Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
3. "Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας"
4. Ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι
5. Η προσευχή είναι ένας νεκρός κροκόδειλος
6. Αφού η Χελώνα έγινε Κέδρος
7. Όλοι βλέπουν τους αόρατους
8. Για τα ψάρια που ταξιδεύουν γύρω από τους καρχαρίες
9. Μετεγχειρητικές επιπλοκές
10. Η αναγκαστική αλήθεια στον βολικό λήθαργο
Υπήρχε ένα πρόβλημα που απαιτούσε άμεση επίλυση.
Γύρισα πλευρό, κύλησα προσεκτικά μακριά της, να μην την ξυπνήσω, από τα κατεβασμένα στόρια του παραθύρου έμπαινε ήλιος και φιλτραρισμένη φασαρία, τώρα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις κουβέντες των απ΄έξω. Καλύτερα –γλίτωνα και τον πονοκέφαλο. Τις τελευταίες μέρες ξάπλωνε μαζί μου και μας έπαιρνε ο ύπνος όσο εγώ προσπαθούσα να αποφύγω την επαφή των σωμάτων, ένιωθα βρώμικος, ιδρωμένος, άπλυτος –τα φάρμακα ανεξίτηλα δύσοσμα στην ανάσα.... Υπήρχε ένα πρόβλημα πάντως κι αυτό χωρίς να υπολογίσω την εντελώς αστήρικτη άποψή τους ότι ήμουνα κατά της χρήσης φαρμάκων. Πού απαιτούσε άμεση επίλυση. Και το πρόβλημα και το θέμα με τα φάρμακα τα οποία μου έδιναν τσιγκούνικα, χρειαζόταν να γκρινιάξω, να παρακαλέσω, να επισημάνω δεκάδες φορές οτι πονάω αφόρητα...
Το πρόβλημα ήταν οτι δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν βρισκόμουν σε ΑΔΙ ή όχι.
Δοκίμασα πολλές φορές ν΄αλλάξω σκηνικό, να κάνω αυτό το κρεβάτι βάρκα ή φέρετρο ή ασθενοφόρο ή άμμο... Δοκίμασα ν΄αλλάξω έστω το κίτρινο ξεφτισμένο χρώμα των τοίχων... Τίποτα.
Προσπάθησα μετά να αναδιαμορφώσω την κατάστασή μου, να πονάω όχι λιγότερο άλλά διαφορετικά. Ή αλλού. Άδικος κόπος.
Ήμουν λοιπόν εκτός ΑΔΙ; Ήταν αυτή κάποιου είδους πραγματικότητα; Είχα όντως εγχειριστεί δυο φορές στη σειρά; Κρυβόμουν σε κάποια πολυσύχναστη συνοικία του κέντρου; Με έψαχνε η Φορολογική Δικαιοσύνη;
Σκέψου.
Ίσως η ΑΔΙ στην οποία με είχαν συνδέσει να ήταν τόσο εξελιγμένη που δεν μπορούσες να την επηρεάσεις, συμβαίνει αυτό απ΄ότι έχω ακούσει, επειδή δεν προορίζονται όλες οι ΑΔΙ για αναψυχή των ιδιωτών, υπάρχουν ΑΔΙ που πραγματοποιούν (ή μήπως η σωστή λέξη είναι: πραγμοποιούν;) την διαμόρφωση μιας άλλης, παράλληλης καθημερινότητας, «πραγματοποιούν την πραγματικότητα» αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια τους. Τα λόγια ποιών; Από πού; Τα είχα ακούσει;
Σύνελθε.
Αυτό δεν είχε καμιά σημασία για την ώρα.
Κυρίως θα έπρεπε να με απασχολεί το οτι με κυνηγάει η Φορολογική Δικαιοσύνη, κι αυτό ήταν σχεδόν σίγουρο. Ή απολύτως σίγουρο. Στην τελευταία αποστολή είχα καταφέρει να τα σκατώσω όσο περισσότερο γινόταν και η Υπηρεσία με είχε συνδράμει ώστε να αναδειχθώ αποκλειστικά υπεύθυνος του συνόλου της καταστροφής. Νεκροί συνεργάτες, νεκρά στελέχη εταιρειών, δολοφονημένες οικογένειες, ποιος έφταιγε για όλα αυτά; Αποκλειστικά ο Τρία Εφτάρια –μην το ψάχνεις περισσότερο. Στα σίγουρα διεκδικούσα θέση στην πρώτη δεκάδα των καταζητούμενων, η Φορολογική Δικαιοσύνη θα είχε ήδη ζητήσει τη συνδρομή Σεκιούριτι.
Οι Σεκιούριτι δεν αποτελούν άμεσο πρόβλημα.
Δουλειά τους είναι να κάνουν επιδρομές, να αναποδογυρίζουν έπιπλα, να χτυπάνε ανθρώπους, να πυροβολούν αδιακρίτως. Οι Σεκιούριτι γίνονται πρόβλημα από τη στιγμή που θα σε στριμώξουν, πιο πριν είναι ασήμαντοι.
Το πρόβλημα δημιουργείται από το σύστημα, μπορεί να ξεφύγεις σε πρώτη φάση λόγω βραδύτητας στην ενημέρωση των αρχείων αλλά ποτέ δεν ξεφεύγεις στον επανέλεγχο. Σε εντοπίζουν, το σύστημα διαθέτει εκείνες τις μεταβλητές που ορίζουν οτι ο δραπέτης του πρώτου σταδίου περνάει πάνω από τους συνηθισμένους καταζητούμενους. Αποκτάται τότε πλήρης πρόσβαση. Το σύστημα κλειδώνει σε σένα, το 20% των πόρων του ασχολείται αποκλειστικά μαζί σου. Κάποιοι λένε οτι αν καταφέρεις να ξεφύγεις και τότε, στον αμέσως επόμενο έλεγχο, τον τελικό που κάνει το σύστημα πριν σβήσει τον αριθμό σου, χρησιμοποιείται το 45% των πόρων. Αλλά κανένας δεν έφτασε μέχρι εκεί ή μάλλον κανένας δεν γύρισε από εκεί για να το επιβεβαιώσει. Ακούγεται οτι το 98% των καταζητούμενων συλλαμβάνεται στον επανέλεγχο, το υπόλοιπο 2% διαπιστώνεται οτι προέκυψε από λάθος του συστήματος, δηλαδή οι άνθρωποι είναι ήδη σε περιορισμό ή σε φυλακές ή νεκροί αλλά το σύστημα για κάποιον ανεξήγητο λόγο εξακολουθεί να τους αναζητεί. Ποιος ξέρει γιατί;
Έχω ένα πρόβλημα κι αυτό είναι οτι δεν μπορώ να εστιάσω στο πρόβλημά μου. Με απασχολεί περισσότερο το αν είμαι σε ΑΔΙ παρά το πόσος χρόνος μου μένει μέχρι να με ξαναβρεί το σύστημα.
Γιατί;
Επειδή εκείνη κοιμάται τώρα δίπλα μου, γαλήνια σαν έξω από τη ζωή της πόλης και θέλω να ξέρω. Θέλω να ξέρω, κατάλαβες;
Ταράζεται, αλλάζει απότομα πλευρό. Δεν είναι καλός οιωνός αυτό, όταν η ταραχή σου περνάει στο αντικείμενο της σκέψης σου, τότε...
Συγκεντρώσου.
Το πρόβλημα είναι πόσος χρόνος σου απομένει.
Κι αν μπορείς να σηκωθείς από το κρεβάτι -για δοκίμασε.
Είμαι ένας ενιαίος όγκος, κάτι ασχημάτιστο που πασχίζει να βγάλει χέρια και πόδια για να στηριχτεί και να περπατήσει, πασχίζει να δημιουργήσει σπονδυλική στήλη για να κατευθυνθεί στο χώρο. Είμαι ένα δέμα που κρύβει πόνο.
Αλλά παρ΄όλα αυτά κατορθώνω να κάνω βήματα, υπολογίζω τις κινήσεις, αφήνω το πέλμα του αριστερού μου ποδιού να μετεωριστεί γυμνό όσο το πέλμα του δεξιού μου ποδιού ρουφάει παγωμένες πληροφορίες από το πάτωμα. Το πάτωμα που μοιάζει τρομακτικά με μάρμαρο, αλλά ίσως και να πρόκειται για εξελιγμένο πλαστικό –ποιον κοροϊδεύω;
Κανένας δεν μπορεί να μιμηθεί την υφή του αληθινού μάρμαρου επειδή δεν υπάρχει λόγος πλέον –ελάχιστοι θυμούνται το πώς έμοιαζε το μάρμαρο. Ή το ξύλο. Ή το γυαλί. Αυτό που πατάω είναι μάρμαρο και είναι έτσι επειδή εγώ το ορίζω σαν τέτοιο.
Περπατάω αργά, προσεκτικά. Δεν πονάω αφόρητα. Και μετά δεν πονάω ώστε να εμποδίζομαι στο περπάτημα. Κάποια ράμματα τραβάνε το δέρμα μου, κλωστές, μη δίνεις σημασία. Νιώθω έτοιμος να ξαναβρώ ψήγματα αξιοπρέπειας. Φτάνω στην πόρτα του δωματίου, την ανοίγω, βγαίνω στον διάδρομο. Έρημος.
Για μια στιγμή έχω την τρελή διάθεση να ξεφτιλίσω αυτή την ΑΔΙ περπατώντας στους τοίχους, χαμογελάω, δεν υπάρχει περίπτωση. Βρίσκω το μπάνιο λόγω της αδυναμίας που έχω σε παλιές κινηματογραφικές ταινίες. Η πόρτα με το σαγρέ κομμάτι τζαμιού στο ψηλότερο μέρος της, για να διακρίνεις αν είναι αναμμένο το φως ή όχι. Το φως είναι σβηστό άρα κανένας δεν είναι στο μπάνιο. Ανοίγω, ανάβω το φως, μπαίνω.
Ακουμπάω στα πλακάκια της μπανιέρας, οι αρμοί τους έχουν πιάσει μούχλα, οι σωλήνες του νερού σκουριασμένοι, αυτή είναι μια παλιά μπανιέρα. Κοιτάζω προς την αποχέτευση και προλαβαίνω να δω τις κατσαρίδες που κρύβονται τρομοκρατημένες από το φως. Αυτή είναι μια παλιά μπανιέρα σε ένα παλιό σπίτι. Πάνω από την μπανιέρα υπάρχει ένα παράθυρο, δοκιμάζω να το ανοίξω, πρέπει να έχει σκεβρώσει ή σκαλώσει, δεν θυμάμαι πώς είναι το σωστό. Βάζω δύναμη το παράθυρο κουνιέται, είναι ένα συρταρωτό παράθυρο που χώνεται μέσα στο κούφωμα και εξαφανίζεται σταδιακά, δηλαδή έτσι είναι σχεδιασμένο να κάνει αλλά έχει σκεβρώσει ή σκαλώσει.
Δυο δάχτυλα, τόσο μόνο κατάφερα να το ανοίξω και κοιτάζω έξω, αλλά δεν φαίνεται τίποτα εκεί. Σκοτάδι και μυρωδιά ψόφιου. Ζώου μάλλον αν και ποτέ δεν ξέρεις. Ένα παλιό σπίτι με μια παλιά μπανιέρα που έχει κι ένα σκαλωμένο παράθυρο που βλέπει σ΄ένα σκοτεινό τίποτα, που βρωμάει ψόφιο. Παιδεύομαι λίγο και ξανακλείνω το παράθυρο.
Οι κατσαρίδες ξαναβγαίνουν από την αποχέτευση –προσαρμόστηκαν.
Ευτυχώς όταν ανοίγω τις βρύσες το νερό μοιάζει με ότι ονομάζουμε «νερό» ακόμα και σήμερα, ακόμα και στα σύγχρονα σπίτια μας, στις άνετες μηχανικές μας συσκευές υδρομασάζ. Όμως το νερό των σπιτιών μας είναι μπλε ή κόκκινο ή χρυσαφί ή ασημί, ανάλογα με την προτίμησή μας σε τύπο βρύσης ενώ αυτό το νερό εδώ είναι διάφανο με κομματάκια σκουριάς που παρασέρνονται μέσα από τους σωλήνες και χάνονται λίγο κάτω από τα γόνατά μου. Ελέγχω τους επιδέσμους, ευτυχώς είναι πλαστικοί, αδιάβροχοι –αφήνω λοιπόν το νερό.
Κάτι ξεραμένα υπολείμματα από κάψουλες σαπουνιού σαν αυτό που υπάρχει στα εναπομείναντα δημόσια ουρητήρια για να πλένουμε τα χέρια μας, εντάξει, θα βολευτώ ακόμα κι έτσι. Πονάω όσο ξεπλένομαι. Ψάχνω αμέσως μετά. Αλλά δεν βρίσκω τίποτα για να σκουπιστώ, χρησιμοποιώ λοιπόν τα εξαθλιωμένα μου εσώρουχα και τα πετάω στο καλάθι των απορριμμάτων. Αν και θα έπρεπε να ντρέπομαι, είμαι πολύ χαρούμενος που δεν βρωμοκοπάω πλέον κι έτσι δεν δίνω σημασία. Μέχρι που κόβω ένα κομμάτι σαπούνι με τα δόντια και μπουκώνομαι νερό για να διώξω τη βρωμερή αναπνοή.
Ένας σπασμένος καθρέφτης, σκύβω να κοιταχτώ.
Ένας σπασμένος άντρας, τραβιέμαι τρομαγμένος.
Αφήνω υγρά αποτυπώματα των ποδιών μου επιστρέφοντας προς το δωμάτιο που μας έχουν παραχωρήσει (ποιοι;) το δωμάτιο στο οποίο ακόμα κοιμάται εκείνη. Ανοίγω την πόρτα προσεκτικά και εκείνη δεν κοιμάται πλέον. Κάθεται με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, μισοσκεπασμένη. Με κοιτάζει. Δηλαδή, κοίταζε την πόρτα αλλά εφόσον την άνοιξα και μπήκα...
«Πήγα να πλυθώ λίγο», της λέω.
«Το βλέπω», χαμογελάει.
«Και πλύθηκα», προσθέτω.
«Έλα δω», μου λέει.
Πλησιάζω συνειδητοποιώντας ότι έχω ξαναβρεί το κανονικό μου βήμα.
Ακουμπάει το πρόσωπό της στην κοιλιά μου και τότε θυμάμαι οτι είμαι γυμνός αλλά δεν βρίσκω τρόπο να καλυφθώ.
«Ξάπλωσε», μου λέει. «Είναι νωρίς ακόμα».
«Νωρίς για τι;» ρωτάω.
Χαμηλόφωνα.
Αργά, νωχελικά κουλουριάζεται πάνω μου κι εγώ δεν φοβάμαι οτι θα ακουμπήσει σε κάποιον επίδεσμο και θα πονέσει κι εκείνη δεν φοβάται οτι θα με πονέσει, ίσως επειδή στην ΑΔΙ ο πόνος είναι προαιρετικός, κι εγώ βλαστημάω από μέσα μου, γαμώ το κεφάλι μου σκέφτομαι, που δεν μπορώ να ευχαριστηθώ τη στιγμή.
Και μετά ευχαριστιέμαι τη στιγμή επειδή είναι αδύνατο να κάνω διαφορετικά...
Ξυπνάω ιδρωμένος, οι επίδεσμοι με φαγουρίζουν, ακουμπάω στους αγκώνες μου και ανασηκώνομαι. Τι είναι εδώ;
Την βλέπω να κοιμάται δίπλα μου.
Σκέφτομαι αν και προσπαθώ να το αποφύγω. Πλέον υπάρχει σοβαρός λόγος να ξέρω αν βρίσκομαι σε ΑΔΙ ή όχι.
Έξω ο θόρυβος σημαίνει μεσημέρι προς απόγευμα.
«Πεινάς καθόλου;» με ρωτάει.
Κοιτάζω προς το μέρος της, πάλι με έπιασε απροετοίμαστο το ξύπνημά της.
«Πεινάω», λέω.
«Θα βρω κανένα ρούχο και μετά να κατέβουμε κάτω», μουρμουρίζει καθώς πετάγεται από το κρεβάτι αφήνοντάς με να χαζεύω στη θέα του γυμνού κορμιού της. Αυτή η γυναίκα...
Σπρώχνει προς το μέρος μου ένα λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα υφασμάτινο φαρδύ παντελόνι, ψάχνει μέχρι που βρίσκει μια ζώνη και την αφήνει στην άκρη του κρεβατιού για μένα. Ντύνομαι όσο την κοιτάζω να ντύνεται, μακρύ φόρεμα, δένει στη μέση, πράσινο φόρεμα με άσπρα λουλούδια. Θα έπρεπε να μου μοιάζει κακόγουστο όλο αυτό, αλλά δεν είναι έτσι. Η ζώνη μου έχει σκαλισμένη μια νεκροκεφαλή στην αγκράφα της. Η νεκροκεφαλή έχει σφηνωμένο ένα τσιγάρο στο στόμα της, τσιγάρο σαν τα παλιά όχι σαν τα τωρινά Καουλούνγκ. Θα έπρεπε όλα αυτά να μου φαίνονται... αλλά όχι –δεν μου φαίνονται.
Φοράω τη ζώνη. Ακολουθώ καθώς βγαίνει από το δωμάτιο.
Διάδρομος.
Μια, δυο, τρεις πόρτες –σκάλα, φως, κατέβασμα. Πόρτα πάλι, εκείνη την ανοίγει με τόση σιγουριά που απορώ. Αλλά μετά ανακαλύπτω οτι το δωμάτιο πίσω από την πόρτα μοιάζει με τραπεζαρία, ή τουλάχιστον διαθέτει ένα στρωμένο τραπέζι και πιάτα σκεπασμένα με διάφανα ή μεταλλικά καλύμματα.
«Πάρε πιάτο», μου κάνει νόημα.
Όμως εγώ προσπαθώ να διακρίνω στο μισοσκόταδο επειδή το δωμάτιο έχει κι άλλο κόσμο. Φιγούρες σε καναπέδες και πολυθρόνες, κάποιοι όρθιοι βλέπω τις σκιές τους μπροστά στο παράθυρο.
«Τι είναι όλοι αυτοί;» ρωτάω.
«Μην ανησυχείς», χαμογελάει.
Ανησυχώ.
«Δείχνεις πολύ καλύτερα», με πλησιάζει ένας άντρας το ίδιο ψηλός με μένα αλλά νεώτερος.
«Ευχαριστώ», λέω.
«Κρίμα που δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας στη σημερινή επιδρομή...» προσθέτει εκείνος.
«Επιδρομή;»
«Ναι, σήμερα το βράδυ....»
«Θα το ήθελα;» αναρωτιέμαι φωναχτά.
«Σίγουρα θα το ήθελες», ξεκαρδίζεται στα γέλια ο άντρας απέναντί μου και μετά σηκώνει ένα απροσδιόριστο αλλαντικό από το πιάτο του και το καταπίνει με τη μία.
«Σου έφτιαξα ένα πιάτο», μου λέει εκείνη και τη βλέπω να κρατάει το πιάτο στο ύψος του στήθους μου.
«Ευχαριστώ».
Παίρνω το πιάτο, διαλέγω μια πολυθρόνα απ΄όπου θα βλέπω όσο περισσότερο δωμάτιο μπορώ, κάθομαι. Το φαγητό διευκολύνει πρόσκαιρα τη θέση μου. Αυτό τουλάχιστον μέχρι ν΄αρχίσω να τρώω επειδή μετά ανακαλύπτω οτι πρέπει να πέρασα μεγάλο διάστημα με υποδόρια τροφή. Ή οτι το φαγητό που μου σερβίρισαν είναι χαλασμένο. Μυρίζει έντονα και είναι ακατάστατα αλεσμένο ή ίσως να μην είναι και καθόλου αλεσμένο... Μασάω ελπίζοντας ότι με την ώρα....
Αφήνω το πιάτο μπροστά στα πόδια μου, βγαίνω στο διάδρομο τρέχοντας. Κουτσαίνοντας σπασμωδικά. Που είναι το μπάνιο; Ένα μπάνιο. Το πλησιέστερο.
Αδειάζω τα σπλάχνα μου στον διάδρομο, γονατισμένος ενώ το δεξί μου χέρι στηρίζεται στον τοίχο για να μην πέσω με τα μούτρα στα ξερατά. Τι φαγητό με τάισαν;
Σηκώνομαι, τα γόνατά μου τρέμουν, έχω ανάγκη να βρω μια βρύση και λίγο νερό να ξεπλυθώ. Δεν βρίσκω τίποτα, ξαναμπαίνω στο δωμάτιο με τους ανθρώπους και τα φαγητά, εκείνη με κοιτάζει ανήσυχη, της κάνω νόημα –όλα καλά. Ευτυχώς η πολυθρόνα με περιμένει ακόμα άδεια, το πιάτο ακουμπισμένο μπροστά της, αποφεύγω και την οπτική επαφή μαζί του. Μερικά βλέμματα κατανόησης από το δωμάτιο.
«Δεν έπρεπε να δοκιμάσεις να φας τόσο απότομα».
Σηκώνω το κεφάλι. Μια κοντόχοντρη γυναίκα με τα μαλλιά πλεγμένα.
«Ναι δεν έπρεπε...» συμφωνώ μαζί της.
«Κάνω χρέη νοσοκόμας για την ομάδα, αν με χρειαστείς....» συνεχίζει η γυναίκα.
«Ναι. Θέλω παυσίπονα», λέω. Προτιμώ να μη σχολιάσω την χρησιμοποίηση του «κάνω» αντί για «εκτελώ».
«Παυσίπονα;» η γυναίκα ξύνει το μάγουλό της σκεφτική.
«Παυσίπονα, ότι να΄ναι, πονάω», λέω.
«Δεν υπάρχουν παυσίπονα», απαντάει.
«Πώς δεν υπάρχουν;»
«Δηλαδή δεν έχουμε τόσα πολλά για να τα μοιράζουμε....»
«Και κάθε πότε τα δίνετε για να΄χουμε καλό ρώτημα;»
«Τις πρώτες μέρες μετά από επεμβάσεις».
«Εκεί βρίσκομαι κι εγώ».
«Έχει περάσει μια βδομάδα....»
Απομακρύνεται έχοντας ήδη μετανιώσει που μου άνοιξε κουβέντα. Κι εγώ το παίρνω απόφαση, αυτό το μέρος είναι πολύ σκληρό για άρρωστους ανθρώπους σαν εμένα. Κοιτάζω τριγύρω, δυο άντρες κουβαλάνε κουβέρτες, μέσα στις κουβέρτες είναι διπλωμένα όπλα, κυρίως αυτόματα και ημιαυτόματα αλλά και κάποιες καραμπίνες. Δεν βλέπω πιστόλια. Σηκώνομαι ενστικτωδώς και πλησιάζω την ώρα που οι άντρες απλώνουν τις κουβέρτες στο πάτωμα εκθέτοντας την πραμάτεια τους.
Δεν ασχολούνται μαζί μου, είναι βιαστικοί, ετοιμάζονται για θάνατο. Θυμάμαι τότε -οι Β που διάλεγα για επικεφαλείς των ομάδων, οι ομοιόβαθμοί μου κι εγώ να σχεδιάζουμε σκυθρωποί... Εδώ όμως δεν έχει τέτοια, μια φασαρία απίστευτη καθώς άντρες και γυναίκες σπρώχνονται για να προλάβουν κάποιο όπλο, φαίνεται πώς οι επικεφαλείς δεν έχουν φτάσει ακόμα.
«Εσύ δεν θες να πάρεις;» με ρωτάει ένας ξαναμμένος νεαρός.
«Τι να το κάνω; Δεν θα έρθω στην επιδρομή», δικαιολογούμαι.
«Το ξέρω οτι δεν θα πας, γι΄αυτό ρωτάω...» λέει ο νεαρός δείχνοντάς μου την κουβέρτα που έχει σχεδόν αδειάσει.
Θέλω να τον ρωτήσω, αλλά έχει πάψει πλέον να ασχολείται μαζί μου. Επειδή βρήκε κάποιο άνοιγμα στο μπουλούκι που σπρώχνεται πάνω από τα όπλα, άρπαξε την κάνη ενός αυτόματου, την τίναξε απότομα για να ξεκολλήσει όποιο τυχόν χέρι βρισκόταν στο κοντάκι...
«Εσύ θα πας στην επιδρομή;» ψιθυρίζω πλησιάζοντας τον νεαρό.
«Αν ήταν να πάω δεν θα χρειαζόμουν όπλο», μορφάζει απορώντας και απομακρύνεται.
Τι διάβολο επιδρομή είναι αυτή; Και γιατί χρειάζονται όπλα όσοι μένουν πίσω; Ψάχνω την Κάσσι, όχι τόσο για να μου εξηγήσει αλλά για να την προστατεύσω, υποσυνείδητα νιώθω την ανάγκη.
Γελάει ανάμεσα σε δυο καλοφτιαγμένους νεαρούς, μια σφίγγα τσιμπάει την καρδιά μου, πονάει αλλά δεν παραλύω. Πλησιάζω. Σκέφτομαι οτι είμαι αξύριστος και πρόχειρα πλυμένος, ταλαιπωρημένος από τις κακουχίες, γερασμένος περισσότερο από το κανονικό. Δεν με βλέπει όσο πλησιάζω, κοντοστέκομαι και σκέφτομαι να φύγω. Πριν με δει. Να φύγω, να πάω στην πόρτα, να την ανοίξω και να παραδοθώ στην πρώτη Σεκιούριτι που θα συναντήσω. Παραπέρα δεν έχει σημασία.... Αν με σκοτώσουν στο διπλανό στενό ή αν με μεταφέρουν στα Κεντρικά της Φορολογικής Δικαιοσύνης, δεν έχει σημασία. Να φύγω, να γλιτώσω από αυτό το γυάλινο όνειρο που περνάω εδώ μέσα.
«Ευτυχώς που θα σ΄έχουμε μαζί μας», με πιάνει από το μπράτσο μια γυναίκα και μετά μου χαμογελάει. Χαμογελάει όμορφα, δείχνει οτι με εκτιμάει. Ή κάτι τέτοιο.
«Γιατί;» απορώ.
«Ε πως... όταν ξεκινήσει η επιδρομή θα οργανώσεις την άμυνα. Έχεις πείρα –έχεις πείρα, έτσι δεν είναι; Όταν θα έρθουν εδώ...»
Ελευθερώνομαι από το πιάσιμό της κάνω μερικά βήματα άτσαλα. Κοιτάζω τριγύρω. Οι άνθρωποι με τα όπλα στα χέρια. Άντρες –γυναίκες. Κουνάνε τα όπλα λες και είναι κουδουνίστρες για μωρά. Κουνάνε τα όπλα, τα κοιτάζουν και περιμένουν. Τι περιμένουν; Πλησιάζω τον κοντινότερο.
«Δώστο μου», του λέω για να δοκιμάσω.
Μου το δίνει χωρίς δισταγμό. Η γυναίκα είχε δίκιο. Εγώ είμαι ο επικεφαλής. Το όπλο βαραίνει παγωμένο στις παλάμες μου, ανεβάζω το κλείστρο, δεν υπάρχει σφαίρα μέσα, βγάζω τη γεμιστήρα –τα ίδια.
«Σφαίρες;» ρωτάω τον άνθρωπο που περιμένει να πάρει πίσω το όπλο του.
Σηκώνει τους ώμους αμήχανα. Του ξαναδίνω το όπλο. Θέλω να πιάσω όλους αυτούς τους ανθρώπους, να εξετάσω τα όπλα τους αλλά δεν υπάρχει λόγος. Βλέπεις, είμαι σίγουρος οτι κανένα όπλο δεν έχει σφαίρες, αλλιώς δεν θα έβαζαν εμένα επικεφαλής –αν η υπόθεση δεν ήταν χαμένη εξ αρχής θα διάλεγαν κάποιον καλύτερο. Και θα τον έβρισκαν δηλαδή, τι ποιο εύκολο;
Η Κάσσι με πλησιάζει –έχω ξεχάσει οτι σ΄αυτήν ξεκίνησα να πηγαίνω.
«Τι συμβαίνει;» ρωτάει.
«Όλο αυτό... η επιδρομή... η άμυνα με άδεια όπλα...» ψελλίζω.
«Έχω εμπιστοσύνη σε σένα, όλοι μας έχουμε», μου χαϊδεύει το πρόσωπο.
Κοιτάζω προς την πόρτα, πρέπει να φύγω γρήγορα από δω μέσα και να την πάρω μαζί μου.
«Πού είναι η τριάδα των συνταξιούχων;» ρωτάω.
«Ποιοι;» αναρωτιέται η Κάσσι. Αλλά μετά καταλαβαίνει.
«Η εκπροσώπηση εννοείς», συμπεραίνει.
Ναι αυτή. Σηκώνω τα χέρια αγανακτισμένος.
«Στο γραφείο τους –πού αλλού;» κάνει η Κάσσι.
Σωστά, στο γραφείο τους. Κάθε επιτροπή, κάθε ένας από τους καταραμένους εκπρόσωπους, όλοι τους διαθέτουν γραφεία –πάντα κι από πάντα. Κάνω να φύγω, γυρίζω ξανά στην Κάσσι.
«Η ακριβώς απέναντι πόρτα», μου εξηγεί.
Εκεί πού ξέρασα, σκέφτομαι και δεν αντέχω να μη χαμογελάσω.
Βγαίνω, σκοτάδι, ανοίγω την απέναντι πόρτα, γυμνό φως.
«Πώς μπαίνεις χωρίς να χτυπήσεις;» φωνάζει ένας άντρας.
Παρά λίγο να πέσω πάνω στα στρατιωτικά μπουφάν τους έτσι όπως κρέμονται δίπλα στην πόρτα.
«Αυτό σε πείραξε;» φωνάζω με τη σειρά μου πλησιάζοντάς τον. Ξέρω οτι βρωμοκοπάω κι έτσι κολλάω τα μούτρα μου στα δικά του όπως μας μάθανε να κάνουμε στην εκπαίδευση ανακριτών. «Αν χτύπαγα την πόρτα θα ένιωθες καλύτερα;» συνεχίζω.
Κάνει ένα βήμα πίσω, τον ακολουθώ κολλημένος πάνω του.
«Δηλαδή τώρα....» αρχίζει να λέει.
«Τι μουρμουράς;» φωνάζω. «Σε ρώτησα κάτι, γιατί δεν απαντάς;»
Τα χάνει λίγο, καταλαβαίνω οτι προσπαθεί να σκεφτεί.
«Τι γίνεται με σένα; Πόση ώρα θα περιμένω για μια απάντηση;» συνεχίζω την επίθεση.
Ένα χέρι στην πλάτη μου.
«Κάθισε να ηρεμήσεις. Είμαστε όλοι σε ένταση....» η φωνή του δεύτερου άντρα.
Χωρίς να γυρίσω τεντώνω το χέρι μου, έχω υπολογίσει σωστά και τον βρίσκω με την ανάποδη της παλάμης στα χείλια. Ένα πλατάγισμα ακούγεται. Μετά μια κοφτή κραυγή έκπληξης. Καλά το αντιμετώπισε.
«Μην ανακατεύεσαι», λέω.
Στη συνέχεια κάνω πίσω, ακουμπάω με την πλάτη στον τοίχο και τους κοιτάζω. Ο ένας προσπαθεί να ανακτήσει την ψυχραιμία του κατεβάζοντας το κεφάλι κι ο άλλος κρύβει τα χείλη του με την παλάμη. Ο τρίτος πού είναι;
«Εντυπωσιακή είσοδος», λέει ο τρίτος άντρας. «Τώρα πάρε μια καρέκλα να μιλήσουμε σαν άνθρωποι».
«Εντάξει, αλλά αν διανοηθείς να αρχίσεις τις βόλτες πίσω από την πλάτη μου θα σε τσακίσω», τον προειδοποιώ.
«Κράτα την όρεξή σου γι΄αργότερα», απαντάει.
«Γι΄αυτό ήθελα να μιλήσουμε...» ξεκινάω.
Με σταματάει υψώνοντας το χέρι του.
«Γνωρίζουμε τις ικανότητές σου και μας είναι απαραίτητες», λέει ο άντρας που χτύπησα πριν λίγο. «Μακάρι να είχαμε περισσότερο χρόνο για να τα συζητήσουμε όλα αυτά, όμως οι δρομολογημένες διαδικασίες εξέγερσης δεν γίνεται να ανακοπούν, η επιδρομή δεν είναι δυνατό να αναβληθεί....»
«Επιδρομή», τον διακόπτω.
«Επιδρομή στον τοπικό υποσταθμό παραγωγής ενέργειας».
«Άοπλοι;» απορώ.
«Πώς αλλιώς θα περάσουμε τα μηχανήματα στην περίμετρο του σταθμού;»
Έχει δίκιο.
«Και μετά;» ζητάω να μάθω.
«Όχι μετά –ταυτόχρονα. Θα γίνουν επιθέσεις και σε άλλους σταθμούς....»
«Η ομάδα που θα καταλάβει τον σταθμό μετάδοσης θα παρεμβληθεί στα προγράμματα και θα ενημερώσει τον κόσμο για την κίνησή μας».
«Η όλη επιχείρηση θα διαρκέσει περίπου 20 λεπτά».
«Εισβάλουμε, καταλαμβάνουμε, σαμποτάρουμε, φεύγουμε».
«Εκτός από την ομάδα στον σταθμό μετάδοσης....»
«Εκτός από αυτή φυσικά».
Σηκώνω το χέρι, πολλές οι φωνές τους και χρειάζομαι χρόνο για να εμπεδώσω.
«Έχετε σχεδιάσει αποχώρηση;» ρωτάω.
«Ναι, θα επωφεληθούμε από την αναταραχή...»
«Και την πολυδιάσπαση των δυνάμεων Σεκιούριτι....»
Κάτι δεν μου πάει καλά.
«Πολυδιάσπαση;» επαναλαμβάνω.
«Ναι».
«Σε πόσα μέρη θα χτυπήσετε ταυτόχρονα;»
Με κοιτάζουν και οι τρεις, δείχνουν σκεπτικοί, δεν απαντάνε.
Κι εγώ καταλαβαίνω.
«Θα αποκαλύψετε τα κρησφύγετα», ψελλίζω.
«Αναγκαίο κακό».
«Για να υπάρξει πολυδιάσπαση».
«Θα πρέπει να αντέξετε περίπου δυο ώρες...»
«Μετά είσαστε ελεύθεροι να....»
«Ελεύθεροι;» απορώ. «Περίεργη αίσθηση έχετε για την ελευθερία».
«Εδώ αγωνιζόμαστε....»
«Εδώ γίνεται αγώνας....»
«Θα υπάρξουν απώλειες...»
«Απώλειες;» εκνευρίζομαι. «Εδώ μιλάμε για σφαγή».
«Υπερβάλεις».
«Δεν είναι ακατόρθωτο να διαφύγουν οι ομάδες των καταφυγίων».
«Αρκεί να έχετε εξασφαλίσει εξόδους διαφυγής».
Κρύβω το κεφάλι στα χέρια –οι άνθρωποι είναι παρανοϊκοί. Ή ηλίθιοι, ή δεν ξέρω κι εγώ τι.
«Το πρώτο πράγμα που κάνουν οι Σεκιούριτι είναι να αποκλείουν την περίμετρο», λέω. «Αν ήταν να την κοπανήσουμε αμέσως όταν έφταναν ίσως μια έξοδος διαφυγής να βόλευε. Αν πρέπει όμως να τους κρατήσουμε δυο ώρες...»
«Μα είδες;»
«Γι΄αυτό σε χρειαζόμαστε».
«Η πείρα σου μας είναι πολύτιμη».
Θέλω να βρω ένα όπλο και να τους στήσω στον τοίχο. Αλλά ακόμα κι αυτό –βλέπεις, τα όπλα δεν έχουν σφαίρες...
«Δεν υπάρχουν σφαίρες», λέω.
«Μα αν υπήρχαν όλα θα ήταν εύκολα».
«Αν υπήρχαν σφαίρες δεν θα χρειαζόταν να τους περιμένετε στα καταφύγια».
«Θα κάνατε κατευθείαν εφόδους στις βάσεις τους».
Μου απευθύνονται με οίκτο, λες και μιλάνε σε χαζό παιδί. Δεν βγαίνει άκρη εδώ πέρα.
Σηκώνομαι.
«Θα έπρεπε να με είχατε ρωτήσει πρώτα», λέω.
«Δεν υπήρχε χρόνος».
Κλείνω την πόρτα πίσω μου, δεν μπορώ ν΄ακούσω άλλα. Και τότε, ακουμπισμένος στην κλειστή πόρτα, με τα μάτια ασυνήθιστα στο σκοτάδι βλέπω καθαρά οτι ποτέ δεν θα γλιτώσω από τον Τρία Εφτάρια. Όπως και να΄ρθουν τα πράγματα θα είμαι ο υπεύθυνος πραγματοποίησης καταδικασμένων εκ των προτέρων αποστολών. Χαμογελάω.
Μετά γελάω πιο δυνατά.
Και ο διάδρομος δεν είναι πια σκοτεινός. Άνθρωποι βγαίνουν από τα δωμάτια, ανάβουν τα φώτα, κάνουν φασαρία. Τους χαζεύω, δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω. Και μετά τρυπώνω στην πιο εκδηλωτική ομάδα, 4-5 άτομα γελάνε σχολιάζοντας την κατάσταση.
«Θα τους κάνουμε να κατουρηθούν πάνω τους».
«Όταν μας δουν...»
«Παραδόσου μαλάκα».
Σωπαίνουν όταν με παίρνουν είδηση.
«Ποιους;» ρωτάω.
«Τους Σεκιούριτι».
«Και πώς θα το καταφέρετε αυτό;» ξαναρωτάω.
«Θα τους αιφνιδιάσουμε».
Σταματάω, κάνουν το ίδιο.
«Πείτε το και στους υπόλοιπους. Θα καθίσετε όλοι όπου σας βάλω εγώ, θα κάνετε ότι ακριβώς θα σας πω, την ώρα που θα σας πω. Όποιος σκεφτεί να κάνει κάτι διαφορετικό θα με βρει απέναντί του, όποιος προσπαθήσει να κάνει του κεφαλιού του θα βρεθεί χωρίς κεφάλι».
Τους παρακολουθώ αλλά αυτοί πλέον αποφεύγουν. Μετά συνεχίζουν το δρόμο τους μπερδεμένοι. Θέλω, πρέπει, να βρω την Κάσσι. Μετά θα πρέπει να φτιάξω ομαδάρχες. Να τους φτιάξω κυριολεκτικά, να τους τοποθετήσω στη συνέχεια, να τους επιβλέπω μέχρι την ώρα που θ΄αρχίσουν να πεθαίνουν.
«Σ΄έψαχνα», κολλάει επάνω μου όσο το λέει.
Την κρατάω αγκαλιά.
«Κι εγώ εσένα», της λέω. «Φεύγεις».
Με κοιτάζει παγωμένη.
«Τώρα αμέσως», συμπληρώνω.
«Δεν θέλω να σ΄αφήσω», μουρμουρίζει.
«Δεν είναι ώρα για τέτοια και ούτε σε ρώτησα», της ξεκόβω.
«Όμως...»
«Θα σε βρω. Όπου και να πας θα σε βρω», την καθησυχάζω.
Όσο μιλάμε την πηγαίνω προς τα εκεί που υποθέτω οτι είναι η έξοδος. Έχουμε φτάσει σχεδόν. Μια βαριά ξύλινη πόρτα, το χρώμα έχει σκάσει, σκλήθρες απαντάνε όταν την αγγίζεις. Αυτή η πόρτα και αυτή η έξοδος.... Δεν αναρωτιέμαι, αποφασίζω οτι είναι αληθινό ξύλο.
«Δεν φεύγω επειδή μου το ζητάς», λέει εκείνη.
«Δεν το ζητάω, το απαιτώ», της απαντάω.
«Δεν φεύγω γι΄αυτό...» συνεχίζει.
Σηκώνω τους ώμους. Θέλω να φύγει, ο λόγος δεν έχει τόση σημασία. Παιδεύομαι ν΄ανοίξω την πόρτα, πρώτα νιώθω την υγρασία του έρημου πεζοδρομίου και μετά το βλέπω να σχηματίζεται μπροστά στα μάτια μου.
Της κρατάω ανοιχτή την πόρτα, αλλά εκείνη περιμένει.
«Δεν θα με ρωτήσεις;» κάνει.
«Όχι», λέω.
«Φεύγω επειδή νομίζω πώς είμαι έγκυος», ψιθυρίζει.
«Τι βλακείες είναι αυτές;» αγριεύω.
«Βλακείες.... δεν ξέρω.... Πάντως φρόντισε να βγεις ζωντανός από εδώ μέσα. Θα σε περιμένουμε», με φιλάει στην άκρη του στόματος και βγαίνει στο πεζοδρόμιο. Δεν την ακολουθώ ούτε όταν το δρομάκι την ξεβράζει, μετά τη στροφή, στους κακόφημους δρόμους του κέντρου.
Έγκυος. Γυναικεία διαίσθηση. Το καταλαβαίνουν αμέσως μόλις κάνετε έρωτα, πολλές φορές και πιο πριν, κατά τη διάρκεια.... Αηδίες.
Κλείνω την πόρτα, στρέφομαι προς τους ανθρώπους της φασαρίας. Λίγο αναστατωμένος.
Δεν ξέρω.
Αλλά δεν είμαι κανένας μανιακός με τον θάνατο, προσπαθώ να τον αποφύγω για όσο περισσότερα χρόνια μπορέσω. Δεν ξέρω λοιπόν αν τα λόγια της μου έδωσαν κάποιο επιπλέον κίνητρο στην προσπάθεια επιβίωσης, έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θέλησα συνειδητά να πεθάνω.
Ξέρω όμως ότι από εκείνη τη στιγμή, αμέσως μετά την έξοδο της μητέρας σου από την ξύλινη πόρτα, άρχισα να σου μιλάω.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!