Τετάρτη, Ιουλίου 23, 2014

Τα τραγούδια κουρελιάζουν ακόμα

Στέκομαι λοιπόν και χαζεύω τις εξελίξεις να περνάνε έξω από το παράθυρό μου, μόνο που το παράθυρο είναι καθρέφτης και τα μούτρα μου στάζουν νερό – κι όταν καταλαβαίνω οτι το μόνο που χαζεύω είναι οι σακούλες κάτω από τα μάτια μου συν κάποια αξυρισιά ασορτί με το βλέμμα του ηλίθιου –τσαντίζομαι κάπως

«Αργείς;» ακούγεται η φωνή της απέξω.
«Ούτε να χέσει δε μπορεί κανείς με την ησυχία του;» κουμπώνω.
Μαλακία –το μετανιώνω επιτόπου. Δε λες οτι χέζεις στη γυναίκα με την οποία είσαι κολλημένος –ειδικά μάλιστα όταν δεν χέζεις… Και τι να πεις δηλαδή; Ότι ονειροβατείς περιμένοντας ένα τρένο να σε κοπανήσει κατακέφαλα; Ότι φοβάσαι μην το χάσεις το τρένο ή μην περάσει μπάι κι όλη αυτή η αναμονή είναι για το τίποτα…  Γιατί τελικά μπορεί και να μεγαλοποιείς τα γεγονότα ως συνήθως –μια συναυλία είναι, μην τρελαίνεσαι… Στο είπε κι ο Πέτρος: «Δε νομίζω ν΄αξίζει καν τον κόπο, έχουμε πήξει στα νοσταλγικά ριγιούνιον τώρα τελευταία».
«Ξέχασες ποιοι είναι ρε μαλάκα; Τι τους πέρασες –τίποτα γιεγιέδες; Οι δικοί μας είναι ρε…» και είχα κοπανήσει το τηλέφωνο, θα τον σκότωνα τον καργιόλη αν ήταν μπροστά μου –γαμώ τα μπλαζέ υφάκια τους και τα 10 κιλά απαξίωση –δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι όλοι ίδιοι… Κι αν όμως είναι;
«Αργείς;» με ξαναρωτάει απέξω.
«Βγαίνω», λέω.
Βγήκα.
«Συγνώμη ρε αγαπούλα…» μουρμουρίζει προσπερνώντας με.
«Δεν τρέχει τίποτα», απαντάω αφηρημένος.
Μένουν δυο μέρες ακόμα μέχρι τη συναυλία.

Κοιτάζω τον Τάκη κι ο Τάκης κοιτάζει εμένα και μετά κοιτάζουμε πίσω από τις πλάτες μας μπας και ξεπροβάλλει από πουθενά ο Πέτρος αλλά μάταιος κόπος –είχαμε ραντεβού στις 5, μετά τη δουλειά, και η ώρα είναι μόνο 5:30, σιγά μην ερχόταν τόσο νωρίς ο Πέτρος…
«Λέγοντας μόνοι μας, εννοείς…» απορώ.
«Χωρίς γυναίκες ηλίθιε –τι άλλο να εννοώ δηλαδή; Να στηθούμε στις τρεις γωνιές του μαγαζιού και να μη μιλιόμαστε;» αγανακτεί ο Τάκης.
«Δεν ξέρω, δε γουστάρω…» μουρμουρίζω. Δηλαδή ξέρω. Δε γουστάρω να την αφήσω μόνη στο σπίτι, δεν είμαστε έτσι, πάμε παντού μαζί και τέτοια ρομαντικά αλλά δεν έχω διάθεση να το εξηγήσω στον Τάκη γιατί ξέρω τι θα επακολουθήσει.
«Άστη και λίγο μόνη την κοπέλα», γελάει μαντεύοντάς το.
«Δεν πρόκειται γι΄αυτό…» μασάω.
«Δεν πρόκειται γι΄αυτό, εντάξει, είναι πλανητικό το ζήτημα, άσε μας ρε φίλε… είκοσι χρόνια της ρίχνεις της πιτσιρίκας, νομίζεις οτι έχει καμιά διάθεση να τρώει στη μάπα τα γερόντια;»
«Τα γερόντια που λες μαλάκα μου έχουν τρελή απήχηση στην πιτσιρικαρία και δεν της ρίχνω είκοσι χρόνια…»
«Εντάξει της ρίχνεις δεκαπέντε…»
«Δεκατρία…»
«Να τη φας και να ΄ναι κρύα… Δεν είναι εκεί το θέμα ηλίθιε –μόνος σου το είπες προηγουμένως…»
«Τι είπα;»
«Οτι έχουν απήχηση στην πιτσιρικαρία..»
«Και;»
«Γκομενάκια… Φρέσκα… Ετοιμοπαράδοτα… Σε προσιτά σχέδια, χρώματα και τιμές…. Ειδικά αν πέσει από δίπλα τους ένας έμπειρος γερόλυκος που έχει δει τα συγκροτήματα την εποχή που είχαν περισσότερα μαλλιά παρά μυαλά…»
«Δεν υπήρξε ποτέ αυτή η εποχή…»
«Είπα εγώ οτι υπήρξε; Είπα κάτι τέτοιο ρε βλάκα;» πετάγεται, ελατήριο ο Τάκης. «Αλλά τα γκομενάκια δεν το ξέρουν…»
«Κι ούτε θα το μάθουν –σωστά;»
«Άριστα, δέκα…»
«Δε γουστάρω, βαριέμαι….»
Ο Τάκης αρπάζει το πακέτο μου, το ανοίγει, τρακάρει τσιγάρο –μετά το κοπανάει με δύναμη στο μεταλλικό τραπέζι με αποτέλεσμα το γκαρσόνι πέντε τραπέζια παρακάτω να γυρίσει προς το μέρος μας για παραγγελία. Του κάνουμε νόημα, «όχι ακόμα, περιμένουμε το μαλάκα» -πάει αυτό.
«Εγώ ρε κρετίνε νομίζεις οτι δε βαριέμαι;» ξεφυσάει. «Εγώ νομίζεις πως δε θέλω ν΄αράξω σπίτι με τα παιδάκια μου, να δούμε καμιά ταινία βαράτε και να με πάρει ο ύπνος στον καναπέ;»
«Ωραία –μην έρθεις», προτείνω.
«Μην έρθω λέει… Για να το μετανιώνω μετά για μια αιωνιότητα και μια μέρα… Ρε γιατί πάμε στην κάθε μαλακία και ταλαιπωρούμαστε;»
«Για το τζόγο και την ανάλυση μετά –ξέρω», διαβεβαιώνω. «Αλλά δε θα είναι μαλακία…»
«Ποιος νοιάζεται τι θα είναι –μη με φουντώνεις τώρα…» φουντώνει ο Τάκης.
«Εντάξει –θα δούμε…»
«Όχι. Εντάξει –είδαμε», με διορθώνει. «Την κάνουμε τώρα γιατί έχω να διαβάσω τα κωλόπαιδα;»
«Κι ο Πέτρος;» απορώ.
«Τι ο Πέτρος;»
«Πού είναι;»
«Κάπου θα είναι…»
«Θα συμφωνήσει να πάμε μόνοι μας;»
«Το μαλάκα παριστάνεις;»
Έχει δίκιο. Ο Πέτρος τραβιέται εδώ κι ένα χρόνο (ή παραπάνω) με μια γυναίκα-φάντασμα, κανένας μας δεν την έχει δει, κανένας δε γνωρίζει τίποτα, μόνο με τον Αλέξη και το Στέφανο (τον επιλεγόμενο και Στηβ) βγήκαν κάποια στιγμή αλλά ο πρώτος είναι με μετάθεση στο Τατζικιστάν κι ο δεύτερος αγνοείται από το περασμένο καλοκαίρι που έχασε το καράβι για Κέρκυρα -τυχαίο νομίζω…

Δεν έχω κεφάλι για δουλειά. Κοιτάζω ένα εξέλ και μου μοιάζει σα λαβύρινθος, σορτάρω έτσι στην πλάκα, γίνονται τα δεδομένα μακαρόνι, κλείνω χωρίς να σώσω. Το ξανασκέφτομαι –τι προθεσμία έχω να το ολοκληρώσω; Πίπες… Η συνάδελφος (κι αυτός είναι ο επιεικέστερος χαρακτηρισμός που μπορώ να χρησιμοποιήσω) του διπλανού γραφείου  ανοιγοκλείνει συρτάρια, κοπανάει τα τακούνια της στα πλακάκια.
«Λίγη ησυχία», ζητάω.
«Συγνώμη», λέει.
Τι φταίει κι αυτή; Όλοι φταίνε –δεν υπάρχουν αθώοι στις μέρες μας. Ανάβω τσιγάρο, την βλέπω που δυσανασχετεί –στ΄αρχίδια μου.
Τηλεμάχου, κάμποσος ποδαρόδρομος απ΄την πλατεία , περάσαμε το κωλάδικο κι ο φρουρός μάς έκοψε με άγριο βλέμμα –άραγε θα μας άφηναν σήμερα, μια μέρα έστω, στην ησυχία μας; Είμαστε αγριεμένοι, στην πλατεία κάνουν προσαγωγές, το ξύλο πέφτει αβέρτα στις κλούβες μέχρι την Ασφάλεια –αφήνουν τον κόσμο με το ξημέρωμα. Η πόλη μάς κυνηγάει –όλη αυτή η γαμημένη πόλη έχει βαλθεί να μας εξαφανίσει –έτσι, άνευ λόγου και αιτίας. Προχτές μάς πήγαν τρέχοντας τα ΜΑΤ μέχρι του Στρέφη, βρώμαγε το πράγμα από την ώρα που φάνηκαν οι κοιλαράδες οι Αγανακτισμένοι και μας άρχισαν στα «κωλόπαιδα, τραβάτε σπίτια σας, πούστηδες, πρεζάκηδες». Ευτυχώς δεν ήταν τότε μαζί μας η Πάολα να έχουμε χειρότερα ντράβαλα –πρεζάκηδες πάντως δεν ήμασταν, πού να βρεθούν τόσα φράγκα; Με ούζο και κάτι αντιβηχικά είχαμε γίνει –σπουδαία τα λάχανα δηλαδή, μαστουρώναμε με την ιδέα και ξερνάγαμε σε κάθε γωνιά –χολή, οινόπνευμα και κωδεϊνη, να μας κλαίνε οι ρέγκες…
Τηλεμάχου, δρασκελίσαμε την πόρτα σαν μύγες που ψάχνουν για ζεστασιά το χειμώνα. Είχαμε ξεκινήσει πέντε από την πλατεία, στο δρόμο χάσαμε τους δύο –κάποιο πέσιμο ετοιμαζόταν, στους μπάτσους, στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, σε καμιά άκρη  –δεν κατάλαβα ή δε θυμάμαι πλέον. Το μαγαζί έχει μπόλικο κόσμο σε κάθε δωμάτιο, φασαρία και μια μυρωδιά κινδύνου στον αέρα, πάμε καρφί στον Ντάνυ, «ποιοι παίζουν σήμερα;» Γελάει, «δε διαβάζετε τις αφίσες;» Τσιτώνουμε, «δεν ξέρουμε γράμματα». Μας φέρνει μπύρες και μας παρατάει. Χωρίς πλάκα τώρα –δεν προλαβαίνουμε να διαβάσουμε τις αφίσες, κι αν προλαβαίναμε δηλαδή, άδικος κόπος. Γιατί οι αφίσες στην είσοδο του μαγαζιού έχουν ημερομηνίες κι εμείς μονίμως τσακωμένοι με τα ημερολόγια τον τελευταίο καιρό.
Πιάνουμε τοίχο στο δωμάτιο με τα στημένα όργανα, παρακαλάω να ανέβουν οι Anti Troppau που είμαι φόλα φανατικός μαζί τους κι όλα δείχνουν οτι κατά κει πάει το πράγμα, ο Ντρεν βάζει μουσική στα πλατό και στη σκηνή είναι οι «δίδυμοί» τους, οι πιτσιρικάδες οι Not 2 without 3. Χώνουν άγρια, στενός ο χώρος κι αυτοί αβόλευτοι… Σταμπάρω τον Άλκη από την Αρχιτεκτονική, αυτόν που μόνο σε συναυλίες τον πετυχαίνω κι ας έχουν 300 μέτρα απόσταση τα πατρικά μας. «Γαμάνε σήμερα οι πιτσιρικάδες», του λέω. «Σώπα ρε μεγάλε», κοροϊδεύει κι ως συνήθως δεν καταλαβαίνω αν αναφέρεται στη διαφορά ηλικίας μου με το συγκρότημα (1 ή 2 χρόνια το πολύ) ή στο προφανές του συμπεράσματος. «Τι παίζει;» τον ρωτάω. «Θα μπούνε μέσα», λέει. «Εδώ;» απορώ. «Εδώ… μαλάκας είσαι; Εδώ μπαινοβγαίνουν καθημερινά». Για ποιους μιλάμε; «Τότε πού;» προσπαθώ να ξεκαθαρίσω. Με κοιτάζει, γυρίζει τα μάτια προς το ταβάνι, χαμογελάει, απορεί με τη βλακεία που με δέρνει και πάει προς το μπαρ. «Θα γίνει της πουτάνας φοιτητάκο», με σκουντάει ο Βαγγέλης. Εδώ ήταν αυτός τόση ώρα; Με ποιους ήρθα; «Θάνατος στους φοιτητές, τους αυριανούς διευθυντές», σιγοντάρει από δίπλα ο Καβάτζας. Τι λένε όλοι γαμώ το στανιό μου μέσα; Πίνω λίγη μπύρα και τότε ακούω την πόρτα να βροντάει. «Μπάτσοι» φωνάζουν οι πιο έξω. Είμαι σίγουρος οτι κανένας τους δεν αναφερόταν σε αυτό…
Και το τηλέφωνο κουδουνίζει μάλλον για ώρα πολλή, το καταλαβαίνω από το υποτιμητικό βλέμμα της συναδέλφου (κι αυτός είναι κολακευτικός χαρακτηρισμός σε διαβεβαιώνω), το αρπάζω αμήχανα.
«Ναι»
«Είσαι σίγουρος;»
Ανάβω τσιγάρο με το τσιγάρο.
«Πού ήσουνα χτες ρε μαλάκα;»
«Αφού φύγατε…»
«Ε, θα φεύγαμε κάποια στιγμή, το έχουμε αυτό, απογευματινό καφέ πίνουμε το πολύ ως τις 10 το βράδυ…»
«Μικροαστικές συνήθειες…»
«Καλύτερα μικροαστός, παρά μικροτσούτσουνος»
Η συνάδελφος παθαίνει κνησμό, ψωρίαση και ερυθρά σε χρόνο dt.
«Καλά –τι κανονίσατε;»
«Δεν μίλησες με τον Τάκη;»
«Μίλησα..»
«Ε, αυτό…»
«Άνευ;»
«Άνευ».
«Κρίμα –κι έλεγα να σας γνωρίσω τη δικιά μου».
«Σάλτα γαμήσου ρε Πετράν».
Κλείνω το τηλέφωνο. Η συνάδελφος αποφεύγει να εκδηλωθεί, απλώς ψάχνει πώς θα αγανακτήσει χωρίς να σκίσει το μασαζοκαλσόν της.
Αύριο είναι η συναυλία.
Τη χαζεύω όσο ξεψαχνίζει σελίδες στο ίντερνετ, ένα τσουλούφι πέφτει στα μάτια της και το κάνει πέρα, αφηρημένη. Υποτίθεται οτι παρακολουθώ τηλεόραση κι αυτό που παρακολουθώ είναι τόσο σημαντικό ώστε δεν θυμάμαι καν τι είναι.
«Τι ψάχνεις;» τη ρωτάω.
«Χαζεύω».
«Κανονικά ή τρόπος του λέγειν;»
Γελάει λιγάκι και με ξαναγράφει κανονικά.
«Για τη συναυλία σήμερα…» ξεκινάω να λέω.
«Θέλεις να πας μόνος σου», με διακόπτει.
«Πού το ξέρεις;»
Σταματάει την ενδιαφέρουσα, το δίχως άλλο, πλοήγησή της στο ίντερνετ και με κοιτάζει.
«Το ξέρω γιατί σε ξέρω», λέει.
«Τι θα πει αυτό;»
«Οτι μερικά πράγματα νομίζεις οτι πρέπει να τα κάνεις μόνος σου…»
«Έτσι νομίζω;»
«Ναι»
«Και γιατί αυτό; Ρωτάω επειδή με ξέρεις δηλαδή…»
Διώχνει πάλι το τσουλούφι από τα μάτια της, δήθεν σκεπτική.
«Μάλλον φταίνε τα πολλά γουέστερν που έβλεπες μικρός….»
«Τι θα πει αυτό;»
«Τα βλέπεις όλα σαν Μονομαχία στο Ελ Πάσο».
«Στον Κόκκινο Ήλιο…» διορθώνω.
«Πάει καλά –στον Κόκκινο Ήλιο», γελάει.
«Όμως…»
«Μην ανησυχείς –έχω ήδη κανονίσει».
«Σίγουρα ή έτσι το λες;»
Γελάει.
«Άντε να παίξεις με τα άλλα παιδάκια, ξέρω οτι δε θέλετε μεγάλους όταν κάνετε αταξίες».
«Παιδάκια –εμείς, μεγάλοι –εσύ, η Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη γίναμε», ψευτοθαυμάζω. «Τώρα για τις αταξίες…»
Ξεκαρδίζεται.
«Ξέρεις τι πλάκα έχετε όταν το παίζετε βετεράνοι;» λέει.
«Δεν ξέρω γιατί ποτέ δεν το παίζουμε βετεράνοι», κουμπώνω.
«Ότι πεις», συνεχίζει να γελάει.
Δεν πάμε καλά. Δηλαδή καλά πάμε, αλλά δεν πάμε καθόλου καλά….

Κάθομαι μπροστά στην ορθάνοιχτη, δίφυλλη, ντουλάπα και προβληματίζομαι. Φοράω μπόξερ και κάλτσες κι αυτά είναι τα μόνα που διάλεξα γρήγορα. Παραπέρα; Παντελόνι τζιν για να είμαι πιο άνετος, σε συναυλία πάω… Μήπως όμως κάτι, όχι τόσο κοινότυπο; Δηλαδή τζιν, τι-σερτ και δερμάτινο, θα κοτσάρω και τις μπότες από κάτω –καλώς τον Μπάρλον Μάντο… Σε γηραλέα έκδοση. Εντάξει. Μαύρο πουκάμισο, κασμίρ μαύρο παντελόνι, σακάκι –κλαρινογαμπρός. Καλά λοιπόν. Παντελόνι εκστρατείας με πλαϊνές τσέπες, πουλόβερ φαρδύ, αθλητικά – να φέρω και τα σκι ή θα νοικιάσουμε απ΄το χιονοδρομικό;
Πηγαίνω στο σαλόνι,  αρπάζω το τηλέφωνο, παίρνω τον Πέτρο (που είναι πιο τρε σικ). Το αφήνω να χτυπάει μέχρι που βαριέμαι να περιμένω άλλο. Παίρνω καπάκι τον Τάκη.
«Παρακαλώ;» ρωτάει ο πιτσιρικάς ο γιός του.
«Δώσμου τον πατέρα σου».
«Ποιος τον ζητάει;»
«Εγώ».
Σκέτος παιδαγωγός είμαι ο πούστης ώρες-ώρες…
«Έλα ρε μαλάκα…» παίρνει το ακουστικό ο Τάκης.
«Με τι θα πάμε;»
«Με μηχανές. Πλάκα μού κάνεις; Εκεί θα γίνεται της κόφας, δεν θα βρούμε παρκάρισμα».
«Εντάξει».
«Κάτι άλλο;»
«Ναι…»
«Πες».
«Τι θα φορέσεις;»
«Ντε πιες και γόβες, τα ΄χεις παίξει ρε;»
«Ή τα ΄χω ή τα παίζω, δεν εξηγείται αλλιώς…»
Κλείνω το τηλέφωνο. Ηρέμησε ηλίθιε –μια συναυλία είναι.
Εκείνη με κοιτάζει από την άλλη άκρη του δωματίου.
«Έλα να σε ντύσω», λέει παιχνιδιάρικα. «Θα μου κρυώσεις».
Τσαντίζομαι άσχημα αλλά δεν το δείχνω γιατί θα ρεζιλευτώ ακόμα περισσότερο.

Βγαίνω στη λεωφόρο, νύχτα και η μηχανή κοσκινίζει κάμποσο. Πίσω μου ένας μαλάκας γιωταχής κορνάρει μανιασμένα –είμαι κανονικά σε φάση και δε βλέπω το δρόμο –σύνελθε παπάρα αν θέλεις να φτάσεις στη συναυλία.
Πριν 5 λεπτά με πήγε μέχρι την πόρτα, με φίλησε.
«Να περάσεις καλά», μου ευχήθηκε.
«Ναι», μουρμούρισα. «Εσύ;»
«Σε λίγο θα έρθουν να με πάρουν».
«Εντάξει».

Έχει ήλιο και χειμωνιάτικη ζέστη, ο ιδρώτας τρέχει μέσα από τα σταυροκούμπωτα, κοιτάζουμε τριγύρω αγριεμένοι –δυο μπασκίνες ξύνονται έξω από την είσοδο του Παλαί, ζυγώνουμε επιφυλακτικά, ακουμπάμε ώμο με ώμο για να πάρουμε κουράγιο. Ο Σπήλιος με τον Τσου Λου βγαίνουν μπροστά από το τσούρμο μας, είμαστε πόσοι; 10; 12; Το πολύ. Μπουκάρουμε σε στυλ «πολιτισμένοι και φιλόμουσοι», το παλεύουμε δηλαδή γιατί με το που φτάνουμε στην είσοδο τρώει μια ξεγυρισμένη ο Πουλής και σκάει πάνω στο Μάριο, γυρίζει εκείνος προσπαθώντας να μείνει όρθιος και του τραβάει μια κλωτσιά με την αρβύλα, την αρπάζει κατά λάθος ο δικός μου ο Στάθης την ώρα που περνάει καινούργια δόση οδοντόκρεμα το μαλλί, τσαμπουκαλεύεται, «ήσυχα ρε κωλόσποροι», μουγκρίζει –οι μπασκίνες κοιτάζουν ενοχλημένοι, «φρόνιμα», φωνάζει ένας τους –είμαστε ήσυχοι και φρόνιμοι –τότε ο Σπήλιος ρίχνει μια σφαλιάρα στο Μάριο, «τι θες ρε;» κάνει εκείνος, «άντε κουρέψου», του λέει ο Σπήλιος κι όντως ο Μάριος έχει το μακρύτερο μαλλί απ΄όλους μας γιατί ακόμα ψάχνεται –γουστάρει μέταλλα, μικρός είναι ακόμα,  θα στρώσει.
Μπήκαμε.
Μέσα στο παρκέ στήνουν ήδη οι Stress, τα παιδιά τούς περικυκλώνουν, πέφτουν κάτι φιλικά χτυπήματα στις πλάτες. Πάμε να βολευτούμε στις κερκίδες –έχουν ήδη ανέβει οι φρίκουλες και μας περιμένουν.
«Καλώς τις ηλεκτροπληξίες», φωνάζουν.
«Άντε κουρευτείτε», απαντάμε.
Ένα μπουκάλι μπύρας σκάει δίπλα μου, η κερκίδα γεμίζει γυαλιά.
Τότε εμφανίζονται οι μυστήριοι τύποι με τις καμπαρτίνες και τις ρεπούμπλικες, κρατάνε σκληρές θήκες και κουβαλάνε κάτι γκόμενες πολύ Μπελ Επόκ με μαύρα παλτά και δικτυωτά καλσόν. Τα φρικιά ζητωκραυγάζουν, οι μυστήριοι ούτε να τους χέσουν.
«Τον Άγνωστο Πόλεμο θα γυρίσουνε;» κοροϊδεύει ο Στάθης.
«Ο Φώσκολος πού είναι;» απορεί ο Σπήλιος.
Ένας μυστήριος κοντοστέκεται, μας κάνει κωλοδάχτυλο –εμείς αρχίζουμε τα «ουάου, τι σκληρό αγόρι» και τέτοια.
Όπως και να’χει, στη μέση του Παλαί, χωρίς εξέδρα, ανάμεσα σε ενισχυτές και καλώδια παίρνουν θέσεις οι Stress. Κατεβαίνουμε από τις κερκίδες –κανονικοί Ζουλού. Δεν παίρνει πάνω από 2 λεπτά για ν΄αρχίσει το pogo. Οι μυστήριοι με τις καμπαρτίνες κάθονται παραδίπλα –στ΄αρχίδια μας. Τα φρικιά αρχίζουν κυκλωτικές κινήσεις. Έχουν ανοιχτεί πίσω από τις πλάτες μας και πίσω από τους Stress. Κάποιος μαλάκας ανάβει τις αφίσες που είναι στοιβαγμένες πίσω από το συγκρότημα κι αρχίζει να τις πετάει –το σταυροκούμπωτο του Λούη αρπάζει αλλά εκείνος εξακολουθεί να παίζει κιθάρα σα να μην τρέχει τίποτα. Εμάς στ΄αρχίδια μας γενικότερα –ο Κώστας τραβάει κάτι κλωτσιές σε όσους μαλλιάδες τον πλησιάζουν χωρίς να σταματήσει να παίζει, στο τέλος σκάει το μπάσο του πάνω σε μια ενοχλητική μούρη –όλα καλά.
Οι Stress μαζεύουν και μπλέκονται με μας, φτάνει η σειρά των μυστήριων –ο κιθαρίστας (φοράει ακόμα καπαρντίνα και ρεπούμπλικα ο μάπας) ανακοινώνει: «Είμαστε η Εταιρεία Καλλιτεχνών, δυστυχώς ο Παύλος Σιδηρόπουλος δεν θα είναι σήμερα μαζί μας για λόγους ανωτέρας βίας». Γελάμε –«δεν συνήλθε ακόμα από τη ντάγκλα;» κοροϊδεύουμε. Οι μυστήριοι αρχίζουν να παίζουν κάτι μπλουζιές, τα φρικιά χορεύουν αρκουδιάρικα κι εμείς, συνεννοημένοι χωρίς ν΄αλλάξουμε κουβέντα έχουμε στηθεί λίγο πιο πίσω τους. Δεμένα τα χέρια στο στήθος, πετάμε λίγο πόδι μπροστά –κάποιοι μάς πατάνε κατά λάθος, αυτό περιμένουμε, απαντάμε με σπρωξίδι και σφαλιάρες. Στο τρίτο τραγούδι έχει γίνει αρένα το παρκέ.
Χάνουμε για μια ακόμα φορά, πανηγυρικά –τα φρικιά μας σπρώχνουν έξω από το κλειστό γήπεδο, κάνουμε ξανά ντου (Xanadu που θα έλεγε και η Ολίβια Νιούτον Τζον), ανοίγουν μερικά κεφάλια.
«Πάμε για καμιά μπύρα;» με τραβάει ο Στάθης.
«Πρωινιάτικα;» απορώ.
«Πρωινή μπύρα», διευκρινίζει ο Στάθης.
Αν είναι έτσι θα το δεχτώ.

Έξω από το Gagarin η ουρά μοιάζει με φίδι που χωνεύει ποντίκια –βρίσκω κάποιο πεζοδρόμιο και παρκάρω τη μηχανή, κλειδώνω το κράνος στη μπροστινή ρόδα –πού στον πούτσο είναι ο Τάκης κι ο Πέτρος; Παίρνω τηλέφωνο, ο Πέτρος φυσικά δεν το σηκώνει, ο Τάκης τα ίδια. Πλευρίζω τον κόσμο που περιμένει για εισιτήριο –πιτσιρικάδες –νιώθω κάμποσο άβολα. Όμως θυμάμαι ποιους ήρθα να δω και η αμηχανία μου πάει περίπατο. Κάτι αμυδρά γνωστές φάτσες κόβουν την ουρά και μπαίνουν μέσα, θέλω να μπω κι εγώ.
«Ψηλά τα πόδια ρε πούστη –με τη μούρη στον τοίχο», ακούω τη φωνή πίσω μου όσο ο Τάκης με αρπάζει από τους ώμους.
«Άντε γαμήσου», λέω.
«Άνετα –με τόσα γκομενάκια», γελάει.
Έχουμε ήδη εισιτήριο, κάτι ηλεκτρονικές παπαριές που τις τυπώσαμε σπίτι μας και μοιάζουν με αποδείξεις πιτσαρίας –μέχρι και τα εισιτήρια έχουν σκαρτέψει στις μέρες μας.
«Πάμε μέσα», λέει ο Τάκης.
«Ο Πέτρος;»
«Γάμησέ τον, θα μας βρει μέσα».
Πάμε.

Οι πόρτες είναι διάπλατα ανοιχτές, οι πόρτες βγάζουν φως και μουσική, δική μας μουσική, πέφτω πάνω στο Στέλιο και το Δημήτρη από τους Libido Blume, κάπου παίρνει το μάτι μου τον Γιώργο από τους South of no North και τον Έλτονα, ο Θοδωρής από τη Γενιά του Χάους κρατάει μια φωτογραφική μηχανή,  αγκαλιάζεται με κάτι παλιούς πάνκηδες, γελάνε πολύ  –πού είμαι; Πού ήρθα; Πώς ήρθα;
«Όχι πού θα έλειπες…» κοροϊδεύει ο Άλκης
Αγκαλιαζόμαστε –ο Άλκης έχει πλέον δυο στρέμματα φαλάκρα αλλά τα μάτια δεν γερνάνε.
«Τι γίνεται εδώ;» γελάω κι εγώ.
«Κερδίζουμε την παρτίδα, αυτό γίνεται», μου απαντάει.
«Νόμιζα οτι δεν παίζαμε πλέον», παρατηρώ.
«Γι΄αυτό κερδίζουμε, επειδή δεν παίζουμε. Ο τζόγος είναι για τους ηλίθιους», απαντάει κι εξαφανίζεται.
Από Motorhead δεν είναι αυτό; απορώ. Τι δουλειά έχει ο Άλκης…
Πέφτω στην παρέα από τα Εξάρχεια –δηλαδή πριν 30 χρόνια ήταν παρέα από τα Εξάρχεια, σήμερα…
«Μάστορης, Μαστρόκαλος», μου κάνει νόημα ο Καβάτζας.
«Metro
«Έτσι».
«Μια χαρά…» μουρμουρίζω χαζεύοντας τους δυο μαυροντυμένους να παίρνουν μπύρες από το μπαρ. «Ο Βαγγέλης πού είναι;»
«Δεν τα ΄μαθες για το Βαγγέλη;»
«Όχι –τι;»
«Ε, αφού δεν τα ΄μαθες, μαλάκας είμαι να στα πω εγώ;»
Ο Τάκης με τραβάει μπροστά. Ο κόσμος δεν έχει ακόμα δέσει κι έτσι φτάνουμε δίπλα στη σκηνή –πιάνουμε τοίχο.
«Ποιος πάει για μπύρες;» ρωτάω.
«Αυτός που ρώτησε», απαντάει ο Τάκης.
Κολυμπάω μέχρι το μπαρ, δε θέλω μπύρα γιατί θα με πιάσει κατούρημα κι άντε τρέχα.
«Μια μπύρα και μια Στολίσναγια-τόνικ», παραγγέλνω.
«Καλώς τον», γέρνει προς το μέρος μου ο Ντάνυ.
Ποιος; Ο Ντάνυ. Αναλλοίωτος, παντοδύναμος, πανταχού παρών και τα πάντα κερνών!
 «Ποιοι παίζουν σήμερα;» τον ρωτάω.
Χαμογελάει
«Δε διαβάζετε τις αφίσες;»
«Δεν ξέρουμε γράμματα».
Γιατί οι αφίσες έχουν ημερομηνίες κι εμείς μονίμως τσακωμένοι με τα ημερολόγια.
Πού είμαι;
«Ξέρεις πώς καταλαβαίνουν οι μπάρμαν την ηλικία μας; Επειδή είμαστε οι μόνοι που παραγγέλνουμε Στολίσναγια», ακούω τον ψίθυρο στο αυτί μου.
Γυρνάω –πέφτω φάτσα με τον Παπ, αγκαλιαζόμαστε –25 χρόνια είναι αυτά, από την κατάληψη στο Πολυτεχνείο για το Μελίστα.
Τα φώτα σβήνουν και στη σκηνή εμφανίζονται οι Not 2 without 3 –κοκαλώνω –λες να παίξουν και οι Anti Troppau Council;
Ο Βασίλης, ο τραγουδιστής τους, γαμάει –έχει βρει χώρο στη μεγάλη σκηνή και αλωνίζει, στην άλλη άκρη ο Σπύρος οδηγεί καρφωμένος, έχουν και δυο παιδιά που δεν τα ξέρω αλλά κολλάνε μια χαρά στο συγκρότημα σα να ήταν από πάντα. Ο κόσμος κοιτάζει στο αμήχανο–ο Βασίλης λέει για τραγούδια που γράψανε για έναν πόλεμο που γινόταν τότε, λέει για τραγούδια που ποτέ δεν τελείωσαν –είμαι στον αέρα κρατώντας δυο πλαστικά ποτήρια –πού βρέθηκαν τα πλαστικά ποτήρια στον Πήγασο; Πώς μεγάλωσε έτσι ο Πήγασος;
Βγάζω ολόκληρο το σετ του συγκροτήματος χαμένος στο διάστημα –τα παιδιά κάτω από τη σκηνή αρχίζουν να καταλαβαίνουν οτι θα γίνει σφαγή σήμερα και βιδώνονται. Ο Βασίλης μιλάει στο μικρόφωνο αλλά τον ακούω από μέσα μου, ευτυχώς που δεν είναι δίπλα μου ο Τάκης τώρα…

«Πού χάθηκες ρε μαλάκα; Έπεσες με τα μούτρα στις γκόμενες από τόσο νωρίς; Ας δούμε πρώτα λίγο λάιβ», λέει ο Τάκης αρπάζοντάς μου τη μπύρα.
«Στο μπαρ είναι ο Ντάνυ», λέω.
«Ο γνωστός;»
«Ναι».
«Απέθαντοι είμαστε», σχολιάζει.
«Καθότι εκ γενετής νεκροί», μουρμουρίζω χαμογελώντας ο ηλίθιος.

Και στη σκηνή έχουν ανέβει οι Ανυπόφοροι.
«Έχουμε ένα άσχημο νέο να σας πούμε –είμαστε οι Ανυπόφοροι», χαμογελάει ο Στάθης μπροστά στο μικρόφωνο πριν αρχίσει τις 8 φορές.
Νιώθω κάπως πιτσιρίκος, τα Ολ Σταρ πάνε μόνα τους, προλαβαίνω να φρενάρω στο φτερό μη γίνω σκέτο κάζο –ο γέροντας που χορεύει –τσαντίζομαι αλλά δεν ξέρω αν είναι με τις αναστολές μου ή με κάτι άλλο, οι κανονικοί πιτσιρικάδες μπροστά μου κοροϊδεύουν –θα τους πλακώσω, δεν υπάρχει περίπτωση. Έχουν κοπέλες μαζί τους και το παίζουν μούρες –ο ένας γυρίζει σε μένα.
«Ποιοι είναι αυτοί;»
«Οι Κλας»
«Και ποιοι βγαίνουν μετά;»
«Οι Σεξ Πίστολς».
Μου γυρνάει την πλάτη. Συνέχισε ρε μικρέ… Φτιάξε με κι άλλο.
Οι Ανυπόφοροι καθαρίζουν για πάρτη μας –ο μπασίστας βολτάρει σαν κανονικός πρωτόγονος,  πώς το λέγανε οι Κραμπς; «Ρε φίλε/ Τέταρτος όροφος/ άνθρωπος των σπηλαίων/ τελευταία πόρτα», ο πληκτράς χορεύει, ο κιθαρίστας είναι ήρεμη θάλασσα το χειμώνα, ο ντράμερ ξεφαντώνει. Τα πιτσιρίκια μπροστά μου το πιάνουν το νόημα επιτέλους. Κι όταν οι Ανυπόφοροι μαζεύονται στη μέση της σκηνής, αγκαλιάζονται, τραγουδάνε: «κοιτάζω συνέχεια/ αυτά που με κρατάνε πίσω/ δεν κάνω καμία κίνηση να τα ξεχάσω/ δεμένος δεν είμαι/ όπου θέλω τριγυρνάω/ τον εαυτό μου αφήνω ελεύθερο/ και δεν το μετανιώνω ποτέ» ο κόσμος σκάει σαν πυροτέχνημα, ασορτί με τα φλας των φωτογράφων μπροστά στη σκηνή. «Αντίο, μετά από 30 χρόνια χρειάζεται να πεις ένα αντίο» λέει ο μπασίστας τους και δακρύζουν μέχρι τα τσιμέντα του μαγαζιού.
«Άλλοι λένε αντίο κι άλλοι γεια σου», μου σφυρίζει στο αυτί ο Τάκης.
«Φιλοσοφία για αρχάριους», μουρμουρίζω.
«Η πραγματικότητα που δαγκώνει», γελάει ο Τάκης πιάνοντάς με από τους ώμους.
Τραβιέμαι νευρικά. Με ξαναβουτάει.
«Ψυχραιμία αγόρι μου», σφυρίζει καθώς με γυρίζει προς τ΄αριστερά.
«Μη με γαμάς ρε μαλάκα», κουμπώνω.
«Εγώ όχι –για αυτήν δεν ξέρω….» κι όσο μιλάει μού γυρίζει το κεφάλι προς το εκεί που δείχνει.
Δεν βλέπω τίποτα και δε θέλω να δω τίποτα πέρα από το επόμενο συγκρότημα που θ΄ανέβει στη σκηνή. Τι να δω δηλαδή; Κάτι ζόρικα γκομενάκια –εντάξει, δε με νοιάζει. Πιτσιρικάδες που πάνε πέρα-δώθε, και λοιπόν; Είμαι έτοιμος να του σβουρίξω καμιά ξεγυρισμένη (τι τον πιάνει το μαλάκα ώρες-ώρες;) όταν τη βλέπω. Το ίδιο κοντό μαλλί, βαμμένο κόκκινο πλέον (αν δεν με ξεγελάνε τα φώτα). Η ίδια (κάποια ίδια τέλος πάντων) τρομερή τσάντα περασμένη στον δεξί ώμο. Μιλάει με κάτι κουρασμένους τύπους που ίσως και να μην έχουν τα δικά μου χάλια (ίσως και να με ξεγελάνε τα φώτα όμως), κοιτάζω καλύτερα και ξεχωρίζω (ή έτσι νομίζω γαμώτο) τον Αργύρη ίδιο κι απαράλλαχτο αλλά στο πιο σκεβρωμένο. Προσπαθώ να δω περισσότερα αλλά δε διακρίνω τίποτα πλέον γιατί μια παρέα χώνεται ανάμεσά μας.
«Ωραία», λέω. «Και τώρα τι γίνεται;»
«Βράζει και χύνεται», απαντάει ο Τάκης.
«Λείπει κι ο Πέτρος…» παρατηρώ. «Αλήθεια που να΄ναι;»
«Άντε γαμήσου και πήγαινε ρε –κόψε το αντικάρφωμα», φωνάζει ο Τάκης και μου τραβάει μια στην πλάτη.
«Δε θέλω», λέω.
«Αλλά πρέπει», μου υπενθυμίζει. «Πήγαινε –σε στηρίζω».
Ξεκινάω τις απλωτές μέσα στο πλήθος που συνεχώς πυκνώνει (καλά –πόσοι θα ‘ρθουν;) σκουντάω, με πατάνε, πλησιάζω. Στα δυο μέτρα γυρίζει απότομα προς το μέρος μου (το μουνί ο Αργύρης μάλλον με κάρφωσε), κοιτάζει, πάει να χαμογελάσει αλλά δεν της βγαίνει –πού ακούστηκε να χαμογελάνε οι ακαμψίες; Είναι όμορφη όπως τότε, μόνο πιο στεγνή κι εντελώς απάνθρωπη. Ψάχνει στην τσάντα της, τραβάει ένα τσιγάρο χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω μου, την έχω ήδη φτάσει –ο θρυλικός ζίπο τινάζει το καπάκι στον αέρα κι ανάβει όσο ρολάρει πάνω απ΄το δεξί μου γόνατο, τον φρενάρω δυο πόντους μακριά από το τσιγάρο της χωρίς να την κοιτάζω –κλασικό στυλάκι.
«Βρε ο Αργύρης», λέω στο Αργύρη.
«Τι κάνεις ρε κωλόπαιδο;» γελάει εκείνος και μου δίνει το χέρι του.
Δεν απλώνω να το πάρω –τι να το κάνω άλλωστε; Έχω.
«Το Μανώλη δε βλέπω», του λέω.
«Δεν είσαι ο μόνος. Τελευταία τον βλέπουν μόνο οι νεκροθάφτες σε κάθε εκταφή», απαντάει ο Αργύρης.
«Πάει ο Μανώλης;» απορώ.
«Τον πηγεμένο λες;» γελάει εκείνος.
«Από τι;»
«Όσο κι αν σου φανεί παράξενο, από καρκίνο».
«Παθαίνουν καρκίνο και οι Ινδιάνοι πλέον;»
«Είδες; Μας γάμησε εντελώς ο λευκός άνθρωπος».
«Τι κάνεις Άλεξ;» γυρίζω ξαφνικά προς το μέρος της και την πετυχαίνω να κοιτάζει τα παπούτσια της.
Ξαφνιάζεται κι εγώ μου δίνω συγχαρητήρια γι΄αυτό.
«Καλά –εσύ;» απαντάει –ρωτάει.
«Εγώ… γενικά», απαντάω στο σκέτο.
«Μάλιστα», λέει η Άλεξ.
«Πάω για καμιά μπύρα», λέει ο Αργύρης.
«Όσο μακρύτερα τόσο καλύτερα», του επισημαίνω.
«Μια ζωή ο ίδιος μαλάκας…» διαπιστώνει φεύγοντας.
Είμαστε μόνοι στην ερημιά του κόσμου με 1.400 άτομα τριγύρω μας. Τόσα πάνω –κάτω.
«Άκουσες τι είπαν;» μου δείχνει προς τη σκηνή.
«Ποιοι;»
«Αυτοί –το συγκρότημα».
«Γύρω στα 5 με 6 τραγούδια;» κάνω το μαλάκα.
«Είπαν οτι μετά από 30 χρόνια χρειάζεται να λες ένα αντίο», μου υπενθυμίζει.
«Α, φεύγεις;» ανεβάζω επίπεδο στη μαλακία ο παίκτης.
«Κόφτο μωρέ –τόσα χρόνια…» κομπιάζει.
«Εντάξει», λέω.
«Μου χρώσταγες ένα κανονικό αντίο. Ανθρώπινο…»
«Σου χρώσταγα –εντάξει. Και λοιπόν;» ζητάω να μάθω.
«Τίποτα. Αυτό», μουρμουρίζει.
«Βλακείες… Δεν υπήρχε περίπτωση να σου πω αντίο –μόνο όταν κοιμόσουν μπορούσα να την κάνω, το ξέρεις…»
«Το ξέρω…»
«Λοιπόν;»
«Όμως…»
«Τι κάνεις στη ζωή σου γενικότερα;» την κόβω πριν παίξουμε το Ένας άντρας και μια γυναίκα -20 χρόνια μετά. Τι 20 δηλαδή… κάντο 30 να είσαι μέσα.
«Α, αυτό… Μια χαρά… Δουλεύω πολύ και βγάζω λίγα, παλιά δούλευα λίγο κι έβγαζα πολλά όμως αλλάξανε τα πράγματα. Φτιάχνω εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα, για ίντερνετ –τώρα δηλαδή… παλιότερα…» όσο μιλάει κοιτάζει τα δάχτυλά της και το τσιγάρο που καίγεται άσκοπα.
«Οικογένεια; Παιδιά;» ρωτάω.
Γελάει.
«Μια κόρη…»
«Άντρας;»
«Μας τελείωσε».
«Πώς αυτό;»
«Έτσι απλά…»
Την περιμένω να συνεχίσει.
«Μια μέρα γύρισα σπίτι και με περίμενε. Του είπα λοιπόν οτι δεν ήθελα πια να με περιμένει».
«Κι εκείνος;»
«Αντί να καταλάβει οτι ήθελα να γυρίζει σπίτι μετά από μένα, σηκώθηκε κι έφυγε», λύνεται στα γέλια.
Χαμογελάω –αργεί πολύ το επόμενο συγκρότημα;
Στη σκηνή βγαίνουν οι φοβεροί Cpt Neφος  με σύνθεση «πρώτες μέρες του Πήγασου» συν προσθήκες. Είμαι πλέον στο στοιχείο μου –μπορεί και να χορεύω ήδη με το Cadillac Dreams απλά δεν το έχω πάρει χαμπάρι. Δυο κιθάρες, Μανής-Ντρενογιάννης κι ο Άκης να οργώνει στην άλλη πλευρά –ξεχνάω την Άλεξ, θυμάμαι οτι κάποτε ζούσαμε ή έτσι μου φαίνεται τώρα που το βλέπω από απόσταση. Μόνοι κι ανήσυχοι.
Πλησιάζει ο Τάκης που έχει πάρει χαμπάρι οτι πάγωσε το πράγμα, αγκαλιάζεται, φιλιέται με την Άλεξ (κι εγώ θα ήθελα να το κάνω αυτό –να νιώσω πώς είναι), ο Αργύρης άφαντος.
«Πάω για ποτό, θέλει κανείς;» ρωτάω και φεύγω πριν μου απαντήσουν.
Ο κόσμος χορεύει Colors Melting, φτάνω κοντά στην πόρτα της εξόδου, κάποιοι κουβαλάνε έναν λιπόθυμο, αφήνομαι-παρασύρομαι, φτάνω κοντά στους μπράβους, «να βγω λίγο;», «να βγεις» -η Λιοσίων ήσυχη με τα αυτοκίνητα να περνάνε σκεφτικά, μπαίνω στο πλαϊνό στενό, ανάβω τσιγάρο, δε νιώθω, μια μικρή πόρτα μισάνοιχτη, ετοιμάζεται να μπει η Άντα με το Μπάμπη από τους Villa 21, ένα παιδί διπλωμένο σα σουγιάς ξερνοβολάει, χώνομαι πίσω τους, βρίσκομαι δεξιά από τη σκηνή, ο Λούης με τον Κώστα ακουμπισμένοι στον τοίχο –χαιρετιόμαστε, λέμε κάμποσες σαχλαμάρες, συνέρχομαι.
Τώρα παίζουν το I believe, ο Ντρεν υποκλίνεται –τι δε θα ‘δινα να ήταν κι ο Τζαβάρας μαζί τους εκεί πάνω, τι δε θα ΄δινα να μην την είχα δει, να μην υπήρχαμε στη συνέχεια ενός χτικιάρικου παρελθόντος…
Αλλά κάθομαι εδώ πέρα και περνάω ωραία, τα Αρνάκια βγαίνουν στη σκηνή και τελικά δεν τρέχει τίποτα –μπορεί και να χορεύω, μπορώ και να χτυπιέμαι πάνω στους πιτσιρικάδες γιατί κι αυτοί κάνουν το ίδιο, γινόμαστε κουβάρι, «άχαρη μοίρα και ματαιότης/ άδοξο τέλος μιας ένδοξης νιότης», ένας λιώμας με σπρώχνει άτσαλα, τον κοιτάζω –χαμογελάει, ξέρω πότε θα σκάσει το ρεφρέν, πέφτω πάνω του κι εγώ με τον αριστερό ώμο –κατεδάφιση με τα όλα της. Πονάω κάμποσο, ελπίζω να μην τον έβγαλα τον ώμο, ο λιώμας σηκώνεται και πάει παραδίπλα –θέλω κάποιον να πλακωθούμε τώρα, να γίνουμε σκουπίδια, να μας φτυαρίσουν έξω στο δρόμο, να τελειώσουμε.

Εκμεταλλεύομαι τα ανθρώπινα ερείπια που άφησαν πίσω τους τ΄Αρνάκια για να ξαναπάω κοντά στον Τάκη και την Άλεξ. Ο Αργύρης μιλάει με δυο πιτσιρίκες (και πάω στοίχημα οτι ξέρω τι τους λέει), τον προσπερνάω, περνάω κάμποσα παιδιά που ψάχνουν για νερό, τους φτάνω.
«Πού χάθηκες εσύ;» χαμογελάει η Άλεξ –στυλάκι πολύ τσιχλόφουσκα, ας πούμε.
«Τώρα; Από πάντα…» μουρμουρίζω.
«Πήρες και ποτάκι βλέπω», κοροϊδεύει ο Τάκης δείχνοντας τα άδεια μου χέρια.
Δε μιλάω.
«Ακόμα περιμένω να μου πεις τι κάνεις με τη ζωή σου», μου υπενθυμίζει η Άλεξ.
«Τίποτα το άξιο λόγου», λέω.
«Παντρεύτηκες;»
«Μπα –δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος… Οικογένειες, παιδιά… όχι εδώ», μουρμουρίζω.
«Πες μου κιόλας οτι με περίμενες», ψευτογελάει.
«Σε περίμενα… Αλλά δεν ήρθες και μετά ξέχασα τι περιμένω –έτσι το είδα κάπως γενικά το πράγμα».
«Είσαι μόνος δηλαδή;»
«Είπα κάτι τέτοιο;»
«Δεν το είπες…»
«Έι, θα χορέψω Μπαρτσελόνα/ θα χορέψω Μπαρτσελόνα/ κουά, κουά/, κουά, κουά, κουά» λέει ο Αγγελής στο μικρόφωνο. «Είχα υποχρέωση να το πω, αυτό ήταν το πρώτο τραγούδι της κόρης μου», εξηγεί.
Κι εγώ είμαι απίστευτα μαλάκας που πήγα δίπλα στην Άλεξ όταν στη σκηνή βγήκαν οι Χωρίς Περιδέραιο.
«Κάτω», φωνάζει ο Αγγελής.
«Από το σεληνόφως», απαντάει ο κόσμος.
Χαμογελάω.
«Έχεις φοβηθεί ποτέ τραγούδι;» λέω.
«Ακόμα κολλημένος», παρατηρεί η Άλεξ.
Ο Τάκης έχει φύγει καρφί για το διαχωριστικό –σκάει ανάμεσα στους πιτσιρικάδες και κοπανιέται.
«Κοίτα ποιος μιλάει…» ψευτοθαυμάζω.
«Εγώ ρε φίλε, τα κολλήματά μου τα πλήρωσα και τα πληρώνω», μου φωνάζει στο αυτί.
«Εντάξει –κι αν σου μείνουν τίποτα ρέστα, δώστα μας να γίνουμε κι εμείς», φωνάζω με τη σειρά μου.
Κι εκείνη με σπρώχνει πέρα –δεν πάω πουθενά γιατί το μέρος είναι πίτα στον κόσμο, απλώς πατάω μια κοπελίτσα χωρίς να ζητήσω καν συγνώμη.
«Άλλαξε τουλάχιστον ντίλερ –ακόμα με τον Αργύρη, αηδία κατάντησες», της χώνομαι.
«48 σιωπές/ να κρυφτούμε από κάτω αν θες», βοηθάει ο Αγγελής από πάνω μας.
Δίκιο έχει –τι τα σκαλίζουμε; Φεύγω μπροστά, να βρω τον Τάκη που χορεύει αγκαζέ με κάτι πιτσιρικάδες. Τι γίνεται εδώ ρε πούστη; Τι δουλειά έχουμε εδώ; Ποιος μας παίζει για να σπάει πλάκα;
Μένω καρφωμένος στο κάγκελο, είμαστε ένας κόσμος κουρελιασμένος, με τσακισμένες τις αντοχές –που επιμένουμε να τραγουδάμε κι ας μη βγαίνει πια φωνή. Δε θέλω να την ξαναδώ, αν είναι η Άλεξ θα φύγει, αν μείνει δεν ξέρω ποια είναι.
Το συγκρότημα φεύγει από τη σκηνή, ο κόσμος αραιώνει γύρω μας, αναπνέω, διψάω –έχει σκιστεί και η μπλούζα μου…
«Πάμε να πιούμε κάτι ρε γελοίε», με τραβάει ο Τάκης.
Προσπαθώ να μην κοιτάξω προς το μέρος της.
«Έφυγε», λέει ο Τάκης.
«Γεγονός;»
«Ή κρύβεται για να μας την πέσει αργότερα», υπολογίζει.
«Έφυγε», λέω.
Πάμε προς το μπαρ, ο Τάκης πιάνει κουβέντα με τον Ντάνυ, εγώ περιμένω πιο πίσω και τότε εκείνη με βουτάει από το χέρι.
«Πήγαινέ με μέχρι έξω τουλάχιστον», ψιθυρίζει.
Την αφήνω να με πάει αυτή προς την έξοδο. Κοντοστεκόμαστε –οι μπράβοι την έχουν κοπανήσει κι ο κόσμος μπαίνει ελεύθερα πλέον.
«Είμαστε μαλάκες, αλλά δεν μας παίρνει για μαλακίες», λέει. «Ας χωρίσουμε λοιπόν σαν άνθρωποι».
Δε μιλάω. Την αφήνω να με αγκαλιάσει, νιώθω ένα βαρύ άρωμα σαν κι αυτά που ρίχνουν στους πεθαμένους, τη φιλάω στο μάγουλο –έτσι είναι λοιπόν; Κρύα, σκληρά, αναπόφευκτα.
«Ποτέ δεν ευχαριστήθηκα το σεξ μαζί σου», ξεκαρδίζεται στα γέλια όσο κάνει δυο βήματα πίσω.
«Κι εγώ προσποιούμουν οτι είχα οργασμό», ανταποδίδω γελώντας.
«Να προσέχεις», μου λέει.
«Τι πράγμα;» απορώ.
«Να μη σε πετύχω μπροστά μου –αυτό».
«Κι εσύ να προσέχεις», απαντάω.
«Τι πράγμα;»
«Μην πετύχω πουθενά την κόρη σου».
Ξεκαρδίζεται και μου γυρίζει την πλάτη.
«Κοιτάζω τη θάλασσα/ κοιτάζω την άμμο/ κοιτάζω τον εαυτό μου/ καθρεφτίζεται στα μάτια μου/ ο νεκρός άντρας στην παραλία», λέει ο Ρόμπερτ Σμιθ από κάποιο ηχείο –αλλά μπορεί και να κάνω λάθος.
«Στολίσναγια-τόνικ», μου πασάρει το ποτό ο Τάκης.
«Ξέρεις πώς καταλαβαίνουν οι μπάρμαν την ηλικία μας;» τον ρωτάω.
«Επειδή είμαστε οι μόνοι που παραγγέλνουμε Στολίσναγια», γελάει.
Όλοι το ξέρουν λοιπόν;
«Πάμε πιο πέρα, να σου πω», μου κάνει νόημα ο Τάκης.
Την πέφτουμε σε κάτι εύκαιρα σκαλοπάτια που οδηγούν στον εξώστη.
«Δώσε τσιγάρο», μου ζητάει.
Ανάβω δύο, του δίνω το ένα. Πίνουμε αμίλητοι.
«Φεύγουμε», λέει.
«Όχι ρε –έχει άλλα τρία συγκροτήματα ακόμα», διαμαρτύρομαι.
«Εγώ, η Α και τα παιδιά…»
«Πού πάτε;»
«Αμέρικα».
Μένω να τον κοιτάζω.
«Δεν τραβάει άλλο η κατάσταση εδώ πέρα. Με το ζόρι τα φέρνουμε βόλτα κι όταν μεγαλώσουν τα παιδιά τι στον πούτσο θα κάνουν; Δεν υπάρχει προοπτική…» εξηγεί.
«Και είναι αυτός λόγος;» απορώ.
«Από πότε χρειαζόμασταν λόγο;» απορεί με τη σειρά του.
«Σωστός», παραδέχομαι. «Πότε;»
«Το καλοκαίρι. Να τελειώσουν τα παιδιά το σχολείο…»
«Εντάξει».
«Ήθελα να το πω και στους δυο σας μαζί…»
«Αλλά άντε να βρεις τον Πέτρο», συμπληρώνω.
Συμφωνεί κουνώντας το κεφάλι του.
«Ας μην το κάνουμε θέμα», λέω.
«Ποιο πράγμα;» ρωτάει.
«Έτσι ακριβώς», επικροτώ.
Φεύγει λοιπόν κι αυτός –ο Πέτρος είναι εξαφανισμένος, καλά πάμε… Σηκωνόμαστε χωρίς συνεννόηση, ξεκινάμε για μπροστά. Πονάνε τα πόδια μου, πίνω αχόρταγα λες και κάνουμε κάποιο διαγωνισμό, στη σκηνή στήνει το επόμενο συγκρότημα, ψάχνω να δω ποιοι είναι, βλέπω το Μάστορη να στριφογυρίζει –πιάνω το νόημα.
«Metro», του λέω.
«Εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε», γελάει.
Ποτέ δε φεύγουμε –ήρθαμε για να μείνουμε και κανένας καργιόλης…

Ο κόσμος ξαναβγαίνει μπροστά, η σκηνή μαυρίζει, κάποιοι γκαρίζουν αδημονώντας, αλλά τα παιδιά στη σκηνή είναι δικοί μας άνθρωποι –καθυστερούν μέχρι να πιάσουμε καλή θέση κι εμείς οι γέροι. Μόνος του ο Μάστορης παίζει μια εισαγωγή στα πλήκτρα, τα πόδια ριζώνουν, ο κόσμος αμήχανος, ξέρω μάλλον που το πάνε εκεί πάνω στη σκηνή κι όταν ένας πιτσιρικάς, πολύ δική μας μούρη, βγαίνει κι αρπάζει το μικρόφωνο ψιθυρίζοντας «στολή θαρρώ πώς φόρεσες για να ΄ρθεις/ σα μύθος φαντάζεις μη φύγεις από δω», ίσα που προλαβαίνω να ειδοποιήσω τον Τάκη.
«Θα γίνει της πουτάνας».
Κι έτσι ακριβώς γίνεται επειδή οι δικοί μας πάνω στη σκηνή ανεβάζουν την ένταση μέχρι να σκάσει ένα κύμα πάνω στις πρώτες σειρές, να τις πετάξει πίσω και στη συνέχεια να τις ρουφήξει μπροστά, κανονική παλίρροια. Βλέπω τους Metro Decay εκεί πάνω, βλέπω το Μαστρόκαλο να σκάβει αφώτιστα λαγούμια με την κιθάρα του, ακούω το Μάστορη να ουρλιάζει βγάζοντας την ένταση μιας ολόκληρης γενιάς που περίμενε κρυμμένη πίσω από ειρωνικά χαμόγελα και καταλαβαίνω οτι αυτό ήταν –τελείωσε. Κάτι τελείωσε… Δεν ξέρω αν πρέπει να πάμε παρακάτω, δεν μ΄ενδιαφέρει δηλαδή –όπου γουστάρουμε θα πάμε, παρακάτω, παραπίσω –αλλά όταν το συγκρότημα φεύγει από τη σκηνή με τον πιτσιρικά τραγουδιστή να ψιθυρίζει: «δεν ήμασταν οι Metro Decay» νιώθω κάμποσο ωραία. Φεύγουμε αλλά δεν το βάζουμε στα πόδια, χάνουμε αλλά δεν χανόμαστε.
«Αν δε βγουν άλλοι θα βγω έξω και θα σκοτώσω τον πρώτο άνθρωπο που θα συναντήσω», μουγκρίζει δίπλα μου ο Τάκης.
Καταλαβαίνω.
«Έχει κι άλλους», λέω.
Δε γίνεται να μας αφήσουν έτσι…

Και, φυσικά, βγαίνουν οι Stress –χαμογελάω σαν παιδάκι που του πήραν καινούργιο ποδήλατο –μαζί τους βγαίνει κι ο Τάκης από τους Παρθενογένεσις, ξεκινάνε εκείνο το τέμπο που σήκωνε σύννεφο τη σκόνη στη συνοικία μου πριν ακόμα περάσει η άσφαλτος, «Fuck art lets pogo» φωνάζει ο Κώστας και βρίσκομαι ήδη 10 πόντους από το πάτωμα όταν με τραβάει κάποιος από το μπράτσο. Γυρίζω – βλέπω ένα γεροντοφρικιό.
«Εσύ είσαι;» με ρωτάει.
«Εγώ θα ΄μαι», υποθέτω γιατί δεν καταλαβαίνω ποιον ψάχνει.
Του γυρίζω την πλάτη, προσπαθώ να αφοσιωθώ στο συγκρότημα.
«Αυτοί ποιοι είναι;» με ξανατραβάει από το μπράτσο.
«Οι Stress», λέω και ξαναγυρίζω προς τη σκηνή.
Καινούργιο τράβηγμα από το μπράτσο –α, θα τον γαμήσω δε γλιτώνει…
«Οι Stress δεν παίζουν την επόμενη Πέμπτη;» ρωτάει.
Τον κόβω οτι είναι πίτα.
«Ε, παίζουν και σήμερα –τι να κάνουμε;» κουμπώνω.
Γυρίζω προς τη σκηνή και κάνω δυο βήματα μπροστά αλλά δε γλιτώνω. Τράβηγμα από το μπράτσο –γυρίζω προς το μέρος του υπολογίζοντας πού να τον κοπανήσω.
«Αυτός που τραγουδάει, ποιος είναι;»
«Ο Καζαντζίδης»
«Ποιος;»
«Ο Μητροπάνος».
«Ποιος;»
«Ο Πολυχρονόπουλος γαμώ τη ζωή μου…»
«Ο Πολυχρονιάδης;»
«Αυτός!»
Ευτυχώς κάτι πιτσιρικάδες μάς σαρώνουν καθώς βιδάρουν το pogo τους –κοπανάω πανευτυχής στο κάγκελο, το γεροντοφρικιό δεν έχει καμιά τύχη.
Ο  Πολυχρονόπουλος  φεύγει, έρχεται ο Φρανκ και απορώ πώς είναι δυνατό να χοροπηδάμε μετά από τόσες ώρες. Διακρίνω δεξιά μου τον Τάκη να κλωτσάει το κάγκελο, διακρίνω κι έναν μπράβο να τον κοιτάζει –ο μπράβος μετά από λίγο γυρίζει το κεφάλι προς την άλλη μεριά, δεν υπάρχουν αντοχές πλέον…
Ο Φρανκ πατάει στο κάγκελο για να βουτήξει μέσα στο κοινό, πέφτει αλλά ξανασηκώνεται γιατί έτσι πρέπει να φύγει από τη συναυλία, κολυμπώντας σε χέρια.
Και σκάνε σε λίγο στη σκηνή οι Άγριοι Πάντες. Μαζί  οι Σκαρλάτοι με τον Βλαχάκη από Magic De Spell, παίζουν το Puppet, είναι και η Άντα εκεί κι ένας μυστήριος που κάτι μου θυμίζει –τώρα παίζουν House of the damned και υπάρχει ακόμα κόσμος να κοπανιέται, μπορεί να είμαι κι εγώ ένας απ΄αυτούς, δεν πολυκαταλαβαίνω –μετά παίζουν ένα κομμάτι που λέγεται No Asylum here, «μόνο χίαρ;» γελάει ο Τάκης, «έβριχουεαρ γαμώ το φελέκι μου» και το συγκρότημα φεύγει κι ανάβουν τα φώτα –τι έγινε τώρα δηλαδή;
«Το σγουρομάλλικο αγόρι ποιο ήταν;» με ρωτάει ο Τάκης.
«Δεν ξέρω –κάτσε να μάθω».
Βουτάω έναν περαστικό, ρωτάω κι αυτόματα νιώθω σαν το γεροντοφρικιό προηγουμένως, αλλά εγώ δεν είμαι πίτα και δεν είναι το ίδιο –ποτέ δεν ήταν…
«Από τους Savage Republic», μου λέει ο τύπος.
Ναι, ε; Είμαστε ωραίοι…

Περπατάμε αμίλητοι την άδεια αίθουσα, πλαστικά ποτήρια κι αποτσίγαρα μάς κοιτάζουν από τα πατώματα, κίτρινο φως και κούραση. Δε βιαζόμαστε, ποτέ δεν βιαζόμαστε. Όμως σκέφτομαι εκείνη και νιώθω κάμποσες τύψεις που δεν τη σκέφτηκα νωρίτερα, τι να κάνει; Βγήκε με τις φίλες της; Πώς να πέρασε; Έχει άραγε γυρίσει σπίτι; Να την πάρω τηλέφωνο ή θα την ξυπνήσω; Τέτοια πράγματα.
«Για πες για Άλεξ», χώνεται ο Τάκης.
«Τι να πω δηλαδή…»
«Μια χαρά την είδα».
«Ναι, μια χαρά…»
«Λέγε ρε μαλάκα».
«Χι ρε φίλε –περίμενα όταν θα την ξανάβλεπα…»
«Τι;»
«Τίποτα. Την ξανάδα και ήταν σημειώσατε Χι η κατάσταση –δηλαδή δεν…»
«Κι εκείνη;»
«Τα ίδια».
«Γεγονός;»
«Ε, πώς αλλιώς; Υπέροχο παρελθόν, γιρλάντες, αληθινοί έρωτες που αντέχουν στο χρόνο και τέτοια; Όχι εμείς…» χαμογελάω.
Έτσι είναι.
«Έτσι μάς είδα»…
Φτάνουμε αμίλητοι στις μηχανές –πρώτα στου Τάκη, λίγο παρακάτω είναι και η δική μου.
«Είδες τι έγινε όταν βάλανε οι ντιτζέιδες τη Μπασταρδοκρατία και το Μη μιλάς για θάνατο;» μουρμουρίζει ο Τάκης.
«Φαντάζεσαι τι θα γινόταν αν ήταν η Γενιά και οι ΑΝΤΙ εδώ;» λέω.
«Δεν θα τελειώναμε ποτέ…» σκέφτεται ο Τάκης.
«Γιατί ποτέ δεν τελειώσαμε», υποστηρίζω.
«Σωστά –το αφήναμε για τις κοπέλες αυτό…»
«Κι εμείς μέναμε μονίμως στον άσο επειδή…»
«Ποιος να σε τελειώσει όταν έχει ήδη τελειώσει;»
Χαμογελάω.
«Δεν θέλω να ξαναβρεθούμε μέχρι να φύγουμε», μου λέει.
«Και μετά;» ρωτάω.
«Μετά… ας βρισκόμαστε συνέχεια…» ξεκαρδίζεται.
«Όπως πάντα…» λέω.
«Πάντα όπως…» λέει.
«Λοιπόν –καληνύχτα», εύχομαι.
«Κακό ψόφο», απαντάει και έχει ήδη ξεκλειδώσει τη μηχανή.
Μένω να τον κοιτάζω που φεύγει, με βλέπει από τον καθρέφτη και μου ξηγιέται ένα περιποιημένο κωλοδάχτυλο.

Κουμπώνω το μπουφάν, φοράω το κράνος, κλείνω τη ζελατίνα –δε θέλω άλλη επαφή μ΄αυτόν τον αέρα.

Περνάω τρία κόκκινα φανάρια χωρίς να ελέγξω τους πλαϊνούς δρόμους και μετά συνέρχομαι –περνάω άλλα δύο έχοντας πρώτα κοιτάξει αν έρχεται κάνα αυτοκίνητο. Χάνω το στενό του σπιτιού μου, κάνω έναν κύκλο, το ξαναβρίσκω, το ξαναχάνω –τελικά πηγαίνω ανάποδα για να φτάσω. Ανάποδα…
Αφήνω τη μηχανή, ξεκλειδώνω την εξώπορτα, ανεβαίνω τα σκαλιά σα διαρρήκτης με λουμπάγκο. Όταν ανοίγω την πόρτα του διαμερίσματος βλέπω το φως αναμμένο κι εκείνη να κοιμάται στον καναπέ. Πλησιάζω, σκύβω πάνω της, ξυπνάει.
«Σε περίμενα», μου λέει.
«Δε βγήκες έξω;» ρωτάω λες και δεν ξέρω.
«Όχι».
«Πώς κι έτσι;»
«Είμαι έγκυος», μουρμουρίζει καθώς χασμουριέται.
Κοκαλώνω.
«Θα το αγαπάω σαν δικό μου», τη διαβεβαιώνω σε μια κλασική αναλαμπή ηλίθιου χιούμορ.
«Άντε βρε χαζέ…» χαμογελάει.
«Πάμε να την πέσουμε τώρα;» προτείνω.
Σηκώνεται σκουντουφλώντας, πάει στο μπάνιο.
Φοράω ακόμα το μπουφάν μου οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι να κάνω τσιγάρο. Κάτι φώτα αναβοσβήνουν πέρα στη θάλασσα αλλά μπορεί και να κάνω λάθος, ίσως να μην υπάρχουν φώτα, ούτε θάλασσα, ούτε τίποτα. Ίσως όλα αυτά να είναι βλακείες –παιχνίδια που  παίζει η απόσταση…
Ένα παιδί…. Απ΄αυτά που τρέχουν παντού, που σε περιμένουν πίσω από την πόρτα για να κρεμαστούν πάνω σου σα μαϊμούδια όταν γυρνάς από τη δουλειά, απ΄αυτά που θέλουν να μάθεις όσα δεν ξέρεις για να τους τα δείξεις, που σε λένε «μπαμπά» κι εσύ στραβώνεις –«έχω όνομα ρε συ», αλλά κάπου το χαίρεσαι… Πώς να είναι; Οικογενειακές γιορτές γύρω από το στολισμένο δέντρο, σκηνικό Χόλυγουντ ή φέτες με λιωμένο βούτυρο και μαρμελάδα έξω από μια βραστή ξέβαθη θάλασσα; Κι εγώ πόσο κωλόγερος –θα με περνάνε για παππού του στο σχολείο –όποιος με περάσει για παππού του στο σχολείο θα φάει το ξύλο της αρκούδας… Κοιτάζω κάτω από το μπαλκόνι –εδώ ο ήρωας τραβάει μακροβούτι στην ανυπαρξία καθότι σινεφίλ η ταινία –μπλοκάρω το τσιγάρο ανάμεσα στον αντίχειρα και τον μέσο, το διώχνω ψιλοκρεμαστά, μαλακίες –το τσιγάρο πάει και καρφώνεται στη λεμονιά της αυλής…

Μπαίνω μέσα βιαστικός, κλείνω την πόρτα, βγάζω τα ρούχα μου –έχει ήδη πέσει στο κρεβάτι -δεν θέλω να με περιμένει άλλο. Δεν είναι και μόνη της πλέον, αλλάξανε τα πράγματα… Μην μας κακοχαρακτηρίσει και το άλιεν…

9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Γειά σου ρε Μότορα, πολύ δυνατος!

Παντελης

The Motorcycle boy είπε...

Γεια σου Παντελή -την κουβέντα σου είχαμε τις προάλλες γιατί κάτι φίλοι που έπαιξαν στο ντοκυμαντέρ έρχονται από τα μέρη σου!

Υ.Γ.: Άλλοι είναι οι δυνατοί φίλε...

Ανώνυμος είπε...

Με χαρα να τους δω και να τους δείξω πραγματα και δισκάδικα. Πάνε σε καμιά συναυλία?
Είμαι εδώ Ελσίνκι.
Εισαι ωραιος τότε αν όχι δυνατός:)
Π.

The Motorcycle boy είπε...

Μπα -είναι από εκεί η κοπέλα και έρχεται με το φίλο της να ξεκαλοκαιριάσουν ξέρω ΄γω...

Ο Καλος Λυκος είπε...

θα έχει και συνέχεια, έτσι;

Ο Καλος Λυκος είπε...

το γαμημένο το blogspot έφαγε το πρώτο μύνημα :

'ναι ρε μαλάκα μου, έτσι ακριβώς"

The Motorcycle boy είπε...

Όχι ρε! Τελος εποχης

miliokas είπε...

δεν το έχω τελειώσει ακόμα...
Το πετυχαίνω στον καφέ, παίρνω θέση ανάγνωσης -δηλαδή καλύτερο χώσιμο των ακουστικών στ' αυτιά, τέντωμα ποδιών +σταύρωμα, όρθιο κορμί κι αρχίζω και κει που έχω φτάσει σε ένα σημείο να αναρωτιέμαι αν είναι αυτόνομη ιστορία ή με συνέχειες, κόβεται το ίντερνετ στην καφετέρεια τελείως, μετά, έχω μείνει κι από μπαταρία στο κινητό οπότε η ανάγνωση αναβάλλεται για αργότερα.
τώρα που γράφω δεν έχω τελειώσει, μάλλον θέλει την κατάλληλη ατμόσφαιρα
οπότε το αφήνω για να έχω κάτι...
το σχόλιο το συνόδεψε το
Emperor Dele Ojo & His Africana Internationals - Jekoyewa

καλημέρα, μιας και θα το δείς πρωΐ

miliokas aka skylos_mayros

The Motorcycle boy είπε...

Καλημέρα φίλε. Αυτόνομη ιστορία αλλά και το τέλος μιας παλιάς ιστορίας σε συνέχειες...
Καλό κουράγιο!

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι