Τι
σου είναι οι συμπτώσεις… Διότι, εκεί που καθόμουν και έκανα τίποτα, ήρθε ένα διαδοχικό
αριστερό-δεξί ντιρέκτ από τη δεκαετία του ’90 και με αλάλιασαν –ότι πήγαινα να ορθοποδήσω
από το αριστερό, χλαπ το δεξί με αποτελείωσε.
Το
κακό ξεκίνησε από την ανάγκη μου να διαβάζω κάτι ενώ κάνω την ανάγκη μου.
Έχοντας ξεμείνει από βιβλία, σκάλισα τα ντουλάπια στα οποία κρύβω αδιάβαστο
πράμα (συνήθως δευτεροτρίτης διαλογής) για τις δύσκολες ώρες. Κι έπεσα πάνω στο
«Σοφό παιδί» του Χωμενίδη. Όταν πρωτοκυκλοφόρησε
το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είχα καμιά διάθεση να το διαβάσω -θες λόγω των διθυραμβικών κριτικών, θες
επειδή με ξενέρωνε ο τίτλος… Δεν το αγόρασα καν το συγκεκριμένο βιβλίο, βρέθηκε
στα ντουλάπια μου μέσω εκκαθάρισης σε κάποια φιλική βιβλιοθήκη, «το θες;» με
είχαν ρωτήσει, «αν είναι να το πετάξεις -φέρτο», είχα απαντήσει. Να μη στα
πολυλογώ –ξεκίνησα να το διαβάζω με 20
χρόνια καθυστέρηση.
Σκουπίδι!!!!
Σοβαρά
μιλάω (δηλαδή γράφω) πρόκειται για ένα από τα χειρότερα βιβλία της νεοελληνικής
λογοτεχνίας (και σ΄αυτή συμπεριλαμβάνω Μάντα και Δημουλίδου των οποίων τα
βιβλία βρίσκονται, αξιολογικά, ψηλότερα στην κατάταξη από το «Σοφό παιδί», κατά την ταπεινή μου
γνώμη).
Με
βρίσκεις υπερβολικό;
Η
άποψή μου για τη λογοτεχνία είναι πώς το πεδίο της εκτείνεται στο άπειρο –με κάποιες
παραδοχές όμως, οι οποίες μπορούν βέβαια να καταπατηθούν, εφόσον όμως έχουν πρώτα εμπεδωθεί. Εννοώ οτι μπορεί κάποιος να
γράψει μια ιστορία εξωπραγματική (την
Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, για παράδειγμα) ή μια ιστορία πιο ρεαλιστική
κι από ντοκυμαντέρ (το Εργοστάσιο
Ποδοσφαίρου, για παράδειγμα) ή κάτι που κινείται μεταξύ των δύο άκρων ή
ακόμα και κάτι που ξεκινάει από το ένα άκρο αλλά το παραβιάζει και συναντάει το
άλλο. Ότι κι αν κάνει όμως ο δημιουργός θα πρέπει να κατέχει την τεχνοτροπία
του άκρου στο οποίο θέλει να κινηθεί (ή προσπαθεί να παραβιάσει) ή να
δημιουργήσει μια καινούργια τεχνοτροπία. Απλό παράδειγμα, από δείγμα
φανταστικής λογοτεχνικής πιρουέτας: «Πάτρικ,
μάς έστειλαν ένα γράμμα από τη στεριά –ποιος είναι τόσο χαζός ώστε να πετάει
ένα γράμμα στη θάλασσα για να φτάσει στο βυθό; Δεν ξέρει ότι με το νερό θα σβηστούν
αυτά που γράφει; Αν είναι δυνατόν! Άναψε μια φωτιά να το κάψουμε!» Μπομπ
Σφουγγγαράκης!
Ο
φέρελπις (τότε) Χωμενίδης δεν κάνει
τίποτα από τα παραπάνω. Ξεκινάει να διηγηθεί μια ιστορία που ακροβατεί μεταξύ
ρεαλισμού και φαντασίας και τους γαμάει τη μάνα και τον πατέρα. Οι ρεαλιστικές
αφηγήσεις δεν πείθουν γιατί είναι τίγκα σε μη ρεαλιστικές παραδοχές και οι
φανταστικές αφηγήσεις υπόκεινται σε καταστροφικό ρεαλιστικό καλούπωμα. Το
βιβλίο διηγείται την ιστορία ενός παιδιού –η αφήγηση ξεκινάει από τα 8 χρόνια
του παιδιού. Το οποίο, όντας 8 χρονών έχει ΚΑΙ σεξουαλικές ορέξεις ΚΑΙ λογοτεχνικές
ανησυχίες ακαδημαϊκού επιπέδου χωρίς να ξέρει να διαβάζει καλά-καλά ΚΑΙ
θεογκόμενος είναι (με αποτέλεσμα να κινήσει το ενδιαφέρον ανδρών και γυναικών)
ΚΑΙ χωριάτης είναι αλλά ΚΑΙ εστέτ. Αναφέρομαι εδώ στο ρεαλιστικό κομμάτι του
βιβλίου –έτσι;
Το
φανταστικό κομμάτι εξαντλείται στην απόδοση υπερφυσικών ιδιοτήτων στους συμπρωταγωνιστές
οι οποίοι πλαισιώνουν το Σοφό παιδί –ιδιότητες,
όμως, οι οποίες είναι τόσο μονόπαντες που γέρνουν προς κατεδάφιση.
Παραπέρα,
ο Χωμενίδης δεν κάνει τον κόπο ούτε καν να θυμηθεί τα βασικά πράγματα μιας
εποχής την οποία κι ο ίδιος έζησε. Υποστηρίζει, ας πούμε, οτι το 1974 στις σχολικές
γιορτές της 28ης Οκτωβρίου ακουγόταν ποίηση του Ελύτη μελοποιημένη
από τον Θεοδωράκη (!!!!) Υπαινίσσεται οτι αυτομάτως, με την πτώση της χούντας
και τον ερχομό του Καραμανλή, ένας συνεργαζόμενος πολιτευτής διώκεται κι ένας Καναδός
πράκτορας της CIA την κοπανάει νύχτα για να
γλιτώσει!!! Αυτά –ούτε στα καράτε, έτσι;
Και
πάνω απ΄όλα, χρησιμοποιεί τη γλώσσα με βλακώδη τρόπο –σα συνταξιούχος
γυμνασιάρχης, κοτσάροντας καθαρευουσιανισμούς και αρχαϊσμούς της συφοράς σε
κάθε του πρόταση κι αυτό, υποτίθεται οτι, είναι ευφάνταστος χειρισμός κι ακόμα
περισσότερο θα μας βάλει στην ψυχοσύνθεση ενός αγράμματου παιδιού που κατέβηκε
από το Πάπιγκο! Αν θυμάμαι καλά –το Σοφό
παιδί κυκλοφόρησε κάνα εφτάρι χρόνια μετά την Καρδιά του κτήνους, του Τατσόπουλου. Σε εκείνο το αριστουργηματικό
βιβλίο, ο Τατσόπουλος χρησιμοποιεί παρόμοια γλώσσα για να περιγράψει τις περιπέτειες
ενός φύτουλα και το μπλέξιμό του με την παρανομία. Αλλά εκεί το δέσιμο είναι πνευματώδες
και πλήρως δικαιολογημένο –ο σπασίκλας που μετά τους πανεπιστημιακούς επαίνους
πηγαίνει φαντάρος για να βρεθεί στη συνέχεια μόνος στην άγρια πόλη δικαιούται
να μιλάει (και να σκέφτεται) έτσι. Ο χωριάτης από το Πάπιγκο –όμως; Τι
διάολο νεράιδα είχε στα 8 του χρόνια που
τον μεταμόρφωσε σε φλώρο;
Έχω
την άποψη πως η λογοτεχνία σού παρέχει δυνατότητες όμοιες με του θεού –φτιάχνεις
τον κόσμο όπως τον θέλεις και τον διαλύεις άμα γουστάρεις. Και βέβαια, όσο κι
αν το αποφεύγεις, ο κόσμος που θα φτιάξεις θα είναι κατ΄εικόνα και ομοίωση.
Όταν λοιπόν βάζεις τον κεντρικό ήρωα (ο οποίος –ακόμα χειρότερα –αφηγείται σε
πρώτο πρόσωπο) να είναι πιο τέλειος κι
από διαφήμιση οδοντόκρεμας (έξυπνος, όμορφος, ποθητός, δυνατός, πνευματώδης,
επαναστάτης, ισορροπιστής, μηχανορράφος, επιδέξιος –σταμάτα με γιατί έχω ακόμα άλλα 100
επίθετα που αφορούν τον ήρωα του βιβλίου) τότε, πέραν των απωθημένων σου τα
οποία άφησες ανεξέλεγκτα να αλωνίζουν στις σελίδες του βιβλίου σου, έχεις χάσει
και κάθε επαφή με την τέχνη –την οποιαδήποτε τέχνη. Γιατί το να φαντασιωνόμαστε
ότι έρχεται η Μόνικα Μπελούτσι (ξέρω ΄γω) και μας παρακαλάει να την πηδήξουμε,
έτσι στο νέτο-σκέτο, δεν είναι λογοτεχνία, σενάριο για αυνανισμό είναι.
Κι αυτό
ακριβώς είναι το Σοφό παιδί του
Χωμενίδη –το σενάριο ενός κομπλεξικού ανθρώπου στην πορεία για τον αχαλίνωτο αυτοθαυμασμό.
Το
γεγονός οτι το βιβλίο έκανε τρελή επιτυχία (για τα ελληνικά δεδομένα) αφού θεωρήθηκε
τότε οτι κουβαλούσε το κλίμα μιας εποχής (ε; πώς;) κράτα το για την ώρα της εξαγωγής
συμπερασμάτων.
Περνάω
τώρα στο δεξί ντιρέκτ που έφαγα, ανυποψίαστος, χτες βράδυ, όταν παρακολούθησα
την ταινία «Ας περιμένουν οι γυναίκες»
του Τσιώλη. Τη συγκεκριμένη ταινία την είχα δει αποσπασματικά, στις κατά
καιρούς τηλεοπτικές προβολές της –πράγμα το οποίο σημαίνει οτι άντεχα κάνα
10λεπτο (γιατί και η καζούρα έχει τα όρια της) πριν αλλάξω κανάλι. Χτες όμως κάθισα
και την είδα όλη! Από τους τίτλους αρχής όπου έμαθα οτι πρόκειται για μια «μακεδονική
κωμωδία» (όπως λέμε «μακεδονική σφολιάτα»!!!) μέχρι την παγωμένη μούρη του
Μπακιρτζή στο τέλος.
Δεν
πρόκειται να ασχοληθώ ιδιαίτερα με την (όπως πάντα) ατάλαντη σκηνοθεσία του
Τσιώλη (στραβά πλάνα τα οποία διαδέχονταν παιδαριώδη πλάνα όπως εκείνο της διπλής
θέασης –όπου ο απέξω βλέπει ακίνητη τη βάρκα στη λίμνη αλλά οι από μέσα βλέπουν
την παραλία να κουνιέται). Άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο η ταινία θεωρείται
σημαντική είναι το σενάριο και συγκεκριμένα οι «εμπνευσμένοι διάλογοι».
Οι
οποίοι διάλογοι μοιάζουν με την από πάνω περίπτωση του βιβλίου Χωμενίδη στο οτι
δεν πατάνε πουθενά. Δεν είναι ούτε φανταστικοί, ούτε ρεαλιστικοί, ούτε «διαπεραστικοί».
Εκεί που ο χαρακτήρας μιλάει για γκομενίτσες και την Παοκάρα, εκεί ρίχνει
κάποιο τσιτάτο τύπου «διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα
εκπέσανε» (ώπα ρε Καρτέσιε!)
Η
υπόθεση αφορά τρεις μπατζανάκηδες οι οποίοι
λουφάρουν την άφιξη στον οικογενειακό τόπο διακοπών (Θάσος) περιπλανώμενοι στη
Χαλκιδική. Οι δυο από αυτούς είναι Μακεδόνες (άρα εξ ορισμού σωστοί και
ντόμπροι) και δεξιοί εξ ανάγκης ενώ ο τρίτος είναι Πελοποννήσιος (άρα εξ ορισμού
λαμόγιο) και Πασόκος. Βεβαίως, και οι τρεις είναι εμφανισιακά σαν ανάποδα
γαμώτα (Ζουγανέλης, Μπακιρτζής, Μπουλάς) αλλά ερωτεύονται αγνά και άδολα
γκομενάρες –οι οποίες, ενίοτε, ανταποκρίνονται (ούτε στα καράτε –μιλάμε!)
Η
φιλοσοφία της ταινίας εξαντλείται ουσιαστικά στους τίτλους των σκυλάδικων που
την επενδύουν –πρόκειται για τη «νέα γενιά» των σκύλων (Σφακιανάκης, Μελάς, Καρράς,
Τερζής, Αντύπας, Ρέμος κλπ). «Τα ‘χω με τον εαυτό μου», ξηγιέται παραγγελιά με
νόημα ο Ζουγανέλης και ατάκα πέφτει το άσμα του Καρρά –βγάζει γούστα ο άθρωπας!
Οι
ηθοποιοί είναι καρικατούρες –αλλά όχι χαρακτήρων (το αντίθετο μάλιστα) –καρικατούρες
ηθοποιών. Ο Μπακιρτζής με αυτή την ενοχλητική φωνή (σαν πάπια με ιγμορίτιδα) πετάει
στομφώδεις ατάκες λες και παίζει αρχαία τραγωδία, ο Ζουγανέλης είναι ο
κλασσικός Γιαννάκης –ο φαλακρομαλάκας που τόσο αγαπήθηκε το ΄90 –κι ο Μπουλάς
παίζει ακριβώς στα κιλά του, τόσο βαριά.
Ο
κοινωνικός σχολιασμός της ταινίας είναι εμετικός. Ανθρωπάκια που ψηφίζουν Ν.Δ.
γιατί εκβιάστηκαν και Πασόκ για να κλέψουν (στο τέλος κλέβονται μεταξύ τους),
μεσόκοποι λιγούρηδες που φαντασιώνονται οτι οι γκομενάρες τους ερωτεύονται αλλά
δεν ενδίδουν γιατί ως γνωστόν οι γκομενάρες σού τρώνε τα λεφτά (άρα πουτάνες) ή
επειδή φοβούνται να αφήσουν τις οικογένειές τους –γελοίοι που εύχονται τον
θάνατο των πεθερικών τους όσο δέχονται τις περιποιήσεις τροφίμων γηροκομείου –μια
από σκατά σε τρεις δόσεις εν ολίγοις.
Ακόμα
μια ταινία που γνώρισε επιτυχία το ’90 γιατί «μίλαγε αληθινά».
Βάλε
τώρα με το νου σου τι κυκλοφορούσε τη δεκαετία του ’90 για να γνωρίζουν
επιτυχία τέτοιες σαβούρες! Βγάλε συμπέρασμα για την κριτική ικανότητα των
αναγνωστών-θεατών οι οποίοι αποθέωναν φούσκες τύπου Χωμενίδη και κακόγουστη
αμπελοφιλοσοφία τύπου Τσιώλη!
Κι
ακόμα χειρότερα…
Σκέψου
τα στερεότυπα που επανέφεραν (από τις μουχλιασμένες ντουλάπες του ακραία
συντηρητικού παρελθόντος της χώρας) αυτά τα «έργα της διανόησης».
Το
βιβλίο του Χωμενίδη ασχολείται με συνεργάτες της χούντας, δεξιούς από κούνια,
μέλη της «καλής κοινωνίας», αντικομμουνιστές που δεν έχουν κανένα πρόβλημα στο
να εκπορνεύουν τις γυναίκες τους προκειμένου να κονομήσουν και να βολευτούν.
Αυτοί είναι οι περιφερειακοί ήρωες του Σοφού
παιδιού –αυτούς θαυμάζει ο ήρωας, αυτούς ακολουθεί πουλώντας βέβαια την
απαραίτητη σνομπαρία, γιατί είναι «διαφορετικός» (πάει να πει –βολεύεται εξίσου
αμοραλιστικά με τους υπόλοιπους αλλά έχει γνώση του αμοραλισμού του –άρα αθώος!)
Η
ταινία του Τσιώλη στηρίζεται στην τοπικιστική μαλακία «από τα Τέμπη θα περνάτε
με διαβατήριο» εξ ου και «μακεδονική κωμωδία» ας μην ξεχνάμε! Θα πεις –σατιρίζει
καταστάσεις ο άθρωπας, πώς κάνεις έτσι; Δεν διαθέτεις χούμορ;
Να το
δούμε το θέμα διότι μπορεί να είμαι εγώ ο λάθος!
«Φοβεροί διάλογοι αντλημένοι από
την καθημερινότητα, σε μια από τις πιο "συγκροτημένες" σεναριακά
ταινίες του Τσιώλη.» κριτική
Αθηνοράματος.
«Αν με ρωτούσε κάποιος σε ποια
Ελλάδα αναφέρεται ο Τσιώλης θα απαντούσα ευθύς αμέσως στην Ελλάδα που φαίνεται.
Όχι στην Ελλάδα που κρύβεται. Μέσα από τα καλαμπούρια και τις ανησυχίες, τα
λόγια των τριών φίλων προκαλούν χαμόγελα και χτυπάνε στην καρδιά. Γι αυτό και
σου μένουν. Αντανακλούν όσα συμβαίνουν γύρω μας. Μπορεί να μοιάζει με
σουρεαλιστικό αστείο αλλά οι αυτοί οι ήρωες ζούνε (σ)την δική τους
πραγματικότητα. Δική τους αλλά Ελληνική. Μια πραγματικότητα με λάθη,
ανυπομονησίες, συγκινήσεις και γυναίκες. Αλλά γαμώτο, και εμείς εδώ ανήκουμε.
Παγιδευμένοι μες στα σύνορά μας, χάνουμε το βλέμμα μας, χάνουμε τα λογικά μας.
Γυναίκες μας καταστρέφουν, γυναίκες θα μας σώσουν. Και αυτός ο τόπος είναι
γεμάτος από δαύτες. Απλά πρέπει να περιμένουν λίγο να ανθίσει και αυτή η δόλια
η καρδιά. Διότι, που αλλού να πάμε, δεν μπορούμε να κρυφτούμε. Εδώ θα αφήσουμε
τα κόκκαλα μας, που λέει και ο Πάνος και φοβάμαι πως έχει δίκιο. Αι λαβ γιου
μάι ντάρλινγκ.» Χρήστος Ζαφειριάδης,
Κινηματογραφική Λέσχη Καβάλας.
«Εδώ ο Τσιώλης μοιράζεται ακριβώς την
αίσθηση χιούμορ και την χρήση των χαρακτήρων του Άντερσον που δεν θα δίσταζε να
δημιουργήσει ακριβώς τους ίδιους διαλόγους, για τα ίδια ακριβώς θέματα στις
ίδιες ακριβώς στιγμές. Όπως επίσης μοιράζεται με τον Άντερσον και τον τρόπο που
επικεντρώνεται στους χαρακτήρες, μέσω κουστουμιών, ήχων, κινήσεων ή στάνταρ
εκφράσεων. Μαζί με την χρήση ανθρώπων και αντικειμένων όπως κυάλια, γιαγιάδες,
cd, τραγουδίστρια κλπ. Δες Royal Tenembaums, Life Aquatic, και φυσικά
Darjeeling Limited. Μόνο που ο Τσιώλης είναι η λίγο πιο straight εκδοχή
του ή έστω ή λίγο λιγότερο clean cut.
Συμπερασματικά
μόνο να πω, πως για μένα ο Τσιώλης αποτελεί αυτό που θα ονόμαζα κινηματογραφική
εγκυκλοπαίδεια. Έχει καταφέρει να απορροφήσει διαφορετικά κομμάτια από κάθε
εποχή, να τα επεξεργαστεί και να παράγει ένα άκρως ενδιαφέρον καλλιτεχνικό
έργο. Λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα και η ανάγνωση των ταινιών του είναι λίγο
σαν ένα βιβλίο.» www.cineprivates.com
Σταχυολόγησα
κάποιες ενδεικτικές κριτικές στις οποίες δεν φαίνεται, ούτε υπαινίσσεται καν, η
όποια διάθεση του Τσιώλη να κατακρίνει απόψεις μέσα από τη χιουμοριστική
παράθεσή τους. Ποια διάθεση, άλλωστε; Ας θυμηθούμε τα πεπραγμένα του καλλιτέχνη
στη συνέχεια, ας θυμηθούμε τις συνεντεύξεις του…
Τα
παραπάνω βέβαια δεν θα είχαν αξία (πέραν της επισήμανσης κάποιων δημιουργικών –λέμε
τώρα –κρετινισμών) αν δεν αποτελούσαν την κυρίαρχη αντίληψη της δεκαετίας του ’90.
Σκυλάδικο, τοπικισμός, πατριωτισμός του κώλου, νοσταλγία για την «δεξιά των
ευγενών νοικοκυραίων», εθνικισμός και απαξίωση των ιδεολογιών (όλων; όχι
βέβαια!) Και μετά απορεί κανένας για το πού βρέθηκαν τόσοι μαλάκες να
διαδηλώνουν για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, που ψάρεψε κοινό ο
Χριστόδουλος, πώς βρεθήκαμε να ξαναστήνουμε σημαίες στις εθνικές επετείους, πώς
καταλήξαμε στον τυφλό εθνικισμό των απατεώνων τύπου Καρατζαφέρη και Χρυσής Αυγής.
Ποια
κρίση τώρα! Φαινόταν το πράγμα πού πήγαινε από το ’90 κιόλας! Για ρίξε μια
ματιά σ΄αυτό το βιντεάκι των Απαράδεκτων (που θεωρούνταν και πολύ εναλλακτικοί και
ψαγμένοι –έτσι;)
Χούμορ;
Λες;
12 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Για ΑΛΛΗ μια φορα, συγκατενευα μονος μου στο δωματιο (αχα αχα... τετοια φαση), διαβάζοντάς σε - σα καθυστερημενο.
Μπραβο ρε φιλε! Φοβερα ευστοχος και εμπεριστατωμενος.
Μεγαλη επιτυχια, επισης, το ξεθαμμα των εν λογω "κριτικων"
Keep on...
ΥΓ Για τον Τατσοπουλο ειχα κακη γνωμη - εχοντας διαβασει αποσπασματα της δουλειας του. Δεδομενου οτι σε εμπιστευομαι, θα του δωσω μια 2η ευκαιρια οσον αφορα την Καρδια του κτηνους...
Ο Τατσόπουλος έβγαλε δυο καταπληκτικές συλλογές διηγημάτων, τους Ανήλικους και το Παυσίπονο, έβγαλε μετά την Καρδιά του Κτήνους -τον θεωρούσα τότε έναν από τους δυο μεγαλύτερους συγγραφείς της γενιάς μου (ο άλλος ήταν ο τεράστιος Φαίδωνας Ταμβακάκης). Αλλά μετά ο Τατσό τα σκάτωσε κανονικά.
Ρε συ Μ.Β. το ίδιο ακριβώς μαλάκας αισθανθηκα όταν διάβαζα το Σοφό Παιδί, το ίδιο κι όταν έβλεπα την ταινία του Τσιώλη. Μόνο που δε θα μπορούσα ποτέ να εκφράσω τόσο μεστά την απέχθειά μου και στα δύο όσο εσύ.
Μιας και συμφωνώ και για τα πρώτα του Τατσόπουλου (3 στα 3 μέχρι τώρα), από που θα πρότεινες να ξεκινήσει κάποιος που αγνοεί το έργο του Φ.Ταμβακάκη?
υγ. Το Σοφό παιδί, το χάρισα πριν καμμιά δεκαριά χρόνια (δεν το θελα να το 'χω ούτε στη βιβλιοθήκη) σε μια φίλη. Ούτε αυτή το κράτησε (λες να φτασε σε σενα το δικό μου αντίτυπο?)
Χαχαχαχα -μπα, το δικό μου αντίτυπο ήταν από χέρι και θα το κρατήσω γι΄αυτόν το λόγο και μόνο.
Ο Ταμβακάκης έχει γράψει ένα από τα καλύτερα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, Τα τοπία της Φιλομήλας. Αν το βρεις χτύπα το. Η Ευμορφία ήταν πολύ καλή επίσης. Παραπέρα δεν έχει γράψει κάτι -πέρα από διηγήματα σκόρπια. Επειδή είναι επιτυχημένος χρηματιστής -τι σου λέει κι αυτό!!!!
Ύστερα από αυτό, αν σου (ξανα)πω ότι οφείλεις να εκδόσεις γραπτά σου όπως τα Μέρες Κρασιού και Τριαντάφυλλων ή το Κανένας Σεβασμός για τους Νεκρούς, θα με ακούσεις; :)
Χαχαχαχα -μπα, λέω να τα αφήσω για μετά θάνατον, να κονομήσουν και τίποτα οι μικρές...
Διότι φίλε μου όταν υπάρχει ένας Χωμενίδης κι ένας Κορτώ μη σου πω -τι θέση έχουν οι δικοί μου οι ταλαίπωροι ήρωες; Εδώ, του αλλλουνού ο πατέρας ήταν 60 χρονών και έβαζε γκομενάρες τριαντάρες που τον ζηλεύανε κι από πάνω -που να συναγωνιστούν οι δικοί μου οι έρμοι τέτοια φαντασία;
Ρε μοτορα, δεν συμφωνω για το ας περιμένουν οι γυναικες. Όταν το πρωτοείδα ημουν 18 και είπα τι μαλκία ειναι αυτή, αλλά βλέποντας το αργότερα στη Φιλανδία το εξέλλαβα ως άκρως ειρωνικό σχόλιο πάνω στην κουτλούρα μας και την τραγικότητα μας ως λαού. Η υπερβολή στην ταινία είναι ηθελημένη και για αυτό έχει και του ηθοποιούς αυτούς. Ο τσιώλης είναι ιδιαίτερος σκηνοθέτης, σίγουρα όχι της πρώτης γραμμής σκηνοθετικά αλλα έχει να πει πράγματα. Ίσως κάποια λαικιστικά εγώ να τα πήρα αλλιώς απότι εσύ.
Απλώς, ενώ θα ήμουν σίγουρος οτι δεν γουστάρεις χωμενίδη (εντελώς μουφας) και κορτώ (σπουδαίος μεταφραστής όχι συγγραφέας και σίγουρα οχι του στύλ σου), θα έβαζα στοίχημα οτι θα τον γούσταρες τον Τσιώλη.Για ξαναδες το σε κανα χρόνο, λέω εγώ.
Χαιρετίσματα
Παντελής
Παντελή μου, ο Τσιώλης (κατά την ταπεινή μου άποψη) είναι υπεύθυνος για σκηνοθετικά χασμουρητά και σκηνοθετικά εγκλήματα. Μόνη φωτεινή εξαίρεση "Οι δυο δραπέτες" κι αυτό λόγω λάμψης συγκεκριμένων ηθοποιών.
Παραπέρα -πού κέρατο την είδες την ειρωνία; Γιατί εμένα μου διέφυγε! Και διέφυγε ΚΑΙ στους θεατές της ταινίας απ΄ότι μαθαίνω από τα σχόλια ΚΑΙ στους κινηματογραφικούς κριτικούς. Εγώ είδα μόνο αναπαραγωγή στερεοτύπων του χειρίστου είδους πάντως. Και τη μόνη τραγικότητα που διέκρινα (γιατί το κοπάνημα του Ζουγανέλη και του Μπουλά είναι γελοιότητες) ήταν στην ερμηνεία του Μπακιρτζή -τραγικά κακή ερμηνεία!
Ο Κορτώς είναι χειρότερος μεταφραστής από συγγραφέας κι αν δε με πιστεύεις πάρε το "Πετρέλαιο" του Σινκλαίρ, αυτό το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και δες πώς το έχει καταντήσει ο μεταφραστής Κορτώ.
Εγω την είδα αλλιώς, ισως να ηθελα να τη δω αλλιως, ισως απο μακρυα αποστασιοποιημενος που ειμαι την ειδα αλλιως. Ειδικα οι ερμηνειες ειναι επιτηεδευμενες φουλ, ειναι κακεσ, και πιστευω επιτηδες.
Τελος παντων σημασια δεν εχει.
Καλημερες
Χαχαχαχαχα -επίτηδες, λέει! Γιατί -αυτοί που παίζουν (ηθοποιούς δεν τους λέω με τίποτα) μπορούσαν να παίξουν καλύτερα; Δε νομίζω!
Σαφώς βέβαια, το πώς βλέπει κανένας μια ταινία είναι υποκειμενικό -ας πούμε εγώ λατρεύω το Ζόχαν, τι να πει κανείς;
Ακριβώς, κανεις τους δεν ειναι ηθοποιός. Βαλτα ολα αυτα μαζί. Εγω νομίζω οτί ειναι μια σατυρικη πολιτικη ταινία, που ειρωνευεται τον έλληνα μικροαστό.Δεν ειπα οτι είναι αριστούργημα, αλλα σίγουρα δεν επαναλαμβανει τα στερεότυπα χωρίς λόγο.
Ρε παιδί μου -εγώ να δεχτώ αυτό που λες. Και να δεχτώ οτι είμαι μαλάκας και δεν κατάλαβα την ειρωνία. Το πρόβλημα όμως είναι οτι την ειρωνία δεν την κατάλαβαν ούτε οι κριτικοί κινηματογράφου -απ΄όσο είδα, ψάχνοντας. Παρέθεσα κιόλας τις απόψεις τους στο ποστ.
Παραπέρα -πού ακριβώς βλέπεις εσύ ειρωνία;
-Στο οτι η γκομενάρα ερωτεύεται σφόδρα τον Μπουλά ο οποίος τη φτύνει για χάρη της οικογένειάς του;
-Στο οτι ο Ζούγκας αρρωσταίνει από έρωτα;
-Στο οτι ο Μπακιρτζής πρεσβεύει το δόγμα "Μακεδονία-Παογκάρα-οικογένεια-φιλία κι άσε τους άλλους να γαμιούνται";
-Βλέπεις έστω ειρωνία στη λατρεία της Παογκάρας;
-Βλέπεις ειρωνία στον τρόπο που οι γάτοι Μακεδόνες θέλουν να κοροϊδέψουν το μαλάκα ξενομερίτη με την κουρσάρα και να τον στείλου αλλού γι΄αλλού;
Λέω οτι είναι μια ταινία που ΑΠΟΘΕΩΝΕΙ τον Έλληνα (Μακεδόνα για την ακρίβεια) μικροαστό και μυθοποιεί την κουραδοσυμπεριφορά του. Κι έτσι ακριβώς την κατανόησε το κοινό (πέραν των κριτικών) και γι΄αυτό την αγάπησε -αν θέλεις παράδειγμα πήγαινε να δεις τα σχόλια κάτω από τα βιντεάκια της ταινίας στο γιουτιούμπ.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!