Προηγούμενα:
1. Μπάσκετ με τα φαντάσματα
2. Οι εφιάλτες ξεκινάνε ονειρικά
3. Μαλιμπού Μπιτς
4. Τυφλοπόντικες στον παράδεισο των ερπετών
5. "Χασάν ι Σαμπά"
6. Φλάουερ Στούντιος
7. Κριστίν
8. Ψόφιες τουλίπες και τουμπαρισμένοι χρυσοκάνθαροι
9. Ένα μάτσο μουσικόφιλες ψωλίτσες
10. Ανάπηροι με χρυσαφένια δάχτυλα
Κόντεψα να βάλω τα κλάματα όταν τον είδα. Αυτή η αίσθηση της άνευ όρων παράδοσης που βαστάει αγκαζέ την οικειότητα του δικού σου ανθρώπου στην ανοιχτή πόρτα, πήγα να χαμογελάσω αλλά δεν μου βγήκε κι εκείνος στεκόταν σα μαλάκας, μισός μέσα μισός έξω, το μετέωρο βήμα του ντράμερ...
«Μπες παραμέσα, σε τρώει ο κώλος σου;» μούγκρισε και τον είδα αμέσως να δαγκώνεται, σα να του ξέφυγε κάτι που δεν έπρεπε να πει.
Μπήκα μέσα πάντως κι εκείνος πίσω μου έκλεισε την πόρτα.
«Πώς έγινες έτσι ρε μαλάκα;» γέλασε.
«Κοίτα ποιος μιλάει...» ψιθύρισα.
Πέρασα το χωλ και μπήκα στο καθιστικό σίγουρος οτι τον έχω πίσω μου, βαριά βήματα, προσεκτικά –όσο προσπαθούσε να συνηθίσει το μισοσκόταδο του δωματίου. Όταν την είδε ψιλοπαραλυμένη στον καναπέ κοντοστάθηκε, μετά με προσπέρασε και της συστήθηκε. Εκείνη δεν έβγαλε άχνα.
«Είναι καλά;» με ρώτησε.
«Έτσι νομίζω», υπέθεσα.
«Τη βλέπω λίγο κατουρημένη, γι΄αυτό...» μουρμούρισε.
«Λέγαμε αστεία και δεν πρόλαβε να φτάσει στο βεσέ», είπα.
Κάθισε λοιπόν όσο πιο άνετα μπορούσε σε μια πολυθρόνα εκεί κοντά της, έβγαλε τις παραδοσιακές Καμήλες, τής πρόσφερε...
«Δεν καπνίζει», του είπα.
«Ποτέ δεν είναι αργά», τής χαμογέλασε φτύνοντάς με πλήρως.
Πήγα κι εγώ από πάνω του, άρπαξα ένα τσιγάρο πριν καθίσω απέναντί τους.
«Λοιπόν;» ρώτησε.
«Αυτά», παραδέχτηκα.
«Σπιταρόνα πάντως ο πούστης...» θαύμασε.
«Αλλά τελικά κανείς δεν τα παίρνει μαζί του», υπενθύμισα.
«Κι εσύ;» με κάρφωσε βγάζοντας καπνό από τα ρουθούνια.
«Τι εγώ;»
«Ρωτάω –τι παριστάνεις εδώ πέρα; Τον εκδικητή με την κακοχτενισμένη φαλάκρα σε στυλ Τζον Καζάλ, Σκυλίσια Μέρα και τέτοια ας πούμε;»
Έσβησα το τσιγάρο και σηκώθηκα πάλι.
«Ξέρεις κάτι φιλαράκο;» του είπα. «Δε μου αρέσει καθόλου ο τρόπος που ρωτάς...»
«Και τι μ΄αυτό; Σηκώθηκες κιόλας -θα μας δείρεις;» γέλασε.
«Σηκώθηκα γιατί θέλω να πάω για κατούρημα –αν μπορείς πρόσεξε τη γκόμενα μην την κοπανήσει», είπα.
Δαγκώθηκε πάλι.
«Όπως νομίζεις», είπε κι άρχισε επιτόπου κάτι τρελά νοήματα.
Τον κοίταζα όσο έπαιζε τη μαϊμού στο κλαρί, έξυσα το κεφάλι μου. Κι εκείνη τον κοίταζε, στο τέλος δεν άντεξε –χαμογέλασε. Έκανα το ίδιο –τι όμορφα που περνάμε...
Αλλά τότε μου ήρθε η επιφοίτηση, αυτό που προσπαθούσε να μου δείξει το Μέταλλο είχε να κάνει με καλωδίωση, κοριό, μικρόφωνο, κάτι τέτοιο.
Πού; του έκανα νόημα με το χέρι.
Μου έδειξε το στήθος του.
«Λοιπόν, πάω για κατούρημα», είπα.
Με χάζευε γεμάτος απορία όσο απομακρυνόμουν, όταν όμως αγκάλιασα το κάσωμα της ενδιάμεσης πόρτας κι έριξα μια κλωτσιά σε κάποια μισάνοιχτη πόρτα κρεβατοκάμαρας, εξακολουθώντας να τους κόβω χαμογελαστός, μπήκε στο κόλπο.
«Πάμε», της είπε. «Πάμε πριν γυρίσει».
Εκείνη τον κοίταζε έτοιμη να καταρρεύσει, πήρε γραμμή το Μέταλλο και την άφησε στη δυστυχία της –σηκώθηκε μόνος του κι άρχισε να κοπανάει τα παπούτσια του στο πάτωμα, σαν παιδική παράσταση. Τον άφησα να καραγκιοζέψει για λίγο πριν ρίξω τη στεντόρεια...
«Πού πάτε ρε γαμημένοι; Ακόμα ένα βήμα και πυροβολώ».
Εκείνη από τον καναπέ μάς παρακολουθούσε εντελώς ανέκφραστη.
«Άντε παράτα μας ψυχάκια», ούρλιαξε το Μέταλλο σαρώνοντας απότομα οτι σκατολοϊδι υπήρχε στο τραπεζάκι του χωλ. Μετά άρχισε να κοπανάει το ίδιο το τραπεζάκι στον τοίχο, έβγαζε κάτι λαχανιασμένα αλυχτίσματα σαν τον Γιώργο Φούντα, στο τέλος τράβηξε το μαραφέτι από το στήθος του, ξηλώθηκαν τα, πιασμένα με μονωτική, καλώδια και το μηχανηματάκι γλίστρησε στο πάτωμα. Όταν έφτασε κοντά μου το ποδοπάτησα μεθοδικά ακούγοντάς το να τσιρίζει όμοια με κατσαρίδα.
«Δε σου βρίσκεται κάνα κουμπούρι να ρίξεις, έτσι χάριν φαντασμαγορίας;» γέλασε το Μέταλλο.
Εγώ δεν γέλασα επειδή πήρε το μάτι μου τους καργιόληδες στον κήπο κάτω απ΄το παράθυρο να φιδοσέρνουν ξαναμμένοι.
«Κοίτα κατάσταση...» του έδειξα.
Το Μέταλλο πήρε αμέσως γραμμή, έτρεξε λοιπόν να βουτήξει την τρεμάμενη δημοσιογράφο και να την παρουσιάσει α λα μπρατσέτα στο άνοιγμα του παραθύρου.
«Μαζευτείτε -είναι μαλάκες», προειδοποίησα.
Αλλά δεν με άκουσε. Μόνο καθόταν κρατώντας την δημοσιογράφο σε κοινή θέα. Οι καργιόληδες απέξω πήραν να ησυχάζουν.
«Πάει, το περάσαμε κι αυτό», είπε το Μέταλλο.
«Σας παρακαλώ», ψέλλισε η δημοσιογράφος.
Την κοιτάξαμε περιμένοντας.
«Αφήστε με να φύγω...» συνέχισε εκείνη.
«Τώρα θα φύγεις;» την πλησίασα κολλώντας τα μούτρα μου στα δικά της. «Τώρα που πας για τη μεγαλύτερη δημοσιογραφική επιτυχία της καριέρας σου;»
«Δεν θέλω, δεν αντέχω», κλαψούρισε εκείνη.
«Καλά –κάτσε, ηρέμησε –θα σου περάσει», της είπα.
Έξω οι σκιές χορεύανε τρελά αφού ο ήλιος δεν γνωρίζει εχθρούς και φίλους.
«Θέλω να τον δω», μου ζήτησε το Μέταλλο.
«Μέσα είναι», του είπα.
Δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
«Μου οφείλεις κάποιες εξηγήσεις.», είπε.
«Πριν ή μετά το κυρίως πιάτο;» τον ρώτησα.
«Αυτό είναι το κυρίως πιάτο», χαμογέλασε.
Πήγα να μιλήσω –μ΄ έκοψε.
«Όπλο δεν έχεις;» ρώτησε.
«Κάτι έχω...»
«Δεν το βλέπω όμως».
«Είναι επειδή δεν έχω».
«Να βρεις τότε. Οι καργιόληδες έχουν φτάσει έξω απ΄ την πόρτα σου».
Κάθισα λίγο να το σκεφτώ. Ο σημαδιακός σουγιάς του Πίβοτ βρισκόταν στο στούντιο, σφηνωμένος λίγο πιο κάτω απ΄το ηλιακό του πλέγμα, τον κράταγα κειμήλιο απ΄ όταν έληξε ο τσαμπουκάς της τελευταίας μας πρόβας με τον Γιωργάκη και μαζί του η περίοδος που ήμασταν το Φάντασμα στη Μηχανή. Χρόνια, πόσα χρόνια;
«Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που πλακωθήκαμε στην πρόβα;» ρώτησα το Μέταλλο.
«Δε θα κοντεύουν 30;» αναρωτήθηκε εκείνος.
«Τόσα χρόνια λοιπόν...» αναπόλησα.
«Γιατί;» απόρησε το Μέταλλο.
«Από τότε κουβάλαγα τον σουγιά του Πίβοτ», είπα.
«Για να του τον καρφώσεις τώρα –αν πιάνω σωστά τον συμβολισμό...» συμπέρανε το Μέταλλο.
«Μέσα είσαι», γέλασα.
«Εντάξει. Άλλο όπλο δεν υπάρχει; Καθότι αδερφούλη δε γίνεται να αντιμετωπίσουμε τη μπατσαρία με έναν σουγιά σκουριασμένο από τριαντακονταετίας...»
Γέλασα.
«Σκουριασμένος –δε λες τίποτα...» είπα.
«Θα πρέπει να σου έβγαλε την Παναγία μέχρι να τον καθαρίσεις», είπε το Μέταλλο.
«Δεν τον καθάρισα –έτσι τον χρησιμοποίησα», του εξήγησα.
«Δε μιλάω για το σουγιά», ξεκαρδίστηκε το Μέταλλο.
«Μέσα είσαι», απάντησα γελώντας κι εγώ.
Η κοπέλα δεν μας κοίταζε πλέον. Κάτι είχε χάσει στο πάτωμα και το ‘ψαχνε.
Το Μέταλλο ήρθε και κάθισε στο μπράτσο της πολυθρόνας μου. Έγειρε πάνω μου όπως έκανε παλιά, όταν ήθελε να μου δείξει κάποια ζόρικη γκόμενα.
«Δεν υπάρχει κάπου να μείνουμε οι δυο μας;» με ρώτησε. «Ωραίο κομμάτι η κυρία αλλά αγριεύομαι μαζί της, πολύ Αστέρω η κατάσταση αδερφέ μου...»
«Είναι όμηρος μαλάκα μου, αν την αφήσω από τα μάτια μου θα δραπετεύσει», του είπα.
«Να τη δέσουμε τότε», πρότεινε εκείνος.
«Κι άμα τη δέσουμε, δεν τη βιάζουμε κιόλας;» συνέχισα εγώ.
«Αφού έχει κατουρηθεί ρε γύφτο...»
«Εντάξει –άποψη –βίτσια κι έτσι», υποστήριξα.
Η κοπέλα ούρλιαξε και μαζεύτηκε στον καναπέ.
«Να –αυτά δεν αντέχω», μου είπε το Μέταλλο.
«Έχεις τα δίκια σου», συμφώνησα. «Να τη σκοτώναμε λοιπόν μια κι έξω;»
Η κοπέλα έβαλε τα κλάματα. Σηκώθηκα, την πλησίασα, έβγαλε νύχια.
«Άντε πλύσου στο μπάνιο και κοπάνα την», της είπα.
Με κοίταξε ακόμα πιο τρομαγμένη.
«Πήγαινε βρε χρυσό μου, να πούμε κι εμείς τα δικά μας...» σιγοντάρισε το Μέταλλο.
«Αυτό το πρόβλημα με τις γυναίκες το είχαμε πάντα ως ροκ σταρς», παρατήρησα.
«Ναι, μονίμως ενοχλητικές, να μας βροντάνε την πόρτα όλη νύχτα...» ξεκίνησε το Μέταλλο.
«Μέχρι να τους ανοίξουμε για να βγουν έξω», συνέχισα εγώ.
Χαμογέλασε.
«Τελικά η μαλακία δεν περνάει με τα χρόνια», συμπέρανε.
«Αλλά τα χρόνια περνάνε με τη μαλακία», του υπενθύμισα.
Η κοπέλα πήρε να σηκώνεται διστακτικά.
«Πάω στο μπάνιο», είπε.
«Άντε», της έκανα. «Μη σε δει σ΄ αυτά τα χάλια το τηλεοπτικό κοινό...»
Έσυρε τα βήματά της, στην αρχή ξεκίνησε για τα μέσα δωμάτια αλλά η μισάνοιχτη πόρτα του στούντιο την επανέφερε –γύρισε πίσω λοιπόν και χώθηκε σ΄ένα μικρό βεσεδάκι στην άλλη πλευρά του καθιστικού.
«Επιτέλους μόνοι», είπε το Μέταλλο.
«Μην παίρνεις θάρρος, είμαι άπλυτος», τον προειδοποίησα.
Μέσα στο βεσεδάκι έγινε μια φασαρία κατολίσθησης, γυαλιά κοπάνησαν στο πάτωμα σπάζοντας, τιναχτήκαμε κι οι δυο μας.
«Ευτυχώς που δε ζει ο Πίβοτ, αλλιώς ποιος τον άκουγε...» παρατήρησε το Μέταλλο.
«Όλα καλά;» ρώτησα έξω από την πόρτα της.
Δεν πήρα απάντηση και δεν επέμεινα.
«Τώρα τι γίνεται;»
«Σαν τι να γίνει δηλαδή;»
«Θα την αφήσεις να φύγει;»
«Πολλά ρωτάς ρε φίλε».
«Και με άσχημο τρόπο, μάς το ξανάπες αυτό».
Βγήκε από το βεσέ κι έδειχνε χειρότερα απ΄ όταν μπήκε, νερό και ιδρώτας λέκιαζαν τη φάτσα της.
«Θα μείνω», είπε.
Ξαφνιάστηκα κάπως.
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι».
«Κι ο λόγος;»
Κοίταξε τριγύρω, ακολούθησα το βλέμμα της που έψαχνε το κασετοφωνάκι.
«Κάνε οτι νομίζεις», αποφάσισα σηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα.
Το τηλέφωνο χτύπησε.
«Τι θέλεις;» ρώτησα όταν σήκωσα το ακουστικό.
«Να μάθω αν είναι όλοι εντάξει».
«Μια χαρά –θέλεις να μιλήσεις με κανέναν τους;»
«Όχι, εντάξει. Πότε θα τελειώσει όλο αυτό;»
«Σε λίγο. Βιάζεσαι;»
«Πρέπει να καταλάβεις ότι...»
«Εσύ πρέπει να καταλάβεις οτι δεν είμαι και πολύ στα κέφια μου –όταν λοιπόν μου στέλνεις τον κολλητό μου καλωδιωμένο γίνομαι ακόμα χειρότερα».
Σιωπή στην άλλη πλευρά του σύρματος –κατέβασα το ακουστικό.
«Θα πάμε λίγο μέσα», της είπα. «Δε νομίζω να έχεις όρεξη...»
«Όχι –πηγαίνετε. Εδώ θα είμαι», μου απάντησε.
Ακούμπησα την πλάτη μου στην πόρτα κλείνοντάς την. Το Μέταλλο προχώρησε διστακτικά, αλλά μετά πήρε θάρρος, άγγιξε το πτώμα του Πίβοτ, ένα διακριτικό σκούντημα για να βεβαιωθεί. Στη συνέχεια έπιασε το πτώμα από τους ώμους και το γύρισε ανάσκελα, κοίταξα αλλού επειδή τα μάτια του ήταν ακόμα ανοιχτά. Το Μέταλλο μάζεψε το πεσμένο μεταλλικό τασάκι, έριξε μέσα τα πεταμένα αποτσίγαρα....
«Μην πάρουμε και καμιά φωτιά», είπε αμήχανα.
Μετά ακούμπησε το τασάκι δίπλα στην κονσόλα κι άναψε το κρεμαστό φωτιστικό.
«Για να δούμε τώρα τι έφτιαχνε ο παπάρας», μουρμούρισε.
Πλησίασα όσο εκείνος άφηνε τις Καμήλες δίπλα στο τασάκι, τράβηξα δύο και τις άναψα. Το Μέταλλο μπερδεύτηκε λίγο με τα κουμπιά...
«Ξεχνάς μαλάκα μου», παρατήρησα.
«Πες καλύτερα οτι ποτέ δεν έμαθα...» γέλασε.
Πάτησα το κουμπί επιλέγοντας να πάω το κομμάτι από την αρχή, πάτησα μετά το πλέι. Τον κοίταξα καπνίζοντας.
«Άντε ρε φίλε, τόσα έχεις κάνει, στα συγχωρώ αν με βοηθήσεις...» ακούστηκε η φωνή του Γιωργάκη από τα ηχεία και μετά μπήκε μια σλάιντ κιθάρα συμπαθητικά κλαψιάρικη. Το Μέταλλο πνίγηκε με τον καπνό του. Το κομμάτι εξακολούθησε στο ίδιο τέμπο, μέχρι που διακόπηκε για να μπουν κάτι άτονα ουρλιαχτά ανακατεμένα με μασημένους στίχους. Από κάτω έπαιζαν πλήκτρα και ντραμ μασίν.
«Είναι από...» ψέλλισε το Μέταλλο αλλά δεν χρειαζόταν να το κουβεντιάσουμε περισσότερο.
Έκοψα τα όργανα απότομα για ν΄αφήσω γυμνή τη φωνή.
«Είμαστε το Φάντασμα στη Μηχανή, εσείς ποιοι μαλάκες είστε;» ούρλιαξε ο Γιωργάκης.
«Είμαστε οι μαλάκες, εσείς ποια φαντάσματα ψάχνετε;» συνέχισε με σπασμένη φωνή αμέσως μετά.
Το πήγα λίγο πίσω βάζοντας τώρα και τη μουσική, ήθελα να το ακούσει κι έτσι. Αλλά το Μέταλλο κοπάνησε τα κουμπιά με την παλάμη του, όλα σταμάτησαν.
«Τα είχες ακούσει από πριν», μουρμούρισε.
Δε μίλησα.
«Μ΄ έφερες εδώ μέσα για να μου πουλήσεις σοκ και δέος –τα λέω καλά;» συνέχισε.
«Δεν ήθελα να σου χαλάσω την έκπληξη», απάντησα.
«Κόφτο ρε πούστη...» μούγκρισε το Μέταλλο.
Έσβησε το τσιγάρο του κι άναψε ακόμα ένα με σπαστικές κινήσεις.
«Άντε –ρίχτα τώρα», είπε.
«Μαλακίες», ψιθύρισα.
«Κι ο λόγος δηλαδή -αυτό που ακούσαμε;» επέμεινε.
«Χρειαζόταν ν΄ακούσεις;» ρώτησα.
«Δίκιο έχεις...»
«Ο λόγος ήταν ακριβώς αυτό που ακούσαμε. Αλλά όχι όπως το θέτεις...»
Με κοίταξε περιμένοντας.
«Τόσα χρόνια ξεπούλαγε Γιωργάκη σε προσφορά –με την αγορά δυο Πίβοτ ένας Γιωργάκης δώρο... Αν ήταν να τον τελειώσω θα το είχα ήδη κάνει...» του είπα.
«Λοιπόν;»
«Λοιπόν –τι άκουσες;»
«Ένα γαμημένο χαλί με τα σκουπίδια του Γιωργάκη από πάνω...»
«Πάντα αργούσες να τα πιάσεις μωρέ Μέταλλο...»
«Μίλα καλά».
Του έκανα νόημα να το βουλώσει για λίγο.
«Μη στο ξαναβάζω, θυμήσου από τι ξεκίναγε...»
Κοίταξε την κονσόλα σα να περίμενε βοήθεια.
«Ο Γιωργάκης από τον καυγά...» μουρμούρισε.
«Καλά το πας», τον ενθάρρυνα.
«Πού τον παρακαλάει να τον σουγιαδιάσει...»
«Μπράβο το παιδί», επικρότησα.
«Ο Γιωργάκης...» ξαναείπε.
«Λοιπόν;» χαμογέλασα.
«Θες να πεις...»
«Αυτό ακριβώς».
Έμεινε να με χαζεύει.
«Στο ζήτησε δηλαδή ο Πίβοτ να τον σκοτώσεις;»
«Βέβαια η μουσική υπόκρουση κάπως απαράδεκτη...», παραδέχτηκα.
«Τι λες τώρα ρε Τρανζίστορ;»
«Τι λέω εγώ είναι το θέμα ή τι ήθελε εκείνος;» γέλασα.
Πήγε πάνω από τον Πίβοτ και τον κοίταξε προσεκτικά, μετά έσκυψε για να τον δει από πιο κοντά.
«Μια χαρά κρατιόταν πάντως», διαπίστωσε.
«Γυμναστήρια, σολάριουμ...» έκανα αφηρημένα.
«Και γκόμενες, πολλές γκόμενες το αρχίδι...» σιγοντάρισε ζηλεύοντας.
Τα πόδια μου δεν με κρατούσαν τόση ώρα όρθιο, η μέση μου πήρε πάλι να πονάει. Κάθισα λοιπόν στο πάτωμα, δίπλα στην τουμπαρισμένη καρέκλα με τα ροδάκια, ψάχτηκα για τσιγάρο. Τράβηξα και μια κλωτσιά στα πόδια του για να έχω κάπως περισσότερο χώρο, ο Πίβοτ δε φάνηκε να ενοχλείται απ΄αυτό.
«Είναι κάποια πράγματα που δεν ξέρεις...» του είπα.
Σε ποιον το είπα; Σε ποιον απευθυνόμουν;
Το Μέταλλο άραξε από την άλλη μεριά του Πίβοτ, έφερε και το τασάκι, ψάχτηκε λίγο μέχρι να βρει οτι το βολικότερο σημείο ήταν η κοιλιά του, λίγα εκατοστά πιο κάτω από τον καρφωμένο σουγιά –εκεί βολεύτηκε μια χαρά το τασάκι.
«Γιατί κάναμε το συγκρότημα; Ξέρω, πουλάγαμε υφάκι του τύπου εγώ καμιά γκόμενα θέλω να βγάλω –ντρεπόμασταν βλέπεις να παραδεχτούμε οτι ονειρευόμασταν. Εγώ λοιπόν έβγαλα την πρώτη γκόμενα του συγκροτήματος και να σου πω κάτι; Δεν ήταν αυτό, δεν έλεγε τίποτα ρε φίλε, δηλαδή η Έλλη μια χαρά ήταν και τη χαλβάδιαζα καιρό αλλά ήρθε με καθυστέρηση. Όσο ήμουνα καβλί με χειρολαβή θα μπορούσε να με βουτήξει και να με τραβολογήσει η οποιαδήποτε Έλλη, πόσο μάλλον η κανονική Έλλη –τα λέω σωστά; Όταν όμως είδα –πρόσεξε αυτό που λέω –είδα, δεν άκουσα... Γιατί τελικά τη μουσική τη βλέπεις κι είναι γεμάτη χρώματα και μυρίζει εθιστικά την απώλεια, με καταλαβαίνεις;»
«Όπως λέμε –άκου να δεις...» μουρμούρισε το Μέταλλο.
Γέλασα.
«Κάπως έτσι... Τέλος πάντων, όταν είδα τη μουσική τίποτα άλλο δεν είχε αξία. Κι ένα μπαλαμούτι στην παραλία ήταν λιγότερο σημαντικό από ένα μπαλαμούτι στο μπάσο μέσα στην αποθηκούλα του Γιωργάκη –όταν ήρθε η ώρα να διαλέξω τι θα θυσιάσω δεν είχα καν επιλογή. Μονάχα εγώ ήμουνα έτσι; Πες ρε μαλάκα».
Περίμενα.
«Τώρα ποιος θέλεις να σου απαντήσει;» ρώτησε το Μέταλλο.
«Σωστά», γέλασα και τράβηξα μια φιλική κλωτσιά στα απλωμένα πόδια του Πίβοτ για να μην παίρνει θάρρητα.
«Όμως θυμάσαι πότε το χάσαμε όλο αυτό;» επέμεινα.
«Εννοείς...» έκανε το Μέταλλο.
«Ναι βρε παιδί μου. Πότε σταματήσαμε να διαφέρουμε κι αρχίσαμε να μας μιμούμαστε».
«Τι γυρεύεις τώρα;»
«Το πότε, μπας και βρω το γιατί».
«Μαλακίες...» ξεφύσησε τον καπνό του το Μέταλλο.
«Εγώ λέω οτι όλα στράβωσαν απ΄ όταν μάθαμε να παίζουμε σωστά», είπα.
«Ενώ όσο ψάχνατε τα μινόρια με το τηλεσκόπιο ήμασταν μέσα στη μουσική πρωτοπορία», γέλασε το Μέταλλο.
«Έτσι ακριβώς», επικρότησα. «Γιατί όσο ψάχναμε όλο και βρίσκαμε. Κι όσο βρίσκαμε τόσο περισσότερο ψάχναμε, επειδή δεν ήταν αυτό ακριβώς που θέλαμε...»
«Ή δεν ξέραμε τι θέλαμε...»
«Σωστό κι αυτό. Το θέμα είναι οτι κάποτε καθίσαμε σ΄ αυτά που βρήκαμε κι από τότε...»
«Παπαριές που τις λέγαμε όσο δεν ξέραμε να παίζουμε. Άμα δεν μάθεις καλά μουσική πώς θα εκφραστείς ρε φιλαράκο;»
«Ανάποδα. Άμα δεν έχεις τι να εκφράσεις όσο καλά κι αν παίζεις μουσική...»
«Μα εκφράζεσαι ρε μαλάκα –η μουσική από μόνη της είναι έκφραση», αγρίεψε το Μέταλλο.
Γέλασα.
«Έγινες ένας γαμημένος τζαζίστας τελικά», παρατήρησα.
«Άντε από δω ρε γύφτο....» κούμπωσε το Μέταλλο.
Ξεκαρδίστηκα.
«Και τελικά;» τον ρώτησα. «Σε τι μας χάλαγε ο Πίβοτ;»
«Ε, πώς... Αυτός ξεπούλησε ότι πιστέψαμε για να βγάλει φράγκα...»
«Κι εμείς το ίδιο ξεπουλήσαμε για να γίνουμε περφεξιονίστες...»
Με κάρφωσε άγρια.
«Καμιά σχέση», μουρμούρισε.
«Νομίζεις;» χαμογέλασα. «Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο Γιωργάκης για όλα αυτά...»
«Ο Γιωργάκης... το ιλουστρασιόν παραμύθι της παρέας...» ξεφύσησε θυμωμένα το Μέταλλο. «Ήξερε οτι ο καργιόλης του πήδαγε τη μάνα και παρ΄όλα αυτά...»
«Για το συγκρότημα...» ψέλλισα.
«Άντε γαμήσου ρε ηλίθιε. Την έφερε πίσω ξέροντας οτι δεν θα άντεχε άλλο η κακομοίρα –ας γύριζε μόνος του κι ας έκρυβε τ΄ αρχίδια του στην πρέζα αφού δεν τολμούσε να ξεσκίσει τον Πίβοτ. Γιατί την έφερε πίσω ρε; Μπορείς να απαντήσεις σ΄αυτό;» κλαψούρισε το Μέταλλο.
Τον χτύπησα στην πλάτη, θα τον αγκάλιαζα αν δεν ήμουνα τόσο χέστης.
«Δε βαριέσαι φιλαράκο», μουρμούρισα, «στο κάτω-κάτω όλοι θέλαμε να πηδήξουμε την κυρία Κατερίνα».
«Αλλά μόνο η φροντ λάιν τα κατάφερε», χαζογέλασε εκείνος.
Γέλασα κι εγώ μαζί του, αλλά ξαφνικά ακούσαμε θόρυβο από το σαλόνι –αλαφιαστήκαμε.
«Έπρεπε να έχεις βρει κάνα κουμπούρι», βλαστήμησε το Μέταλλο.
«Λες να’ χει τίποτα εδώ μέσα;» αναρωτήθηκα.
«Λες να’ χεις χρόνο για να ψάξεις;» με ρώτησε με τη σειρά του.
«Άντε έξω μπας και μου δώσεις χρόνο», του ζήτησα.
Έφυγε καρφί κι έμεινα μόνος με τον Πίβοτ, δεν είχα χρόνο να χαζολογήσω μαζί του, ήθελα μονάχα να μου πει αν έκρυβε κάνα πιστόλι μέσα στο δωμάτιο αλλά δεν τον έκοβα και πολύ συνεργάσιμο.
Άνοιξα λοιπόν κάτι εύκαιρα συρτάρια, ανοιγόκλεισα ντουλάπια, βρήκα τα πάντα –χορδές, πένες, ακουστικά, ένα κουτί καπότες, ένα δοξάρι –αλλά από όπλο τίποτα.
«Έχεις ρε μαλάκα, πάντα τέτοιος ήσουνα –κομπλεξικός και μικροτσούτσουνος –πού το κρύβεις όμως;» τον ρώτησα χωρίς να τον κοιτάζω.
Δεν απάντησε αλλά ήξερα πως δεν ήταν έτσι τα πράγματα, πεινασμένος υπήρξε μια ζωή ο Πίβοτ, πεινασμένος για δόξα κι εμπειρίες και γυναίκες -αν η πείνα μετράει για κόμπλεξ τότε δεν γεννήθηκε μεγαλύτερος κομπλεξικός από την πάρτη του.
Η πόρτα άνοιξε και με ξάφνιασε –το Μέταλλο πρόβαλλε μ’ ένα χαμόγελο στο δεξί χέρι κι ένα βαρύ Γκλοκ στο αριστερό, μου έδωσε το χαμόγελο όσο πρόβαρε το πιστόλι σε στυλ Επιθεωρητής Κάλαχαν.
«Πού το πέτυχες;» ρώτησα.
«Στην κρεβατοκάμαρά του ρε ηλίθιε –πού αλλού;» πανηγύρισε.
«Και η φασαρία;»
«Α, λες για.... Τίποτα, κάποιος μπασκίνας κουτούλησε πάνω στην πόρτα του διαμερίσματος, είναι κομματάκι αδέξια τα παιδιά...»
«Η άλλη;»
«Μια χαρά. Τρόμαξε λίγο με τον μπάτσο κι έσπασε μια κούπα....»
Τον παραμέρισα και βγήκα επιφυλακτικά στο διάδρομο –ήμουνα χρόνια με το Μέταλλο αλλά εκείνα τα χρόνια είχαν περάσει, και οι άνθρωποι αλλάζουν όσο να πεις. Η δημοσιογράφος ακουμπούσε στον τοίχο με τα μάτια κολλημένα στην πόρτα –περίμενε, φαίνεται, το επόμενο χτύπημα. Την παραμέρισα κι έκανα νόημα στο Μέταλλο.
«Ρίξε μία στην κωλόπορτα», του ζήτησα.
Δεν τολμούσα ακόμα να μπω στο σαλόνι. Αλλά το Μέταλλο προχώρησε βαριεστημένα, σήκωσε το Γκλοκ και αμέσως μετά έπνιξε το δωμάτιο στην κάπνα, τα αυτιά μας κουδούνισαν. Απ΄έξω ακούστηκε κόσμος να τρέχει, χαμογέλασα.
«Ωραίο σημάδι δεκανέα», τον επαίνεσα.
«Μαλακίες –το κάδρο ήθελα να πετύχω», μουρμούρισε κοιτάζοντας την κάνη που ακόμα κάπνιζε.
Είχε δίκιο –το κάδρο δίπλα στην πόρτα, με τη μεταξοτυπία του Κλιμτ, ήταν εντελώς ξέρασμα. Κι από την άλλη, η τρύπα που είχε κάνει στο ξύλο της πόρτας θα επέτρεπε σε όλα τα καλά παιδάκια να μας παίρνουν άνετα μάτι.
«Πρέπει να βάλουμε κάποιο κουρτινάκι εκεί πέρα», είπα.
«Στο κάδρο;» ρώτησε το Μέταλλο.
«Στην πόρτα», απάντησα.
«Ήθελαν να μπουν μέσα...» κλαψούρισε η κοπέλα.
«Θα σε σώζανε κιόλας», παρατήρησα.
«Δε σας φοβάμαι, ενώ αυτούς....» αναστέναξε η κοπέλα.
Είχε τα δίκια της.
Το Μέταλλο μου έκανε νόημα να πάρω το όπλο, δίστασα –τι δουλειά είχα εγώ μ’ αυτά τα μαραφέτια;
«Κάποιος πρέπει να παίζει τον καμπόη», παρατήρησε.
«Σωστά», είπα. «Κι εφόσον εγώ είμαι ο μέγας μαλάκας....»
«Να μην τον σκότωνες», σχολίασε το Μέταλλο.
«Ήταν φίλος μου –μην το ξεχνάς», του είπα.
«Επιμένεις λοιπόν οτι...» έξυσε το κεφάλι του εκείνος.
«Οτι;» ρώτησε η δημοσιογράφος.
«Αυτής ποιος της μίλησε;» αναρωτήθηκε το Μέταλλο.
«Έμεινα μαζί σας», υπενθύμισε η κοπέλα.
«Γι΄αυτό έμεινες; Κι εγώ που νόμισα οτι σου γυάλισα και κάθισες για την ξεπέτα...» παρατήρησε με απογοητευμένο υφάκι το Μέταλλο.
Γέλασα.
«Μπορούμε πάντα να τη βιάσουμε», του υπενθύμισα. «Και πάλι λίγο θα είναι σε σχέση με το γαμήσι που θα μας ρίξει όταν βγούμε από δω μέσα».
«Αν βγούμε από δω μέσα», είπε το Μέταλλο τονίζοντας τις λέξεις.
«Εννοείς;» απόρησα.
«Και η δικιά μου ζωή δεν πηγαίνει τόσο υπέροχα τώρα τελευταία», αναπόλησε.
«Όταν λες ‘τελευταία’;» ενδιαφέρθηκα να μάθω.
«Τα τελευταία 30 χρόνια εννοώ...» μουρμούρισε.
Χαμογέλασα ενώ η κοπέλα πήρε πάλι ν’ ασπρίζει σα χασές.
Καθίσαμε σα συνένοχοι γύρω από το χαμηλό τραπέζι του σαλονιού, το Γκλοκ στη μέση, το μαύρο του μάτι καρφωμένο πάνω μου. Βιάστηκα να το γυρίσω αμήχανα προς τον τοίχο.
«Νομίζω πάντως οτι πολύ το βράσαμε, πρέπει να τελειώνουμε –θα χάσει και την ψυχραιμία του ο μπασκίνας απέξω...» μουρμούρισε το Μέταλλο.
«Πήγαν να μπουν μέσα...» κλαψούρισε η δημοσιογράφος.
«Το καταλάβαμε», τη διαβεβαίωσα.
«Να τον ειδοποιούσαμε μπας και χαλαρώσει λιγάκι;» πρότεινε το Μέταλλο.
«Πώς τον είδες;» ρώτησα.
«Μαλάκας με πιτυρίδα. Όσο έχει ακόμα ήλιο φοβάται να μπουκάρει, είναι κι οι δημοσιογράφοι απέξω... Όταν βραδιάσει όμως...»
«Δεν θα περιμένουμε να βραδιάσει», τον διαβεβαίωσα.
«Τι έχεις κατά νου;»
Απέφυγα να απαντήσω κυρίως επειδή δεν είχα τίποτα σχεδιασμένο.
«Η συνέντευξη;» ρώτησε η δημοσιογράφος.
«Η συνέντευξη –σωστά», ενθουσιάστηκα.
Η συνέντευξη ήταν μια κάποια λύση, θα καθυστερούσε τα πράγματα όσο να πεις. Το Μέταλλο με κοίταξε ερωτηματικά.
«Πάω να ψάξω για κάνα ξύδι», τον πληροφόρησα. «Αν είναι να δώσουμε συνέντευξη ας το κάνουμε σωστά».
«Δηλαδή, ροκ καφρίλα και τέτοια;» γέλασε το Μέταλλο.
«Πες το κι έτσι...» μουρμούρισα.
«Έχει και φωτογραφική μηχανή η μανταμίτσα;» ρώτησε το Μέταλλο.
«Η φωτογράφηση θα γινόταν άλλη μέρα...» είπε εκείνη.
«Ναι –στις εργάσιμες ώρες νεκροτομείου», ψιθύρισα.
«Δηλαδή σα να λέμε μωρή κουφάλα Τρανζίστορ, έφαγες τη συνέντευξη του Πίβοτ», θαύμασε το Μέταλλο.
Κούνησα το κεφάλι ντροπαλά.
«Θα μου πεις -εδώ έφαγες τον Πίβοτ, στη συνέντευξη θα κώλωνες;» συμπλήρωσε.
«Στη συνέντευξη... πρέπει να μιλήσουμε και γι’ αυτά που έγιναν....» πρότεινε η δημοσιογράφος.
«Ποια δηλαδή;» ρώτησα.
«Να...» έκανε, δείχνοντας προς το στούντιο.
Πήγα να μιλήσω αλλά με έκοψε το Μέταλλο.
«Δηλαδή κοπέλα μου, σκέφτεσαι να κάνεις μια συνέντευξη με τον παράφρονα δολοφόνο, άντε και μ’ έναν μαλάκα παλιό φίλο του –σωστά;» ρώτησε.
«Όχι έτσι ακριβώς», ψέλλισε η δημοσιογράφος.
«Αλλά πώς;» ρώτησε το Μέταλλο κι απότομα έπεσε μουγκαμάρα.
«Νομίζω οτι η κοπέλα ήρθε εδώ για να πάρει συνέντευξη από τον Πίβοτ», ξεκαθάρισα.
Εκείνη ένευσε.
«Με θέμα την επανέκδοση του υλικού από το Φάντασμα στη Μηχανή», συνέχισα.
Η κοπέλα δεν είπε κουβέντα.
«Και βέβαια, περιμένοντας να ακουστούν κάμποσες από τις παπαριές τύπου Πίβοτ –για την παλιοκοινωνία, για τους άρχοντες που μας παίζουν σα μαριονέτες, για τη μουσική η οποία κόβει σαν ψαλίδι το σπάγκο της υποδούλωσης....» συνέχισα.
Το Μέταλλο κρατούσε ήδη το στομάχι του βογκώντας και κάνοντάς μου απεγνωσμένα νοήματα να σταματήσω.
«Εεεε....» ψέλλισε η δημοσιογράφος αμήχανα.
«Εντάξει», είπα. «Το πράγμα στράβωσε λιγάκι από τη στιγμή που σου άνοιξα εγώ την πόρτα επειδή ο Πίβοτ δεν ήταν σε θέση να το κάνει. Αλλά δεν είναι ανάγκη να χάσουμε το θέμα –ήρθες να ακούσεις για το Φάντασμα στη Μηχανή κι, απ΄ότι φαίνεται, έχεις μπροστά σου τους μοναδικούς επιζώντες του συγκροτήματος».
«Επιζώντες –λέμε τώρα...» κορόιδεψε το Μέταλλο.
«Όπως και να’ χει. Η συνέντευξη θα αφορά αποκλειστικά το συγκρότημα, σύμφωνοι;» τη ρώτησα.
«Εντάξει», είπε και σηκώθηκε να φέρει το παλιο-κασετοφωνάκι της.
Εγώ ψάρεψα μια βότκα από το ψυγείο του Πίβοτ, είδα εκεί μέσα και κάτι ψητά κοτόπουλα σε άριστη κατάσταση έτοιμα να πετάξουν, αλλά προτίμησα να συνοδέψω το αλκοόλ μόνο με πατατάκια, έτσι για να γαμάμε όποτε γουστάρουμε τον ήχο του κασετοφώνου.
Επέστρεψα με ποτήρια, μπουκάλι και πλαστικές σακούλες –τα απόθεσα στο τραπεζάκι του σαλονιού –μέχρι και τασάκια άδειασα.
Όσο τα έκανα όλα αυτά το Μέταλλο στοίβαζε έπιπλα πίσω από την τρύπια εξώπορτα του διαμερίσματος...
«Άντε –αργείς;» ρώτησα.
«Κάτσε μισό –δεν μπορώ να βλέπω αυτή την κωλότρυπα», μούγκρισε σπρώχνοντας.
Πήγα λοιπόν και σήκωσα το τηλέφωνο όσο εκείνος αγκομαχούσε.
«Πού ‘σαι, Αστυνόμε...» είπα στο ακουστικό.
«Τι θα γίνει; Τελειώσατε;» με ρώτησε με ξινή φωνή.
«Ξέρω ‘γω; Σκέφτεσαι να μας στείλεις κι άλλα κομάντα;» απόρησα.
«Αν δεν βγείτε έξω...»
«Θα σου δώσω τη δημοσιογράφο που ετοιμάζεται να πάρει συνέντευξη –κανόνισε μαζί της. Εγώ το μόνο που έχω να σου πω είναι πως αν ξανακάνετε μαλακία όση ώρα μιλάμε θα τους σκοτώσω και τους δύο πριν αυτοκτονήσω. Και ξέρεις τι θα πει αυτό –έτσι; Θα σας την πέσουν πολύ άσχημα –αποτυχημένη επέμβαση της αστυνομίας, θύματα και δολοφόνος νεκροί, τα κανάλια να μην έχουν από ποιον να πάρουν συνέντευξη, γάμησέ τα...» του εξήγησα.
Μετά, χωρίς να περιμένω την απάντησή του, πέταξα το ακουστικό στη δημοσιογράφο η οποία πολύ ψύχραιμα του εξήγησε οτι έπρεπε να κάνει υπομονή και όλα θα πήγαιναν καλά. Την άκουγα να του μιλάει και τη σιχαινόμουν.
Καθίσαμε στο τραπεζάκι του σαλονιού ανακούρκουδα –από τη μια μεριά εκείνη κι από την άλλη εμείς, τα ζωντανά Φαντάσματα. Η κοπέλα έξυσε το κεφάλι της.
«Πριν αρχίσουμε... δε μου δίνετε εκείνο το τσιγάρο που λέγαμε προηγουμένως;» ζήτησε.
«Δεν στο ΄πα αγόρι μου; Ποτέ δεν είναι αργά», πανηγύρισε το Μέταλλο αφήνοντας ελεύθερες τις Καμήλες να βοσκήσουν στο γεμάτο τραπεζάκι.
«Πάμε λοιπόν», είπε η δημοσιογράφος πατώντας το κουμπί της εγγραφής και προσπαθώντας να βήξει μακριά από το κασετοφωνάκι.
Έπρεπε να φοράω γυαλιά ηλίου. Κανονικά, ροκ σταρ κι έτσι ρε παιδί μου -μήπως δεν ήμουν στην τελική; Έπρεπε να φοράω ένα ζευγάρι παλιογυαλιά κι όχι να έχω τον ήλιο να με τυφλώνει και το βλέμμα του Μέταλλου να μου θυμίζει οτι δεν υπήρχε πλέον καταφύγιο –«πουθενά να τρέξεις, πουθενά να κρυφτείς», όχι οτι παλιότερα ήταν διαφορετικά αλλά πλέον έπρεπε να κοιτάξουμε τους διώκτες μας κατάματα –γι΄αυτό έπρεπε να φοράω γυαλιά ηλίου, κατάλαβες;
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
15 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
αυτά είναι/ να κοιτάξουμε τους διώκτες μας κατάματα
''Αυτήν την φορά δεν θα φύγω, ρε πούστη μου.
Θα μείνω ό,τι και να γίνει.
Αυτη είναι η ζωή μου, απο που να φύγω;''
που έλεγε και ο Νίκος.
Ε, αφού τα ξέρεις τώρα...
Βέβαια, τι γίνεται οτι διώκτης μας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός;
Εκεί δικέ μου απλά φεύγεις κ βουτάς τέρμα βαθειά στην αγκαλιά της παράνοιας. Τρέχεις και πάντα έχεις το μαλάκα ακριβώς πίσω ή μπροστά σου. Φεύγεις ώσπου να πέσεις κάτω και τότε να αντικρύσεις αυτόν τον ψεύτικο μπαμπούλα, να του ρίξεις κανα γαμωσταυρίδι κ μετά να πάτε να τα πιείτε μέχρι λιποθυμίας. Απλά πράγματα, ζόρικοι καθρέφτες!
Με άλλα λόγια, και για να μη σε στέλνω να το διαβάσεις πάνω δεξιά:
"...και στα 40 αρχίζεις να ζεις μ' εκείνο τον περίεργο και συνεχή φόβο πώς αν στρίψεις σε μια γωνιά του δρόμου, υπάρχει ο κίνδυνος να δεις τον εαυτό σου να'ρχεται από το απέναντι πεζοδρόμιο να σε συναντήσει. Άλλωστε... στο βάθος κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει απ' τον εαυτό του." Νίκος Νικολαϊδης -αυτός που τα είχε πει όλα πριν φύγει.
Καλημέρα. Τα ξέρω τα του Νικολαΐδη, μάλιστα τσίμπησα κ τους τυμβωρύχους κ τον οργισμένο βαλκάνιο πρόσφατα, συμπληρώνοντας τα βιβλία του πρόσφατα. Ζήτω στις επανεκδόσεις λοιπόν. Ξέχασα να υπογράψω στο προηγούμενο και βαριέμαι να κάνω εγγραφή, τα έχουμε ξαναπεί νομίζω για το Ν.Ν.
ninguaqui
Ζήτω στις επανεκδόσεις -ειδικά για τους Τυμβωρύχους που είχαν κυκλοφορήσει μόνο σαν αυτοέκδοση και ελαχιστότατοι τους είχαν.
Αρκετά περίεργο κείμενο οι Τυμβωρύχοι. Ντάξει ήταν πιτσιρικάς τότε ο Ν.Ν. αλλά το τυπάκι το είχε στη δομή κ στην έκφραση από τότε κ είναι φανερό. Το διαβάζω αυτόν τον καιρό και νιώθω όσο γοητευμένος, τόσο μπερδεμένος. Την ψυλλιάζομαι όμως πως μάλλον θέλει κ αυτό αρκετές αναγνώσεις για να δώσει όλα αυτά που έχει να δώσει. Νόου πρόμπλεμ φυσικά, είναι ενδιαφέρον ανάγνωσμα, άσε που ανυπομονώ να αρχίζουν να εμφανίζονται κ οι συνδέσεις με τα μεταγενέστερα έργα του μπροστά στα μάτια μου. Ζήτω λέμε!
Μην ξεχνάς οτι ο Νικολαϊδης που γράφει αυτά τα κείμενα έρχεται από τα παιδικά τραύματα της κατοχής και των Δεκεμβριανών (πολύ φανερές οι περιγραφές εμφυλίου στα διηγήματά του, απλά δεν πουλάει παραταξιλίκι και γι΄αυτό δεν αναγνωρίζονται τα γεγονότα). Ακόμα υπάρχουν εκεί μέσα οι επιρροές του από Όργουελ και καταραμένους ποιητές (υποθέτω οτι εκεί κάπου στο '60 κυκλοφόρησαν άρα τα είχε φρέσκα). Πάντως το τελευταίο διήγημα-ποίημα του βιβλίου λέει περισσότερα για τη ζωή του απ΄ότι έχω μάθει 30 χρόνια που τον ψάχνω.
Μέσα στα διηγήματά του θα βρεις τις αρχικές φόρμες της Περιπόλου και της Ευριδίκης αλλά και του Βαλκάνιου -αυτά έχω βρει εγώ τουλάχιστον.
Βέβαια, για να δεις πλήρη τη γραμμή της συνέχειας θα περιμένεις λίγο ακόμα μέχρι να εκδωθούν ο Συμεών στον Άδη και ο Ιούλιος στην Κόλαση -εκεί θα δεις πλέον πλήρη την ταινία.
Όου γιες, όλα αυτά που λες είναι πράγματι εκεί. Το πιο ενδιαφέρον κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι πως φαίνεται πως έχει διαμορφώσει την οπτική του κ τη ματιά του τόσο νωρίς. Εσύ βλέπεις τις ταινίες του να φτιάχνουν το μεδούλι τους μέσα σε αυτά τα γραπτά, εγώ βλέπω κ αυτό το ιδιαίτερο υφάκι του που διατηρήθηκε σταθερό είτε σε ιστορίες για περιθωριανθρώπους, είτε σε αφηγήσεις για τα κατορθώματα μιας ροκενρολάδικης παρέας πιτσιρικάριων του 50, είτε στα σκοτάδια διαλυμένων φασιστικών κοινωνιών που ακολούθησαν. Και να σου πω την αλήθεια, αυτό είναι κάτι αξιοσέβαστο σε ένα καλλιτέχνη, το να διατηρεί στις εκφραστικές του φόρμες ένα συγκεκριμένο κλίμα κ στυλ σε όλη την έκταση του έργου του, ανεξαρτήτος αντικειμένου που καταπιάνεται.
Αυτό για μένα είναι χάρισμα και είναι σπάνιο φρούτο.
Με απλά λόγια, ο τυπάς γαμεί κ δέρνει.-
ninguaqui
Για να ενισχύσω αυτό που λες, θα σου πω πως πρόσφατα έμαθα από φίλο του που γύριζαν μαζί την πρώτη μικρού μήκους του, το Lacrimae, οτι από τότε, στα γυρίσματα στην Ύδρα, του περιέγραφε σκηνές από τη Γλυκιά Συμμορία -τις είχε ήδη στημμένες κανονικά στο κεφάλι μου!
Γαμεί και δέρνει ακόμα.
Ο άσχετος από τις παραλίες (εγώ δηλαδή)
λέει πως το παλιό template του blog
του άρεσε περισσότερο...
Όσο για τα βιβλία, τώρα πια τα διαβάζω απ' όπου βρω...
Όταν διάβασα το παραπάνω νόμισα
πως ήταν το τελευταίο επεισόδιο. Αλλά έκανα
λάθος ως συνήθως, έτσι;
:)
miliokas aka skylos_mayros
Έκανες διπλό λάθος, από τη μια επειδή αυτή η ιστορία έχει ακόμα 2 κεφάλαια κι από την άλλη γιατί δε σου άρεσε το τεμπλέιτ που έφτιαξε η γυναίκα μου και τώρα θα πρέπει να σε σκοτώσω -κατάλαβες; Χαχαχαχα
Κι έκανες και τρίτο λάθος επειδή τα περί τεμπλέιτ τα συζητάμε στο άλλο ποστ -το καινούργιο, με τα σκυλιά.
Υ.Γ.: Κι εμένα λόγω προβλήματος με τις αλλαγές δεν μου αρέσει τίποτα περισσότερο από αυτό που ήδη υπάρχει από τα πριν, αλλά θα πρέπει να παραδεχτώ οτι το καινούργιο τεμπλέιτ είναι και καλύτερο και βολικότερο και πιο όμορφο (τα πλαϊνά τα πρότεινα εγώ ο ίδιος, με τα χεράκια μου!)
Καλά, πάω στο άλλο...
miliokas aka skylos_mayros
εξελιξεις βλεπω στο σαιτ...τρελη αναβαθμιοση! δεν θθα κατεβεις κατω τελικα ε;; ασωτος
Ε, είπα λόγω των εξελίξεων να αλλάξω λίγο το ντεκόρ -μην πέσει πάνω του κατά τύχη κάνας Γκρμπιτς και τρομάξει το παιδί!
Πού να κατέβουμε -πλάκα κάνεις; Με τα λεφτά που παίρνουμε πλέον, πρέπει να κάνουμε μια βδομάδα οικονομία για να κατέβουμε μέχρι Εξάρχεια, για παραπέρα αν θέλουμε πρέπει να πουλήσουμε μηχανή.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!