Προηγούμενα:
3. Σκυλιά, παπούτσια, κόκαλα
4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
7. Η αναζήτηση της ομορφιάς εκεί που δεν υπάρχει
8. "Καλωσήρθα αγαπούλα"
9. Ένα διαθέσιμο πτώμα4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
7. Η αναζήτηση της ομορφιάς εκεί που δεν υπάρχει
8. "Καλωσήρθα αγαπούλα"
10. "Αν οι εφιάλτες σε νανουρίζουν..."
11. Οι νεκροί σκοτώνουν
12. Το μεγάλο σκοτάδι
Τελικά χρειάστηκα εγχείριση –ο καργιόλης ο Ρώσος μού είχε κάνει καλή ζημιά.
Με βγάλανε νύχτα με φορείο από τη γκαλερί του Βλαδίμηρου για να με χώσουν σε
μια κλινική απ΄αυτές που πάνε οι πλούσιοι όταν χρειάζεται να τους αφαιρέσουν
κάνα ψάρι από τον κώλο χωρίς να πάρει δημοσιότητα το όλο θέμα. Δεν
παραπονιέμαι, ήμουν ακριβώς τόσο τυχερός όσο και ηλίθιος.
Πέρασα μια βδομάδα στην κλινική, σε κυριλέ δωμάτιο με θέα την Ακρόπολη και
τρία γεύματα ημερησίως. Από την πλάσμα οθόνη της τηλεόρασης παρακολουθούσα τις
εξελίξεις στην υπόθεση ξεκαθαρίσματος λογαριασμών σε μπαρ του κέντρου της πόλης
–ένας άντρας αγνώστων στοιχείων βρέθηκε νεκρός μαζί με τον μπάρμαν, η αστυνομία
απέδωσε το γεγονός σε συμμορίες που πουλάνε προστασία και έκλεισε την υπόθεση,
ή έτσι τουλάχιστον είπαν. Κοιμόμουν όσο μπορούσα περισσότερο, μετά την
εγχείριση, ένας γιατρός φρεσκοξυρισμένος κι ευχάριστος σαν ασφαλιστής ερχόταν
να με δει δυο φορές τη μέρα και να με καθησυχάσει οτι η ζωή μου δεν θα άλλαξε
σε τίποτα, τώρα που θα είχα ένα νεφρό λιγότερο. Έδειχνε να τον απασχολεί η
μηδενική αντίδραση του οργανισμού μου στη φαρμακευτική αγωγή, αποτέλεσμα του
εθισμού μου στην κωδεϊνη, αλλά ήταν αρκετά διακριτικός για να το αναφέρει
–μάλλον είχε δει πολύ χειρότερα στην καριέρα του.
«Σύντομα θα νιώθετε καλύτερα από πριν», με διαβεβαίωνε.
«Εξαρτάται, για πόσο πριν μιλάμε», μουρμούριζα.
Χαμογελούσε από ευγένεια κι εξαφανιζόταν.
Τα έξοδα της υπόθεσης τα είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου το ζεύγος Μανιάτη –η
Έλσα ερχόταν μέρα παρά μέρα για να δει πώς πηγαίνω, μου έφερνε περιοδικά,
χυμούς και κάτι περίεργα πράγματα με γιαούρτι, πίτουρο και φρούτα τα οποία
φρόντιζα να ξεφορτώνομαι με το πού έφευγε.
«Μας ανησύχησες ρε μπαγάσα», έλεγε.
Κι εγώ χαμογελούσα γιατί, για κάποιον περίεργο λόγο, διαισθανόμουν οτι το
εννοούσε.
«Πες μου κάτι Έλσα. Τι του βρήκες αυτού του απαίσιου ανθρώπου;» τη ρώτησα.
Με κοίταξε μ΄ εκείνα τα μελιά μάτια όσο σκεφτόταν την απάντησή της.
«Πες μου πρώτα εσύ βρε Λούη. Είχες ποτέ στη ζωή σου σχέση με κάποια γυναίκα
σκέτο υπόδειγμα; Ξέρεις... όμορφη, έξυπνη, φιλική, οργανωτική...»
«Εντάξει –καταλαβαίνω που το πας», χαμογέλασα.
«Δεν καταλαβαίνεις. Γιατί αν καταλάβαινες, θα έκανες ανάποδα την ερώτηση»,
μου εξήγησε.
Μετά πήγε μέχρι την πόρτα του δωματίου, την έκλεισε για να αποφύγουμε τις
απρόσκλητες νοσοκόμες, άνοιξε το παράθυρο διάπλατα και μου άναψε ένα τσιγάρο.
Το δέχτηκα ευγνωμονώντας την.
«Όσο έπαιζε στις ταινίες, τότε που ήταν μεγάλος σταρ, εγώ ήμουν έφηβη –μου
ρίχνει πάνω από δέκα χρόνια βλέπεις... κυκλοφορούσαν κάτι φωτογραφίες του, τις
αγοράζαμε από τα περίπτερα και τις ανταλλάσσαμε κρυφά στα διαλείμματα. Μαζί με
τις φωτογραφίες άλλων μεγάλων σταρ βέβαια –εφηβικές σαχλαμάρες... Τον γνώρισα
όσο ήταν ακόμα με τη Φωτίου, ήμουν μια από τις περιπετειούλες του, αλλά,
αντίθετα με τις υπόλοιπες, κράτησε μαζί μου κάποια επαφή. Επειδή είχα λεφτά
–σκέφτεσαι; Μάλλον όχι –άλλωστε και οι υπόλοιπες ήταν ματσωμένες, ίσως περισσότερο
από μένα που περίμενα να πεθάνουν οι γονείς μου για να κληρονομήσω. Κρατήσαμε
επαφή επειδή εγώ δεν έκανα πολλές ερωτήσεις και δεν έδειχνα να με απασχολεί το
μέλλον. Κι επειδή φτιάχνω ωραία σπανακόπιτα, έλεγε όταν ήθελε να με κοροϊδέψει.
Επειδή το σιχαίνεται το σπανάκι –κατάλαβες; Αλλά έλεγε αλήθεια, ο λόγος που
κράτησε επαφή μαζί μου ήταν η σπανακόπιτα. Το σπίτι που θα τον περίμενε όταν
όλοι οι άλλοι θα τον κυνηγούσαν –είχε ήδη σκοτώσει τον Κουδουνά βλέπεις... Μου
το αποκάλυψε όταν σκηνοθετούσε τον θάνατό του στο Βερολίνο –αλήθεια, ξέρεις
γιατί επέλεξε το Βερολίνο;»
Έξυσα το κεφάλι μου –δεν ήταν δύσκολο να βρω την απάντηση αν κοιτούσα προς
το σωστό μέρος.
«Χάρι Λάιμ, ο Τρίτος Άνθρωπος», πρότεινα αβέβαια.
«Σωστός...» επικρότησε η Έλσα. «Πού το κατάλαβες;»
«Κάποια μεγαλομανία...» μουρμούρισα. «Με ποιον άλλον θα έψαχνε να συγκριθεί
αν όχι με τον Όρσον Ουέλς;»
Ξεκαρδίστηκε στα γέλια αλλά απότομα σοβάρεψε.
«Θέλει να σε δει», είπε.
Έσβησα το τσιγάρο σε μια κούπα από τσάι.
«Ο λόγος;» απόρησα.
«Πού να ξέρω;» σήκωσε αστεία τους ώμους της η Έλσα.
«Σε κάποια άλλη ζωή...» ψιθύρισα.
«Κόψε τα στυλάκια σε μένα ρε μπαγάσα», αγανάκτησε εκείνη.
«Δηλαδή εγώ είμαι το θέμα;» τη ρώτησα.
«Ώχου, σαν παιδιά κάνετε...»
«Αν δεν ήταν αυτός ρε Έλσα, μπορεί να ζούσε ακόμα...» ξεκίνησα αλλά το
έκοψα απότομα.
«Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Η Σόνια θα τέλειωνε άσχημα έτσι κι αλλιώς.
Όταν πουλάς τους πάντες στο τέλος δεν υπάρχει κανένας να σε αγοράσει».
«Μαλακίες...» μούγκρισα.
«Μαλακία είναι να μην παραδέχεσαι την αλήθεια», είπε ο Έλσα.
«Η οποία είναι;»
«Οτι απλώς ήθελες να φτάσεις πρώτος στη Σόνια. Να έχεις τον πρώτο λόγο».
«Ακόμα κι έτσι...» ψιθύρισα.
«Παιδιαρίσματα», έκανε περιφρονητικά η Έλσα.
«Ακόμα κι έτσι», επανέλαβα.
Σηκώθηκε.
«Αύριο βγαίνεις», είπε. «Θα σου αφήσω πάνω στο κομοδίνο τη διεύθυνση του
σπιτιού που μένουμε. Θα σου αφήσω και το τηλέφωνο αλλά δεν χρειάζεται να
ειδοποιήσεις. Έλα όποτε θέλεις, θα σε περιμένουμε».
Μετά άφησε ένα κομμάτι χαρτί στο κομοδίνο που το είχε, μάλλον, προετοιμάσει
από πριν. Έσκυψε πάνω μου, με φίλησε, μύριζε κάποιο άρωμα φτιαγμένο από λευκά
άνθη. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να κοιμηθώ ή να σκεφτώ –δεν κατάφερα
τίποτα από τα δύο. Πέρασα την υπόλοιπη μέρα σχεδόν ακίνητος. Τηλεόραση,
αυτόματη σίτιση, ταραγμένος ύπνος, παυσίπονα. Ζήτησα από τη βραδινή νοσοκόμα
ένα σετ ξυριστικών γιατί τα γένια μου είχαν αγριέψει πολύ και, όταν όλοι
κοιμήθηκαν, έκανα ένα ξεγυρισμένο μπάνιο μετά ξυρίσματος και παρφουμαρίσματος,
μόνο το μανικιούρ-πεντικιούρ μού διέφυγε. Τα ρούχα που φορούσα στη συμπλοκή με
τον Ρώσο είχαν καταστραφεί αλλά κάποιος άγιος άνθρωπος φρόντισε ν΄ αφήσει οτι
ρουχικό χρειαζόμουν κρεμασμένο στη ντουλάπα τού δωματίου μου. Παντελόνι σούπερ
άνετο βαμβακερό χρώματος μαύρου, μάλλινο ζιβάγκο και παλτό μοχέρ εξίσου μαύρο,
παπουτσάκι μαλακό, δερμάτινο μποτάκι με σόλα κρεπ. Το πιστόλι έλειπε, αλλά μού
είχαν αφήσει την πεταλούδα. Όσο ντυνόμουν ανακάλυψα οτι ο άγιος άνθρωπος είχε
φροντίσει να βάλει στη μέσα τσέπη του παλτού 500 ευρώ σε πενηντάρικα, πιασμένα
μ΄έναν συνδετήρα –ξεφύλλισα το πάκο και μέσα του βρήκα ένα σημείωμα: «Για να
πάρεις ταξί, μένουμε κάπως μακριά». Κατάλαβα λοιπόν οτι η Έλσα είχε
φροντίσει για όλα αυτά ή οτι ο Μανιάτης προσπαθούσε να δείχνει όσο πιο
διακριτικός γινόταν.
Πριν βγω από το δωμάτιο κοντοστάθηκα –μάζεψα το σημείωμα από το κομοδίνο, είχε
πάνω του γραμμένη μια διεύθυνση, ένα σταθερό τηλέφωνο και μια προτροπή: «δεν
υπάρχει λόγος ν ΄αργήσεις».
Η κλινική κοιμόταν τον ύπνο των βαρβιτουρικών, ο θυρωρός στην είσοδο έδειξε
να ξαφνιάζεται.
«Δεν περιμένατε να φύγετε το πρωί;» ρώτησε.
«Όχι», απάντησα ξερά.
Έξω ψιλόβρεχε.
Περπατούσα στα βρεμένα πεζοδρόμια αναπνέοντας την άδεια πόλη –ήμουν πιο
μόνος από τα σκουπίδια στους κάδους της και δεν περίμενα κανέναν να με μαζέψει
το ξημέρωμα.
Έφτασα περπατώντας μέχρι το Βιτόφσκι, δεν περίμενα να είναι ανοιχτό τέτοια
ώρα αλλά έκανα λάθος. Αχνό φως έβγαινε από τη τζαμαρία του κι ακούμπαγε στο
κλειστό περίπτερο, κοίταξα ασυναίσθητα τις απέναντι πολυκατοικίες αλλά δεν
υπήρχε κανένας να με πυροβολήσει από εκεί πάνω. Ένιωσα μοναξιά.
Έσπρωξα την εξωτερική πόρτα, κοντοστάθηκα αμήχανα πριν ανοίξω την εσωτερική
και μπω στο έρημο μαγαζί. Ο μπάρμαν σταμάτησε να καθαρίζει τον πάγκο και με
κοίταξε ξαφνιασμένος, αλλά δε μίλησε.
Κάθισα στο σκαμπό, έβγαλα τα τσιγάρα και τον αναπτήρα μου και τ΄ ακούμπησα
μπροστά του.
«Κλείνουμε», είπε.
«Το ξέρω», έκανα, χωρίς διάθεση ν΄αλλάξω στάση.
Συνέχισε να σκουπίζει τον πάγκο, απομακρύνθηκε από μένα –μετά έκλεισε τη
μουσική.
«Θέλω να ξέρεις...» ξεκίνησα διστακτικά.
«Ξέρω», είπε.
«Εντάξει», έκανα.
«Είχε δυο παιδιά. Η γυναίκα του δε δουλεύει πουθενά», γρύλισε ο μπάρμαν.
«Μακάρι να μπορούσα...» ψιθύρισα.
«Τι πράγμα; Να τους κόψεις κάνα μηνιάτικο; Μήπως να κάνεις παρέα και στη
χήρα για να μη νιώθει μόνη;»
«Μπα –αν κρίνω από το μακαρίτη δεν θα είναι και πολύ του γούστου μου»,
απάντησα.
Ο μπάρμαν δε γέλασε.
«Είσαι πλέον τραγικά ασύμφορος», μου ξεκαθάρισε.
«Κάτι σαν τη φιλία», φιλοσόφησα.
Γέλασε.
«Πώς ακριβώς το βλέπεις, Λούη; Στις πόσες σφαίρες θεωρείς τον άλλο φίλο
σου;»¨
Έσβησα το τσιγάρο και σηκώθηκα.
«Άκου κάτι –όταν μπλεχτήκατε μαζί μου ξέρατε οτι υπάρχουν και κάποια ρίσκα.
Τα πήρατε –θέλεις για τα φράγκα, θέλεις για τα ωραία μου μάτια, θες και για τα
δύο; Έκανα λάθος εκτίμηση, θα συνέβαινε κάποτε. Δεν το ξέρατε δηλαδή; Εντάξει
–ο άνθρωπος σκοτώθηκε από μαλακία μου, νομίζεις οτι δε μου λέει τίποτα αυτό;
Εντάξει –είμαι ασύμφορος και τραγικά μαλάκας. Χάρηκα που συνεργαστήκαμε, ωραίο
το μαγαζί σας κι ακόμα καλύτερα τα ποτά σας –αν φέρνατε και κάνα ξηροκάρπι μαζί
θα ήμουν ακόμα πιο χαρούμενος αλλά είσαστε, ως φαίνεται, τσίπηδες. Αυτά τα
ολίγα και τα χαιρετίσματά μου στο θείο μην ξεχάσεις», κούμπωσα το παλτό μου,
γύρισα προς την πόρτα.
«Στάσου ρε ηλίθιε», φώναξε ο μπάρμαν.
«Βαρέθηκα να στέκομαι», τον πληροφόρησα κι έφυγα βιαστικός σα ν΄ άκουγα το
τρένο να σφυράει τ΄όνομά μου.
Δεν τα είχα μαζί του –μαζί μου τα είχα. Επειδή το τελευταίο διάστημα, με
όσους έκανα παρέα, ή σκοτώνονταν ή ήταν ήδη νεκροί.
Βρήκα έναν τηλεφωνικό θάλαμο, έβγαλα το χαρτί από την τσέπη μου και πήρα το
τηλέφωνο που ήταν γραμμένο εκεί.
«Παρακαλώ;» ρώτησε η αγουροξυπνημένη φωνή της Έλσας.
«Εγώ είμαι», παραδέχτηκα.
«Συμβαίνει κάτι; Έπαθες τίποτα;»
«Όχι –μια χαρά. Πες τού άλλου να κλείσει ραντεβού με τον Γκας σε μια ώρα
πίσω από το Κατ Μπαλού. Να φέρει ότι κόπιες έχει από την ταινία...»
Έπεσε ησυχία στην άλλη άκρη του σύρματος. Μετά άκουσα ψιθύρους.
«Θέλει να σου μιλήσει», είπε η Έλσα.
«Όχι ακόμα», της ξέκοψα.
«Καλά. Και τα λεφτά;» ρώτησε.
«Να κανονίσει πώς θα τα περάσει στο λογαριασμό του –δε με νοιάζει. Εγώ θέλω
να πάρω την ταινία», είπα.
«Και να μας τη φέρεις;»
«Αυτό τον καίει;»
Πάλι ησυχία. Πάλι ψίθυροι.
«Εντάξει λοιπόν», έκανε η Έλσα.
Κατέβασα το ακουστικό.
Μού πήρε πάνω από μισή ώρα να φτάσω μέχρι το κλειστό Κατ Μπαλού, η βροχή
στο μεταξύ είχε δυναμώσει. Τα ωραία μάλλινα ρούχα μου έφερναν πλέον σε πίνακα
τού Νταλί, παρ΄όλα αυτά χώθηκα στο υπόστεγο πίσω από το μαγαζί, άναψα ένα
υποφερτά βρεγμένο τσιγάρο και τον περίμενα. Η μέρα ξημέρωνε αργότερα από το
συνηθισμένο, έφταιγε η βροχή και η κακή μου διάθεση.
Ένα αυτοκίνητο πάτησε άτσαλα στα τσιμέντα σκορπίζοντας νερό παντού. Οι προβολείς
του σκότωναν κατσαρίδα στα 10 μέτρα. Έσβησαν τη μηχανή και περίμεναν. Βγήκα από
το υπόστεγο με αργά βήματα, είχα ήδη φροντίσει να κρύψω την πεταλούδα στο
μανίκι μου. Η πόρτα τού οδηγού άνοιξε κι ένα γομάρι καμπούριασε προσπαθώντας να
αποφύγει τη βροχή. Πήγαινα στοίχημα οτι έβριζε ψιθυριστά. Με πλησίασε.
«Έλα μαζί μου», μούγκρισε
«Πες τού Γκας να βγει και να έρθει αυτός εδώ», διέταξα.
«Δεν πάει έτσι», νευρίασε.
«Έτσι πάει», τον καθησύχασα.
Σήκωσε τους ώμους κι έφυγε τρέχοντας.
Σε λίγο άνοιξε η πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και ξεχύθηκε έξω ο Γκας,
εμφανώς στραβωμένος. Έτρεξε προς το υπόστεγο.
«Πώς την έχεις δει ρε μαλάκα;» γκρίνιαξε.
«Κάπως ρομαντικά», του εξήγησα. «Περπάτα μαζί μου».
Πήγαμε μέχρι εκεί που το υπόστεγο ακουμπούσε την πίσω πόρτα του μαγαζιού, ο
Γκας τουρτούριζε.
«Λοιπόν», τσίριξε, «εδώ έχω την κασέτα».
Έβγαλε από την τσέπη τού μπουφάν του έναν φάκελο Μανίλα και με χτύπησε στο
στήθος μ΄ αυτόν. Δεν έκανα καμιά κίνηση να τον πάρω.
«Αντίγραφα;» ρώτησα.
«Δεν έχω κρατήσει».
«Και πού το ξέρω;»
«Επειδή στο λέω ρε πούστη...»
Τον κοίταξα στα μάτια –όντως δεν έμοιαζε να έχει κρατήσει καβάτζα από την
ταινία.
«Πόδι, χέρι ή πρόσωπο;» τον ρώτησα.
Κοίταξε φευγαλέα προς το αυτοκίνητο για βοήθεια.
«Μην κάνεις βλακείες», ψιθύρισε.
«Έβαλες να σκοτώσουν τη γυναίκα μου», είπα.
«Δεν έβαλα να τη σκοτώσουν –την ταινία είπα να της πάρει», δικαιολογήθηκε.
«Και τελικά;» ρώτησα.
«Δεν ήταν δικό μου το λάθος, εκείνη έφταιγε».
Χαμογέλασα.
«Ξέρεις καλά οτι πληρώνουν αυτοί που δεν φταίνε. Για παράδειγμα, ο μπάρμαν
του Βιτόφκσι...»
«Τι σχέση έχω εγώ μ΄αυτό;»
Γέλασα απότομα. Η μηχανή του αυτοκινήτου πήρε μπροστά, σκέφτηκαν ν΄αλλάξουν
θέση και τα φώτα μάς τύφλωσαν προσωρινά. Όμως εμένα μου έφτανε –τίναξα την
πεταλούδα και του χάραξα το αριστερό μάγουλο, ο Γκας ούρλιαξε ξαφνιασμένος.
Έβαλε το χέρι του για να σταματήσει το αίμα.
«Δεν ήταν γυναίκα σου ρε πούστη. Σε πούλησε», μούγκρισε.
«Δικό μας θέμα αυτό –μη μπλέκεσαι ποτέ ανάμεσα στα ζευγάρια», τον
συμβούλευσα.
Μετά άρχισα να περπατάω με την όπισθεν, πέρασα το μπροστινό μέρος του μαγαζιού,
βγήκα στη λεωφόρο. Πίσω μου άκουσα τις ρόδες του αυτοκινήτου να στριγκλίζουν,
κοντοστάθηκα, γύρισα για να τους περιμένω, αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε
ένα ταξί. Ήμουν ακριβώς τόσο τυχερός όσο και ηλίθιος. Άνοιξα την πίσω πόρτα του
και χώθηκα μέσα πριν καλά-καλά σταματήσει.
«Φύγε», μούγκρισα.
«Πού πάμε;» ρώτησε ο ταξιτζής.
Έβγαλα το χαρτί με τη διεύθυνση που μου είχε αφήσει η Έλσα και του το
έδωσα. Βλαστήμησε.
«Στου διαόλου τη μάνα», παραπονέθηκε.
«Από εκεί έρχομαι –σήμερα θα επισκεφτώ όλη την οικογένεια», του εξήγησα.
Δεν φάνηκε να το πιάνει, δεν με ένοιαξε και ιδιαίτερα. Κοίταξα από το πίσω
τζάμι –το αυτοκίνητο τού Γκας δεν μας ακολουθούσε. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε.
Είχαμε ξεχρεώσει για την ώρα.
Το ταξί έφτασε αγκομαχώντας μέχρι τη μεγάλη σιδερένια άσπρη καγκελόπορτα, η
βροχή έπεφτε καρφί τώρα, κοπάναγε το καπό του ταξί εντελώς παράλληλα με τα
κάγκελα της πόρτας. Σήκωσα τον μουσκεμένο γιακά του παλτού μου, έδωσα κάτι
τσαλακωμένα χαρτονομίσματα στον ταξιτζή και περίμενα μέχρι να ξεκουμπιστεί για ν΄ανοίξω
την καγκελόπορτα.
Περπάτησα αργά στο πλακόστρωτο, είχε πλέον ξημερώσει και μπορούσα να
διακρίνω εύκολα τη διαδρομή μέχρι την ξύλινη πόρτα του σπιτιού στη μέση του
κήπου. Όμως όταν έφτασα μπροστά στην πόρτα κοντοστάθηκα –ένιωσα κάμποσο
γαϊδούρι που θα τους ενοχλούσα πρωινιάτικα. Η βροχή έσταζε από την πλάτη μου,
αλλά το είχα συνηθίσει.
Και η πόρτα άνοιξε. Ο Μανιάτης, καθόλου αγουροξυπνημένος –το αντίθετο
–φρεσκοξυρισμένος και καλοντυμένος λες κι επρόκειτο να πάμε περίπατο στας
εξοχάς.
«Δεν έρχεσαι μέσα γιατί το κόβω οτι θα πιάσει βροχή σε λίγο;» με κορόιδεψε.
Μπήκα διστακτικά –το νερό έπεφτε από πάνω μου κι έφτιαχνε λιμνούλες στα
μάρμαρα.
«Μη σε νοιάζει, δεν καθαρίζουμε εμείς», είπε ο Μανιάτης. «Έμπα μέσα, κάτσε
να φωνάξω την Έλσα».
Αλλά δεν χρειάστηκε γιατί εκείνη ήταν ήδη στην άλλη πλευρά του διαδρόμου,
έτρεξε προς το μέρος μου γρήγορα.
«Καλέ -εσύ έχεις μουλιάσει κανονικά», φώναξε.
Χαμογέλασα αμήχανα.
«Θα ψάξω να σου φέρω ν΄ αλλάξεις», είπε.
«Δεν είναι ανάγκη», έκανα στον αέρα, επειδή εκείνη είχε ήδη εξαφανιστεί.
«Ένα ποτό θα ήταν οτι πρέπει για την κατάστασή σου, αλλά λόγω της ώρας
σερβίρεται καφές –πώς λες να το λύσουμε αυτό;» με ρώτησε ο Μανιάτης χτυπώντας
με στην πλάτη.
Τον κοίταξα αμίλητος.
«Καλά –άστο, δεν σε κόβω για πολύ στις φόρμες σου», γέλασε και χάθηκε προς
την κουζίνα.
Σε λίγο άκουσα τον ήχο κατσαρολικών που κατρακυλάνε, ανακατεμένο με
βλαστήμιες, ακολούθησε η είσοδος της Έλσας μάλλον γιατί οι φωνές τους ήταν
κοντινές –«αφού δεν τα καταφέρνεις αγάπη μου, άστο σε μένα», «ας ήσουν εδώ», «είχα
πάει να βρω ρούχα –σε δέκα μέρη ταυτόχρονα θα είμαι;» Κάπου εκεί βγήκε ο
Μανιάτης και με είδε να στέκομαι ακίνητος σε στυλ «ανθρώπινο σιντριβάνι».
«Ιρλανδέζικος καφές εντός ολίγου», με πληροφόρησε. «Στο μεταξύ, έλα πιο
μέσα».
Ξεκίνησα να πηγαίνω προς τα μέσα αλλά με πρόλαβε η Έλσα και με τραβολόγησε
στα υπνοδωμάτια όπου με περίμεναν φρεσκοσιδερωμένα ρούχα –αυτοί οι άνθρωποι θα
πρέπει να είχαν συνεργασία με κάποιο μαγαζί ετοίμων ενδυμάτων...
Ντύθηκα, σενιαρίστηκα και πήγα στο σαλόνι κρατώντας τον φάκελο Μανίλα. Ο
ήλιος έβγαινε με όση αξιοπρέπεια τού είχε απομείνει στη μεγάλη τζαμαρία του
σαλονιού και στο τραπεζάκι δίπλα στον αναπαυτικό καναπέ με περίμενε μια
χορταστική κούπα καφέ παρέα με τα τσιγάρα μου. Ένιωσα τόσο ευδιάθετος όσο ένα
κουτάβι που το βγάζουν βόλτα. Άφησα τον φάκελο πάνω στο τραπέζι που με χώριζε
από τον Μανιάτη. Η Έλσα έλειπε από το δωμάτιο.
«Θέλω να σε δω να την καταστρέφεις», του είπα.
«Καταστροφή είναι το μεσαίο μου όνομα», γέλασε.
«Μαλακίες», σχολίασα.
«Εντάξει –ότι πεις. Αν θέλεις μάλιστα μπορούμε να πάμε μαζί να τη θάψουμε
στον κήπο όταν πεις τον καφέ σου», χαμογέλασε.
«Το μόνο που θέλω είναι να τελειώνουν όλα αυτά και να μην ξαναδώ κανένα
σας», νευρίασα.
«Δεν υπάρχει κανένας από μας για να ξαναδείς ρε κορόιδο. Είμαστε όλοι
πεθαμένοι –το ξέχασες;» είπε εκείνος.
Άναψα τσιγάρο, ήπια καφέ κι αμέσως ζαλίστηκα –η καφεΐνη ανακατεμένη με
λιωμένη ζάχαρη και ουίσκι με κόλλησαν αστραπιαία στα σχοινιά. Αν συνέχιζα να
πίνω αυτό το πράγμα, σε λίγο δεν θα μπορούσα να πω ούτε το όνομά μου. Κατέβασα
λοιπόν ακόμα μια γερή γουλιά.
«Σκατά», είπα.
«Ο καφές ε; Τον κάνει πετιμέζι», ψιθύρισε δείχνοντας προς την κουζίνα.
«Ποιος καφές;» μουρμούρισα κι εκείνος γέλασε.
Μετά έσκυψε προς το μέρος μου, τράβηξε ένα τσιγάρο από το πακέτο του και το
άναψε με αργές κινήσεις.
«Νομίζω οτι πρέπει να τελειώνουμε», είπε.
«Δηλαδή με έντυσες με καινούργια ρούχα για να με πυροβολήσεις;» απόρησα.
Ξεκαρδίστηκε κι επιτόπου τον έπιασε μια ξεγυρισμένη κρίση βήχα.
«Όχι ρε παιδί μου...» είπε με τα χίλια ζόρια προσπαθώντας να ξαναβρεί τη
φωνή του.
Τον περίμενα να δω που θα το πάει.
«Γίνανε διάφορα –τα περισσότερα άσχημα και κάποια ακόμα χειρότερα»,
μουρμούρισε. «Μπλέχτηκες σε μια υπόθεση που δεν σε αφορούσε κι όπως ξέρεις,
τέτοιες υποθέσεις καταλήγουν συνήθως πολύ προσωπικές. Είναι όμως φανερό οτι δεν
φταίω εγώ γι΄αυτό που έπαθε η γκόμενά σου...»
«Δεν ήταν γκόμενά μου», τον διόρθωσα.
«Καλά –κι εγώ δεν είμαι ο Μανιάτης –γνωστά πράγματα αυτά», γέλασε.
«Το πρόβλημα με σένα δεν είναι οτι ευθύνεσαι για τον θάνατο της Σόνιας
–απλά είσαι κάθαρμα, ένας υπερόπτης του κερατά που παίζει τους ανθρώπους για να
διασκεδάσει –εκεί είναι το πρόβλημα», του είπα.
«Λοιπόν, μπορεί και να έχεις δίκιο», έκανε σκεπτικά, «αλλά, στ΄αλήθεια δεν
βλέπω κάτι κακό σε όλο αυτό. Ούτε και βλέπω να διαφέρω από τους υπόλοιπους
ανθρώπους –μήπως όλοι δεν θέλουμε να χρησιμοποιούμε τους άλλους;»
«Όχι όλοι», είπα.
«Σωστά. Όχι όλοι. Κάποιοι. Γιατί οι υπόλοιποι γουστάρουν να
χρησιμοποιούνται –νιώθουν ασφάλεια όταν γίνονται υποχείρια, νομίζουν οτι αυτό
τους προστατεύει».
Φύσηξα τον καπνό περιφρονητικά.
«Δεν ήρθα εδώ για ν΄ακούσω θεωρίες του δεκάρικου», έκανα.
«Βέβαια, εσύ δεν τις χρειάζεσαι. Είσαι πρακτικός τύπος, οι θεωρίες είναι
για τους υπόλοιπους –τις δευτεράντζες. Αυτούς που νομίζουν οτι έχει κάποια αξία η συμβίωση...» μουρμούρισε.
«Τέτοιες βλακείες έλεγες και στον Κουδουνά;» ρώτησα.
«Μη μπερδεύεις τη συμβίωση με την επιβίωση», έκανε αυστηρά. «Κάποιες φορές
για να πετύχεις το ένα πρέπει να θυσιάσεις το άλλο».
«Θυσία, μάλιστα...» μουρμούρισα.
Έσκυψε προς το μέρος μου.
«Έχεις πρόβλημα με τις λέξεις;» ρώτησε.
«Οι λέξεις είναι το πρόβλημα;» απόρησα.
Χαμογέλασε.
«Και για πες μας λοιπόν αφού οι λέξεις δεν είναι το πρόβλημά σου –γιατί τον
καθάρισες εσύ τον δικό σου;»
«Ποιον δικό μου;»
«Το γέρο ντε –γι΄ αυτόν που σε κλείσανε φυλακή....»
«Άντε γαμήσου Μανιάτη», μούγκρισα.
Γέλασε χαιρέκακα. Έβλεπα τώρα το πραγματικό του πρόσωπο, δηλαδή τη μάσκα
πίσω από όλες τις άλλες μάσκες κι ήταν ένας μαύρος καθρέφτης –ρούφαγε την
εικόνα σου και την επέστρεφε παραμορφωμένη. Τρόμαξα λιγότερο απ΄όσο γοητεύτηκα.
«Οι δικαστές, Πετρά, είναι οι μεγαλύτεροι ένοχοι. Γιατί εκείνοι, φίλε μου,
δεν έχουν καμιά δικαιολογία, δεν πεινάνε, δεν αγαπάνε, δεν είναι τρομαγμένοι ή
καβλωμένοι –η κρίση τους πάει κόντρα στη ζωή...»
Άναψα καινούργιο τσιγάρο, αποτελείωσα τον καφέ μου –κάποιος είχε στήσει ένα
καρουζέλ μέσα στο κεφάλι μου χωρίς να τσιγκουνευτεί τα έξοδα –φώτα
στροβιλίζονταν κόντρα στο ρυθμό μιας ενοχλητικά επαναλαμβανόμενης μουσικής.
Έκλεισα τα μάτια αλλά μετά από λίγο με ξύπνησε το τσιγάρο που έκαιγε τα δάχτυλά
μου. Το έσβησα στο τασάκι, ο Μανιάτης καθόταν ακριβώς απέναντί μου και κάπνιζε
παρακολουθώντας με.
Προσπάθησα να μιλήσω αλλά τα σαγόνια μου είχαν γίνει σιδερένια.
«Ξεκουράσου –έχουμε λίγη ώρα ακόμα», ψιθύρισε, κι αυτό ακριβώς ήθελα
ν΄ακούσω.
Ξύπνησα όταν ο ήλιος είχε λύσει οριστικά τους λογαριασμούς του με τους κάθε
λογής αμφισβητίες και μαχαίρωνε ανελέητα τα θύματά του. Στην αρχή ήταν ένα
ευχάριστο ζεστό γδάρσιμο πάνω από τα βλέφαρα, που όμως πήγαινε σφαίρα προς το
αφόρητο. Άνοιξα τα μάτια ψάχνοντας ν΄ αλλάξω θέση, ο Μανιάτης δεν καθόταν πλέον
απέναντί μου. Κράτησα με το ζόρι τα μάτια μου ανοιχτά για ν΄ανακαλύψω οτι ο
φάκελος Μανίλα είχε κάνει φτερά. Ξύπνησα εντελώς, πετάχτηκα από τον καναπέ, με
χτύπησε κατάμουτρα μια ησυχία τάφου. Έψαξα τα δωμάτια αλλά ήμουν ήδη βέβαιος
οτι δεν υπήρχε κανένας στο σπίτι. Κι έτσι ξαναγύρισα στο σαλόνι.
Ένα κομμάτι χαρτί ήταν ακουμπισμένο στο τραπεζάκι, κάτω από το πακέτο με τα
τσιγάρα του και τον Ρόνσον αναπτήρα του. Πήρα το χαρτί.
«Θα κάνω μια προσπάθεια να κόψω μερικές βλαβερές
συνήθειες, άρα, αυτά δεν μου χρειάζονται για την ώρα. Το σπίτι είναι πληρωμένο
για ένα μήνα ακόμα και τίγκα στις προμήθειες, μη γίνεσαι μαλάκας, εκμεταλλεύσου
το. Και μη νομίζεις οτι γλίτωσες, κανένας δεν γλιτώνει μέχρι το τέλος. Θα
ξαναβρεθούμε όταν ξαναβρεθούμε.
Φάνης».
Άναψα ένα από τα τσιγάρα του με τον Ρόνσον,
βρήκα κάποιο ακριβό ουίσκι, σερβιρίστηκα μια γενναία δόση κι έτσι φορτωμένος
έφτασα μέχρι την εξώπορτα. Ήπια λίγο ουίσκι, τράβηξα μια τζούρα και μετά πέταξα
το τσιγάρο μέσα στο ποτήρι.
Είχε άγριο ήλιο όταν βγήκα στο πλακόστρωτο -επιτόπου μετάνιωσα –ήθελα να
γυρίσω πάλι μέσα στο σπίτι και να κοιμηθώ δυο μέρες συνεχόμενα αλλά ήταν πλέον
αργά. Όταν μια πόρτα κλείνει, δύσκολα ξανανοίγει.
10 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Τελικά ο Φάνης ήταν το πιο έξυπνο παιδί. Εύχομαι να ξανακούσουμε από τον Λούη, μην τυχόν και χαθεί ελλείψει ενός νεφρού.
athinaev
λοιπόν, ξέρεις τι με εντυπωσίασε με αυτή την ιστορία;
οτι έτρεχε ανατριχιαστικά παράλληλα με μια δική μου ιστορία, in real life. όχι ιδιέταιρα νουαρ, χωρίς σκοτωμούς και συνομωσίες, αλλά με κάποια μοτίβα να παραείναι παράλληλα, τηρουμένων των αναλογιών.
ο ορισμός του ρομαντισμού ήρθε τη στιγμή που βίωνα την ουσία αυτού που θέλει να πει, λίγο αφότου βρέθηκα σε ένα αεροπλάνο χωρίς να το έχω προγραμματίσει, μόνο και μόνο για να παω να συναντήσω...χμμ...ουσιαστικά κάτι σαν ένα πτώμα.
το θα ξαναβρεθούμε όταν ξαναβρεθούμε το είπα ακριβώς αυτούσιο. και μια νύχτα στο λονδίνο έκανα πίσω, για να καταλήξει να μου επιβληθεί εκ νέου, έξωθεν.
πραγματικά φοβήθηκα γυναίκα, όχι αυτές που... τις άλλες.
και ξέρεις γιατί τη μισώ; γιατί κερδίζει ακόμα κι όταν χάνει.
να'σαι καλά ρε. περίεργη η παρέα σου, αλλά την ευχαριστήθηκα πολύ.
με πήγε μπροστά.
Atinaen -ως γνωστόν τα δεύτερα είναι χρήσιμα στη ζωή αλλά όχι απαραίτητα, χεχεχεχε. Ναι, μπορεί να ξανακούσουμε νέα από τον Λούη, κάπου εκεί έξω τριγυρίζει άλλωστε. Ο Φάνης είχε την εξυπνάδα της αυτοκαταστροφής η οποία είναι απροσπέλαστη εξυπνάδα σε τελική ανάλυση.
sjors όπως έλεγε κι ο Cave σ΄εκείνο το τραγούδι "you know it's funny who things go". Οι συναντήσεις με "πτώματα" είναι, νομίζω, οι πιο ενδιαφέρουσες γιατί τελικά το "πτώμα" είμαστε εμείς. Κι εσύ να είσαι καλά -χαίρομαι που πήρες την ιστορία και την πήγες όπου σε πήγε.
δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ ή να λυπηθώ...
η τελευταία σου παράγραφος με προβλημάτισε είναι η αλήθεια για την κατάληξη του Λούη :)
φυσικά και μόλις διάβασα για καφέ, δεν περίμενα ότι δεν θα είχε κάτι μέσα αλλά δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να πάει την κασέτα στον Φάνη και να αφήσει τον Φάνη να την καταστρέψει, αντί να το κάνει ο Λούης μπροστά του.
Τες-πα, ερωτήματα ενός ανθρώπου που -μάλλον- δεν έχει ξυπνήσει καλά ακόμα :)
Δικιά του ήτανε η κασέτα ρε παιδί μου; Ο άλλος την πλέρωσε, μπαα...
Ρε μην τα πουλάς σε μένα αυτά!!!
χαχαχαχαχαχα
Λούης, ένας μικρός Θεούλης ;) ότι θέλει κάνει!
χαχαχαχαχα
Χαχαχαχαχαχα -δεν τα πουλάω, τα χαρίζω!
Είμαι πάντα εδώ και διαβάζω χωρίς να σχολιάζω¡
Πρώτα τα σχόλια και μετά το πόστ_
greetings ενυγουαίυ
miliokas aka skylos_mayros
Σωστός
yep, funny indeed.
και ναι, εγώ ήμουν το πτώμα.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!