Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 20, 2010

10. Η αναγκαστική αλήθεια στον βολικό λήθαργο

Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
3. "Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας"
4. Ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι
5. Η προσευχή είναι ένας νεκρός κροκόδειλος
6. Αφού η Χελώνα έγινε Κέδρος
7. Όλοι βλέπουν τους αόρατους
8. Για τα ψάρια που ταξιδεύουν γύρω από τους καρχαρίες
9. Μετεγχειρητικές επιπλοκές

Ησυχία. Ακινησία. Λουλούδια στην άκρη του ματιού μου, μυρίζουν τόσο ανεπαίσθητα όσο φαίνονται. Θέλω να γυρίσω το κεφάλι αλλά φοβάμαι κάπως. Η νάρκωση. Δεν υπήρξε ολική νάρκωση. Δεν έβλεπα, δεν ένιωθα αλλά ήξερα. Τα λουλούδια. Είμαι σίγουρος οτι υπάρχουν λουλούδια. Να κοιμηθώ.
Θρόισμα. Υγρασία. Κάτι ευχάριστα δροσερό περνάει πάνω από τα κλειστά μάτια, θα αναστέναζα ανακουφισμένος αν διέθετα την πολυτέλεια του αναστεναγμού, ο αέρας μυρίζει γαργαλιστική ευτυχία, το ευχάριστα δροσερό επιμένει να καθαρίζει τα μάτια μου από τις τσίμπλες. Να ξυπνήσω.
Ανοίγω τα μάτια.
Η μικροκαμωμένη κοπέλα χαμογελάει. Σκυμμένη πάνω μου.
«Έχεις τα χάλια σου –το ξέρεις;» ρωτάει.
Μάλλον εμένα.
Νομίζω οτι χαμογελάω κι εγώ.
«Παθογενείς δυσπλασίες σε ζωτικά όργανα», είπε η κοπέλα.
«Μη γίνεσαι πρόστυχη», της ζήτησα.
Γέλασε.
Και μου ξανάβαλε τη μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπο.
Απόγευμα πίσω από τις μισοτραβηγμένες κουρτίνες. Κίνηση στο πεζοδρόμιο απέξω. Φωνές ανήσυχων ανθρώπων. Απόγευμα.
Η πόρτα απέναντι από τα μάτια μου ανοίγει, μπαίνει η γερασμένη γυναίκα με τα άσπρα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Πίσω της γλιστράει σχεδόν απαρατήρητος ο αόρατος αδύνατος άντρας.
«Καλή ανάρρωση», μου εύχεται εγκάρδια η γυναίκα.
«Ευχαριστώ», απαντάω.
«Ταχεία ανάρρωση πες καλύτερα», τη διορθώνει ο άντρας.
Τον αγριοκοιτάζω ή τουλάχιστον προσπαθώ.
«Ο πομπός...» λέω.
«Αφαιρέθηκε», λέει η γυναίκα.
«Όμως...» συνεχίζω.
«Ξέρουμε οτι δεν αδρανοποιείται, φροντίσαμε λοιπόν να τον απομακρύνουμε από εδώ».
«Η πορεία καταγράφεται», συμπληρώνω.
«Και λοιπόν;» απορεί ο άντρας.
«Όταν νυχτώσει θα φύγουμε», μου εξηγεί η γυναίκα.
«Γιατί όλα αυτά;» ρωτάω.
«Επειδή...» λέει η γυναίκα.
«Απλώς επειδή», συμπληρώνει ο άντρας.
«Κοίτα να γίνεις γρήγορα καλά», συνεχίζει η γυναίκα.
«Αν δεν με ξανανοίξετε τώρα σύντομα...» ψιθυρίζω.
«Μα δεν είναι έκτακτος;» πανηγυρίζει ο άντρας γελώντας.
Βγαίνουν.
Τότε συνειδητοποιώ οτι δεν μπορώ να κουνηθώ επειδή απλώς δεν έχω σώμα. Δεν έχω σώμα.
«Γιατί δεν έχω σώμα;» απαιτώ να μάθω ουρλιάζοντας.
Μπαίνει ο κοντός, δείχνει ανήσυχος.
«Θα μας ακούσουν απέξω», μου λέει.
«Γιατί δεν έχω σώμα;» τον ρωτάω.
«Η νάρκωση», μου απαντάει.
Εντάξει.
«Μην κοιμηθείς. Σε λίγο φεύγουμε», λέει.
Αδύνατο να σηκώσω τα βλέφαρά μου.
Μια κίνηση παλινδρομική, μάλλον μεταφορά με φορείο, προσπαθώ να παραμείνω σε ύπνωση αλλά τα σκαλιά δυσκολεύουν την κατάσταση. Παρατεταμένο σούρσιμο, πού διάβολο βρήκαν αυτοκίνητο; Όλα πιο ομαλά στη συνέχεια.
Γύρισα προσεκτικά αλλάζοντας πλευρό. Άνοιξα πάλι τα μάτια νιώθοντας εκνευρισμό. Το όχημα ακολουθούσε μια ομαλά ακατάστατη πορεία. Κοίταξα. Η μικροκαμωμένη κοπέλα και δίπλα της ο κοντός. Μιλούσαν ψιθυριστά.
«Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα;» ζήτησα να μάθω.
Τινάχτηκαν ξαφνιασμένοι.
«Ξύπνησες;» ρώτησε ο κοντός.
Δεν απάντησα. Τι να απαντήσω δηλαδή;
«Πονάς πουθενά;» ρώτησε η κοπέλα.
«Όχι –δε νομίζω...»
Ήρθε από πάνω μου με ένα βρεγμένο πανί. Άρχισε πάλι να μου καθαρίζει τα μάτια. Ήταν ωραία αίσθηση. Αναστέναξα κι αυτό το θεώρησα βελτίωση της κατάστασής μου. Πιέστηκα αλλά πάλι δεν κατάφερα να χαμογελάσω.
«Ευχαριστώ», της είπα.
«Ξεκουράσου, έχεις περάσει πολλά», μου ζήτησε.
Άρχισα τώρα να τεντώνομαι, το πρώτο πράγμα που ψάχνεις όταν ξυπνάς σε ένα νοσοκομείο είναι με ποιες κινήσεις πονάς, μόνο που εγώ δεν ξύπνησα τώρα από την επέμβαση, ούτε αυτό εδώ είναι νοσοκομείο και νιώθω να επαναλαμβάνομαι. Έτσι θα μοιάζει η καθημερινότητά μου πλέον;
«Που πάμε;» ρώτησα χωρίς να απευθύνομαι σε κάποιον συγκεκριμένα.
«Στους δικούς σου», απάντησε ο κοντός.
«Ποιους δικούς μου;»
«Δεν έχεις κανέναν; Γυναίκα; Παιδιά;»
Ξέρω ‘γω; Έχω;
Πολύ θα ήθελα να ξανακοιμηθώ αλλά αυτό ήταν πλέον αδύνατο.
Φασαρία. Ένα δάσος θορύβων, άνθρωποι διαλαλούν εμπορεύματα, άνθρωποι βρίζονται, άνθρωποι απειλούν, ένα δάσος ανθρώπων. Το αυτοκίνητο περνάει μέσα από το δάσος αργά. Προσπαθώ να μην πέσω στην παγίδα, να μην επικεντρωθώ στην παρακολούθηση κάποιας συγκεκριμένης συνομιλίας, κάτι τέτοιο θα μου απέφερε μονάχα έναν ξεγυρισμένο πονοκέφαλο.
«Δύο Σφαρού είναι πολλά».
«Εντάξει, μην τα δίνεις τότε».
«Δεν πάει έτσι, όχι, δεν πάει καθόλου έτσι. Ρίξε την τιμή στο ενάμιση τουλάχιστον».
«Γιατί να το κάνω; Μπορώ να πιάσω μέχρι δύο Σφαρού».
«Όχι, δυο Σφαρού είναι πολλά».
«Εντάξει, ξεφορτώσου με τώρα».
«Χρειάζομαι οπωσδήποτε....»
Το κεφάλι μου. Αρχίζει να πονάει.
«Έχεις κάτι; Δε νιώθεις καλά;» ρωτάει ο κοντός.
«Δώσμου κανένα παυσίπονο», ζητάω.
«Όταν φτάσουμε», λέει.
Πού να φτάσουμε;
«Ένα Κόσμος μισό Σφαρού».
«Είσαι τρελή;»
«Ένα Κόσμος ένα Σφαρού κι εγώ μαζί».
«Τι να σε κάνω εσένα;»
«Ότι θέλεις για μισή ώρα...»
«Τίποτα δε θέλω να σε κάνω. Μόνο τα Κόσμος σου θέλω».
«Εντάξει, αλλά κι εμείς πρέπει να φάμε. Είμαστε οικογένεια...»
«Δικιά μου;»
«Τι;»
«Δικιά μου οικογένεια είσαστε; Δυο Κόσμος μισό Σφαρού κι αν θέλεις...»
«Μήπως να στα δώσω τζάμπα τα Κόσμος;»
Ο πονοκέφαλος δυναμώνει.
Το αυτοκίνητο σταματάει, ξαναξεκινάει και πάλι απ΄την αρχή. Πόσες φορές; Πολλές φορές.
«Φτάσαμε».
Εντελώς ανέλπιστα.
Σφίγγω τα δόντια επειδή ξέρω οτι τώρα θα με μεταφέρουν. Κλείνω τα μάτια.
«Άντε, σήκω να μπούμε μέσα», λέει ο κοντός.
Ανοίγω τα μάτια. Σε μένα το λέει; Ανασηκώνω το κεφάλι από το φορείο. Σε μένα το λέει. Στηρίζομαι στους αγκώνες, ψευτοσηκώνομαι, δεν είναι εύκολο. Ο κοντός με πιάνει από πίσω, περνάει τα χέρια του κάτω από τις μασχάλες μου, ο αόρατος με τα ασημένια δόντια εμφανίζεται από το πουθενά για να βοηθήσει. Νιώθω ανήμπορα γελοίος όσο με σέρνουν. Αλλά προλαβαίνω να δω οτι βγήκαμε από φορτηγάκι, επειδή αυτό το φορτηγάκι κρύβει τώρα την είσοδο της πολυκατοικίας που μπαίνουμε. Δεν βλέπω τον διάδρομο της πολυκατοικίας επειδή με πηγαίνουν ανάποδα.
«Σκαλί», φωνάζει κάποιος.
Προσέχω κατεβαίνοντας. Πού πάμε;
«Έχουμε πολύ ακόμα;»
«Φτάσαμε», λέει ο κοντός.
Με ακουμπάνε σε μια καφέ πόρτα μέχρι να την ξεκλειδώσουν, μετά με βάζουν μέσα, μέχρι ν΄ανάψουν το φως δε φαίνεται τίποτα.
Ξαφνικά αδυσώπητο φως, γυμνή λάμπα μοιάζει να ταλαντώθηκε με την απότομη πυράκτωση, κλείνω τα μάτια ενοχλημένος.
«Προσωρινά θα μείνουμε εδώ», μου λέει.
Ανοίγω τα μάτια. Ο αόρατος άνθρωπος με τα ασημένια δόντια.
«Γιάν», μουρμουρίζω.
«Ναι;» περιμένει.
«Σε λένε Γιάν», συμπληρώνω.
«Καλά που μου το΄πες –δεν το’ξερα», αλληθωρίζει κοροϊδεύοντας.
«Σε λένε Γιάν», επαναλαμβάνω. Περισσότερο για να πειστώ εγώ ο ίδιος.
«Θες τίποτα άλλο ή θα περάσουμε κάνα μισάωρο με τις συστάσεις;» αδημονεί. Μάλλον προσποιητά.
«Τι αριθμό έχεις;» τον ρωτάω.
Με κοιτάζει επίμονα.
«Τον αριθμό σου», ξαναλέω.
Είμαι καθισμένος σε μια ετοιμόρροπη πολυθρόνα με κουμπιά απομίμηση κοκ πιτ αεροπλάνου. Πιέζω ένα κουμπί στην τύχη κι ακούγεται μουσική, για λίγο. Μετά το μικρόφωνο βγάζει κάτι γρατζουνίσματα και η έντασή του μειώνεται απότομα. Μένει μονάχα ένα γουργούρισμα σα γάτας.
«Ξεκουράσου, χρειάζεσαι ξεκούραση», ψιθυρίζει ο Γιάν.
«Τον αριθμό σου», επιμένω.
«Δεν έχω αριθμό –με λένε Γιάν και παράτα με», απαντάει εκείνος.
«Όλοι έχουμε αριθμό», λέω. «Ακόμα κι αν αρνηθούμε τον αριθμό μας αυτός εξακολουθεί να υπάρχει».
Σηκώνεται όρθιος, σκύβει πάνω μου.
«Νομίζεις στ΄αλήθεια οτι όλοι έχουν αριθμό;» με ρωτάει.
«Όλοι εκτός από αυτούς που γεννήθηκαν πλούσιοι κι εσύ δε μου φαίνεσαι για τέτοιος», λέω.
«Μπορεί και να κάνεις λάθος...» μουρμούρισε.
«Λάθος; Υποστηρίζεις οτι γεννήθηκες πλούσιος;» τον αμφισβήτησα σε βαθμό κολικού χαμηλά δίπλα στην κοιλιά.
«Υποστηρίζω οτι δεν είναι μόνο οι πλούσιοι που δεν πήραν ποτέ τους αριθμό. Είναι και όσοι ποτέ τους δεν έπιασαν δουλειά», είπε.
«Αυτό δεν γίνεται», ξεκαθάρισα. «Όλοι έχουμε δουλέψει κάποια στιγμή. Μπορεί να χάσεις τη δουλειά σου και ο αριθμός σου να πέσει σε αχρηστία αλλά....»
«Στ΄αλήθεια τις πιστεύεις αυτές τις σαχλαμάρες;» γέλασε ο Γιάν.
«Σ΄αυτές τις σαχλαμάρες στηρίχτηκαν τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής μου, άρα θα πρέπει να είναι αληθινές», απάντησα.
«Θα πρέπει;» απόρησε.
«Θα πρέπει. Όλα αυτά είναι αληθινά ακόμα κι αν είναι σκέτα ψέματα. Δεν γίνεται αλλιώς», του είπα.
Μετά έγειρα πίσω στην πολυθρόνα, πήρα βαθιά ανάσα και ξαναρώτησα.
«Τον αριθμό σου».
«Εξ Ον 13», μου απάντησε.
«Τόσο καλά λοιπόν», θαύμασα.
«Αν υποθέσουμε οτι όλα αυτά είναι αλήθεια...» μουρμούρισε.
«Όλα αυτά είναι αλήθεια», του υπενθύμισα.
Και ακούμπησα στο μαξιλάρι της πολυθρόνας γυρεύοντας λίγο ύπνο. Ματαιοπονούσα.
Τότε ήρθε ο πόνος να με αποβλακώσει και μια κούραση αφύσικη, ένας ύπνος ψεύτικος, τόσο που δεν μπορούσα ούτε φάρμακα να ζητήσω. Κι από ποιον δηλαδή; Είχα μείνει μόνος στο δωμάτιο, ήμουνα σχεδόν σίγουρος γι΄αυτό. Ένιωθα το σαγόνι μου να κρεμάει αλλά δεν υπήρχε σάλιο να τρέξει στις άκρες των χειλιών μου, είχα ξεραθεί από ώρα πολλή και ήμουνα τώρα ένα άγαλμα του οποίου ο πηλός δεν είχε ακόμα πήξει. Παρέμενα εδώ μέχρι να πήξω, να παγώσω. Και προσπαθούσα να διασκεδάσω την αναμονή με κάποια όνειρα, ήμουνα λέει σε μια σπηλιά και γύρω μου ίσκιοι που με την ώρα μεταλλάσσονταν σε... Ή μάλλον κολυμπούσα σε ασυννέφιαστη λίμνη και τα ψάρια με δάγκωναν στις γάμπες αλλά δεν ήταν ψάρια τελικά -ή αλλιώς πετούσα στα σύννεφα, ναι, αυτό ήταν, πετούσα πάνω από τη μισοσκότεινη πόλη και είχε καπνό αρκετό, μου γέμιζε τα ρουθούνια, μου έκαιγε τον ουρανίσκο όπως πετούσα πάνω από τη μισοσκότεινη πόλη με τους έρημους δρόμους και τα ανοιχτά φώτα που δούλευαν άσκοπα σε έρημα σπίτια κι όπως πετούσα...
Κάπου χτύπησε το κεφάλι μου και πόνεσα.
Άνοιξα τα μάτια. Το κεφάλι μου είχε κοπανήσει στο μπράτσο της πολυθρόνας.
Εκείνη πετάχτηκε από τη θέση της, η θέση της ήταν ένας καναπές απέναντί μου, πετάχτηκε και με αγκάλιασε, κρέμασε τα μπράτσα της στον λαιμό μου γονατίζοντας μπροστά μου.
«Είσαι εντάξει; Γι΄αυτό επέμενα να ανέβεις επάνω, να κοιμηθείς λίγο σε κρεβάτι....» είπε ανήσυχη.
«Από πότε είσαι εδώ;» ρώτησα.
«Από χτες το βράδυ», απάντησε.
«Δε σε θυμάμαι».
«Μισοκοιμόσουν γι΄αυτό. Σε παρακάλεσα ν΄ανέβεις επάνω να ξαπλώσεις...»
«Είμαστε σπίτι μας;»
Με κοίταξε στενάχωρα.
«Όχι δεν είμαστε σπίτι μας Άγριε. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αυτό το ρημάδι από το σπίτι μας;»
«Όταν είσαι μέσα στην ΑΔΙ οι χώροι μπερδεύονται», προσπάθησα να δικαιολογηθώ.
«Τι είναι η ΑΔΙ;» ρώτησε.
Την κοίταξα προτιμώντας να μη μιλήσω. Μέσα στην ΑΔΙ οι χώροι μπερδεύονται και οι οντότητες χάνονται, άσε που κάποιες φορές δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν είσαι μέσα στην ΑΔΙ ή όχι. Προτίμησα λοιπόν να ζητήσω ένα ποτήρι νερό επειδή το στόμα μου είχε ξεραθεί, όπου κι αν βρισκόμασταν.
Βγήκε από το δωμάτιο, την άκουσα ν΄ανοίγει ένα μπουκάλι, άκουσα το ποτήρι να γεμίζει και μετά βρέθηκε πάλι δίπλα μου. Όμορφη, ήσυχη, στοργική –όπως ακριβώς πρέπει να είναι η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. Ήπια το νερό προσπαθώντας να μη γελάσω.
«Δεν βλέπω την ώρα να γίνεις καλά, να μπορέσεις να σηκωθείς, να φύγουμε από δω μέσα», μου είπε.
«Γιατί; Τι έχει εδώ μέσα;» ρώτησα.
«Μάτια. Πολλά μάτια», ψιθύρισε.
Κοίταξα πάνω από τον ώμο της ασυναίσθητα
«Που είναι οι υπόλοιποι;» ρώτησα.
«Ο Γιάν με την Άννα είναι επάνω, κάτι κουβεντιάζουν. Οι άλλοι μάλλον έφυγαν, δεν χρειάζεσαι εξειδικευμένη ιατρική φροντίδα....»
«Άφησαν τίποτα φάρμακα;»
«Φάρμακα;»
«Για τον πόνο...»
«Θα πάρεις φάρμακα;»
«Αν πονάω...»
«Εντάξει. Θα ρωτήσω τον Γιάν... Αλλά είσαι σίγουρος;»
«Μα γιατί απορείς;»
«Επειδή εσύ απεχθάνεσαι τα φάρμακα...»
«Ναι ε;»
Με κοιτάζει μπερδεμένη. Να τρομάξει ή να γελάσει; Δεν σκοπεύω να την διευκολύνω, για την ακρίβεια δεν είμαι σε θέση. Γι΄αυτό την αφήνω να χαθεί πίσω από την πόρτα που ανοιγοκλείνει, μετά ψάχνω τριγύρω, κάπου να καθρεφτίσω το είδωλό μου, είναι θέμα ματαιοδοξίας. Ή ανασφάλειας, τι γυρεύει μια τόσο όμορφη γυναίκα μαζί μου; Αν πρόκειται για ΑΔΙ, η γυναίκα αυτή έχει φτιαχτεί μέσα στις απολήξεις των επιθυμιών μου, έχουν πάρει ανεκπλήρωτους έρωτες, συγγενικά πρόσωπα.... Η αναπνοή μου βρωμάει, φταίνε τα φάρμακα γι΄αυτό.
Χρειάζομαι όμως. Φάρμακα.
Η πόρτα ανοίγει σχεδόν απότομα, τρεις άντρες, ντυμένοι με στρατιωτικά μπουφάν σαν συνταξιούχοι εταιρείας Σεκιούριτι. Πρόσωπα σημαδεμένα, απ΄αυτά που σε κάνουν να απορείς αν τελικά οι έγνοιες ή οι σφαίρες αφήνουν χειρότερο αποτύπωμα. Το αντίθετο του αόρατου άντρα με τα ασημένια δόντια είναι αυτοί εδώ. Όταν τους δεις αποκλείεται να τους ξεχάσεις. Χαμογελάω, με κοιτάζουν εξεταστικά.
«Λοιπόν;» ρωτάει ο ένας τους.
Ποιον ρωτάει; Εμένα κοιτάζει όσο ρωτάει αλλά δεν είμαι σίγουρος σε ποιον απευθύνεται.
«Εντάξει –μια χαρά», απαντάει ο άντρας νούμερο 2 βγάζοντάς με από τη δύσκολη θέση.
Ο τρίτος άντρας βηματίζει στο δωμάτιο, εξαφανίζεται πίσω από την πλάτη της πολυθρόνας, ξαναεμφανίζεται μετά από λίγο.
«Θα κρατήσει πολύ ακόμα αυτό το αστείο;» γκρινιάζω.
«Συγνώμη, είμαστε αδιόρθωτοι», απολογείται ο άντρας νούμερο 2.
«Αλλά πολλές φορές το άγχος καθορίζει τη συμπεριφορά μας», συνεχίζει ο άντρας νούμερο 1.
Ο τρίτος παραμένει αμίλητος.
«Είμαστε η συντονιστική επιτροπή», λέει ο νούμερο 2.
«Τι συντονίζετε δηλαδή;» απορώ.
«Την εξέγερση –τι άλλο;» απορεί έκπληκτος ο νούμερο 1.
«Την εξέγερση...» επαναλαμβάνω.
«Είμαστε στο τελικό στάδιο προετοιμασίας, γι΄αυτό δεν έχεις πάρει χαμπάρι», με καθησυχάζει ο 2.
«Καλά –δεν έχει σημασία», απαντάω. Επειδή μπορεί όντως να προετοιμάζεται κάποια εξέγερση και η Υπηρεσία μου να μην ασχολείται –γιατί να ασχοληθεί; Εμείς μαζεύουμε φόρους, όσο οι φόροι πληρώνονται είμαστε εντάξει. Δεν μας απασχολεί ποιοι παίρνουν τους φόρους αφού τους μαζέψουμε, μας αρκεί να υπάρχει ευκρινής η διεύθυνση Ταμείου Κατάθεσης.
«Λοιπόν;» μιλάει ξαφνικά ο νούμερο 3 κι εγώ τινάζομαι.
«Λοιπόν;» ρωτάω με τη σειρά μου.
«Είσαι μαζί μας;» αναλαμβάνει να ξεκαθαρίσει ο νούμερο 2.
Σημειώνω οτι δεν υπάρχει εναλλακτική στην ερώτησή τους.
«Μαζί σας...» επαναλαμβάνω αφηρημένα.
«Σύντομα θα βρεθούμε στους δρόμους για να ανατρέψουμε την ξεπουλημένη κυβέρνηση», με διαβεβαίωσε ο νούμερο 1.
«Στην οποία κυβέρνηση εγώ έχω ορκιστεί πίστη», του υπενθύμισα.
«Όχι στην κυβέρνηση –στους πολίτες έχεις ορκιστεί πίστη», απάντησε ο νούμερο 2.
«Η κυβέρνηση εκπροσωπεί τους πολίτες», απάντησα με τη σειρά μου.
«Ποιος το λέει αυτό;» γέλασε ο νούμερο 1.
«Η σύμβαση που έχω υπογράψει το λέει. Αν την αμφισβητήσω θα πρέπει να παραιτηθώ», είπα.
«Νομίζεις δηλαδή οτι δεν σε έχουν ήδη παραιτήσει;» ειρωνεύτηκε ο νούμερο 3.
Με εκνεύριζε αυτό το πράγμα, που μιλούσε πίσω από την πλάτη μου και του το είπα.
«Έλα μπροστά να σε βλέπω», του είπα.
Με αγνόησε κι έμεινε πίσω μου.
«Το θέμα είναι πως δεν έχεις επιλογή. Η Υπηρεσία σου σε ψάχνει και όχι για να σε παρασημοφορήσει υποθέτω... Σύντομα θα βγουν στο κατόπι σου οι Σεκιούριτι, αν δεν έχουν ήδη ξεκινήσει», μου διευκρίνισε ο νούμερο 2.
«Όλα αυτά δεν σημαίνουν οτι πρέπει οπωσδήποτε να ενταχθώ στην ομάδα σας, την οργάνωσή σας ή οτιδήποτε είσαστε τέλος πάντων...» διαμαρτυρήθηκα.
«Έχεις δίκιο», συμφώνησε ο νούμερο 3. «Αλλά τότε θα πρέπει να εξετάσουμε για ποιο λόγο διακινδυνεύουμε κρύβοντάς σε».
Σημείωσα στο πίσω μέρος του μυαλού μου να ασχοληθώ κάποια ράθυμη μέρα με το θέμα αυτό –το πόσο δηλαδή δικαιολογείται ο εκβιασμός στα πλαίσια μιας εξέγερσης.
«Μπορώ τουλάχιστον να μάθω περισσότερα πράγματα γι΄αυτή σας την κίνηση;» ρώτησα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο.
«Βεβαίως και όχι», γέλασε αναμενόμενα ο νούμερο 1. «Απλά μπορείς να έχεις κάποιο χρόνο να το σκεφτείς, για την ακρίβεια μπορείς να έχεις όσον χρόνο απαιτείται προκειμένου να αναρρώσεις. Μετά θα πρέπει να πάρεις μια απόφαση –ή θα μείνεις μαζί μας, ή θα φύγετε οικογενειακώς».
Οικογενειακώς. Υπήρχε κι αυτό λοιπόν.
Οι τρεις άντρες ξεκίνησαν να αποχωρούν χωρίς να με χαιρετήσουν. Μου θύμισε η κίνησή τους λήξη εβδομαδιαίας ενημέρωσης από διψήφιους Α, όμως μπορεί απλώς να ήμουν ταλαιπωρημένος και υπερευαίσθητος.
«Χρειάζομαι παυσίπονα», είπα.
Σταμάτησαν αλλά σύντομα οι δυο ξεκίνησαν ξανά να φεύγουν, ο νούμερο 1 νομίζω ανέλαβε να κλείσει την πόρτα πίσω του.
«Ναι βέβαια... ότι χρειαστείς», μου είπε αφηρημένα.
Η πόρτα έκλεισε.
Τα μάτια μου έκλεισαν.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Γιάν με την Άννα.
«Που είναι η Κάσσι;» ρώτησα.
«Κάπου εδώ τριγύρω», είπα αφηρημένα ο Γιάν.
«Χρειάζομαι παυσίπονα», μουρμούρισα.
«Άλλο πάλι κι αυτό», απόρησε ο Γιάν.
«Δεν καταλαβαίνω», θύμωσα. «Δεν καταλαβαίνω και δεν αντέχω ούτε να σκεφτώ. Πονάω παντού κι όσο περνάει η ώρα χειροτερεύει. Υπάρχει περίπτωση να μου δώσετε κανένα παυσίπονο ή πρόκειται για κάποιου είδους εκβιασμό;»
Όσο μιλούσα διέκρινα μονάχα τα γκρίζα μαλλιά της Άννας πιασμένα αλογοουρά, όμως μέχρι να τελειώσω τη φράση μου είχε γυρίσει και με κοίταζε.
«Ηρέμησε», μου ζήτησε. «Καταλαβαίνω οτι δυο επεμβάσεις σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα...»
«Αφού καταλαβαίνεις φέρε τίποτα παυσίπονα να τελειώνουμε», φώναξα.
«Το θέμα είναι...» ξεκίνησε να λέει.
«Το θέμα είναι οτι δεν αντέχω άλλο», της ξεκαθάρισα.
Έγειρε τους ώμους λυπημένη, έψαξε τις τσέπες της. Τράβηξε ένα μεταλλικό κουτί και μου το έδωσε.
«Ξέρεις υποθέτω...» ξεκίνησε να λέει.
Πονούσα κι έτσι άρχισα να μασουλάω δυο χάπια αδιαφορώντας για τους θορύβους γύρω μου κι ας ήταν ανθρώπινες ομιλίες που σκόπευαν να με προειδοποιήσουν, να με προφυλάξουν ή κάτι σχετικό. Αδιαφορούσα πλήρως.
Άνθρωποι μπήκαν και βγήκαν στο δωμάτιο, σε μια στιγμή ένιωσα οτι ίπταμαι αλλά ήταν μόνο η αίσθηση καθώς ο Γιάν δείχνοντας ασυνήθιστη δύναμη για το σουλούπι του με στήριξε σηκώνοντάς με από την πολυθρόνα. Ανεβήκαμε μαζί κάποιες σκάλες, για την ακρίβεια εκείνος ανέβαινε κι εγώ σερνόμουν.
«Κουράγιο αγάπη μου», την άκουσα να λέει πίσω μας.
Κι έκανα κουράγιο.
Μέχρι που δροσερά σεντόνια άγγιξαν τα μάγουλά μου, προσπάθησα να επαναφέρω μυρωδιές από λουλάκι και ξεραμένα άνθη, όμως τα σεντόνια εδώ πέρα μύριζαν υγρασία και κλεισούρα. Ήμουν στα έγκατα μιας πόλης που ζούσε γυρισμένη τα μέσα έξω. Το ένιωθα τώρα πολύ έντονα.
«Δεν θα ξαπλώσεις πλάι μου;» της ζήτησα.
Είδα τη μορφή της θολή να γεμίζει το οπτικό μου πεδίο, έκλεισα τα μάτια, δεν είχα χρόνο να περιμένω. Ή δύναμη. Ίσως και διάθεση.
Αποκοιμήθηκα αμέσως.

2 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Αρχίσαμε...

mbiker

The Motorcycle boy είπε...

Καλά -αρχίσαμε, το καταλάβαμε! Χαχαχαχα.

Σαν το ανέκδοτο ε;

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι