Εκείνο που χρειάζεται ένας άνθρωπος σήμερα σ΄αυτό τον σκληρό και αμείλικτο κόσμο, σκεφτόμουν καθώς κατέβαινα με το ασανσέρ, είναι μια όμορφη, μ΄ ευχάριστη θερμοκρασία όαση, όπου να μπορεί να καταφεύγει πότε-πότε, όταν η ζωή γίνεται πολύ δύσκολη γι΄αυτόν...
-Έπειτα ο Ρόμπερτ
Μήτσαμ, ακούμπησε την κοιλιά του πάνω στα τζάμια του βρωμερού ξενοδοχείου, που
κάλλιστα θα μπορούσε να βρισκόταν και σε κάποια πάροδο της οδού Αθηνάς, έριξε
το αιώνια νυσταγμένο βλέμμα του κάτω στο δρόμο και χνώτισε το παγωμένο τζάμι με
την αλκοολική αναπνοή του καθώς μουρμούρισε στον Τζων Άϊρλαντ.
«Την περασμένη
Άνοιξη, ένοιωσα ξαφνικά πολύ κουρασμένος και κατάλαβα πως άρχισα να γερνάω.
Ίσως να έφταιγε ο παλιόκαιρος εδώ στο L.A. ή ακόμα κι αυτές οι
γελοίες υποθέσεις που με απασχολούσαν –Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Κάρτα
Εργασίας, Δώρα και Επίδομα + ΙΚΑ πάνω στο Δώρο και το Επίδομα, Συμβόλαια,
Ποσοστά, Εκμετάλλευση, ποσοστά έναντι προκαταβολής, Υπουργείο Πολιτισμού, Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης, Νομοσχέδιο, Κριτικοί και η Μαμά Kodak... ή μπορεί έτσι απλά: νάμαι κουρασμένος.... Η
μόνη μου ευχαρίστηση ήταν ν΄ακολουθώ τα Video –κλισσαρισμένα μηνύματα του ARTUR FREED ή να βυθίζομαι στα υπόγεια νεροβεγγαλικά παλάτια της Έστερ Γουίλιαμς...
Τώρα είναι μέσα Δεκέμβρη και τα πράγματα είναι χειρότερα απ΄ότι ήταν την
Άνοιξη... Αν νομίζετε πως αυτό που μου χρειάζεται είναι ακόμα μια ταινία,
κάνετε λάθος. Αυτό που πραγματικά χρειάζομαι, είναι ακόμα ένα ποτό και
διακοπές.... Είμαι πραγματικά κουρασμένος κι ότι κι αν πιάσω γίνεται σκατά.
Το μόνο που έχω
είναι ένα καπέλλο, μια γλιτσιασμένη καμπαρντίνα κι ένα όπλο...»
Αυτά όλα καθώς
κρυβόταν στο δωμάτιο 15, στην κάτω πόλη, ενώ τα μπατσάκια της κουλτούρας
σκάλιζαν κάθε βράδυ τα σκουπίδια του μήπως κ΄ανακαλύψουν
που-το-πάει-τέλος-πάντων αυτός ο Ρόμπερτ.
Κάποτε ο
κινηματογράφος μιλούσε απ΄το περίσσευμα της καρδιάς του, τώρα όμως μιλάει απ΄το
στέρημά της.
Κι όταν δεν
μπορείς να κάνεις σινεμά, ζεις σινεμά. Κι αυτό σε κάνει ύποπτο στα μάτια των
πολλών.
Υπό τοιαύτας
συνθήκας είναι αδύνατον να παραμείνει κανείς μυστηριώδης, κι όταν ένας
κινηματογραφιστής δεν μπορεί να είναι μυστηριώδης καλά θα κάνει να επιστρέψει
στη γωνία Εμμανουήλ Μπενάκη και Φειδίου (μια και το Κολόμπους του Οχάιο πέφτει
λίγο μακριά) και ν΄αρχίσει γαλακτοτροφία σε κάποιο από τα παλιά εστιατόρια της
περιοχής. Άλλωστε, κανείς που γεννήθηκε εδώ δεν μπόρεσε να γίνει καλός
σκηνοθέτης κι όλο που κατάφεραν μερικοί είναι να εξαφανιστούν για λίγες μέρες
σ΄ένα φεστιβαλικό ξενοδοχείο κάποιας γειτονικής χώρας ή και πόλης για να
γυρίσουν ύστερα από λίγο στη γυναίκα τους μ΄έναν γερό πονοκέφαλο και μια
απίθανη ιστορία, πως τάχα χάσανε τη μνήμη τους ή και τσίμπησαν κάποιο βραβείο
και πως γενικά δεν θυμούνται τι ακριβώς έγινε εκείνες τις ημέρες.
Ο Τζην Κέλλυ
έλεγε πως για να φτιάξει κάποιος ταινία πρέπει νάχει κάτι πολύ σημαντικό να
πει... Κι όμως στις μέρες μας, ο οιοσδήποτε που διαθέτει μαι ARRIFLEX BL, ή χρήματα για να την νοικιάσει, αισθάνεται πως μπορεί ν΄αγνοήσει τον
ιδιότυπο αυτόν κανόνα του μεγάλου δασκάλου. Έτσι έφτιαξε κιόλας πεντέξη ταινίες
ένας φίλος μου που το μόνο που διαθέτει είναι η εκπληκτική (και για πολλούς
ανεξήγητη) δεξιοτεχνία του να χτυπάει αδειανές μπουκάλες με μικρά πετραδάκια,
από απόσταση τριάντα μέτρων, χωρίς μάλιστα τα σκάγια ν΄αγγίζουν γνωστούς
κριτικούς που σπεύδουν να τα υποστυλώσουν.
Ο ελληνικός
κινηματογράφος αναπαύεται και κατ΄επέκταση κι ο έλληνας κινηματογραφιστής. Η
ανάπαυσή του συνίσταται σε μια πρόσκαιρη αδράνεια σαν κι αυτή του παρανοϊκού
(μετά συνέρχεται και κατρακυλάει σε μια δημιουργική κατατονική κατάσταση) – Το
πρωί τραβάει τις κουρτίνες για να μην μπαίνει το φως και τη νύχτα πάει και
κρύβεται σε γωνίες που τις πνίγει ο καπνός – Τ΄αυτιά του είναι κλειστά στους
προφητικούς και υπόκωφους κραδασμούς της οικουμένης κι όμως τα ξημερώματα
τινάζεται απ΄το τρίξιμο κάποιου επίπλου στο διπλανό δωμάτιο, με τον τρόμο
ν΄απλώνεται σ΄όλο του το στομάχι.
Η χώνεψή του, η
λειτουργία του αυτοκινήτου ή της μοτοσυκλέττας του και οι περίπλοκες σχέσεις
του με πεντέξη πρόσωπα (Δ/ντης Κινηματογράφου του ΥΠΠΕ, Δ/ντης και Υποδ/ντης
του ΕΚΚ, συνάδελφοι του Γνωμοδοτικού και του ΔΣ της Εταιρείας Σκηνοθετών), καθώς
και με δυο-τρία κτίρια, συνθέτουν όλη του τη ζωή κι έχουν γι΄αυτόν μεγαλύτερη
σημασία απ΄ότι συμβαίνει στον κόσμο και το Διάστημα. Η ηλεκτρονική πληροφορική
έχει κάνει απίστευτα άλματα, ενώ χιλιάδες πεθαίνουν απ΄την πείνα, ή και
τ΄αντίθετο. Οι πολιτικοί τον πουλάνε, η Γη, η χώρα του και το Σύμπαν έχουν τα
ίδια χάλια μ΄αυτόν, αλλά τίποτα δεν τον στεναχωρεί τόσο, όσο η συναίσθηση πως
χαράμισε τρεις ολόκληρους μήνες για να γράψει ένα σενάριο που το Ελληνικό
Κέντρο Κινηματογράφου τελικά του το απέρριψε ή η υποψία πως ένα σενάριο που
παιδεύτηκε άσχημα για να γράψει έχει κιόλας ξαναγραφτεί από άλλον, χειρότερο κι
απ΄το δικό του κι εγκριθεί μάλιστα από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Θάθελα να μην
ξανασχοληθώ πια με το σινεμά, αλλά στο βάθος κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από
τον εαυτό του... ότι πλοίο κι αν πάρεις κι όποιο δρόμο κι αν διαλέξεις ο
κινηματογράφος πάντα θα σ΄ακολουθεί. Στους διαύλους ανάμεσα στο σπίτι και τις
εξωτερικές υποχρεώσεις υπάρχουν βέβαια και οι μικρές αλλά συνάμα εξοργιστικές
ενοχλήσεις της ρουτίνας, αλλά πως να ξεφύγει κανείς απ΄αυτές αν δεν διαθέτει
τουλάχιστον δυο δίδυμα εξάσφαιρα, πόσο μάλλον απ΄τ΄απρόοπτα και τα απρόβλεπτα.
Στη Μαρτινίκα,
όταν σφύριξε το βαπόρι για να επιστρέψουμε όλοι εμείς οι σκηνοθέτες, είχα μια
άγρια, απότομη και ηδονική στιγμή αποφασιστικής εμμονής να μην ακολουθήσω τους
άλλους.
Κι όμως τους
ακολούθησα.
Κι όταν έφτασα
στην καμπίνα μου διαπίστωσα πως κάποιος μου είχε σελεμίσει το «σμόκιν» μου ή
επί το χυδαιότερον, τηλεγράφημα πως Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου είχε
εγκρίνει τη μερική χρηματοδότηση της νέας μου ταινίας.
Τώρα σίγουρα θέλω
να τελειώνω απ΄όλα αυτά, σαν τον Ηλιογάβαλο. Να με χτίσουνε –λέει- στο βάθος
μιας κυκλικής αίθουσας κινηματογράφου που θα προβάλει γύρω μου τον Άμποτ και
τον Κοστέλλο και την παλιά σύνθεση του Τρίο Στούτζες κι από μια τρύπα, ψηλά
στην οροφή, αντί για ροδοπέταλα να πέφτουν αργά φύλλα σελλυλόιντ κι εγώ καθώς
θα θάβομαι κάτω απ΄τα πέταλα και θα λιγοθυμώ απ΄το βαρύ άρωμά τους να απαγγέλω
τον επίλογο από το καλοκαίρι του ΄42.
Εκείνο το
καλοκαίρι το πέρασα στο νησί παρέα με τον Μπέντζυ και τον Όσκυ. Μας φώναζαν «το
τρομερό τρίο»... Και κει ψηλά στο λόφο ήταν το σπίτι της... και τίποτα από
κείνη την ημέρα, που την πρωτοείδα, και κανένας από τότε δεν μ΄έκανε να νοιώσω
τόσο φοβισμένος και μπερδεμένος... Γιατί κανένας στη ζωή μου δεν μ΄έκανε να
νοιώσω πιο σίγουρος, πιο ανασφαλής, πιο σπουδαίος και λιγότερο σημαντικός.
Η ζωή μας τότε ήτανε φτιαγμένη από μικρά
πράγματα που έρχονταν και φεύγανε και για κάθε τι που κερδίζαμε πάντα αφήναμε
πίσω μας κάτι άλλο... Μας έπαιρνε καιρό για να καταλάβουμε τα αισθήματά μας...
Το καλοκαίρι
του ’42 κάναμε τέσσερις επιδρομές στο σταθμό της ακτοφυλακής, είδαμε πέντε
ταινίες κι είχαμε εννιά μέρες βροχής.
Εκείνο το
καλοκαίρι την έχασα κι ούτε έμαθα ποτέ τι απέγινε.
Ο Μπέντζυ
έσπασε το ρολόι του, ο Όσκυ παράτησε τη φυσαρμόνικά του και γω, κατά κάποιο
υπέροχο τρόπο, αρνήθηκα να φτιάξω την ταινία μου.
Υ.Γ.1: Αυτό το κείμενο το βρήκα εδώ -πέρα από το κόλλημά μου με τον άνθρωπο θα πρέπει να παραδεχτείς οτι ο συγκεκριμένος τρόπος γραφής σκοτώνει.
Υ.Γ2: Το κομμάτι από το "Καλοκαίρι του '42" που έχει ελαφρώς παραφράσει το έμαθα από την "Πρωινή Περίπολο" και ήταν από τα πράγματα που με σημάδεψαν.
Υ.Γ3: Δεν ξέρω πότε γράφτηκε αυτό το κείμενο, αλλά θυμάμαι οτι τον ίδιο περίπου τίτλο (στο κανονικό του όμως -όπως ακριβώς ήταν ο τίτλος της ταινίας) είχα χρησιμοποιήσει κι εγώ σε ένα άρθρο μου σε περιοδικό το οποίο έγινε εξαιρετικά δημοφιλές στον περιορισμένο κύκλο των αναγνωστών του συγκεκριμένου περιοδικού. Δεν ήξερα οτι ψωνίζαμε από τα ίδια μέρη!
Υ.Γ.1: Αυτό το κείμενο το βρήκα εδώ -πέρα από το κόλλημά μου με τον άνθρωπο θα πρέπει να παραδεχτείς οτι ο συγκεκριμένος τρόπος γραφής σκοτώνει.
Υ.Γ2: Το κομμάτι από το "Καλοκαίρι του '42" που έχει ελαφρώς παραφράσει το έμαθα από την "Πρωινή Περίπολο" και ήταν από τα πράγματα που με σημάδεψαν.
Υ.Γ3: Δεν ξέρω πότε γράφτηκε αυτό το κείμενο, αλλά θυμάμαι οτι τον ίδιο περίπου τίτλο (στο κανονικό του όμως -όπως ακριβώς ήταν ο τίτλος της ταινίας) είχα χρησιμοποιήσει κι εγώ σε ένα άρθρο μου σε περιοδικό το οποίο έγινε εξαιρετικά δημοφιλές στον περιορισμένο κύκλο των αναγνωστών του συγκεκριμένου περιοδικού. Δεν ήξερα οτι ψωνίζαμε από τα ίδια μέρη!
4 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Σ'ευχαριστώ που τον θυμήθηκες τέτοια θλιβερή μέρα.Για μένα ως άνθρωπο εννοώ με αυτά που βλέπω μπροστά μου και ακούω και είμαι έπειτα υποχρεωμένος να διαλογίζομαι για τα τραύματα της δημοκρατίας και της Ελλάδας μας.Βρε δεν..λέω εγώ.
Αν υπάρχει αυτή η όαση κάπου,ας μου τη δείξει.
Γιατί δεν ξέρω αν είμαι έστω υποφερτός συνάδελφος του,απηυδισμένος και αποξενωμένος όμως είμαι και με το παραπάνω.Και δε φαντάζεσαι πόσο γουστάρω.
Μα τέτοιες μέρες τον χρειαζόμαστε περισσότερο, μπας και αναπνεύσουμε από τα σκατά.
Υπάρχει η όαση -νήσος Πάιτα, είχε πάει κι ο Μπόγκαρτ εκεί πέρα, δεν θυμάσαι;
Απολαυστικός ο τύπος. Αυτή η πυκνότητα στη γραφή του πάντα μου τη δίνει ενδοκρανιακώς. Κόλλημα-ξεκόλλημα ότι βρίσκεις βγάλ'το στην επιφάνεια ρε μαν, να το διαβάζουμε κ να δροσίζονται τα μέσα μας. Ωραίος.
ninguaqui
Κάποιες φορές έχω την εντύπωση οτι έχει αφήσει υλικό για να βρίσκω μέχρι να πεθάνω κι ακόμα δεν θα τον έχω εξαντλήσει! Σκάβοντας βαθειά στις εμμονές μας φίλε μου...
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!