Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
3. "Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας"
4. Ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι
5. Η προσευχή είναι ένας νεκρός κροκόδειλος
6. Αφού η Χελώνα έγινε Κέδρος
7. Όλοι βλέπουν τους αόρατους
8. Για τα ψάρια που ταξιδεύουν γύρω από τους καρχαρίες
9. Μετεγχειρητικές επιπλοκές
10. Η αναγκαστική αλήθεια στον βολικό λήθαργο
11. Ένα άλυτο πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα
Οι επιδρομές πήγαν κατά διαβόλου. Τεράστια σπατάλη ανθρώπων, δολοφονίες εν ψυχρώ, ακρωτηριασμοί, βίαιες συλλήψεις –όλα σε ζωντανή δορυφορική μετάδοση. Δεν χρειαζόταν να ψάξουμε, να επικοινωνήσουμε, ν’ αναρωτηθούμε καν. Έφτανε ένας ανοιχτός δέκτης στο δωμάτιο, ή στο μαγαζί, ή στον δρόμο... Παραμορφωμένα πρόσωπα από τον φόβο στην αρχή κι από τον πόνο στη συνέχεια, δε νομίζω να γλίτωσαν πολλοί. Οι κάμερες τούς έδειχναν να περνάνε τον κεντρικό έλεγχο κι αμέσως μετά, σε λιγότερο από 200 μέτρα βρίσκονταν κυκλωμένοι από πάνοπλους Σεκιούριτι. Οι πυροβολισμοί ξεκινούσαν ακριβώς τη στιγμή που ο επικεφαλής των Σεκιούριτι ζητούσε από τους επιδρομείς να παραδοθούν. Ταυτόχρονα. Τα είχα ξαναδεί και παλιότερα όλα αυτά. Ο σκοπός ήταν ο εκφοβισμός, κάποιες φορές μάλιστα είχε ακουστεί οτι τα πυρά ήταν ψεύτικα και τα θύματα κομπάρσοι, οι σκηνές γραφικά επεξεργασμένες. Έτσι έλεγαν κάποιοι. Κάποιοι άλλοι υποστήριζαν οτι το μόνο ψεύτικο ήταν η απόπειρα εξέγερσης, τα θύματα ήταν φουκαράδες που τους μάζευαν από τα πεζοδρόμια, τους έντυναν, τους τάιζαν και μετά τους κάνανε κινούμενους στόχους. Θέμα κόστους –μερικοί φουκαράδες είναι σίγουρα φτηνότεροι από έναν σχεδιαστή ειδικών εφέ, άσε πού δεν υπάρχει περίπτωση να αποκαλυφθεί η απάτη... Πάντως αυτοί οι άνθρωποι που πέθαιναν μπροστά στα μάτια μας δεν ήταν οπτικό εφέ, αλλά δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί οτι δεν ήταν κιόλας φουκαράδες μαζεμένοι από τα πεζοδρόμια. Επειδή τους υποσχέθηκαν ένα μεροκάματο κι ένα πιάτο φαΐ, ή επειδή τους υποσχέθηκαν μια καλύτερη κοινωνία –δεν έχει διαφορά όταν είσαι πια νεκρός.
Ο θάνατος τόσων ανθρώπων έσωσε τις ζωές όσων είχαν μείνει στα καταφύγια. Έστω και προσωρινά. Οι Σεκιούριτι καθυστέρησαν να επιχειρήσουν για το ξεκαθάρισμα των καταφυγίων κι εμείς προλάβαμε να το σκάσουμε. Τελικά δεν ήταν καρφωμένα μονάχα τα καταφύγια αλλά και οι επιδρομές, αν θες την άποψή μου όλα ήταν καταδικασμένα να αποτύχουν έτσι όπως είχαν σχεδιαστεί. Οι εξεγέρσεις στηρίζονται σε επιτροπές που νοιάζονται περισσότερο για την ιδεολογική κάλυψη του κάθε εγχειρήματος παρά για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό κι όταν ο τόπος γεμίσει σκοτωμένους συντρόφους πετάγεται εκείνος που ξέρει στοιχειωδώς να σχεδιάζει θανάτους αντιπάλων και αναλαμβάνει την ηγεσία. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η εξέγερση γίνεται επανάσταση κι ο κόσμος χάνει ακόμα μια προοπτική διαφορετικής ζωής. Αυτά τα γράφουν οι βάσεις ιστορικών δεδομένων, θα τα δεις κάτω από την επικεφαλίδα: «Συμπεράσματα».
Τέλος πάντων, η τύχη της συγκεκριμένης εξέγερσης ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε. Ήμουν επιφορτισμένος με την προστασία ανθρώπινων ζωών, αν μη τι άλλο ένιωθα οτι το χρώσταγα στον αόρατο άντρα, στη γυναίκα με τα άσπρα μακριά μαλλιά και σ΄αυτούς που βγάλανε από μέσα μου τον πομπό. Κι ας μη με ρώτησαν –τι δηλαδή; Αν με ρωτούσαν θα είχα αντίρρηση; Ποιος ξέρει, ποιος νοιάζεται;
Θέλοντας να αιφνιδιάσω τη Σεκιούριτι που θα ερχόταν να καθαρίσει το καταφύγιο είχα ακροβολίσει όσους έδειχναν ικανοί να εμπλακούν σε σύγκρουση –το σχέδιο ήταν να αρπάξουμε όπλα και πυρομαχικά παίρνοντας τις πλάτες των εισβολέων, αισχρό σχέδιο αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα καλύτερο. Τριγύριζα στήνοντας τους άντρες και τις γυναίκες έξω από το καταφύγιο όταν είδα τις εικόνες στη γιγαντοοθόνη του μαγαζιού απέναντι. Τη σφαγή.
Τους μάζεψα λοιπόν και ξαναμπήκαμε στο καταφύγιο.
«Οι επιδρομές πήγαν κατά διαβόλου», τους είπα. «Δεν υπάρχει λόγος να μείνουμε εδώ πέρα, δεν βοηθάμε σε τίποτα».
Κι έτσι ξεκινήσαμε να φύγουμε βιαστικά, ήμασταν πάνω από 30 άτομα σ΄αυτό το καταφύγιο, μαζέψαμε τα υπάρχοντά μας...
«Αφήστε τα όπλα όπως θα σας δείξω», τους είπα κι έφτιαξα κάτι παγίδες για καθυστέρηση, στήσαμε δηλαδή τα όπλα σε σκοτεινές γωνιές για να φαίνεται οτι κάποιοι παραμονεύουν εκεί σημαδεύοντας τους επικείμενους εισβολείς.
Δεν υπήρχε λόγος να κουβαλάμε όπλα μαζί μας και να μας πιάσουν τα μηχανήματα των κτιρίων ή να μας συλλάβει η Σεκιούριτι σε κάποιον τυχαίο έλεγχο στοιχείων.
Νύχτα φύγαμε, 30 άτομα στα τυφλά.
Στην αρχή ήταν αρκετοί αυτοί που με ακολουθούσαν, απελπισμένοι άνθρωποι, από εκείνους που ψάχνουν για αρχηγούς. Αγανάκτησα μέχρι να τους ξεφορτωθώ επειδή έτσι που πηγαίναμε σαν δραπέτες ζωολογικού πάρκου θα γινόμασταν η χαρά των περιπόλων. Γι΄αυτό τους έδιωξα, να μη μ΄ακολουθούν, άλλωστε δεν είχα και πού να τους πάω. Κι έμεινα σχεδόν μόνος, δηλαδή περπατούσα προσεκτικά στα διαλυμένα πεζοδρόμια, αυτή η πλευρά της πόλης μού ήταν άγνωστη, κρύωνα, τα ράμματα τραβούσαν απροειδοποίητα, πίσω μου άκουγα βήματα γι΄αυτό λέω ότι ήμουνα σχεδόν μόνος. Κάποιοι ξεροκέφαλοι με είχαν ακόμα στο κατόπι.
Σκεφτόμουν.
Όλοι όσοι ήξερα είχαν φύγει, όλοι όσοι μου είχαν μιλήσει.... Ήμουν σίγουρος οτι θα με ξανάβρισκαν σύντομα, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο αόρατος άντρας, η γυναίκα με τα μακριά άσπρα μαλλιά, η τριμελής επιτροπή.... Εκείνη άραγε θα ήταν και πάλι μαζί τους; Επειδή εγώ εκείνη θέλω να ξαναβρώ, εκείνη θέλω να με ξαναβρεί... Να τη βλέπω να φουσκώνει η κοιλιά της όσο το παιδί μας θα μεγαλώνει, προχωρούσα γελώντας επειδή φοβόμουν να το πιστέψω, να σε πιστέψω.
«Μην πας από κει...»
Σταμάτησα.
Ένας νεαρός με κολλημένα από τον ιδρώτα μαλλιά και διογκωμένες κόρες ματιών, από τον τρόμο ή από χάπια, δεν μπορούσα να καταλάβω.
«Μην πας από κει, είναι γεμάτο σπηλιές», επανέλαβε.
«Τι σπηλιές; Τι λες τώρα;» απόρησα.
«Τελειώνει η πόλη κι αρχίζουν οι σπηλιές...»
Κοίταξα. Τα πόδια μου πατούσαν σε σπασμένες πλάκες πεζοδρομίου, η σκιά μου έπεφτε σε κάτι ερειπωμένα σπίτια, μάλλον ακατοίκητα. Πίσω μου δεν άκουγα πλέον βήματα, όμως η βοή της συνοικίας έμοιαζε να ξεμακραίνει. Μπροστά μου ήταν όλα μαύρα και οι ήχοι δυσοίωνοι. Απειλητικοί.
«Τι ξέρεις γι΄αυτό;» ρώτησα τον νεαρό.
«Για τις σπηλιές;» με κοίταξε απορημένος.
Τότε θυμήθηκα τις σκοτεινές φιγούρες που έμοιαζαν περισσότερο να τηλεμεταφέρονται παρά να κινούνται πίσω από την πλάτη μου, τότε που ήμουνα εκτεθειμένος στο εξωτερικό δίκτυο. Τότε που γνώρισα εκείνη και έμαθα οτι είχαμε σπίτι μαζί... Άραγε ήμουνα ξανά στο δίκτυο τώρα; Όλα έμοιαζαν αληθινά αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που το δίκτυο μπερδεύεται με το εξωτερικό περιβάλλον...
«Πρέπει να βιαστούμε, σε λίγο θα έρθουν οι Σεκιούριτι και για μας», είπα στον νεαρό.
«Ναι, αλλά δεν μπορούμε να πάμε από τις σπηλιές. Εκεί πέρα τρώνε ανθρώπους...» ψέλλισε εκείνος.
«Τα παραλές», διαμαρτυρήθηκα.
Με κοίταξε τρομαγμένος.
«Είναι κι άλλοι πίσω μας;» τον ρώτησα.
«Δυο», είπε.
«Πες τους να έρθουν», του ζήτησα.
Έκανε να γυρίσει προς τα πίσω, κοντοστάθηκε.
«Εδώ θα είμαι, δεν φεύγω», τον καθησύχασα.
Τα βήματά του τίναξαν σπασμένα κομμάτια από τις πλάκες του πεζοδρομίου καθώς έστριβε στη γωνία, κατάλαβα τότε οτι είχα ξεχάσει να πάρω κάτι βαρύ, ένα μπουφάν, ένα παλτό και το κρύο με περόνιαζε. Δίπλωσα τα μπράτσα μου, έτριψα το εκτεθειμένο δέρμα, ζεσταινόμουν κατά τόπους και μετά πάγωνα χειρότερα. Η πόλη βλαστημούσε από τη μια μεριά και οι σπηλιές σκλήριζαν από την άλλη. Ήμουνα στο άνοιγμα μιας πόρτας, έτσι ένιωθα, κι έπρεπε να κινηθώ γρήγορα αν δεν ήθελα να με ξεβράσει η πόρτα από μόνη της χωρίς τη δική μου συγκατάθεση. Δυο κορίτσια εμφανίστηκαν από τη γωνία, ένα μικρό, σχεδόν παιδί κι ένα μεγαλύτερο, στην ηλικία του νεαρού που έστεκε πίσω τους αμήχανα. Θα γελούσα αν δεν έτρεμα.
«Είναι μαζί μου», είπε ο νεαρός.
«Το βλέπω», απάντησα.
«Είμαστε...»
«Δεν μ΄ενδιαφέρει», τον έκοψα. «Πρέπει να προχωρήσουμε».
«Δεν ερχόμαστε στις σπηλιές, εκεί τρώνε ανθρώπους», κλαψούρισε ο νεαρός.
«Εντάξει λοιπόν, καλή τύχη», τους ευχήθηκα και γύρισα την πλάτη.
«Περίμενε», φώναξε η κοπέλα. Η μεγαλύτερη.
Περίμενα.
«Ξέρεις τίποτα για τις σπηλιές;» με ρώτησε.
Ταυτόχρονα πλησίαζε κοντά μου, με κοίταζε στα μάτια κι αυτό ήταν άβολο.
«Τίποτα», είπα.
«Είναι οι άκρες της πόλης, εκεί που πετάνε τα σκουπίδια, κάθε πόλη τελειώνει σε σπηλιές... Εκεί ζουν παμφάγοι, δεν ξέρω αν ήταν κάποτε άνθρωποι αλλά τώρα....»
«Τώρα δε μοιάζουν με τέτοιους», συμπλήρωσα αφηρημένα.
«Ναι –και κανένας δεν περνάει από τις σπηλιές, μόνο οι αγωγοί αδειάζουν εκεί πέρα κι όποιος θέλει να φύγει από την πόλη....» πετάχτηκε ο νεαρός.
«Πρέπει να περάσει από πάνω, με ελικοφόρο ή αεροπλάνο, ή από κάτω, με τον υπόγειο», συμπλήρωσα.
«Ξέρεις λοιπόν...» είπε η κοπέλα.
«Ναι ξέρω...» μουρμούρισα.
«Δεν έχεις μπουφάν;» με ρώτησε ξαφνικά το μικρότερο κορίτσι.
«Φύγαμε βιαστικά και ξεχάστηκα....» είπα εγώ απρόθυμα.
«Έχω κάτι να σου δώσω», προθυμοποιήθηκε η μεγαλύτερη κοπέλα. Κι έκανε να ψάξει στον σάκο που κουβάλαγε στην πλάτη της.
«Μην ασχολείσαι», της ζήτησα.
Κι έβαλα τα πόδια στη γεμάτη χάσματα άσφαλτο, ξεκίνησα για τις σπηλιές.
«Περίμενε», ούρλιαξε η κοπέλα. «Μη μας αφήνεις εδώ».
Γύρισα να τους κοιτάξω. Ένας νεαρός που έτρεμε και στο δεξί του μπράτσο κρεμασμένη η κοπέλα, το μικρότερο κορίτσι στην άλλη πλευρά κράταγε σφιχτά το χέρι της κοπέλας. Όλοι μαζί μια ανθρώπινη ακαταστασία –θύμωσα, τι δουλειά είχα εγώ μαζί τους; Τόσα χρόνια στη Φορολογική Δικαιοσύνη σε αλλάζουν όπως και να το κάνεις, κι εγώ δεν καλοθυμόμουνα τον εαυτό μου παλιότερα, όταν ήμουνα ακόμα –τι; Μαθητής; Όσα έμαθα ξεχάστηκαν για να μείνει χώρος για τα καινούργια. Σπουδαστής; Στη Σχολή της Φορολογικής Δικαιοσύνης. Τι ήμουνα πριν; Πότε ήταν το πριν;
«Αν θέλετε να έρθετε μαζί μου κάντε το τώρα. Μη με καθυστερείτε», γρύλισα.
Κοντοστάθηκαν.
«Τρώνε ανθρώπους....» εκλιπάρησε η κοπέλα.
«Εμάς δεν θα μας φάνε», είπα. Και ήμουνα ηλίθια σίγουρος γι΄αυτό.
Έκανα νόημα στον νεαρό, όταν πλησίασε τού έδειξα στη σκοτεινιά.
«Εσύ λες οτι εδώ είναι η άκρη της πόλης», ψιθύρισα.
«Δεν το είπα εγώ...» ψέλλισε.
Τον κοίταξα.
«Αλλά εδώ είναι όντως η άκρη της πόλης», είπε αποφασιστικά.
«Και αυτή η πόλη πώς τελειώνει; Ευθεία γραμμή που ορίζεται από οικοδομικά τετράγωνα; Τεθλασμένη όπως ορίζουν τα ερείπια; Ή κάπως αλλιώς;»
«Πώς αλλιώς;» απόρησε ο νεαρός.
«Ας πούμε οτι η πόλη δεν τελειώνει εδώ πέρα, ας πούμε οτι απλώς διακόπτεται από ένα κομμάτι σκουπιδιών και σκουπιδοφάγων και μετά συνεχίζεται. Ας πούμε οτι η πόλη κυκλώνει τα σκουπίδια της», υπέθεσα.
«Και γιατί να το πούμε αυτό;»
«Επειδή σε κάθε διαφορετική περίπτωση τα σκουπίδια θα κύκλωναν την πόλη», του εξήγησα.
«Εντάξει», είπε αλλά δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα απ΄όσα του έλεγα. Έτσι δεν υπήρχε λόγος να του αναπτύξω το θέμα ελέγχου των πληθυσμιακών ομάδων στα επάλληλα κέντρα των συνοικιών. Οι πόλεις είχαν έτσι διαμορφωθεί που όλοι περικύκλωναν όλους. Για να μη μπορεί κανένας να καλύψει τα νώτα του. Έτσι υπέθεσα ότι...
«Αν λοιπόν ισχύει κάτι τέτοιο δεν έχουμε παρά να κινηθούμε σε ευθεία γραμμή», του είπα.
«Δηλαδή να διασχίσουμε....» ψέλλισε.
Κούνησα το κεφάλι και τον έπιασα από τους ώμους.
«Εγώ μπροστά, στη μέση οι κοπέλες και πίσω εσύ. Θα κάνεις ότι κάνω και θα προσέχεις να μη μας χάσεις από τα μάτια σου. Αν συμβεί κάτι τέτοιο φώναξε –αλλά μόνο τότε, συνεννοηθήκαμε;»
Έδειξε να καταλαβαίνει τι ζητούσα από αυτόν.
«Πήγαινε εξήγησέ το τώρα και στις κοπέλες», του ζήτησα.
Σε λίγο ξεκινήσαμε, μια γελοία ανθρώπινη γραμμή. Πήγαινα μπροστά, πήγαινα προς τα ουρλιαχτά κι αυτά με κατεύθυναν. Πίσω μου η μεγαλύτερη κοπέλα ένιωθα τα δάχτυλά της γραπωμένα στην άκρη της μπλούζας μου κι αυτό με ζέσταινε όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο. Απότομα η σύσταση του εδάφους άλλαξε, χωρίς να υπάρξουν ενδιάμεσα στάδια περάσαμε από τη σκληρή σπασμένη άσφαλτο σε χώμα μαλακό, λασπώδες –πατούσαμε σ΄έναν χωμάτινο ζελέ που κράταγε κάτω τα παπούτσια μας κι εμείς κάναμε όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια να ξεκολλήσουμε. Οι φωνές δυνάμωναν, όσο πήγαινε μας κύκλωναν μαζί με το σκοτάδι. Ο αέρας μύριζε σάπιο κρέας και καμένο πλαστικό, η οσμή του σάπιου κρέατος με προβλημάτιζε κάπως. Άκουγα πίσω μου τα βήματά τους σαν πλοκάμια χταποδιών που ξεκόλλαγαν απρόθυμα από ανθρώπινο κορμί, ανατριχιαστικοί ήχοι, νόμιζες οτι λίγο ακόμα και το κολλώδες έδαφος θ΄άρχιζε να ουρλιάζει από τον πόνο.
Όμως αυτά που πέρναγαν μπροστά από τα μάτια μου, κόβοντας τον αέρα δίπλα μου, στέλνοντας ρίγη στο πρόσωπό μου, αυτά με απασχολούσαν περισσότερο. Δεν μπορούσα να διακρίνω στο σκοτάδι, είχα όμως την εντύπωση οτι περνούσαν συνεχώς ιπτάμενα πλάσματα δίπλα μας, φροντίζοντας να μη μας αγγίξουν. Ιπτάμενα πλάσματα πολύ μεγαλύτερα από τα πουλιά που βλέπανε σε παλιά φιλμ, αυτό γινόταν φανερό από τον αέρα που εκτόπιζαν στο πέρασμά τους. Περπατούσα και φοβόμουν ν΄απλώσω τα χέρια, η σκέψη οτι μπορεί κάποιο τέτοιο πλάσμα να με ακουμπούσε μού έφερνε ανατριχίλα. Ευτυχώς το κρύο έδειχνε να περιορίζεται ή ίσως και να ήταν η αδρεναλίνη υπεύθυνη για την ξαφνική ζεστασιά που ένιωθα. Τότε ακριβώς, στήνοντας αυτί για να μετρήσω τις πατημασιές αυτών που με ακολουθούσαν συνειδητοποίησα πώς τα ουρλιαχτά διατηρούσαν σταθερή απόσταση από εμάς, όσο τα πλησιάζαμε τόσο ακριβώς απομακρύνονταν. Λες και κάποιοι ούρλιαζαν προσπαθώντας να μας αποφύγουν ή λες και... Έσκυψα ενώ φτερούγες ξυράφιζαν τον αέρα δίπλα στο πρόσωπό μου, κοίταξα τα παπούτσια μου ή τουλάχιστον προσπάθησα να τα διακρίνω –περπατούσαμε άραγε; Κινούμασταν; Ή όλα αυτά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα τέχνασμα, έναν κυλιόμενο διάδρομο αλειμμένο με ζελέ πού μας ξεγελούσε; Δεν μπορούσα να διακρίνω το έδαφος, σήκωσα λοιπόν το πόδι μου, δίπλωσα το γόνατο για να φέρω τη σόλα του παπουτσιού όσο πιο ψηλά μπορούσα και τότε τα ουρλιαχτά έφτασαν ξαφνικά πολύ κοντά μας, επειδή τα ουρλιαχτά έβγαιναν πλέον από μένα. Το ύφασμα του παντελονιού στέγνωνε την παλάμη μου όπως το κρατούσα κι όλα ήταν εντάξει μέχρι το γόνατο –κάτω από το γόνατο το παντελόνι ανέμιζε με την άκρη του φαγωμένη στο ύψος περίπου της γάμπας και κάτω από αυτό δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε παντελόνι, ούτε παπούτσι, ούτε πόδι. Συνέχισα να κρατάω το ύφασμα του παντελονιού στο ύψος της γάμπας μου ψάχνοντας για το κομμάτι του ποδιού μου που έλειπε και ουρλιάζοντας.
«Βοήθεια», φώναξα και «δεν είναι δυνατό» και τίποτα άλλο επειδή λαχάνιαζα ανεξέλεγκτα.
Γύρισα το κεφάλι προς τα πίσω, να βρω αυτούς που με ακολουθούσαν, όχι επειδή νοιαζόμουν για την τύχη τους αλλά για να ξεκολλήσω το μυαλό από το κομμένο μου πόδι. Είδα τότε το πρόσωπο της κοπέλας, λίγο φοβισμένο, όπως των ανθρώπων που περπατάνε σε επικίνδυνες διαδρομές κι αυτό ήταν όλο, για λίγο. Επειδή στη συνέχεια το πρόσωπο της κοπέλας με πλησίασε και με διαπέρασε, τώρα πια δεν έβλεπα την κοπέλα, ήταν η σειρά του μικρού κοριτσιού να με διαπεράσει, κάπου στο ύψος του στέρνου μου κι έφτασε τελευταίος ο νεαρός εξίσου φοβισμένος αλλά το ίδιο ελεγχόμενα με διέσχισε.
Και τότε ούρλιαξα για μια ακόμα φορά επειδή εκεί πίσω δεν είχε μείνει τίποτα, μόνο σκοτάδι.
«Τι έπαθες;» ακούστηκε η φωνή του μικρού κοριτσιού -σκέφτηκα οτι δεν απευθυνόταν σε μένα.
Πάτησα λοιπόν γερά το ανύπαρκτο πόδι μου στο κολλώδες έδαφος και έκανα μια περιστροφή ώστε να τους ξαναδώ ελπίζοντας οτι το άλλο μου πόδι, αυτό που δεν είχα τολμήσει να κοιτάξω θα ήταν ακόμα ολόκληρο.
Ήταν ή τουλάχιστον έμοιαζε να δουλεύει. Και το ανύπαρκτο πόδι μου δούλευε επίσης μια χαρά –με στήριζε για ν΄αλλάζω βήματα κι έτσι πλησίασα την παρέα του νεαρού και των δυο κοριτσιών που μου είχαν γυρισμένη την πλάτη επειδή ασχολιόντουσαν με μένα πού είχα γυρισμένη την πλάτη και στεκόμουν σαν το φλαμίνγκο με το ένα πόδι μαζεμένο. Για μια στιγμή ανησύχησα, έκανα να τρέξω προς το μέρος μου να δω τι έπαθα. Αλλά το μετάνιωσα.
Ήμουνα καλά εδώ, με ένα πόδι λειψό και το άλλο απροσδιόριστο. Ήμουνα ή έμοιαζα αόρατος, δεν χρειαζόταν να κοιτάξω τα χέρια μου για βεβαιωθώ οτι έπαιρναν να εξαφανίζονται κι αυτά, έμοιαζα με παιδικό όνειρο, αόρατος –να πηγαίνω παντού, να είμαι όπου θέλω και κανείς να μη με βλέπει.
Πήρα βαθιά ανάσα. Εκεί μπροστά με είχανε κυκλώσει, με κρατούσαν από τους ώμους όσο επιχειρούσα να κατεβάσω το πόδι μου, να ξαναπατήσω στο έδαφος, τριγύρω μου σκοτάδι, τριγύρω μας σκοτάδι –μόνο που τώρα δεν ένιωθα τα φτερουγίσματα των πλασμάτων. Ο νεαρός με άφησε να ακουμπήσω πάνω του, η κοπέλα τραβήχτηκε παραδίπλα όσο εγώ κατέβαζα το πόδι μου, αφόρητος πόνος στην επαφή με το έδαφος, ούρλιαξα.
«Γαμώ τη ζωή μου», είπα.
Το μικρό κορίτσι με κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα.
«Δεν είναι τίποτα, θα περάσει», την καθησύχασα.
Δεν κοίταξα το πόδι μου που χανόταν στο σκοτάδι, έμοιαζε η κατάσταση σα να ήμασταν στο βυθό και τριγύρω μας νερό, μόνο που το νερό ήταν αδιάφανο κι αραιό, τόσο αραιό που μπορούσαμε να το κολυμπήσουμε χωρίς να καταβάλλουμε άλλη προσπάθεια πέρα από το να ξεκολλήσουμε τα πόδια μας από την κολλώδη άμμο του πυθμένα... Πονούσα κάτω από τη γάμπα.
«Λες να ΄χουν στήσει κι άλλες παγίδες;» μου ψιθύρισε η κοπέλα από πίσω.
«Παγίδες;» αναρωτήθηκα.
«Σαν αυτή που πάτησες...» με διαφώτισε.
Σαν αυτή που πάτησα.
Συνεχίσαμε να προχωράμε.
Και τότε είδα ξανά τις σπηλιές. Τις είδα ξανά χωρίς να θυμάμαι πότε τις είχα πρωτοδεί. Σπηλιές που εμφανίζονταν απότομα στα πλάγια μας ή μπροστά μας, σπηλιές που έδειχναν ζωντανές, σα λουλούδια που γυρνάνε τα κεφάλια τους προς τον ήλιο έτσι έστρεφαν προς το μέρος μας οι σπηλιές όσο κόβαμε το σκοτάδι. Μπορούσαμε να τις διακρίνουμε επειδή κάτι άσπριζε στο βάθος τους, λες και η κίνησή μας καθρεφτιζόταν εκεί μέσα, λες και οι σπηλιές δεν ήταν τίποτα διαφορετικό από πηγάδια που είχαν καταπιεί καθρεφτάκια προσώπου. Ή έτσι θα ευχόμουν να ήταν, επειδή οι σκιές πλήθυναν γύρω μας, η κίνησή τους (το πέταγμά τους;) πύκνωσε. Αρχίσαμε να περπατάμε όλο και πιο αργά. Όχι επειδή μας εμπόδιζαν οι σκιές, αλλά γιατί τρέμαμε από το φόβο του αδιόρατου.
Και τότε ούρλιαξε το μικρό κορίτσι.
«Δεν μπορώ άλλο», ούρλιαξε –δεν χρειαζόταν να γυρίσω πίσω για να δω οτι είχε σταματήσει να περπατάει.
Γι΄αυτό και δεν γύρισα να την κοιτάξω. Προτίμησα να στρέψω το κεφάλι μου ψάχνοντας για εκείνα τα πλάσματα που έριχναν ανατριχιαστικές σκιές. Και ήταν περίεργο –επειδή όσο προχωρούσαμε νιώθαμε την παρουσία τους να μας στέλνει ριπές αέρα στο πρόσωπο αλλά τώρα που είχα συγκεντρωθεί για να τα ψάξω δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω δηλωτικό της παρουσίας τους. Και τότε έψαξα ελπίζοντας για την απουσία τους αλλά δεν βρήκα τίποτα σχετικό. Η μικρή έκλαιγε γοερά.
«Πρέπει να προχωρήσουμε», είπα.
«Δεν αντέχει να περπατήσει άλλο», επεσήμανε η κοπέλα.
Στράφηκα προς το μέρος τους, η ανθρώπινη γραμμή είχε μετατραπεί σε ένα κουβάρι, τους μέριασα και πήρα τη μικρή στα χέρια μου. Σηκώθηκα κρατώντας την στην αγκαλιά μου, δεν ήταν βαριά αλλά ήξερα οτι όσο προχωρούσαμε θα γινόταν αβάσταχτη.
Ξεκίνησα λοιπόν χωρίς κουβέντα.
«Είμαστε μακριά ακόμα;» ρώτησε η μικρή.
«Φτάνουμε», την καθησύχασα.
«Πονάνε τα πόδια μου», παραπονέθηκε.
«Δε θα σε αφήσω να περπατήσεις μέχρι να σου περάσουν», της είπα.
Και όσο τα έλεγα αυτά ξαναθυμήθηκα εσένα, ήταν περίεργο επειδή δεν σε είχα δει ποτέ.
Προχωρήσαμε και τα πράγματα προχώρησαν μαζί μας.
Τα βήματά τους πίσω μου έμοιαζαν όλο και πιο απρόθυμα να ξεκολλήσουν από το έδαφος, τριγύρω μας οι παρουσίες πύκνωναν και αραίωναν ακατάστατα, πέρασε κάποια ώρα μέχρι ν΄αρχίσω να ιδρώνω, βράδυνα το βήμα, κοντοστάθηκα μετά από λίγο.
«Φτάσαμε;» κλαψούρισε η μικρή.
«Όχι ακόμα αλλά δεν είμαστε μακριά», της είπα.
Μακάρι να το πίστευα κιόλας.
«Δεν πάμε πουθενά μού φαίνεται», ψιθύρισε η κοπέλα στο αυτί μου πλησιάζοντας από πίσω.
Το ήξερα. Αλλά δεν της απάντησα.
Τα πόδια μου άρχισαν να αναισθητοποιούνται κι αυτό ήταν καλό επειδή σταμάτησε ο πόνος εκεί στη γάμπα, σκέφτηκα λοιπόν οτι θα έπρεπε να σκέφτομαι με όρους ΑΔΙ. Ας υποθέσουμε οτι είμαστε σε ΑΔΙ κι ότι έχουμε βγει στο εξωτερικό δίκτυο, ή σε κάποιο περιβάλλον τόσο σύνθετο πού να προσομοιώνεται με το εξωτερικό δίκτυο. Σε αυτή την περίπτωση κινούμαστε εντός ή εκτός του διαδραστικού περιβάλλοντος; Είναι όσα βλέπουμε και νιώθουμε ένα προσχεδιασμένο ντεκόρ ή έχουμε βρεθεί στο ασχεδίαστο τίποτα; Αλλά αν είμαστε στο τίποτα δικαιολογείται αυτή η αίσθηση των πλασμάτων τριγύρω μας; Κι αν είμαστε σε ντεκόρ πώς γίνεται να έχουμε συναίσθηση του οτι περπατάμε χωρίς να μετακινούμαστε;
Έσκυψα στο κοριτσάκι που μισοκοιμόταν στην αγκαλιά μου. Την κοίταξα επίμονα μέχρι που ξύπνησε.
«Τι βλέπεις;» τη ρώτησα.
Με κοίταξε απορημένη.
«Τι βλέπεις τριγύρω μας», της εξήγησα.
«Ένα δάσος με πυκνά φυλλώματα», απάντησε αμέσως.
Σταμάτησα τόσο απότομα που οι υπόλοιποι έπεσαν πάνω μου. Κοίταξα τριγύρω προσπαθώντας. Κάντο φωτεινή λεωφόρο. Κάντο δωμάτιο με κλιματισμό. Κάντο δάσος. Κάντο εμπορικό κέντρο. Προσπάθησα, ένας διάβολος μόνο ξέρει πόσο πολύ. Προσπάθησα, αλλά δεν έγινε τίποτα. Σκοτάδι και πλάσματα που φτερουγίζουν και σπηλιές που ανασηκώνονται κοιτάζοντάς με το άσπρο του βάθους τους. Και έδαφος που κολλάει και τίποτα.
«Είμαστε σε ΑΔΙ», είπα.
«Τι πράγμα;» ρώτησε ο νεαρός μπερδεμένος.
«ΑΔΙ. Άλλη Διάσταση. Απλά δεν μπορώ να καταλάβω αν έχουμε βγει στο εξωτερικό δίκτυο».
Η κοπέλα ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου, μετά στο μέτωπό μου και μετά...
«Άστη μου λίγο, θα την κουβαλήσω εγώ», είπε.
Χαμογέλασα για να μην αρχίσω να τους βρίζω.
«Πάρτην», της είπα και δυσκολεύτηκα λίγο να λύσω τα χεράκια της μικρής από τον λαιμό μου. «Περιμένετε εδώ», είπα μετά.
Ήμουνα σε ΑΔΙ ή στο εξωτερικό δίκτυο ή έστω στο περιθώριο του διαδραστικού περιβάλλοντος, ήξερα πώς να το χειριστώ. Προχώρησα Δεν στράφηκα να κοιτάξω το νεαρό και τα δυο κορίτσια που άφηνα πίσω –άλλωστε δεν υπήρχε λόγος. Μπορεί να είχαν την ίδια υπόσταση με εμένα, μπορεί και να ήταν σκέτες εφαρμογές του συστήματος –πάντως ήμασταν όλοι ολογράμματα εδώ μέσα –στα σίγουρα. ΑΔΙ.
Μπήκα στην πρώτη σπηλιά που με πλησίασε (κανονικά θα έπρεπε εγώ να την πλησιάσω αλλά ξέρεις πώς πάνε αυτά...)
Σκοτάδι και πηχτός αέρας, το άσπρο φως απόμακρο, ψευδαισθησιακό. Έγειρα το σώμα δεξιά, έφερα τα χέρια στα πλευρά μου με σκοπό να περπατήσω ανάποδα στον αέρα. Ετοιμάστηκα.
Και τότε ήρθε ο πόνος. Δεν έπεσα κι ας έκανα την προσπάθεια να κινηθώ χωρίς να πατάω πουθενά, δεν έπεσα στο έδαφος κι όμως έπεσα. Σε ένα τείχος από δόντια ή νύχια, σ΄ένα τείχος γεμάτο κοφτερές άκρες. Ένιωσα το δέρμα των χεριών μου να σκίζεται και κατάλαβα επιτέλους τι ήταν αυτό το απόμακρο άσπρο που φώτιζε μέσα στις σπηλιές. Με περίμεναν, αλλά εγώ δεν το περίμενα.
Τρελαμένος από πόνο, πνιγμένος στο ίδιο μου το αίμα βρήκα τη δύναμη να πισωπατήσω, τινάχτηκα στην κυριολεξία έξω από τη σπηλιά. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα οτι η σημαντικότερη ανακάλυψη του ανθρώπινου είδους είναι το τεχνητό φως πού αδρανοποιούσε το σκοτάδι. Γιατί άκουγα, αλλά δεν έβλεπα, το κολλώδες έδαφος αντιδρούσε στα βιαστικά βήματα των δυο κοριτσιών και του νεαρού που απομακρύνονταν –έμοιαζε σα να τους είχα εξασφαλίσει χρόνο διαφυγής, ίσως όμως και να ήταν όλα αυτά μια κακοσκηνοθετημένη παραίσθηση.
Δεν είχα χρόνο να διαπιστώσω. Το άσπρο φως έμοιαζε να έρχεται προς το μέρος μου, συνέχισα να υποχωρώ μη τολμώντας να του γυρίσω την πλάτη, κι άλλο, κι άλλο... Δεν υπήρχε αμφιβολία, με είχαν σταμπάρει και με κυνηγούσαν.
Ένα κυνηγητό εφιαλτικό, επειδή γινόταν σε αργή κίνηση. Το άσπρο κόντευε να με φτάσει όταν τελικά γύρισα την πλάτη, ξεκόλλησα με δυσκολία τα πόδια από το έδαφος κι έτρεξα, ή τουλάχιστον προσπάθησα, πήγα γρήγορα παρασυρμένος από τον πόνο μου ενώ ένιωθα το αίμα να στάζει στα μπράτσα μου.
Έτρεξα, δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πόσο, πάντως σε λίγο (ή σε λίγο περισσότερο, ή μετά από ώρες ολόκληρες) τα πόδια μου μπερδεύτηκαν σε ραγισμένες πλάκες πεζοδρομίου, είχα περάσει τη χαρακωμένη άσφαλτο χωρίς να το καταλάβω, έχασα τον βηματισμό μου, έπεσα με τα μούτρα στο τσιμέντο. Έκλεισα τα μάτια, αίμα στα χείλια, ίσως και κάποιο σπασμένο δόντι. Ήμουνα σίγουρος οτι κανένας δεν με ακολουθούσε όπως ήμουνα σίγουρος οτι με περίμεναν. Σήκωσα λοιπόν αργά το κεφάλι, δεν υπήρχε λόγος για βιασύνες.
Τα αυτόματά τους με σημάδευαν. Δυο άντρες βαριεστημένοι, σίγουρα υπήρχαν κι άλλοι τριγύρω.
«Από πού πετάχτηκε αυτός;» ρώτησε ο ένας.
Και μετά...
«Πάω να φέρω τον επικεφαλής».
Στηρίχτηκα στις παλάμες μου προσπαθώντας να σηκωθώ, όμως η αρβύλα του Σεκιούριτι με ξανακόλλησε στο πεζοδρόμιο.
«Κάτσε εκεί που είσαι», μούγκρισε.
Κάθισα. Κυρίως επειδή τώρα μειώνονταν οι εκκρίσεις αδρεναλίνης κι αυξανόταν ο πόνος από τις πληγές.... τι ήταν; Δόντια, νύχια; Κόκαλα ξυσμένα για να χρησιμοποιούνται σα μαχαίρια; Τι ήταν όλοι αυτοί εκεί μέσα; Και τι ήταν εκεί μέσα; Ανατρίχιασα, θέλησα απελπισμένα να χάσω τις αισθήσεις μου αλλά δεν ήταν εύκολο.
Κάποιος με έπιασε από τις μασχάλες, για μια στιγμή βρέθηκα ν΄αντικρίζω έναν φαλακρό άντρα με αλεξίσφαιρο γιλέκο και πιστόλι στη χούφτα, αλλά τα χέρια κάτω από τις μασχάλες μού αρνήθηκαν τη στήριξη, βρέθηκα πάλι με τα μούτρα στο πεζοδρόμιο κάτω από κραυγές έκπληξης. Φόβου ίσως. Αηδίας σίγουρα.
«Πώς είναι έτσι;»
«Ποιος τον έκανε έτσι;»
«Μην τον αγγίζεις, δεν ξέρεις τι μπορεί να κολλήσεις....»
Εγώ ήμουν το αντικείμενο της σιχασιάς τους. Θα χαμογελούσα αν τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά.
Αλλά τότε άκουσα κόκαλα να τρίζουν και μια βαριά ανάσα πάνω από το κεφάλι μου, η κάνη του όπλου με χτύπησε στο μάγουλο.
«Λες να είναι από κείνους;» ρώτησε μια φωνή.
«Πάντως μην περιμένεις να τον ανακρίνω», απάντησε μάλλον ο επικεφαλής.
«Να τον σκοτώναμε επί τόπου, να γλιτώναμε και το κουβάλημα....»
Ένας δαίμονας κουτρουβάλησε από το στέρνο μου κι έφτασε μέχρι τα νεφρά μου γελώντας κοροϊδευτικά. Θυμήθηκα, βλέπεις, τους ανθρώπους που πιάναμε στις επιχειρήσεις της Φορολογικής Δικαιοσύνης, θυμήθηκα οτι όλες οι Υπηρεσίες τελικά δουλεύαμε με τον ίδιο τρόπο και είχαμε την ίδια απροθυμία στη διεκπεραίωση. Αναφορών και συλληφθέντων.
Περίμενα τη ριπή που θα με τελείωνε, γλιτώνοντάς τους από τον κόπο της Αναφοράς.
Έλπιζα τουλάχιστον να είχαν ξεφύγει εκείνα τα παιδιά, ο νεαρός, η κοπέλα και η μικρή –να μην πήγαιναν όλα χαμένα.
Άκουσα το κλείστρο να μετακινείται, έσφιξα τα δόντια, πίεσα το μέτωπο στο τσιμέντο.
«Περιμένετε»
Περίμεναν. Περίμενα.
«Για κάντε μου χώρο να δω».
Του έκαναν χώρο να με δει.
Έσκυψε και η ανάσα του μύριζε πυρίτιδα.
«Δε μ΄αρέσει καθόλου η κατάσταση. Κοίτα τα τραύματά του...»
«Μπήκε στις σπηλιές –τι περίμενες;»
«Εντάξει, αλλά γιατί δεν πέθανε;»
«Τι βλακείες είναι αυτές; Δεν πέθανε για να τον σκοτώσουμε εμείς».
«Δεν πέθανε ηλίθιε επειδή δεν είναι πολίτης, έχει αναβάθμιση».
«Μην ξεχνάς οτι είμαι ο επικεφαλής».
«Δεν το ξεχνάω αλλά αυτός εδώ είναι ή Σεκιούριτι ή Φίδι. Αλλιώς θα ήταν τώρα νεκρός. Θες να μπλέξεις σκοτώνοντάς τον;»
Αναστέναξα καθώς η πυρίτιδα απομακρυνόταν από τα ρουθούνια μου. Έμοιαζε να τη γλιτώνω. Έφαγα μια κλωτσιά στα πλευρά, τινάχτηκα.
«Ποιος είσαι; Τι δουλειά είχες μαζί τους;»
Μάλλον ο επικεφαλής ήταν αυτός που ρώταγε.
«Α777», βόγκηξα.
«Φίδι. Δε στο’πα;» σιγοντάρισε ο άλλος.
«Και τι θες εδώ;» ρώτησε ο επικεφαλής.
«Πηγαίνετέ με στα κεντρικά της Υπηρεσίας μου», ζήτησα.
«Έχεις δει σε τι κατάσταση είσαι;» με ρώτησε ο επικεφαλής.
«Θα φροντίσει η Υπηρεσία μου για την περίθαλψή μου», είπα.
«Ναι θα φροντίσει. Και τη μεταφορά ποιος θα την επιβαρυνθεί;»
«Πηγαίνετέ με στα Κεντρικά τώρα αμέσως», βόγκηξα.
Σκεφτόμουν.
Αν με πήγαιναν στα Κεντρικά την είχα άσχημα. Αν με συλλάμβαναν για συμμετοχή στην εξέγερση την είχα χειρότερα.
«Πάμε να φύγουμε πριν δει τις φάτσες μας», είπε κάποιος.
Δεν ήταν ο επικεφαλής ούτε ο άλλος που είχε σκύψει πάνω μου.
Έμεινα εκεί, στο πεζοδρόμιο. Έχανα αίμα, ένιωθα το σώμα μου να στραγγίζει. Και σκεφτόμουν.
Υπάρχουν μερικές φορές στη ζωή πού το να σε παρατήσουν αιμόφυρτο στη μέση ενός πεζοδρομίου μοιάζει να είναι η καλύτερη προοπτική. Υπάρχουν τέτοιες φορές.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!