Πέμπτη, Αυγούστου 18, 2011

13. «Δε γίνεται να τη βγάλεις καθαρή μετά τα τριάντα»

Προηγούμενα:

1. Μπάσκετ με τα φαντάσματα
2. Οι εφιάλτες ξεκινάνε ονειρικά
3. Μαλιμπού Μπιτς
4. Τυφλοπόντικες στον παράδεισο των ερπετών
5. "Χασάν ι Σαμπά"
6. Φλάουερ Στούντιος
7. Κριστίν
8. Ψόφιες τουλίπες και τουμπαρισμένοι χρυσοκάνθαροι
9. Ένα μάτσο μουσικόφιλες ψωλίτσες
10. Ανάπηροι με χρυσαφένια δάχτυλα
11. Το ιλουστρασιόν παραμύθι της παρέας
12. Το τέλος μιας συμμαχίας μοναχικών παιδιών

Τελικά πιστεύω οτι είχαμε όλοι μας ξοφλήσει κι ακόμα χειρότερα, ήμασταν όλοι πεθαμένοι αλλά δεν το παίρναμε χαμπάρι. Δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει, που λέει κι ένας φίλος μου πρώην καθηγητής φυσικής αγωγής και νυν ντιτζέι σε έθνικ μπαρ. Είναι άσχημο πράγμα αυτό, να έχεις ξοφλήσει και να μην το καταλαβαίνεις, να βρωμάς πτωμαΐνη και να νομίζεις οτι βρωμάει ο διπλανός σου, «Μπούμπη φύγε από κοντά απ΄ τον κύριο, δε βλέπεις οτι κλάνει συνέχεια;» που λέει και το ανέκδοτο. Άλλο αυτό κι άλλο ο πρώην καθηγητής φυσικής αγωγής –διαφορετικά ανέκδοτα...
Μιλάμε για τον Τρανζίστορ τώρα -εντάξει; Καμιά σχέση με ανέκδοτα και φυσικές αγωγές –βέβαια, ντιτζέι έπαιξε ένα φεγγάρι με αξιοσημείωτη αποτυχία, θυμάμαι οτι έβαζε ρέιβ κομμάτια, κάργα ήχο του Μάντσεστερ να πούμε, καταπληκτικός, μόνο που τα έβαζε 5-6 χρόνια πριν την ώρα τους, τ΄ ακούγανε οι σκατομαλάκες με το υφάκι και κόβανε λάσπη. Όταν γίνανε επιτυχίες αυτά τα κομμάτια σε κάτι θλιβερά πάρτι στα Οινόφυτα και σε παρακείμενα αγροτεμάχια ο Τρανζίστορ είχε περάσει σε άλλη φάση, άσχετη με τη μουσική. Άκουγα άσχημα πράγματα γι΄ αυτόν, οτι τα παραισθησιογόνα τον είχανε διαλύσει, οτι γύρναγε χαμένος και κουρελής στην πλατεία και τον μαζεύανε οι παλιοί γνωστοί, τον φρόντιζαν για κάνα δυο μέρες πριν τον παρατήσουν πλυμένο, ξυρισμένο, χαρτζιλικωμένο, να ξανακυλήσει στα ρεζιλίκια.
Μετά ήρθε το χαμπέρι οτι παντρεύεται, με προσκάλεσε εκείνη η καλή κοπέλα. Αισθάνθηκα κάπως μαλάκας, δεν στο κρύβω. Δηλαδή όσο ακουγόταν οτι σερνόταν εγώ τον κινέζο και τώρα που γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη; Για να σου πω την αλήθεια δεν τα πίστευα –ούτε οτι σερνόταν ημίτρελος στην πλατεία, ούτε οτι παντρευόταν –τίποτα απ΄ αυτά δεν ήταν Τρανζίστορ. Για κάποιον άλλον μιλούσαν, κάποιον που εγώ δεν γνώριζα.. Παρ΄ όλα αυτά η περιέργεια είναι κακό χούι, πήγα λοιπόν στο γάμο του στο δημαρχείο για να μάθω –τίποτα δεν έμαθα, όπως πήγα, έτσι έφυγα.

Όταν τον είδα στην οθόνη της τηλεόρασης τα χρειάστηκα κι όταν τον συνάντησα στο σπίτι του Πίβοτ βεβαιώθηκα –όσα λέγανε γι΄ αυτόν ήτανε λίγα. Είχε σαλτάρει κανονικά, με καταλαβαίνεις; Όχι σαν εκείνους τους σαλταρισμένους που χαρακώνονται με ξυραφάκια της Γουίλκινσον και μετά κάνουν τον Ταρζάν μέχρι να τους δέσουν, σαλταρισμένος τύπου ωρολογιακή βόμβα –ήσυχος, ήρεμος, κανονικός σα ρολόι κι όταν ερχόταν η στιγμή, μπουμ. Η στιγμή ήρθε στο σπίτι του Πίβοτ, έναν ολόκληρο μήνα τον πιλάτευε ο καργιόλης τον Τρανζίστορ, «έλα, είναι ανάγκη», «πρέπει να βρεθούμε για τελευταία φορά», «στο όνομα της παιδικής μας φιλίας ρε πούστη –τίποτα δε σέβεσαι;» Αυτά τα έμαθα από τον ίδιο τον Τρανζίστορ. Όμως δεν πρόλαβε ή δε θέλησε να μου ξεκαθαρίσει περισσότερα –γιατί τον ήθελε ο Πίβοτ, τι ήταν αυτά που ισχυριζόταν, οτι δηλαδή ο Πίβοτ του ζήτησε να τον σκοτώσει... Δεν πρόλαβε, δεν ήθελε, δεν έχει σημασία –εγώ πάντως δεν έμαθα. Όταν τέλειωσε το πανηγύρι, την ώρα που ακούστηκε ο πυροβολισμός και μπουκάρανε οι μπάτσοι, ήμουνα στο πάτωμα χεσμένος, ήξερα οτι δεν προλάβαινα αλλά βιαζόμουν και σερνόμουν –μπουκάρανε οι μαλάκες κι ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν μέχρι τα σκαμπό αν τα έβλεπαν να κινούνται. Νομίζω πάντως οτι αν είχα λίγο παραπάνω χρόνο θα προλάβαινα. Θα προλάβαινα αλλά δεν ξέρω τι.

Να τα πάρουμε από μια αρχή όμως.

Όταν μπήκα μέσα στο σπίτι και τον πρωταντίκρισα τρόμαξα λίγο και λυπήθηκα ακόμα περισσότερο. «Πώς έχεις γίνει έτσι ρε μαλάκα;» Δεν πρόλαβα να το πω, το είπε αυτός για μένα κι έτσι έφυγε η απόσταση. Ήμασταν ένα μάτσο χάλια έκαστος –για λύπηση, για φτύσιμο πες καλύτερα. Σκεφτόμουν κάμποσες φορές και με πιάνανε τα γέλια, να ξανανεβαίναμε στη σκηνή οι τρεις μας, σε οποιαδήποτε σκηνή ρε παιδί μου, σ΄ένα μικρό κλαμπ να παίξουμε για φίλους –το Φάντασμα στη Μηχανή. Του το είπα σε μια δόση που ήμασταν μόνοι, έτσι για να γελάσουμε κι ο Τρανζίστορ με κοίταξε κάμποσο φοβισμένα.
«Θα άντεχες;» με ρώτησε ψελλίζοντας σχεδόν.
«Γιατί ρε; Ακόμα παίζω –ξέρεις πόσα ντεσιμπέλ μπορώ να βγάλω;»
«Πόσα;»
Τον κοίταξα –μπορεί να ήμουνα μαλάκας αλλά όχι και τόσο.
«Στα πόσα ντεσιμπέλ θα ξορκίσεις τα φαντάσματα;» με ξαναρώτησε βλέποντας οτι δεν είχα τίποτα να πω.
Έτσι έμεινα με την απορία, όχι οτι θα το κάναμε, αλλά πώς θα φαινόταν ρε παιδί μου –οι τρεις μας πάνω στη σκηνή μετά από τόσα χρόνια, πώς θα δείχναμε; Γελοίοι; Βετεράνοι; Απατεώνες; Νοσταλγοί; Ξέρω τι θα έλεγε ο Τρανζίστορ, «αφού δεν έχουμε κάτι καινούργιο να πούμε γιατί ν΄ ανέβουμε στη σκηνή;» αλλά δεν πήγαινε έτσι το πράγμα. Πολλές φορές χρειάζεται ν΄ανέβεις εκεί πάνω για να υπερασπιστείς όσα ήσουν, να πεις –«αυτή είναι η ζωή μου ρε καργιόληδες, πηγαίνετε παραπέρα να κατουρήσετε», κάτι τέτοιο τέλος πάντων...

Συνεννοηθήκαμε να γίνει η συνέντευξη με την κοπελίτσα σε στυλ «τι να μας πεις κι εσύ –όλη σου η ζωή ένα Σάββατο δικό μας κι αυτό με βροχή» αλλά είπαμε να προσέξουμε λιγάκι επειδή η δημοσιογράφος στα πρόθυρα της υστερίας.
«Γιατί έμεινε ρε Τρανζίστορ;» τον ρώτησα.
«Επειδή είναι βρικόλακας ρε κορόιδο», μου απάντησε. «Τρέφονται με τις ζωές μας σε σημείο να μη νοιάζονται αν χάσουν τις δικές τους».
«Να την ξεσκίσουμε όσο μας παίρνει...»
«Μην είσαι χαζός –τίποτα δε μας παίρνει να της κάνουμε, εμείς είμαστε μονίμως από κάτω. Ειδικά εσύ που έχεις να ζήσεις και μετά απ΄αυτό το πανηγύρι...»
«Έτσι πιστεύεις; Και γιατί μπήκα εδώ μέσα; Για να κάνω χάζι;» ρώτησα τσαντισμένα.
«Μπήκες για να μου κάνεις πλάτες ρε Μέταλλο και σ΄ ευχαριστώ δηλαδή... Αλλά δε σε παίρνει για περισσότερα».
«Ναι ε;»
Με κοίταξε χαμογελαστός, έφερε τη χερούκλα του πάνω από τους ώμους μου, το πήγαινε να μ΄ αγκαλιάσει βάζω στοίχημα, αλλά στη μέση κόπηκε –μου έριξε μια φιλική στην πλάτη και τραβήχτηκε παραδίπλα. Έτσι ήμασταν, οποιαδήποτε ανθρώπινη εκδήλωση τη θεωρούσαμε πουστριλίκι –αυτοί ήμασταν.
Μετά το ρίξαμε στην αναζήτηση αλκοόλ και εφεδρικών τσιγάρων –ξέραμε οτι ο Πίβοτ είχε σίγουρα καβάτζες, ο Πίβοτ πάντα λειτουργούσε με καβάτζες, τσιγάρα, ποτά, ναρκωτικά, ανθρώπους.... Ναρκωτικά δε θελήσαμε να βρούμε επειδή ήταν κρίσιμη η κατάσταση και δεν μας έπαιρνε να φιλιόμαστε με τα σύννεφα τέτοιες ώρες.
«Φωτογραφίες;» αναρωτήθηκε η δημοσιογράφος.
«Θα σου δώσουν μπόλικες απ΄το νεκροτομείο», της είπε ο Τρανζίστορ.
Ή κάτι τέτοιο.

Η γκομενίτσα χαλάρωνε όσο προχωρούσε η συνέντευξη, θες τα ποτά, θες τα τσιγάρα που τ΄ άναβε αλυσιδωτά και μου γαμούσε το νευρικό σύστημα επειδή τα χαράμιζε η καργιόλα –δεν κατέβαζε καπνό, απλώς τον κράταγε στο στόμα της και τον έβγαζε στη συνέχεια, φουγάρο ναυπηγείων Ελευσίνας. Σε κάποια φάση μάλιστα μου έκανε νόημα ο Τρανζίστορ, είχε απλωθεί στον καναπέ η δικιά σου, μπούτι –κυλοτάκι μπλου ελεκτρίκ σε κοινή θέα –είχε ξεκουμπώσει και κάτι κουμπιά ένεκα η ζέστη του αλκοόλ, ασορτί σουτιέν –κλασάτη γκόμενα και τέτοια... Έριξα κι εγώ ολίγη από καραγκιοζιλίκια, στυλ «μου έπεσε ο αναπτήρας», τελικά κατέληξα δίπλα της, απλώθηκα κιόλας προς μπούτι μεριά, η γκόμενα δεν έδειχνε να χαμπαριάζει –φρι ριφίλ θα την πηδάγαμε –αλλά είδα το μάτι του Τρανζίστορ να στάζει δηλητήριο και συμμαζεύτηκα –«τι ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδίσει την δε ψυχήν αυτού απωλέσει» που λέει κι ο Αλέφαντος...
Ξαναγύρισα δίπλα του και σερβιρίστηκα διπλή μεζούρα βότκα για να καθαρίσω, η γκόμενα στην κοσμάρα της να συνεχίζει τις ερωτήσεις... Δέκα φορές το πήγε σε ερωτήσεις περί του φόνου, δέκα φορές μανούριασε ο Τρανζίστορ, άλλες τόσες πάλεψα να το συμμαζέψω μη γίνει γενοκτονία εκεί μέσα. Κι η μαλακισμένη αδιόρθωτη –δεν ξέρω τι θα βγάλει στο βρωμοπεριοδικό της αλλά συνέχεια τριγύριζε σαν τη μύγα το ξεραμένο αίμα του Πίβοτ.
Δεν της είπαμε τίποτα, δεν έμαθε. Άλλωστε πώς να το εξηγήσεις όλο αυτό; Πώς να εξηγήσεις τη δολοφονία μιας φιλίας; Ειδικά σε κάποια σαν αυτή που οι δολοφονίες φιλίας την άφηναν αδιάφορη, μονάχα για τις δολοφονίες ανθρώπων νοιαζόταν. Ηλίθια κατσίκα –με άψογο μπούστο όμως, θα πρέπει να παραδεχτώ. Πήρε κοντά στις δυο ώρες η συνέντευξη, στο τέλος κατάλαβα οτι δεν ήταν μόνο δική μου ιδέα, κανένας μας δεν ήθελε να τελειώσει. Η δημοσιογράφος με την ελπίδα να βγάλει κάτι περισσότερο κι εμείς για να μη χαθούμε τώρα που είχαμε βρεθεί.
«Κοπάνα την τώρα κι ερχόμαστε και εμείς», την ξαπόστειλε ο Τρανζίστορ στο τέλος. Δεν παίρνω όρκο αλλά μου φάνηκε οτι η τύπισσα γούσταρε κάτι ακόμα, όταν την είδα να φτάνει στην πόρτα σκέφτηκα: «αυτήν κακώς δεν την παρτουζώσαμε» -είχα μια τέτοια εντύπωση.

«Επιτέλους μόνοι», είπε ο Τρανζίστορ τότε.
«Μην παίρνεις θάρρος, έχω περίοδο», του ξέκοψα.
«Έλα ρε μαλάκα να κάνουμε το τελευταίο μας τσιγάρο κι άσε τις μπούρδες γιατί σε λίγο θα πλακώσουν οι μπασκίνες», γέλασε ο Τρανζίστορ και άρπαξε το πρώτο εύκαιρο πακέτο. «Ξεμείναμε», διαπίστωσε σκεφτικά.
«Από τσιγάρα;» ρώτησα χαζά.
«Γενικότερα», είπε. Και μετά τσαλάκωσε το άδειο πακέτο, πήγε στα μέσα δωμάτια, κάτι έπεσε στο πάτωμα με θόρυβο, αλαφιάστηκα.
Ξαναμπήκε σε λίγο κουνώντας ένα πακέτο.
«Παλ Μαλ άφιλτρα το πουλάκι μου», θαύμασε.
Ένιωσα μια ελαφριά ζαλάδα, το ποτό έφερνε πιο έντονα την ανάμνηση των Παλ Μαλ στον ουρανίσκο –οι αρωματικοί καπνοί με χάλαγαν από πάντα.
«Αυτή η χούσπα θα είναι το τελευταίο μας τσιγάρο;» μουρμούρισα θλιμμένα.
«Γέρο μου, το τελευταίο τσιγάρο το σβήσαμε πριν χρόνια, τώρα καπνίζουμε τις γόπες», είπε ο Τρανζίστορ.
Κάθισε δίπλα μου και άναψε δυο Παλ Μαλ.
«Εκείνη είπε, γλυκέ μου, ξέρεις οτι σταμάτησα τα τσιγάρα με την καινούργια χρονιά αλλά δεν σταμάτησα το κάπνισμα», σφύριξε γελώντας ο Τρανζίστορ.
«Κι εγώ είπα, γυναίκα, σκοπεύεις να περπατήσεις ένα μίλι για ένα Κάμελ ή θα κάνεις σαν τον κύριο Τσέστερφιλντ και θα μείνουμε όλοι ικανοποιημένοι;» συνέχισα εγώ τη σαχλαμάρα.
«Κι εκείνη είπε, εξαρτάται από το πακέτο σου –ρέγκιουλαρ ή κινκ σάιζ;» ξεκαρδίστηκε ο Τρανζίστορ.
«Παπάρια μάντολες –Παλ Μαλ», έφτυσα.
«Τώρα γιατί το γάμησες;» ρώτησε ο Τρανζίστορ.
«Ξέρω ‘γω... μάλλον δε μ΄ αρέσει αυτή η μάρκα», είπα.
Αλλά πήρα το αναμμένο τσιγάρο που μου πρόσφερε και το κάπνισα ήσυχα –σκεπτικά.

Κι έπεσε τότε μια μουγκαμάρα απ΄αυτές που βρωμάνε αποχαιρετισμό, λασπωμένα πεζοδρόμια κι αυτοκίνητα που καταβρέχουν το μπουφάν σου. Μέσα ήτανε πεθαμένος ο Πίβοτ, κάπου μακριά τα κόκαλα του Γιωργάκη παίζανε καστανιέτες, η κυρία Κατερίνα βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση σύμφωνα με έγκυρους υπολογισμούς, ο Δάκης ο Μαγκάρετ μπαινόβγαινε στις φυλακές προσπαθώντας να βρει «το δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο» για την αψεγάδιαστη εισαγωγή κοκαΐνης, ο Χοντρός κι ο Κοντός διέπρεπαν στο δισκογραφικό στερέωμα πουλώντας φύκια και θαλασσιές χάντρες, ο Φιλ είχε πεθάνει, ο Φίβερ είχε σκοτωθεί άδικα των αδίκων και μια ολόκληρη γενιά έκοβε βόλτες πάνω από ανοιχτούς τάφους με τις φλέβες τίγκα στη χοληστερίνη –όχι κι ο καλύτερος τρόπος για εντυπωσιακή αποχώρηση, νομίζω;
«Είδα την Έλλη», ψιθύρισε ο Τρανζίστορ.
Γύρισα να τον αντικρίσω, αλλά εκείνος κοίταζε το τίποτα απέναντί μας.
«Πρόσφατα... Εγώ την έψαξα, αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση...» τράβηξε μια γερή τζούρα πριν συνεχίσει. «Και τώρα η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου δολαρίων φίλε μου», γύρισε απότομα και με κάρφωσε. «Η Έλλη είχε γυρίσει στην Αθήνα και έψαχνε –ποιον έψαχνε;»
«Εντάξει, μαλακίες...» μουρμούρισα.
«Α, όχι τέτοια... Θα πρέπει να απαντήσεις, για να κερδίσεις», μου είπε και μετά εμφάνισε το Γκλοκ από το πουθενά, ήρθα φάτσα με την κάνη, «θα πρέπει να απαντήσεις, έστω και για να μη χάσεις...» μουρμούρισε ο Τρανζίστορ.
«Άντε γαμήσου –ρίξε άμα γουστάρεις», κούμπωσα. «Μας κουνάς στη μούρη το κουμπούρι λες κι είσαι ο Ντιλίνγκερ Σι Μπι Διακόσια...»
Άφησε το πιστόλι στο πλάι σκεφτικός.
«Έψαχνε να βρει τον Πίβοτ –βλέπεις το αρχίδι κράταγε τα στοιχεία του κρυφά, ούτε καταλόγους, ούτε τίποτα.... Είχε πάρει σβάρνα τα στούντιο και τις εταιρείες παραγωγής...»
«Τι σκατά τον ήθελε τον Πίβοτ;» απόρησα.
«Δε μου είπε.... Έτσι όπως την έκοβα πάντως, δεν είχε καλούς σκοπούς...»
«Παρακάτω;»
«Παρακάτω, πήρα τηλέφωνο τον Πίβοτ και τον ειδοποίησα. Κρύψου μαλάκα, σε ψάχνει η τρελή...»
«Η Έλλη ήταν η τρελή;»
Με κοίταξε χωρίς να απαντήσει.
«Εμένα πάντως δε με έψαχνε, έδειχνε να με έχει σβήσει.... Ήσουν απλώς ηλίθιος, αυτό μου είπε. Γιατί ήμουν ηλίθιος; Επειδή δεν ήθελες να δεις πέρα από το παραμύθι σου. Καταλαβαίνεις τίποτα εσύ;» γύρισε και με ξανακοίταξε ακόμα πιο έντονα.
«Εγώ καταλαβαίνω οτι δεν ωφελεί –όσο τα σκαλίζουμε, τόσο πιο βαθιά στο κόκαλο φτάνουμε...» είπα.
«Κάποτε πρέπει να γίνει όμως», μουρμούρισε ο Τρανζίστορ. «Κάποτε...»
«Κι αν όχι τώρα., τότε πότε;» γέλασα.
«Κι αν όχι εμείς, τότε ποιοι;» συμπλήρωσε γελώντας κι ο Τρανζίστορ.

Ευτυχώς εκείνη την ώρα βρήκαν οι μπάτσοι να κάνουν σαματά και μας γλιτώσανε από τα δύσκολα.

Η σακατεμένη πόρτα (την είχαμε στυλώσει εντελώς πρόχειρα απ΄ όταν βγήκε η γκόμενα) έκανε ένα μπραφ και σωριάστηκε, τιναχτήκαμε ξαφνιασμένοι και βρεθήκαμε τετ α τετ με κάτι ληγμένα κομάντα, δεν περίμεναν οτι θα γινόταν τόσος σαματάς, κοιταζόμασταν αμήχανα μέχρι να πάρει απόφαση ο Τρανζίστορ να σηκώσει το Γκλοκ –«πέστε κάτω», ακούστηκαν οι φωνές τους, κανένας δε σκέφτηκε να πυροβολήσει, φάε κάτι κομάντα, ο Τρανζίστορ έριξε μια, δυο φορές, έτσι για το καλό και οι μαλάκες σύρθηκαν παρά πίσω να καλυφθούν.
«Πάμε», μου είπε.
Και πήγαμε. Κρυφτήκαμε στο διάδρομο έξω από τα υπόλοιπα δωμάτια, παραφυλάγαμε κιόλας για να δούμε αν θα μας παίρνανε το σαλόνι. Μισό λεπτό που έμοιασε με χρόνο, ένα λεπτό –ένας αιώνας.
«Τι κάνουμε τώρα;» τον ρώτησα.
«Βγαίνουμε αν είμαστε αποφασισμένοι», μουρμούρισε.
«Πώς βγαίνουμε;» ψέλλισα.
«Με τα χέρια ψηλά ή με τα πόδια μπροστά –εσύ διαλέγεις...»
«Δεν έχω πάρει ακόμα απόφαση...»
«Την έχεις πάρει, αλλά τέλος πάντων. Πάμε προς τα μέσα;»
«Κι άμα αρχίσουν να μπαίνουν;»
Με κοίταξε σχεδόν στοργικά.
«Περίμενε τότε να καθαρίσω λίγο», είπε.
Και βγήκε φόρα παρτίδα με το πιστόλι, προχώρησε προς την πόρτα, πέσανε δυο πυροβολισμοί ταυτόχρονα –κουφάθηκα εντελώς. Περίμενα να καθαρίσει ο καπνός, τότε τον ξαναείδα να πασχίζει με την πόρτα, την είχε σηκώσει και πάλευε να τη στήσει ξανά στη θέση της. Έτρεξα κοντά του να τον βοηθήσω, ήταν δύσκολο να κάνει δουλειά κρατώντας το πιστόλι στο ένα χέρι.
«Πήγαινε πίσω», μου σφύριξε –περισσότερο το είδα να σχηματίζεται στα χείλη του παρά το άκουσα.
Τότε η πόρτα διαλύθηκε σε μικρά κομματάκια κόντρα πλακέ που πέρναγαν ξυστά στα κεφάλια μας, ούρλιαξα μάλλον όταν ένα κοφτερό κομμάτι με πέτυχε στο μέτωπο, χέστηκα καθώς το πέρασα για σφαίρα ή κάτι τέτοιο. Ο Τρανζίστορ με τράβηξε γρήγορα στο πλάι, αφέθηκα να με σύρει.
«Σταματήστε να ρίχνετε για να βγούμε», τον άκουσα να ουρλιάζει.
Χαμογέλασα ευτυχισμένος -είναι περίεργο αλλά εκείνη τη στιγμή έτσι ένιωθα επειδή μου είχε ξανάρθει η ακοή. Τον κοίταξα και πάγωσα, είχε αίματα στο πρόσωπο και στο λαιμό.
«Τι συμβαίνει ρε μαλάκα;» τον ρώτησα.
«Όλα καλά, μόνο λερώθηκα λιγάκι», απάντησε.
«Σκότωσες κανέναν;» κλαψούρισα.
«Μόνο τις καλές μου προθέσεις», είπε.
Και μετά έπεσε σκοτάδι σα να με σκέπασαν με κουβέρτα, όμως άκουγα οτι γινόταν της μουρλής έξω από την κουβέρτα, ποδοβολητά, πράγματα που σπάγανε, ουρλιαχτά και διαταγές, τα άκουγα όλα αυτά με παραμόρφωση –όχι με επιβράδυνση όπως συμβαίνει στους εφιάλτες των ταινιών, απλώς ξεφτισμένα στις άκρες –άκουγα δηλαδή οτι κάποιος κάτι έλεγε κι ενώ έμοιαζε όλο αυτό κοντά μου, δίπλα μου, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ακριβώς τα λόγια. Ή έσπαγε, ας πούμε, ένα ποτήρι κι εγώ άκουγα στην αρχή το κοπάνημα του γυαλιού στο πάτωμα αλλά μετά έμοιαζε κάποιος να τυλίγει το ποτήρι σε βελούδο, ο ήχος γινόταν πιο μαλακός, σχεδόν χαλαρωτικός –αποφάσισα να τα παρατήσω όλα αυτά για λίγο και να πάρω έναν υπνάκο.

Με τίναξε ο πυροβολισμός. Ένας και με αντίλαλο. Άνοιξα τα μάτια, το κεφάλι μου ήταν πιο βαρύ από τραγούδι θρας μέταλ και πονούσε εξίσου ασυντόνιστα. Βρισκόμουν στο πάτωμα, σύρθηκα σα σκουλήκι όλος αγωνία για να προλάβω, έβλεπα στην είσοδο τις γουρουνίσιες αρβύλες τους, είχαν μπει μέσα και σε λίγο θα μου πάταγαν τη μύτη –αυτό δε με πείραζε με τον πονοκέφαλο που είχα, μόνο που έπρεπε να προλάβω –τι; Δεν ήξερα.

Όσο τον έβλεπα να τρομοκρατείται τόσο εγώ ηρεμούσα. Καημένο Μέταλλο, τι ήθελες και μπλέχτηκες; Δε σε αφορούσε το θέμα, ευθείς εξ΄ αρχής, ανάμεσα σε μένα και τον Πίβοτ ήταν η υπόθεση –φίλοι από παιδιά, κολλητοί, ο μοναδικός μου κολλητός, καταλαβαίνεις; Να γαμήσω τον προστατευτισμό σου ρε μαλάκα –από τις πρώτες μέρες του συγκροτήματος εσύ μπροστά για όλους μας. Ποιος στο ζήτησε; Ή επειδή ήσουνα μεταλλάς την είχες δει κάπως Ιππότης της Ελεεινής Τραπέζης; Ποιος σου ζήτησε να μας ξελασπώσεις, ποιος σου είπε οτι μπορούσες να πληρώνεις εσύ τις μαλακίες μας; Με ποιο δικαίωμα ρε Μέταλλο; Μέχρι το τέλος ο καργιόλης, να έρθει εδώ, να μπλεχτεί –προστατευτισμός, περιέργεια, όλα αυτά από «π» ξεκινάνε, σαν την πουστιά. Όπως καταλαβαίνεις γίνεται μια προσπάθεια να κρατηθώ στο ύψος των περιστάσεων –όταν δακρύζεις, κατέβασε καντήλια μέχρι να σου περάσει, έτσι δεν πάει; Το γεγονός είναι οτι τον είχα δίπλα μου, όχι αποφασισμένο, αλλά έτοιμο. Αν το ήθελα θα σκοτωνόταν μαζί μου και θα το ήθελα αν είχε πάρει μια τέτοια απόφαση. Όπως κι αν το δεις, ένα συγκρότημα με πεθαμένα όλα τα μέλη είναι ένα συγκρότημα θρύλος, θα γινόμασταν πιο διάσημοι κι από τους Μίλλι Βανίλλι.
Βγήκα λοιπόν να καθαρίσω το σαλόνι, οι μπασκίνες ρίξανε την πόρτα και δεν είχα καμιά όρεξη για απρόσκλητες επισκέψεις –σκεφτόμουν κιόλας οτι αν έτρωγα καμιά αδέσποτη (από σημάδι δεν τους έκοβα και πολύ δυνατούς) θα έληγε το όλο ζήτημα με τις μικρότερες δυνατές απώλειες για εκείνον.
Προχώρησα προς την πεσμένη πόρτα. Ένας καθυστερημένος σηκωνόταν απέξω, του είχε λυθεί η ζώνη με τα πυρομαχικά κι αγωνιζόταν να τη μαζέψει, με είδε όταν τον είδα κι εγώ. Πυροβολήσαμε, μάλλον ταυτόχρονα, γιατί ακούστηκε ένα δυνατό μπουμ και μετά κουφαμάρα. Δεν τον πέτυχα, δε με πέτυχε –σημειώσατε Χ. Εξαφανίστηκε στο κατέβασμα της σκάλας κι εγώ βάλθηκα να ξαναστήσω την ξεχαρβαλωμένη πόρτα, μπουρδέλο το κάνανε το σπίτι του Πίβοτ οι μαλάκες.
Ήρθε δίπλα μου εκεί που παιδευόμουν, να με βοηθήσει στην αναστύλωση, ήθελα να γυρίσω και να του φωνάξω «τι ανακατεύεσαι ρε Μέταλλο;» αλλά φοβόμουν να το κάνω μη βάλω τα κλάματα. Μπάσο –ντραμς, παραμέναμε η καλύτερη ρυθμ σέξιον της εποχής μας, κοιτάτε να μαθαίνετε βρομύλοι χιπαέδες.

Και τότε έγινε της κολάσεως. Έσκασε η πόρτα σα να την είχε κάποιος ναρκοθετήσει, κομμάτια πετάγονταν στον αέρα πληγώνοντάς μας, το Μέταλλο ούρλιαξε δίπλα μου και σκόνταψε. Τον έπιασα από τις μασχάλες, δε φαινόταν να είχε πάθει ζημιά, απλώς κάποιο κοφτερό κόντρα πλακέ τον είχε πετύχει και τότε κατάλαβα οτι πυροβολούσαν απέξω, πυροβολούσαν προς το μέρος μας.
«Σταματήστε να ρίχνετε για να βγούμε», ούρλιαξα.
Συνέχισα να σέρνω το Μέταλλο, ήξερα οτι σε λίγο θα κάνανε ντου, ίσως να ρίχνανε τίποτα δακρυγόνα πριν μπουκάρουν, ποιος ξέρει; Τον έσυρα προς το διάδρομο έξω από τα δωμάτια κι εκείνος χαμογελούσε σαν ηλίθιος, αλλά σε κάποια φάση πάγωσε.
«Τι συμβαίνει ρε μαλάκα;» με ρώτησε.
Προς στιγμή φοβήθηκα οτι είχε χάσει τα μυαλά του, ότι τα ξέχασε όλα και νόμιζε οτι τρέχαμε ανέμελοι στην ακρογιαλιά αλλά γρήγορα ανακάλυψα πως ήμουνα μέσα στα αίματα –μάλλον γι΄αυτό ρωτούσε. Δεν πόναγα πουθενά.
«Όλα καλά, μόνο λερώθηκα λιγάκι», τον καθησύχασα.
«Σκότωσες κανέναν;» με ρώτησε.
«Μόνο τις καλές σου προθέσεις», είπα και του κοπάνησα το Γκλοκ χαμηλά στο πίσω μέρος του κρανίου, τον ένιωσα να λύνεται στα χέρια μου και τον παράτησα αναίσθητο καταμεσής του σαλονιού ελπίζοντας οτι οι μπασκίνες δεν θα τον έκαναν κόσκινο.
Τώρα ήμουν ελεύθερος να πιάσω τοίχο.

Κλειδαμπαρώθηκα στο στούντιο, η πόρτα θα άντεχε για κάμποση ώρα –έτσι την έκοβα. Είδα τον Πίβοτ αραχτό με το τασάκι δίπλα στη λαβή του καρφωμένου μαχαιριού.
«Σου έλειψα;» τον ρώτησα.
Δεν απάντησε.
«Δεν μπορεί... τόσες ώρες.... Αλλά τι να κάνω κι εγώ, είχαμε κόσμο», του εξήγησα. «Ήταν εκείνη η καργιόλα η δημοσιογράφα, έπρεπε να γίνει η συνέντευξη, για το καλό του συγκροτήματος –τα ξέρεις αυτά, καλύτερα απ΄ όλους μας... Ρε συ –ήρθε και το Μέταλλο, πού να δεις το Μέταλλο, χόντρυνε μαλάκα μου, έκανε μπάκα και μοιάζει πλέον με καθηγητή Λυκείου, πέταξε και βυζιά, χάλια μαύρα.... Τι σου τα λέω τώρα, αφού τον είδες. Και μιλάω εγώ που έχω καταντήσει σα βατράχι –χάνω και μαλλιά, χρειάζομαι γυαλιά για να ξεχωρίζω τι γράφουν τα λεωφορεία, τι σου λέει όλο αυτό; Μόνο εσύ παρέμεινες στυλάκι –πώς τα καταφέρνεις ρε πούστη; Τραβιέσαι με κολαγόνα; Κάνεις κούρες στου Ασλάν; Κάνεις λιποαναρρόφηση; Ρωτάω λες και δεν ξέρω... πρέζα, έτσι; Τώρα τη χρειαζόσουν πιο πολύ από παλιότερα μ΄αυτό που σε βρήκε, πρέζα, κοκό, ο καλός ο μύλος όλα τ΄ αλέθει. Για πες μου κάτι όμως ρε τεράστιε Πίβοτ: γιατί κανένας δεν μας προειδοποίησε; Γιατί κανένας δεν μας είπε οτι υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να επιβιώσουμε μετά τα τριάντα; Θυμάσαι; Μια αισχρά κομμένη δόση –τσιμεντόσκονη, στρυχνίνη, μέχρι και καφέ πρέπει να είχανε βάλει γιατί το μείγμα τους είχε βρει χρώματος σκατί. Αυτό θα μας σκοτώσει ρε μαλάκα, σου είχα πει, εσύ γέλαγες. Κι αν μας σκοτώσει; Πόσα χρόνια μάς μένουν ακόμα; Εφτά; Οχτώ; Γέλαγες. Ήμασταν 22 χρονών κι όλα μοιάζανε υπέροχα. Γιατί κανένας δεν μας είπε οτι θα ζήσουμε μετά τα 30; Γιατί ρε φίλε;»
Προηγουμένως, μάλλον το Μέταλλο, του είχε κλείσει τα μάτια κι έτσι τώρα όχι μόνο δε μου απαντούσε αλλά ούτε που με κοίταζε. Με έπιασε λοιπόν μια μανία, ήθελα να τον σκοτώνω ξανά και ξανά αλλά καταλάβαινα οτι τίποτα δεν θα διορθωνόταν, τίποτα δεν θα γύρναγε πίσω –κι έτσι τον σήκωσα, με κόπο, πονούσα στο πλάι του λαιμού και το δεξί μου χέρι άρχιζε να παραλύει, τελικά κάποιος πρέπει να με είχε πετύχει –τον σήκωσα με τα χίλια ζόρια, τον έστησα στην καρέκλα με τα ροδάκια και τον κόλλησα με τα μούτρα στην κλειδωμένη πόρτα, το τασάκι ξανάπεσε στο πάτωμα, δεν είχα όμως καμιά διάθεση να το μαζέψω.
Άναψα τσιγάρο, φύσηξα τον καπνό στην κάνη του Γκλοκ κι έμεινα να χαζεύω το ντουμάνι που κύλαγε ανεμπόδιστο.
«Θα τους καθυστερήσεις για λίγο –έτσι δεν είναι;» τον ρώτησα.
Και νομίζω οτι μου απάντησε αλλά δεν είχα χρόνο να το ψάξω, απέξω ακούγονταν τα άτσαλα βήματά τους, πόσες σφαίρες μού απέμεναν άραγε; Φύσηξα ακόμα ένα σύννεφο καπνού στην κάνη και βιάστηκα να τη χώσω στο στόμα μου για να τραβήξω την πιο μολυβένια ανάποδη της ζωής μου –σκέτη μέγκλα.
Σε λίγο θα τα πούμε από κοντά, τον διαβεβαίωσα. Αυτό ήταν όλο.

Αναγκάστηκα να ουρλιάξω γιατί ήταν έτοιμοι να με ποδοπατήσουν οι καργιόληδες.
«Βοήθεια», φώναξα.
Ένας μπασκίνας έσκυψε πάνω μου.
«Ζει ακόμα», διαπίστωσε.
Ζω βρε βόιδι, γιατί να μη ζω; Δε με βλέπεις που κινούμαι;
«Πάρτε τον από δω», διέταξε ο μπασκίνας.
Προσπάθησα να κυλήσω προς τα μέσα, προς το διάδρομο, να δω τι έγινε με τον Τρανζίστορ, να μάθω... Με άρπαξαν από τα χέρια και τα πόδια.
«Αφήστε με, είμαι εντάξει», είπα.
Δεν καταλάβαιναν Χριστό τα γομάρια. Άκουσα πυροβολισμούς, αμέτρητους, συνεχόμενους, μετά μια πόρτα έπεσε, άκουσα βλαστήμιες ανακατεμένες με γέλια. Τρεξίματα –όλοι έτρεχαν τώρα κι εμένα με στήσανε καθιστό σ΄ένα τοίχο και με παράτησαν.
«Εδώ είναι, εδώ είναι», λέγανε.
Προσπάθησα να σταθώ στα πόδια μου αλλά σωριάστηκα και τότε είδα τον αστυνόμο πάνω από το κεφάλι μου να χαμογελάει.
«Τελικά τα καταφέρατε, σας οφείλουμε ένα ευχαριστώ», είπε.
«Τι έγινε;» ζήτησα να μάθω.
«Αυτοπυροβολήθηκε», είπε ο αστυνόμος.
«Ζει;» ρώτησα.
«Θα μου έκανε μεγάλη εντύπωση αν συνέβαινε κάτι τέτοιο», είπε ο αστυνόμος.
Και μετά, όσο καθόμουν αμίλητος....
«Πάντως μέχρι το τέλος παρέμεινε αμετανόητος», διαπίστωσε ο αστυνόμος.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησα.
«Μείνετε εκεί μέχρι να έρθουν οι τραυματιοφορείς», μου είπε κοφτά και βιάστηκε να βγει από το διαμέρισμα.
Προσπάθησα να δω τι γινόταν, αλλά άκουσα τα φλας που άστραφταν και τις τσιρίδες των δημοσιογράφων, έγειρα στο πλάι και λιποθύμησα, δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω.

Με συνέφερε το κούνημα του ασθενοφόρου, ίσως και η μάσκα οξυγόνου που μου είχανε καρφώσει στη μούρη. Κοίταξα τριγύρω –ήμουνα μόνος με δυο νοσοκόμους κι ένα ζευγάρι διαλυμένα αμορτισέρ που μετέφεραν στην πλάτη μου κάθε ανωμαλία του εδάφους. Ήθελα να βογκήξω αλλά δεν ήταν δυνατό. Έστησα αυτί ν΄ακούσω τους τραυματιοφορείς που λέγανε για μακελειό, πολλές σφαίρες, για τους δυο άντρες που βρέθηκαν κόσκινο –σκέφτηκα λοιπόν οτι οι μπάτσοι σκοτώσανε τον Τρανζίστορ αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω αν ο δεύτερος άντρας ήταν ο Πίβοτ και πώς διάβολο είχε γίνει κόσκινο. Κούνησα το κεφάλι και τότε με πρόσεξαν, ο ένας έκανε νόημα στον άλλο, σε λίγο πνίγηκα στο οξυγόνο και την είδα ως πουλί πετούμενο –βρέθηκα έξω από το ασθενοφόρο, οι λακκούβες του δρόμου δεν πονούσαν πλέον την πλάτη μου όσο πετούσα πάνω από την έρημη πόλη, διέκρινα τις φωτεινές πινακίδες να ξεδιπλώνονται και κάτι αφίσες κουρελιασμένες στους τοίχους, πλησίασα κοντύτερα να τις διαβάσω, εύκολο ήταν τελικά, οι αφίσες έδειχναν κάτι στέγες εργοστασίων και ιπτάμενα πεθαμένα έμβρυα αηδία σκέτη, από κάτω έγραφε «Το Φάντασμα στη Μηχανή για μια μόνο εμφάνιση» και στη συνέχεια ένα όνομα μαγαζιού που δε μου έλεγε τίποτα απολύτως. Η νύχτα ήτανε τίγκα στην υγρασία, ίσως αυτό με εμπόδιζε να πετάξω ψηλά, βρέθηκα λοιπόν δυο μέτρα πάνω από το οδόστρωμα, τότε είδα την Κριστίν σταματημένη στη μέση του δρόμου και ήξερα οτι με περίμεναν, κούνησα τα πόδια, τα στύλωσα μπας και καταφέρω να προσεδαφιστώ –χαμένος κόπος –έμενα εκεί, μετέωρος, δυο μέτρα από το οδόστρωμα σαν πούπουλο χήνας. Τότε είδα τον Γιωργάκη να μπαίνει τρεκλίζοντας στο πίσω κάθισμα, δίπλα του έτρεξε να χωθεί ο Τρανζίστορ όσο ο Πίβοτ άνοιγε την πόρτα του συνοδηγού, ξηγιόταν μια υπόκλιση στο αόρατο κοινό που τον επευφημούσε, μετά μπήκε κλείνοντας απότομα την πόρτα και καλά κυνηγημένος από αφηνιασμένες γκρούπις. Να δω πού θα πάτε καργιόληδες, σκέφτηκα γελώντας από μέσα μου, επειδή ήξερα οτι εκείνη τη μέρα οδηγούσα εγώ. Όμως το γέλιο μου κόπηκε μαχαίρι όταν αντίκρισα τον εαυτό μου, ντυμένο στα δερμάτινα και 30 χρόνια νεώτερο να πλησιάζει την πόρτα του οδηγού –εκείνος ο μπάσταρδος πριν μπει μέσα σήκωσε το κεφάλι του, έψαξε στον ουρανό, με εντόπισε, χαμογέλασε δείχνοντάς μου ένα μεγαλειώδες κωλοδάχτυλο.
Η Κριστίν ξεκίνησε μέσα στα δάκρυά μου...

Ξύπνησα σ΄ένα δωμάτιο νοσοκομείου δίπλα σε ανθρώπους που βρωμοκοπούσαν εγχείριση και αντισηπτικό. Πρώτα ένιωσα τη μυρωδιά τους και μετά άνοιξα τα μάτια, πάνω μου στεκόταν η Σόνια κι έκλαιγε.
«Μην κάνεις έτσι», της είπα.
Τότε κατάλαβε οτι ξύπνησα, έριξε το κεφάλι της στο λαιμό μου και άρχισε να με φιλάει ανάμεσα σε αναστεναγμούς, μάς πήρε κάνα πεντάλεπτο να ηρεμήσουμε.
«Νόμιζα οτι αυτό ήταν...» κλαψούρισε.
«Τι έγινε;» ρώτησα.
«Όταν είπαν στις ειδήσεις οτι βρήκαν τα πτώματα δυο αντρών διάτρητα...» ξανάρχισε το κλάμα.
«Σταμάτα ρε παιδί μου –με κόβεις για διάτρητο;» θύμωσα.
«Φοβήθηκα πολύ», μου είπε.
«Το παιδί;» ρώτησα.
«Στη μάνα μου», απάντησε.
«Δεν πιστεύω να...»
«Όχι, όχι –δεν ξέρει τίποτα», με καθησύχασε.
«Αλλά σύντομα θα μάθει...» διαπίστωσα.
«Θα του πούμε...»
«Τι θα του πούμε;» την έκοψα απότομα.
Μουγκάθηκε.
«Οι μπάτσοι σκότωσαν τον Τρανζίστορ;» τη ρώτησα.
«Λένε οτι είχε προλάβει ν΄ αυτοκτονήσει πριν μπουν μέσα...»
Λένε, λένε... τα παπάρια μου λένε. Δεν έδωσα συνέχεια.
«Οι γιατροί είπαν οτι δεν έχεις κάτι σοβαρό, μονάχα επιπόλαια τραύματα από θραύσματα... Σε δυο μέρες θα βγεις, περιμένουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων...» είπε η Σόνια.
«Δε θα έρθω στο σπίτι όταν βγω», της ανακοίνωσα.
«Πού θα πας;»
«Ξέρω κι εγώ πού θα πάω; Θα πάρω τα βουνά να με φάνε τα όρνια».
«Μη μιλάς έτσι», παρακάλεσε έτοιμη να ξαναρχίσει τα κλάματα.
Προτίμησα λοιπόν να μη μιλήσω καθόλου. Όσο ξεκαθάριζε το κεφάλι μου καταλάβαινα οτι είχα μπόλικα να κάνω όταν θα έβγαινα από το νοσοκομείο. Κατά πρώτον θα έπρεπε να ψάξω για την Έλλη, να τη βρω για να μου πει τι είχε συμβεί. Αυτό θα ήταν κάμποσο δύσκολο, μπορεί να την είχε ξανακοπανήσει για το εξωτερικό, αλλά δεν θα ησύχαζα μέχρι να τη συναντήσω. Μου είχε καρφωθεί και μια τρελή ιδέα, οτι θα έπρεπε δηλαδή να τη βρω για να την σκοτώσω, λες και κάποιος από τα παιδιά επικοινωνούσε μαζί μου τηλεπαθητικά και με καθοδηγούσε –αλλά αυτά είναι σκέτες σαχλαμάρες –σκεφτόμουν λοιπόν οτι κάτι είχα μάθει, κάτι μου είχε πει ο Τρανζίστορ κι αυτό με έσπρωχνε σε τέτοιες σκέψεις, μόνο που δεν θυμόμουν τι ακριβώς. Έκλεισα τα μάτια.
«Θέλω να κοιμηθώ λίγο», είπα στη Σόνια.
«Ότι θες», κλαψούρισε.
Μετά θα έπρεπε να ασχοληθώ με το υλικό του Φαντάσματος στη Μηχανή, δεν ξέρω αν είχε προλάβει να ξεπουλήσει τα δικαιώματα ο Πίβοτ αν και μου φαινόταν κάπως αταίριαστο με τη νοοτροπία του –γιατί να πούλαγε τα δικαιώματα; Αφού έβγαζε φράγκα από το υλικό έτσι όπως το χειριζόταν... Τέλος πάντων, έπρεπε να βρω το υλικό του συγκροτήματος, να το συγκεντρώσω και να το καταστρέψω. Έπρεπε να σκοτώσω το Φάντασμα στη Μηχανή.

Ένα φίδι που δαγκώνει την ουρά του

Ανέβηκα τις σκάλες με τα πόδια σε μια προσπάθεια να ηρεμήσω, ένιωθα πολύ γελοίος για την ταραχή μου –λες και πήγαινα σε ραντεβού με γκόμενα. Όταν έφτασα στην πόρτα του χτύπησα το κουδούνι διακριτικά κι εκεί, επιτόπου, θύμωσα με τον εαυτό μου –γιατί φέρεσαι έτσι βρε ηλίθιε; Τι φοβάσαι; Μην ξυπνήσει το μωρό; Τράβηξα λοιπόν μια γερή στο κουδούνι, το κοπάνησα με την παλάμη μου κι έκανε ένα αστείο πλαφ –αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν μου άνοιξε την πόρτα μια χοντρή αντρογυναίκα με στραβοκουμπωμένη ρόμπα.
«Τι θέλετε;» ρώτησε.
Άλλο πάλι κι αυτό –θες τώρα στα γεράματα να χάλασε τόσο πολύ το γούστο του στις γυναίκες; Κόντεψα να βάλω τα γέλια αλλά κατάφερα να σχηματίσω το όνομά μου.
«Ο κύριος σάς περιμένει», είπε η γυναίκα.
Και υπηρετικό προσωπικό λοιπόν –τι λες βρε παιδί μου...
Την ακολούθησα στο σαλόνι και κάθισα στο σημείο ακριβώς του καναπέ που μου υπέδειξε.
«Θέλετε να σας φέρω κάτι; Καφέ; Τσάι;» με ρώτησε η γυναίκα.
«Όχι ευχαριστώ», είπα κι αμέσως το μετάνιωσα. «Λίγο νερό ίσως...» συμπλήρωσα.
Η γυναίκα εξαφανίστηκε αφήνοντάς με να χαζεύω έναν μαλακισμένο πίνακα του Κλιμτ απέναντί μου.
«Μεγάλε Τρανζίστορα –πόσα χρόνια ρε ψυχή;» άκουσα τη φωνή του, χωρίς να γυρίσω –ποιος ο λόγος άλλωστε;
Στήθηκε μπροστά μου περιμένοντας να σηκωθώ και να πλακωθούμε στα γλωσσόφιλα ξέρω ΄γω... Στο τέλος βαρέθηκε, πήγε και κάθισε απέναντί μου.
«Μια χαρά κρατιέσαι», διαπίστωσα.
«Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο και για σένα», χαμογέλασε ο Πίβοτ.
Η γυναίκα έφερε το νερό κι έσπασε κάπως την αμηχανία της ατμόσφαιρας.
«Φέρε μας κάτι να πιούμε», παράγγειλε ο Πίβοτ χωρίς να την κοιτάξει και μετά με ρώτησε: «τι θα πιεις;»
«Τίποτα», απάντησα.
«Δυο βότκες περιποιημένες», είπε ο Πίβοτ γράφοντάς με κανονικά.
«Τι με ήθελες;» τον ρώτησα περισσότερο ανυπόμονα απ΄ότι θα έπρεπε να φανεί.
«Γιατί βιάζεσαι;» χαμογέλασε.
«Έχουμε και δουλειές», είπα.
«Καλά –κλάσε μας τώρα», ξεκαρδίστηκε.
Έκανα να σηκωθώ.
«Κάτσε ρε παιδί μου, κάτσε να πούμε μια κουβέντα...» διέταξε ο Πίβοτ.
Κάθισα.
«Λοιπόν;» ρώτησα.
«Ακόμα μου το κρατάς για το υλικό από το συγκρότημα;» ζήτησε να μάθει.
«Όχι –όσο έρχονται τα λεφτά δεν με παίρνει να...»
«Εντάξει, αυτά μας τα ΄παν κι άλλοι που την είχαν πιο μεγάλη. Σε ρωτάω όμως στα ίσα», με διέκοψε ανυπόμονα ο Πίβοτ.
«Ρωτάς τι δηλαδή; Αν εξακολουθώ να πιστεύω οτι κανιβαλίζουμε ένα πτώμα; Δε νομίζω οτι έγινε κάτι για ν΄αλλάξω γνώμη...»
«Ρε Τρανζίστορ μια ζωή ο ίδιος...» κορόιδεψε ο Πίβοτ. «Μια ζωή εκτός πεδίου. Γεράσαμε φίλε μου, κάποτε πρέπει να καταλήξουμε περί του τι θέλαμε να κάνουμε στη ζωή μας...»
«Εγώ δεν ήθελα ποτέ τίποτα. Καμιά γκομενίτσα στην αρχή και μετά να παίζω μουσική για να περνάω καλά –εσύ τι ήθελες;» τον κοίταξα αγριεμένα.
Εκείνη τη στιγμή ήρθαν οι βότκες –δροσίστηκα κι αλάφρωσε λίγο το μυαλό μου.
«Ήθελα τα πάντα και το μόνο που πήρα ήταν κρύο», μουρμούρισε ο Πίβοτ.
«Πες κάτι δικό σου ρε γελοίε», αγανάκτησα.
«Γιατί δεν είναι δικό μου; Επειδή το τραγούδησαν άλλοι; Τι σκατά έχεις στο κεφάλι σου ρε Τρανζίστορ; Η μουσική είναι μολυσματικός ιός, άπαξ και μπει στον οργανισμό σου σε διαλύει και σε ξαναφτιάχνει -μετά είναι όλα δικά σου και τίποτα δεν σου ανήκει», φούντωσε ο Πίβοτ.
Κοπάνησα το ποτήρι στο τραπεζάκι δίπλα μου και σηκώθηκα.
«Ξέρεις κάτι ρε φίλε;» του σφύριξα όσο έσκυβα πάνω του. «Εμένα δε με αφορούν πλέον όλα αυτά».
«Ή έτσι θέλεις να πιστεύεις», ψιθύρισε ο Πίβοτ. «Αλλά τέλος πάντων –για διαφορετικό πράγμα ήθελα να έρθεις...»
Ξανακάθισα.
«Ακούω», είπα.
«Με βρήκε η Έλλη τις προάλλες...» ξεκίνησε ο Πίβοτ.
Χλώμιασα, ψάχτηκα για τα τσιγάρα μου κι εκείνος το πήρε χαμπάρι –μου πέταξε το πακέτο του μαζί μ΄έναν ασημένιο Ρόνσον. Άναψα, του τα ξαναγύρισα.
«Σε είχα ειδοποιήσει...» ψέλλισα.
«Ναι, εντάξει», είπε. «Αλλά δεν σκέφτηκα να κρυφτώ στα βουνά ή κάτι τέτοιο... Την υποτίμησα τη γκόμενα...»
«Δεν ήταν η πρώτη φορά», του υπενθύμισα.
«Σωστός», γέλασε.
«Παρακάτω», ζήτησα.
«Υπέροχη η κυρία, διατηρείται φιγουρίνι –καλύτερη από παλιά...» αναπόλησε.
«Πες μου κάτι που δεν ξέρω», τον γείωσα.
«Και καταπληκτικό κρεβάτι», τόνισε τις λέξεις του.
«Το μουνί της μάνας σου», βλαστήμησα με σφιγμένα δόντια.
«Ζήτησες να σου πω κάτι που δεν ήξερες», δικαιολογήθηκε.
«Έφερες πάλι τους μαλάκες για νουμεράδα;» μούγκρισα.
«Όχι δεν πρόλαβα αυτή τη φορά», ξεκαρδίστηκε.
Τότε πετάχτηκα να τον βουτήξω από το λαιμό, έκανε στο πλάι, μου τράβηξε ένα κουτουπιέ στο γόνατο, βρέθηκα πελαργός να σφαδάζω.
«Τι ευέξαπτος που έχεις γίνει φίλε», ψευτοθαύμασε.
Κάθισα απέναντί του αλλά το χέρι μου χώθηκε άθελα στην τσέπη του τζιν μου –χάιδεψα τον σουγιά.
«Πάει περισσότερο από δίμηνο που έγινε», ψιθύρισε εκείνος. «Ήρθε μ΄ ένα στυλάκι περασμένα-ξεχασμένα, χαμογελάκια, ναζάκια, μέσα στην πουτανιά. Τέτοιο σκηνικό μέχρι να πέσουν τα πηδήματα, με παρακολουθείς;»
«Δεν βλέπω σε τι με αφορά...» ξεκίνησα να λέω αλλά μ’ έκοψε.
«Ένα πρωί ξύπνησα κι εκείνη έλειπε, έτσι στο ξεκάρφωτο, χωρίς ειδοποίηση, χωρίς κάποιο σημείωμα... Ξύπνησα από τους πόνους, ήξερες ρε μαλάκα οτι έχω καρκίνο;» με κοίταξε.
Κούνησα τους ώμους –δεν το ήξερα.
«Η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη για χρόνια, εντάξει, κάποιες μικροεπεμβάσεις, χημειοθεραπεία αλλά ήμουνα πλέον μια χαρά. Τα πάντα ελεγχόμενα. Κι εκείνο το πρωί ξύπνησα από τους πόνους, όλο μου το κορμί, κρύοι πόνοι –σα να με περπάταγε σαύρα... Πλακώθηκα στα παυσίπονα, τζάμπα κόπος –χρειάστηκε ένα ολόκληρο φιξάκι για να στανιάρω. Πήγα στο γιατρό –μετάσταση. Για την ακρίβεια μεταστάσεις –παντού...» σταμάτησε, με κοίταξε πριν ανάψει τσιγάρο.
«Δεν καταλαβαίνω τη σύνδεση», παραδέχτηκα.
«Εκείνη», ψιθύρισε ο Πίβοτ. «Εμφανίστηκε και ξύπνησε το θανατικό που κοιμόταν μέσα μου».
«Τα ΄χεις χάσει», τον περιγέλασα πιο ψεύτικα από όσο θα ήθελα ενώ σηκωνόμουν.
«Κάτσε κάτω, δεν έχει σημασία», παραδέχτηκε. «Δεν έχει σημασία τι πιστεύω και τι θα πιστέψεις, το θέμα είναι οτι ο καρκίνος με αλωνίζει...»
«Λυπάμαι», είπα απλά.
«Τα παπάρια μου λυπάσαι», φώναξε. «Παρακάλαγες να ψοφήσω, να βγω από τη μέση για να μη σου χαλάω το όνειρο, να μη σου θυμίζω...»
«Τον εφιάλτη», συμπλήρωσα σκεφτικά. «Μπορεί και να ΄ναι έτσι, πάντως στ΄αλήθεια λυπάμαι. Ήσουνα ο κολλητός μου όπως και να’ χε...»
«Εκεί ποντάρω», μου είπε σιγά.
«Πάλι δε σε καταλαβαίνω», παραδέχτηκα.
«Στη φιλία μας –τόσα έχουμε περάσει. Δεν σβήνονται αυτά ρε φίλε», χαμογέλασε αξιολύπητα.
«Αυτό ακριβώς –δεν σβήνονται. Μένουν για να μην ξεχνιούνται οι κτηνωδίες...» διαπίστωσα.
«Μέσα είσαι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα τη βρούμε την άκρη», χαμογέλασε ο Πίβοτ.
«Ποια άκρη;» τον ρώτησα.
«Έλα μαζί μου», είπε γυρίζοντάς μου την πλάτη.
«Για πού;» ξαναρώτησα.
«Έχω ένα στούντιο, θέλω να σου βάλω κάτι ν΄ακούσεις...» μου απάντησε.
«Υπάρχει λόγος; Γιατί δεν μπορώ να μείνω πολύ, έχω δουλειές...» ψευτοδικαιολογήθηκα.
«Σημαντικότερο κι από τη ζωή σου», γέλασε ο Πίβοτ. «Και πάντως, σημαντικότερο από τη δική μου ζωή –στα σίγουρα».
Μετά χάθηκε στο ανοιγόκλεισμα μιας πόρτας, εγώ επέστρεψα στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ, κατέβασα την υπόλοιπη βότκα μου και ξεκίνησα να τον βρω.
Στο διάδρομο έπεσα πάνω στην υπηρέτρια, κάτι ήθελε να μου πει αλλά απέφυγα το βλέμμα της –δεν ήταν δική μου δουλειά.
Άνοιξα την πόρτα και τον είδα να κάθεται σε μια καρέκλα με ροδάκια μπροστά από την κονσόλα.
«Καλώς τον κι ας άργησε», είπε ο Πίβοτ.


ΤΕΛΟΣ

25 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Kit Kat είπε...

Αχ αχ αχχχχχ! Το πόσταρες αργά και με πρόλαβες στην έξοδο...δεν το 'χω ολόκληρο με τίποτα! Κανονικό σχόλιο και λοιπές εντυπώσεις το βράδυ!!

The Motorcycle boy είπε...

Από βδομάδα θα το σηκώσω και μασίφ, μετά προλόγου, ευχαριστιών και λινκ για νταουνλόουντ.

Ανώνυμος είπε...

Ναι boy, συμφωνώ! μόνο με μουσική υπόκρουση Bauhaus μπαίνεις στο σχέδιο! (Βάλε μπρος το επόμενο!!!!!!!)

miliokas είπε...

Καλησπέρα ¡
Μόλις γύρισα από τη δουλειά
δεν το διάβασα ακόμα αλλά μέχρι το πρωΐ
ελπίζω να το διαβάσω :)

Εδώ , ανέβασα ένα PDF κι ένα RTF
(το .rtf νομίζω σε windows ανοίγει με word)
όχι τίποτα τέλειο απλά αντέγραψα τα ποστς
και μιας και θα το δεις πρωΐ
... καλημέρα :)

miliokas aka skylos_mayros

The Motorcycle boy είπε...

Ανώνυμε, το επόμενο το έχω ήδη βάλει μπρος εδώ και ένα χρόνο περίπου και θα είναι πολύ καλύτερο από όλα τα προηγούμενα επειδή τη βασική δουλειά δεν θα την κάνω εγώ, θα την κάνουν άλλοι, καλύτεροι. Πληροφορίες σύντομα.

Καλημέρα, milioka -ευχαριστώ ρε φίλε για το ανέβασμα, με ανέβασες!

miliokas είπε...

Καλημέρα_
Έπειδή σε λίγο θα φύγω για δουλειά, έχω να πω
τρία πράγματα...
α) Το ποστ το διάβασα ακούγοντας
Snowy White & The White Flames - Keep Out-We Are Toxic
β) Κάποιες μέρες πριν, πριν αρχίσω να παίζω μουσική λέω δυνατά:
"Δυό κομμάτια, εκτός προγράμματος που άκουγα μικρός"
το πρώτο ήταν το "Άνωση", το δεύτερο το "Κλεμμένο Ποδήλατο"
και λέω "ρε παιδιά δε μοιάζουν λίγο αυτά"; Φυσικά δε βρέθηκε κανένας να μου απαντήσει αλλά κι εγώ δεν ήμουν σίγουρος καθ' ότι πολλές φορές συμβαίνει να φαντάζομαι πράγματα κλπ κι έτσι το άφησα. Μετά.... σιγουρεύτηκα... Πως μοιάζουν εννοώ
γ) Γενικά.... :P

καλημέρα ... ξανά....

miliokas aka skylos_mayros

The Motorcycle boy είπε...

α) Πολύ ναϊντίλα τραγούδι αλλά δικαιολογείσαι καθότι νέο παιδί. Ευτυχώς που δε μου είπες τίποτα του τύπου "το διάβαζα ακούγοντας Ένα κεφάλλλλι γεμάτο χρυσάφι" γιατί θα έκανα έντιτ το αποπάνω σχόλιό μου και θα σου έκοβα την καλημέρα, χεχεχεχε.

β) Δεν είναι κακό να υπάρχουν επιρροές, εντάξει, κατά τη γνώμη μου οι Στέρεο Νόβα δεν φτάσανε ποτέ τη μαγεία των Χωρίς Περιδέραιο, αλλά αυτά είναι περί ορέξεως. Το κακό είναι να μην αναφέρεις ποτέ τις επιρροές σου και να το παίζεις αυτοφυής σα ραπανάκι! 100 φορές έχω ακούσει τον Κωνσταντίνο και τον Μιχάλη (της δίαιτας της αλφαβήτας) να μιλάνε για τη μουσική τους, μισή κουβέντα για τους Περιδέραιο των οποίων το δίσκο έχουν ΚΑΤΑΦΑΝΩΣ λιώσει, δεν άκουσα. Έχω δει αφιερώματα για την ηλεκτρονική μουσική στην Ελλάδα, παρελαύνουν εκεί οι προηγούμενοι αλφαβητικοί, ο ΙΩΝ, ο Κότυ... Ο Σπύρος ο Φάρος που είναι; Κανένας δεν τον ξέρει, κανένας δεν τον θυμάται; Γιατί; Επειδή βγάζει ακόμα μουσική 10 καντάρια καλύτερη από αυτά που οι άλλοι ΔΕΝ βγάζουν; Οι Μέτρο Ντικέι πού είναι; Μου τα θύμισες και νευρίασα πάλι.

γ) Στο γενικά λοιπόν θα σου πω κάτι (μπορεί να το έχεις δει κι εσύ). Βάλε το Move with me του Tim Buckley από το Greetings from LA. Μετά βάλε το Ετούτη η πόλη του Παυλάρα του Σιδηρόπουλου. Και άκου τα ρεφρέν.

GIORGOS είπε...

Αυτά που λες ήθελα να πω στο προηγούμενο ποστ αλλά με πρόλαβες.

Έχεις δίκιο για το 'κατεστημένο' που έλεγες,προφανώς(ο γνώστης) θα προτιμούσε όρους όπως 'νόμοι της φύσης','τάξη των πραγμάτων'κτλ.
Εμένα με νευριάζει περισσότερο η απίστευτη εθελοτυφλία-το να κάνεις κύριε τέτοιε τον πονηρό στο Μάστορη προκειμένου να τον παρουσιάσεις κάπως είναι γνωστή δημοσιογραφική τακτική και δεν εκπλήσσει.Το να δηλώνεις όμως 'τρεις κι ο κούκος' για να χαρακτηρίσεις μία κατάσταση όπου σε μια σταλίτσα χώρα αναγκάζονται να δημιουργηθούν ανεξάρτητες εταιρίες προκειμένου να καλυφθεί ακριβώς η ποικιλία των μουσικών στυλ που είναι ΥΠΑΡΚΤΗ,ε αυτό πως συμβιβάζεται με την τράπεζα γνώσεων που το παίζεις ότι είσαι;Επειδή δε σου αρέσουν εσένα δεν υπάρχουν κιόλας,έτσι;

Το καλύτερο νομίζω είναι να πάρουν το λόγο οι μουσικοί που τους αφορά το θέμα.Ο Μάστορης το έκανε ήδη και μπράβο του,ανυπομονώ και για τον Αγγελή και τους υπόλοιπους.

The Motorcycle boy είπε...

Ο Αγγελής για να μιλήσει για όλα αυτά θα πρέπει κάποιος να του πάρει συνέντευξη αλλά περισσεύει χρόνος από τις Ετιέν, τις Κουκλάκησσες και τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις για να πάρουν συνέντευξη κι από τον Αγγελή; Άλλωστε τι ξέρει αυτός; Έκανε και τη μαλακία και έβαζε κανονικά το όνομά του -άμα έγραφε Νίκος Άλφα θα ήταν αλλιώς.

Ο κύριος στον οποίο αναφέρεσαι δεν έχει την παραμικρή υπόσταση στους δεθνείς χώρους των ειδημόνων περί τα μουσικά. Μόνο εδώ πουλάει μούρη στους ιθαγενείς. Αν έχεις όρεξη να δεις πως είναι αυτοί που όντως έχουν ψάξει κάποια μουσικά ζητήματα πήγαινε στο τέλος του μπλογκ μου και ακολούθησα τα μουσικά, ξενόγλωσσα, λινκ.

GIORGOS είπε...

Χίλια χρόνια να ζήσεις για τις 'δημοκρατικές δυνάμεις'.
Ν.Ν. προς τα τρολ του Αθηνοράματος επί Χαμένου:
'Δημοκρατικές δυνάμεις,αν θέλετε να με φτύσετε μη ρυπαίνετε αυτό το χώρο όπου προσπαθεί να γίνει κριτικός στοχασμός,υπάρχει και το μέιλ μου' .

The Motorcycle boy είπε...

Χαχαχα, ναι. Μεγάλο πράγμα οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις για αυτόν τον τόπο!

GIORGOS είπε...

Εκτός θέματος βέβαια,αλλά που αλλού θα εκδηλώσω τη λατρεία μου;

GIORGOS είπε...

Ταυτόχρονα γράφαμε,απίστευτο.
Λοιπόν,για να μη ξεφεύγουμε,τα λινκς είναι αξιολογότατα,δε βλέπω μούρη και ειρωνείες στα σχόλια και προσφέρουν και κατέβασμα δωρεάν.
Το πρόσεξα,επειδή ο άλλος καμάρωνε 'δεν έχει κατέβασμα εδώ,είναι ο βωμός της γνώσης'.

The Motorcycle boy είπε...

"Ο βωμός της γνώσης" δηλαδή εκεί θυσιάζουν τη γνώση -καλά το κατάλαβα;

Πώς να μάθεις τη μουσική αν δεν σου τη δώσει κάποιος; Τα λινκ που έχω από κάτω είναι διαστημικού επιπέδου για κάτι τζιτζιφιόγκους σαν τον περί ουουουου ο λόγος. Και η μουσική που δίνουν σε αυτά τα λινκ στην πλειοψηφία της δεν κυκλοφορεί στην αγορά, είναι μουσική που έχει μαζέψει ο κάτοχος των μπλογκ απ΄όλο τον κόσμο.

GIORGOS είπε...

Α δεν κατάλαβες καλέ μου φίλε που θα σου δώσει μουσική ακυκλοφόρητη ο σοφός(πως λέγαμε ότι δε δίνει λινκς;)
Αυτός δίνει τίτλους-οξύνει την κριτική και ανασκαφική ικανότητα όλων μας.
Πάντως τα μπλογκς αυτά αποδεικνύουν ότι όλα ξεκινούν από το πηδάλιο και το ποιος κάθεται εκεί.
Θα τα κοιτάξω πιο προσεκτικά,σου φέρνουν ελπίδα κάτι τέτοια.

Kit Kat είπε...

Καταρχήν με γεία το νέο layout, καλορίζικο και τα τοιαύτα. Έγινε επιτέλους reader friendly που λέμε και εμείς τα παραμορφωμένα παιδιά. Διαβάσαμε τα italic σαν άνθρωποι βρε παιδί μου!

Όσο για την ιστορία...μας πέθανες!! Γιατί καλέ μου άνθρωπε θέλεις να μου δημιουργήσεις καλά και ντέ ψυχολογικά τραύματα τώρα που η ζυγαριά γέρνει προς τα 30;;;
Τέλος πάντως ας το αντιπαρέλθω...


'Πώς να εξηγήσεις τη δολοφονία μιας φιλίας;' Αυτό που λές εμένα που φάνηκε απο τις πιο περιεκτικές φράσεις του βιβλίου. Αν και ουσιαστικά την φιλία την είχε δολοφονήσει ο Πίβοτ -έτσι; Ο Τρανζίστορ παρέμεινε ο κολλητός μέχρι τέλους, αλλιώς θα τον είχε αφήσει να ψωφήσει με την ησυχία του.
Πάντως δεν θα μπορούσα να φανταστώ ωραιότερο τέλος απο αυτό, πραγματικά. Ωραία 'σταυροβελονιά' αυτή με τις διαφορετικές οπτικές και χρονολογικές τοποθετήσεις.
Έχεις και αυτό τον μοναδικό τρόπο να μπαίνεις μέσα στον χαρακτήρα και να τον ξεγυμνώνεις...μέχρι το κόκκαλο όμως!!

Και ξέρεις και κάτι; Τελικά δεν ξέρω ποιό είναι το αγαπημένο μου... έχασα το μέτρημα... και δεν έχει και σημασία εδώ που τα λέμε.

Τώρα απλά αναμένω αυτο το επόμενο ;)

Υγ: Για την αδυναμία μου λέτε πάλι στα απο πάνω; Το είδωλο;;;; χαχαχαχαχα

Μαρλυ πλεηζ μπας γκιταρ άιρι μαν ο γιε. είπε...

Κοιτα ρε που συγκινηθηκα...

Mr.Fixit είπε...

Μ'αρέσεις κιθαρίστα-τι θα έλεγες να συνεργαστούμε;

Ενθάδε χάος, μόνο έτσι θα μπορούσε να τελειώσει. Ψηλά, πολύ ψηλά στα charts μου η όλη ιστορία. Άσε που με έχει φάει η περιέργεια τι δουλέυεις εδώ κι ένα χρόνο όταν ο ίδιος αυτοπλασάρεσαι ως τεμπέλης! Το Χαμένο Χρόνο του Προυστ γράφεις ρε κουρέλι;

Και για να δεις τι φιλομαθής νεανίας που είμαι, "έχεις φοβηθεί ποτέ τραγούδι;"

Εγώ ναι.

The Motorcycle boy είπε...

Γιώργο, ναι -δες τα προσεκτικά και άκουσέ τα ακόμα προσεκτικότερα. Κάπου εκεί μέσα κρύβονται οι ρίζες της παγκόσμιας μουσικής.

Kit, ναι -γι΄αυτόν λέμε, τον έναν, τον μοναδικό, τον αννννννεπανάληπτο. Τον Κώστα Πρέκα της μουσικής.
Και τώρα κάποιες εξηγήσεις:
-Μετά τα 30 έτσι κι αλλιώς πεθαίνεις, εφόσον δεν γίνεται να τη βγάλεις καθαρή. Κάποιοι πεθαίνουν και την κάνουν, κάποιοι πεθαίνουν και παραμένουν εδώ, με άλλη υπόσταση -ποιο νοικοκυρεμένη, ας πούμε. Και κάποιοι άλλοι γυρνοβολάνε από δω κι από κει.
-Είδες όμως που είσαι γυναίκα και δεν μπορείς να καταλάβεις τη σχέση των κολλητών; Δεν είναι κακό αυτό -κι εγώ δεν καταλαβαίνω τις γυναικείες σχέσεις. Τέλος πάντων, οι κολλητοί ποτέ δεν ξεκολλάνε μονόπαντα, όσο είσαι κολλητός με τον άλλο τόσο ο άλλος παραμένει κολλητός με σένα. Ο Πίβοτ μπορεί να γάμησε το συγκρότημα, τον κολλητό του, τη γκόμενα του κολλητού του, τη μάνα του τραγουδιστή και το σύμπαν ολόκληρο αλλά παραμένει κολλητός του Τρανζίστορ (γι΄αυτό τον φέρνει στο τέλος) κι έτσι ο Τρανζίστορ είναι αναγκασμένος να παραμείνει κι αυτός κολλητός.
-Χαίρομαι που σου άρεσε πάντως.

The Motorcycle boy είπε...

Μάρλυ, αμοιβαία είναι αυτά.

The Motorcycle boy είπε...

Fixit, αφού ξέρεις τι δουλεύω ρε -μεταξύ μας τώρα;

-Θα ΄λεγα όχι.
-Ξαφνικά άρχισες να μη μου αρέσεις καθόλου κιθαρίστα.

Επειδή είσαι φιλομαθής, ψάξε και άκου και την Άνωση. Μιας και μιλάμε για τραγούδια που έχουμε φοβηθεί.

Mr.Fixit είπε...

Ασφαλέστατα ναι για Άνωση. Και πανικός- όχι σκέτος φόβος.

Αν μιλάμε για κείμενο δεν ξέρω τι δουλεύεις. Αν λέμε για το άλλο, ΟΚ, το χω.

Κοίτα η κωλοχώρα που βγάνει και μουσική, θα τρελαθώ.
http://www.youtube.com/watch?v=RXI76OCm7tY

The Motorcycle boy είπε...

Ναι μωρέ -για το άλλο μιλάμε, αλλά έχει και κείμενο, κάμποσο... Σωστά τα μαξιλάρια και καλοστρωμένα!

Μαρλης είπε...

Γιατι δε σου αρεσκω καλιε,τι σου εκανα?

The Motorcycle boy είπε...

Λέω εγώ Μάρλυ Μπόι οτι κάποιος με βοήθησε να γίνει σωστό αυτό το πράγμα κι αυτό ήταν το συγκινητικό. Περισσότερα όταν θα το σηκώσω μασίφ, όπου θα ρίξω και το σχετικό ευχαριστήριο -για να μάθεις κι εσύ ποιον εννοώ.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι