Προηγούμενα:
1. Μπάσκετ με τα φαντάσματα
2. Οι εφιάλτες ξεκινάνε ονειρικά
3. Μαλιμπού Μπιτς
4. Τυφλοπόντικες στον παράδεισο των ερπετών
5. "Χασάν ι Σαμπά"
6. Φλάουερ Στούντιος
7. Κριστίν
«Άκου πώς έγιναν τα πράγματα», της είπα.
Όταν ξεκινήσαμε το συγκρότημα, πιτσιρικάδες του Λυκείου όλοι μας, δεν πέρναγε μέρα χωρίς πρόβα –ακόμα και τη μέρα της συναυλίας ήμασταν ικανοί να προβάρουμε. «Μέρα άνευ πρόβας, συγκρότημα άνευ λόγου ύπαρξης», έλεγε το Μέταλλο. Ήμασταν παρέα, κάθε διάλειμμα μαζί, στο σχόλασμα μαζί, τα απογεύματα μαζί –αντί να τρώμε όλο τον ελεύθερο χρόνο μας στου Μπιλ του Χοντρού, το μοιράζαμε. Τρεις ώρες πρόβα και τις υπόλοιπες στου Χοντρού. Κάποια εποχή το φτάσαμε: μια ώρα στου Χοντρού κι όλες τις υπόλοιπες πρόβα –έτσι είναι τα συγκροτήματα ή έτσι το βλέπαμε εμείς τότε.
Το καλοκαίρι που πήρε ο Γιωργάκης τη μάνα του κι εξαφανίστηκαν είχαμε το πρώτο κενό στις πρόβες, ασορτί με το κενό στην παρέα. Κι όταν ο Γιωργάκης ξαναγύρισε, το όλο θέμα ήταν ελεγχόμενα παγωμένο, επαγγελματικό αν θες πέστο. Κι εμείς δεν ήμασταν η σχολική παρέα που έκανε την κάβλα της στην αποθηκούλα –στούντιο δίπλα στο σπίτι του Γιωργάκη. Αλλά δεν είχαμε καταφέρει και να γίνουμε κανονικοί επαγγελματίες, «παρακαλώ αγαπητέ συνάδελφε δώκετέ μου ένα λα», «τι να το κάμνετε αγαπητέ –σας ενεχειρίζω ένα μι καντήλι αντ΄αυτού» -δεν ήμασταν έτσι. Κάποιοι καργιόληδες με ανοιχτούς λογαριασμούς και ματωμένα μάτια, αυτό ήμασταν. Πάντως οι πρόβες –πρόβες.
Όχι κάθε μέρα κι όχι 5 με 6 ώρες τη μέρα πλέον –είχαμε και δουλειές. Εγώ σ΄ένα δισκάδικο πληρωνόμουνα με το κεφάλι, ο Πίβοτ ντιτζεϊλίκια συν ελαφρύ πουσάρισμα στα βεσέ του μαγαζιού, το Μέταλλο σε εκδοτικό οίκο, πρώτα παπάκι στη συνέχεια ημιφορτηγό... Μετά τον δίσκο γίναμε ελαφρώς διάσημοι, κλείναμε δυο φορές το μήνα μαγαζί, παίζαμε σε ότι εκδήλωση γινόταν -για αποποινικοποίηση, για αποφυλάκιση, για τη Λέρο, για το Ρήγα, για τον πούτσο μας τον ξενύχτη –όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη. Ο δίσκος πήγαινε καλά (ή έτσι μας έλεγε ο Χοντρός) αλλά ακόμα δεν είχε βγάλει τα έξοδα κυκλοφορίας του (ή έτσι μας έλεγε ο Κοντός).
Κι εμείς πρόβες, συναυλίες και μεροκάματο. Αλλά πρόβες σημαίνει (από κάποια φάση και πέρα) υλικό. Καινούργιο υλικό, φρέσκο πράμα –σπαρταράει.
Ο Γιωργάκης δε μπορούσε ν΄ανοίξει τα μάτια του χωρίς χάπια κι άμα τον πετύχαινες σε ντάγκλα ασπρουδερή πήγαινε η πρόβα για βρούβες.
Ο Πίβοτ το κοντρολάριζε αλλά κι αυτός χωμένος πάνω απ΄τη μύτη στη χημεία, ζύγιζε 80 κιλά με την παλτουδιά η οποία φιλοξενούσε το προσωπικό του φαρμακείο κι 60 κιλά όταν την απόθετε στην διπλανή του, πάντα, καρέκλα –φροντίζοντας να μη τη χάσει από το οπτικό του πεδίο.
Το Μέταλλο παρέμενε οπαδός της φυσικής ζωής, ντουμάνιαζε το σύμπαν όπου στεκόταν με κάτι μπουριά σόμπας που βρωμάγανε καλαματιανή ποδαρίλα ή ινδικό λιβάνι (ή και όλα μαζί).
Εγώ, ότι έβρισκα, όπου το έβρισκα κι αν δεν υπήρχε μεγάλη ζήτηση –περηφανευόμουν που δεν είχε χρειαστεί όλα αυτά τα χρόνια να πληρώσω για ντρόγκα. Τι να πληρώσω δηλαδή; Μήπως και είχα;
Οι πρόβες μας γκελάρανε μεταξύ περφεξιονισμού και ανασφάλειας –ήμασταν πλέον έμπειροι, παίζαμε στρωτά, βγάζαμε υλικό με το τσουβάλι αλλά δεν είχαμε τίποτα καινούργιο να πούμε.
Το Μέταλλο είχε γίνει ειδήμονας στη φρι τζαζ, ξημεροβραδιαζόταν στου Μπαράκου, χάλαγε τα λεφτά του στο Ποπ Ιλέβεν –στο διαμέρισμά του τίγκα η δισκοθήκη από περίεργους δίσκους που κυκλοφόρησαν σε μέρη άγνωστα και ακούγονται από άτομα σκαλωμένα σε κάποιο σύμπαν εξωτικό. Ερχόταν λοιπόν σε κάθε πρόβα, άναβε τη μπουρού του και όταν πηγαίναμε να ξεκινήσουμε το γνωστό υλικό προθέρμανσης στράβωνε το χειλάκι του.
«Να το γεμίζαμε λίγο το κομμάτι;»
«Τι είναι ρε Μέταλλο το κομμάτι για να το γεμίσουμε; Μπουρεκάκι;»
«Λέω... άστο ν’ανασάνει ρε παιδί μου. Να λουπάρω εγώ λίγο τζανγκλ όσο ο Τρανζίστορ θα κλιμακώνει, να έρθει ο Πίβοτ από πάνω...»
«Τι θα κάνει ο Τρανζίστορ;»
«Κλίμακες».
«Κλάιμαξ, που λέμε...»
«Οργασμός δηλαδή».
«Χύσε Κώστα να κάνουμε κομπόστα».
«Έτσι πες μου...»
«Έτσι σου λέω».
«Καταλαβαίνετε ρε χαϊβάνια πώς λέω να το παίξουμε;»
«Γιατί –εσύ θυμάσαι τι μας είπες;»
«Θυμάμαι».
«Ξαναπέστα τότε».
«Άει γαμήσου».
«Πάρτη και κοιμήσου».
«Ξαναπέστα ντε –τι περιμένεις;»
«Δεν έχω όρεξη πλέον».
«Παραδέξου οτι ξέχασες τι είπες ρε φυτό. Με τόσο που καπνίζεις απορώ πώς θυμάσαι ακόμα τ΄όνομά σου».
«Γιατί –πώς με λένε;»
«Άει γαμήσου».
Μετά κάποιος πήγαινε και χωνόταν στη χέστρα, να σουτάρει με την ησυχία του –άλλος πάθαινε κρίση βήχα, υπνηλία, δίψα, ξηροστομίαση, σκουλαπεντόρια –γινόταν Μπιενάλε η πρόβα. Και καλύτερα δηλαδή.
Επειδή όταν κατορθώνανε να παίξουμε δεν παιζόμασταν.
Δώστου τα αφρικάνικα το Μέταλλο, πλακωνόταν στα σόλα ο Πίβοτ σε μια βλάχικη μίμηση του Άντριαν Μπίλιου (μπουκώνοντας το κομμάτι χειρότερα κι από τον γάλο του μπάρμπα-Μπίλιου), εγώ είχα φάει ένα φλας τύπου κοφτό μπάσο-καρδιογράφημα α λα Φορ Έι Ντι... γινόμασταν ηχητικό μπουρδέλο. Κι ο Γιωργάκης κάτι πάλευε να στρώσει σ΄όλη αυτή την ταραχή –στίχους για ψόφιες τουλίπες και τουμπαρισμένους χρυσοκάνθαρους –τι σήμαιναν όλα αυτά;
Ότι έπρεπε να το διαλύσουμε –τι άλλο; Ποιος όμως να το πάρει απόφαση –ο Γιωργάκης που ήμασταν η μόνη του οικογένεια, αρχίδια οικογένεια δηλαδή, «σου γαμώ τη μάνα και σε λέω αυνάνα», αλλά μήπως είχε και καμιά καλύτερη; Κι αν πεις για το Μέταλλο, αυτός ήταν ικανός να μας στήνει να παίζουμε ακόμα κι αν ήμασταν 10 μέρες πεθαμένοι στο στάδιο του κοκαλώματος, προκειμένου να πειραματιστεί με τους φρεσκοανακαλυφθέντες καινούργιους παλιούς ρυθμούς. Μέναμε εγώ κι ο Πίβοτ, αλλά εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου έξω από το συγκρότημα κι ο Πίβοτ έβλεπε μπροστά του λεωφόρους ονείρων όπου το χρήμα χάιδευε τα δάχτυλα των μουσικών όσο εκείνοι χάιδευαν τα πεταχτά κωλαράκια των γκρούπις. Κάποιο όνειρο θα πεις, αλλά μήπως αυτά δεν κλωτσάνε τον κόσμο για να γυρίζει;
Ήταν απόγευμα αλλά δεν έλεγε να βραδιάσει, ο Πίβοτ μπαινόβγαινε στο στούντιο αραδιάζοντας δικαιολογίες περί επειγόντων τηλεφωνημάτων, το Μέταλλο είχε περάσει και καλύτερες μέρες, ο Γιωργάκης αρπαγμένος κι εγώ λιγάκι βιαστικός επειδή το βράδυ θα έβγαινα με κάποια ελαφρώς μαριναρισμένη γκόμενα. Παίζαμε κοντά μια ώρα κολλημένοι σε περάσματα, τέτοιο πράγμα ούτε ο Κολοκοτρώνης όσο παραφύλαγε τον Ιμπραήμ, γέφυρες ανάμεσα σε ανύπαρκτα ρεφρέν και κουπλέ, κάλυψη –απόκρυψη, όπως έλεγε κι ο φιλαράκος μας ο Πουλής που τον είχανε πάρει με το ζόρι φαντάρο.
«Θ΄αργήσεις;» ρώτησε το Μέταλλο.
«Μισό λεπτό –τελευταίο τηλεφώνημα», υποσχέθηκε ο Πίβοτ.
«Θα τον κουτουλήσω», είπε ο Γιωργάκης ενώ ο άλλος δρασκέλιζε την πόρτα.
«Εσύ έχεις τίποτα;» τον ρώτησε το Μέταλλο.
«Δε φτάνει ούτε για μένα...» κλαψούρισε ο Γιωργάκης.
«Τίποτα καινούργιους στίχους εννοώ, γαμώ τη μαλακία που σε δέρνει», βλαστήμησε το Μέταλλο.
«Άντε γαμήσου ρε χίπη», ευχήθηκε ο Γιωργάκης.
«Να έρθω εκεί να σου πω...»
«Και δεν έρχεσαι;»
Κοιτάχτηκαν σαν τραγιά, έλυσα τη ζώνη του μπάσου, ετοιμάστηκα να τους χωρίσω.
«Κόψτε τις μαλακίες», παρακάλεσα.
«Κοίτα τη δουλειά σου», είπε το Μέταλλο.
«Αυτή είναι η δουλειά μου ρε ηλίθιε», του θύμισα.
Γύρισε προς το μέρος μου, γέλασε, ο Γιωργάκης άναψε τσιγάρο.
«Θα το πει κανένας ή περιμένετε να το κάνω κι αυτό εγώ;» ρώτησε.
«Φάε έναν παπάρα», θαύμασε το Μέταλλο.
Εκείνη τη στιγμή ξαναμπήκε ο Πίβοτ.
«Θα μιλήσουμε ή θα παίξουμε;» ρώτησε.
Ξεχάσαμε όλοι τον μικροκαβγά μας και ενωθήκαμε σιωπηλά εναντίον του. Όταν η κατάσταση γαμιέται, οι γαμιόληδες κάνουν κατάσταση –περιμέναμε λοιπόν μια κουβέντα απ΄αυτόν για να του μουντάρουμε.
«Η εταιρεία ζήτησε να βγάλουμε και δεύτερο δίσκο», είπε τελικά ο Πίβοτ.
«Ποια εταιρεία;» ρώτησα.
«Οοοοο....» έκανε ο Πίβοτ φέρνοντας την παλάμη του ενάμιση μέτρο από το πάτωμα.
«Αααα...» έκανα εγώ.
«Κι από ποιον το ζήτησε;» ρώτησε ο Γιωργάκης.
«Από μας», είπε ο Πίβοτ.
«Εμένα δεν μου είπαν τίποτα πάντως», διαπίστωσε ο Γιωργάκης.
«Ρε παιδί μου, το είπαν σε μένα να σας το πω», απηύδησε ο Πίβοτ.
«Ώστε έτσι....» έκανε σκεφτικά το Μέταλλο.
«Τώρα δηλαδή –αυτό είναι το θέμα ή ο δίσκος;» απόρησε ο Πίβοτ.
«Κι αυτό...» είπε το Μέταλλο.
«Και το οτι δεν έχω καμιά όρεξη να βγάλουμε καινούργιο δίσκο», σιγοντάρισε ο Γιωργάκης.
«Γιατί;» απόρησε ο Πίβοτ.
«Γιατί κλάνει το γατί», είπε ο Γιωργάκης.
Εγώ καθόμουν με τη ζώνη του μπάσου λυμένη –μετέωρος μεταξύ του να τους πλακώσω ή να τους χωρίσω αν πλακώνονταν πρώτοι.
«Δηλαδή», είπα, «νομίζω οτι δεν έχουμε και τίποτα καινούργιο να πούμε».
«Τι λες ρε μαλάκα; Τόσα κομμάτια έχουμε φτιάξει», φώναξε ο Πίβοτ.
«Και με λίγες διορθώσεις...» συμπλήρωσε το Μέταλλο.
«Στίχους;» ρώτησα.
«Δεν έχει ο Γιωργάκης;» απόρησε ο Πίβοτ.
Κοιτάξαμε τον Γιωργάκη.
«Μπορεί και να έχω αλλά να μη θέλω ή μπορεί και να θέλω αλλά να μην έχω...» ψιθύρισε αυτός.
«Άκου κάτι πουστριλίκια», θαύμασε ο Πίβοτ.
«Είπες κάτι;» σηκώθηκε ο Γιωργάκης.
«Ναι –έλα πιο κοντά να στο εξηγήσω», του ζήτησε ο Πίβοτ.
«Άμα πας πιο κοντά θα σας κοπανήσω τα κεφάλια», προειδοποίησε το Μέταλλο όσο σηκωνόταν.
«Τι θες κι εσύ ρε γύφτο; Όλα δηλώσεις κι από τηγανίτα τίποτα», τον κάρφωσε ο Πίβοτ.
Ενστικτωδώς άρπαξα το μπάσο να το κρύψω πίσω από έναν μεσόκοπο καναπέ στην άκρη του δωματίου κι έτσι γλίτωσα το ιπτάμενο πιατίνι που έφυγε από το σετ του Μέταλλου, έσκισε τον καπνισμένο αέρα σαν φονικό φρίσμπι και καρφώθηκε στον τοίχο δίπλα από το κεφάλι του Πίβοτ ξηλώνοντας το προστατευτικό αφρολέξ.
«Σε σκίζω ρε μουνί», φίδιασε ο Πίβοτ και εμφάνισε ένα σουγιά από το πουθενά –πάτησε το κουμπί, άκουσα το φύσημα του ελατηρίου καθώς απελευθέρωνε τη λάμα.
«Κλάσε μωρή φλωρούμπα», γέλασε το Μέταλλο καθώς σηκωνόταν, να τον αντιμετωπίσει.
Εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να ξεκινήσει ο Γιωργάκης ξεκούμπωσε ένα μικρόφωνο από τη βάση του και το στριφογύρισε σε στυλ «το τρομερό μαστίγιο του Ζορό», ο Πίβοτ μισάνοιξε τα πόδια και δίπλωσε τα γόνατα, τύπου «΄σσου πετάξω τα πρέκια», το Μέταλλο συνέχισε να κινείται επιφυλακτικά αλλά πρόλαβε ο Γιωργάκης απ΄τα πλάγια, έφτασε σε απόσταση βολής και τίναξε το καλώδιο –μαστίγιο, βρήκε το χέρι του Πίβοτ, κάποιο βογκητό, όμως τίποτα περισσότερο.. Μόνο τινάχτηκε ο Πίβοτ, μάζεψε το χέρι του, κοίταξε τριγύρω με μάτια που στάζανε, τα χείλη του στράβωσαν.
«Έχει για όλους μουνάκια –ελάτε», προκάλεσε.
Μπήκα ανάμεσα και παραλίγο να τη φάω στο άσχετο.
«Μάζεψέ το αυτό ρε πούστη», του ζήτησα.
«Κάνε στην άκρη», μου είπε.
«Δε γίνονται αυτά...» έριξα ένα μιξ κλάμα-γέλιο.
Στο μεταξύ το Μέταλλο είχε πλησιάσει σε απόσταση αρπάγματος κι αυτό ακριβώς συνέβη, έπιασε τον Πίβοτ από το αριστερό χέρι και ξεκίνησε να τον σβουρίζει, ο Γιωργάκης όρμησε από μπροστά, ο σουγιάς έκοψε αέρα και παρά λίγο μπλούζα, γίνανε κουβάρι και κατρακύλησαν παρασύροντας ενισχυτές και ηχεία.
Έκανα δυο βήματα πίσω.
«Δεν γίνονται αυτά...» ξανάπα.
Άναψα τσιγάρο.
Το Μέταλλο τινάχτηκε σα σούστα, έφερε τα χέρια μπροστά και περίμενε, το σύμπλεγμα στο πάτωμα ήταν πλέον, Πίβοτ από πάνω Γιωργάκης από κάτω.
«Τι περιμένεις ρε αρχίδι; Μόνο για φιγούρα τον έχεις το σουγιά;» μούγκρισε ο Γιωργάκης.
Ο Πίβοτ τον κοίταζε.
«Άντε μωρή κουδουνίστρα –ξηγήσου στα ίσα για μια φορά στη ζωή σου», συνέχισε ο Γιωργάκης.
Και μετά, επειδή ο Πίβοτ είχε μαρμαρώσει από πάνω του...
«Άντε ρε φίλε, τόσα έχεις κάνει, στα συγχωρώ αν με βοηθήσεις...»
Ο Πίβοτ σηκώθηκε, πισωπάτησε, έκλεισε το σουγιά. Το Μέταλλο έβγαλε κάτι Καμήλες, άναψε δύο και τον κέρασε.
«Δεν....» ψέλλισε ο Πίβοτ.
«Τέλος πάντων», είπε το Μέταλλο.
Ο Γιωργάκης παρέμενε στο πάτωμα, για την ακρίβεια είχε περάσει τα χέρια πίσω απ΄το σβέρκο κι αγνάντευε το απέραντο ταβάνι.
«Αν παζαρέψουμε ώρες στούντιο μπορούμε να φτιάξουμε αγγέλους, δεν μπορούμε;» ρώτησε ο Πίβοτ το Μέταλλο.
Το Μέταλλο με μάτια γυάλινα ήταν έτοιμο να συμφωνήσει αλλά κρατήθηκε.
«Και οι στίχοι του Γιωργάκη κόβουν κώλους...» συνέχισε ο Πίβοτ.
«Δεν θα πεις τίποτα για το καταπληκτικό μου μπάσο;» γέλασα.
Αλλά ο Πίβοτ δεν το ΄πιασε, έτσι θολωμένος που ήταν.
«Ο Τρανζίστορ είναι εγγύηση –μπάσο και μιξάζ από άλλο πλανήτη», είπε σοβαρά.
«Σάλτα παραδίπλα ρε λούστρο», γέλασα.
«Δηλαδή θέλετε τους στίχους μου...» υπολόγισε ο ρεμβάζων Γιωργάκης.
«Ε, γίνεται αλλιώς;» απόρησε ο Πίβοτ.
«Μόνο τους στίχους ή και να τους τραγουδάω;» ξαναρώτησε ο Γιωργάκης.
«Αν όχι εσύ -τότε ποιος;» έκανε ο Πίβοτ.
«Δηλαδή αν σου πω ποιος -καθαρίζω», πρότεινε ο Γιωργάκης.
«Τι εννοείς δηλαδή;» απόρησε ο Πίβοτ.
«Δεν κόβετε τις μαλακίες;» έκανα.
«Εννοώ οτι αυτό που σε κόφτει είναι να βγει ο δίσκος, αν έχεις τους στίχους μου –μια χαρά, αν τα τραγουδήσω κιόλας –ακόμα καλύτερα...» είπε ο Γιωργάκης.
«Ε, ναι...»
«Αν όμως δεν...»
«Ε, τι;»
«Τότε μπορεί να τα πει και κάνας άλλος...»
«Άμα έτσι γουστάρεις....»
«Κι αν ο άλλος θέλει να τα γράψει κιόλας;»
«Ε, ξέρω ‘γω;»
Ο Πίβοτ πάλεψε να κρύψει την απορία του με ένα τσιγάρο που άναψε κολλητά στο προηγούμενο. Ο Γιωργάκης τον περίμενε χαμογελαστός. Είχα καταλάβει –ο Πίβοτ θολωμένος ακόμα έπεσε στη φάκα σαν λιμασμένο ποντίκι, εγώ όμως ήμουν πιο ψύχραιμος και παρακαλούσα να μην έχουν γίνει όλα αυτά, να μην υπάρχουν –όνειρο κακό, ή άσχημο ταξίδι από λάθος ανακατεμένα χάπια...
Ο Γιωργάκης σηκώθηκε –με το πάσο του. Μετά πήγε στη γωνιά του, μάζεψε ένα σάκο ξεφτισμένο, φόρεσε το μπουφάν του, τίναξε κάποια ανύπαρκτη σκόνη για να το στρώσει.
«Λοιπόν, χάρηκα για τη γνωριμία και τα σέβη μου στο θείο», γέλασε ξερά.
Ανατρίχιασα.
«Πού θα πας ρε ηλίθιε;» μουρμούρισε το Μέταλλο.
«Δεν τελειώσαμε», κούμπωσε τσαντισμένος ο Πίβοτ.
«Έχουμε τελειώσει εδώ και καιρό», είπε ο Γιωργάκης.
Κι άνοιξε την πόρτα του στούντιο, βγήκε χωρίς να κοιτάξει πίσω του –ένα ξερό γέλιο έμεινε στο διάδρομο να μας τον θυμίζει για κάνα τέταρτο. Όσο εμείς, παγωμένοι, αποφεύγαμε τα μάτια των διπλανών μας.
«Λοιπόν, αυτό ήταν», διαπίστωσα.
«Μια στιγμή...» ζήτησε ο Πίβοτ.
«Ναι, εντάξει....» χασκογέλασε το Μέταλλο κι άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του.
Έφυγε χωρίς να μας χαιρετήσει κι όταν μείναμε μόνοι –εγώ και ο Πίβοτ –δεν γινόταν να το αποφύγουμε, κοιταχτήκαμε έτοιμοι να διαλύσουμε.
«Μη μασάς ρε Τρανζίστορ. Μόνοι μας και όλοι τους», είπε ο Πίβοτ.
«Μόνοι μας –ναι», συμφώνησα.
«Κι όλοι τους», επανέλαβε ο Πίβοτ.
«Και όλοι σας», τον διόρθωσα.
Μάζεψα βαριεστημένα το μπάσο, έκλεισα τη θήκη.
«Έχω ραντεβού με μια γκομενίτσα», είπα.
«Καλή;» με ρώτησε.
«Θα δείξει...»
«Κι εγώ...»
«Εσύ –τι;»
«Τίποτα».
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου αφήνοντάς τον μόνο.
Μια βδομάδα αργότερα τίποτα δεν είχε γίνει. Η γκόμενα αποδείχτηκε ψοφίμι με διαπλανητικές τάσεις –βγήκαμε δυο φορές και αναλύσαμε το αντάρτικο πόλεων, την κρίση υπερπαραγωγής, το στραγγάλισμα της μαμάς Αφρικής, το λοξοδρόμισμα της Κίνας –μόνο για τα χάλια της θρυλάρας δεν προλάβαμε να αναλύσουμε αλλά δεν την έκοβα και πολύ ενημερωμένη. Μείναμε λοιπόν στο «θα σε πάρω τηλέφωνο», «όχι αν σε πάρω εγώ πρώτος» και τραβήξαμε δύση-ανατολή ελπίζοντας να μην ξαναπέσουμε ο ένας πάνω στην άλλη πριν αλλάξει ο αιώνας.
Η δουλειά στο δισκάδικο πήγαινε βάρκα –γιαλό, βυθίστηκα λοιπόν σε κάτι καινούργιες κυκλοφορίες εισαγωγής, Ρεντσκίνς, Θρι Τζωνς, Κάρτερ δε Ανστόπαμπλ Σεξ Μασίν άμα λάχει –η ροκ είχε πεθάνει, τα κωλόπαιδα κουράστηκαν να «μαστιγώνουν το νεκρό άλογο», επιδίδονταν πλέον στο κανιβάλισμα του πτώματος. Ενδιαφέρουσα η όλη φάση, άκουγα δίσκους κι έβλεπα μπροστά μου το μέλλον λαμπρό ανάμεσα στα ερείπια του πυρηνικού ολέθρου –αν τύχαινε να με διακόψει κάνας πελάτης το διαολόστελνα απαξιωτικά, «τι το πέρασες εδώ μέσα –για τη Τζάκι Ο και μου ζητάς Γιαζού;» «τι είναι αυτό το Ντουράν Ντουράν; κάτι Ντούρεξ καπότες ήξερα –συμβιβάζεσαι;» Ευτυχώς δεν ερχόταν συχνά το αφεντικό και η κοπελίτσα στο ταμείο με κάλυπτε, αλλιώς θα κατέληγα ακορντεόν στην Ομόνοια με τις μαλακίες που έκανα.
Με τους υπόλοιπους απέφευγα να τρακαριστώ, από του Μπιλ δεν πέρναγα ούτε στο τετράγωνο, άκουγα πολλή μουσική, κοιμόμουν λίγο και γαμούσα καθόλου. Μια φορά πέρασε από το δισκάδικο εκείνο το άγιο παιδί, ο Σπύρος ο Φάρος....
«Τι γίνατε; Χαθήκατε».
«Κάποιο μπέρδεμα, άστα μην τα ρωτάς».
«Αφήστε ρε τη μουσική να σας πάει, αυτή όλα τα ξεμπερδεύει».
«Την αφήσαμε και μας πήγε καρφί στα βράχια. Εσείς πώς τα πάτε;»
«Όπως τα ΄ξερες...»
«Ο Φιλ;»
«Μια χαρά, όπως τα θυμάσαι».
Τι άλλο να πούμε; Είδε το παιδί οτι χτύπαγε νεύρο η κουβέντα σαν τροχός οδοντογιατρού, έψαξε λίγο τις καινούργιες κυκλοφορίες και με χαιρέτησε. Απόμεινα άδειος στο παγωμένο μαγαζί να κοιτάζω τα άσπαρτα χωράφια, μέχρι που βαρέθηκα κι έβγαλα τους Μπιγκ Κάντρι από το πικάπ, έριξα ένα Νιου Μόντελ Άρμι μπας και στανιάρω –πούτσες. Εκείνο το απόγευμα άργησα να κλείσω το μαγαζί, έφυγε το κοριτσάκι η ταμίας κι εγώ εκεί, άλλαζα δίσκους και χάζευα έξω από τη λερωμένη βιτρίνα, κάτι περίμενα. Κατά τις ενιάμιση το αποφάσισα οτι εφόσον δεν περιμένεις τίποτα δεν πρόκειται να΄ρθει ποτέ κι έτσι κατέβασα τα ρολά, πήρα μετά την ανηφόρα από τα στενά της Νεάπολης για το ρημαδόσπιτό μου. Στο δρόμο σταμάτησα σε μια Έβγα, αγόρασα ένα ηλιοκαμένο δωδεκάρι γιατί το΄νιωθα οτι και πάλι δε θα΄χα ύπνο.
Στα σκαλιά της πολυκατοικίας μου το Μέταλλο καθισμένο να καπνίζει. Πλησιάζοντας διέκρινα ένα σμάρι γόπες, σκέτο Λιβυκό πέλαγος είχε κάνει το πεζοδρόμιό μου ο μπαγάσας.
«Περίμενες πολύ;» τον ρώτησα απολογητικά –μήπως είχαμε κάνα ραντεβού και το ξέχασα;
«Πολύ», απάντησε.
«Θα έρθεις μέσα;» έκανα αμήχανα επειδή δεν τον έβλεπα να δείχνει διάθεση.
«Σπίτι σου;»
«Ε, μιας και είμαστε απέξω...»
«Εντάξει».
Ξεκλείδωσα, μπήκα, με ακολούθησε.
«Βολέψου», του πρότεινα.
Αλλά αυτός ο μαλάκας καθόταν σα να’χε καταπιεί ομπρέλα και φοβόταν μην ανοίξει. Πήγα λοιπόν στην κουζίνα, σε στυλ ρομπ ντε σαμπρ και πολύ χαλαρό, ψάρεψα παγάκια, τίγκαρα δυο ποτήρια και μετά ξαναμπήκα στο καθιστικό παύλα σαλόνι παύλα κουζίνα του διαμερίσματός μου.
«Σου βάζω, έτσι;» του έκανα δείχνοντας το δωδεκάρι.
«Ναι», είπε αφηρημένα.
Καθίσαμε λοιπόν σαν αδερφάκια, ο ένας απέναντι στον άλλο, με κέρασε Καμήλα άφιλτρη...
«Τι νέα;» ρώτησα.
«Τα ίδια», είπε. «Εσύ;»
«Όπως τα’ξερες...»
Κατεβάσαμε δυο μεγάλες γουλιές ουίσκι, απλωθήκαμε ο ένας στον καναπέ ο άλλος στην πολυθρόνα –τι ωραίος καιρός, τι όμορφος κήπος -τέτοια κατάσταση.
«Ξέρεις κάτι;» μου λέει τότε στο ξεκάρφωτο το Μέταλλο.
«Όχι, αλλά θα μου το πεις...»
«Θα σου το πω –ναι...»
«Περί τίνος πρόκειται, για να’χουμε καλό ρώτημα;»
«Πήγα από το σπίτι του Γιωργάκη...»
Σταμάτησε και με κοίταξε, εγώ περίμενα.
«Ήθελα να δούμε τι θα γίνει, μπας και άλλαξε γνώμη –κρίμα να διαλυθεί έτσι το συγκρότημα...»
Τον κοίταζα αμίλητος.
«Πήγα λοιπόν σπίτι του...»
Έσκυψε, πήρε το πακέτο, πέταξε έξω μια ακόμα Καμήλα, μετά ανάδευσε το ουίσκι στο ποτήρι του.
«Άλλα παγάκια έχει;» με ρώτησε.
«Έχει», απάντησα.
«Πού;»
Κοπάνησα το δικό μου ποτήρι στο τραπέζι.
«Θες να μου πεις κάτι ή απλώς καθόμαστε και ρεμβάζουμε το πέλαγος;» ρώτησα θυμωμένα.
«Χτύπαγα και δε μου άνοιγε...» μουρμούρισε το Μέταλλο.
Χρειάστηκε να σκύψω –σε μένα μίλαγε;
«Κοπάναγα την πόρτα, μωρή κουφάλα Γιωργάκη, μας το παίζεις ντίβα και τέτοια... Καμιά απάντηση, έκανα να φύγω αλλά θυμήθηκα οτι έχω χάσει μια ταμπακέρα μεταλλική ...»
«Λες για εκείνη με το ανάγλυφο κρανίο;»
«Ναι...»
«Στην είχε κάνει δώρο η Αργυρώ –καλά δε θυμάμαι;»
«Μια χαρά θυμάσαι –να συνεχίσω τώρα;»
«Εντελώς πέτσα εκείνη η ταμπακέρα, θυμάσαι που την εμφάνιζες μονάχα στα ραντεβού με την Αργυρώ;»
«Το θυμάμαι –αφού δε γούσταρα ταμπακέρες, πώς να φυσήξεις ταμπακέρα για να πεταχτεί η Καμήλα; Είναι θέμα στυλ...»
«Λοιπόν νομίζω οτι τελευταία φορά που είδα την ταμπακέρα ήταν στο σπίτι του Πίβοτ, έχει κάνει μια προθήκη με σκατολοϊδια πολύ κομ ιλ φο ας πούμε...»
«Εντάξει, στ΄αρχίδια μου η ταμπακέρα. Να συνεχίσω;»
Τον ενθάρρυνα κουνώντας το κεφάλι.
«Τέλος πάντων, μου ήρθε η ιδέα μήπως είχα παρατήσει την ταμπακέρα στην αποθηκούλα που είχαμε για στούντιο και πήγα να την ψάξω...»
«Πώς σου ήρθε τέτοια ιδέα; Και γιατί να την ψάξεις; Ξανατραβιέσαι με την Αργυρώ ρε μαλάκα;»
Το Μέταλλο με κοίταξε, έβγαλε καπνούς από τα ρουθούνια.
«Σκάσε, μη σηκωθώ και σε γαμήσω –εντάξει;»
Εντάξει.
«Πήγα λοιπόν στην αποθηκούλα, το κλειδί ακόμα κάτω από την αριστερή γλάστρα, μπήκα, έψαξα... Το μόνο που βρήκα ήταν το ντοσιέ με τους στίχους του Γιωργάκη –ήξερες οτι είχε πάνω από 50 τραγούδια σχεδόν έτοιμα;»
Πήγα να μιλήσω, μου έκανε νόημα.
«Αν πεις κουβέντα σε σκότωσα».
Πήγα πάσο λοιπόν, άναψα καινούργιο τσιγάρο και περίμενα.
«Τέλος πάντων, δε βρήκα την ταμπακέρα....»
«Μα, αφού είναι στο σπίτι του Πίβοτ δεν στο΄πα;»
«Κάνω οτι δεν σε άκουσα και συνεχίζω. Βγαίνω, που λες, από την αποθηκούλα, κλειδώνω και κοιτάζω ασυναίσθητα το παράθυρο στο υπνοδωμάτιο της μάνας του Γιωργάκη...»
«Το ένστικτο του ματάκια», σχολίασα.
«Και βλέπω τον Γιωργάκη...»
Έσκυψα μπροστά, παραλίγο να ρίξω το ποτήρι μου.
«Μοιάζει να κοιτάζει από ψηλά το κρεβάτι της μάνας του, κάτι κάνει, σα να μιλάει ας πούμε, επειδή το κεφάλι του κουνιέται που και που... Αλλά υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα, επειδή ο Γιωργάκης είναι περίπου 1.80 –σωστά;»
«Τι σημασία έχει; Ταυτότητα θα του βγάλουμε;»
«Έχει σημασία –επειδή ο Γιωργάκης που βλέπω είναι κοντά στα δυο μέτρα, το κεφάλι του δηλαδή απέχει...»
Σβήνω το τσιγάρο.
«Μπήκα από την πόρτα της κουζίνας, δυο κλωτσιές υπόθεση –το σπίτι βρώμαγε σαν το μουνί της λάσπης... Λοιπόν αυτό που είχε κάνει ο δικός μας ήταν να ξαγκιστρώσει το ντουί του φωτιστικού και να περάσει στο τσιγκέλι ένα λεπτό πλαστικοποιημένο σκοινί μπουγάδας. Για την ακρίβεια, είχε δέσει την άλλη άκρη του σκοινιού στο πόδι της ξύλινης ντουλάπας, από φόβο μήπως δεν τον κράταγε το τσιγκέλι....»
«Κι έπεφτε με τα μούτρα όταν πήγαινε να κρεμαστεί –ε;»
«Ακριβώς, μη σπάσει και κάνα δόντι ο άνθρωπος...»
«Σωστός ο Γιωργάκης».
«Σωστός και η κατασκευή σκέτη πατέντα αλλά ο ίδιος σε άθλια κατάσταση, με τη γλώσσα να του κρέμεται, τα μάτια εξόφθαλμη βρογχοκήλη...»
Άναψα καινούργιο τσιγάρο.
«Είχε κατουρηθεί ή κάτι τέτοιο –το παντελόνι του λεκιασμένο μπροστά...» συνέχισε αμείλικτο το Μέταλλο.
«Παρακάτω», είπα προσπαθώντας να συγκρατήσω κάποια αναγούλα.
«Δεν έχει παρακάτω...» μουρμούρισε το Μέταλλο. «Έφυγα από εκεί μέσα και ήρθα εδώ...»
«Και τον άφησες κρεμασμένο;»
«Ε, τι να’κανα δηλαδή;»
«Έστω να του κλείσεις τα μάτια;»
«Δεν το σκέφτηκα...»
Υπολόγισα –στις πόσες ώρες κοκαλώνει ο πεθαμένος; Δεν ήμουν σίγουρος.
«Και τώρα τι γίνεται;» τον ρώτησα.
«Ξέρω ‘γω; Να πάρουμε τους μπάτσους»
«Ανώνυμο τηλεφώνημα κι έτσι;»
«Ε, πώς αλλιώς;»
Ξεχυθήκαμε στη λεωφόρο δυο τετράγωνα πέρα από το διαμέρισμά μου, τρέχαμε σαν τα καργιόλια, μέχρι που η ανάσα μας κόπηκε, σταματήσαμε τότε, ξελαχανιάσαμε –το Μέταλλο δεν μπορούσε κι έτσι τηλεφώνησα εγώ στους μπάτσους.
«Θέλω να δηλώσω ένα πτώμα στη διεύθυνση τάδε...»
«Δώστε μου τα στοιχεία σας κύριε».
«Ρε παρ΄τ΄αρχίδια μου και τραβήξου να ξεκρεμάσεις το πτώμα, μαλάκα».
Μετά κοπάνησα το τηλέφωνο και βγήκα από τον τηλεφωνικό θάλαμο.
«Λες να σκουπίσουμε τ΄αποτυπώματά μας;» ρώτησε το Μέταλλο.
«Ναι, επειδή μόνο εμείς το πιάσαμε το τηλέφωνο», κορόιδεψα.
«Αλλά αν το ψάξουν;»
Τράβηξα μια κλωτσιά καρατέκα στο κρεμασμένο ακουστικό, το άκουσα να κάνει κρακ και ν΄ανοίγει κάτω από τον πάτο της αρβύλας μου.
«Ευχαριστημένος τώρα;» τον ρώτησα.
«Κι όταν θα πάνε, θα δουν τη σπασμένη πόρτα», μουρμούρισε εκείνος κι άρχισε να τρέμει.
«Τι φοβάσαι ρε μαλάκα; Εσύ τον σκότωσες;»
«Όχι αλλά...»
«Ξεκόλλα λοιπόν...»
«Είναι που δε θέλω καθόλου πάρε δώσε με τους μπάτσους...»
«Και ποιος θέλει;»
«Εγώ μια παραπάνω...»
Κατηφορίζαμε άνευ προορισμού, ο δρόμος μάς έβγαλε στο Σύνταγμα, χωθήκαμε στα στενάκια της Πλάκας...
«Θυμάσαι τη 16;»
«Ξεχνιέται η 16;»
Μπήκαμε σ΄ένα κωλάδικο, ψάξαμε τις τσέπες μας κι αποφασίσαμε οτι μας παίρνει να γίνουμε χάλια.
«Στο Γιωργάκη», είπε το Μέταλλο κατεβάζοντας με κλειστή μύτη το πρώτο ποτήρι.
«Σε κάποιο Γιωργάκη τέλος πάντων...» συμπλήρωσα.
«Γιατί λες να το΄κανε;» με ρώτησε.
«Ε, ξέρεις τώρα –παιδιακίσια καμώματα... Θα είχε καμιά απογοήτευση στις πανελλήνιες, μπορεί να τον έφτυσε καμιά συμμαθήτριά του στο νηπιαγωγείο...»
«Σωστά... Άσχημος τρόπος όμως να πεθάνεις...»
«Γιατί –υπάρχουν και όμορφοι τρόποι;»
«Ξέρω ‘γω; Να πεθάνεις από το πολύ γαμήσι ας πούμε...»
«Α, υπέροχο. Να σε βρουν δηλαδή με τα μάτια βολβούς, τη γλώσσα γραβάτα και το τσουτσούνι εκκρεμές...»
«Δίκιο έχεις...»
«Πρέπει να ειδοποιήσουμε και τον Πίβοτ...»
«Γιατί;»
«Ε, δεν πρέπει;»
«Άστο γι΄αργότερα...»
Πήραμε ακόμα μια γύρα και μετά ακόμα μία. Οι σκιές όλο και ξεθώριαζαν, δε χρειαζόταν πλέον να μισοκλείσουμε τα μάτια μας, έτσι κι αλλιώς δε βλέπαμε τίποτα.
«Πρέπει να φύγω, με περιμένουν», είπε σε κάποια στιγμή το Μέταλλο.
Κι έψαξε τη μεσόκοπη γκαρσόνα, του πήρε λίγο να την εντοπίσει –όταν το κατάφερε παράγγειλε ακόμα μία από τα ίδια.
Τα ίδια και τα ίδια.
Τον Πίβοτ τον συναντήσαμε στην κηδεία του Γιωργάκη –κάτι θείτσες που τουρτουρίζανε στο ψιλόβροχο του νεκροταφείου, δεν ξέρω αν στο έχω πει, αλλά το νεκροταφείο ήταν ακριβώς απέναντι από το Λύκειο που πηγαίναμε.
«Μπερθ, σκουλ, γουόρκ, ντεθ», παρατήρησε το Μέταλλο.
«Ο Γιωργάκης νομίζω γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη», είπα εγώ.
«Δεν έχει σημασία», με διαβεβαίωσε.
«Πώς πάει;» μας πλεύρισε ο Πίβοτ.
«Μια χαρά –εσύ;»
«Εντάξει».
«Τι άλλα;»
«Όχι εδώ...»
«Τι θα πει αυτό;»
«Πρέπει να πούμε δυο πράγματα αλλά όχι εδώ και όχι τώρα».
«Αλλού και άλλοτε λοιπόν...»
«Όχι ακριβώς. Αύριο στου Μπιλ».
«Δε μπορώ».
«Να μπορέσεις. Θα μαζευτούμε οι παλιοί να πιούμε ένα ποτό για τον Γιωργάκη».
«Τιμής ένεκεν...»
«Και δυο αυγά Τουρκίας –λοιπόν, έκλεισε –έτσι;»
Κούνησα τους ώμους, το Μέταλλο δε μίλαγε.
Ο παπάς αρνήθηκε να τον ψάλλει επειδή κρεμάστηκε –έτσι οι νεκροθάφτες τον κατέβασαν άκλαυτο, οι θείτσες σταυροκοπιόντουσαν κι ένας βρωμερός πάνκης πήδηξε τη μάντρα πάνω στο κρίσιμο και φώναξε...
«Εμείς είμαστε το Φάντασμα στη Μηχανή εσείς ποιοι μαλάκες είστε;»
Κοίταζα το χώμα, κάτι σκουλήκια κωλοτρίφτηκαν όταν μέριασα μια πέτρα, αηδίασα. Μετά σκέφτηκα οτι ο Γιωργάκης θα πέθαινε στα γέλια με το σκηνικό και προσπάθησα να κάνω το ίδιο αλλά δε μου βγήκε.
Την επόμενη μέρα έφτασα στου Μπιλ χώμα. «26 ρεντς εντ α μποτλ οφ γουάιν», που έλεγε κι ο Τζιμ Κάρολ, αλλού πατούσα κι αλλού βρισκόμουν –δεν ήταν εύκολο τελικά να κουμαντάρω τόσο θάνατο. Μέσα ήταν μαζεμένη όλη η συμμορία των ελπιδοφόρων διαψεύσεων –παιδιά που είχανε όλα τα φόντα να ξεχωρίσουν, μπασκετμπολίστες με μυθικά ποσοστά ευστοχίας που φρόντισαν να τα εξατμίσουν στον καπνό των παραισθήσεων, φιλοσοφημένα παιδιά που τάπωναν στη συζήτηση μέχρι και κομματικούς ινστρούχτορες και γι΄αυτό το λόγο δεν καταδέχτηκαν να μπουν σε πανεπιστήμιο, μουσικαράδες με επίπεδα δεξιοτεχνίας τόσο ψηλά που δεν τολμούσαν να βγουν μπροστά σε κοινό λόγω υφέρποντος πριγκηπισμού –μπήκα και χαιρέτησα τους συνεπείς αποτυχημένους, όλους όσους προτίμησαν να σαπίσουν παρά να κινηθούν συμβιβαστικά. Στη μέση ο Πίβοτ και το Μέταλλο, οι αποτυχημένοι τους κοίταζαν με λίγη ζήλια και κάμποση απαξίωση, έτσι όπως κοίταζαν όσους τα κατάφερναν να ξεκολλήσουν από το κενοτάφιο του Μπιλ του Χοντρού.
«Καλώς τ΄αρχίδια μας τα δυο», με υποδέχτηκε ο Μπιλ. «Χάθηκες κι ανησυχήσαμε μην ξανάρθεις...»
Χαμογέλασα, πήρα ένα εύκαιρο ποτήρι μπύρα και χώθηκα στο τεράστιο τραπέζι.
«Μεγάλε –χρόνια και ζαμάνια...»
«Παιχταρά μου»
Κι άλλα τέτοια επί της υποδοχής.
Το Μέταλλο μου έκανε νόημα, ο Πίβοτ ούτε να με χέσει. Αγόρευε σε κρεμασμένα σαγόνια περί του χτυπήματος που δέχτηκε η ανεξάρτητη μουσική σκηνή με τον θάνατο του Γιωργάκη, έτσι όπως το πήγαινε δεν το είχε σε τίποτα να κατηγορήσει τη διεθνή δισκογραφική μασονία οτι τον αυτοκτόνησαν σαν τον Χέντριξ να πούμε.
«Σ΄έχω δει στο δισκάδικο στο κέντρο», μου σφύριξε ένα παιδί που καθόταν δίπλα μου, η φάτσα του κάτι μου θύμιζε.
«Ναι, εκεί δουλεύω», παραδέχτηκα.
«Συγκρότημα, συναυλίες, δίσκοι και δουλειά σε δισκάδικο –όνειρο Μεγάλε. Κι εμείς ξεκινάνε ένα γκρουπάκι, μακάρι να τα καταφέρουμε σαν εσάς», είπε το παιδί.
«Πού σε ξέρω ρε μικρέ;» τον ρώτησα.
«Ε, όχι και μικρός –17 χρονών...» διαμαρτυρήθηκε το παιδί. «Ο αδερφός του Τάραμα είμαι...»
«Του Τζων;»
«Ναι αυτού».
«Τι κάνει ο φοβερός Τζων Τάραμας;»
«Κάνει το αγροτικό του».
«Πώς κι έτσι; Πέρασε στην ιατρική;»
«Όχι –αγροτικές φυλακές Ναυπλίου... Τον πιάσανε με κάτι στερεοφωνικά...»
«Έλα ρε...»
«Ναι. Και για να μη μένει η κιθάρα του και σκεβρώσει....»
«Είπες να κάνεις συγκρότημα».
«Έτσι».
«Και τι παίζετε;»
«Μέταλ».
«Εντάξει –είναι και οικογενειακή παράδοση».
«Έχεις τίποτα άκρες να μας κλείσεις καμιά συναυλία;»
«Μίλα με το Μέταλλο ρε μικρέ –αυτός είναι πιο σχετικός».
«Μπα, παπάρια. Το Μέταλλο έχει φλωρέψει, ακούει τζαζ πλέον...»
Χαμογέλασα.
«Κοίτα να δεις μικρέ, υπάρχουν δυο δρόμοι...»
«Της αρετής και της κακίας».
«Κάπως έτσι. Του περφεξιονισμού και της ηρωικής αναπόλησης. Δηλαδή ή καταλήγεις μάστορας του σεξ και του καράτε να παίζεις παπάδες ή περιμένεις να΄ρθει Κυριακή, να μαζευτείτε με την παρέα ν΄αναπολήσετε τα περασμένα μεγαλεία».
«Ναι ε;»
«Κι εσείς ποιο δρόμο ακολουθείτε δηλαδή;»
«Εμείς χαθήκαμε στο σταυροδρόμι –δεν τα΄μαθες;»
«Άρα λοιπόν παπάρια συμβουλές –ακουστά τα΄χεις κι εσύ».
Γέλασα.
«Πες το κι έτσι».
«Έτσι το λέω και τζάμπα έχασα την ώρα μου».
Ο πιτσιρικάς σηκώθηκε, έσβησε το τσιγάρο του, σήκωσε τον γιακά του τζιν μπουφάν.
«Δεν θα τους περάσει πάντως. Ο Γιωργάκης μπορεί να μην είναι πια εδώ, το υλικό του όμως υπάρχει...» αγόρευσε ο Πίβοτ.
Δαγκώθηκα.
«Αντίο μαλάκα», είπε ο πιτσιρικάς.
«Καλή τύχη», του ευχήθηκα.
«Έτοιμοι ήμασταν να κυκλοφορήσουμε, τώρα έχουμε ένα λόγο παραπάνω να το κάνουμε», κατέληξε ο Πίβοτ.
Τα παιδιά επικρότησαν. Το Μέταλλο έψαχνε κάτι να βρει στον πάτο του ποτηριού, έδειχνε ιδιαίτερα απασχολημένος για να συμμετάσχει στην κουβέντα.
Κοίταξα τον Πίβοτ ο οποίος αξιώθηκε να μου ρίξει ένα βλέμμα.
«Αύριο έχουμε ραντεβού στο στούντιο», μου είπε.
«Καλώς –θα τα πούμε αύριο», απάντησα.
Σηκώθηκα.
«Πού πας;» ρώτησαν τα παιδιά.
«Εδώ γύρω θα είμαι», είπα.
Βγήκα από του Μπιλ σα να με κυνηγάγανε χίλιοι διαβόλοι, πήγα παραδίπλα στο σουπερμάρκετ με τα κατεβασμένα ρολά και βάλθηκα να κλωτσάω τα καφάσια. Μια, δυο, τρεις –τα ξύλα σπάγανε –στο τέλος ένιωσα οτι δε μου αρκούσε αυτό, πλάκωσα λοιπόν στο κλωτσίδι μια υδρορροή κι ετοιμαζόμουν να πιάσω τοίχο όταν είδα το Ντεσεβώ να με παρακολουθεί. Σταμάτησα. Το παράθυρο του Ντεσεβώ άνοιξε κι ένα γυναικείο χέρι που κράταγε τσιγάρο με χρυσό επιστόμιο μού έκανε νόημα. Πλησίασα.
«Μπες μέσα», μου είπε μια τύπισσα με κορακίσιο μαλλί κομμωτηρίου.
Έκανα το γύρο του αμαξιού και μπήκα στη θέση του συνοδηγού. Η κυρία φορούσε μαύρα, δαντέλα στις άκρες, φορεματάκι με αβυσσαλέο άνοιγμα στο μπούστο και ένα σωρό βραχιόλια –σαραντάρα την έκοβα αλλά ο χρόνος δεν την είχε ενοχλήσει, εμφανισιακά τουλάχιστον. Το Ντεσεβώ μύριζε Όπιουμ.
«Ποια είσαι εσύ;» απόρησα.
«Δεν έχει σημασία», είπε και άναψε τον κινητήρα.
Μου πρόσφερε τσιγάρο, αρνήθηκα κι άναψα μια Καμήλα –άνοιξα τέρμα το παράθυρό μου να μη ντουμανιάσουμε.
«Ήρθα για τον Γιωργάκη», είπε.
«Άργησες», διαπίστωσα.
«Νομίζεις;»
Την κοίταξα.
«Αν θέλεις κάτι πες το γρήγορα, έχουμε και δουλειές», γκρίνιαξα.
«Σιγά μη χάσεις την πρόβα», γέλασε η γυναίκα.
«Με ξέρεις;» ρώτησα.
«Όλους σάς ξέρω», απάντησε.
«Για κάνε παιχνίδι...» είπα.
«Με τι φύλλο ρε κορόιδο;» γέλασε.
«Εντάξει τότε –άσε με εδώ δεξιά κι άντε γαμήσου», θύμωσα.
«Τι έγινε με τον Γιωργάκη;» ρώτησε.
«Πες μου εσύ που τα ξέρεις όλα», φίδιασα.
«Εγώ ξέρω οτι ο Γιωργάκης μάς χρωστάει κάτι και ξαφνικά εξαφανίζεται, στην αρχή μυστηριωδώς, αργότερα αμετακλήτως....»
«Εντάξει –άμα σάς χρωστάει, άντε να τον βρείτε να εισπράξετε. Και ποιοι είσαστε εσείς για να’χουμε καλό ρώτημα;»
Η κυρία με κοίταξε ναζιάρικα.
«Μπερδέψαμε κάπως τα μπούτια μας μου φαίνεται... Εγώ κάνω τις ερωτήσεις».
«Κοίτα –δε χαλιέμαι με τα μπερδεμένα μπούτια κι αν μάλιστα το γυρίσουμε από συμβολικό σε πραγματικό ακόμα καλύτερα. Όσο όμως έχεις αυτό το στυλάκι θα επιμένω να με αφήσεις στο κοντινότερο πεζοδρόμιο».
Η κυρία μού γέλασε κατάμουτρα.
«Δε σε παίρνει», μου εξήγησε.
«Ποιος το λέει αυτό;» ενδιαφέρθηκα να μάθω.
«Κι άλλη ερώτηση;» κορόιδεψε.
Άνοιξα την πόρτα στην κίνηση και κύλησα έξω, το αμάξι δεν πήγαινε πάνω από 20 αλλά η άσφαλτος με γάμησε –κόντεψε να πάρει φωτιά το μπουφάν μου κι ένιωθα το δέρμα από κάτω να ξεφλουδίζει σαν ώριμο σύκο. Πόνεσα αλλά το είχα ανάγκη, στήθηκα στα πόδια μου νιώθοντας πολύ ζωντανός. Το Ντεσεβώ συνέχισε την πορεία του χωρίς ν΄αλλάξει ταχύτητα
Τα τσιγάρα μου είχαν γίνει μαντάρα, βρήκα ένα αξιοπρεπές και το άναψα. Έπιασε τότε και μια ψιλοβροχή, δροσίστηκε η φάτσα μου, όλα πήγαιναν για χοντρό πούλημα όμως ένιωθα πολύ εντάξει –σα θανατοποινίτης μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, το μόνο που με απασχολούσε ήταν να μη χάσω το στυλ μου.
«Κατάλαβες;» τη ρώτησα.
«Κι αυτό ήταν λόγος να τον σκοτώσεις;» απόρησε.
«Αυτό ήταν ο λόγος που αυτοκτόνησε ο Γιωργάκης –πώς μπορείς να είσαι τόσο ηλίθια;» φώναξα.
Μαζεύτηκε. Ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
24 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Oκ,
εμείς απλά καθισμένοι στην μέση μιας λεωφόρου, περιμένουμε το επόμενο φορτηγό να μας πατήσει.
Τα σέβη μου...
Συγνώμη τώρα, με αυτή την οικονομική κρίση που έχει γονατίσει την παραγωγή εν γένει και την οικοδομή ειδικότερα εσύ ελπίζεις οτι θα περάσει φορτηγό να σε πατήσει; Φύγε ρε μην πάθεις καμιά ηλίαση!
Υ.Γ.: Ευχαριστώ
βρε τον γιωργακη...ακομη και στην αυτοκτονια του εμοιασε του Κερτις.
Χαχαχα -του Κέρτις ε; Ο Γιωργάκης (ο οποίος για καθαρά μυθοπλαστικού; λόγους κρεμάστηκε ενώ, στην πραγματικότητα, απλώς πήγε από υπερβολική δόση και τον βρήκανε από τη βρώμα μετά από καμιά βδομάδα) δεν ακολούθησε το παράδειγμα του Κέρτις αλλά μιμήθηκε τον μυθιστορηματικό Μιχάλη τον Βιθέντε -αν έχεις ακουστά...
Σ'αυτη την περιπτωση, καπαρτινα αφησε για καποιον?
Σωστό το ερώτημα. Όχι, άφησε κάτι ποιήματα για να τα κονομήσει ο κιθαρίστας του μάιν χερ.
θα σε απογοητευσω, εχω ακουσει μοναχα για καποιον βιθεντε καλδερον στην μαδριτη χεχεχε
αλλα μου βαλες φυτιλιες τωρα.
Όχι καλέ -αυτός είναι γήπεδο!
Για ψάξτο "Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα"
Και τα ποιηματα καλα ειναι αρχηγε. Α, κανα ονομα ηχολυπτη αφησε? Εχουν αρχιζει να ξεχειλιζουν οι σκηνες και θελουν βολτα, δεν μαζευονται με τιποτα ;)
Ρε μήπως πρέπει να σταματήσω να ασχολούμαι? Έχω γίνει πρεζάκι κι εγώ περιμένω κάθε μέρα να βάλεις και μια συνέχεια...Δεν ξέρω πώς και πότε τελειώνει όλο αυτό αλλά αυτή τη στιγμή είμαι απογειωμένος από την ιστορία και είναι ωραίο το συναίσθημα! Ευχαριστούμε!
Χερ ντιρεκτόρ -έχει αφήσει έναν αλλά θέλει λεφτά (άκου βίτσιο τώρα ο άθρωπος!) και ψάχνω για κάποιον λίγο φτηνότερο (δηλαδή ιδεολόγο). Κάτι περιμένω...
Καλό (μου) παιδί αυτό που μπορώ να σου πω οτι ότι όλα όσα διαβάζεις θα βγουν κάποια στιγμή (σύντομα ελπίζω ε;) σε ταινία. Κι αυτά και άλλα. Οπότε καλώς τα διαβάζεις, θα ξέρεις την υπόθεση και θα πουλάς μούρη στην παρέα.
Πιατίνι στον τοιχο ε?
Και όσο το διαβάζω φυσικά, λέω μέσα μου
"Βιθέντε
Βιθέντε
Βιθέντε"
ε φτάνω και στα σχόλια, δύσκολο να είχα άδικο :)
Το πας για πιο μικρό από άλλες ιστορίες ή φταίει που κάθε συνέχεια είναι αυτοτελώς απελπισμένη και νομίζω ότι δεν αντέχω επόμενη; Εννοώ, είσαι στο 8 και είναι σαν στο 19, νομίζω ότι κάθε επόμενη θα είναι η τελευταία
Μάρλυ -πιατίνι στον τοίχο, μα πώς το σκέφτηκα ο πούστης!!! Συμβαίνουν τέτοια πράγματα; (Προδημοσίευση από βιογραφία που θα γράψει ο Νταλούκας είναι, ειδικά αυτό!)
Fixit, ε μα! Βιθέντε (σου έχω πει οτι έχω δει φωτογραφία του; να κανονίσουμε να πάμε να στη δείξω). Σκέφτηκα λοιπόν οτι είναι πιο ροκ εν ρολ αυτός ο τρόπος του από την απλή περιγραφή του γεγονότος. Και μη νομίζεις -κι εκείνος το ίδιο είχε κάνει...
Δεν ξέρω πόσο θα μου βγει -όσο κάτσει, δε γαμιέται...
Ναί ρε Boy, αλλά τα παράθυρα του Ντεσεβώ ανεβαίνουν, δεν κατεβαίνουν...
Σωστός και θα το αλλάξω άμεσα!
Εγώ δε διάβασα. Μόλις γύρισα από μπάνιο και σε λίγο πάω να παίξω μουσική. Έτσι μπήκα κατευθείαν στα σχόλια. Απλά σήμερα, διαβάζοντας στην παραλία ένα βιβλιαράκι για τα μωρά στη φωτιά (άσχετο) μετά από κάμποση ώρα βγάλαμε τουμπανιασμένο από τη θάλασσα ένα γέρο που τον θυμάμαι να πηγαίνει εκεί από όταν πήγαινα σχολείο...
Άσχετα όλα αυτά αλλά για τον Μιχάλη τον Βι8έντε διάβαζα -και δίπλα από το βιβλιαράκι βολόδερνε και η στεκιά...
Καλά να περνάτε
miliokas aka skylos_mayros
Τουμπανιασμένο όπως ο Τσαρουχάς στην Κόλαση ας πούμε; Πάντως είναι μάστιγα οι γέροι που πεθαίνουν στη θάλασσα, όλοι έχουμε δει από έναν -είναι άραγε ωραίος θάνατος να τον ευχόμαστε και για πάρτη μας;
Με το "βιβλιαράκι για τα μωρά στη φωτιά (άσχετο)" μου θύμισες κάποτε που συζήταγα με ένα μωράκι (εξίσου άσχετο) για τα βιβλία στη φωτιά (ότο ντα φε) σε μια παραλία, αλλά δε θυμάμαι καθόλου τι λέγαμε...
Αν ξανατολμήσεις να μπεις εδώ μέσα και να πεις οτι γύρισες από μπάνιο ενώ βράζει ο κώλος ολονών μας θα σε καθαρίσω -εντάξει;
Εντάξει, το κατάλαβα...
Δε θα ξαναμπώ να μιλήσω για παραλίες και πνιγμένους σε αυτές, ούτε πως λιώνουμε όλη μέρα σ' αυτές.
Ενίοτε διαβάζουμε και κανά βιβλίο_
:) :)
miliokas aka skylos_mayros
Άψογο το σαλόνι σου (μ΄αρέσει που το κατάλαβες και δεν ξαναμιλάς για παραλίες απλώς δείχνεις φωτογραφίες -τι κουφάλα είσαι!)
ticket to nowhere_
Enjoy the trip - i did :)
Ωραίος -τώρα πάρε και τις ερωτήσεις γνώσεων:
1. Η νήσος Πάιτα υπάρχει στην πραγματικότητα;
2. Σε ποια ταινία αναφέρεται;
Υ.Γ.: Με αυτό το νησί (έτσι για να ξέρεις) εγώ έπιασα δουλειά στο ΜΟΤΟ προ αμνημονεύτων.
Αλόχα! Για κάποιο λόγο δε μπορώ να ανοίξω το 5ο μέρος. Ξέρετε γιατί??
Επειδή το τραγούδι του τίτλου είναι χασικλίδικο και τα έκανε μαντάρα. Αλλά φρόντισα και το διόρθωσα -πάντοτε στο τέλος η φυσική υπέκυπτε στη χημεία.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!