Πέμπτη, Μαρτίου 14, 2013

5. Μια ενοχλητική φωτογραφία

Προηγούμενα:

2. Όλα δείχνουν χειρότερα την Κυριακή
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους 
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη"

Το αυτοκίνητο έκοβε σταδιακά ταχύτητα όσο η βροχή δυνάμωνε. Οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν μανιασμένα προσπαθώντας να συντονιστούν στο ρυθμό της βροχή κι ο Αργύρης αναγκάστηκε να καταπνίξει την επιθυμία του για ένα ακόμα τσιγάρο –αδύνατο ν΄ανοίξεις παράθυρο με τέτοια μπόρα.
«Το πάει για λιακάδα», σχολίασε, προσπαθώντας να διακρίνει το δρόμο μέσα στη νυχτερινή μπόρα.
«Κρίμα που δεν έχεις μαζί σου μαγιό, θα κάναμε κάνα μπανάκι», παρατήρησε η Σόνια.
«Πού το ξέρεις οτι δεν έχω μαγιό;» απόρησε ο Αργύρης και η κοπέλα γέλασε.
«Φτάσαμε», του είπε ψάχνοντας μέρος για να παρκάρει.
«Πού;»
«Δεν θυμάσαι;»
«Τι να θυμάμαι, αφού δεν βλέπω την τύφλα μου!» διαμαρτυρήθηκε ο Αργύρης.
Η Σόνια γέλασε ξανά. Και μετά πάρκαρε.
«Τώρα πρέπει να κατέβω;» αναρωτήθηκε ο Αργύρης.
«Όχι –μπορείς να με περιμένεις στο αμάξι», του απάντησε η Σόνια.
Και άνοιξε την πόρτα βγαίνοντας στην καταιγίδα.
«Ρε που μπλέξαμε», μονολόγησε ο Αργύρης ακολουθώντας την.
Βγαίνοντας στο βρεγμένο πεζοδρόμιο κοντοστάθηκε. Κοίταξε τριγύρω αδιαφορώντας πλέον για τη βροχή, μαγκώθηκε κανονικά.
«Τι θα γίνει –εκεί θα μείνεις;» φώναξε η Σόνια.
Περπάτησε αργά πλησιάζοντάς την.
«Υπάρχει ακόμα αυτό το ρημάδι;» αναρωτήθηκε.
Stand barπληροφορούσε η πινακίδα πάνω από την διάπλατη πόρτα, η Σόνια ήδη είχε φτάσει στις σκάλες.
«Άντε!» του φώναξε ανυπόμονα.
Την έφτασε με το πάσο του.
«Θα μπορούσες να με ρωτήσεις πάντως», γκρίνιαξε.
«Θα μπορούσα», παραδέχτηκε η κοπέλα.
Το μαγαζί ήταν μισοσκότεινο, μύριζε τσιγάρο και πατσουλί –από τα ηχεία κάτι καλόπαιδα τούς υποδέχτηκαν δηλώνοντας «youre an orgasm addict, uh huh». Κάμποσα κεφάλια γύρισαν προς το μέρος τους, ο Αργύρης κοντοστάθηκε σοκαρισμένος επειδή τα κεφάλια ανήκαν κυρίως σε πιτσιρικάδες.
«Τι γίνεται εδώ; Ρετρό πάρτι;» τη ρώτησε.
«Πάντα έτσι είναι», του είπε η Σόνια.
Στην πίστα αριστερά τους κάτι γκόμενες χόρευαν σαν ξεβιδωμένες. Ο Αργύρης τίναξε τη βροχή από το μπουφάν του και ξεκίνησε για κάποιο απομακρυσμένο τραπέζι.
«Όχι από εκεί –εδώ έλα», του φώναξε η Σόνια.
Τι στον πούτσο γουστάρει βραδιάτικα, σκέφτηκε ακολουθώντας την.
Μια παρέα τούς έκανε χώρο να καθίσουν στη μπάρα, ο Αργύρης βολεύτηκε στο σκαμπό νευριασμένα. Τράβηξε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα του από τη μέσα τσέπη τού μπουφάν και τα πέταξε δίπλα σ΄ένα τεράστιο τασάκι στον ξύλινο πάγκο. Η Σόνια χοροπηδούσε ακριβώς δίπλα του σνομπάροντας τα σκαμπό. Απέφυγε να την κοιτάξει, χάζευε το τασάκι, το φρέσκο τσιγάρο που άναψε ομοιόμορφα…
«Να σε δω ρε πούστη! Μια χαρά κρατιέσαι!» φώναξε κάποιος μπροστά στα μούτρα του.
Ο Αργύρης σήκωσε τα μάτια, είδε το φαλάκρα με τα 49 σκουλαρίκια στη μούρη, ενστικτωδώς έφερε το αριστερό του χέρι πάνω στον πάγκο, έτοιμος να τον βουτήξει από τα πέτα. Αλλά φρέναρε, πρώτον διότι ο φαλάκρας δεν είχε πέτα και δεύτερον επειδή…
«Ρε Σωτηράκη εσύ είσαι;» ψέλλισε έκπληκτος.
«Ολόκληρος ρε μουνί –και σας σκίζω τα βάρδουλα άμα λάχει…» πανηγύρισε ο φαλάκρας, ο επιλεγόμενος και Σωτηράκης.
«Πού μ΄έφερες», γκρίνιαξε στη Σόνια ο Αργύρης, «σε ετεροχρονισμένη κηδεία;»
«Νόμιζα οτι σου αρέσουν αυτά», απάντησε εκείνη.
«Βασικά, έχω πήξει στις κηδείες αυτές τις μέρες», μουρμούρισε ο Αργύρης γυρίζοντας προς τον Σωτηράκη. «Τι κάνεις ρε άτομο; Δεν λες να το πάρεις απόφαση οτι έχεις πεθάνει;»
«Μόνο οι ζωντανοί πεθαίνουν αγόρι μου», απάντησε ο Σωτηράκης. «Για πες εσύ τα δικά σου… Η Μαρία;»
«Μια χαρά –πριν λίγες μέρες πέθανε».
«Έλα ρε!»
«Ήρθα».
«Πώς πέθανε δηλαδή;»
«Ξέρω ‘γω; Όπως πεθαίνει ο κόσμος –ανάσκελα και να κοιτάζει το ταβάνι».
«Από τι, ρε φίλε;»
«Καρκίνος».
«Λυπάμαι γαμώτο… Παιδιά είχατε;»
«Όχι».
«Τυχερός! Εγώ έχω τέσσερα από διαφορετικές γυναίκες».
Κοίτα ποιοι κάνουν παιδιά, σκέφτηκε ο Αργύρης χαμογελώντας.
«Πώς πάει εδώ το μπουρδελάκι; Ακόμα δεν στο κλείσανε;» τον ρώτησε.
«Μια χαρά χάλια. Με τα δόντια το κρατάω τόσα χρόνια…»
«Πρόσεξε μην καταπιείς κάνα κόντρα πλακέ», γέλασε ο Αργύρης.
«Η κυρία –μαζί σου;» έκανε νόημα ο Σωτηράκης δείχνοντας τη Σόνια η οποία κάπνιζε και τους χάζευε.
«Κυρία; Ποια κυρία;» ψάχτηκε ο Αργύρης. «Α, λες για… Μού την άφησε η μαμά της να την προσέχω μέχρι ν΄ανοίξει ο παιδικός σταθμός».
Η Σόνια τού τράβηξε μια τσιμπιά ξεγυρισμένη χωρίς να αλλάξει ύφος.
«Η μαμά της ε;» γέλασε ο Σωτηράκης. «Θα πιείτε κάτι;»
«Το γνωστό», είπε η Σόνια.
«Εσύ ακόμα στα ίδια;» ρώτησε ο Σωτηράκης τον Αργύρη.
Εκείνος ένευσε κι ο Σωτηράκης ετοίμασε μια βότκα τόνικ.
«Α, ρε μπαγάσα –πόσα χρόνια…» έκανε, σερβίροντας το ποτό.
«Ναι, πολλά…» είπε αφηρημένα ο Αργύρης.
Η Σόνια τελικά το πήρε απόφαση να καθίσει στο σκαμπό, στριμώχτηκε δίπλα μου και τον σκούντηξε.
«Ωραίο αγοράκι ήσουν τότε παλιά», του είπε δείχνοντας πίσω από τη μπάρα.
Ο Αργύρης τεντώθηκε για να δει καλύτερα. Μια κορνιζαρισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία με την αφεντομουτσουνάρα του να χαμογελάει δήθεν σατανικά δίπλα σ΄έναν αγχωμένο μπάτσο που προσπαθούσε να τον τραβήξει από τις χειροπέδες. Ο Αργύρης έτριψε ασυναίσθητα τους καρπούς του, εκείνη η νύχτα με τις χειροπέδες είχε τον ατελείωτο –μέχρι να τους πάνε στον εισαγγελέα το επόμενο πρωί τα χέρια τους είχαν γεμίσει ξεραμένα αίματα. Βλέπεις οι μπασκίνες πήγαιναν και τις έσφιγγαν κάθε λίγο και λιγάκι…
«Θυμάσαι ρε μούτρο;» του σφύριξε ο Σωτηράκης.
«Κάτι θυμάμαι…» μουρμούρισε σιγά ο Αργύρης.
«Αξέχαστες εποχές πιτσιρίκα!» παινεύτηκε στη Σόνια ο Σωτηράκης. «Κρατήσαμε την κατάληψη της σχολής βδομάδες ολόκληρες, στο τέλος μπήκανε και μας βγάλανε με κλωτσιές. Ο κύριος από δω –πρώτη μούρη –στο συντονιστικό! Θυμάσαι ρε μαλάκα τη φάση με…»
«Θυμάμαι, τα’ παμε, ξεκόλλα», έκανε απότομα ο Αργύρης. 
«Τι έπαθες;» τον ρώτησε η Σόνια. «Εδώ μέσα, τα πίνουμε παρέα με τη φωτογραφία σου κάτι χρόνια τώρα…»
«Εμένα με ρωτήσατε;» μούγκρισε ο Αργύρης.
«Τι;»
«Με ρωτήσατε ρε παιδί μου; Αν θέλω να τα πίνετε με τη φωτογραφία μου –με ρωτήσατε;» αυτό το φώναξε και προς την πλευρά του Σωτηράκη.
«Είμαι κι εγώ στη φωτογραφία», δικαιολογήθηκε μουδιασμένα εκείνος.
«Πού είσαι;»
«Από πίσω –με κοπανάνε κάτι μπάτσοι», ξεκαρδίστηκε. «Δε φαίνομαι πολύ καλά».
Ο Αργύρης προτίμησε να αφοσιωθεί στο ποτό του.
«Νόμιζα οτι θα σου άρεσε», ψιθύρισε δίπλα του η Σόνια.
«Τι πράγμα να μου αρέσει;» έκανε ο Αργύρης.
«Να ξαναβρεθείς…»
«Αν ήθελα θα το είχα κάνει από μόνος μου. Για ρώτα τον Σωτηράκη, πόσα χρόνια έχει να με δει».
Η κοπέλα έπαιξε λίγο με το ποτήρι της.
«Εγώ πάντως αυτή τη φωτογραφία…» ξεκίνησε να λέει.
«Αυτή η φωτογραφία είναι μια μαλακία και μισή. Δείχνει κάποιον ηλίθιο που νόμιζε οτι κάτι έκανε», της ξέκοψε ο Αργύρης.
«Ε, δεν έκανες;» απόρησε η Σόνια.
«Έκανα, πώς δεν έκανα! Μια τρύπα στο νερό», είπε ο Αργύρης.
«Κι αυτό κάτι είναι», είπε εκείνη.
«Εντάξει –πάρε τη φωτογραφία αγκαλιά και άντε σπιτάκι σου να κοιμηθείτε παρέα», της ξέκοψε απότομα.
«Το προσπαθείς ή σου βγαίνει από μόνο του;» τον ρώτησε.
«Ποιο πράγμα;»
«Το να είσαι τόσο μαλάκας».
Δεν πρόλαβε να πει τίποτα γιατί η Σόνια του γύρισε την πλάτη κι έπιασε κουβέντα με μια παρέα αγριεμένων τύπων που χειρονομούσαν αδιάκοπα.
Ο Αργύρης υπολόγισε ότι θα το καθάριζε το ποτό μέσα στο επόμενο δεκάλεπτο κι άρχισε να σκέφτεται κατά που πέφτει η κοντινότερη πιάτσα ταξί.
«Τι κάνουν οι άλλοι ρε φίλε;» τον ρώτησε ο Σωτηράκης σκύβοντας προς το μέρος του.
«Λες για…»
«Ο Τάκης, ο Κώστας – Αγία Τριάδα ρε συ!»
«Μια χαρά είναι –όπως τα ‘ξερες…»
Ο Σωτηράκης διέκρινε την έλλειψη διάθεσης για κουβέντα, έξυσε το μάγουλό του και την έκανε για την άλλη μεριά της μπάρας. Η ντι τζέι, μια κοπελίτσα με μισό χιλιόμετρο μαύρο μαλλί και δέκα οκάδες καρφιά είχε περάσει σε πιο σαντιμεντάλ κομμάτια –New Model Army, 3 Johns και τα συναφή. Ο Αργύρης βρέθηκε να διασκεδάζει άθελά του. Μέχρι που σκέφτηκε να παραγγείλει δεύτερο ποτό. Αλλά τότε ξανακοίταξε τη φωτογραφία πίσω από τη μπάρα -ένας αναμαλλιασμένος πιτσιρικάς με ηλίθιο χαμόγελο και χειροπέδες που τις επιδείκνυε λες και ήταν παράσημο.
Ψάχτηκε μέχρι να βρει κάποιο τσαλακωμένο δεκάρικο, το άφησε δίπλα στο μισοτελειωμένο του ποτό, κατέβηκε από το σκαμπό μαζεύοντας τα τσιγάρα και τον αναπτήρα του.
«Δεν περνάνε τα λεφτά σου εδώ αγοράκι», του σφύριξε ο Σωτηράκης αλλά τον αγνόησε.
«Φεύγουμε;» είπε δίπλα του η Σόνια.
«Εγώ φεύγω. Εσύ κάνε οτι γουστάρεις», της ξεκαθάρισε.
«Εντάξει ρε σκληρέ άντρα, μας έλιωσες! Πάμε να φύγουμε τώρα», κορόιδεψε η Σόνια.
Κι ο Αργύρης σήκωσε τους ώμους αδιάφορα –αυτή η κοπέλα ήταν ο καλύτερος κακός μπελάς που είχε συναντήσει τα τελευταία χρόνια.

Μπήκαν αμίλητοι στο αυτοκίνητό της.
«Πού πάμε;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Σπίτι μου», του απάντησε η Σόνια.
Η βροχή είχε κόψει οπότε άνοιξε το παράθυρο και άναψε καινούργιο τσιγάρο. Το αυτοκίνητο πετάχτηκε νευρικά στην άσφαλτο.

Έμενε σε μια παλιά πολυκατοικία απ΄αυτές που έχουν ασανσέρ με ξύλινη επένδυση. Στον τρίτο όροφο. Πλησιάζοντας την καφέ πόρτα κι όσο εκείνη έψαχνε τα κλειδιά της ο Αργύρης τσιτώθηκε.
«Είναι κανένας μέσα;» ρώτησε.
«Όχι –μόνη μου μένω».
«Αλλά κάτι ακούγεται…»
Η Σόνια γέλασε.
«Είναι η τηλεόραση. Την αφήνω πάντα ανοιχτή», του εξήγησε.
Μπήκαν στο σκοτεινό διαμέρισμα που μύριζε έντονα νυχτολούλουδο. Εκείνη άναψε ένα φωτιστικό δαπέδου με ροοστάτη, ημίφως, σκιές από τις μισάνοιχτες κουρτίνες και ένας σκασμός μαξιλάρια πάνω σε καναπέδες ή κάτω στο πάτωμα. Η τηλεόραση έπαιζε μια παλιά ασπρόμαυρη γαλλική ταινία. Η Σόνια χαμήλωσε τέρμα τον ήχο χωρίς να την κλείσει και έβαλε ένα σιντί να παίζει. Χωρίς να τον ρωτήσει τού ετοίμασε μια βότκα τόνικ. Έβαλε και γι΄αυτή ένα ποτό, ήρθε να καθίσει δίπλα του.
«Γουστάρω σκηνικό», μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Δε γουστάρεις –κομπλαρισμένος είσαι», του ξεκαθάρισε η Σόνια.
«Σωστά», συμφώνησε εκείνος.
«Λοιπόν;» τον κοίταξε χαμογελαστή.
«Λοιπόν –θα πρέπει να σου εξομολογηθώ οτι είμαι παρθένα», είπε ο Αργύρης.
Η Σόνια γέλασε.
«Κι εγώ θα πρέπει να σου εξομολογηθώ οτι δεν ξέρω τι γίνεται παρακάτω… Σε αναγνώρισα εύκολα στο πάρτι, δεν έχεις αλλάξει και πολύ από τη φωτογραφία. Εντάξει, αρκετά γκριζαρισμένος και μπόλικες ρυτίδες…»
«Η γοητεία της ωριμότητας».
«Μη με διακόπτεις γαμώτο! Τι ήθελα να σου πω τώρα; Με μπλόκαρες».
«Δύο οι κομπλαρισμένοι λοιπόν. Κάτσε να σε βοηθήσω –με είδες στο πάρτι κι αναρωτήθηκες, τι κάνει αυτός ο ζωντανός θρύλος ανάμεσα στους κοινούς θνητούς; Το πάω καλά;»
«Τέλεια», γέλασε η Σόνια.
«Κι αποφάσισες οτι πρέπει να με ξεμοναχιάσεις για να δεις από τι είμαι φτιαγμένος…»
«Από τίποτα –για ξενέρωτο σε έκοψα».
«Ξενέρωτος και ρέστος, σωστά».
«Κάτι μπορούμε να κάνουμε γι΄αυτό…»
«Δηλαδή;»
«Για το ρέστος λέω…»
«Τι; Θα μου δανείσεις φράγκα;»
Η Σόνια του έριξε μια ακόμα ξεγυρισμένη τσιμπιά και τον τίναξε στον αέρα.
«Έλα, σταμάτα ρε χαζέ», του είπε σιγά.
Και ο Αργύρης έγινε αλοιφή –με τη μία απλώθηκε στον καναπέ, την αγκάλιασε, πέσανε κάτι φιλιά αμήχανα στην αρχή λόγω έλλειψης οικειότητας τα οποία όμως γρήγορα συνοδεύτηκαν από πολυμήχανα μπαλαμούτια διότι το μπαλαμούτι είναι σαν το ποδήλατο –άπαξ και το έμαθες.
«Πάμε στο κρεβάτι», ψιθύρισε βραχνά και η ανάσα της κόντεψε να του κάψει το αυτί.
«Εντάξει», είπε κι άρχισε να τη γδύνει επιτόπου.
Σε λίγο βρέθηκαν να κολυμπάνε στα μαξιλάρια του καναπέ και μετά επεκτάθηκαν προς τα μαξιλάρια του πατώματος, σύρθηκαν σε λεπτά χαλιά και σε παγωμένα πλακάκια κάτω από το μακρόστενο τραπέζι, είδαν οτι τελικά δεν έβγαινε πουθενά αυτή η ταλαιπωρία κι αποφάσισαν να συνεχίσουν πιο συγκεντρωμένα –μόνο που, στην κρίσιμη φάση, ο Αργύρης ένιωσε να ξεκολλάει από το σώμα του και να παρατηρεί απέξω το θέαμα και του φάνηκε όλο αυτό λυπηρό, εξευτελιστικό, ίσως γελοίο –με το ζόρι κρατήθηκε να μη βάλει τα κλάματα (κυρίως επειδή σκέφτηκε οτι η Σόνια θα το έπαιρνε σαν ένδειξη του πόσο χάρηκε που τελείωσε ενώ αυτός ήθελε να συνεχίσει το πήδημα για κάμποση ώρα ακόμα –ποιος είπε οτι τα γελοία δεν είναι ωραία;)

Άναψε δυο τσιγάρα και της έδωσε το ένα όσο εκείνη χάζευε με ασυνήθιστη σοβαρότητα το ταβάνι. Ξάπλωσε δίπλα της αλλά ήταν άβολα –το χαλί τού προκαλούσε φαγούρα στην πλάτη και ο ιδρώτας τον πάγωνε.
«Όταν τελειώσεις το τσιγάρο, ντύσου να σε πάω σπίτι σου», είπε ψυχρά η Σόνια.
Ένιωσε μια κάποια ανακούφιση γιατί δεν θα χρειαζόταν να μείνει για πάντα σ΄αυτό το γαμωχαλί. Σηκώθηκε αργά, τέλειωσε το υπόλοιπο τσιγάρο του όσο ντυνόταν κι όταν την έκοψε να σηκώνεται πίσω του αργά τής έκανε ένα καθησυχαστικό νόημα.
«Δε χρειάζεται να με πας πουθενά, θέλω να βολτάρω λίγο», της είπε.
«Εντάξει», είπε εκείνη και χάθηκε στο βάθος του διαμερίσματος –ο Αργύρης πόνταρε σε μπάνιο (αντί για κρεβατοκάμαρα) αλλά όσο κι αν καθυστέρησε το ντύσιμό του δεν άκουσε καζανάκι να τραβιέται.

Βρέθηκε στη νύχτα άδειος από σκέψεις και ευάλωτος στο ψοφόκρυο. Σήκωσε τους γιακάδες τού μπουφάν του αλλά δε γλιτώνεις με τίποτα από την υγρασία, ούτε από την αίσθηση οτι ξοδεύτηκες που ακολουθεί κάτι τέτοια πηδήματα. Ακούμπησε στον σχετικά στεγνό τοίχο, άναψε τσιγάρο, δίπλα του κάτι χαρτόνια κουνήθηκαν, ξαφνιάστηκε αλλά είδε οτι από κάτω ήταν ένας άνθρωπος που κοιμόταν. Ο άνθρωπος στριφογύρισε για να τον δει καλύτερα.
«Θες κάτι;» τον ρώτησε.
«Κάνε δουλειά σου –συγνώμη για την αναστάτωση», απολογήθηκε ο Αργύρης κι ετοιμάστηκε να πάει παρακάτω μπας και βρει την ησυχία του.
«Έχεις τσιγάρο;» ζήτησε ο άνθρωπος κάτω από τα χαρτόνια.
Ο Αργύρης άνοιξε το πακέτο και τράβηξε τρία τσιγάρα –του τα πέταξε από μακριά αποφεύγοντας να πλησιάσει λόγω βρώμας.
«Ευχαριστώ», είπε ο άνθρωπος αλλά ο Αργύρης ήδη απομακρυνόταν. «Πρόσεχε –μας βλέπουν!» φώναξε ο άνθρωπος πίσω του.
Ωραίο θέαμα που θα είμαστε, σκέφτηκε ο Αργύρης χαμογελώντας.
Στρίβοντας στην επόμενη γωνία έβγαλε το κινητό του, διάλεξε τον αριθμό του Κώστα και περίμενε μέχρι να το σηκώσει ο άλλος.
«Τι έπαθες ρε μαλάκα;» ακούστηκε η κοιμισμένη φωνή του Κώστα.
«Τίποτα. Απλά είμαι έξω και σκέφτηκα…» δικαιολογήθηκε ο Αργύρης.
«Κοιμάμαι γαμώτο», κλαψούρισε ο Κώστας.
Μια φωνή ακούστηκε πνιχτή δίπλα στον Κώστα, κάτι μουρμούρες καθησυχαστικές στη συνέχεια.
«Καλά –συγνώμη που σε ξύπνησα», είπε ο Αργύρης.
«Κάτσε λίγο… Τι έγινε τελικά;» ρώτησε ο Κώστας.
«Διάφορα –ξέρω ‘γω….» μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Ρεζουμέ;»
Ο Αργύρης το σκέφτηκε λιγάκι –όχι γιατί δεν ήξερε τι να απαντήσει αλλά για να δώσει έμφαση.
«Λοιπόν φίλε, είμαι 10 λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι», του είπε τελικά.
«Τι λες! Πότε πρόλαβες; Πώς δηλαδή; Γιατί;» ακούστηκε αναστατωμένη η φωνή του Κώστα.
«Τα λέμε αύριο», είπε ο Αργύρης κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Μέχρι το σπίτι του ήταν κάνα πεντάρι χιλιόμετρα δρόμος. Για να φτάσει χρειάστηκε να περάσει από 12 μαγαζιά με γυναικεία ρούχα (αυτό θα της ταίριαζε, αυτό όχι, αυτό θα την έκανε να δείχνει σα νοικοκυρά, αυτό… δεν ξέρω, πρέπει να το δω πάνω της), 5 μαγαζιά με καλλυντικά (είναι καλύτερη από τις γκόμενες στις αφίσες), 3 σαντουιτσάδικα γεμάτα μπουκωμένους πιτσιρικάδες  (τι δουλειά έχω εγώ μαζί της;) και 2 περιπολικά τα οποία τον ακολούθησαν διαδοχικά και αδιάκριτα όσο προχωρούσε μέχρι να βαρεθούν και να τον αφήσουν στην ησυχία του.

Έφτασε στο σπίτι του ξέπνοος, όταν μπήκε μέσα κατάλαβε οτι τα πόδια του έτρεμαν –τόσο περπάτημα είχε χρόνια να ρίξει. Γενικώς δεν περπατούσε, ειδικώς δεν πήγαινε πουθενά τα τελευταία χρόνια. Σκύβοντας να βγάλει τα παπούτσια του μύρισε νυχτολούλουδο ανακατεμένο με το άρωμά της, στάθηκε για λίγο μπας και βρει από πού ερχόταν αλλά η μυρωδιά χάθηκε. Έκλεισε τα μάτια, προσπάθησε να ανασύρει την αίσθηση του κορμιού της στις άκρες των δαχτύλων του, το βάρος της πάνω του –κάτι, οτιδήποτε…
«Τη θέλω αλλά αυτή κάνει παιχνίδι», παραδέχτηκε.
Προσπάθησε τότε να επαναφέρει την αίσθηση γελοιότητας που είχε νιώσει προηγουμένως αλλά η προσπάθειά του ήταν αξιολύπητη –έμοιαζε με του πεινασμένου ο οποίος για να περιορίσει κάπως τη λιγούρα του σκέφτεται οτι το κρέας έχει τριγλυκερίδια. Χαμογέλασε και παραδόθηκε στην ανάμνησή της.

6 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

ξυλοκόπος είπε...

βότκα, βότκα, βότκα, λες και διαβάζω ιστορία για σιδηροδρομικούς υπαλλήλους στο Ιρκούτσκ, ρε μότορα. Τζώνυ δεν παίζει πουθενά; Κανά μπέρμπον; Έστω ένα μπλέντιντ της πούτσας τύπου κάττυ σαρκ;

κατά τάλλα, ωραίο αθηναϊκό νουάρ με μετα-σοβιετικές καταβολές.

The Motorcycle boy είπε...

Δε φταίμε εμείς αδερφάκι -φταίει το ρεμάλι ο Σιντ Βίσιους που μας την κόλλησε! Ουίσκι κόλα πίνανε οι πριν από μας που ακούγανε Μπιτλς. Πάντως υπάρχουν κάμποσοι που πίνουνε βουρβόν σκέτο και θα εμφανιστούν στη συνέχεια

Τι είναι οι μετα-σοβιετικές καταβολές ρε; Να μου τα εξηγείς αυτά -μην τα πετάς έτσι και ψάχνομαι!

Afrikanos είπε...

Πέρα από δυο λαθάκια στην γραφή (ένα "μου" αντί "του" κι ένα σίγμα φαγωμένο στην πρώτη παράγραφο), άργησα λίγο αλλά το διάβασα ;)

Πιάσε και κανά τζιν (όχι Λιβάις) με τόνικ για τους μη-μυημένους...

Stefanos Max είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
The Motorcycle boy είπε...

Μουσουτου-αβαβά λέγαμε παλιά για όποιον τα μάσαγε, χεχεχεχε.

Τζιν -δε νομίζω! Φέτος είναι της μόδας τα κοτλέ.

Afrikanos είπε...

Έλα μωρέ, προετοιμαζόσουν για την Σαρακοστή! ;)

- Πάλι? ευτυχώς που δεν τα πέταξα δλδ :)

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι