτζάμες, συγγενείς με κανονικά ρούχα, ο κόσμος με κατάπιε πρόθυμα. Ήμουν ένας καταπονημένος άνθρωπος που φορούσε ιατρική ρόμπα. Ήμουν δηλαδή μια περίπτωση που εγκυμονούσε μπερδέματα, άρα όλοι κοίταζαν από την άλλη πλευρά όταν περνούσα.
Σκέφτηκα να ψάξω για το δωμάτιό μου και τα ρούχα μου αλλά θεώρησα οτι όλα αυτά θα ήταν χαμένος χρόνος. Ούτε το δωμάτιο ήταν εύκολο να βρω ούτε τα ρούχα μου υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να είναι εκεί μέσα. Το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να βολευτώ με ότι έβρισκα μπροστά μου. Ντουλάπες προσωπικού ή δωμάτια ασθενών; Προτίμησα το δεύτερο, δεν είχα δύναμη να αντιμετωπίσω τις τυχόν αντιρρήσεις του προσωπικού. Άσε που ο χρόνος μου ήταν περιορισμένος –πόση ώρα ο νοσοκόμος θα βόλταρε αμέριμνος μέχρι να καταλάβει οτι κάτι πήγαινε στραβά;
Δεξιά μου ένας αριθμός στην κλειστή πόρτα, άρα δωμάτιο ασθενούς, έσπρωξα την πόρτα και η πόρτα υποχώρησε. Κοίταξα πίσω –κανένας δεν μου έδινε σημασία.
Μέσα στο δωμάτιο ένας ανθρώπινος όγκος βρισκόταν σε κατάσταση αποσύνθεσης μισοσκεπασμένος από κάποιο άσπρο σεντόνι. Περπάτησα στις μύτες.
Ντουλάπα –την άνοιξα.
Ατσαλάκωτη μαύρη καμπαρτίνα, πουκάμισο φρεσκοσιδερωμένο, παντελόνι επιχειρησιακό και αρβύλες-καθρέφτες. Γύρισα προς τον ανθρώπινο όγκο, «πλάκα μού κάνεις;» τον ρώτησα.
Δεν πήρα απάντηση γι΄αυτό άρχισα να ντύνομαι. Τα ρούχα του μου έπεφταν φαρδιά αλλά δεν σκόπευα να παραπονεθώ γι΄αυτό. Κοίταξα προσεκτικότερα μήπως βρω το πιστόλι ή το σήμα του –πού τέτοια τύχη; Μετά κοιτάχτηκα στον καθρέφτη του μπάνιου, ήμουνα χάλια. Τα μαλλιά μου άσπριζαν απελπιστικά γρήγορα, τα αξύριστα γένια μου ακολουθούσαν στον ίδιο ρυθμό. Ένας κουρασμένος άντρας που ντύθηκε από φιλανθρωπίες –εντάξει, τα ρούχα ήταν μια χαρά, εγώ δεν κόλλαγα μέσα τους.
Ο άντρας αναστέναξε –αδιαφόρησα πλήρως.
Βγήκα πάλι στον διάδρομο, οι άνθρωποι άρχισαν να με κοιτάζουν πιο επίμονα τώρα που δεν προμήνυα τόσο φοβερούς μπελάδες. Χαμογέλασα και ξεκίνησα για τα ασανσέρ. Κάλεσα την καμπίνα την ώρα που κάποιος με άγγιξε στον ώμο. Πετάχτηκα και πόνεσα.
Δυο νοσοκόμοι. Υπολόγισα αν μπορούσα να τους σπρώξω και να τους περάσω όσο με κοίταζαν χαμογελαστοί.
«Μην ανησυχείς, είμαστε μαζί σου», είπε ο πρώτος.
Ο δεύτερος σταύρωσε τα χέρια στο στήθος προσποιούμενος οτι περιμένει το ασανσέρ. Έτσι λοιπόν –είναι μαζί μου. Μήπως αυτό δεν λένε σε όσους έχουν πάθει κρίση για να τους ηρεμήσουν και να τους μαντρώσουν χωρίς αντίσταση; Δεν υπήρχε πιθανότητα να την κοπανήσω έτσι όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση, θα περίμενα λοιπόν την ευκαιρία μου στο ασανσέρ. Η καμπίνα ήρθε, μπήκαμε. Δεν πρόλαβα να δώσω διαδρομή επειδή ο ένας από τους νοσοκόμους το έκανε πριν από μένα. Άρα, η μόνη μου πιθανότητα ήταν να σταματήσει κάποιος το ασανσέρ για να μπει. Κάποια πιθανότητα....
«Θα σε βγάλουμε έξω», είπε ο νοσοκόμος.
«Εκεί θα σε περιμένει κάποιος δικός μας», συμπλήρωσε ο άλλος.
«Και γιατί όλα αυτά;» αναρωτήθηκα.
«Επειδή είμαστε μαζί σου».
Τους κοίταξα. Νεαρά παιδιά με τριμμένες λευκές μπλούζες, άρα κανονικοί νοσοκόμοι.
«Και ποιοι είσαστε εσείς για να΄χουμε καλό ρώτημα;» ρώτησα.
Γέλασαν όσο κοιτάζονταν.
«Οι μοναδικοί που μπορούν να σε βοηθήσουν», είπαν.
«Και γιατί να θέλω βοήθεια δηλαδή;» αναρωτήθηκα.
«Επειδή είσαι έτοιμος να καταρρεύσεις, έχεις ένα σωληνάκι που πρέπει να βγει από μέσα σου κι αυτά είναι τα καλά νέα...» είπε ο νοσοκόμος.
«Και τα κακά νέα;» ρώτησα ξανά.
«Πώς σου φαίνεται η κατηγορία για δολοφονίες και η εμφύτευση πομπού;» ρώτησε ο άλλος νοσοκόμος.
«Ενδιαφέρουσες προοπτικές, αρκεί να μην αφορούν μένα», διαπίστωσα.
Κούνησαν τα κεφάλια τους περίλυποι.
Δε μιλήσαμε για λίγο.
«Τελικά τη γιατρό....» είπε ο ένας.
«Ποια γιατρό;» απόρησα.
«Αυτή που σε χειρούργησε....»
«Α, ναι. Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα ο τρόπος της κι έχω μια ευαισθησία όταν με ανοίγουν παρά τη θέλησή μου...»
«Άρα...» έκανε ο νοσοκόμος.
«Αργούμε;» ρώτησα.
«Φτάσαμε», είπε.
Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε.
Δεν με απασχολούσε ο κόσμος που μπαινόβγαινε στο λόμπι του νοσοκομείου, αυτοί είχαν τις δικές τους δουλειές να κοιτάξουν. Όμως δίπλα στην πόρτα κάθονταν δυο βαριεστημένοι ηλίθιοι από εκείνους που βάζουν φρούρηση για καθαρά τυπικούς λόγους. Δεν θα ήταν δύσκολο να τους περάσω, υπέθεσα.
Κι έτσι διάλεξα τον έναν απ΄αυτούς, εκείνον δηλαδή που κοίταζε εντελώς απροκάλυπτα τους ανθρώπους στο λόμπι, αυτόν διάλεξα. Πήγα γρήγορα κοντά του, πριν προλάβει να με δει καλά, και πέρασα σπρώχνοντάς τον.
«Συγνώμη», είπα.
«Κάνε πιο κει», διαμαρτυρήθηκε.
Τον άφησα να με σπρώξει με τη σειρά του μέχρι την πόρτα της εξόδου.
Εκεί έξω ο ήλιος υπήρχε σαν ξεθωριασμένη ανάμνηση. Δεν έβρεχε, αλλά έκανε κρύο. Μάζεψα την καινούργια μου καμπαρτίνα, τα παπούτσια μού έπεφταν κάπως μεγάλα κι έτσι έπρεπε να περπατάω προσεκτικά, μη σκοντάψω.
Ήμουν έξω, με μια ετοιμόρροπη ψευδαίσθηση ελευθερίας, ένα σωληνάκι που κρεμόταν στο στήθος κι έναν πομπό φυτεμένο κάπου πάνω απ΄τα νεφρά. Χαμογέλασα, ποτέ μη λες: «χειρότερα δε γίνεται».
Περπάτησα αργά για να δώσω τον χρόνο στον υποθετικό δικό μου να με πλησιάσει. Το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο ρυθμισμένους ανθρώπους, συμπέρανα λοιπόν οτι επρόκειτο για έναρξη βάρδιας. Προχώρησα αποφεύγοντας. Ένας νευρικός κοντός άντρας περπατούσε αντίθετα με μένα, όταν βρεθήκαμε φάτσα με φάτσα μ’ έπιασε από το μπράτσο, πριν προσπεράσει εντελώς, και με έστριψε 180 μοίρες.
«Από την άλλη», μουρμούριζε όσο το έκανε.
Τον άφησα κι εκείνος μου άφησε το μπράτσο. Περπατούσαμε τώρα σαν δυο καλοί συνάδελφοι που πηγαίνουν να προλάβουν τη βάρδια.
«Για πού;» ρώτησα.
«Για κάπου σίγουρα», είπε.
Τι εννοούσε; Οτι σίγουρα θα πηγαίναμε κάπου ή οτι θα πηγαίναμε κάπου που θα κρυβόμασταν στα σίγουρα;
«Μου είπαν οτι έχω πομπό», τον προειδοποίησα.
«Όλοι κάτι έχουμε σ΄αυτή τη ζωή», φιλοσόφησε ο κοντός.
Σήκωσα τους ώμους, είχα κάνει το χρέος μου.
Ο κοντός με καθοδηγούσε όντας συνέχεια ένα βήμα πιο μπροστά μου, θαύμασα την ταχύτητα και την ευκινησία του. Κάποιες φορές έριχνε για λίγο τον γρήγορο ρυθμό περπατήματος, σαν κάτι να έψαχνε τριγύρω, και μετά ξανάρχιζε το τροχάδην.
«Πήγαινε λίγο πιο αργά», του ζήτησα.
«Σωστά, ξέχασα πώς είσαι από νοσοκομείο...» μούγκρισε σα να κατσάδιαζε τον εαυτό του. Ή ίσως και να το είπε επιτιμητικά για μένα –δεν έβγαινε άκρη με τον κοντό.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή με έπιασε από το μανίκι.
«Περίμενε», προειδοποίησε.
Κοίταξα εκεί που κοίταζε, άντρες με μαύρες καμπαρτίνες, ίδιες ακριβώς με αυτή που φορούσα εγώ, έλεγχαν τους περαστικούς.
«Σε πήραν είδηση», μου είπε.
«Και πολύ άργησαν», σχολίασα.
«Μείνε πίσω μου κι όταν κάνω την κίνηση τρέχα», είπε.
«Πού να τρέξω;» απόρησα.
«Τρέχα όπου να’ναι», δυσανασχέτησε.
Δεν έβγαζα άκρη.
Αλλά αυτός ξεκίνησε φουριόζος, το προηγούμενο τροχάδην του έμοιαζε με περίπατο ηλικιωμένου σε σχέση μ΄αυτό. Οι άντρες με τις μαύρες καμπαρτίνες τον εντόπισαν όταν τους πλησίασε στα τρία μέτρα περίπου, δύο απ΄αυτούς γύρισαν προς το μέρος του, ένας συνέχισε να κοιτάζει τον κόσμο κι ένας ακόμα, πίσω τους, έφερε το χέρι στην τσέπη ψάχνοντας το όπλο του.
Αλλά ο κοντός ήταν γρήγορος. Ήδη περνούσε ανάμεσα από τους δυο άντρες που είχαν στραφεί προς το μέρος του και τώρα έδειχναν να καταρρέουν λες και ήταν από χαρτόνι. Ο άντρας που έλεγχε το πλήθος στράφηκε τώρα προς τον κοντό ενώ ο άλλος έβγαλε το πιστόλι του και πυροβόλησε. Ήταν η ώρα μου.
Ένας περαστικός έπεσε στο πεζοδρόμιο, ο κόσμος άρχισε να ουρλιάζει κι εγώ έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, νιώθοντας οτι προχωράω σε αργή κίνηση, μόνος σ΄ένα κόσμο υπερηχητικών ανθρώπων. Έτρεχα προσέχοντας μονάχα να αποφύγω τους υπόλοιπους ανθρώπους που έτρεχαν κι αυτοί. Θέλαμε να ξεφύγουμε ή κάτι τέτοιο.
Ένα χέρι, με έπιασε, με φρέναρε, ούρλιαξα. Όλο μου το κορμί τραντάχτηκε.
«Εδώ», είπε το χέρι.
Αφέθηκα να περάσω το κατώφλι ενός κτιρίου και ν΄ανακαλύψω οτι το χέρι ανήκε σε μια κοπελίτσα οστεώδη και μικροκαμωμένη.
«Ευχαριστώ», ήταν το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω.
Αλλά η κοπελίτσα μού είχε ήδη γυρίσει την πλάτη, έτρεχε σ΄ένα μακρόστενο διάδρομο, την ακολούθησα λοιπόν, όσο μπορούσα. Επειδή ο φωτισμός ήταν άθλιος. Σταμάτησε απότομα και μου έδειξε μια πόρτα. Την άνοιξα, μπήκα.
Ο αδύνατος αόρατος άνθρωπος με τα ασημένια δόντια καθόταν πίσω από ένα τραπέζι και με κοίταζε χαμογελώντας. Δίπλα του μια γερασμένη γυναίκα με μακριά άσπρα μαλλιά. Το υπόλοιπο δωμάτιο ανατριχιαστικά γυμνό.
«Ε, λοιπόν αν σου πω οτι μου έλειψες...» χαμογέλασε αφήνοντάς με να θαυμάσω τα ασημένια δόντια του.
«Θα σου απαντήσω οτι είμαι πολύ κουρασμένος για μαλακίες», ψιθύρισα.
Ξεκαρδίστηκε όπως ακριβώς το συνήθιζε.
«Δεν είναι έκτακτος;» ρώτησε τη γυναίκα δίπλα του δείχνοντάς με.
«Υπάρχει αυτή η ιστορία με τον πομπό...» είπα εγώ.
«Μη σε ανησυχεί. Όσο είσαι μαζί μας το σήμα μπλοκάρεται», απάντησε εκείνος.
«Είναι αδύνατο να μπλοκαριστεί το σήμα», παρατήρησα.
«Έχεις δίκιο», μίλησε για πρώτη φορά η γυναίκα. Η φωνή της ήταν βαθιά και διστακτική ταυτόχρονα. «Το σήμα δεν μπορεί κανένας να το μπλοκάρει, μπορούμε όμως να γεμίσουμε τον τόπο σήματα....»
«Δηλαδή...» αναρωτήθηκα.
«Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δυο πομποί σαν τον δικό σου που εκπέμπουν εκεί έξω στον δρόμο. Ένας ακόμα που εκπέμπει μέσα από τον Μητροπολιτικό. Κάποιοι άλλοι που εκπέμπουν δυο χιλιόμετρα παρακάτω...» είπε ο άντρας με τα ασημένια δόντια.
«Αυτά είναι σαχλαμάρες», διαπίστωσα. «Δεν θα χρειαστεί πάνω από 2 ώρες στην Υπηρεσία να εντοπίσει όλους όσους έχουν πομπούς και να τους συλλάβει. Ειδικά αν συνεργαστεί με Σεκιούριτι...»
«Ούτε εμείς θα χρειαστούμε πάνω από δυο ώρες για να σου βγάλουμε τον πομπό», με πληροφόρησε ο άντρας.
«Πάλι εγχείριση;» δυσανασχέτησα. «Και τι μου λέει οτι δεν θα μου βγάλετε τον πομπό για να μου φυτέψετε κάτι άλλο;»
«Τίποτα δεν στο λέει. Απλώς, όπως μας εξήγησες πριν από λίγο η Υπηρεσία θα σε έχει εντοπίσει σε δυο ώρες το πολύ», απάντησε ο άντρας.
«Κι εγώ δεν θέλω να με εντοπίσει –σωστά;» το έπαιξα αργόστροφος.
«Με μια οικογενειακή δολοφονία, συν μια δολοφονία γιατρού, συν την παραβίαση επιχειρησιακών εντολών, εγώ δεν θα ήθελα να πέσω ξανά στα χέρια τους πάντως», υπολόγισε εκείνος.
Είχε δίκιο φυσικά. Αλλά κι εγώ από τη μεριά μου δεν είχα καμιά όρεξη να με ξανανοίξουν, στο τέλος θα μου βάζανε φερμουάρ για να γλιτώνουν τον κόπο.
«Είναι κάπως επίπονα όλα αυτά...» διαπίστωσε η γυναίκα.
Πλησίασα το τραπέζι, ακούμπησα τις παλάμες μου και έγειρα προς το μέρος της. Ο άντρας με τα ασημένια δόντια βρέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής αστραπιαία, έπρεπε να το θυμάμαι αυτό, για το μέλλον.
«Έχω αντοχή», ψιθύρισα. «Έχω αντοχή και υπομονή.... Αλλά υπάρχουν πράγματα που δεν καταλαβαίνω κι όταν δεν καταλαβαίνω εκνευρίζομαι κι όταν εκνευρίζομαι...»
«Σκοτώνεις επιβάτες του Μητροπολιτικού», είπε ο άντρας.
Γύρισα να τον κοιτάξω.
«Κανενός η τύχη δεν κρατάει για πάντα», τον προειδοποίησα.
«Σωστά. Αλλά η δικιά σου έχει στερέψει προ πολλού», μου εξήγησε.
«Λοιπόν Άγριε...» είπε σιγά η γυναίκα. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο....»
«Για να γίνει η εγχείριση», είπα εγώ.
Η γυναίκα ένευσε θετικά.
«Και που θα γίνει;» ρώτησα.
Η γυναίκα μού έδειξε μια πόρτα στο βάθος του δωματίου.
«Εντάξει. Πάμε», της είπα.
Μου χαμογέλασε στοργικά.
«Δεν ξέρω εγώ απ΄αυτά», είπε.
«Τότε;» αναρωτήθηκα.
Η πόρτα άνοιξε και είδα τον κοντό που με φυγάδευσε στο δρόμο. Δίπλα του το οστεώδες μικροκαμωμένο κορίτσι.
«Ένας άντρας γιατρός», διαπίστωσα. «Αυτό κι αν είναι έκπληξη».
«Εγώ είμαι νοσοκόμος», είπε ο κοντός.
«Δεν θα πονέσεις», είπε το οστεώδες κορίτσι. Και μετά, αφού το σκέφτηκε λίγο πρόσθεσε: «απ΄όσο ξέρω τουλάχιστον».
Σήκωσε τους ώμους.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και τους πλησίασα.
«Φτηνά τη γλίτωσες», είπα στον κοντό.
«Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο και για σένα», γέλασε εκείνος.
Έκλεισα τα μάτια λες κι έτσι θα μπορούσα να αποφύγω τα επακόλουθα. Ότι δεν βλέπω δεν υπάρχει, ότι δεν υπάρχει δεν το βλέπω...
Σκέφτηκα.

9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

bernardina είπε...

Επειδή κανείς δεν αγαπάει τη φορολογική δικαιοσύνη, το καινούργιο όνομα του προέδρου θα είναι τόσο παντοτινό όσο και η εξαγωγή του λίθου της τρέλας. Γι' αυτό ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι νομίζουν πως η προσευχή είναι ένας νεκρός κροκόδειλος. Όμως, αφού η χελώνα έγινε κέδρος, όλοι βλέπουν τους αόρατους. Όσο για τα ψάρια που ταξιδεύουν γύρω από τους καρχαρίες, δεν είναι παρά μετεγχειρητικές επιπλοκές.

Φτάνει αυτό ως σχόλιο; Αν όχι, έχω κι άλλο, χεχεχε

Sotiris είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Sotiris είπε...

Mix the tricks !

Εντάξει, μοτοσακέ, σε παραδέχομαι, παίρνεις ολίγη από επανάστασηση όπως στην ιστορία με το ξενοδοχείο, προσθέτεις έναν αυτοκαταστροφικό ήρωα στην ιστορία με την Άλεξ, γαρνίρεις με τυπάκια-μορφές όπως οι φίλοι του ήρωα στην ιστορία με το θεατρικό και ολοκληρώνεις με ένα κρεσέντο δολοφονιών όπως στην ιστορία με την κιθάρα! Και όλα αυτά , σε μια μελλοντολογική ιστορία μυστηρίου, συνομωσιών και δράσης.

Εντάξει, πιστεύω ότι πλέον έχεις ανέβει σε δυσθεόρατα ύψη σουξέ! Είσαι συνώνυμο της επιτυχίας φιλαράκι σε λέω !

Περιμένω το επόμενο. Μικρό μου φάνηκε αυτό. Και μην μου αρχίσεις πάλι το κλισέ του "γράφω όπως κυλάει η ιστορία" γιατί το έχουμε καταλάβει όλοι ότι είσαι κρυφοπουτανίτσα και τα έχεις όλα γραμμένα από πριν και απλά τα δίνεις με δόσεις για να φτιάξει hype γύρω από το ονοματάκι σου. Φήμες λένε ότι σύντομα θα κυκλοφορήσεις και την πρώτη έκδοση του βιβλίου σου στο Αλτερ... Αληθεύουν οι φήμες μοτοσακέ ;;;;

The Motorcycle boy είπε...

Bernardina, θα έμπαινα στο τριπ να βγάλω τίτλο στο επόμενο που να σου χαλάει τη συνταγή αλλά ξέρω οτι τέτοιος τίτλος είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί, άσε που με τον καύσωνα απορώ που τελικά αυτές οι ιστορίες έχουν τίτλους!

Σωτήρη, θα σου πω μια μικρή ιστορία, υπήρχε ένας τεράστιος συγγραφέας και σκηνοθέτης ο οποίος, όταν τον ρωτούσαν για το έργο του έλεγε οτι αυτό αντιπροσωπεύεται από μια φράση που είχε πει κάποτε ένας παλιός συνεργάτης του και η φράση ήταν: "ο Νικολαϊδης; καλός αλλά μια ζωή την ίδια ταινία γυρίζει". Αφού λοιπόν εκείνος γύριζε την ίδια ταινία μια ζωή ποιος είμαι εγώ που θα αλλάξω εμμονή και θεματολογία; Ή έστω ήρωες;
Μακάρι να τις είχα έτοιμες αυτές τις ιστορίες, αλλά η ύπαρξη του μπλογκ είναι η αιτία που οι ιστορίες προχωράνε -αν δεν δημοσίευα τσακ μπαμ θα τις βαριόμουν και θα τις παρατούσα στη μέση.
Μικρό; 9 σελίδες Α4!
Στο Άλτερ θα κυκλοφορήσει το βιβλίο μου με τίτλο "Απόψε τρώμε στου Σέσουλα" και θα χρησιμοποιήσω το ψευδώνυμο Αγησίλαος Καληδόνης -δεν είναι φήμες λοιπόν αυτά που άκουσες.

bernardina είπε...

Προς τι η απορία; Όλοι οι συνθέτες το ίδιο μουσικό θέμα γράφουν, όλοι οι σκηνοθέτες την ίδια ταινία γυρίζουν, όλοι οι ποιητές το ίδιο ποίημα αναπτύσσουν, όλοι οι ζωγράφοι τον ίδιο πίνακα ζωγραφίζουν... Η εξήγηση είναι απλή, τόσο με όρους τέχνης όσο και με όρους ψυχολογίας. Η ζωή μας είναι η Μέρα της Μαρμότας και ψάχνουμε να βρούμε τι είναι αυτό που κάποτε θα μας βγάλει επιτέλους από τον φαινομενικά κλειστό κύκλο της φαινομενικά αέναης επανάληψης. Εν τω μεταξύ ξέρουμε πώς λέγεται και πώς συμβαίνει, αλλά κάνουμε την κορόιδα γιατί χεζόμαστε πάνω μας από το φόβο όταν σκεφτόμαστε τη λέξη. Γιατί η ζωή δεν είναι πρόβα -είναι ΤΟ έργο. Εξ ου και είναι εντελώς ηλίθια η συμβουλή "μην κάνεις τα ίδια λάθη". Μα ΜΟΝΟ τα ίδια λάθη μπορούμε να κάνουμε. Γι' αυτό και ο ορισμός της τρέλας είναι να προσπαθείς να φέρεις διαφορετικό αποτέλεσμα χρησιμοποιώντας πάντα την ίδια μέθοδο... χεχεχε. (Σας απέλπισα πρωί πρωί ή όχι ακόμα; Αν θέλετε μπορώ να προσπαθήσω κι άλλο, αν και καταβάθος το πράγμα έχει μεγάλη πλάκα αν το δει κανείς από την κατάλληλη οπτική γωνία).

Την καλημέρα μου την είπα; Όχι;;; Ντροπή! Καλημέρα παιδάκια.

Α, και πού 'σαι, μότορα; Ό,τι τίτλο και να βάλεις, πας στοίχημα ότι θα βρω τρόπο να το γράψω το "ποίμα;" ;-)

La koumbara είπε...

Και μετά; Άντε πάλι να περιμένουμε μια βδομάδα!

Καλημέρα κι από εμένα :)

The Motorcycle boy είπε...

Αυτό είπα ρε Μπερνάρ -πώς ότι τίτλο και να βάλω θα κολλήσει.

"Καλημέρα -σας είπα οτι όλοι θα πεθάνετε;" Χαχαχαχα.

Κουμπάρα, μάλλον θα κάνει διακοπές το μαγαζί για κάποιο χρονικό διάστημα. Οπότε ίσως αργήσει το επόμενο κεφάλαιο αλλά αυτό δεν σημαίνει πώς δεν θα εμφανιστεί ένα τρομερό κείμενο εδώ πέρα (τρομερό επειδή δεν είναι δικό μου!)

spyros therianos/mimnhs androylakis είπε...

ante na psofisete vromompatsoi, dolofonoi ntavatzides

o xaros o dol kai seis. moynopana

The Motorcycle boy είπε...

Ο ΔΟΛ ε; Ενδιαφέρον.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι