Προηγούμενα:
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
Ένα πάρτι είναι πάντα ένα
πάρτι κι αυτό δεν αλλάζει με το πέρασμα
των χρόνων, ούτε με τη συσσώρευση των προβλημάτων. Δες το και διαφορετικά, όσο
τα προβλήματα συσσωρεύονται, όσο τα χρόνια δημιουργούν ανασφάλειες, τόσο πιο απαραίτητο
γίνεται ένα πάρτι. Ένα παράθυρο
απόδρασης που δεν οδηγεί συνήθως πουθενά, αλλά παραμένει παράθυρο απόδρασης. Κι
ένα πάρτι είναι ένα παράθυρο απόδρασης.
Γι΄αυτό βρέθηκε ο Αργύρης να
σενιάρεται ώρες πριν συναντηθεί με τον
Κώστα και την τριαντάρα του την οποία δεν είχε καμιά διάθεση να γνωρίσει, αλλά
περίμενε όλο αγωνία να τη συναντήσει. Γι΄αυτό βρέθηκε να αραδιάζει ρούχα πάνω
στο κρεβάτι αναποφάσιστος, πώς διάολο
ντύνονται πλέον στα πάρτι; Είχε να του συμβεί από τα αρχαία χρόνια και τότε
πάλι υπήρχε η Μαρία –οι υπόλοιποι να ετοιμάζονται για χοντρό παιχνίδι ενώ
εκείνος προετοιμαζόταν για ένα ακόμα βράδυ φθόνου, που συνήθως κατέληγε στη
μεταφορά όσων είχαν ξεμείνει ρέστοι και στο ραντεβού της επομένης για την ιερή
ανάλυση. «Εγώ δεν πηδάω για μένα –πηδάω για τους φίλους μου, για την ανάλυση»,
έτσι έλεγαν οι υπόλοιποι κι αυτός κούναγε το κεφάλι με συγκατάβαση. Τώρα τα
πράγματα έμοιαζαν διαφορετικά, τώρα ο Κώστας θα καθόταν σαν αγγούρι με τη
γκόμενά του κι ο Τάκης θα περίμενε να ξημερώσει η επομένη για ανάλυση, τώρα
ήταν η δική του σειρά.
Γέλασε κοιτάζοντας το διπλό
κρεβάτι και τα πεταμένα ρούχα. «Τι τραβήξαμε κι οι δυο μας ρε Μαρία, τι τράβηξε
ο ένας απ΄τον άλλον τόσα χρόνια…» μουρμούρισε. «Μήπως κι εσύ δεν θα είχες όρεξη
να σε φλερτάρουν στα πάρτι; Να πηγαίνει το μπαλαμούτι σύννεφο κι εμείς να
καθόμαστε παράμερα, κάνοντας οτι δε βλέπουμε, α ρε Μαρία….»
Το βαθούλωμα του κορμιού της
είχε χαθεί για πάντα από το κρεβάτι, σε λίγο θα του ερχόταν δύσκολο να θυμηθεί
το πρόσωπό της, τις καθημερινές κινήσεις της πριν την αρρώστια, σε λίγο ή ίσως
και σε λιγότερο… Παράτησε την προσπάθεια, θα φορούσε ότι έβρισκε μπροστά του
και δεν θα μίλαγε σε κανέναν πέρα από τον Κώστα –άντε και στην τριαντάρα του,
έτσι, από υποχρέωση. «Ποιον κοροϊδεύεις ρε πούστη;» απόρησε χαζεύοντας τον
εαυτό του στον ολόσωμο καθρέφτη της ντουλάπας.
Είχε δυο ώρες ακόμα για σκότωμα
πριν ξεκινήσει. Ψάρεψε ένα ουίσκι της πυρκαγιάς από την παραμελημένη κάβα του,
άναψε και τσιγάρο, σωριάστηκε στον καναπέ με τη ρόμπα του μπάνιου αναβάλλοντας
το ντύσιμο για αργότερα. Πέρασε γρήγορα τα κανάλια της τηλεόρασης χωρίς να
καταλαβαίνει τι έδειχναν, σταμάτησε απότομα όταν είδε στην οθόνη μια ανακοίνωση
του Εθνικού Μετώπου. Διάβασε για τον αδικοχαμένο αγωνιστή που έφυγε στη μάχη
για την ανακατάληψη της πατρίδας η οποία έχει πέσει στα χέρια ξένων κύκλων.
Ο Αργύρης χαμογέλασε –το
περίμενε –και πολύ άργησαν να ανακηρύξουν ήρωα τον σαπιοκοιλιά! Το τηλέφωνο
χτύπησε και τον τίναξε σαν ηλεκτροπληξία.
«Ποιος;» φώναξε νευρικά.
«Τι έπαθες ρε μαλάκα; Σε
τσάκωσα την ώρα που τον έπαιζες;» γέλασε ο Κώστας από την άλλη άκρη.
«Είπα να έρθω στο πάρτι
προετοιμασμένος», απάντησε ο Αργύρης αδειάζοντας αέρα από τα πνευμόνια του.
«Α, το θυμάσαι λοιπόν
κουφαλίτσα; Πήρε να δω μήπως το ξέχασες…»
«Ξεχνιούνται τα πάρτι;»
απόρησε ειρωνικά ο Αργύρης.
«Θα φας καλά –μην το συζητάς.
Αλίμονο σ΄εμάς τους δεσμευμένους», μοιρολόγησε ο Κώστας.
«Καιρός ήταν», είπε ο Αργύρης.
«Δε ντρέπεσαι ρε; Ακόμα δεν
πέθανε η γυναίκα σου!» του τη μπήκε ο Κώστας.
«Ακόμα δε ζει, θέλεις να
πεις», τον γείωσε.
«Καλά. Σε πήρα…»
«Για να δεις αν έχω ξεχάσει το
πάρτι».
«Όχι μόνο γι΄αυτό. Έλεγα μήπως
γουστάρεις να πιούμε κάνα τίποτα πριν φύγουμε…»
«Τώρα;»
«Ε, ναι»
«Εντάξει. Να ντυθώ κι
έρχομαι».
«Ακόμα δεν έχεις ντυθεί;»
«Ε, αφού τον έπαιζα –δεν
είπαμε;»
Έκλεισε το τηλέφωνο, σηκώθηκε
νωχελικά, πήγε μέχρι την κρεβατοκάμαρα, ξαναγύρισε στο σαλόνι. Πήρε πίσω τον
Κώστα.
«Τι έγινε τώρα;» απόρησε
εκείνος.
«Μια ερώτηση. Πώς ντύνονται
πλέον στα πάρτι;»
«Όπως πάντα. Εγώ θα ντυθώ
ντόμινο, εσύ ντύσου αρλεκίνος για να ταιριάζουμε», ξεκαρδίστηκε ο Κώστας.
«Λέγε ρε μαλάκα».
«Στο είπα -όπως πάντα».
«Δηλαδή;»
«Φόρα ότι βρεις ρε παιδί μου,
εκεί πέρα θα υπάρχουν απ΄όλα τα είδη. Κουστουμάτοι, νεοχίπηδες, μαμάκηδες με κουμπωμένα πουκάμισα ως το
λαιμό… Όπως γουστάρεις, μέσα θα είσαι».
Ντύθηκε κι αυτός μια όρθια
παραφωνία, όπως παλιά –τότε που τα ρούχα δήλωναν οτι δεν είχες τίποτα να
δηλώσεις. Ένιωσε άνετα κι ένιωσε περίεργα την ίδια στιγμή, του πέρασε από το
μυαλό να φορέσει τις πυτζάμες του και να πέσει επιτόπου για ύπνο αλλά ποτέ στη
ζωή του δεν απέκτησε πυτζάμες. «Μόνο οι άρρωστοι και οι συνταξιούχοι φοράνε
πυτζάμες –κι εμείς δεν πρόκειται να παραδεχτούμε τίποτα απ΄τα δύο», έλεγαν
παλιά.
Το σπίτι του Κώστα ήταν η χαρά
του τεμπέλη –μπορούσες να καθίσεις οπουδήποτε και να έχεις άμεση πρόσβαση σε
κάποιο μπουκάλι με ποτό, σε στοίβες με κόμιξ ή βιβλία, σε κάποιο τηλεκοντρόλ
που άνοιγε ένας θεός ξέρει ποιο μηχάνημα –ο Αργύρης βούλιαξε στην πρώτη
αναπαυτική (και αταίριαστη με τα υπόλοιπα έπιπλα) πολυθρόνα και άναψε τσιγάρο,
φυσικά, τασάκι υπήρχε ακριβώς δίπλα του.
«Όπως παλιά…» μουρμούρισε
χωρίς να διευκρινίσει σε τι αναφερόταν.
«Μόνο που παλιώσαμε κι εμείς ρε
φίλε, μουχλιάσαμε», διαπίστωσε ο Κώστας. «Βάλε ότι θες να πιεις, έχει δίπλα
σου».
Ο Αργύρης έπιασε ένα μπουκάλι
αλλά το ξανάφησε.
«Και γιατί όλα αυτά;» ρώτησε.
«Εννοείς;»
«Γιατί αυτή η αναπαλαίωση…»
«Αι καταστάσεις αι οποίαι…» είπε
ο Κώστας.
«Α, έτσι λοιπόν!»
«Πώς αλλιώς!»
Ο Αργύρης σερβιρίστηκε μια
γενναία δόση ποτού, άναψε τσιγάρο και περίμενε.
«Έχω πει κάποια πράγματα στην
Αθηνά…» ξεκίνησε ο Κώστας.
«Όπως;»
«Άρτι αφιχθείς από τη χώρα του
πένθους, πολύ ευαίσθητος χαρακτήρας, ρομαντικός και μελαγχολικός».
«Μάλιστα. Θα το παίξω λοιπόν…»
«Τα γνωστά. Ο Χλωμός Εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη…»
«Μιλάμε για πολλή ξεφτίλα!»
γέλασε ο Αργύρης.
«Μιλάμε για κάποιο πήδημα –δεν
ξέρω αν σε χαλάει…»
«Θα είναι μια ενδιαφέρουσα
αλλαγή», παραδέχτηκε ο Αργύρης.
«Με το άλλο –άκουσες, έτσι;»
ρώτησε αμήχανα ο Κώστας.
«Λες για… Ναι, κάτι άκουσα
στις ειδήσεις. Τιμή στους ηρωικώς πεσόντες».
«Και σκατά στον τάφο τους».
«Πάντα».
Κοιτάχτηκαν ψάχνοντας να
ξαναβρεθούν –πράγμα δύσκολο μετά από τόσα χρόνια αλλά και αναπόφευκτο, ακριβώς
επειδή πέρασαν τόσα χρόνια. Είχαν πολλά να πουν γι΄αυτό πέρασαν την περισσότερη
ώρα αμίλητοι –έτσι κι αλλιώς πάντα βαριόντουσαν τις εξηγήσεις. Όταν όλα έχουν
αλλάξει, όλα καταλήγουν να μοιάζουν ίδια. Και κάπως έτσι βρέθηκαν έξω από την
πολυκατοικία της Αθηνάς, παρκαρισμένοι μπροστά από την είσοδο ενός γκαράζ να
την περιμένουν.
«Τώρα δηλαδή εσείς το πάτε
σοβαρά;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Το πήδημα είναι πάντα
σοβαρό», του απάντησε ο Κώστας.
«Λες εσύ», παρατήρησε ο
Αργύρης.
«Δεν το λέω εγώ –τα βιβλία το
λένε».
«Ποια βιβλία;»
«Κάποια βιβλία… Επιτέλους
κατέβηκε».
Ο Αργύρης κοίταξε έξω από το
τζάμι και του άρεσε αυτό που είδε.
«Γκομενάρα. Πώς και την τρως
εσύ ρε σακάτη;» ρώτησε.
«Επειδή δεν πρόλαβε να
γνωρίσει εσένα», γέλασε ο Κώστας.
«Αν τη βαρεθείς πάντως…»
«Ναι;»
«Βρες της ένα καλό παλικάρι.
Είχε, βλέπεις, την ατυχία να μη με γνωρίσει πρώτον», μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Γεια σας», είπε η Αθηνά
ανοίγοντας την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου.
«Καλώς την», είπαν και οι δυο
τους με ένα στόμα.
«Κι ας άργησε», γκρίνιαξε ο
Κώστας από μόνος του.
«Εσύ είσαι λοιπόν ο περίφημος
Αργύρης», έκανε η Αθηνά κοιτάζοντάς τον εξεταστικά.
«Εγώ είμαι και τα δυο αυτά»,
παραδέχτηκε δήθεν σεμνά ο Αργύρης.
«Χάρηκα», είπε η Αθηνά.
«Καλά –μη βιάζεσαι», τη
συμβούλευσε ο Κώστας.
«Άστη να βιαστεί όσο υπάρχει
ακόμα χρόνος», μουρμούρισε ο Αργύρης ξεκινώντας το αυτοκίνητο. «Λοιπόν
–οδηγίες;»
«Θα σου πω», είπε ο Κώστας.
«Θα προτιμούσα να μου πει η
Αθηνά αν η εντοπιστική σου είναι ίδια με παλιά», παρατήρησε ο Αργύρης.
«Μήπως να καθίσει κιόλας δίπλα
σου;» έκανε πονηρά ο Κώστας.
«Δεν το είχα σκεφτεί έτσι…»
έκανε πονηρά ο Αργύρης.
«Ρε, δεν είπαμε;» αγανάκτησε
ψεύτικα ο Κώστας.
«Είπαμε ε;» μουρμούρισε ο
Αργύρης.
«Τι είπατε δηλαδή;» πετάχτηκε
η Αθηνά.
«Τι είπαμε;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Ε, κάτι δεν θα είπαμε; Τόσες
ώρες είμαστε μαζί!» έκανε ο Κώστας.
«Πφφ, σα δεκαπεντάχρονα
κάνετε!» είπε η Αθηνά.
«Κάποτε θα ωριμάζαμε –στο είχα
πει κι εγώ», σφύριξε ο Αργύρης στον Κώστα.
«Μην κοιτάς –το παίζει ώριμος
επειδή είναι η πρώτη φορά που σε βλέπει», προειδοποίησε ο Κώστας την Αθηνά.
Κι εκείνη σκέπασε το πρόσωπό
με τις παλάμες της δείχνοντας απόγνωση.
«Πού πάω, θα μου πει κανένας;»
ρώτησε όλο αγωνία ο Αργύρης.
Βρήκαν εύκολα το σπίτι του
πάρτι κι ακόμα ευκολότερα το διαμέρισμα στο οποίο γινόταν, από τη φασαρία που ήταν
αισθητή σε απόσταση δυο τετραγώνων.
«Σχολικό πάρτι είναι;» ρώτησε
ο Αργύρης.
«Γεράματα –δεν αντέχουμε πλέον
την πολλή βαβούρα», τον κορόιδεψε η Αθηνά που είχε αρχίσει να αποκτάει
οικειότητα μαζί του.
«Άστα να πάνε», κλάφτηκε δήθεν
ο Αργύρης. «Αλλά θα βγάλω τη μπαταρία από τα ακουστικά και θα είμαι σένιος!»
Η Αθηνά μπήκε ανάμεσα στους
δυο άντρες, τους έπιασε αγκαζέ και ξεκίνησε φουριόζα. Εκείνοι κοιτάχτηκαν –αυτό
το στυλάκι θα τους κατέστρεφε την εντυπωσιακή είσοδο αλλά αποφάσισαν ν΄αδιαφορήσουν.
«Η Αθηνά και οι κηδεμόνες
της», σχολίασε ο Αργύρης.
«Άνθος έβαλες στην κομβιοδόχη;»
τον ρώτησε με προσποιητή αγωνία ο Κώστας.
«Καλώς τους!» τσίριξε μια
ξανθιά με περμανάντ.
«Μαρίζα, από δω ο Αργύρης»,
έκανε τις συστάσεις η Αθηνά.
«Χάρηκα!» φώναξε η ξανθιά
(μάλλον για ν΄ακουστεί σε όλο το τετράγωνο) και αγκάλιασε τον Αργύρη.
Έτσι βρήκαν την ευκαιρία και
χώθηκαν στο διαμέρισμα ο Κώστας με την Αθηνά, ο Αργύρης τους κοίταζε πνιγμένος
στην αγκαλιά και το άρωμα της Μαρίζας -αρκούντως απελπισμένος.
«Λοιπόν Αργύρη; Θα έρθεις να
σου βάλω ποτό;» πρότεινε η Μαρίζα όταν τον άφησε να πάρει αναπνοή.
«Ναι», μουρμούρισε εκείνος
προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία του.
Έριξε και μια ματιά πάνω από
τον ώμο της ξανθιάς –το διαμέρισμα ήταν γεμάτο κόσμο. Στους καναπέδες, σε
καρέκλες, έξω στο μπαλκόνι, παντού κόσμος και υπερβολικές γκριμάτσες
συνοδευμένες από κραυγές. Και φώτα, δυνατά, ανακριτικά φώτα…
«Λοιπόν τι θα πιεις;» τον
ρώτησε η ξανθιά.
«Αυτό εκεί», έδειξε ο Αργύρης
χωρίς να δώσει πολλή σημασία. «Με πάγο».
Η ξανθιά έσκυψε να του
ετοιμάσει ποτό αφήνοντάς τον να χαζέψει τα παχάκια της που ξεχείλιζαν από το
στενό φόρεμα με το βαθύ ντεκολτέ.
«Ορίστε!» του είπε ρίχνοντας κι
ένα χαμόγελο σκέτη χαράδρα.
«Ευχαριστώ», έκανε εκείνος
αμήχανα γιατί είχε αρχίσει να φοβάται οτι τον φέρανε συστημένο στην ξανθιά που
θα του έπινε το αίμα όλο το βράδυ.
«Λοιπόν, εμένα με συγχωρείς
–πρέπει να δω τι γίνεται με τους υπόλοιπους, τα καθήκοντα της οικοδέσποινας,
ξέρεις τώρα, αλλά θα τα ξαναπούμε!» είπε χωρίς ανάσα η ξανθιά κι εξαφανίστηκε
αφύσικα γρήγορα για τη σιλουέτα της.
«Αφράτο-αφράτο το Μαριζάκι»,
ήχησε σφυριχτά η φωνή του Κώστα στο αυτί του.
«Για το χοντρικό με φέρατε ρε
σεις;» κλαψούρισε ο Αργύρης.
«Γιατί; Λίγη σου πέφτει;»
«Πολλή μου πέφτει –εκεί είναι
το πρόβλημα. Είναι και άσχημη η ψυχολογία μου…»
Ο Κώστας ξεκαρδίστηκε.
«Όχι σε μένα αυτά ρε μοϋνί!»
τον πρόγκηξε.
«Σοβαρά πάντως –τι χάβρα είναι
εδώ μέσα; Δε με κόβω ν΄αντέχω πάνω από δεκάλεπτο…» παραπονέθηκε ο Αργύρης.
«Πίσω γορίλα, θα μου το κλείσεις
το τσαντίρι!» τον πρόγκηξε ο Κώστας. «Κάτσε πρώτα να γνωρίσεις κάνα γκομενάκι
και μετά φεύγεις…»
«Τι λέτε εσείς εδώ;» τους
χώθηκε φουριόζα η Αθηνά.
«Οτι είναι όμορφα…» αναπόλησε
στο δήθεν ο Κώστας.
«Σαν το σταθμό του Μετρό σε
ώρα αιχμής», συμπλήρωσε ο Αργύρης.
«Γκρινιάρηδες!» έκανε η Αθηνά.
«Και μονόχνοτοι επίσης»,
συμπλήρωσε ο Κώστας. «Λέω να την κάνουμε για μπαλκόνι».
Η Αθηνά έμεινε να τους
κοιτάζει για λίγο, πριν την καταπιεί μια παρέα αμπιγέ κουστουμαρισμένων τύπων.
«Της την πέφτουν όσο να πεις…»
έκανε ο Αργύρης δείχνοντας πάνω από τον ώμο του προς το εσωτερικό του σπιτιού.
«Δε λες μακάρι –μπας και την
ξεφορτωθώ!» απάντησε ο Κώστας.
«Σε τα μας τώρα;» τον κάρφωσε
ο άλλος.
«Όχι αλήθεια…» πήγε να
διαμαρτυρηθεί ο Κώστας.
«Καλά, άστο για καμιά μέρα με
λιακάδα αυτό το παραμύθι», τον έκοψε ο Αργύρης. «Για τώρα θέλω μια ανασκόπηση
της κατάστασης –τι παίζει, ποια παίζει και γιατί δε με παίζει –κατανοητός;»
«Κρυστάλλινα καθαρός –τόσο που
φοβάμαι μη σε πάρουν γραμμή οι γκόμενες οτι πεινάς και κόψουν λάσπη», του
ψιθύρισε ο Κώστας.
«Δεν πεινάω ρε κορόιδο –απλώς
υποφέρω», είπε ο Αργύρης. «Δηλαδή μπορεί και να πεινάω, αλλά έχω να φάω τόσα
χρόνια που μπερδεύω την πείνα με τη δίψα και το μοϋνί με το τηλεκοντρόλ. Αλλά
εδώ μέσα αν δεν την πέσεις σε γκόμενα θα πρέπει να την πέσεις από το μπαλκόνι,
με αντιλαμβάνεσαι;»
Γύρισαν σα συνεννοημένοι και
κοίταξαν τον κόσμο που πηγαινοερχόταν.
«Ρε φίλε πώς είναι έτσι οι
άντρες; Σα γιδοβοσκοί που κατέβηκαν στην πρωτεύουσα», παρατήρησε ο Αργύρης.
«Άποψη δικέ μου! Ατημέλητο
στυλάκι, δώσε βάση: πανάκριβο κούρεμα τύπου ‘πιάστηκε στην πόρτα η αφάνα’,
αξυρισιά περιποιημένη με ειδική χλοοκοπτική μηχανή, πουλοβεράκι ειδικής
επεξεργασίας ‘πεντ’ έξι το τραβάγανε’, παντελονάκι ψυχιατρικής πτέρυγας και
παπουτσάκι θερινό, άσχετο με το υπόλοιπο σύνολο. Πώς με κόβεις;» του εξήγησε ο
Κώστας.
«Σκέτο δόκτορα Λίνκολν στη
χώρα των Πυγμαίων! Γι΄αυτό γαμείς τέτοια γκόμενα, κουφαλίτσα. Επειδή παίζεις με
τα τσικό».
Ο Κώστας σήκωσε αθώα τους
ώμους όσο χάζευε μια πανύψηλη κοκαλιάρα που εκτελούσε γυμναστικές ασκήσεις
γιόγκα.
«Αυτή τώρα τι σου λέει;»
ρώτησε τον Αργύρη.
«Οτι πάσχει από αβιταμίνωση
–τι άλλο;»
«Αδερφέ μου, δεν τρώγεσαι!»
«Ενώ αυτή…»
Μια παρέα αξύριστων
στριμώχτηκε δίπλα τους.
«Γεια», είπε ο πρώτος.
«Φεύγετε;» απόρησε ο Αργύρης.
Οι αξύριστοι γέλασαν.
«Είσαι ο Κώστας…» διαπίστωσε
ένας απ΄αυτούς κοιτάζοντας τον Κώστα.
«Θα πρέπει να το παραδεχτώ»,
παραδέχτηκε ο Κώστας.
«Η Αθηνά μας έχει πει τόσα για
σένα», είπε ο αξύριστος.
«Ψέματα είναι όλα», έκανε
αμυντικά ο Κώστας και όλοι ξαναγέλασαν.
«Τσιγαράκι;» ρώτησε ο δεύτερος
αξύριστος και πάσαρε ένα λιμό τρίφυλλο.
Ο Κώστας δοκίμασε πριν το
πασάρει στον Αργύρη.
«Κι εσείς…» είπε από ευγένεια.
«Συμφοιτητές της Αθηνάς και
της Μαρίζας…»
«Ακόμα;»
«Ε, όχι βέβαια! Αλλά μια επαφή
την κρατάμε».
«Μάλιστα».
Σώπασαν όλοι τους
αποφασίζοντας να χαζέψουν τα καλώδια του ηλεκτρικού που πέρναγαν δίπλα στα
κάγκελα του μπαλκονιού.
«Γνώρισες τους συμφοιτητές μου
επιτέλους», πανηγύρισε στο ξαφνικό η Αθηνά αγκαζάροντας τον Κώστα –η ομήγυρη
τινάχτηκε αλαφιασμένη αλλά της έκανε χώρο να τρυπώσει ανάμεσά τους.
«Ναι», είπε ο Κώστας αχνά.
Φαινόταν να τον απασχολεί όλως ιδιαιτέρως η καλωδίωση του ηλεκτρικού.
«Και τι λέγατε;» ζήτησε να
μάθει η Αθηνά.
«Για γκόμενες –τι άλλο;»
απόρησε ο Κώστας –οι αξύριστοι ξαναματαγέλασαν.
«Σοβαρά τώρα, ποια είναι η
ψηλή;» ρώτησε ένας απ΄αυτούς δείχνοντας την κοκαλιάρα που βόσκαγε κάτι
ραπανάκια από πλαστικό πιάτο μετά τις ασκήσεις γιόγκα.
«Έλενα –συμμαθήτρια της
Μαρίζας από το Κολλέγιο», ανέλαβε να τους πληροφορήσει η Αθηνά.
Οι αξύριστοι έδειξαν
ενδιαφέρον.
«Μόνη;»
«Στο πάρτι έχει έρθει με την
παρέα του Κολλεγίου –γενικότερα δεν ξέρω».
«Α χα!» έκαναν οι αξύριστοι.
Και τότε ο Αργύρης την είδε.
Ακουμπούσε στα κάγκελα του μπαλκονιού, έπινε κάτι διάφανο σε μεγάλο ποτήρι και
κοίταζε προς το μέρος τους. Μόνη κι εκνευριστικά αδιάκριτη. Δίπλα της η κοκαλιάρα
Έλενα μασούλαγε αρκούντως απασχολημένη.
Ο Αργύρης την κοίταξε κι εκείνη δεν τράβηξε το βλέμμα της αναγκάζοντάς τον να
στραφεί προς τα καλώδια του ηλεκτρικού κάπως αμήχανα.
«Ποια είναι αυτή δίπλα στην
κοκαλιάρα;» ρώτησε τον Κώστα στο αδιάφορο.
Ο Κώστας αντικαρφώθηκε –γύρισε
προς την Αθηνά, μετά κοίταξε προς το εσωτερικό του σπιτιού.
«Δεν έχω ιδέα», παραδέχτηκε.
«Θες να το ψάξω;»
Ο Αργύρης δεν είπε τίποτα. Η
κοπέλα με το μεγάλο ποτήρι χαμογέλασε στο τίποτα, σήκωσε τους ώμους σε στυλ
παραίτησης και μπήκε στο σαλόνι.
«Εσύ τι λες Αργύρη;» τον
ρώτησε η Αθηνά.
«Για ποιο πράγμα;» απόρησε
εκείνος.
«Εδώ –κουβεντιάζουμε για τον
τύπο από το Εθνικό Μέτωπο…»
«Ποιον τύπο;»
«Αυτόν που σκοτώσανε!»
Κοίταξε τον Κώστα ο οποίος
απέφευγε το βλέμμα του.
«Ποιον σκοτώσανε;» ρώτησε
αδιάφορα.
«Καλά –δεν βλέπεις ειδήσεις;»
απόρησε η Αθηνά.
«Αυτό το διάστημα όχι πολύ…»
παραδέχτηκε εκείνος. «Είχα άλλα στο κεφάλι μου».
«Ναι, καταλαβαίνω», είπε η
Αθηνά.
«Ένας του Εθνικού Μετώπου
βρέθηκε μαχαιρωμένος τις προάλλες», ανέλαβε να τον διαφωτίσει κάποιος
αξύριστος. «Στην εφημερίδα λένε οτι το κάνανε κάτι αλλοδαποί μικροπωλητές γιατί
τους κυνήγαγε…»
«Σε ποια εφημερίδα;» ρώτησε ο
Αργύρης.
«Σ΄αυτή που δουλεύω», είπε ο
αξύριστος.
«Α, καλά», μουρμούρισε ο
Αργύρης.
«Εσύ τι λες;» επέμεινε ο αξύριστος.
«Τι να πω; Αφού το λένε στην
εφημερίδα…»
«Από την αστυνομία είναι η
πληροφορία», συνέχισε ο αξύριστος. «Από μέσα…»
«Α, καλά», επανέλαβε ο
Αργύρης.
Οι άλλοι τον κοίταζαν,
περιμένοντάς τον να συνεχίσει.
«Ξέρεις, δε με νοιάζει το όλο
θέμα», είπε τελικά.
«Αλλά δε σε απασχολεί το οτι
σφάζεται ο κόσμος έτσι στα καλά καθούμενα;» ρώτησε ο αξύριστος.
«Ο Μετωπίτης είναι ο κόσμος;»
ρώτησε ο Αργύρης με τη σειρά του.
«Ε, ναι…»
«Τότε όχι –δε με απασχολεί»,
του ξέκοψε ο Αργύρης.
«Κάπως ανεύθυνο το βρίσκω αυτό
–σόρι κιόλας», είπε ο αξύριστος.
«Ενώ το οτι αλωνίζουν οι
φασίστες το βρίσκεις υπεύθυνο…» του τη χώθηκε ο Αργύρης.
«Όχι αλλά αυτός δεν είναι
τρόπος…»
«Και ποιος είναι ο τρόπος;»
κούμπωσε ο Αργύρης.
«Τέτοια θέματα…» ξεκίνησε ο
αξύριστος.
Αλλά ο Αργύρης τού γύρισε την
πλάτη.
«Συγνώμη, πάω να φρεσκάρω το
ποτό μου», απολογήθηκε και χώθηκε βιαστικά μέσα στο σαλόνι.
Είχε καιρό να έρθει σε επαφή
με τον έξω κόσμο και φοβόταν οτι θα έχανε τον αυτοέλεγχό του αν ερχόταν σε
αντιπαράθεση με κάθε μαλάκα, αλλά δεν ήταν αυτό που τον οδήγησε στο σαλόνι.
Έψαξε τριγύρω να την ξαναβρεί –η κοπέλα ήταν εξαφανισμένη. Στριμώχτηκε λοιπόν
ανάμεσα στους ανέμελους φασαριόζους κι έφτασε στην κάβα, βρήκε ένα άσχετο
μπουκάλι κι (ευτυχώς) μπόλικο πάγο –ξαναγέμισε το ποτήρι του. Μπορούσε πλέον να
διακρίνει μέσα στη φασαρία κάτι που έμοιαζε με μουσική –κάτι πίπιζες που
νιαούριζαν πάνω από τούμπανα αρκουδιάρικα. Τι
σκατά ακούει αυτός ο κόσμος; απόρησε.
Και τότε την ξαναείδε. Στην
άκρη του σαλονιού, εκεί που φαινόταν να ξεκινάει κάποιος διάδρομος για τα μέσα
δωμάτια, πάλι μόνη, με το μεγάλο ποτήρι στο ένα χέρι κι ένα μισοκαπνισμένο
τσιγάρο στο άλλο. Η κοπέλα εξακολουθούσε να τον κοιτάζει ανάγωγα. Κι ο Αργύρης
αποφάσισε οτι ήταν πολύ γέρος για να νιώθει αμηχανία. Άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους
κεφάτους και την πλησίασε. Στήθηκε μπροστά της ρίχνοντας ένα χιλιοπροβαρισμένο
«από πού πάνε για την κόλαση;» υφάκι και περίμενε χαζεύοντάς την. Ήταν όμορφη
κοπέλα –λάθος, ήταν πολύ όμορφη κοπέλα. Και πιτσιρίκα –ο Αργύρης με το ζόρι την
έκανε τριαντάρα. Κοντά καστανά μαλλιά, μάτια-προβολείς, χέρια φορτωμένα με
δαχτυλίδια, κολάν χωμένο σε μοτοσυκλετιστικές μπότες, φαρδιά μοβ μπλούζα κι από
σώμα –«μήπως σας βρίσκεται πρόχειρη καμιά φωτογραφία με μαγιό;» κατάσταση.
«Από πού κατέβηκες εσύ;» τον
ρώτησε χαμογελώντας μυστήρια.
«Δεν κατέβηκα –με κατεβάσανε»,
απάντησε εκείνος προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. «Θέλεις τώρα να μου πεις τι
διάολο μού κρέμεται και με κοιτάζεις συνέχεια;»
Η κοπέλα ξεκαρδίστηκε.
«Το διαβατήριο», είπε απλά.
«Τι πράγμα;»
«Το διαβατήριο σού κρέμεται», εξήγησε
η κοπέλα.
«Ποιο διαβατήριο;» απόρησε ο
Αργύρης.
«Αυτό που γράφει οτι είσαι από
άλλο πλανήτη», του είπε εκείνη.
«Έτσι ε;» έκανε αμήχανα ο
Αργύρης.
«Έτσι και χειρότερα…»
«Κι εσύ τώρα πώς την έχεις
δει; Η γυναίκα με τα μαύρα που κυνηγάει εξωγήινους;»
«Ας πούμε οτι την έχω δει ως
βαριέμαι όλο αυτό το τζέρτζελο και ψάχνω κάτι ενδιαφέρον να σκοτώσω την ώρα μου
μέχρι να σχολάσω», είπε ήσυχα η κοπέλα.
«Άκου τώρα –για να ξέρεις»,
χαμογέλασε ο Αργύρης. «Έχω πατήσει τα 45 και μπορεί να κρύβω κάνα δυο χρονάκια.
Μέχρι τώρα λοιπόν, είναι η πρώτη φορά που τρώω προώθηση από γυναίκα. Και μου
έρχεται κάπως άβολο, όσο να πεις…»
«Προώθηση;» απόρησε η κοπέλα.
«Καμάκι, πώς το λέτε εδώ
πέρα;» γκρίνιαξε ο Αργύρης.
«Καμάκι το λέμε αλλά μην
ενθουσιάζεσαι –δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο», τον γείωσε η κοπέλα.
«Δεν πρόκειται –εντάξει, για
να το λες, κάτι θα ξέρεις… Πάντως με τέτοιες σαχλαμάρες κάναμε εμείς καμάκι
πριν κάτι αιώνες».
«Διακρίνω κάποιο ψυχολογικό
ηλικίας;» τον ρώτησε η κοπέλα.
«Αν σκεφτείς οτι με το μπαμπά
σου μπορεί να υπηρετήσαμε μαζί φαντάροι το βλέπεις κι έτσι…»
«Τελικά είχα δίκιο –είσαι
εξωγήινος», ξεκαρδίστηκε η κοπέλα.
«Εντάξει, είμαι εξωγήινος.
Τώρα λέω να πάω να ρουφήξω τίποτα υγρά μπαταρίας αν δε σε πειράζει», είπε ο
Αργύρης κι άρχισε να στρίβει.
«Μισό», του φώναξε η κοπέλα. «Σόνια»,
του συστήθηκε δίνοντας το χέρι της.
«Φορντ Έσκορντ, χάρηκα», έκανε
ο Αργύρης δίνοντας το δικό του.
Η κοπέλα ξεκαρδίστηκε κι
εκείνος βρήκε ευκαιρία να την κοπανήσει.
«Τι έπαθες ρε μαλάκα;» έκανε ο
Κώστας τραβώντας τον παράμερα.
«Φεύγω –εδώ θα μας πηδήξουν!»
είπε ο Αργύρης.
«Ε, γι΄αυτό δεν ήρθαμε;»
«Εντάξει –αλλά όχι κι έτσι!»
«Πώς έτσι;»
«Ρε η άλλη μού τη χώθηκε στα
ίσα!»
«Κώλωσες ε;»
«Όσο αν πεις…»
«Αλλάξανε τα πράγματα γέρο
μου. Τώρα, εμείς καθόμαστε και οι κοπέλες μάς διαλέγουν».
«Γεγονός;»
«Όπως σε βλέπω!»
«Ε, τότε δεν θα με βλέπεις για
πολύ ακόμα!» είπε ο Αργύρης και του γύρισε την πλάτη.
Στο σαλόνι κάποιοι τιραμόλες
είχαν αρχίσει να χορεύουν, έξω από την τουαλέτα άρχιζε να σχηματίζεται ουρά.
«Πώς περνάμε;» ρώτησε τον
Αργύρη μια περιρρέουσα Μαρίζα.
«Προσεχώς καλύτερα», έκανε
εκείνος. «Κάνα φως δεν γίνεται να σβήσεις; Σε λίγο θα χρειαστούμε γυαλιά
ηλίου».
Η Μαρίζα γέλασε καλόκαρδα και
τον έγραψε κανονικότατα.
«Τι μου λέει ο Κώστας; Είχαμε
θεματάκι;» τον πλεύρισε η Αθηνά.
«Αυτό το παιδί όλα τα λέει!»
ψευτοθαύμασε ο Αργύρης.
«Ποια ήταν;» ρώτησε η Αθηνά.
«Μια κάποια…»
«Όνομα;»
«Σόνια».
Η Αθηνά σήκωσε τους ώμους.
«Δε μου θυμίζει κάτι», είπε.
«Για δείξε».
Ο Αργύρης στριφογύρισε απρόθυμα κι ευτυχώς δεν
είδε πουθενά την κοπέλα.
«Μάλλον έφυγε, μη δίνεις
σημασία», της είπε.
«Την κάνουμε από λίγο-λίγο;»
πρότεινε ο Κώστας που χώθηκε ανάμεσά τους.
«Από τώρα;» γκρίνιαξε η Αθηνά.
«Και πολύ το αργήσαμε», είπε ο
Κώστας.
«Κάπως κρεμάλα το πάρτι»,
παρατήρησε ο Αργύρης.
Η Αθηνά μουρμούρισε κάτι
ακαταλαβίστικα και βιάστηκε να εξαφανιστεί ανάμεσα στους ανθρώπους που φώναζαν
επιδεικτικά.
«Άντε να τελειώνει το
μαρτύριο», μουρμούρισε ο Κώστας.
«Ναι –να γαμήσουμε ένα γύρο
ακόμα και να γυρίσουμε σπίτι», γέλασε ο Αργύρης.
«Όλο ανέκδοτα είσαι ρε
πούστη…» βλαστήμησε ο Κώστας ενώ σκεφτόταν τη γκρίνια που είχε να φάει από την
Αθηνά όταν θα έμεναν μόνοι τους.
«Καθότι είμαστε κάποιο
ανέκδοτο, όσο να πεις…» σχολίασε ο Αργύρης.
Χαιρέτησαν, φιλήθηκαν,
ευχήθηκαν και κουτρουβαλιάστηκαν προς το ασανσέρ –το κουβούκλιο άρχισε να
κατεβαίνει απλώνοντας μια επικίνδυνη ηρεμία. Η Αθηνά κοίταζε τον καθρέφτη της
οροφής, ο Κώστας τους καθρέφτες στα πλευρικά τοιχώματα κι ο Αργύρης τα
κουμπάκια που αναβόσβηναν.
«Θα μας πας σπίτι;» έκανε ο
Κώστας στο άσχετο.
«Ε, τι –εδώ θα σας αφήσω;»
μονολόγησε ο Αργύρης.
Η νύχτα τούς πήρε απ΄τα μούτρα
με το που δρασκέλισαν το πλατύσκαλο της πολυκατοικίας –έπεφτε κι ένα ψιλόβροχο,
αυτομάτως σήκωσαν τους γιακάδες τους, κούμπωσαν τα μπουφάν πριν πατήσουν το
πεζοδρόμιο.
«Σκατόκαιρος», μουρμούρισε
κακόκεφα ο Κώστας.
Ένα μαύρο σεντάν ήταν
σταματημένο στη μέση του δρόμου, 30 μέτρα μακριά τους και αναβόσβηνε τα φώτα.
«Τι είναι πάλι αυτό;»
γκρίνιαξε ο Κώστας.
«Δεν έχω ιδέα», παραδέχτηκε ο
Αργύρης.
«Σε μας παίζει τα φώτα;»
ρώτησε η Αθηνά.
«Βλέπεις κάναν άλλο τριγύρω;»
τσίτωσε ο Κώστας.
«Πάω να δω», είπε ο Αργύρης.
«Έρχομαι μαζί σου», είπε ο
Κώστας. «Εσύ μείνε στο υπόστεγο για να μη βρέχεσαι», φώναξε χωρίς να κοιτάξει
την Αθηνά.
Προχώρησαν προσεκτικά με τα
χέρια κρεμασμένα στα πλευρά σαν καουμπόηδες –ο Αργύρης τάχυνε το βήμα του
πλησιάζοντας το παράθυρο του οδηγού κι ο Κώστας έκοψε απότομα για να ελέγξει την
κατάσταση. Περίμενε ένα νεύμα του Αργύρη, μήπως χρειαζόταν να πλευρίσει το
σεντάν από την άλλη μεριά ή οτιδήποτε…
Ο Αργύρης έσκυψε προς το παράθυρο
του οδηγού όσο αυτό κατέβαινε -την είδε να του χαμογελάει.
«Άντε –μπες μέσα και μη
διανοηθείς να πεις καμιά βλακεία πάλι», του εξήγησε η Σόνια.
«Μάλιστα αφέντρα», έκανε με
βαριά φωνή ο Αργύρης.
«Αδύνατο να μην πεις βλακεία
–έτσι;» γέλασε η Σόνια.
«Κάπως έτσι», παραδέχτηκε ο
Αργύρης και στράφηκε προς τον Κώστα που είχε ήδη φτάσει κοντά του. «Όπως
βλέπεις, υπάρχει κάποια κατάσταση εδώ πέρα», ψιθύρισε.
«Το βλέπω –θα φας καλά
παλιοκουφάλα!» σφύριξε ο Κώστας.
Ο Αργύρης έβγαλε τα κλειδιά
του αυτοκινήτου και τα πέταξε στον αέρα, ο άλλος τα έπιασε, έκανε μια στροφή
στα τακούνια του και υποκλίθηκε. Μετά ξεκίνησε για να βρει την Αθηνά. Ο Αργύρης
μπήκε στο σεντάν, στη θέση του συνοδηγού.
«Κάποια στιγμή θα πρέπει να με
γυρίσεις και σπίτι μου», εξήγησε στη Σόνια.
«Κάποια στιγμή…» επανέλαβε
εκείνη.
«Και τώρα;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Τώρα…» επανέλαβε η Σόνια
αφήνοντας το σεντάν να ρολάρει αργά στον βρεμένο δρόμο.
Ο Αργύρης βολεύτηκε στο μαλακό
κάθισμα, έσκασε δυο πόντους το διπλανό του παράθυρο και άναψε τσιγάρο. Η βροχή είχε
ξεκινήσει για τα καλά, ο Κώστας με την Αθηνά έτρεχαν να φτάσουν στο αυτοκίνητό του
πριν γίνουν μουσκίδια κι εκείνος αποφάσισε οτι τα καλύτερα πάρτι είναι όσα ξεκινάνε
χωρίς καμιά προοπτική. Γύρισε να την κοιτάξει.
«Κοίτα μπροστά σου –οδηγώ», του
είπε εκείνη κάπως απότομα.
Δεν βρήκε κανένα λόγο να διαφωνήσει
μαζί της αλλά εξακολούθησε να την κοιτάζει. Κλεφτά.
7 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Φόρντ Έσκορτ ε; Άμα είναι να πέσει και Βογκονική ποίηση να μου το πείς, για να 'χω πάρει το κατιτίς μου.
Χαχαχα -άμα είναι θα μοιράσω ηρεμιστικά προηγουμένως -μην ανησυχείς!
Έχεις μια μανία με τα ίδια ονόματα...Μη μου 'ξηγηθείς σύνδεση ότι οι δύο Σόνιες έσονται μία, σ' έσκισα κακομοίρη μου!!!
Φορντ Εσκορτ ο Αργυρης, Αρθουρ Ντεντ ο Κωστας;
Afrikane, όχι ακριβώς αλλά ίσως φτηνώς, χεχεχεχε.
Ηλία -μέσα είσαι!
Ναι με το "Σόνια". Ήθελα να το πω κι εγώ...
Άσε που την έχω ταυτίσει με αυτήν από τη Συμμορία που
πήγαινε στον νεκρόφιλο Μπιμπίλα...
Τη Συμμορία την ξανάβλεπα χθες+προχθές...
Με άλλα λόγια, είμαι πάντοτε εδώ γύρω χωρίς να σχολιάζω.
Αυτά και τους διαδυκτιακούς χαιρετισμούς μου από την παραμεθώριο_
miliokas aka skylos_mayros
PS: κι επειδή βαριέμαι να γράψω τον κώδικα:
http://urbanaspirines.blogspot.gr/2013/02/7-single.html
Η "Σόνια" είναι και η τελευταία εμφάνιση της Κίνσκι μέχρι σήμερα -άντε, δίνω και στοιχεία!
Σ΄αυτό το λινκ που βάζεις έχει ένα λινκ από συνέντευξη στο allaboutmusic. Ε, σ΄εκείνη τη συνέντευξη είχα την τύχη να βρίσκομαι στο διπλανό τραπέζι και να τ΄ακούσω πρώτο χέρι από τον Αγγελή.
Αντιχαιρετώ.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!