Προηγούμενα:
2. Όλα δείχνουν χειρότερα την Κυριακή
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη"
5. Μια ενοχλητική φωτογραφία
6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι
2. Όλα δείχνουν χειρότερα την Κυριακή
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη"
5. Μια ενοχλητική φωτογραφία
6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι
Γύρνα λίγο πίσω, στις μέρες
τις βλακώδους παρακολούθησης όσο ο μαλάκας αναλωνόταν σε δηλώσεις τζάμπα
μαγκιάς. «Πού είναι; Κάθε μέρα κυκλοφορώ
μόνος μου, βαρέθηκα να τους περιμένω, μ΄ έχει φάει η μοναξιά! Τόσο πολύ τους
φοβίζει να αντικρύσουν έναν άντρα κατάματα;» Μετά από κάθε δήλωση γύριζε
την πλάτη στην κάμερα κι αποχωρούσε σε στυλ μοναχικός
καουμπόι ενώ δυο-τρεις φουσκωτοί τον περίμεναν στα δέκα μέτρα.
Τότε περνούσαν δήθεν αδιάφορα,
ξεχωριστά πάντα ο καθένας τους, από τα μέρη που ο Βυθούλκας έτρωγε, έπινε
καφέδες, χαριεντιζόταν με πιθηκοειδή της συνομοταξίας του, κοιμόταν, ξυπνούσε…
Οι δυο τους έψαχναν για να μη
βρουν επειδή δεν ήταν φορτσάτοι για το φόνο αλλά ο Αργύρης είχε τα μάτια της
λεοπάρδαλης –ξέρεις, «no blind spots in leopard’s eyes», τέτοια κατάσταση.
Γι΄αυτό ξεχώρισε γρήγορα τις συνήθειες του Βυθούλκα στο καθημερινό του
πρόγραμμα, γι΄αυτό τις ταξινόμησε και όταν έψαξε τη δικαιολόγηση κάθε συνήθειας
έπεσε πάνω στο κελεπούρι. Όλα τα υπόλοιπα ήταν εντάξει, καθημερινές εμφανίσεις,
συναντήσεις για κλείσιμο συμφωνιών (πάντα στα κρυφά), σπίτι (ο μαλάκας έμενε ακόμα,
μαζί με τους γέρους του). Ένα πράγμα δεν κόλλαγε –η εμμονή του Βυθούλκα να
τρώει μια φορά τη βδομάδα δεκατιανό (πάντα στις 12 το μεσημέρι) σε μια
συγκεκριμένη καφετέρια. Ούτε η ποιότητα του μαγαζιού, ούτε και το γεγονός οτι η
μανούλα πάντα φτιάχνει φετούλες με βούτυρο και μαρμελάδα στο παιδάκι,
δικαιολογούσαν αυτή του την προτίμηση. Στην αρχή ο Αργύρης σκέφτηκε οτι εκεί
μέσα έκλεινε συμφωνίες ο μαλάκας, αλλά δεν στεκόταν κάτι τέτοιο, γιατί πήγαινε
πάντα μόνος του (δηλαδή με τους μπράβους του) και δεν συναντούσε κανέναν άλλο
πέρα από τον (διαφορετικό κάθε φορά) γλίτση σερβιτόρο. Με τον ιδιοκτήτη του
μαγαζιού αντάλλασε κάποια χειραψία όταν τύχαινε να είναι εκεί αυτός ο
τελευταίος, αλλά το στάνταρ ήταν οτι πήγαινε, παράγγελνε κλαμπ σάντουιτς, το
έτρωγε (λίγο ως πολύ), έπινε και τη σχετική φραπεδούμπα κι έφευγε.
Χρειάστηκε να πάει δυο βράδια
(όχι κολλητά) στην συγκεκριμένη καφετέρια ο Αργύρης για να βρει την άκρη και
πάλι, δύσκολα θα τα κατάφερνε, αν δεν είχε αυτή την ευαίσθητη κύστη λόγω
ηλικίας. Ένα μπουκάλι μπύρα, δυο επισκέψεις στην τουαλέτα –μια αναγκαστική και
μια προπαρασκευαστική, επειδή ο δρόμος της επιστροφής στο σπίτι ήταν μακρύς.
Στο πρώτο κατούρημα είδε κάποιες περίεργες φάτσες να αδημονούν για την
αποχώρησή του, στο δεύτερο κατούρημα, κάπως ψυλλιασμένος, χώθηκε αμέσως σε μια
τουαλέτα και κράτησε την αναπνοή του (κυρίως λόγω βρώμας). Δεν πέρασε πολλή ώρα
μέχρι να ανοίξει η πόρτα, να μπουν κάποιοι, να κάνουν ύποπτους θορύβους και να
φύγουν βιαστικοί. Δεν πήρε πολύ στον Αργύρη να καταλάβει οτι εκεί μέσα γινόταν
κάποιο εμπόριο κι όταν έμεινε μόνος του κατάφερε να βρει μερικές καβάτζες, πίσω
από σπασμένα πλακάκια τοίχου –οι περισσότερες ήταν άδειες, αλλά κάπου πέτυχε
ένα σακουλάκι φρεσκότατο και υπόλευκο. Το
αγοράκι της μαμάς γουστάρει κοκό,
χαμογέλασε ο Αργύρης και μετά έφυγε βιαστικός. Το σχέδιο είχε έρθει να
τον βρει από μόνο του, έτσι συμβαίνει συνήθως.
Γύρνα λίγο πίσω, στο τέλος της
κουβέντας τους πριν κανονίσουν την αποτυχημένη απόπειρα.
«Τζάμπα μετράτε. Δύο είναι το
ίδιο με εκατονδύο για μας… Θέλουμε να τον πετύχουμε μόνο του, δεν πάμε για
μακελειό…» ξεκαθάριζε ο Αργύρης.
«Πώς δηλαδή;»
«Κάτι θα γίνει… Όλοι οι
άνθρωποι έχουν ανάγκες…»
Κάπου εκεί σηκώθηκαν να
φύγουν, χαιρετήθηκαν αλλά όταν ο Τάκης δεν κοίταζε, ο Αργύρης έκανε νόημα στον
Κώστα.
«Τι συμβαίνει ρε μαλάκα;» τον
ρώτησε εκείνος όταν έμειναν οι δυο τους.
«Συμβαίνει οτι η αποτυχημένη
απόπειρα πρέπει να στεφθεί από πλήρη επιτυχία», του είπε ο Αργύρης.
«Κάνε μου τη χάρη αδερφέ –αυτά
να τα λες στις γκόμενες που τα αντέχουν –όχι σε μένα…» παρακάλεσε ο Κώστας.
«Μην βιάζεσαι», τον γείωσε ο
Αργύρης. Και μετά του εξήγησε το όλο θέμα –ότι δηλαδή είχε ανακαλύψει πώς
προμηθευόταν τη ντρόγκα του ο Βυθούλκας, τουτέστιν, πήγαινε κάποιο καλόπαιδο,
άφηνε στην καβάτζα το σακουλάκι και μετά έφευγε από την πίσω πόρτα που υπήρχε
στις τουαλέτες της καφετέριας.
«Πώς φεύγει δηλαδή;»
«Με κλειδί. Ανοίγει –μπαίνει
–φυτεύει –φεύγει…»
«Κι εσύ πού το ξέρεις;»
«Έβγαλα αντικλείδι –η πίσω
πόρτα οδηγεί σ΄ένα υπέροχο στενό, 10 μέτρα από τη λεωφόρο…»
Το σχέδιο ήταν απλό όσο ο
Βυθούλκας ήταν σταθερός στην ώρα του. Μπαίνουν από την πίσω πόρτα, τον περιμένουν,
τον καθαρίζουν, βγαίνουν, φεύγουν.
«Κι ο Τάκης…» απόρησε ο
Κώστας.
«Γκαζάκια», του εξήγησε ο
Αργύρης.
«Δηλαδή θα τον στήσουμε…»
«Βλέπεις άλλο τρόπο; Έχει τρία
παιδιά ο μαλάκας…»
«Κι αν τον πιάσουν με τα
γκαζάκια…»
«Είπαμε μαλάκας αλλά όχι τόσο!»
Ο Κώστας είδε οτι δεν είχε
χώρο να διαφωνήσει.
«Με τι θα τον φάμε;»
αναρωτήθηκε ο Αργύρης.
«Απέξω θα είναι οι μπράβοι
του, άρα δεν μας παίρνει για θορύβους…» είπε ο Κώστας.
«Και τα μαχαίρια μην τα
θεωρείς αθόρυβα… Βλέπεις κάποιοι έχουν τη φαεινή ιδέα να μουγκρίζουν όσο τους
σφάζουν…»
«Όχι αν βρεις καρωτίδα….»
Ο Αργύρης κοίταξε τον Κώστα.
«Ρε φίλε –τι έκανες τόσα
χρόνια που είχαμε χαθεί; Φόνους με το τεμάχιο;»
«Όχι μωρέ –απλά έχω δει πολλά
γκαγκστερικά στο σινεμά…» γέλασε ο Κώστας.
«Και πού θα βρούμε…»
«Μην ανησυχείς», χαμογέλασε ο
Κώστας. «Έχω δυο πανέμορφες πεταλούδες, ενθύμιο των ρομαντικών εποχών…»
«Εννοείς…»
«Ναι μωρέ –από τότε. Θυμάσαι;»
«Αν και δεν θα το ήθελα…»
συννέφιασε ο Αργύρης.
Στη συνέχεια χώρισαν οι δρόμοι
τους, ο Κώστας πήγε να αντιμετωπίσει την παρουσία της Αθηνάς και ο Αργύρης την
απουσία της Σόνιας.
Τη μέρα που ο Τάκης κουβάλαγε
αγκομαχώντας τις σακούλες του σούπερ μάρκετ κι αγωνιζόταν να αποφύγει τα
σκουτεράκια, οι άλλοι δυο ετοιμάζονταν να τρυπώσουν στην καφετέρια από την πίσω
πόρτα. Με τα πρόσωπα ξεσκέπαστα, διχασμένοι ανάμεσα στο να πάνε και οι δύο μαζί
ή να πάει ο ένας μπροστά, στο μαγαζί, για να καλύπτει τον άλλο στην τουαλέτα.
«Κι αν δεν τα καταφέρεις;»
είχε ρωτήσει ο Κώστας.
«Τότε θα με καλύψεις».
«Δηλαδή θα την πέσω στους
μπράβους;»
«Σωστό –δεν παίζει τέτοια
πιθανότητα, θα γίνουμε αρένα…»
«Άσε λοιπόν να έρθω μαζί σου
κι ότι βρέξει…»
«Ναι, αλλά αν δεν βρέξει;»
«Αν δε βρέξει, θα χιονίσει ρε
κορόιδο», είχε χαμογελάσει ο Αργύρης ξεκλειδώνοντας την πίσω πόρτα της
τουαλέτας.
Δεν ήταν τόσο θέμα τύχης,
ήξεραν οτι ο Βυθούλκας με κάποιο τρόπο θα είχε φροντίσει να μην έχει κίνηση
στις τουαλέτες την ώρα που θα πήγαινε να πάρει το σταφ του. Κρύφτηκαν σε διαφορετικές τουαλέτες και
περίμεναν –εκεί ακριβώς έκαναν το λάθος τους. Γιατί όταν στήνεις παγίδα σε
τουαλέτες δεν κλείνεις την πόρτα (απλώς κρύβεσαι πίσω της ενώ αυτή χάσκει
μισάνοιχτη). Άκουσαν τα βήματα, έλπιζαν να είναι ο Βυθούλκας κι αυτός ήταν
πράγματι –βιαστικός, ευερέθιστος και έτοιμος να κάνει το δικό του λάθος. Γιατί
όταν είσαι εν δυνάμει στόχος δεν πας μόνος σου να δεις ποιος είναι πίσω από τις
κλειστές πόρτες στις τουαλέτες –φωνάζεις τη φρουρά σου να καθαρίσει. Ίσως ο
Βυθούλκας να μην ένιωθε καθόλου στόχος, ίσως πάλι να βιαζόταν να παραλάβει το
πράμα –το γεγονός είναι οτι έπεσε πάνω στην πρώτη κλειστή πόρτα και την
κοπάνησε με τη γροθιά του.
«Ποιος είναι εδώ;» μούγκρισε.
Ήταν ο Κώστας. Ο οποίος άνοιξε
την πόρτα και του μόστραρε το μαχαίρι, ο Βυθούλκας έκανε ασυναίσθητα δυο βήματα
πίσω κι ετοιμάστηκε να φωνάξει έντρομος, τότε ακριβώς πετάχτηκε ο Αργύρης δυο
πόρτες πιο αριστερά.
«Σας παρακαλώ…» ούρλιαξε ο
Βυθούλκας.
Κι αυτό τρόμαξε τον Αργύρη που
του έχωσε το μαχαίρι πλάγια στο λαιμό, η λάμα μπήκε άτσαλα με αποτέλεσμα να
σκαλώσει, ο Αργύρης προσπάθησε πρώτα να την τραβήξει έξω αλλά μετά κατάλαβε οτι
δεν γινόταν έτσι. Στο μεταξύ ο Κώστας περίμενε μουδιασμένος όσο ο Βυθούλκας
έφτυνε αίμα προσπαθώντας ν΄ αναπνεύσει από το στόμα. Τον είδε να προσπαθεί να
ισορροπήσει με το μαχαίρι στο λαιμό και έβγαλε τα χέρια του μπροστά –δεν ήθελε
να πέσει πάνω του, φοβόταν οτι θα σωριάζονταν τότε και οι δυο στο πάτωμα κι
άντε να βγάλεις το γουρούνι από πάνω σου. Ασυναίσθητα ο Βυθούλκας έφερε τα
χέρια στο λαιμό του, μούγκρισε ανατριχιαστικά και βοήθησε έτσι τον Αργύρη να
ξεσκαλώσει το μαχαίρι –πάνω στην ώρα.
Οι δυο τους έτρεξαν να φύγουν
από την πίσω πόρτα, ο Αργύρης είχε την ψυχραιμία να κλειδώσει βγαίνοντας, η
πεταλούδα, βουτηγμένη στο αίμα, βολεύτηκε πρόχειρα στην τσέπη του παντελονιού
όσο έβγαιναν στη λεωφόρο. Όποιος τους έβλεπε θα καταλάβαινε αμέσως τι είχαν
κάνει αλλά στους μεγάλους δρόμους κανένας δεν κοιτάζει για να δει. Περπάτησαν
λοιπόν προσπαθώντας να επανέλθουν σε κάποιου είδους φυσικότητα, το κατάφεραν (ή
έτσι νόμισαν, άρα ένιωσαν πιο ήρεμοι και το κατάφεραν στ΄ αλήθεια) μετά από
καμιά πενηνταριά μέτρα.
«Πώς φεύγουμε;» ρώτησε ξέπνοα
ο Κώστας.
Ο Αργύρης δεν απάντησε,
περπατούσε προσπαθώντας να ελέγξει την αναπνοή του, ο Κώστας τον είδε να
πνίγεται ψάχνοντας ν’ αναπνεύσει, όπως ο Βυθούλκας πριν λίγο.
«Πάμε από εδώ», αποφάσισε
τελικά ο Κώστας.
Και τον τράβηξε στο πεζοδρόμιο
να βγουν από τη λεωφόρο –είχε αυτό το φόβο οτι κάπου υπάρχουν κάμερες και τους
καταγράφουν, μπήκαν λοιπόν στα στενά, χάθηκαν, ξαναβγήκαν στη λεωφόρο κι άρπαξαν
το πρώτο λεωφορείο που συνάντησαν.
Σωριάστηκαν στις πίσω θέσεις
του οχήματος, ο Αργύρης πήγε να απλωθεί αλλά ο Κώστας τού έκανε νόημα
δείχνοντάς του τον λεκέ στην τσέπη του παντελονιού.
«Κατούρα τα!» μουρμούρισε
επιτέλους ο Αργύρης καθώς τράβαγε τη μπλούζα του για να σκεπάσει τον λεκέ.
Το λεωφορείο έκανε τέρμα στην
παραλία κι εκεί κατέβηκαν, αμίλητοι ακόμα αλλά έχοντας ανακτήσει τον έλεγχο.
Κάτι μαύρα σύννεφα έπαιζαν κυνηγητό με τα μπουμπουνητά κι ο ήλιος παραδίπλα έμοιαζε
να έχει υπαρξιακές ανησυχίες. Σα συνεννοημένοι βάδισαν προς τη θάλασσα, έφτασαν
μέχρι τον τσιμεντένιο διάδρομο μεταξύ αμμουδιάς και γραμμών του τραμ, βρήκαν
ένα εύκαιρο παγκάκι και σωριάστηκαν.
«Τα καταφέραμε πάντως»,
αποφάνθηκε ο Κώστας.
«Ναι –τα καταφέραμε να χάσουμε
τον ύπνο μας για τα επόμενα δέκα χρόνια», χαμογέλασε ο Αργύρης.
«Τώρα δηλαδή πώς μας τη λες…»
κούμπωσε ο Κώστας.
«Λέω οτι πρέπει να φύγουμε από αυτό το μέρος, ακόμα κι αν είναι το τελευταίο
πράγμα που θα κάνουμε…» μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Ποίηση κι έτσι…» παρατήρησε ο
Κώστας.
«Κι ένας λευκός νέγρος να
απαγγέλει», γέλασε ο Αργύρης.
«Πάντως –όταν μας είχες πει
για τον πρώτο φόνο…» ψιθύρισε ο Κώστας.
«Με περάσατε για ψυχοπαθή»,
συμπλήρωσε ο Αργύρης.
«Και λίγα λες! Έτοιμοι ήμασταν
να ψάξουμε στη ντουλάπα σου για γυναικεία ρούχα σε έξτρα λάρντζ… Τώρα βέβαια με
όλο αυτό το μπλέξιμο και μετά τη συμμετοχή στο πανηγύρι…»
«Ανακαλύψατε οτι το πέρασμα
στην παράνοια είναι τρομερά εύκολο…» είπε ο Αργύρης.
«Όσο το να περνάς στο απέναντι
πεζοδρόμιο», συμπλήρωσε ο Κώστας.
«Το θέμα βέβαια είναι να
προσέχεις μη σε χτυπήσει κάνα αμάξι», ολοκλήρωσε ο Αργύρης.
Έμειναν να καπνίζουν αμίλητοι.
«Και τώρα;» ρώτησε ο Κώστας.
«Αν τη σκαπουλάρουμε λέω να
μείνουμε με τις τύψεις μας… Είμαι πολύ γέρος για να κάνω καριέρα…» είπε ο
Αργύρης.
«Δηλαδή, το παρατάμε το
άθλημα…»
«Ναι»
«Μιλάμε σπαθί τώρα, μη μας
σκάσεις σε κάνα μήνα με τίποτα καινούργια σχέδια…»
Ο Αργύρης κοίταξε το φίλο του
γελώντας.
«Έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου
σχέδια ρε μαλάκα;» απόρησε.
«Τέλος πάντων… Κι ο Τάκης;»
«Τον ξεχάσαμε αυτόν…»
«Να πάρω, λες, κάνα τηλέφωνο;»
«Κι αν ναι –πώς;»
Το σκέφτηκαν λίγο. Τηλεφώνημα
από θάλαμο θα ήταν εντελώς ύποπτο σε περίπτωση που κάποιοι τους
παρακολουθούσαν. Ο Κώστας έβγαλε το κινητό του, τοποθέτησε την κάρτα που φύλαγε
στη μέσα θήκη τού πορτοφολιού, το ενεργοποίησε -διάλεξε τον αριθμό της Αθηνάς.
«Έλα αγαπούλα», ακούστηκε η
φωνή της από τη συσκευή.
«Έλα –να σου πω… Σκεφτόμουν
μήπως κανονίζαμε καμιά έξοδο με τα παιδιά…»
«Για πότε;»
«Παρασκευή, ξέρω ΄γω;»
«Κανένα πρόβλημα –κανόνισέ το.
Τώρα πρέπει να κλείσω, έχω να πάω στο δικαστήριο…»
Ο Κώστας πήρε πρώτα τηλέφωνο
τον Αργύρη, αλλά βέβαια, ο συνδρομητής
δεν ήταν διαθέσιμος ή είχε το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο.
Μετά τηλεφώνησε στον Τάκη.
«Καλώς τ’ αρχίδια μου τα δυο!»
τον υποδέχτηκε εκείνος δήθεν πρόσχαρα.
«Τι έγινε ρε ψυχή; Χαθήκαμε!»
έκανε ανακουφισμένος ο Κώστας.
«Χαθήκαμε –ναι…» παραδέχτηκε ο
Τάκης.
«Λοιπόν, λέγαμε…»
«Ποιοι λέγατε;»
«Με την Αθηνά… Λέγαμε μπας και
κάναμε τίποτα κατά Παρασκευή, ας πούμε…»
«Τι φάση;»
«Εξωτερική. Μπαράκι, ποτάκι…»
«Μουνάκι…»
«Κάπως έτσι…»
«Τον άλλο, τον βρήκες;»
«Έχει το τηλέφωνο κλειστό ο
μαλάκας».
«Ως συνήθως…»
«Σε πήρα για να κανονίσεις
καμιά γυναίκα –να μη λες οτι σε ειδοποιούμε τελευταία στιγμή και δεν έχεις που
ν΄ αφήσεις τα παιδιά…»
«Α, δηλαδή, θα είμαστε μετά
των συζύγων μας…» συμπέρανε κοροϊδευτικά ο Τάκης.
«Όσοι έχουν…»
«Κι όσοι δεν έχουν;»
«Κι αυτοί μετά των συζύγων
τους θα είναι», τον καθησύχασε ο Κώστας.
Έκλεισαν.
«Μια χαρά είναι το αρχίδι»,
είπε ο Κώστας στον Αργύρη. «Καιρός να πηγαίνει ο καθένας σπίτι του νομίζω…»
«Κάπου πρέπει να ξεφορτωθούμε
τις πεταλούδες…» παρατήρησε ο Αργύρης.
«Πολύ σωστά», παραδέχτηκε ο
Κώστας. «Να τις φουντάρουμε;»
«Εδώ για να βρεις βάθος πρέπει
να ανοιχτείς κάνα δυο μίλια», είπε ο Αργύρης κοιτάζοντας τη θάλασσα μπροστά
τους.
«Ποια θάλασσα ρε κορόιδο! Στον
υπόνομο λέω να τα φουντάρουμε!» εξήγησε ο Κώστας.
Κι έτσι ακριβώς έκαναν –σε
λίγο παρατηρούσαν τα μαχαίρια να χάνονται στο λασπωμένο βυθό ενός κινούμενου
σιχάματος που κάποιοι έλεγαν οτι κατέληγε στον βιολογικό καθαρισμό.
«Κι αν τα ξεβράσει στη θάλασσα;»
αναρωτήθηκε ο Αργύρης.
«Με τόσα σκατά που θα έχουν
επάνω, άντε να βρεθεί άκρη…» τον καθησύχασε ο Κώστας.
Όταν έφτασε σπίτι του, το
πρώτο πράγμα που έκανε ο Αργύρης ήταν να βάλει τα ρούχα του για πλύσιμο –σε
καυτό νερό, έξτρα ενισχυμένο πρόγραμμα. Πλύθηκε κι ο ίδιος σχολαστικά και στη
συνέχεια κάθισε χωρίς ψυχή μπροστά στην τηλεόραση παρακολουθώντας ειδήσεις. Οι
Μετωπίτες είχαν λυσσάξει –υπόσχονταν αντίποινα, κρεμάλες για αναρχικούς,
μαχαιρώματα για μετανάστες,
ανασκολοπισμούς για γκέι (κάπου εδώ ο Αργύρης άφησε ένα πνιχτό γέλιο και
αμέσως μετά έφυγε σφαίρα για την τουαλέτα όπου έβγαλε τ΄ άντερά του κι αυτό συνεχιζόταν
κάθε φορά που πήγαινε να ξανακαθίσει στον καναπέ μέχρι που άρχισε να βγάζει
χολή και αίμα). Μετά άφησε το τηλεκοντρόλ πεσμένο στο πάτωμα και αποκοιμήθηκε
λιποθυμικά.
Ξυπνούσε τρέμοντας από τις
κραυγές στην ανοιχτή τηλεόραση αλλά ήταν ανίκανος να κάνει οτιδήποτε κι έτσι
ξανακοιμόταν τουρτουρίζοντας στον παγωμένο του ιδρώτα. Το τηλέφωνο του σπιτιού
που χτυπούσε ακατάστατα δεν στάθηκε όμως ικανό να τον ενεργοποιήσει, απλώς
λειτούργησε σαν διαζευκτικό στους εφιάλτες του. Κι ένα χέρι τού σκούπιζε το
μέτωπο, δεν ένιωθε το ίδιο το χέρι, μάλλον ήταν μια πετσέτα, αυτή ένιωθε να
ακουμπάει στο μέτωπό του, μαλακή, βρεγμένη… Κρατήθηκε να μην ουρλιάξει όσο
ξυπνούσε.
«Ησύχασε, όλα είναι καλά»,
ψιθύριζε η Σόνια κρατώντας το κεφάλι του.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» μούγκρισε
ο Αργύρης.
«Είμαι εδώ», απάντησε απλά
εκείνη.
Ο Αργύρης τραβήχτηκε –η
πετσέτα έπεσε από το μέτωπό του, σηκώθηκε όρθιος για ν΄ανακαλύψει οτι φορούσε
ακόμα τη ρόμπα του μπάνιου η οποία έχασκε μισάνοιχτη.
«Φύγε», της είπε.
Και βιάστηκε να χωθεί στην
τουαλέτα. Πλύθηκε για μια ακόμα φορά τρίβοντας τους εφιάλτες μ΄ ένα αγριωπό
σφουγγάρι, βούρτσισε μετά τα δόντια του, μπουκώθηκε στοματικό διάλυμα μπας και
ξορκιζόταν η γεύση του εμετού και βγήκε στο σαλόνι στάζοντας. Η Σόνια ήταν
ακόμα εκεί. Την κοίταξε αλλά δεν είχε κουράγιο να μιλήσει πρώτος.
«Είμαι εδώ», του ξανάπε εκείνη
χαμογελώντας δειλά.
«Είσαι εδώ –υπέροχα! Τώρα όλα
θα ξαναγίνουν ροδακινί», έκανε ο Αργύρης μουτρωμένα.
Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα,
ντύθηκε βιαστικά.
«Λοιπόν;» τη ρώτησε όταν
ξαναβγήκε στο σαλόνι. «Να φτιάξω καφέ;»
«Τέτοια ώρα;»
Ο Αργύρης κοίταξε έξω από τις
γρίλιες το σκοτάδι.
«Έχεις δίκιο…» παραδέχτηκε.
«Έχω δίκιο, αλλά ένας καφές
είναι ότι πρέπει», του χαμογέλασε η Σόνια.
«Η κυρία πίνει καφέ μέσα στη
νύχτα –ωραίο κι αυτό…» σχολίασε ο Αργύρης πηγαίνοντας στην κουζίνα.
Η Σόνια τον πέτυχε τη στιγμή
που άλλαζε φίλτρο στην καφετιέρα. Τον αγκάλιασε από πίσω.
«Η κυρία ερεθίζεται με άντρες
που φτιάχνουν καφέ –για σημείωνε μικρέ!» παρατήρησε ο Αργύρης.
Η Σόνια τον φίλησε απαλά στο
λαιμό κι απομακρύνθηκε. Εκείνος σέρβιρε τους καφέδες σε δυο κούπες και κάθισε
στο τραπέζι της κουζίνας τραβώντας κοντά του τα τσιγάρα κι ένα τασάκι.
Η Σόνια κάθισε απέναντί του,
άναψε τσιγάρο κι έμεινε να χαζεύει την αχνιστή κούπα.
«Τρόμαξα», είπε σιγά.
Ο Αργύρης δε μίλησε.
«Είδα στις ειδήσεις…» συνέχισε
η Σόνια.
«Τρόμαξες, είδες στις ειδήσεις
–τι ακριβώς θέλεις να πεις;» τινάχτηκε νευρικά ο Αργύρης.
«Ξέρω τι έγινε», είπε η Σόνια.
«Τι έγινε δηλαδή;» απόρησε ο
Αργύρης.
«Εσύ με τους άλλους τον
σκοτώσατε…» ψιθύρισε η Σόνια.
Ο Αργύρης χλόμιασε.
«Ποιον;»
«Το φασίστα, το Μετωπίτη…»
Ο Αργύρης άναψε τσιγάρο
αποφεύγοντας να σκεφτεί.
«Δε λες τίποτα;» του χώθηκε η
Σόνια.
«Τι να πω;» απόρησε εκείνος.
«Δεν ξέρω…» παραδέχτηκε η
Σόνια.
«Άκου πώς έχει το πράγμα…»
ξεκίνησε ο Αργύρης. «Είμαστε μαζί κι όλα μοιάζουν εντάξει, μέχρι που έρχεσαι
μια μέρα απροειδοποίητα έξω από το σπίτι μου, με περιμένεις, με πλακώνεις στις
αγάπες και στα λουλούδια ώσπου, εξίσου απροειδοποίητα, σηκώνεσαι και φεύγεις!
Ωραία –είναι κι αυτό μια άποψη περί σχέσεων, κάπως αλλοπρόσαλλη βέβαια… Μετά
από εκείνη την εντυπωσιακή αποχώρηση, εμφανίζεσαι σήμερα –απροειδοποίητα να το
πω; -και μου λες οτι σκότωσα κάποιον Μετωπίτη μαζί με κάτι άλλους… Κάπως έτσι
έχει το πράγμα κι εγώ απορώ –θα το παίξουμε κι άλλο αυτό το παιχνιδάκι; Ας
πούμε, έχεις φέρει τίποτα χειροπέδες να με συλλάβεις και καμιά λάμπα ανακριτική;
Ρωτάω για να ξέρω τι σκατά κολάρο να φορέσω –με πιάνεις;»
Η Σόνια έμεινε να τον κοιτάζει
αμίλητη κι αυτό έκανε τον Αργύρη αμήχανο.
«Να σου πω κι εγώ πώς το βλέπω
το πράγμα….» είπε τελικά η Σόνια. «Μπορούμε να βρισκόμαστε, να πηδιόμαστε και
να χανόμαστε –ο καθένας τη ζωή του κι όπου πάει. Ή μπορούμε να είμαστε μαζί,
ξέρεις, όπως συνηθίζεται να είναι τα ζευγάρια…»
«Σε στυλ –τα λέμε όλα και αγάπη μου
μόλις έχεσα, μη μπεις ακόμα στην τουαλέτα;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Σε στυλ –άμα σκοτώνεις κανέναν
να με ενημερώνεις κάποια στιγμή», είπε η Σόνια.
«Εντάξει –θα το έχω υπόψη
μου».
«Τώρα είναι μια καλή στιγμή να
το κάνεις…»
Ο Αργύρης την κοίταξε.
«Θέλεις να μου εξηγήσεις πώς
σου ήρθε όλο αυτό τώρα;» τη ρώτησε.
«Εσύ μου το είπες –τις
προάλλες που γύρισες από τη συνάντηση με τους υπόλοιπους. Είπες οτι σχεδιάζετε
μια δολοφονία και σήμερα η δολοφονία παίχτηκε στις ειδήσεις…»
Ο Αργύρης γέλασε.
«Άκου πράγματα!» ψευτοθαύμασε.
«Αυτό θα έλεγα κι εγώ –τι σου
κάνουν οι συμπτώσεις! Έλα όμως που έτυχε να μιλήσω με τη Μαρίνα και μου εξήγησε
για τη συνήθειά σου να λες ότι ετοιμάζεις σε στυλ πλάκας…»
Ο Αργύρης έξυσε το κεφάλι του.
«Έτσι είπε η Μαρίνα;»
«Ναι».
«Έτσι ε;»
«Πάμε παρακάτω».
«Δεν έχει παρακάτω –αν το είπε
η Μαρίνα και το παραδέχτηκα κι εγώ, δεν μπορεί… θα τον σκότωσα τον Μετωπίτη!»
«Έτσι απλά;»
«Πώς αλλιώς;»
«Γιατί;»
«Τι γιατί;»
«Γιατί τον σκότωσες;»
«Δεν στο είπε αυτό η Μαρίνα;»
«Όχι».
«Ε, όλο και κάποιο λόγο θα
είχα –δε νομίζεις;»
«Ποιο λόγο;»
«Ξέρω γω; Δε μου άρεσε το
κούρεμά του…»
«Αργύρη…»
«Αρκετά».
«Έτσι ε;»
Ο Αργύρης σηκώθηκε, ξαναγέμισε
την κούπα του με καφέ.
«Θέλεις;» τη ρώτησε.
Η Σόνια ένευσε αρνητικά.
«Και τώρα τι γίνεται;» τη
ρώτησε.
«Τώρα… Θέλω να ξέρω…»
«Τι πράγμα;»
«Τίποτα».
«Εντάξει».
Ήρθε κοντά του, πήγε να τον
αγκαλιάσει, εκείνος τραβήχτηκε.
«Θέλεις να φύγω;» τον ρώτησε.
«Κάνε οτι γουστάρεις»,
απάντησε εκείνος.
Πέρασαν το υπόλοιπο βράδυ
χαζεύοντας τις ειδήσεις, η Σόνια είχε κουλουριαστεί στον καναπέ κρατώντας το
μπράτσο του.
«Είχαν σκοτώσει άλλους δυο
Μετωπίτες…» είπε σε κάποια στιγμή, ακούγοντάς το από τον αναλυτή του τηλεοπτικού
παραθύρου.
«Επικίνδυνο πράγμα να είσαι
φασίστας στις μέρες μας», συμπέρανε ο Αργύρης.
Έσκυψε προς το μέρος της να τη
φιλήσει κι εκείνη σφίχτηκε πιο δυνατά πάνω του. Έμειναν έτσι μέχρι που τους
πήρε ο ύπνος.
11 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Από χτες χωρίς σχόλιο...μάλιστα...να πω τώρα ότι κάτι λέει αυτό, δεν θέλω να σε πληγώσω :Ρ
Αν εξαιρέσεις το "Για γύρνα πίσω" που με χάλασε ολίγον τι, κατά τ' άλλα περίμενα μια ξεγυρισμένη σκηνή έρωτος και πάθους του γέρου με την Σόνια...Αλλά οκ, Αργύρης είναι αυτός ;)
Τι με πέρασες ρε -για τη Χρυσηίδα να γράφω σκηνές έρωτα και πάθους;
Αν ήταν να γράφω για σχόλια αδερφέ μου θα έγραφα για τον Καμίνη, χαχαχαχαχαχα.
Ικανό σ' έχω (όχι για τα σχόλια, για τον Καμίνη χααχαχαχα)!
Έρωτος και πάθους αλά Μοτοσακό, ρε! Όχι μέλια και σορόπια και "έβαλε το ορθωμένο μόριό του ..." κλπ :)
Ποιο μόριο; Μικροπούληδες θα τους κάνουμε τους ανθρώπους; Σίγα μην έβαζε και το ποζιτρόνιό του!
Είσαι τυχερός...το μάτι σου δεν πέρασε ούτε ξόφαλτσα από Άρλεκιν...χαχαχαχαχα
Κάνεις μέγα λάθος -έχω υπάρξει μεταφραστής ρεαλιστικών Άρλεκιν! Γι΄αυτό όταν θα μεγαλώσω μού το έχω υποσχεθεί να συγγράψω ένα αριστούργημα με τίτλο "Σκεπάσου αγάπη μου, έχει κουνούπια" με το ψευδώνυμο Άλκηστις Στάιν-Μπουκουβάλα.
ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
ΘΕΛΩ ΕΝΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΗς ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ!!! :)
Εννοείται! Αν και θα έχω τεχνικό πρόβλημα γιατί λέω να το βγάλω κατευθείαν e-book με υπόκρουση κουνουπιού που οργάζει.
Είσαι και γνώστης τεχνικών θεμάτων, πανάθεμά σε...υπάρχει και η e-signature ;)
e-signature και μαλακίες! Ρε, άμα δε μυρίζει Σανέλ η υπογραφή και δεν έχει ποτίσει το χαρτί από μελάνι πένας τι Άλκηστις Στάιν-Μπουκουβάλα θα είναι; e-signature βάζει ο Ουίλιαμ Γκίμπσον στο Νευρομάντη -για τι μας πέρασες;
ωραία τότε, θα το εκτυπώσω και θα (της) το δώσω να το υπογράψει
(μλκ, να μυρίσω Σανέλ από τα χεράκια σου και τι στον κόσμο!!! ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ)
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!