Ήταν η μέρα της κηδείας της
γυναίκας του όταν ο Αργύρης σκότωσε τον Μετωπίτη. Δεν του πήρε πάνω από 2 λεπτά
για να κόψει το λαιμό τού σαπιοκοιλιά, περισσότερο καθυστέρησε πασχίζοντας ν’
αφήσει την υπογραφή του –σκέφτηκε να φτύσει τον πεθαμένο κατάμουτρα αλλά
φοβήθηκε οτι θα τον μαγκώνανε από το DNA, είχε στην τσέπη του ένα τυπωμένο χαρτί με τη φράση «ΓΑΜΙΕΤΑΙ
ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ» αλλά του φάνηκε παρακινδυνευμένο να το αφήσει δίπλα στο πτώμα,
τελικά έφυγε με αργά βήματα από το σκοτεινό δρομάκι, άδειος από ικανοποίηση,
ξένος από συναίσθημα. Δεν τα είχε υπολογίσει έτσι τα πράγματα.
Η μέρα εκείνη είχε αρχίσει
άβολα κι έτσι ακριβώς είχε τελειώσει.
Τη Μαρία, τη γυναίκα τού
Αργύρη, την είχε καταφάει ο καρκίνος. Στα πρώτα χρόνια ήθελαν να ελπίζουν οτι
θα σωζόταν με χημειοθεραπείες και φάρμακα από εκείνα που τρώνε τα κορμιά
χειρότερα από την αρρώστια την ίδια -αλλά δεν ήταν έτσι. Εκεί προς το τέλος,
όταν η Μαρία είχε μείνει 30 κιλά και τίποτα πάνω της δεν θύμιζε ανθρώπινο
πλάσμα, τότε ο Αργύρης συνειδητοποίησε πως η όλη υπόθεση είχε να κάνει με την
απληστία. Των γιατρών που κονομάγανε κρατώντας τη στη ζωή και των δικών της
ανθρώπων που αγόραζαν ψεύτικη προσδοκία αδιαφορώντας για όσα πέρναγε η ίδια η
ασθενής.
«Τελικά δεν τα καταφέραμε
καθόλου καλά. Ξεφτιλιστήκαμε», του είχε πει η Μαρία δυο μέρες πριν πεθάνει. Κι
αυτές ήταν οι τελευταίες της κουβέντες.
27 χρόνια ήταν μαζί, από
δευτεροετείς, το παλιότερο ζευγάρι της σχολής όπως τους άρεσε να λένε -27 χρόνια
μαζί, 16 χρόνια παντρεμένοι. Ο έρωτας τούς είχε περάσει την πρώτη δεκαετία (και
πολύ είχε κρατήσει), τότε αποφάσισαν οτι έπρεπε ή να παντρευτούν ή να χωρίσουν,
δεν έβλεπαν άλλη επιλογή. Διάλεξαν το βολικότερο. 16 χρόνια παντρεμένοι, 10
χρόνια προσπαθούσαν μάταια να κάνουν παιδί και 5 χρόνια ξεφτιλίζονταν από την
αρρώστια. Το βολικότερο είναι συνήθως και το χειρότερο.
Τη μέρα τής κηδείας ψιλόβρεχε.
Κάμποσοι συγγενείς, οι αδερφές τής Μαρίας που ούρλιαζαν φαντασμαγορικά, λίγοι
συνάδελφοί της που την θυμόντουσαν ακόμα (είχε 2 χρόνια που σταμάτησε τη
δουλειά η Μαρία) και οι δικοί του –όχι συγγενείς, ο Αργύρης ποτέ δεν διατηρούσε
συγγενείς –οι φίλοι του από τα αρχαία χρόνια, οι μόνοι που κατάφερε να κάνει. Ο
Τάκης (με τη γυναίκα του) κι ο Κώστας (μόνος του, εφόσον εδώ και τρία χρόνια
χωρισμένος). Το παλιό Τρίο Κρετίνο. Κάποτε
κολλητοί επί καθημερινής βάσεως, στη συνέχεια χαμένοι λόγω υποχρεώσεων
–συναντιόντουσαν μονάχα σε γιορτές και λοιπές επετείους μέχρι την εποχή που δεν
υπήρχε πλέον κανένας λόγος να γιορτάσεις και τίποτα να θυμηθείς –κατέληξαν
περιστασιακά χαμένοι επί μονίμου βάσεως.
«Ησύχασε η Μαρία φίλε μου, γλίτωσε,
αυτό ξέρω να πω», του είπε ο Τάκης χτυπώντας τον στην πλάτη κι ο Αργύρης
κόντεψε να πνιγεί με το φτηνό κονιάκ που είχε μπουκωθεί αναβάλλοντας την
επώδυνη στιγμή της κατάποσης.
Η βροχή δυνάμωσε έξω από τα
τζάμια.
Ο Τάκης είχε δίκιο (ο Τάκης
είχε πάντα δίκιο στα πρακτικά θέματα) γι΄ αυτό άλλωστε και ο Αργύρης δεν ένιωθε
τίποτα, ούτε θλίψη, ούτε στεναχώρια –μόνο μια αίσθηση τακτοποίησης, σα να
έκλεισε μια ενοχλητική εκκρεμότητα.
Άναψε τσιγάρο και του ήρθε στο μυαλό ο καργιόλης ο Μετωπίτης –ακόμα μια
εκκρεμότητα δηλαδή.
«Χρειάζεσαι κάτι;» τον ρώτησε
ο Κώστας όσο πλασαριζόταν δίπλα του παρκάροντας το δικό του πακέτο τσιγάρων.
«Σαν τι δηλαδή;» απόρησε ο
Αργύρης.
«Ξέρω ‘γω; Ναρκωτικά,
γυναίκες, ροκ εν ρολ;»
«Έχεις; Δίνεις;» χαμογέλασε ο
Αργύρης.
«Αν είχα σιγά μην έδινα», του
ξεκαθάρισε ο Κώστας.
«Τότε όχι –δεν χρειάζομαι…»
Έμειναν μετά αμίλητοι
κοιτάζοντας τους τεθλιμμένους συγγενείς.
«Θα τραβήξει πολύ ακόμα το
υπερθέαμα;» ρώτησε ο Κώστας.
«Τα προβλεπόμενα…»
«Εντάξει λοιπόν. Τι στοιχεία
διαθέτουμε για την ξανθιά;»
«Ξανθιά;»
Ο Κώστας έστρεψε τον αντίχειρα
προσεκτικά προς το μέρος μιας παρέας τσαλακωμένων κοστουμιών που είχε
περικυκλώσει λαίμαργα την εν λόγω ξανθιά.
«Δεν είναι συγγενής πάντως»,
του ξεκαθάρισε ο Αργύρης.
«Κρίμα –κι έλεγα μήπως γίνουμε
μπατζανάκηδες», μουρμούρισε ο Κώστας.
«Μάλλον από τη δουλειά της
Μαρίας…» υπολόγισε ο Αργύρης.
«Παρακάτω;»
«Τι παρακάτω;»
«Λοιπά στοιχεία ταυτότητας; Παντρεμένη
και πρόθυμη, ανύπαντρη και απελπισμένη ίσως; Για τριαντάρα την κόβω πάντως»,
μελέτησε ο Κώστας.
«Δηλώνω πλήρη άγνοια», δήλωσε
ο Αργύρης.
Σκεφτόταν κατά πόσο ο Κώστας
σοβαρολογούσε για την ξανθιά ή όλο αυτό ήταν απλά μια προσπάθεια του φίλου του να
τον ξεκολλήσει από το πένθος και χαμογέλασε επειδή δεν ένιωθε καθόλου πένθος. Η
Μαρία τού είχε τελειώσει πολλές φορές πριν πεθάνει –πρώτα σαν ερωτικό σημείο
αναφοράς, μετά σαν γυναίκα γενικότερα και τέλος σαν ανθρώπινο πλάσμα. Πένθος;
Το πένθος είναι αυτό που νιώθεις όσο περιμένεις τον άνθρωπό σου από τη
χημειοθεραπεία και σκέφτεσαι αν έχεις βάλει πλαστικό κάλυμμα κάτω από το
σεντόνι του κρεβατιού κι αν έχεις εύκαιρη τη λεκάνη για να ξερνάει –εκεί είναι
το πένθος.
«Τι έχουμε εδώ;» χώθηκε
ανάμεσά τους ο Τάκης.
«Κάποια ξανθιά», τον
πληροφόρησε ο Αργύρης.
«Τόσο γρήγορα;»
«Όχι για μένα –προηγούνται οι
ελεύθεροι», είπε ο Αργύρης δείχνοντας τον Κώστα.
«Να ψήσω κατάσταση;» πρότεινε
ο Τάκης.
«Ρε μαλάκα, σε κηδεία
βρισκόμαστε», διαμαρτυρήθηκε ο Κώστας και με το ζόρι κρατήθηκαν να μην
ξεκαρδιστούν.
«Υπάρχει πάντως σχετική
ταινία…» υπενθύμισε ο Αργύρης.
«Ναι, αλλά στο κόλπο δεν
συμμετέχει…» ξεκίνησε ο Τάκης κι αμέσως το μετάνιωσε.
«Άλλο η ταινία κι άλλο η
πραγματικότης», είπε ο Αργύρης.
Κι αυτομάτως, τα 2/3 του τρομερού
Τρίο Κρετίνο ένιωσαν καλύτερα. Ο
Αργύρης πάλι, εξακολουθούσε να μη νιώθει τίποτα.
«Πάω έξω να καπνίσω, έχει
γίνει ντουμάνι εδώ μέσα», είπε.
«Μόνος;» ρώτησε ο Τάκης.
«Ή Πάνος;» συμπλήρωσε ο
Κώστας.
«Μονόπανος», ξεκαθάρισε ο
Αργύρης.
«Γράφεται με ύψιλον, όπως
‘αυγό’» ανέλαβε να διαφωτίσει ο Τάκης τον Κώστα όσο ακολουθούσαν τον δικό τους
έξω από το καφενείο του νεκροταφείου.
Δεξιά από την τζαμαρία υπήρχε
ένα μαρμάρινο παγκάκι προστατευμένο από το υπόστεγο του καφενείου, ο Τάκης
κούμπωσε το δερμάτινο μπουφάν του νιώθοντας εκ των προτέρων την υγρασία να
αγγίζει τα κόκαλά του, ο Κώστας σήκωσε τους γιακάδες του μαύρου παλτού του,
μάλλον για λόγους στυλ, κι ο Αργύρης ανέβηκε στο μαρμάρινο κατασκεύασμα, κάθισε
στην κορυφή της πλάτης σαν πουλί, γεμίζοντας λάσπη το μέρος που προοριζόταν για
να κάθονται οι άνθρωποι και τράβηξε ένα φρέσκο τσιγάρο. Οι όλοι τον μιμήθηκαν
απρόθυμα.
«Κάπως απαράδεκτοι –τόσον
καιρό γαμιέσαι κι εμείς ούτε να περάσουμε, να δούμε τι κάνεις…» είπε ο Κώστας.
«Τι να δείτε δηλαδή –να πάρετε
μάτι το γαμήσι κι έτσι;» γέλασε ελεύθερα πλέον Αργύρης τώρα που δεν τους
βλέπανε οι τεθλιμμένοι.
«Κι έτσι…» σιγοντάρισε ο
Κώστας.
«Εσύ πώς τα πας;» τον ρώτησε ο
Αργύρης.
«Πρίμα… Από γκομενίτσες έχουμε
πήξει, δεν ξέρω ποια να πρωτοδιαλέξω…» γέλασε εκείνος.
«Δηλαδή, έχει ξεσκιστεί να
βλέπει τσόντες», εξήγησε ο Τάκης.
«Σωστός…» επικρότησε ο
Αργύρης. «Εσύ;»
«Τρία παιδιά φίλε μου –τι
έχεις να πεις γι΄ αυτό;» παραπονέθηκε ο Τάκης.
«Οτι πρέπει να τα αγαπάς σα να
ήταν δικά σου», είπε ο Αργύρης.
«Έτσι ακριβώς… Περάσαμε λούκια
χοντρά, ευτυχώς τώρα έχουν μεγαλώσει κάπως και ησυχάσαμε. Δηλαδή όχι εντελώς…»
«Αυτό σημαίνει οτι μπορείς
πλέον να πας σπίτι τους για ποτό αλλά για να βγουν έξω χρειάζεται να σχεδιαστεί
κανονική επιχείρηση απεγκλωβισμού σεισμοπλήκτων», ανέλαβε να μεταφράσει ο
Κώστας.
«Εσείς δηλαδή βρίσκεστε ακόμα
παλιοκουφάλες;» χώθηκε ο Αργύρης.
«Ε, όσο να κάνεις…» είπε ο
Κώστας.
«Είναι και νονός του μεγάλου
μου γιου…» πρόσθεσε ο Τάκης.
«Έχουμε να συναντηθούμε πάνω
από δυο χρόνια», συμπλήρωσε ο Κώστας σκυθρωπά.
«Α, τόσο καλά…» έκανε ο
Αργύρης,
Και μετά σφήνωσε τη γόπα
μεταξύ μέσου και αντίχειρα του δεξιού του χεριού, σημάδεψε και το έστειλε
συστημένο στην απέναντι κολώνα της ΔΕΗ –η γόπα πήρε ένα αξιοπρεπές ύψος πριν
σκάσει άδοξα μέσα σε μια λιμνούλα με νερά.
«Είναι μια ευκαιρία πάντως…»
μουρμούρισε σκεπτικά ο Κώστας. «Εννοώ οτι τώρα εγώ κι ο Αργύρης βρισκόμαστε σε
παρόμοια φάση, κι εσύ έχεις αρχίσει να απελευθερώνεσαι από τα πιτσιρίκια…»
γύρισε να κοιτάξει τον Τάκη.
«Είναι όντως ευκαιρία»,
συμφώνησε εκείνος.
«Παπάρια», είπε ο Αργύρης.
«Παπάρια ευκαιρία ή παπάρια
γενικότερα;» απόρησε ο Κώστας.
Γέλασαν –τι άλλο έμενε να
κάνουν;
Ο κόσμος πήρε να αραιώνει μετά
από κάνα δίωρο –συλλυπητήρια, δακρύβρεχτοι ασπασμοί, διακανονισμοί με
νεωκόρους, παπάδες και κοράκια –ο Αργύρης
με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του. Ζαλάδα, σάλια, υπερβολή, υποκρισία… Οι δικοί
του είχαν φύγει –πήγαινε πάνω από μια ώρα τώρα.
«Θα κανονιστούμε μέσα στη
βδομάδα», είχε πει ο Τάκης.
«Ναι, σίγουρα», είχε πει ο
Αργύρης.
Κανένας από τους δυο τους δεν
το πίστευε.
«Τελικά δεν βοήθησες με την
ξανθιά», είχε παραπονεθεί ο Κώστας.
«Για το καλό σου…» είπε ο
Αργύρης χωρίς να καλοθυμάται για ποια γυναίκα επρόκειτο.
«Γιατί δε λες οτι εγώ την
ανακάλυψα αλλά την θέλεις για πάρτη σου;» του σφύριξε ο Κώστας ρίχνοντάς του
μια φιλική μπουνιά στα πλευρά.
«Εγώ την ανακάλυψα αλλά τη
θέλεις για πάρτη σου», είπε ο Αργύρης.
Ο Κώστας γέλασε κάπως
παράταιρα για την περίσταση κι απομακρύνθηκε καμαρωτός.
Όταν οι τελευταίοι έφυγαν και
το μαγαζί πληρώθηκε, ο Αργύρης σκέφτηκε τον Μετωπίτη. Είχε ήδη φτάσει στο
αυτοκίνητο κι έψαχνε τις τσέπες του σακακιού του για τα κλειδιά όταν του ξανάρθε
στο μυαλό –πρώτα η φάτσα μ΄ εκείνα τα γουρλωτά μάτια στα πρόθυρα του
εμφράγματος, μετά η λαχανιασμένη ανάσα και η κόκκινη μύτη, το έμφραγμα ήταν
θέμα χρόνου για αυτόν τον καργιόλη αλλά ο Αργύρης δεν είχε διάθεση να
περιμένει. Ο Μετωπίτης έπρεπε να πεθάνει από το δικό του χέρι.
Μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε
–όσο οδηγούσε τον σκεφτόταν. Ο Μετωπίτης ήταν απλώς άτυχος. Σε άλλη περίπτωση,
το πράγμα θα περνούσε χωρίς συνέπειες –δεν ήταν και τόσο σοβαρό στην τελική. Σε
άλλη περίπτωση… Όχι όμως όταν αργοπεθαίνει η γυναίκα σου κι εσύ τρέχεις σαν
παλαβός για να της βρεις παυσίπονα, νύχτα, σε μια πόλη γεμάτη κλειστά
φαρμακεία. Τότε όλα μετράνε. Ο Αργύρης κοίταξε το ρολόι του –ήταν 8 παρά 10, του
έμεναν κοντά στις δυο ώρες για να ξεκουραστεί. Ο Μετωπίτης έφευγε από το σπίτι
του γύρω στις 10 κάθε βράδυ για να πάει στο καφενείο. Εκεί έβρισκε κάτι
κουμάσια σαν και τα μούτρα του, πίνανε για κάνα δίωρο και μετά βγαίνανε στη
γύρα. Μόνο που αυτό το βράδυ ο Μετωπίτης δεν θα έφτανε μέχρι το καφενείο…
Το άδειο σπίτι τον κατάπιε με
τη βουλιμία πεινασμένου ιπποπόταμου, όταν έκλεισε πίσω του την εξώπορτα. Μύριζε
αντισηπτικό και αλοιφές εκεί μέσα -είχαν ποτίσει τα έπιπλα, είχε ταγκιάσει ο
αέρας –ούτε καν η τσιγαρίλα δεν έμοιαζε ικανή να καλύψει αυτή τη μυρωδιά
θανάτου. Ο Αργύρης έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε οτι τελικά ο θάνατος που μύριζε αγιόκλημα κι ερχόταν από τις στοές ήταν ένας
όμορφος θάνατος –χάρη θα του έκανε του καργιόλη. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι όσο
άλλαζε ρούχα χάζευε το σχήμα του κορμιού της πάνω στο άστρωτο κρεβάτι, ένιωσε
την ανάγκη να ξαπλώσει και να τη θυμηθεί αλλά ήξερε οτι κάτι τέτοιο δεν ήταν
δυνατό αφού ο ύπνος θα τον έπαιρνε ακαριαία αν ξάπλωνε και δεν υπήρχε περίπτωση
να κοιμηθεί πριν πεθάνει ο Μετωπίτης.
Στο κάτω μέρος της ντουλάπας
τον περίμενε ένα ξυράφι από εκείνα που χρησιμοποιούσαν παλιά στα κουρεία, 16
πόντοι γυαλιστερής λάμας (είχε φροντίσει να την ακονίσει τον τελευταίο μήνα που
σχεδίαζε τον θάνατο τού Μετωπίτη). Το ξυράφι βρισκόταν περίπου δυο χρόνια στη
ντουλάπα, ήταν το δώρο που είχε κάνει στον εαυτό του τη μέρα που έμαθε για τον
καρκίνο της Μαρίας, η εναλλακτική του λύση. Αντιμετωπίζεις καλύτερα το
αναπόφευκτο αν έχεις κάτι για ν΄ ανοίξεις μια έξοδο διαφυγής –έτσι σκεφτόταν
τότε. Και είχε δίκιο. Δηλαδή είχε άδικο, δεν του ήταν δυνατό ν΄ αφήσει τη Μαρία
να πεθαίνει μόνη της, αλλά είχε δίκιο. Ένα ακονισμένο ξυράφι είναι κανονικό
κλειδί απόδρασης, όπως και να ‘χει.
Έσβησε τα φώτα, άναψε τσιγάρο,
έχωσε στην τσέπη του το εκτυπωμένο χαρτί Α4 που τον περίμενε υπομονετικά στο
τραπέζι της κουζίνας και προσπάθησε να βολευτεί στον καναπέ του σαλονιού για
κάνα μισάωρο, να ηρεμήσει κάπως –μάταιος κόπος. Όσο πλησίαζε η ώρα τόσο ένιωθε
το κορμί του να βγάζει ελατήρια. Νευρικά τικ, φαγούρα παντού, δυσκολία στην
αναπνοή –ιδρώτας. Έσβησε το τσιγάρο του νευρικά κι έμεινε να χαζεύει τη
στραπατσαρισμένη καύτρα που ακόμα κάπνιζε, βάλθηκε να την κυνηγάει με το φίλτρο
κάνοντας τα πράγματα χειρότερα αφού πλέον άρχισε να καπνίζει και το φίλτρο.
«Θ΄ αρπάξει φωτιά το σπίτι με
το κωλοτσίγαρο», μουρμούρισε και η ιδέα τού φαινόταν τόσο παράλογη όσο και
απειλητική.
Άρπαξε το τασάκι, έτρεξε στο
νεροχύτη και το πλημύρισε, η καύτρα έγινε κατάμαυρη –ένιωσε γελοία
ανακουφισμένος.
«Πρέπει να το προσέξεις αυτό,
γιατί σε βλέπω να παρανοείς λίαν συντόμως», μουρμούρισε.
Τότε, έχοντας ήδη φτάσει στην
εξώπορτα, συνειδητοποίησε οτι είχε αρχίσει να μιλάει μόνος του μεγαλόφωνα και
τον έπιασε σπαστικό γέλιο.
«Κράτα σφιχτά την παράνοιά σου
για να μην τρελαθείς», είπε, ακόμα πνιγμένος στα γέλια, ενώ κατέβαινε τις
σκάλες.
Πάρκαρε το παμπάλαιο μαύρο
Πούντο κοντά στο σημείο της ενέδρας, είχε σκεφτεί οτι θα ήταν προτιμότερο να
δουν το αμάξι του εκεί γύρω, παρά τον ίδιο να τρέχει με τίποτα κομμένα αυτιά,
αν κάτι πήγαινε στραβά. Ένα μήνα τώρα που παρακολουθούσε τον Μετωπίτη είχε βρει
οτι η συγκεκριμένη θέση παρκαρίσματος άδειαζε τις καθημερινές κατά τις 9 και
μισή –μάλλον κάποιος έφευγε από τη δουλειά του ή πήγαινε σε αυτήν. Ήταν και
καλό σημείο, σκοτεινό, χωρίς θέα από την πλατεία. Κοίταξε το ρολόι του –είχε
ακόμα κάνα εικοσάλεπτο, το λιγότερο. Ο Μετωπίτης θα ερχόταν από δεξιά, θα
έμπαινε στο σκοτεινό δρομάκι για να κόψει δρόμο πηγαίνοντας προς το καφενείο, ο
Αργύρης θα τον περίμενε κρυμμένος έξω από την είσοδο της πρώτης πολυκατοικίας.
Υπήρχε ένα ρίσκο –μπορεί δηλαδή ο Μετωπίτης να αποφάσιζε να πάει από το
απέναντι πεζοδρόμιο –βέβαια, έτσι θα έκανε περισσότερο δρόμο, αλλά τίποτα δεν
μπορούσες να αποκλείσεις. Υπήρχε και ο κίνδυνος να εμφανιστεί κάποιος άλλος στο
δρομάκι, κάποιος που θα έβγαινε από τις πολυκατοικίες ή θα πήγαινε προς αυτές. Κοντά
ένα μήνα που παρακολουθούσε το μέρος ο Αργύρης είχε δει ανθρώπους να περνάνε
ταυτόχρονα με τον Μετωπίτη –τρεις φορές μονάχα, από τις οποίες η μία ήταν κατά
λάθος, ένας γεράκος μπήκε στο δρομάκι, έκανε 10 μέτρα αλλά γύρισε πίσω και
ξαναβγήκε.
Ο Αργύρης χώθηκε στο κούφωμα
της πολυκατοικίας, ακούμπησε με την πλάτη στη τζαμαρία της κεντρικής εισόδου και
άγγιξε το ξυράφι στη μέσα τσέπη του μπουφάν του. Πήρε βαθειά ανάσα, ξανακοίταξε
το ρολόι του. 18 λεπτά, το λιγότερο. Έβαλε το κινητό στη σίγαση. 17 λεπτά.
Έκλεισε τα μάτια και τα ξανάνοιξε. 16 λεπτά. Φόρεσε ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια.
Ήθελε να φύγει, να το βάλει στα πόδια
πανικόβλητος αλλά δεν υπήρχε πουθενά να
τρέξει, πουθενά να κρυφτεί –ο Μετωπίτης θα βρισκόταν συνέχεια μπροστά του
όσο κι αν προσπαθούσε να τον ξεπεράσει. Ένας μαύρος τοίχος.
Από την πλατεία παρακάτω
ακούγονταν κορναρίσματα. 14 λεπτά, το λιγότερο.
Πρώτα τον ένιωσε και μετά τον
είδε –ξαφνικά -νωρίτερα απ’ ότι υπολόγιζε, βαρύ ανοικονόμητο βήμα στο σπασμένο
πλακόστρωτο του πεζοδρομίου. Ο Αργύρης κόλλησε στη τζαμαρία της πολυκατοικίας
και κράτησε την αναπνοή του. Είχε ακόμα χρόνο, είχε ακόμα επιλογές. Θα μπορούσε
να αφήσει τον καργιόλη να περάσει ή θα μπορούσε να πεταχτεί μπροστά του και να
τον τρομάξει, να τον ξεφτιλίσει… Ξεκόλλησε από τη τζαμαρία, βρέθηκε πίσω από
τον άντρα και τον άρπαξε από τα μαλλιά τραβώντας του το κεφάλι προς τα πίσω με
το αριστερό χέρι. Ο άντρας πάγωσε για λίγο, ο Αργύρης κρατούσε ήδη το ξυράφι
ανοιγμένο, όταν το έφερε στο λαιμό τού άντρα εκείνος ξεφύσησε –σκόρδο
ανακατεμένο με ιδρώτα που άρχισε ξαφνικά να τρέχει ποτάμι –το ξυράφι απλοποίησε
τρομερά την υπόθεση. Ο Μετωπίτης θέλησε να ουρλιάξει αλλά το σκίσιμο στο λαιμό
δεν τον βοηθούσε καθόλου, ο Αργύρης έκανε δυο βήματα πίσω απελευθερώνοντάς τον.
Ο Μετωπίτης ταλαντεύτηκε, προσπάθησε να φέρει τα χέρια στο λαιμό του αλλά αντί
γι΄ αυτό έσκασε με τα μούτρα στο πεζοδρόμιο.
Ο Αργύρης κοντοστάθηκε,
κοιτάζοντας τον άνθρωπο που κλωτσούσε ακατάσχετα τον αέρα. Σκέφτηκε να τον
φτύσει κατάμουτρα αλλά φοβήθηκε οτι θα τον μαγκώνανε από το DNA, είχε ακόμα στην τσέπη του ένα
τυπωμένο χαρτί με τη φράση «ΓΑΜΙΕΤΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ» αλλά του φάνηκε
παρακινδυνευμένο να το αφήσει δίπλα στο πτώμα, τελικά έφυγε με αργά βήματα από
το σκοτεινό δρομάκι, άδειος από ικανοποίηση, ξένος από συναίσθημα. Ο Μετωπίτης
ήταν παρελθόν όμως το παρελθόν ήταν ακόμα επίπονο. Ο Αργύρης θυμήθηκε τη Μαρία.
«Τελικά δεν τα καταφέραμε κι άσχημα», της είπε. «Κι ας ξεφτιλιστήκαμε…» Μπήκε
στο αυτοκίνητό του –μακάρι να τα πίστευε όλα αυτά, μακάρι να ένιωθε καλύτερα,
μακάρι να ένιωθε κάτι, οτιδήποτε…
Μέσα στο αυτοκίνητο έκανε έναν
πρώτο έλεγχο για αίματα, στα χέρια του, στα μπουφάν του, στο παντελόνι του…
Έπρεπε να ξεφορτωθεί το ξυράφι κι έτσι πήγε προς την κρεαταγορά. Tα καταστήματα της στοάς ήταν
κλειστά αλλά οι κάδοι απορριμμάτων ήτανε τίγκα στο σκουπίδι. Καθάρισε τη λάμα
μ΄ ένα χαρτομάντιλο το οποίο έκαψε αμέσως μετά. Στη συνέχεια παράχωσε το ξυράφι
ανάμεσα σε βρωμερά εντόσθια ζώων και ξεθυμασμένες λεμονόκουπες. Κόντεψε να
ξεράσει από τις μυρωδιές -κατάφερε να φύγει μαζεύοντας τα σωθικά του με κόπο.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι του η
μυρωδιά είχε εξαφανιστεί. Ούτε φάρμακα, ούτε θάνατος –μόνο υγρασία, κλεισούρα
και το βρεγμένο χώμα που κουβάλαγε ο Αργύρης στις σόλες των παπουτσιών του.
Γδύθηκε γεμίζοντας με τα ρούχα του το πλυντήριο, έβαλε το μπουφάν και τα
παπούτσια μέσα στη μπανιέρα και τα πλάκωσε στο κατάβρεγμα, μετά πλύθηκε ο ίδιος
για ώρα πολλή. Δεν ένιωσε καθαρότερος γιατί η βρώμα παρέμενε κολλημένη στα
ρουθούνια του –ένιωσε όμως αρκετά πιο ήρεμος.
Το κρεβάτι ήταν ακόμα άστρωτο
αλλά το σχήμα τού κορμιού της δεν ήταν πλέον ευδιάκριτο. Χώθηκε κάτω από τα
σκεπάσματα όμως ένιωσε πως είχε κάτι ακόμα να κάνει –πετάχτηκε, πήγε τρέχοντας
μέχρι το σαλόνι κι άρπαξε το ασύρματο τηλέφωνο. Μια αναπάντητη κλήση αναβόσβηνε
ασορτί με τα χέρια του που πήραν να τρέμουν ανεξέλεγκτα. Κοίταξε τον άγνωστο
αριθμό στο καντράν –το τρέμουλο άρχισε να απλώνεται σε όλο του το κορμί.
Αγκαλιά με το τηλέφωνο ξαναχώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα για λίγο, μέχρι να
ξαναπεταχτεί –καινούργια βόλτα στο σαλόνι για να πάρει το τασάκι και τα τσιγάρα
του, αυτή τη φορά. Ο άγνωστος αριθμός εξακολουθούσε να τον κοιτάζει από τη
φωτισμένη οθόνη –δεν υπήρχε περίπτωση να ησυχάσει αν δεν μάθαινε… Πάτησε το
κουμπί της επανάκλησης τρέμοντας. Κανένας δεν απάντησε από την άλλη άκρη
–περίμενε κοντά ένα λεπτό πριν κλείσει το τηλέφωνο. Άναψε τσιγάρο.
«Ποιος πούστης;» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.
Το τηλέφωνο χτύπησε, στην
οθόνη εμφανίστηκε ο ίδιος άγνωστος αριθμός.
«Ποιος είναι;» ψέλλισε σχεδόν
πανικόβλητος.
«Καλή ερώτηση –έχω όμως μια
ακόμα καλύτερη», δήλωσε μια αντρική φωνή.
«Τι πράγμα;» μουρμούρισε
μπερδεμένος ο Αργύρης.
«Πόση ώρα μένει μέχρι να έρθει
στο ραντεβού η Ναστάζια Κίνσκι;» ρώτησε η φωνή.
Ο Αργύρης ξεφούσκωσε απότομα
σα μπαλόνι που το τρυπάνε με καρφίτσα.
«Δηλαδή, το έχεις σίγουρο οτι
θα έρθει;» έκανε χαμογελώντας άθελά του ο Αργύρης.
«Υποθετικά μιλάμε», εξήγησε η
φωνή.
«Υποθετικά λοιπόν, θα έπαιρνα
τηλέφωνο τη Ναστάζια και θα της ζητούσα να το αφήσουμε για άλλη μέρα»,
υπολόγισε ο Αργύρης.
«Τα τηλέφωνα είναι χαλασμένα»,
τον πληροφόρησε η φωνή από το τηλέφωνο.
«Και η κυκλοφορία στους
δρόμους διεξάγεται κανονικά, τα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν απεργούν…»
«Σιγά μην ερχόταν με το τρόλεϊ
ολόκληρη Ναστάζια Κίνσκι! Με τα πόδια θα έρθει, έχοντας διασχίσει τη μισή Λας
Βέγκας Στριπ».
«Σε αυτή την περίπτωση… λοιπόν
νομίζω οτι δεν θα καταφέρει να είναι εδώ πριν περάσει, τουλάχιστον, μισή
μέρα..» παραδέχτηκε ο Αργύρης.
«Κάτι είναι κι αυτό –μισή
μέρα…» μουρμούρισε η φωνή από την άλλη άκρη.
«Ρε γαμώτο, πήρες τέτοια ώρα
τηλέφωνο για να με ρωτήσεις…» άρχισε τη γκρίνια ο Αργύρης.
«Είχα πάρει και νωρίτερα αλλά
δεν το σήκωνες…»
«Κοιμόμουνα», δικαιολογήθηκε ο
Αργύρης.
«Δεκτό», έκανε απρόθυμα ο
Κώστας από την άλλη άκρη της γραμμής. «Λοιπόν –μισή μέρα, έτσι;»
«Μισή μέρα», επιβεβαίωσε
αμήχανα ο Αργύρης.
«Πάει να πει –αύριο το
βραδάκι…»
«Εντάξει, ας πούμε αύριο το
βραδάκι…»
«Πού;»
«Κέντρο ίσως;»
«Σωστός. Ξέρω το κατάλληλο
μπαράκι», είπε ο Κώστας.
«Κατάλληλο για τη Ναστάζια
Κίνσκι;»
«Κατάλληλο για να την
ξεχάσουμε στην απίθανη εκείνη περίπτωση που θα μας στήσει τελικά στο ραντεβού»,
εξήγησε ο Κώστας.
«Αύριο λοιπόν», είπε σιγά ο
Αργύρης.
«Καληνύχτα μαλάκα», του
ευχήθηκε ο Κώστας.
«Κακό ψόφο», απάντησε ο
Αργύρης και έκλεισε το τηλέφωνο.
Αμέσως μετά έκλεισε τα μάτια
του –το τσιγάρο σιγόκαιγε στο τασάκι αλλά δεν τον τρόμαζε πλέον η πιθανότητα να
πάρει φωτιά το σπίτι.
Αποκοιμήθηκε με τη βεβαιότητα
οτι δεν είχε αφήσει καμιά εκκρεμότητα πίσω του.
9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
...but she'l come, softly strawling down the path, signing....
Little Boy Blue, come blow your horn
The dish ran away with the spoon
Home again, home again Saturday morn
He never gets up before noon
Well, she used to render you legal and tender
When you used to send her your promises, boy
A diller, a dollar, unbutton your collar
And come out and holler out all of your noise
So Little Boy Blue, come blow your top
And cut it right down to the quick
Don't sit home and cry on the Fourth of July
Around now you're hittin' the bricks
So abracadabra, now she disappeared
Everything's Canada Dry
So watch your behavior and rattle your cage
With a bottle of Bourbon, goodbye
So Little Boy Blue lost little Bo Peep
She fell through a hole in the nest
Now ain't it peculiar that she's finally cooled
Your big wheels just like all of the rest
Whenever it rains, the umbrellas complain
They always get played for a chump
So mark it and strike it, she's history now
And you're hangin' out at the pump
Little Boy Blue, come blow your horn
The dish ran away with the spoon
Home again, home again Saturday morn
He never gets up before noon
Well, she used to render you legal and tender
When you used to send her your promises boy
A diller, a dollar, unbutton your collar
And come out and holler out all of your noise
Καλώς τον Αργύρη. Να κάνω και ένα σχόλιο γα τον συγγραφέα: σου αρέσουν τα αιχμηρά αντικείμενα mboy, από την πεταλούδα στην κάμα :)
athinaev
Τα αιχμηρά αντικείμενα δεν κάνουν θόρυβο εξωτερικά -αλλά κάνουν τρομερή φασαρία στον εσωτερικό κόσμο, εξ ου και βολικότερα....
Καλώς τους, να λες.
Αυτό το Τρίο θα με κάνει -προς το παρόν- να ξεχάσω τον άλλον...τον πως τον λένε...που την έκανε...που έγινε Λούης...
Α, τον Πετρά! ;)
Καλή αρχή :)
Θα ρίξεις Μαύρο Πετρά πίσω σου δηλαδή!
Με το τίποτα λέμε!!!
Απλά είπα μαι που είναι 3 τώρα, να τους εμψυχώσω! ;)
μ΄αρέσεις που είσαι αγνός οπαδός!
Καιρό είχα να περάσω... Μια χαρά το βρίσκω πάντως. Πιο πολύ έγραψα για το γκαρσόνι. Χαιρετίματα.
Καλά έκανες κι έγραψες γιατί και το γκαρσόνι από φιλοδωρήματα ζει -μη νομίζεις οτι το πληρώνουμε!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!