Προηγούμενα:
3. Σκυλιά, παπούτσια, κόκαλα
4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
7. Η αναζήτηση της ομορφιάς εκεί που δεν υπάρχει
8. "Καλωσήρθα αγαπούλα"
4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
7. Η αναζήτηση της ομορφιάς εκεί που δεν υπάρχει
8. "Καλωσήρθα αγαπούλα"
Ο αρχιφύλακας Γκόμες προχωρούσε δυο βήματα μπροστά μου κι εγώ ακολουθούσα
–κανονικός εκπαιδευμένος σκύλος. Σταματούσε –σταματούσα. Χαιρετούσε περαστικούς
με τους οποίους διασταυρωνόμασταν –περίμενα. Ξεκίναγε –ξεκίναγα. Δεν σκεφτόμουν
τίποτα περισσότερο από το οτι πρέπει να ακολουθώ πιστά τον αρχιφύλακα Γκόμες,
να φροντίζω να μην τον χάσω στα στενά δρομάκια του Μοντεζούμα, να προσέχω μην
αφήσω το μυαλό μου ανοιχτό σε καμιά διασταύρωση και μας πάρει ο διάολος όλους
μας. Ο αρχιφύλακας Γκόμες σταμάτησε.
«Όλο αυτό δεν είναι απαραίτητο», μου είπε. «Θα μπορούσαμε απλά να περάσουμε
από εκεί που μένεις και να μου δείξεις το εισιτήριό σου».
Ένευσα.
Ο αστυφύλακας Γκόμες ξεκίνησε πάλι. Τον ακολουθούσα. Φτάσαμε σε μια
καγκελόπορτα, ο αστυφύλακας χτύπησε το κουδούνι –κοιταχτήκαμε.
Μετά από λίγο εμφανίστηκε μια ξανθιά με παρεό, κοντοστάθηκε στην αυλή με τα
φοινικόδεντρα πριν έρθει προς την καγκελόπορτα.
«Τι θα θέλατε;» ρώτησε.
«Μένει εδώ μια κυρία...» ξεκίνησε ο Γκόμες αλλά σταμάτησε γιατί δεν ήξερε
περισσότερα.
«Έλσα», ψιθύρισα.
«Α ναι –η Έλσα...» χαμογέλασε η ξανθιά. «Εδώ είναι –θέλετε να της πω κάτι;»
«Μπορεί να έρθει; Αστυνομία», είπε ο Γκόμες.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η ξανθιά.
«Τίποτα. Έλεγχος ρουτίνας», εξήγησε ο Γκόμες.
«Μισό λεπτό να την ειδοποιήσω», είπε η ξανθιά και χάθηκε στον κήπο.
Περιμέναμε χαζεύοντας κάτι άγριους παπαγάλους που τσίριζαν αλλάζοντας κλαδί
στα δέντρα του κήπου. Η Έλσα βγήκε από κάποια πλαϊνή πόρτα της βίλας και μας
πλησίασε βιαστική –ανήσυχη.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε.
«Μην ανησυχείτε» είπε ο τουριστικός αρχιφύλακας Γκόμες. «Πρόκειται για κάτι
τυπικό. Ο κύριος εδώ ισχυρίζεται οτι συνταξιδεύσατε ερχόμενοι στο Μοντεζούμα.
Είναι αλήθεια;»
Η Έλσα με κοίταξε, αμφιταλαντεύτηκε κι εγώ δεν είχα διάθεση ούτε να
χαμογελάσω. Σκέφτηκα οτι θα μπορούσε να πει οτι δεν με ξέρει ή δεν με θυμάται
–θα ήταν απόλυτα φυσικό αν ήθελε να αποφύγει τυχόν μπλεξίματα –και τότε θα την
είχα άσχημα. Αλλά δε με ένοιαζε καθόλου, έμεινα λοιπόν εκεί κοιτάζοντάς την
αλλά χωρίς να τη βλέπω.
«Ναι, ήμασταν στο ίδιο καράβι», είπε τελικά η Έλσα.
Ο Γκόμες τη ρώτησε πότε έγινε αυτό για να επιβεβαιώσει την ημερομηνία και
μετά χαμογέλασε δίνοντάς της το χέρι του.
«Σας εύχομαι καλή διαμονή στο Μοντεζούμα», της ανακοίνωσε τυπικά.
Η Έλσα κάτι μουρμούρισε εντελώς μπερδεμένη κι εγώ καθόμουν εκεί αμέτοχος,
περιμένοντας να τελειώσει η παράσταση.
«Είσαι ελεύθερος, αλλά καλύτερα θα ήταν να παραμείνεις στο Μοντεζούμα για
κάνα δυο μέρες», μου είπε ο Γκόμες.
«Εντάξει», ψιθύρισα.
Και μετά είδα το καβουράκι του να απομακρύνεται, ο ήλιος έκαιγε ανελέητα
–σκέφτηκα οτι μάλλον θα λιποθυμούσα.
«Είσαι χάλια –δεν έρχεσαι μέσα να πιεις ένα χυμό;» προσφέρθηκε η Έλσα.
Σήκωσα τους ώμους και την άφησα να με οδηγήσει χωρίς να αντιδρώ. Πήγαμε σε
μια βεράντα με θέα προς το δάσος, άκουγα κάτι ουρλιαχτά σα μαϊμούδες, ένιωσα
για μια στιγμή οτι θα πεταχτεί από καμιά πόρτα η μοιραία Ρούμπι Τζέντρι, αλλά
το μόνο που ήρθε ήταν η ξανθιά με κάτι ψηλά ποτήρια γεμάτα κόκκινο υγρό.
«Πιες, θα νιώσεις καλύτερα», με ενθάρρυνε η Έλσα.
Κοίταξα το ποτήρι, μετά κοίταξα αυτήν και μετά πάλι το ποτήρι. Έψαξα στις
τσέπες μου, βρήκα ένα τσιγάρο και το άναψα.
«Πού είναι ο Φάνης;» τη ρώτησα.
«Έχει κατέβει σ΄ένα μπαρ στο λιμάνι...»
«Σε ποιο μπαρ;»
«Σ΄ εκείνο που βάζει παλιές ταινίες...»
Πήρα το ποτήρι μηχανικά, ήπια μια γερή γουλιά –γλυκό, παχύρρευστο υγρό.
Μάσησα ίνες και σπόρους.
«Τι είναι αυτό το πράγμα;» απόρησα.
«Γκουάβα», είπε η Έλσα
χαμογελώντας. «Τονωτικό...»
«Αυτό μου έλειπε τώρα...» μουρμούρισα.
«Τι σου συμβαίνει; Μοιάζεις σα να πέθανες λίαν προσφάτως», είπε η Έλσα.
«Κάπως έτσι...» παραδέχτηκα.
«Ο Φάνης μού είπε οτι ψάχνεις μια γυναίκα...»
«Για να στο είπε δίκιο θα έχει...»
«Τη βρήκες;»
«Ναι».
«Και;»
Έσβησα το τσιγάρο.
«Και –τι;»
«Τι έγινε ρωτάω. Μιλήσατε;»
«Δεν ήταν σε κατάσταση να πει πολλά...»
«Δηλαδή;»
«Άστο καλύτερα. Πάω να βρω τον Φάνη. Χάρηκα που σε είδα κι ευχαριστώ για τη
βοήθεια...»
«Ποια βοήθεια;»
«Με τον μπάτσο...»
«Α, γι΄αυτό λες; Δεν τρέχει τίποτα».
Της χαμογέλασα.
«Γάτος ο Φάνης...» της είπα.
«Γιατί το λες;»
«Επειδή είναι μαζί σου...»
Γέλασε καλόκαρδα.
«Να του το πεις κι αυτού επειδή δεν το ξέρει...» παραπονέθηκε αστεία.
«Το ξέρει», τη διαβεβαίωσα κι έφυγα χωρίς να τη χαιρετίσω.
Αυτό το σκατολοϊδι ο χυμός είχε βάλει σε λειτουργία κάθε έντερο του
οργανισμού μου –ένιωσα άβολα ζωντανός.
Δεν μου πήρε πολύ για να βρω το μπαράκι
–όλος ο κόσμος φαινόταν να το ξέρει, ίσως πάλι, όλος ο κόσμος να ήξερε κάθε
μπαρ της πόλης –συμβαίνουν αυτά στα μέρη των διακοπών... Στο μικρό πεζοδρόμιο
έξω από το μαγαζί είχε μια ξύλινη ταμπέλα με τρίποδη βάση, σαν τα παλιά σινεμά
–όμως δεν έδωσα σημασία στις ταινίες που διαφημίζονταν. Μπήκα φουριόζος, με
πήρε από τα μούτρα η υγρασία της άψητης μπύρας. Ακούμπησα στον κοντινότερο
τοίχο για να συνηθίσουν τα μάτια μου στο μισοσκόταδο. Το μπαρ είχε πάνινες
καρέκλες σκηνοθέτη και μεταλλικά μαύρα τραπεζάκια –στον μεγάλο τοίχο ήταν
κρεμασμένο ένα πανί και πάνω του έπαιζε κάποια ταινία από προτζέκτορα. Δεν
υπήρχε πολύς κόσμος, μόνο κάτι μοναχικοί τύποι που έτυχε να καθίσουν στο ίδιο
τραπέζι κάπου στο κέντρο του μαγαζιού κι ο Φάνης –πρώτη θέση πλατεία –κάπνιζε
και απολάμβανε την ταινία. Χάζεψα για λίγο τον Ντάνα Άντριους να καπνίζει
κοιτάζοντας το ξημέρωμα μέσα από το καγκελόφραχτο παράθυρο του αστυνομικού
τμήματος –ήξερα τι είχε συμβεί, το παλικαράκι ο Ντάνα ήταν ο σκληρός μπάτσος
που μπλέχτηκε με τον κατά λάθος θάνατο ενός υπόπτου και πάλευε να βγει λάδι.
Άναψα τσιγάρο, σύντομα θα εμφανιζόταν η Τζιν Τίρνεϊ –κάθισα λοιπόν δίπλα στον
Φάνη περιμένοντάς την.
«Εκεί που τελειώνει το πεζοδρόμιο», μου είπε συνωμοτικά.
«Τι γίνεται εκεί που τελειώνει το πεζοδρόμιο;» ρώτησα.
«Αρχίζει η άσφαλτος –τι άλλο;» απόρησε.
«Μια Στολίσναγια τόνικ», είπα στο γκαρσόνι που στεκόταν πάνω από το κεφάλι
μου.
«Σωστός», χαμογέλασε ο Φάνης. «Κι εγώ –ένα ακόμα δωδεκάρι...» παράγγειλε με
τη σειρά του. «Αλήθεια, ξέρεις γιατί τα μετράνε με δωδεκαετίες;» ρώτησε
γυρνώντας προς το μέρος μου. «Εννοώ... γιατί όχι δεκαετίες ή δεκαπενταετίες...
με καταλαβαίνεις;»
«Κάτι μου θυμίζουν όλα αυτά», είπα.
«Ωραία –κάτι σου θυμίζουν... Κι εμένα μου θυμίζει κάτι η φάτσα σου, εδώ που
τα λέμε...» μουρμούρισε ο Φάνης.
«Δηλαδή;» θέλησα να μάθω.
«Πέρασα ένα φεγγάρι που ασχολιόμουν με τον κινηματογράφο, δούλεψα και στα
παλιά στούντιο...»
Έσβησα το τσιγάρο και τον κοίταξα.
«Καταλαβαίνεις πού το πάω –έτσι;»
«Για συνέχισε...» τον προέτρεψα.
«Δεν είχε τύχει να δουλέψω σε ταινία με τον Μανιάτη, αλλά είχα κάνει μία με
τη Φωτίου. Ξέρεις... όχι σενάριο ή σκηνοθεσία –όλα τ΄ άλλα... Βοηθός σκηνοθέτη,
φωτιστής, ενδυματολόγος –ήταν ζόρικη γκόμενα η Φωτίου στα νιάτα της...»
«Δεν αμφιβάλλω», είπα.
«Καλά κάνεις –δε μου αρέσει να αμφιβάλλουν για τα λεγόμενά μου»,
χαμογέλασε. «Τέλος πάντων –όταν τη σκότωσαν διάβασα μπόλικες εφημερίδες –έγινε
και μια δίκη θυμάμαι...»
Κούνησα το κεφάλι αποφεύγοντας το βλέμμα του –ευτυχώς εκείνη την ώρα ήρθαν
τα ποτά.
«Αλήθεια –εσύ τη θυμάσαι τη δίκη;» με ρώτησε χαμογελώντας.
«Κάτι λίγο...» μουρμούρισα.
«Θα πρέπει να παραδεχτείς οτι ο κατηγορούμενος σού έμοιαζε πολύ», είπε.
«Βρίσκεις;» χαμογέλασα.
Με κοίταξε περιμένοντας.
«Λούης Πετράς», είπα, δίνοντας το χέρι μου.
Δεν έκανε καμιά κίνηση να με χαιρετίσει.
«Και όλο αυτό το κόλπο με το ψεύτικο όνομα...» ξεκίνησε να λέει.
«Επειδή ξανακουνήθηκε η υπόθεση της Φωτίου λίαν προσφάτως και δεν ήθελα να
νομίζουν οτι την κοπανάω από την Αθήνα...» δικαιολογήθηκα.
«Εντάξει –αλλά αυτό ακριβώς έκανες», επεσήμανε ο Φάνης.
«Όχι ακριβώς... Ήρθα εδώ για μια δουλειά, να βρω τη γυναίκα που σου
έλεγα...»
«Και να ζήσεις μαζί της στα τροπικά κλίματα –γνωστά όλα αυτά αλλά καθόλου
πρωτότυπα. Τα έχουν δείξει ακόμα και σε ταινίες της σειράς...»
Έξυσα το κεφάλι μου.
«Απλουστεύεις τα πράγματα και χάνουν την ουσία τους», είπα.
«Για ρίξε και τη δική σου εκδοχή λοιπόν», ξάπλωσε προς τα πίσω στην καρέκλα
του μορφάζοντας.
«Και γιατί να το κάνω;» απόρησα.
«Επειδή είναι μεσημέρι, έχει ήλιο του θανάτου αλλά εδώ μέσα είμαστε όμορφα
και υγρά», είπε.
Κι έτσι, χωρίς άλλους λόγους ή χωρίς κανέναν απολύτως λόγο αν προτιμάς,
ξεκίνησα να λέω την ιστορία μου στον Φάνη. Για τη δολοφονία της Φωτίου, για το
ζευγάρι τον Αλεξιάδη και τον φιλαράκο του τον Λεωνίδα, για τη Σόνια και την
κασέτα, για το πούλημα που έφαγα, για τον Γκας και το Βλαδίμηρο, για το πτώμα
της Σόνιας που συνάντησα πριν λίγο... Είχα ανάγκη να τα ακούσω και δεν υπήρχε
άλλος τρόπος από το να τα πω –χρειαζόμουν να μπει κάποια τάξη σε όλα αυτά, να
δω που πάνε τα πράγματα και να τρέξω. Κατά πάνω τους μάλλον...
Ο Φάνης άναψε ένα ελαφρύ τσιγάρο και στριφογύρισε στην καρέκλα του
μορφάζοντας.
«Μ΄ έχει γαμήσει η πλάτη μου με αυτή την υγρασία», γκρίνιαξε.
«Είναι της ηλικίας», τον κορόιδεψα.
«Άντε γαμήσου –εσύ όταν φτάσεις στην ηλικία μου θα σέρνεσαι», γέλασε.
«Σιγά μη φτάσω στην ηλικία σου...» είπα.
«Αυτή την ιστορία που μου διηγήθηκες... Ας υποθέσουμε οτι είναι αληθινή...»
μουρμούρισε σκεφτικά ο Φάνης.
«Μπορείς να υποθέσεις οτι γουστάρεις», έκανα νευρικά.
«Μη ζορίζεσαι –πάμε παρακάτω», πρότεινε. «Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε
ποιος σκότωσε τη Σόνια;»
«Αυτή είναι μια υπόθεση για τον Λέμυ Κόσιον νομίζω», μουρμούρισα.
«Καλά –άντε να τον βρεις...» γέλασε ο Φάνης.
«Δυο άνθρωποι σχετίζονται πλέον με την κασέτα –ο Γκας κι ο Βλαδίμηρος»,
υπολόγισα. «Ο μεν Γκας θα είχε κάθε συμφέρον να σκοτώσει τη Σόνια πριν κυκλοφορήσει
στην αγορά η κασέτα, για να διατηρήσει το μονοπώλιο. Ο δε Βλαδίμηρος θα έπρεπε
να σκοτώσει τη Σόνια αφού πάρει την κασέτα, για να μην την πληρώσει, ξέρω
΄γω...»
«Σου είχε πει πόσα λεφτά θα της έδινε; Για να καταλάβουμε αν άξιζε τον
κόπο...» ρώτησε ο Φάνης.
«Μπα. Αλλά και πάλι –πόσα να της έδινε για μια κασέτα που κυκλοφορεί κι από
αλλού; Ο μοναδικός πραγματικά χαμένος είναι ο Γκας. Άσε που τον κορόιδεψε η
Σόνια....»
«Άρα, καταλήγεις...» συνόψισε.
«Ναι, εντάξει –αλλά πώς ήξερε ο Γκας πού βρίσκεται η Σόνια;»
Του έκανα νόημα αναστατωμένος ξαφνικά λες και είχα ξεχάσει το θερμοσίφωνα
ανοιχτό, ψάχτηκα άτσαλα για να βρω το κινητό μου. Πήρα τον αριθμό από τον
κατάλογο της συσκευής.
«Έλα –σε πεθύμησα», είπε εγκάρδια ο Βλαδίμηρος.
«Πώς πάει;» τον ρώτησα.
«Προσεχώς καλύτερα», απάντησε.
«Χειρότερα θέλεις να πεις», τον διόρθωσα.
«Πού σημαίνει;» απόρησε.
«Τη βρήκα».
«Ωραία. Γιατί δεν απαντάει στα μέιλ μου;»
«Επειδή οι πεθαμένοι αδιαφορούν για την αλληλογραφία τους», είπα.
Έπεσε σιωπή κι εγώ προσπαθούσα να μαντέψω την αντίδρασή του. Αλλά ήταν
αδύνατο.
«Είναι...» έκανε.
«Εντελώς», ξεκαθάρισα.
«Πώς έγινε;»
«Έχει σημασία;»
«Δίκιο έχεις...»
«Λοιπόν; Εσύ έβαλες να τη φάνε;» προσπάθησα να τον αιφνιδιάσω.
«Είσαι ηλίθιος ρε φίλε; Γιατί να το κάνω;» απόρησε.
«Πού να ξέρω; Εσύ θα μου πεις».
Έπεσε πάλι σιωπή.
«Θα κάνω οτι δεν άκουσα τα τελευταία που είπες», μουρμούρισε ο Βλαδίμηρος.
«Νομίζω όμως οτι πρέπει να επιστρέψεις –δεν υπάρχει λόγος να πληρώνω τις
διακοπές σου...»
«Πρέπει να μείνω μια-δυο μέρες γιατί άνοιξα παρτίδες με τους μπάτσους», του
εξήγησα.
«Πώς το κατάφερες αυτό;»
«Πολύ απλά. Ρωτούσα για εκείνη λίγο μετά τη δολοφονία της».
«Υπέροχος...»
«Τέλος πάντων –θα γυρίσω όσο πιο σύντομα γίνεται...»
«Εντάξει –καλή επιστροφή».
Η γραμμή νέκρωσε.
Κοίταξα τον Φάνη που είχε στρέψει την προσοχή του ξανά στην ταινία –ο Ντάνα
Άντριους ετοιμαζόταν να κάνει την ουρανομήκη μαλακία του και να παραδεχτεί τα
πάντα –ήξερα όμως οτι ο Φάνης είχε το ένα του αυτί στο τηλεφώνημά μου.
«Τζίφος», είπα.
«Το κατάλαβα», σχολίασε. «Και τώρα;»
«Τώρα...» μουρμούρισα.
«Μάλλον πρέπει να μάθουμε τι ξέρουν οι μπάτσοι», είπε ο Φάνης.
«Να μάθουμε;» απόρησα.
«Είναι πολύ βαρετή η κατάσταση εδώ πέρα –δε νομίζεις;» παραπονέθηκε.
«Και το μεσημέρι με τον ήλιο του θανάτου; Και η όμορφη υγρασία εδώ μέσα;»
έκανα.
«Έλα μωρέ –αυτά τα λέμε για να ρίχνουμε τις γκόμενες», γέλασε ο Φάνης και
έκανε νόημα στο γκαρσόνι για να πληρώσει.
Βγήκαμε στο λιοπύρι, πήραμε σχεδόν ταυτόχρονα βαθιές ανάσες πριν βουτήξουμε
στην καυτή υγρασία. Μέχρι το αστυνομικό τμήμα δεν ήταν πολύς δρόμος –τίποτα δεν
ήταν μακριά στο Μοντεζούμα.
Μπήκαμε ανενόχλητοι –στο διάδρομο κυκλοφορούσαν κάτι μπάτσοι με στολή, δεν
δυσκολευτήκαμε να πέσουμε πάνω στον πανταχού παρόντα Γκόμες.
«Οι κύριοι;» ρώτησε λες και μας έβλεπε για πρώτη φορά.
«Ποιοι κύριοι;» έκανε πονηρά ο Φάνης.
«Ήθελα να μάθω μερικά ακόμα πράγματα για τη....» ξεκίνησα.
«Για τη δολοφονημένη γυναίκα», συμπλήρωσε ο Γκόμες. «Ο κύριος που είναι
μαζί σου;»
«Συνταξιδεύσαμε για το Μοντεζούμα», είπα.
Ο Γκόμες κούνησε το κεφάλι και μάς έδειξε ένα γραφείο αριστερά στον
διάδρομο.
«Πηγαίνετε εκεί –σε δυο λεπτά θα είμαι μαζί σας», είπε κι εξαφανίστηκε.
Μπήκαμε στο γραφείο, βολευτήκαμε σε δυο μισοδιαλυμένες ψάθινες καρέκλες και
περιμέναμε.
«Τι λέει; Καπνίζουν εδώ μέσα;» αναρωτήθηκε ο Φάνης.
«Καλύτερα όχι. Μην τσαντίσουμε και τον λοχία Γκαρσία...» σχολίασα.
«Ρε δε γαμεί... Αν θέλεις να τους πάρεις πληροφορίες πρέπει να το παίζεις
ανώτερος και τέτοια. Κρίμα μόνο που δεν έχουμε τίποτα πούρα ν΄ ανάψουμε για
περισσότερο πουλ μουρ», είπε ο Φάνης και άναψε το τσιγάρο του.
Χαμογέλασα γιατί ήξερα πως ένας μανιώδης καπνιστής βρίσκει πάντα
δικαιολογία για να το φουντώσει.
Σε λίγο ήρθε ο Γκόμες, στράβωσε κάπως με το τσιγάρο του Φάνη αλλά δεν το
έκανε θέμα. Άφησε το καβουράκι του στην άκρη του γραφείου προσεκτικά λες και
φοβόταν μην πέσει και σπάσει -μας κοίταξε.
«Τι μπορώ να κάνω για σας;» ρώτησε.
«Θέλω να μάθω πώς σκοτώθηκε η Σόνια», είπα.
«Και η Υπηρεσία θέλει να μάθει κάποια πράγματα για τη δολοφονημένη –ξέρουμε
μόνο τα στοιχεία που αναγράφονται στο διαβατήριό της», μας πληροφόρησε ο
Γκόμες.
Του είπα λοιπόν ότι ήξερα –τη διεύθυνση σπιτιού της στην Αθήνα, πώς
γνωριστήκαμε (σκαρφίστηκα κάποια ιστορία), πόσο πολύ την αγαπούσα (δεν ξέρω
πόσο υπερβολικός φάνηκα ή ήμουν) και άλλα τέτοια τρομακτικά.
«Τη βρήκαμε χτες το μεσημέρι στο δάσος –περίπου ένα χιλιόμετρο απόσταση από
το μέρος που νοίκιαζε. Για την ακρίβεια μάς ειδοποίησε ένας Γάλλος τουρίστας ο
οποίος πέρναγε τυχαία από το μέρος αυτό, πηγαίνοντας για σνόρκελινγκ...»
ξεκίνησε ο Γκόμες.
«Σνόρκελινγκ μέσα από το δάσος;» απόρησα.
«Ναι –το κάνουν πολλοί. Κόβουν δρόμο γιατί αλλιώς θα πρέπει να πάνε από
τους βράχους της παραλίας. Ή να φύγουν από το Μοντεζούμα και να ξαναγυρίσουν
από την εθνική μπαίνοντας από διαφορετική μεριά... Τέλος πάντων, αυτός τη βρήκε
και μας ειδοποίησε. Πρέπει να τη σκότωσαν νωρίς χτες το πρωί ή αργά προχτές το
βράδυ –δεν έχει έρθει ακόμα ο ιατροδικαστής να το βεβαιώσει –απλά ζητήσαμε να
τη δει ο γιατρός του χωριού. Δεν βρήκαμε τα ρούχα της στο σημείο του
εγκλήματος, ούτε και σημάδια συρσίματος ή πάλης... Μάλλον λοιπόν τη σκότωσαν
κάπου αλλού και μετά την πέταξαν εκεί πέρα».
«Το δωμάτιο που έμενε;» ρώτησα.
«Τακτοποιημένο –όλα εντάξει. Δεν βρήκαμε αίμα ή κάτι περίεργο. Το αντρόγυνο
που της νοίκιαζε το δωμάτιο την είδε να επιστρέφει κάποια στιγμή κατά τις 11 το
βράδυ και δεν την είδε να ξαναβγαίνει –αλλά δεν ήταν και απαραίτητο να τη δουν,
επειδή μένουν σε άλλο οίκημα, ξεχωριστό από τα ενοικιαζόμενα δωμάτια».
«Υπάρχουν διπλανά δωμάτια;»
«Ξενοίκιαστα –για την ακρίβεια το συγκεκριμένο μέρος δεν είχε άλλους
ενοικιαστές πέρα από την δολοφονημένη», είπε ο Γκόμες.
«Μπορώ να πάω μέχρι το δωμάτιό της να μαζέψω τα πράγματά της;» ρώτησα.
«Αν και δεν αποδεικνύεται οτι είστε πρώτου βαθμού συγγενής, έχω την αίσθηση
οτι δεν πρόκειται να έρθει κάποιος άλλος για να μας ζητήσει τα πράγματά της...
Πρέπει όμως να ενημερώσω πρώτα την ελληνική πρεσβεία...» είπε ο Γκόμες.
«Εντάξει –θα περιμένουμε», μουρμούρισα μη δείχνοντας διάθεση να το κουνήσω
από εκεί μέσα.
Ο Γκόμες δυσανασχέτησε φανερά πλέον –ίσως να έφταιγε το δεύτερο τσιγάρο που
άναψε κολλητά ο Φάνης.
«Δε θ΄ αργήσω», μας πληροφόρησε και
ξαναβγήκε από το γραφείο του.
Άναψα κι εγώ τσιγάρο. Αυτά τα κόλπα με τις πρεσβείες δεν μου άρεσαν καθόλου
–δεν ήθελε πολύ να γίνει καμιά διασταύρωση στοιχείων και να βρεθεί οτι ο
Καναδός Φίλιπ Ροζίνσκι ήταν στην πραγματικότητα ελληνικής καταγωγής και
προελεύσεως...
«Μην αγχώνεσαι –τυπικό είναι το κόλπο. Θέλουν να διώξουν την ευθύνη από
πάνω τους –στην τελική θα τους κάνεις και χάρη που θα τους ξεφορτώσεις από το
πτώμα...» μου είπε ο Φάνης.
«Κι εσύ πού τα ξέρεις αυτά;» τον ρώτησα κάπως απότομα.
«Ε, όπως και να το κάνεις, δεν είναι η πρώτη φορά που συναντιέμαι με
πεθαμένο στην ηλικία μου...» γέλασε πικρά. «Κι αυτό που έχω μάθει είναι οτι
μπροστά στο βάρος του νεκρού σώματος όλα τα υπόλοιπα πάνε περίπατο. Το μόνο που
τους νοιάζει όλους αυτούς είναι να θαφτεί ο πεθαμένος και να σταματήσει να τους
ανακατεύει τη χαρτούρα...»
Σηκώθηκα και πήγα μέχρι το παράθυρο –απέξω κάτι ντόπιοι κουβαλάγανε κοφίνια
με φρούτα, παραδίπλα κάποιοι άλλοι σπάγανε την άσφαλτο για λόγους που δεν μου
ήταν εύκολα κατανοητοί. Ένας τουριστικός παράδεισος –από μπροστά, στη μόστρα,
μπαράκια με χαμογελαστούς ντόπιους και καλοζωισμένους ασπρουλιάρηδες Δυτικούς
και στο πίσω μέρος των σπιτιών οι δούλοι να σπάνε την πέτρα άνευ λόγου. Έψαξα
να βρω τίποτα σιχαμένους επιστάτες, απ΄αυτούς με τα μαστίγια και τα πλατύγυρα
καπέλα αλλά μάταια –οι δούλοι του Μοντεζούμα ήταν αυτοεπιτηρούμενοι κατά πως
φαινόταν. Γύρισα πίσω στο δωμάτιο ψάχνοντας για τασάκι.
«Κάτω –στο μεγάλο», γέλασε ο Φάνης τινάζοντας το δικό του τσιγάρο.
Εκείνη την ώρα μπήκε ο Γκόμες. Φαινόταν πιο ξέγνοιαστος απ΄ότι ήταν όταν
βγήκε.
«Νομίζω οτι βρέθηκε κάποια άκρη», μας πληροφόρησε. «Η ελληνική πρεσβεία θα
μας ενημερώσει εντός της μέρας αν μπορέσει να επικοινωνήσει με κάποιο συγγενή της
δολοφονημένης. Σε διαφορετική περίπτωση μπορείτε να υπογράψετε μια δήλωση και
να παραλάβετε τα πράγματά της...» με κοίταξε παγωμένα, «καθώς και το πτώμα της,
όταν ολοκληρωθεί η ιατροδικαστική εξέταση».
Ο Φάνης γέλασε μέσα από τα δόντια του.
«Και τι να το κάνω το πτώμα; Να το συνοδεύσω μέχρι το αεροδρόμιο και μετά
να του βγάλω εισιτήριο για Αθήνα;» απόρησα.
«Μπορείτε να τη θάψετε κι εδώ», πρότεινε ο Γκόμες.
«Α, τόσα καλά...» θαύμασα.
«Και πόσο κοστίζει;» ρώτησε ο Φάνης.
«Δεν ξέρω –αυτά είναι θέματα του νεκροταφείου», είπε ο Γκόμες.
«Θα στον πιάσουν κανονικά», μου ψιθύρισε στα ελληνικά ο Φάνης.
Κούνησα το κεφάλι.
Φύγαμε από το αστυνομικό τμήμα έχοντας υπογράψει κάτι χαρτιά τα οποία δεν
είχαμε ιδέα τι έγραφαν και γνωρίζοντας τη διεύθυνση του σπιτιού που νοίκιαζε η
Σόνια.
«Θα πας από κει σήμερα;» με ρώτησε ο Φάνης.
«Μπα –δεν υπάρχει λόγος», είπα. «Αύριο, που θα έχουμε το ΟΚ της
πρεσβείας...»
«Καλά. Εγώ λέω να γυρίσω στη βίλα της αναζωογόνησης μπας και ρίξω κάναν
ύπνο. Αρκετές υποθέσεις λύσαμε για σήμερα Σέρλοκ...» χαμογέλασε.
«Ευχαριστώ για όλα», είπα.
«Μην ευχαριστείς ακόμα. Όταν τελειώσουμε θα κάνεις τη σούμα», είπε ο Φάνης
και μου γύρισε την πλάτη.
Τον παρακολουθούσα να απομακρύνεται περπατώντας κάπως περίεργα –μάλλον λόγω
του προβλήματος με την πλάτη του. Ακόμα δεν μπορούσα να αποφασίσω γιατί είχα
μπλεχτεί μαζί του.
Άναψα ένα τσιγάρο εκεί στο λιοπύρι, κάπνισα με αλμυρά χείλη από τον ιδρώτα
και κοίταξα κατά το δάσος πέρα από το χωριό. Πόνεσα απροειδοποίητα –λες και το
μεδούλι απ΄ τα κόκαλά μου το είχε βάλει σκοπό να χυθεί έξω από το κέλυφος –με
το ζόρι κρατήθηκα να μη βάλω τα κλάματα. Είχε μεγαλύτερη σημασία, για την ώρα,
να βρω κάποιο μέρος που δίνουν νερό σε στεγνωμένους παραθεριστές οι οποίοι
αδυνατούν να κατεβάσουν τα χάπια τους σκέτα. Κοίταξα τριγύρω και το Μοντεζούμα
με κοίταξε αδιάφορα. Θα ήταν για όλους καλύτερα να ψόφαγα επιτόπου, να γινόμουν
σκόνη και να κατακαθόμουν στη μέση του κεντρικού δρόμου...
«Είσαι καλά;» ακούστηκε η γυναικεία φωνή ακριβώς δίπλα μου.
Μούγκρισα. Αυτό ήταν το χειρότερο σε τέτοιες καταστάσεις –οτι όσο πονάς
μπορεί ο καθένας να σε πλησιάσει...
«Λίγο νερό», είπα. Πρώτα στα ελληνικά και μετά στα αγγλικά επειδή η
κοπελίτσα δεν φάνηκε να καταλαβαίνει.
Μου έδωσε ένα μπουκαλάκι εμφιαλωμένο, μπουκώθηκα τα χάπια και ήπια λαίμαργα
μερικές γουλιές προσέχοντας να μην αγγίξω το στόμιο –όχι γιατί σιχαινόμουν την
κοπελίτσα αλλά γιατί υπήρχε σοβαρή η πιθανότητα να με σιχαίνεται αυτή, στα
χάλια που ήμουν ή και γενικότερα.
«Ευχαριστώ», ψιθύρισα όσο ένιωθα τα χάπια να κατεβαίνουν, απολαμβάνοντας τη
μαστούρα της αναμονής –αλήθεια, δεν μπορώ να σου πω τι είναι καλύτερο –η στιγμή
που τα χάπια αρχίζουν να ενεργούν ή ο χρόνος της αναμονής μέχρι να σε
πιάσουν... Ίσως τελικά το μυαλό να έχει όλες τις ουσίες μέσα του κι απλώς να
περιμένει το κατάλληλο χάπι να ενεργοποιήσει τον διακόπτη παροχής.
Κοίταξα την κοπελίτσα –μακό μπλουζάκι, χίπικη μακριά φούστα, μακριά μαλλιά
καστανά, ομορφούλα, όχι πολύ πάνω από 30 χρονών.
«Είσαι εντάξει τώρα;» ενδιαφέρθηκε να μάθει.
«Μια χαρά», είπα. «Πήρα το φάρμακό μου...»
«Καινούργιος στο Μοντεζούμα;» ρώτησε.
«Ναι –δεν έχω πολλές μέρες εδώ...»
«Και πώς σου φαίνεται το μέρος;»
«Ξέρω ‘γω; Πολύ παραθεριστικό...»
Γέλασε κι αυτό την έκανε να δείχνει κάπως νευρωτική.
«Εμένα μ΄ αρέσει πολύ εδώ», είπε. «Έρχομαι κάθε χρόνο όταν παίρνω άδεια...
Μονίκ...»
Έπιασα χαλαρά το χέρι που μου πρόσφερε –μικρό, κοκαλιάρικο χέρι, άψυχο και
παγωμένο.
«Φίλιπ», μουρμούρισα.
«Από που είσαι;»
«Καναδά».
«Εγώ Γαλλία....»
«Κοίτα Μονίκ», είπα αργά όντας στα πρόθυρα της ηλίασης, «έχω να κάνω κάποια
εξυπηρέτηση σε μια γνωστή μου που δεν είναι πια εδώ –πρέπει να πάω στο σπίτι
που νοίκιαζε να μαζέψω τα πράγματά της... Αναρωτιόμουν λοιπόν, μήπως μπορείς να
μου πεις πού είναι αυτή η διεύθυνση;»
Έβγαλα από την τσέπη μου και της έδωσα το χαρτί με τη διεύθυνση που μας
είχε πει ο Γκόμες, τη διάβασε και συνοφρυώθηκε κάπως αλλά πιέστηκε να
χαμογελάσει στο τέλος.
«Προς τα εκεί πάω –έλα μαζί μου», είπε.
Την ακολούθησα φροντίζοντας να βρίσκομαι συνεχώς ένα βήμα πιο πίσω της
γιατί δεν είχα διάθεση για κουβέντα. Μέσα από στενά δρομάκια βρεθήκαμε σε κάτι
που έμοιαζε με εγκαταλειμμένη αγροικία.
«Εκεί είναι», μου έδειξε. «Εγώ πρέπει να συνεχίσω –μένω πιο κάτω...»
«Ευχαριστώ Μονίκ», είπα.
Κοντοστάθηκε.
«Εκεί δεν έμενε αυτή που σκοτώσανε;» ρώτησε.
«Ναι», είπα.
Περίμενε μπας και συνεχίσω αλλά όταν είδε οτι δεν υπήρχε πιθανότητα, μού
γύρισε την πλάτη ρίχνοντας έναν δήθεν ανέμελο χαιρετισμό. Υπέροχη η Μονίκ –αν
ζούσα μέχρι να πάρω σύνταξη θα είχα κάθε καλή διάθεση να πηδήξω την κόρη
της...
Τα πόδια μου σήκωσαν σκόνη καθώς σέρνονταν στο προαύλιο της αγροικίας, δεν
μου πήρε πολύ για ν΄ανακαλύψω την ταινία με την οποία η αστυνομία είχε
σφραγίσει την πόρτα του δωματίου της. Χρειάστηκε όμως να προσπεράσω το οίκημα
με τα δωμάτια για να δω το μικρό σπιτάκι που κρυβόταν πίσω τους. Μια ξύλινη
βεράντα, ένας καναπές μπαμπού εμφανώς ταλαιπωρημένος –ανέβηκα και χτύπησα την
πόρτα.
Μου άνοιξε μια σκελετωμένη γριά με ρόμπα πρόχειρα κουμπωμένη και
στραβοπατημένες παντόφλες.
«Τι θέλεις;» ρώτησε κάπως απότομα λες και την είχα ξυπνήσει.
«Μου έδωσε τη διεύθυνση η αστυνομία...» άρχισα να λέω.
«Δημοσιογράφος;» τσίριξε.
«Καμιά σχέση. Ήμουν ο αρραβωνιαστικός της...»
«Α, λυπάμαι», είπε ψυχρά η γριά. «Αλλά γιατί δεν...»
Χαμογέλασα συντετριμμένα.
«Είχα κάποιες δουλειές, είπαμε λοιπόν να έρθει πρώτα εκείνη, να βρει ένα
καλό μέρος για να μείνουμε και μετά θα ερχόμουν κι εγώ. Αλλά...»
«Δεν μου είχε πει οτι θα ερχόταν κι άλλος να μείνει μαζί της», είπε η γριά.
«Περίεργο...» έκανα τον έκπληκτο. «Πάντως εμένα μου έδωσε τη διεύθυνση ο
Γκόμες από την αστυνομία...»
Η γριά γέλασε αφήνοντας να φανεί ένα φαφούτικο στόμα.
«Ο Γκόμες θα μπορούσε να σου δώσει μέχρι και τη γυναίκα του για λίγα
δολάρια», είπε.
«Τέλος πάντων», δυσανασχέτησα. «Μπορώ να πάω στο δωμάτιό της να μαζέψω τα
πράγματα;»
«Δεν θέλω τραβήγματα», μαζεύτηκε η γριά.
«Είναι ενημερωμένη η αστυνομία», επέμεινα.
Η γριά χώθηκε μέσα στο σπίτι της και επέστρεψε με ένα κλειδί.
«Κάνε γρήγορα μόνο –μου το ζητάνε κι άλλοι το δωμάτιο», είπε.
«Θέλω να ρωτήσω και κάποια πράγματα ακόμα», έκανα μια προσπάθεια.
«Είσαι αστυνομικός;»
«Όχι –σου είπα οτι ήμουν ο ....»
«Τότε δεν θα σου απαντήσω σε τίποτα», μου ξέκοψε η γριά δίνοντας το κλειδί.
«Όταν τελειώσεις άστο πάνω στην πόρτα».
Έκοψα την ταινία της αστυνομίας, ξεκλείδωσα τη σκεβρωμένη πόρτα και μπήκα
στο δωμάτιο. Το παντζούρι ήταν κλειστό –σκοτάδι και απουσία ανακατεμένα με το
άρωμά της στο χώρο. Έμεινα μετέωρος στη μέση του δωματίου, φοβόμουν να πατήσω
παραδίπλα για να μη σβήσω τα ίχνη από τα πόδια της. Σκέφτηκα λοιπόν να πάω
πρώτα προς την τουαλέτα –άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα αντιμέτωπος με το σετ
μακιγιάζ της ακατάστατα απλωμένο δίπλα στον καθρέφτη, μια οδοντόβουρτσα μέσα σε
διαφημιστική κούπα έκανε παρέα στην μισοτελειωμένη οδοντόκρεμα –ακριβώς δίπλα
ήταν η χτένα της με λίγες τρίχες μαγκωμένες ανάμεσα στα δόντια της. Σήκωσα τη
χτένα, τη μύρισα –είδα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη –μαύροι κύκλοι, ρυτίδες και
απόγνωση...
Μπήκα ξανά στο κυρίως δωμάτιο, η βαλίτσα της σε μια καρέκλα –άνοιξα το
φερμουάρ και άρχισα να σκαλίζω. Ρούχα, αρωματισμένα εσώρουχα, σερβιέτες αλλά
πουθενά η κασέτα. Έψαξα μήπως είχε διπλό πάτο η βαλίτσα –τζίφος. Και τότε έπαθα
μια μανία, άρχισα ν΄ ανακατεύω το δωμάτιο –ξεκοίλιασα συρτάρια και κομοδίνα,
κοίταξα κάτω από το κρεβάτι –δεν ξέρω πόση ώρα μου πήρε μέχρι να καθίσω,
μουσκίδι στον ιδρώτα, στο κρεβάτι της. Αγκάλιασα το μαξιλάρι της και προσπάθησα
να τη φέρω πίσω, ακούμπησα το πρόσωπό μου στο σεντόνι –δεν έγινε τίποτα.
Πριν λίγες μέρες η Σόνια έμενε σ΄αυτό το δωμάτιο, κοιμόταν σ΄αυτό το
κρεβάτι κουρασμένη από την αναμονή... Κοίταξα τριγύρω –αλλά δεν υπήρχε ούτε
τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο. Πώς περνούσε άραγε την ώρα της μέχρι να την πάρει ο
ύπνος; Διάβαζε κάτι; Άκουγε μουσική από κάποια φορητή συσκευή; Χάζεψα τους
γυμνούς τοίχους τριγύρω και τότε συνειδητοποίησα οτι κάτι έλειπε. Δεν έρχεσαι
σε παραθαλάσσια μέρη χωρίς μια τσάντα με τον εξοπλισμό θαλάσσης –μαγιό,
αντηλιακό, κάποιο βιβλίο... Άρχισα να ψάχνω ξανά. Επίμονα.
Το δωμάτιο έμοιαζε να πάλλεται σα ζωντανός οργανισμός –ήθελε να συνθλίψει
το κεφάλι μου ή ίσως να με ξεράσει έξω στο προαύλιο, παρ΄όλα αυτά εγώ συνέχισα.
Πού ήταν η τσάντα για τη θάλασσα;
Στη ντουλάπα υπήρχαν μόνο κάτι γόβες κι ένα ζευγάρι αθλητικά, σύρθηκα στο
πάτωμα σα φίδι αλλά δεν βρήκα πουθενά σαγιονάρες. Γύρισα λοιπόν ανάσκελα
–ξαπλωμένος στο πάτωμα –κοίταξα το ταβάνι επίμονα μέχρι που τα μάτια μου
πόνεσαν.
«Πού είναι η τσάντα σου Σόνια;» μούγκρισα. «Πού την έκρυψες; Ποιος στην
έκλεψε; Τι σου συνέβη; Ξεκίνησες αξημέρωτα να πας για μπάνιο;»
Η Σόνια, από κάπου πολύ μακριά, γέλασε αυτάρεσκα κι αυτό το άκουσα
πεντακάθαρα –τελικά με είχε φέρει εκεί που ήθελε....
«Κερδίζεις ακόμα κι όταν χάνεις», της είπα όλο φθόνο.
Δε σταμάτησε να γελάει.
9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Σου γράφω αρχικά ότι χάρηκα που είδα το ποστ, τώρα πάω να το διαβάσω! ;)
Α, ρε Φάνη...χμμμ...;)
Ε, ήταν σε διακοπές η σεβαστή διεύθυνση του καταστήματος γι΄αυτό άργησε η συνέχεια. Είναι καλό παιδί ο Φάνης ρε -δίκος μας άνθρωπος.
Εμ, γι' αυτό και το ";)" .
Κάτι έχεις στο μυαλό σου εσύ $*%$γερε γι' αυτόν, είμαι σίγουρος πια, όσο και ότι ο Γκόμεζ πουλάει την γυναίκα του για λίγα δολάρια ;)
Αλλά μου τον έκανες ευαισθητούλη τον Λούη...δεν κάνει :)
Όλα τα καθάρματα είναι ευαίσθητα ρε -γι΄αυτό άλλωστε μακελεύουν τον κόσμο! Αν ήταν αναίσθητα θα γινόντουσαν πολιτικοί.
Πάντα κάτι έχω στο μυαλό μου -αλλά μυαλό δεν έχω.
Αχα! Ο Φάνης είναι δικό μας παιδί, ξέρει τι σημαίνει "απώλεια γυναίκας" & "πούλημα".
Σταματάω να σκέφτομαι φωναχτά, και σου εύχομαι καλό μαγείρεμα.
athinaev
Το πόσο λατρεύω αυτά σας τα σχόλια με τα οποία συμμετέχετε στη διαμόρφωση της ιστορίας! Είναι κι ο λόγος που σηκώνω τις ιστορίες άλλωστε.
Ευχαριστώ πολύ για όλα ρε συ.
;)
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!