Προηγούμενα:
Ένα ζευγάρι μάτια καρφωμένα πάνω του –καθόλου δεν θα τον ενοχλούσε το γεγονός αν δεν συνοδευόταν από ένα ζευγάρι πόδια που κοπανάγανε ασυντόνιστα το παρκέ πάτωμα. Ο Τάκης χώθηκε κάτω από το μαξιλάρι πνίγοντας μια βλαστήμια, σύντομα όμως κατάλαβε οτι δεν υπήρχε σωτηρία.
«Τι θες ρε μούλε πρωινιάτικα;»
μούγκρισε.
«Η μαμά είπε οτι το πρωινό
είναι έτοιμο», απάντησε ο μεγάλος του γιος.
«Εντάξει –φάτε –τι
περιμένετε;» βόγκηξε ο Τάκης.
«Εσένα».
Ο Τάκης πέταξε το μαξιλάρι
πάνω στον πιτσιρικά ο οποίος το απέφυγε με εκνευριστική ευκολία.
«Άντε σήκω –μεσημέριασε», είπε
στον πατέρα του.
Εκείνος έσπρωξε τα σκεπάσματα
αργά, σα να αποχωριζόταν γκόμενα.
«Κανένα έλεος», μουρμούρισε.
Και μετά είδε οτι ο πιτσιρικάς
δεν έφευγε.
«Τι περιμένεις τώρα;» απόρησε.
«Τον ξέρω το δρόμο για την κουζίνα».
«Έχω να σου πω…» είπε ο
πιτσιρικάς.
«Πες το».
«Ένας φίλος μου από το σχολείο
πήρε καινούργιο κινητό…» άρχισε ο πιτσιρικάς.
«Πρόβλημά του», έκανε ο Τάκης
ψάχνοντας τις κάλτσες του.
«Ναι, αλλά μου δίνει το παλιό
του», συνέχισε ο πιτσιρικάς.
«Πρόβλημά σου», διαπίστωσε ο
Τάκης.
«Χρειάζομαι όμως κάρτα…»
«Έχει η μάνα σου κάτι
χριστουγεννιάτικες που περίσσεψαν από πέρσι…»
«Όχι τέτοια κάρτα ρε πατέρα!»
«Εντάξει, θα σου πάρω μια από
το περίπτερο».
«Εντάξει», είπε ο πιτσιρικάς
αλλά δεν σηκώθηκε από τη θέση του.
«Τι άλλο;» μούγκρισε ο Τάκης.
«Θέλει και μνήμη…»
«Ποιος; Ο φίλος σου;»
«Όχι. Το κινητό».
«Του φίλου σου;»
«Το δικό μου».
«Έχεις κινητό;»
«Τώρα δε σου είπα οτι θα μου
δώσει το παλιό του;»
«Σωστά», παραδέχτηκε ο Τάκης.
«Μου το είπες. Και πόσο θα μου στοιχίσει το κινητό;»
«Τίποτα! Έτσι μου το δίνει!»
«Δωρεάν σα να λέμε;» έξυσε το
κεφάλι του ο Τάκης.
«Ναι».
«Πόσο δωρεάν δηλαδή; Πάνω από
20 ευρώ;»
«Το κινητό;» έκανε τον χαζό ο
πιτσιρικάς.
«Το κινητό, η κάρτα, η μνήμη,
τα ζαντολάστιχα, οι τσιμούχες –ξέρω ‘γω;»
«Α…» έκανε ο πιτσιρικάς.
«Ποτέ μη ζητάς λεφτά από
κάποιον που μόλις ξύπνησε», τον συμβούλεψε ο Τάκης.
«Σιγά τα λεφτά –μπορώ να τα
βάλω και μόνος μου…» κούμπωσε ο πιτσιρικάς.
«Αλλά προτιμάς να τα βάλω
εγώ», είπε ο Τάκης κι έφυγε σφαίρα για την τουαλέτα.
«Τι θα γίνει τελικά;» του
φώναξε απ΄ έξω ο πιτσιρικάς.
«Θα δούμε», είπε ο Τάκης.
Πήγε στην κουζίνα νομίζοντας
πως είναι προετοιμασμένος για τα χειρότερα αλλά οι τσιρίδες των παιδιών τον
έπιασαν για μια ακόμα φορά απροετοίμαστο. Οι δυο γιοι του τσακώνονταν για το
που θα καθίσουν, η κόρη του γκρίνιαζε για τη μάρκα των κορν φλέικς, η γυναίκα
του ταλαντευόταν ανάμεσα στο να βάλει τα κλάματα ή τις φωνές.
«2 ΛΕΠΤΑ ΣΚΑΣΜΟΣ», φώναξε ο
Τάκης.
Παραδόξως, του έκαναν τη χάρη.
Μέχρι και η γυναίκα του σταμάτησε να κόβει ψωμί.
«Νούμερο ένα, κάθεσαι στην
δεξιά καρέκλα –Νούμερο δύο, στην αριστερή –Νούμερο τρία αν δεν σου αρέσουν τα
φλέικς πήγαινε στο δωμάτιό σου τώρα αμέσως».
«Μα…» ξεκίνησε να λέει ο
μεγάλος γιος.
«Κάρτα; Μνήμη;» του χαμογέλασε
ο Τάκης.
Ο μεγάλος γιος βιάστηκε να
καθίσει στη θέση που του είχε υποδείξει.
«Εσύ μικρή; Θα φας πρωινό ή θα
πας στο δωμάτιό σου;» ρώτησε ο Τάκης.
«Για τελευταία φορά»,
νιαούρισε η μικρή απειλητικά.
«Καλημέρα αγάπη μου –τι ωραία
που είναι Κυριακή και είμαστε όλοι μαζί!» πανηγύρισε ο Τάκης φιλώντας τη γυναίκα
του στο μάγουλο.
«Ναι –τι να σου πω…»
μουρμούρισε εκείνη.
Το υπόλοιπο πρωινό εξελίχθηκε
ομαλά –όσο ομαλά μπορεί να εξελιχθεί ένα πρωινό στο οποίο συμμετέχουν τρία
παιδιά 14, 12 και 8 ετών αντίστοιχα.
Όταν η κουζίνα άδειασε από τα παιδιά
ο Τάκης τράβηξε τη γυναίκα του αναγκάζοντάς την να καθίσει.
«Άστα, θα τα μαζέψουμε
αργότερα», της είπε. «Ας πιούμε έναν καφέ σαν άνθρωποι…»
Εκείνη κάθισε σηκώνοντας
αδιάφορα τους ώμους.
«Κάποιες φορές δεν
αντέχονται…» μουρμούρισε.
«Και κάποιες άλλες είναι απλώς
ανυπόφορα», γέλασε ο Τάκης.
Η γυναίκα του πιέστηκε να
χαμογελάσει αλλά της βγήκε προς το αξιολύπητο.
«Έλα ρε Μαρινάκι –μην
τρελαίνεσαι…» την αγκάλιασε ο Τάκης. «Παιδιά είναι, κάποτε θα μεγαλώσουν».
«Κι αυτά κι εμείς ρε Τάκη»,
είπε η Μαρίνα.
«Εντάξει –δεν μας πήραν ακόμα
τα χρόνια. Μπορούμε ακόμα να…»
«Τέλος πάντων», έκανε εκείνη
προσπαθώντας να σηκωθεί.
«Κάτσε κάτω μωρέ», γέλασε ο
Τάκης.
«Πρέπει να μαζέψω, σε λίγο θα
ξεκινήσω να φτιάχνω μεσημεριανό», του εξήγησε.
«Μαζί», της ξεκαθάρισε ο Τάκης
καθώς σηκωνόταν.
Όσο μάζευε το φλιτζάνι του
καφέ από το οποίο δεν είχε προλάβει να πιει περισσότερες από δυο γουλιές σκέφτηκε
οτι κάπως αλλιώς θα έπρεπε να είναι οι Κυριακές του. Και τα Σάββατα και η ζωή
γενικότερα. Μετά είδε τη Μαρίνα που έσκυψε για ν΄ αδειάσει τα αποφάγια στον σκουπιδοτενεκέ και τα άφησε
όλα πίσω –τη βούτηξε από τη μέση και τη φίλησε στο λαιμό.
«Κάτσε βρε ήσυχα», έκανε η
Μαρίνα προσπαθώντας να δείξει νευριασμένη.
«Γίνεται να κάτσω ήσυχα με
σένα;» ψιθύρισε ο Τάκης.
«Πού μπλέξαμε!» αναφώνησε δήθεν
αγανακτισμένα η Μαρίνα.
Το φαγητό ψηνόταν στον φούρνο,
η Μαρίνα χάζευε κάποιο περιοδικό απ΄ αυτά που εμφανίζονται στα σπίτια
μυστηριωδώς, χωρίς κανένας να τα έχει φέρει ή αγοράσει, τα παιδιά ισχυρίζονταν
οτι ετοιμάζουν τα μαθήματα της Δευτέρας (κατά πάσα πιθανότητα χάζευαν στο
ίντερνετ) κι ο Τάκης άνοιξε την τηλεόραση βουλιάζοντας στη μέση του καναπέ.
Πέρασε τα κανάλια μια γρήγορη, διαπιστώνοντας οτι δεν έπαιζαν τίποτα και μετά
κόλλησε σε κάποια επανάληψη σήριαλ (δεν το είχε ξαναδεί, αλλά του χρειάστηκαν
γύρω στα 2 λεπτά για να καταλάβει την υπόθεση και να προβλέψει το τέλος) –το
παρακολουθούσε παράλληλα με μια κολεγιακή χαζοκωμωδία που παιζόταν σε άλλο
κανάλι. Άκουσε το τηλέφωνο να κουδουνίζει αλλά το αγνόησε. Παρ΄ όλα αυτά, το
τηλέφωνο συνέχισε.
«Τηλέφωνο», φώναξε.
«Πιάστο», του απάντησε μια
φωνή από το εσωτερικό του σπιτιού.
«Κάνε παιδιά να δεις καλό»,
μουρμούρισε ψάχνοντας την ασύρματη συσκευή.
Τη βρήκε θαμμένη κάτω από
κάμποσα μπλοκ ζωγραφικής στην τραπεζαρία.
«Παρακαλώ;» ρώτησε.
«Οι ευγένειες σε μαράνανε»,
αποφάνθηκε η φωνή του Κώστα από την άλλη άκρη.
«Τι θες ρε μαλάκα
πρωινιάτικα;» γκρίνιαξε ο Τάκης.
«Ακόμα και για τους ελεύθερους
ανθρώπους έχει πάει μεσημέρι –εσύ πώς την έχεις δει τελικά;» ρώτησε με τη σειρά
του ο Κώστας.
«Εντάξει –ρίξε μας κι έναν
δεκάρικο όσο θα βράζουμε ρύζι», μουρμούρισε ο Τάκης.
«Για άλλο σε πήρα», είπε ο
Κώστας.
«Και γιατί δεν το λες;»
απόρησε ο Τάκης.
«Κάποιος πρόλογος πάντα
χρειάζεται…» εξήγησε ο Κώστας. «Λοιπόν, στο θέμα μας γιατί αρκετά με
καθυστέρησες με τη φλυαρία σου κι έχω και δουλειές. Το βράδυ υπάρχει Αργύρης».
«Ποιο βράδυ; Σήμερα;»
«Ναι».
Ο Τάκης έξυσε το κεφάλι του.
Έξοδος Κυριακή βράδυ –ότι χειρότερο μπορούσε να τύχει σε εργαζόμενο πρωινού
ωραρίου, κατά την άποψή του. Να ξεκινάς τη βδομάδα μετά από ξενύχτι –ότι χειρότερο…
«Δεν παίζει να το κάνουμε άλλη
μέρα;» ρώτησε άψυχα.
«Όχι».
«Και δηλαδή, πότε το
κανονίσατε;»
«Χτες βράδυ».
«Υπάρχει θέμα;»
«Πού να ξέρω ρε φίλε; Όσο τον
είδες εσύ τον Αργύρη στην κηδεία άλλο τόσο τον είδα κι εγώ».
«Κυριακάτικα ρε πούστη μου!» γκρίνιαξε
ο Τάκης.
«Κυριακάτικα ρε πούστη μου»,
επιβεβαίωσε ο Κώστας.
Στη συνέχεια ρύθμισαν τα
τυπικά –πού, πότε –και έκλεισαν.
«Μαρίνα», φώναξε ο Τάκης. «Το
βράδυ έχω έξοδο».
Βγήκε στην πόρτα της κουζίνας
κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά.
«Κώστας, Αργύρης», της
εξήγησε.
«Α καλά», είπε εκείνη.
«Θέλεις να έρθεις;» τη ρώτησε.
«Για μαλάκες ψάχνεις;» τον
ειρωνεύτηκε.
«Κι αν ψάχνω –βρίσκω;»
μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Τάκης.
Το μεσημέρι, μετά το φαγητό,
έκανε μια προσπάθεια να τον υφαρπάξει στον καναπέ μπας και αναπληρώσει λίγο από
τον, σίγουρα, χαμένο βραδινό του ύπνο
αλλά η πιτσιρικαρία είχε διαφορετικά σχέδια. Κουδούνια που χτυπάγανε, παιδιά
που μπαινοβγαίνανε, κανάλια που άλλαζαν αυξομειώνοντας τον ήχο της τηλεόρασης
–ο Τάκης σηκώθηκε με πονοκέφαλο.
«Αδύνατο να κοιμηθεί άνθρωπος
εδώ μέσα», γκρίνιαξε.
«Γιατί δεν πήγαινες άνθρωπέ
μου στο κρεβάτι;» απόρησε η Μαρίνα.
«Τι κάνω στο κρεβάτι μόνος κι
έρημος; Γι΄ αυτό έχω οικογένεια, για να μην είμαι μαγκούφης», συνέχισε τη
γκρίνια ο Τάκης αδιαφορώντας για τη χειρονομία που του έκανε η Μαρίνα
στριφογυρίζοντας το δάχτυλό της σα μανιβέλα δίπλα το δεξί της μηνίγγι.
Μπανιαρίστηκε, αρωματίστηκε,
ντύθηκε γκραν για αλητείες και εμφανίστηκε στο σαλόνι της οικογενείας του.
«Ουααουου», έκανε η μικρή
ψευτοθαυμάζοντας.
«Πατέρα, από τη ντουλάπα μου
τη σούφρωσες τη μπλούζα;» ρώτησε ο μεγάλος.
Η Μαρίνα ξεράθηκε στα γέλια.
«Μουλόσποροι και γυναίκα της
ζωής μου…» ξεκίνησε ο Τάκης καθαρίζοντας δήθεν τον λαιμό του για να αγορεύσει,
«ανειλημμένες υποχρεώσεις με αναγκάζουν να στερηθώ την ευχάριστη συντροφιά σας
προκειμένου να συμπαρασταθώ σε φίλο αναξιοπαθούντα. Η ζωή, η ζωή λέγω….»
Κάπου εκεί τον διέκοψαν τα
παρατεταμένα γιουχαΐσματα της πιτσιρικαρίας.
«Κοίτα μην το παρακάνεις με το
ποτό και δε σηκώνεσαι αύριο», τον γείωσε η Μαρίνα.
«Μα αφού εξήγησα οτι πρόκειται
περί συμπαράστασης σε αναξιοπαθούντα!» αγανάκτησε θεατρικά ο Τάκης. «Και όπως
προείπα, η ζωή….»
Η υπόλοιπη οικογένεια
αδιαφόρησε πλήρως, οπότε ο Τάκης θεώρησε σωστότερο να φιλήσει τη γυναίκα του
και να ψάξει για το κράνος του.
«Με τη μηχανή θα πας;» τον
ρώτησε η Μαρίνα.
«Ποια είναι αυτή η Ζωή που μας
έπρηξε ο γέρος;» ρώτησε ο μικρότερος γιος τον μεγαλύτερο.
«Ξέρω ‘γω;» έκανε εκείνος
χαζεύοντας την τηλεόραση. «Μάλλον εκείνη με τα μεγάλα βυζιά από το Β2…»
«Και τι δουλειά έχει μαζί της
ο γέρος;» απόρησε ο μικρός.
«Απ΄ αυτόν όλα να τα
περιμένεις. Κάνε γονείς να δεις καλό…» σχολίασε ο μεγάλος την ώρα που ο Τάκης
δρασκέλιζε την εξώπορτα.
Κούμπωσε το μαύρο δερμάτινο
μπουφάν, μόρφασε κάμποσο εκνευρισμένος διαπιστώνοντας οτι είχε πάρει μερικά
ενοχλητικά κιλά, φόρεσε το κράνος του και καβάλησε την ασπροκόκκινη café racer, έμεινε για λίγο ακίνητος απολαμβάνοντας
τον ξυραφένιο ήχο, σήμα-κατατεθέν των CB, και μετά πετάχτηκε καρφί στο δρομάκι έξω από την πολυκατοικία
τινάζοντας από πάνω του σαν στάχτη την οικογενειακή ζωή. «Επιτέλους μόνοι»,
ψιθύρισε μέσα στην αντήχηση του κράνους.
Η μηχανή βγήκε με τις πάντες
στη λεωφόρο αφήνοντας λιωμένο ελαστικό για ενθύμιο. Έμεναν, χρόνια τώρα, στα
προάστια, επειδή το κέντρο της πόλης δεν ήταν κατάλληλο για να μεγαλώσουν
παιδιά. Σωστό. Όσο σωστό ήταν και το οτι τα προάστια δεν είναι κατάλληλα για να
μεγαλώσουν αυτοί που υπήρξαν παιδιά στην πόλη. «Από γέρος στην εξοχή, καλύτερα πούστης
στο Τεπελένι», λέγανε παλιά, πράγμα το οποίο αποτελεί αδιαμφισβήτητη απόδειξη πώς «ότι κοροϊδεύεις το λούζεσαι».
Είχε τη μηχανή για να
κατεβαίνει πιο εύκολα στη δουλειά, να αποφεύγει το πρωινό μποτιλιάρισμα της
λεωφόρου ή έτσι τουλάχιστον ισχυριζόταν. Κι όταν κάποιος τύχαινε να τον ρωτήσει
το προφανές: γιατί δεν βολεύεσαι με ένα παπάκι που καίει λιγότερα και είναι και
πιο ευκίνητο –τότε άρχιζε τη φιλοσοφία περί ενεργητικής ασφάλειας την οποία
προσφέρει ο μεγάλος κυβισμός και άλλα τέτοια βαθυστόχαστα. Ήξερε βέβαια οτι τη
μηχανή την είχε για δυο λόγους, τους εξής τρεις: α) επειδή το θεωρούσε ξεφτίλα
μεγάλος άνθρωπος να κυκλοφορεί σαν κοκωβιός πάνω σ΄ ένα λιλιπούτειο παπάκι, β)
γιατί η μηνιαία συντήρηση της μηχανής (φύλλο και φτερό την έκανε στην πυλωτή
της πολυκατοικίας, τέντωνε, ρύθμιζε, έπλενε με βενζίνη) ήταν ο μοναδικός χρόνος
ενδοσκόπησης που διέθετε πλέον και γ) γενικά –επειδή γούσταρε.
Έριξε τη μηχανή δεξιά για να
αποφύγει τον ηλίθιο στη μεσαία λωρίδα της λεωφόρου που έβγαλε δεξί φλας για να πάει
αριστερά και χαμογέλασε όπως έκανε και παλιά όταν απέφευγε την πτώση. Παράλληλα
ένιωσε εκείνο το κλασσικό τσίμπημα στα κόκαλα, η ανάμνηση των δεκάδων πτώσεων
επανέρχεται ενστικτώδικα κάθε φορά που αποφεύγεις την καινούργια πτώση. Από την
πλατεία βρισκόταν τρία τετράγωνα απόσταση πλέον, του ήρθε σε μια στιγμή να
βγάλει το κράνος εν κινήσει για να ξεπατικωθούν κάπως τα μαλλιά του, όπως
έκαναν παλιά, αλλά μετά θυμήθηκε οτι ήταν κοντοκουρεμένος σα νεοσύλλεκτος.
Η κίνηση στην πλατεία ήταν
πεσμένη –μίζερος φωτισμός στις καφετέριες που πάλευαν να περαστούν για
μπαράκια, βαριεστημένες γκαρσόνες με πατσαβούρια που πάλευαν να καθαρίσουν τα
τραπέζια έξω από τα άδεια μπαρ και κάτι νεκροζώντανοι που τριγυρνάγανε άσκοπα
όπως κάνουν συνήθως οι νεκροζώντανοι. Ο Τάκης άφησε τη μηχανή δίπλα σε κάτι
φρεσκότατες ψευδο-εντούρο, έβγαλε το κράνος αλλά άφησε τα γάντια καθυστερώντας
ν΄ ανοίξει και το μπουφάν, είχε φέρει κάποιο κρύο η νύχτα. Έψαξε τριγύρω, δεν
άργησε να δει τον Αργύρη σκαρφαλωμένο σε ένα από τα παγκάκια, περιφερειακά της
πλατείας, να καπνίζει διπλωμένος σα σουγιάς. Ο Κώστας, ως συνήθως, θα έφτανε
καθυστερημένος. Χωρίς να έχει ακόμα κουράγιο ξεκουμπώματος μπουφάν ο Τάκης
ξεκίνησε προς τον Αργύρη, στα τρία βήματα φρέναρε επειδή έκοψε κάτι μυστήριους να
πλησιάζουν μουλωχτά προς το μέρος του. Ο Τάκης κοντοστάθηκε. Οι μυστήριοι,
τέσσερεις και σκυφτοί, αναπτύχθηκαν –δυο πίσω από τον Αργύρη, ένας δεξιά κι
ένας αριστερά του στο παγκάκι. Ο Αργύρης φαινόταν να ενοχλείται περισσότερο από
τη μυρωδιά τους παρά από όσα του έλεγαν. Και οι μυστήριοι να τον στριμώχνουν,
στο τέλος πετάχτηκε όρθιος, στριφογύρισε πατώντας στο τσιμέντο για να τους
φέρει φάτσα. Οι δυο τύποι που κάθονταν στο παγκάκι δεν έδειξαν διάθεση να
σηκωθούν, οι άλλοι δύο όμως κινήθηκαν με σκοπό να πλευρίσουν ξανά τον Αργύρη. Ο
Τάκης επιτάχυνε το βήμα του ανήσυχος –όχι επειδή φοβόταν μην φάει ξύλο ο
Αργύρης αλλά επειδή δεν μπορούσε να τον ψυχολογήσει καθόλου έτσι όπως τον
έβλεπε.
«Τι τρέχει αγορίνες μου;»
φώναξε φτάνοντας κοντά.
Οι μυστήριοι γύρισαν
ταυτόχρονα προς το μέρος του –τρίχες μυστήριοι, κάτι πιτσιρικάδες, λίγο πάνω
από τα 20, με το χαρακτηριστικό «φοράω τα ρούχα του μακαρίτη» ντύσιμο που ήταν
πολύ της μόδας πλέον.
«Καλώς τον», ξεφύσησε ο
Αργύρης χωρίς να πάρει τα μάτια του από τους πιτσιρικάδες.
«Παρέα είσαστε;» ρώτησε ένας
απ΄ αυτούς.
«Κι εσένα τι σε νοιάζει; Παραγγελία
θα πάρεις;» ρώτησε ο Τάκης με τη σειρά του.
«Αυτός εδώ είναι μπάτσος»,
είπε ο πιτσιρικάς δείχνοντας τον Αργύρη.
Ο Τάκης ξεκαρδίστηκε –έβλεπε
οτι αυτό φούντωνε τους πιτσιρικάδες αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί.
«Μπάτσος ε;» ψέλλισε. «30
χρόνια –αθάνατες επιτυχίες!»
Ο Αργύρης έσκασε επιτέλους
μισό χαμόγελο.
«Τι γελά ρε;» μούγκρισε ένας
πιτσιρικάς.
«Γελάω επειδή θυμάμαι τότε που
πήδηξα τη μάνα σου», του εξήγησε ο Τάκης.
Ο πιτσιρικάς μαγκώθηκε άσχημα
–είχαν αυτή την ευαισθησία οι καινούργιοι πιτσιρικάδες με τις μανάδες τους (παλιότερα,
αν έλεγες σε κάποιον οτι πήδηξες τη μάνα του σε κοίταζε με οίκτο πριν σε
ρωτήσει αν έχεις δει πώς είναι η μάνα του) –ο Τάκης άνοιξε λίγο τα πόδια για να
έχει καλύτερη ισορροπία, λύγισε τα γόνατα και τον περίμενε. Ο Αργύρης καθόταν
δίπλα του σαν αγγούρι, αμέτοχος στην όλη υπόθεση. Τότε ακριβώς έσκασε ο Κώστας.
«Τι τρέχει εδώ ρε πούστηδες;»
φώναξε τρέχοντας κι ο ίδιος.
«Να -τα παλικάρια μάς πήραν
χαμπάρι», απάντησε ο Τάκης.
«Δηλαδή;» ρώτησε ο Κώστας.
«Οτι είμαστε της Ασφαλείας ρε
παιδί μου…» έκανε δήθεν αγανακτισμένα ο Τάκης.
«Έτσι ε;» πήρε γραμμή ο
Κώστας.
«Έτσι».
«Και τι καθόσαστε και δεν τους
στήνετε στον τοίχο για εξακρίβωση;» ζήτησε να μάθει. «Άντε υπαστυνόμε…»
Οι πιτσιρικάδες κοντοστέκονταν
πλέον, ψάχνοντας να επανεκτιμήσουν την κατάσταση –όσο να πεις, διαφέρει ένας
κακομοίρης μόνος στο παγκάκι από τρεις καργιόληδες που λένε οτι είναι και μπάτσοι…
Ο Κώστας πήγε πίσω από τους
πιτσιρικάδες όσο ο Τάκης τους πλησίαζε από μπροστά.
«Τρέχτε», ούρλιαξε ο ένας απ΄
αυτούς και όρμησε με το κεφάλι κάτω, οι άλλοι βιάστηκαν να τον μιμηθούν, ο
Τάκης έκανε γρήγορα στο πλάι για να μην τον πάρουν αμπάριζα.
«Νωρίς ήρθες μαλάκα», είπε
στον Κώστα.
«Στην ώρα μου για να σας
σώσω», σημείωσε εκείνος.
«Τόσα χρόνια το ίδιο έργο…»
ψιθύρισε πίσω τους ο Αργύρης βγαίνοντας μόλις από λήθαργο.
«Πες το ψέματα», σχολίασε ο
Τάκης αμήχανα.
«Έλα –φύγαμε», έκανε ο Κώστας ανυπόμονα. «Από
το κρύο μ΄ έχει πιάσει κατούρημα».
Επέλεξαν μπαρ δια της ατόπου
–όταν το ένα σου ξινίζει και το άλλο σου βρωμάει διαλέγεις το, θεωρητικά, πιο
υποφερτό που τυγχάνει να είναι, τελικά, το χειρότερο –βρέθηκαν λοιπόν
στριμωγμένοι στην παγωμένη πλευρά της μπάρας ενός μισοάδειου μαγαζιού που
έπαιζε «εκπληκτική μουσική –κάθε κομμάτι σου προκαλεί και μια δυσάρεστη
έκπληξη», όπως σχολίασε ο Κώστας κι όταν έφτασαν τα ποτά τους συνειδητοποίησαν
οτι θα έπρεπε να έχουν μεθύσει αρκετά για να καταφέρουν να τα πιουν χωρίς να
αηδιάσουν.
«Τι ωραία που περνάμε»,
θαύμασε ο Τάκης. «Μόλις θυμήθηκα γιατί κάναμε τόσα χρόνια να βρεθούμε!»
Ο Κώστας τού έκανε κάποιο
νόημα, κρυφά από τον Αργύρη, κι ο Τάκης μαζεύτηκε.
«Λοιπόν φιλαράκο; Πώς πάει;»
ρώτησε αμήχανα.
«Πώς να πάει δηλαδή;»
αναρωτήθηκε με τη σειρά του ο Αργύρης. «Εννοείς από γυναίκα, παιδιά,
οικογένεια, δουλειά και τέτοια;» γέλασε.
«Για πες», επέμεινε ο Τάκης.
«Συνηθισμένα πράγματα…»
ψιθύρισε ο Αργύρης. «Πρώτα πέθανε η δουλειά, μετά η γυναίκα κι ευτυχώς που δεν
κάναμε παιδιά δηλαδή, γιατί μάλλον κι αυτά πεθαμένα θα ήταν τώρα…»
«Οικονομικά δηλαδή…»
«Έχω ξενοικιάσει πάνω από
χρόνο το γραφείο, τώρα δουλεύω στο σπίτι. Δουλεύω –λέμε τώρα… Επόμενος;»
«Εγώ κλασσικά
–δημοσιοϋπαλληλία», είπε ο Κώστας. «Μας έχουνε ξεσκίσει στις περικοπές και στην
αύξηση φόρων –υπέροχα όλα».
«Και για μένα, δεν μπορώ να
πω», είπε, ωστόσο, ο Τάκης. «Το αφεντικό μού έκανε μέχρι αύξηση τις προάλλες…»
«Χιούμορ;» ρώτησαν με μια φωνή
οι άλλοι δυο.
«Καθόλου», τους διαβεβαίωσε ο
Τάκης. «Αύξηση κανονική και με το νόμο μιλάμε! 12%! Κι έτσι ανέβηκα κλίμακα,
αυξήθηκαν οι κρατήσεις και παίρνω στο χέρι 25 ευρώ λιγότερα το μήνα. Χωρίς να
υπολογίζω την εφορία μου –έτσι; Επίσης, με τις τελευταίες αλλαγές έχασα το
επίδομα των παιδιών άρα παίρνω γύρω στα 100 ευρώ πιο κάτω αλλά επειδή τα παιδιά
δεν φοροαπαλλάσσονται πλέον θα πληρώσω κοντά ένα χιλιαρικάκι έξτρα στην εφορία
–πώς σου φαίνομαι; Μαλάκας πολύ;»
«Εντάξει –αφού πληρώνεσαι
ακόμα, μη μιλάς καθόλου», είπε ο Αργύρης.
«Πληρώνομαι –αυτό έλειπε! Απλά
δεν με εξοφλούν κάθε μήνα, όλο και κάτι βρίσκονται να μου χρωστάνε –για να
κρατάμε επαφή, κατάλαβες; Να μη χανόμαστε… Η Μαρίνα έχει ξεκινήσει μια δουλειά
στο σπίτι, κάνει διορθώσεις, μεταφράσεις –κάτι βγαίνει κι από εκεί…» υπολόγισε
ο Τάκης.
Ο Κώστας άνοιξε το πακέτο του
και πρόσφερε τσιγάρα σε όλους.
«Κομμένη», είπε.
«Ε, μην την πιεις», τον
κορόιδεψε ο Τάκης.
«Κομμένη λέω», επανέλαβε ο
Κώστας. «Αν ήθελα ν΄ ακούσω κλάψα περί των οικονομικών, πήγαινα και στη θειά
μου. Πώς την έχετε δει; Θα μπούμε και στις αρρώστιες από λίγο-λίγο;»
«Υπέρταση;» του έκλεισε το
μάτι ο Τάκης.
«Παίρνω χάπι», τον καθησύχασε
ο Κώστας.
«Εγώ πάλι…» είπε ο Αργύρης.
«Ναι;»
«Χοληστερίνη…» διευκρίνισε.
«Α, μια χαρά», γέλασε ο Τάκης.
«Άρρωστοι, φτωχοί και άσχημοι!»
«Έτσι δεν ήμασταν πάντα;»
απόρησε ο Κώστας.
«Εγώ ήμουν όμορφος και
παραμένω», ξεκαθάρισε ο Αργύρης.
Οι άλλοι τον κοίταξαν με
απορία λες και τον έβλεπαν για πρώτη φορά.
«Έχει δίκιο», παραδέχτηκε ο
Κώστας.
«Αν δεν ήμουν παντρεμένος θα
του την έπεφτα», είπε ο Τάκης.
«Πάω να φέρω μια γύρα μπύρες
μπας και το ξεχάσεις», πρότεινε ο Κώστας.
Τρεις γύρες μπύρες και δυο
ποτά αργότερα η κουβέντα είχε καταντήσει ρουλέτα –πολλά βάζεις, λίγα παίρνεις. Χαλασμένες
αναμνήσεις, υπερβολικές εκτιμήσεις, αβέβαιο μέλλον…
«Καμιά γκόμενα παίζει τελικά;»
ρώτησε ο Τάκης τον Κώστα.
«Μπερδεμένα πράγματα… οι
φοβίες της ηλικίας, η ανάγκη για εξασφάλιση που, πολλές φορές, σηματοδοτεί τις
σεξουαλικές ορέξεις…» ξεκίνησε εκείνος.
«Δηλαδή θέλουν γάμο ή συμβίωση
οπότε την κοπανάς μετά το πρώτο πήδημα», συνόψισε ο Αργύρης.
«Εσύ θα κάνεις μεγάλη καριέρα
ως ελεύθερος!» διαπίστωσε ο Κώστας.
«Λες δηλαδή να το παίξω σε θλιμμένο
στυλάκι…» έκανε ο Αργύρης.
«Τύπου: νόμιζα οτι εσύ θα με
έκανες να την ξεχάσω αλλά τελικά χρειάζομαι χρόνο, ήταν μεγάλη η απώλεια», ανέλυσε
ο Κώστας.
«’σου πω… Δεν το δοκιμάζετε το
στυλάκι σας σ΄ εκείνο το καθαρό 2-0 που μόλις μπήκε;» πρότεινε ο Τάκης.
Ο Κώστας με τον Αργύρη
στράφηκαν διακριτικά προς το κέντρο του μαγαζιού όπου κοντοστέκονταν αναποφάσιστες
οι δυο βρώσιμες κυρίες.
«Τριάντα πλας τις κόβω»,
ψιθύρισε ο Κώστας. «Επικίνδυνη ηλικία…»
«Χτυπάς τώρα, μετανιώνεις
μετά», του υπενθύμισε ο Τάκης.
«Να δούμε αν θα καθίσουν»,
πρότεινε ο Αργύρης.
«Θα τους αφήσουμε πρωτοβουλία
δηλαδή;» απόρησε ο Τάκης.
«Μπορεί να περιμένουν τους
γκόμενούς τους ρε συ», διαμαρτυρήθηκε ο Αργύρης.
«Κυριακή βράδυ σε παρακμιακό
μπαράκι;» γέλασε ο Τάκης. «Δεν υπάρχει περίπτωση…»
Οι κυρίες επέλεξαν ένα
ημικεντρικό τραπέζι και άπλωσαν την πραμάτεια τους –καπνοσακκούλες, κινητά,
χαρτομάντιλα. Η νυσταγμένη γκαρσόνα τούς
πήρε παραγγελία με ύφος σα να της σκότωσαν τη μάνα.
«Κάνω πρώτη προώθηση», δήλωσε
ο Τάκης.
«Δηλαδή, επιμένεις…» ψιθύρισε
στον αέρα ο Αργύρης.
«Έχω φύγει, μιλάμε», έκανε ο
Τάκης καθώς σηκωνόταν.
Οι άλλοι δυο έμειναν να τον
χαζεύουν.
«Θα πας για τα δεύτερα;»
ρώτησε ο Κώστας τον Αργύρη.
«Πρέπει, λες;» έκανε κακόκεφα
εκείνος.
«Ε, τι; Να τον αφήσουμε
ξεκρέμαστο;»
«Αν πρέπει…»
Αλλά δεν πρόλαβε να σηκωθεί
επειδή ο Τάκης ήταν ήδη όρθιος και επέστρεφε προς το μέρος τους.
«Τόσο φτύσιμο πια!» θαύμασε ο
Κώστας.
Ο Τάκης έκανε νόημα στο
μπάρμαν να τους φέρει ακόμα μια γύρα.
«Λοιπόν, όσο καλυτερεύουν τα
πράγματα, τόσο χειροτερεύει η κατάσταση…» σχολίασε ο Τάκης.
«Πες μας την πονεμένη σου
ιστορία», γέλασε ο Κώστας.
Ο Τάκης τσίμπησε φρέσκο
τσιγάρο, πήρε θέση και ξεκίνησε.
«Πάω, χαιρετάω, κάθομαι –οι
γκόμενες σκέτη ψύχρα, σαν εφοριακοί. Πώς σας λένε, έτσι μας λένε –πώς από δω,
έτυχε –τέτοια κατάσταση. Όπου σκύβει η μια προς το μέρος μου και λέει ‘ξέρεις
βέβαια οτι έχουμε κάτι κοινό οι δυο μας’. Τι κοινό έχουμε;»
«Πιτυρίδα», πρότεινε ο Κώστας.
«Μακάρι… Το κοινό μας στοιχείο
όμως είναι οτι αρέσουν και στους δυο μας οι γυναίκες…» ξεκαθάρισε ο Τάκης.
«Έλα ρε!» έκανε ο Κώστας.
«Ήρθα», τον πληροφόρησε ο
Τάκης.
«Μήπως στο είπαν για να σε
ξεφορτωθούν;» πρότεινε ο Αργύρης.
«Δηλαδή –θέλεις να το κάνεις
ακόμα χειρότερο το θέμα…» διαπίστωσε ο Τάκης.
«Όπως και να ΄χει…»
μουρμούρισε ο Κώστας.
«Εντάξει –τώρα που γαμήσαμε,
δεν παίρνετε τα ποτά σας να πάμε στο βάθος γιατί θέλω να σας πω;» ζήτησε ο
Αργύρης.
«Στο βάθος;» αλληθώρισε ο
Τάκης. «Μας τρομάζεις…»
«Νωρίς είναι ακόμα», έκανε
δυσοίωνα ο Αργύρης.
Σηκώθηκε και οι υπόλοιποι δύο
τον ακολούθησαν μέχρι ένα τραπέζι τέρμα θεού –στο μισοσκόταδο του μαγαζιού.
«Πάρτε τσιγάρο», τους
πρότεινε.
Πήραν, άναψαν. Τους κοίταξε
για λίγη ώρα κι εκείνοι κατέβασαν τα κεφάλια αμήχανα –λες κι ετοιμαζόταν να
τους απαγγείλει κατηγορητήριο.
«Σκότωσα άνθρωπο», είπε ξερά ο
Αργύρης.
«Συμβαίνουν αυτά», έκανε ο
Τάκης.
«Σοβαρολογώ», είπε ο Αργύρης.
«Δηλαδή…» ψιθύρισε ο Κώστας.
«Ήταν ένας καργιόλης φασίστας.
Του έκοψα το λαιμό με ξυράφι», είπε ο Αργύρης.
«Με ξυράφι…» επανέλαβε ο
Κώστας. «Μάρκας;»
«Ζιλέτ, ξέρω ‘γω; Τι σημασία
έχει;» αγανάκτησε ο Αργύρης.
«Ε, πώς!» έκανε ο Τάκης.
«Όπως καταλαβαίνεις, προσπαθούμε
να το παίξουμε ψύχραιμοι», είπε ο Κώστας.
«Να φέρω καινούργια ποτά;»
προθυμοποιήθηκε ο Αργύρης.
«Κάτσε κάτω ρε πούστη»,
βόγκηξε ο Τάκης. «Λέγε».
«Δεν υπάρχουν και πολλά…»
υπολόγισε ο Αργύρης. «Με ξεφτίλισε ένα βράδυ που έψαχνα για τα φάρμακα της Μαρίας.
Του το είχα τάξει οτι θα τον βρω… Του την έστησα κι αυτό ήταν όλο».
«Σε ξεφτίλισε –πάει να πει…»
ρώτησε ο Τάκης.
«Μου την έπεσε με κάτι
μαλακιστήρια, Εθνικό Μέτωπο κι έτσι, και μου ζητάγανε τα χαρτιά μου για να δουν
από πού είμαι…»
«Ναι, και;»
«Αυτό…»
Ο Τάκης έσβησε το τσιγάρο του,
ο Κώστας άναψε καινούργιο.
«Κι εσύ τι έκανες;» ζήτησε να
μάθει.
«Του είπα να πάει να γαμηθεί
–μετά η κατάσταση ξέφυγε λιγάκι…» σταμάτησε απότομα ο Αργύρης.
«Και μετά;»
«Δεν έχει σημασία…»
Τον κοίταξαν αμίλητοι.
«Οπότε αποφάσισες να του
κόψεις το λαιμό», συμπέρανε ο Τάκης.
«Κάπως έτσι», παραδέχτηκε ο
Αργύρης.
«Και τώρα αποφάσισες να το
μοιραστείς μαζί μας», συνέχισε ο Τάκης.
«Μάγος είσαι;» έκανε ο
Αργύρης.
«Αποφάσισες δηλαδή να μας
μπλέξεις στην όλη φάση χωρίς να μας ρωτήσεις…» είπε ο Κώστας.
«Μπορείτε πάντα να την κάνετε,
νομίζω», μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Λάθος νομίζεις φιλαράκο –τώρα
είναι αργά. Έχουμε ήδη μπλεχτεί», έκανε ο Τάκης.
«Για να ξεμπλέξουμε θα έπρεπε
να σε καρφώσουμε στους μπάτσους», συμπλήρωσε ο Κώστας.
«Και τι σας εμποδίζει;»
κούμπωσε ο Αργύρης.
«Το ωράριο ρε μαλάκα. Τέτοια
ώρα είναι κλειστές οι δημόσιες υπηρεσίες…» γέλασε ο Κώστας.
«Τέλος πάντων –τώρα τι
γίνεται;» αναρωτήθηκε ο Τάκης.
«Σαν τι να γίνει δηλαδή;»
απόρησε ο Αργύρης. «Τον έφαγα, κακός του ψόφος, πάμε παρακάτω…»
«Τι παρακάτω; Έχεις σκοπό να
φας κι άλλους;» έκανε ο Τάκης.
«Παρακάτω ρε παιδί μου
–συνεχίζουμε τη ζωή μας, πώς το λένε!» απόρησε ο Αργύρης.
«Έτσι το λένε», τον καθησύχασε
ο Κώστας. «Αν και το πρόβλημα δεν είναι πώς το λένε, αλλά πώς το κάνουν…»
«Τύψεις κι έτσι;» ρώτησε ο
Τάκης.
«Τύψεις… τα παπάρια μου», είπε
ο Αργύρης.
«Είσαι σίγουρος οτι δεν θα σε
τσιμπήσουν;» τον ρώτησε ο Κώστας.
«Έτσι νομίζω».
«Το όπλο του εγκλήματος;»
«Ξυράφι κουρείου, αγορασμένο
προ διετίας και βάλε…»
«Αυτόπτες μάρτυρες;»
«Ποιος είσαι ρε πούστη; Ο
Μπέκας; Δεν είδα κανέναν και μάλλον δεν με είδαν».
«Κάμερες;»
«Ήταν σκοτάδι. Άσε που σ΄
εκείνο το δρομάκι δεν ζουν ούτε ποντίκια –γιατί να έχει κάμερες;»
«Εντάξει», αποφάνθηκε ο Τάκης.
«Με δεδομένη και την ανικανότητα της αστυνομίας…»
«Πάμε γι΄ άλλα», συμπλήρωσε ο
Κώστας.
«Σωστά», επικρότησε ο Αργύρης
και σηκώθηκε να φέρει ποτά.
Ήθελε και να τους αφήσει λίγο
μόνους τους, να χωνέψουν το όλο θέμα.
«Τι τρέχει εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε ο Τάκης.
«Κάποιο μπλέξιμο ως συνήθως…»
μουρμούρισε ο Κώστας.
«Δε μας κάνει πλάκα νομίζω…»
υπολόγισε ο Τάκης.
Ο Κώστας τον κοίταξε και
χαμογέλασε.
«Έχω αρχίσει να μην τον
αναγνωρίζω πάντως», συνέχισε ο Τάκης. «Είχαμε κάποτε έναν κολλητό ονόματι
Αργύρη –ποιος είναι αυτός εδώ ο καργιόλης και γιατί κοιτάζει συνέχεια πίσω από
τις πλάτες μας;»
«Λες δηλαδή οτι την έχει δει Μάικλ
Κέιν και θα βολοδέρνει με περούκα και γυναικείο αδιάβροχο κόβοντας λαρύγγια;»
«Πόσο γκομενάρα η Άντζι
Ντίκινσον –έτσι;»
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί
χαζεύοντάς τον να ψιλοκουβεντιάζει με τη γκαρσόνα, περιμένοντας τα ποτά του στη
μπάρα.
«Μπα, δε νομίζω…» υπολόγισε ο
Κώστας.
«Για τη γκαρσόνα λες;» έκανε ο
Τάκης.
«Και γενικότερα –δε νομίζω οτι
ντύνεται γυναικεία….»
Ο Αργύρης επέστρεψε με τα ποτά,
η κουβέντα περιστράφηκε φυσικά γύρω από τη γκαρσόνα. Φυσικά μικρότερη από 30
χρονών (ή έτσι έλεγε), φυσικά ηθοποιός αλλά προσωρινή στο σερβίρισμα ένεκα η
κρίση…
«Θα της τα ρίξεις; Να την
κάνουμε;» πρότεινε ο Τάκης.
«Είμαι σε πένθος», είπε ο
Αργύρης.
«Πάει να πει;» απόρησε ο
Κώστας.
«Οτι αυτή άμα τη βάλεις σ΄ ένα
κρεβάτι θα ροχαλίζει στο πεντάλεπτο», του εξήγησε ο Αργύρης.
Έφυγαν από το μπαρ χωρίς να
ξανασυζητήσουν για το φόνο, κατηφορίζοντας προς την πλατεία μέτραγαν τα παλιά
μαγαζιά που είχαν πλέον κλείσει.
«Κόφτε», σφύριξε ο Κώστας.
Κοντοστάθηκαν. Τους έδειξε μια
παρέα πιτσιρικάδων που στριφογύριζαν στο κέντρο της πλατείας.
«Γύρω στους 10», διαπίστωσε ο
Κώστας.
«Εμάς περιμένουν;» ρώτησε ο
Αργύρης.
«Ή εμάς ή το τρόλεϊ», είπε ο
Τάκης.
«Κάποιο μπλέξιμο», υπολόγισε ο
Κώστας.
«Εγώ φτάνω άνετα στη μηχανή
πάντως», ενημέρωσε ο Τάκης.
«Το αμάξι μου είναι από πίσω»,
έδειξε ο Αργύρης.
«Έρχομαι μαζί σου», του είπε ο
Κώστας.
«Όλοι ασφαλείς;» μέτρησε ο
Τάκης.
Κοιτάχτηκαν κάπως αξιολύπητοι.
«Γιατί πάντα θα πρέπει να μας
κυνηγάνε κάποιοι σ΄ αυτή εδώ την πλατεία;» γκρίνιαξε ο Κώστας.
«Φαίνεται οτι γεννηθήκαμε κάτω
από κακό αστέρι», γέλασε ο Αργύρης.
«Ίσως να φταίει κιόλας οτι η
Ναστάζια Κίνσκι δεν ήρθε τελικά στο ραντεβού…» υπολόγισε ο Τάκης.
«Μην την παρεξηγείς –κάτι θα
της έτυχε», πρότεινε ο Αργύρης.
«Πάλι τις ίδιες μαλακίες;»
αγανάκτησε ο Τάκης. «Έφυγα κι άντε γαμηθείτε…»
Πήραν αντίθετες κατευθύνσεις
–ο Τάκης σκυφτός, με το κράνος ήδη φορεμένο, ξεκλείδωσε τη μηχανή χωρίς να
χάσει από τα μάτια του τους πιτσιρικάδες, οι άλλοι δυο έστριψαν στην πρώτη
εύκαιρη γωνία χαζολογώντας –δεν χρειάστηκαν πάνω από δυο, τρία λεπτά για να
βρεθούν στο δρόμο.
Οι πιτσιρικάδες στην πλατεία
θα περίμεναν κάνα τέταρτο ακόμα μέχρι να αποφασίσουν οτι καθάρισαν την πλατεία
από τους μπάτσους, όπως ακριβώς έκαναν χρόνια τώρα οι διάφοροι πιτσιρικάδες στη
συγκεκριμένη πλατεία. Γιατί κάποιοι άνθρωποι ψάχνουν μια ζωή να κυνηγάνε, την ώρα
που κάποιοι άλλοι φοβούνται να κλείσουν τα μάτια τους…
«Αν θέλεις να ξεφορτωθείς ένα κορίτσι του τσίρκου, το μόνο που έχεις να
κάνεις είναι να κλείσεις τα μάτια σου».
Έφυγαν από διαφορετικές κατευθύνσεις
με τα μάτια πεισματικά ορθάνοιχτα –ψάχνοντάς την.
11 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Οκ καλά το πήρανε...να δω τι άλλο θα πάρουνε σβάρνα ;)
Πάντως πολύ θα γούσταρα να "καθαρίσουν" για λίγο την πλατεία...:)
'κογενειάρχες άθρωποι είναι ρε παιδί μου -όχι οι Αναλώσιμοι! Τι μας πέρασες πια! Μπαααα, χαχαχαχαχαχα
Ο πληθυντικός σε μάρανε!!! αχαχαχαχαχα
"Όχι το πλοίο ΜΟΥ κύριε Κρεούζη! Το πλοίο ΜΑΣ!"
Κόκκινο το αδιάβροχο, έτσι;
Χμμμ -είχε αδιάβροχο εκεί;
στο "Μην κοιτάς τώρα"; Κόκκινο, κατακόκκινο...
Εδώ μιλάμε για το "One from the heart" όμως...
να πάλι ο πατερναλισμός...
«Από γέρος στην εξοχή, καλύτερα πούστης στο Τεπελένι", αξέχαστο ρητό. Μια φορά η Τριάδα είναι φόρμα ακόμα και τις Κυριακές. Οι Δευτέρες είναι οι δύσκολες.
athinaev
Λύκε -ή είμαστε ή δεν είμαστε (ο πατερναλισμός είναι άλλωστε το δεκανίκι του ματερναλισμού, το έχει πει κι ο Χάρπο Μαρξ).
Athina το ρητό αποτελεί παράφραση ενός παρόμοιου του Νίκου Νικολαϊδη, εγώ απλά το προσάρμοσα σε συνθήκες '80... Οι Δευτέρες είναι γάμησέ τα -υπάρχει και σχετικό τραγούδι των Boomtown Rats αλλά οι Κυριακές έχουν το μαρτύριο της αναμονής. Ειλικρινά δεν ξέρω τι να αξιολογήσω ως χειρότερο!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!