Προηγούμενα:
Έκανα καμιά βδομάδα πλας να
ξαναπατήσω στη σχολή –δεν θα γινόμουν εγώ ο μαλάκας ο περιμένεις όσο οι συμφοιτητές μου θα οργίαζαν αλλού. Μ’ έτρωγε όσο
να πεις –ήθελα να το δω αυτό το πράγμα, το πανεπιστήμιο, τους φοιτητές, τις
φοιτήτριες, τις οργανώσεις των αυτόνομων (είχα προαποφασίσει ότι σε μια τέτοια
θα έμπαινα), τις φοιτήτριες (ξαναλέω) και γενικότερα…
«Να φέρω άλλη μια γύρα;» ρώτησε
ο Στάθης.
Απόγευμα, μιζέρια ζέστη
απ΄έξω, κι εμείς αραχτοί στην καφετέρια του Μπιλ του Χοντρού –είχε κάνα δίωρο ακόμα
ο Στάθης μέχρι ν΄ανοίξει το μπαρ στη Γλυφάδα που δούλευε ντιτζέι.
«Κάνε παιχνίδι», μουρμούρισα
απορροφημένος από την εξέταση μιας γρατζουνιάς στο καπάκι του Ζίπο.
Το μαγαζί ήταν άδειο –μόνο
εμείς και η τελειωμένη οξυζενέ ξανθιά που χτύπαγε βάρδιες, ερχόταν στις 12 το
μεσημέρι, την κοπάναγε κατά τις 3 και ξαναρχόταν στις 5 για να μείνει μέχρι την
ώρα που έκλεινε ο Μπιλ. Έφερνε μαζί της ένα σακουλάκι πατατάκια στα οποία
επέμενε να ρίχνει έξτρα αλάτι, το οποίο απαιτούσε από το κατάστημα, πράγμα που
έβγαζε τον Μπιλ από τα ρούχα του (μεταφορικά δηλαδή, γιατί η κοιλάρα του
περίσσευσε μονίμως από το κάτω μέρος της μπλούζας).
«Σκατά έγινα», επέστρεψε
γκρινιάζοντας ο Στάθης αφού, ως συνήθως, οι βαρελίσιες τού Μπιλ ξεχείλιζαν από
τα ποτήρια του.
«Τι να πεις… Αφού δε μας τις
χύνει στο πάτωμα να τις γλύφουμε, ευχαριστημένοι πρέπει να είμαστε»,
φιλοσόφησα.
«Δεν πάει άλλο όμως…» συνέχισε
τη γκρίνια ο Στάθης.
«Σωστά –δεν πάει… Παρακάτω;»
«Δεν έχει παρακάτω»,
παραδέχτηκε.
«Η δουλειά;» τον ρώτησα.
«Σκατά… Μου μετράει τα ποτά ο
πούστης κι άμα έρθει καμιά γκόμενα πλακώνει κι αυτός από δίπλα και μου κάνει
χαλάστρα…»
«Έλα τώρα –ντιτζέι σε μαγαζί,
μην περιμένεις να σε λυπηθώ κιόλας…»
«Ντιτζέι τα παπάρια μου –έχει
και άποψη στη μουσική, κατάλαβες; Κάθε 3 ροκ ένα γκιράπι για να κάνει κέφι ο
κόσμος…»
«Παίζεις γκιράπια;» απόρησα.
«Τα τυπικά…» παραδέχτηκε.
«Καλά που μου το ΄πες να μην
έρθω…»
Άναψε τσιγάρο.
«Μην ξηγιέσαι…»
διαμαρτυρήθηκε.
«Από γκόμενες πώς πάει;»
ενδιαφέρθηκα.
«Κάτι ψόφιες…»
«Καλά που μου το ‘πες να μην
έρθω…» επανέλαβα.
«Να πας όπου θες…» συννέφιασε
συνοικιακά.
Ήπιαμε τις μπύρες μας
αμίλητοι. Με το Στάθη κάναμε παρέα από το Γυμνάσιο –ήμουν ο πρώτος που είχε
γνωρίσει όταν ήρθε με τους δικούς του από τη Θήβα –δεν ταιριάξαμε ποτέ αλλά και
δεν χωρίσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Κάπνισε πριν από μένα, έβγαλε γκόμενα πριν από
μένα, έμεινε μετεξεταστέος πριν από μένα (εντάξει –εγώ δεν έμεινα, δεν έχει
σημασία), έκανε κοπάνα πριν από μένα (εγώ καθυστέρησα μια ώρα γιατί ήθελα να
γράψω έκθεση –μιλάμε για πολύ μαλάκας ο άνθρωπος…), πήδηξε πριν από μένα
(καθότι όμορφο παιδί που δεν χρειαζόταν προκαταρκτικά) και γενικώς, τα σοβαρά
πράγματα στη ζωή τα έκανε πριν από μένα. Πρωτοπόρος και τα λοιπά…
Εκείνη την ώρα μπήκε η παρέα
του αδερφού μου, γέμισε το μαγαζί πιτσιρικάδες βαρυμέταλλους που κάνανε
δαιμονισμένη φασαρία γιατί κορόιδευαν τον Πουλή –τον τελευταίο εναπομείναντα
πάνκη μεταξύ τους. Αγανακτήσαμε ταυτόχρονα με το Στάθη και κοιτάξαμε έξω από τα
βρώμικα τζάμια, τον είχαμε αυτό το συγχρονισμό όσο να πεις…
«Τι θα κάνεις μετά;» ρώτησε ο
Στάθης.
«Λέω να πάω σινεμά», είπα.
«Μια βόλτα απ΄του Γιώργου το μπαρ;» κορόιδεψε το σχετικό τραγούδι
του Σιδηρόπουλου.
«Πού να γυρίζω;» αναρωτήθηκα.
«Κάπως έτσι…»
«Διάβασα για μια ταινία στο Ποπ & Ροκ…» εξήγησα.
«Σαν τον Ελαφοκυνηγό που με είχες τραβήξει;» γκρίνιαξε.
«Γιατί –άσχημη ήταν; Τέλος
πάντων –ελληνική ταινία…» δικαιολογήθηκα.
«Ελληνική;»
«Ναι».
«Σαν τα Τσακάλια;» με δούλεψε.
Έκανα μια μίμηση ότι ξερνάω
και καλά…
«Θυμάσαι τότε στη ΝΑΝΑ;» γέλασε.
Είχαμε πάει μεγάλη παρέα όταν
παιζόταν αυτό το κάζο και την κανιβαλίσαμε την αίθουσα –φεύγανε τα σάμαλι και
οι κοκακόλες για την οθόνη με ρυθμό φοξ τροτ.
«Τι έγινε τώρα; Θα αρχίσουμε
τιςαναμνήσεις σαν κωλόγεροι;» κούμπωσα.
«Ήταν ωραία εποχή πάντως…»
αναπόλησε.
Ωραία εποχή… Επειδή έπαιζε
καλό μπάσκετ κι έβγαζε γκομενίτσες…
«Το σχολείο τελείωσε φίλε
μου», είπα.
«Λες να μην το ξέρω;» νευρίασε
με τη σειρά του.
Τον λυπήθηκα κάπως. Ανήκε
σ΄εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που χτυπήσανε χάι σκορ όσο ήταν μαθητές αλλά
όταν αποφοίτησαν βρέθηκαν ξεκρέμαστοι. Άλλη φάση η ζωή εκτός σχολείου –κι όσοι
καταφέραμε να μπούμε σε καμιά σχολή το κάναμε με την ελπίδα να παρατείνουμε
εκείνες τις ωραίες μέρες πριν βρεθούμε κάτω από την πατούσα της καθημερινότητας
να κάνουμε τα μυρμήγκια.
Την κοπάνησα από του Μπιλ όσο
ο Στάθης μαλακιζόταν με τα πιτσιρίκια –βγαίνοντας είδα και το λόγο που τα καταδέχτηκε,
μια ασημί μικρή που φόραγε φαρδιά ζώνη αντί για φούστα. Την ώρα που κοπάναγα
μανιβελιές για να πάρει μπροστά το χρέπι το παπί μου εμφανίστηκε μουλωχτός ο
Ιντζές, του έκανα νόημα ότι τον θέλω, πλησίασε τοίχο-τοίχο.
«Πώς πάει;» ρώτησε.
«Δεν πάει», παραδέχτηκα.
«Προσεχώς χειρότερα»,
φιλοσόφησε.
«Σε θέλω», είπα.
«Ρίχτο».
«Πρώτα εσύ –καθότι το παπί δε
βγάζει βδομάδα».
«Και τι είμαι –συνεργειάς;»
Γέλασα.
«Πάμε γι΄άλλα…»
«Γεγονός;»
«Έχεις κάτι;» θέλησα να μάθω.
«Θα βρω. Για πόσο το βλέπεις;»
«Λίγα λεφτά, λίγα κυβικά».
«Σαν πόσα;»
«Διακόσα».
«Χιλιάρικα;»
«Κυβικά».
Έξυσε την αφάνα του.
«Ντι Τι;»
«Δε με χαλάει…»
«Δώσμου μια βδομάδα…»
«Πάρτη…»
«Και τα λεφτά;»
«Ντούκου»
«Μπέσα;»
«Παιδιά είμαστε;»
«Θα έχεις νέα μου».
Τράβηξα μια γερή στο παπί και
ξεκίνησα χωρίς να τον χαιρετήσω. Κανένας δεν χαιρέταγε τον Ιντζέ τα τελευταία
χρόνια…
Στο σινεμά είχε κάποια κίνηση.
Περίεργο για ελληνική ταινία τέτοιου στυλ –είχα συνηθίσει να τις βλέπω εγώ και
μόνος μου –τη Ρεβάνς πριν κάτι μήνες,
το Άρπα Κόλα, το Αίμα των αγαλμάτων πριν κάνα χρόνο (αυτό ήταν τρομερή φόλα)… Και
τους Απέναντι, την καλύτερη ταινία
που είχα πετύχει μέχρι τότε –αν μάλιστα άκουγα και τι λέγανε μπορεί να μου
άρεσε περισσότερο…
Η αίθουσα σκοτείνιασε, στην
οθόνη φάνηκε ένα σπασμένο φλίπερ με τη μπίλια να κυλάει στο πάτωμα, κάμποσες
κούκλες, σε λίγο έσκασε και η εισαγωγή από
την κλασσική συναυλία των Ντορς, ένας μυστήριος με δερμάτινο κρυφοκοίταζε
μια γυναίκα που κοιμόταν (την ερωτεύτηκα επιτόπου)… Άρχισε να με παίρνει το
κλίμα της ταινίας –σε λίγο είχα χαθεί εντελώς. Στο πρώτο μισάωρο (ή κάπου εκεί)
ανακάλυψα ότι η ταινία μιλάει σ΄εμάς –σε όσους από εμάς είχαμε παγιδευτεί
σ΄αυτή την κωλόπολη και προσπαθούσαμε να τη βγάλουμε καθαρή.
Η ταινία ήταν η Γλυκιά Συμμορία κι εκείνο το βράδυ έμαθα
το Νίκο Νικολαϊδη –κατάλαβα ότι η ζωή μου δεν θα ήταν πια η ίδια. Δεν ήμασταν
μόνοι τελικά –υπήρχαν κι άλλοι εκεί έξω και έψαχναν να μιλήσουν. Μαζί μας…
Κοίτα κάτι πράγματα…
Βγήκα από το σινεμά έχοντας κοπιάρει
πάνω από 10 στυλάκια συν ένα σφίξιμο στο στομάχι –όπως όταν ξυπνάς από έναν
ευχάριστο εφιάλτη και νιώθεις τυχερός που επέζησες αλλά και άτυχος μαζί γιατί
συνειδητοποίησες ότι δεν έχει καμιά αξία πλέον η ζωή σου.
Δεν είχα κεφάλι για σπίτι-κατέβηκα
με το παπί μέχρι το κέντρο, κωλοβάρεσα στα πέριξ και κατέληξα αναγκαστικά στα
Εξάρχεια. Κάτι φρίκουλες κάνανε μαλακίες κάτω από το άγαλμα, η Πάολα
τσακωνόταν, ως συνήθως, με κάποιους στο ΤΣΑΦ,
βολεύτηκα σ΄ένα παγκάκι και πήρα να καπνίζω την ώρα μου.
Σε λίγο βαρέθηκα, κατηφόρισα
μέχρι τα φλιπέρια κι έχωσα κάμποσα εικοσάρικα στο Ροζ Πάνθηρα αλλά το μασίνι ήταν μουλαρωμένο και δεν περνάγανε τα
κόλπα μου. Του έριξα μια ύπουλη στο πλάι, περισσότερο από νεύρα παρά για να
σώσω τη μπίλια και το μετάνιωσα αμέσως. Δεν είναι σωστό να φέρεσαι άσχημα στο
δικό σου μασίνι, έχουν μνήμη και θυμούνται…
Πήρα μια μπύρα από τον
κατσούφη που παρακολουθούσε πίσω από τον πάγκο του και ακούμπησα σ΄έναν
ελεύθερο τοίχο για να μετρήσω την κατάσταση. Ήμουν μόνος χωρίς προοπτική για παρέα
και δεν είχα διάθεση να βρω κανέναν από τους δικούς μου. Τα πράγματα άλλαζαν γρήγορα
κι ας μην άλλαζε τίποτα στην καθημερινότητα –ψέματα, εγώ άλλαζα, όχι τα
πράγματα. Με έπαιρναν οι αποφάσεις από μόνες τους –καινούργια ζωή, καινούργια
μηχανή, καιρός ήταν… Και φυσικά, νεκρός πριν φτάσω τα 30, σαν τους τύπους στην
ταινία –ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος, φτιάξε
ένα όμορφο πτώμα…
Κάποιος με σκούντηξε, δεν το
περίμενα, παραπάτησα –με το ζόρι γλίτωσα τη μπύρα. Μαγκώθηκα –γύρισα να τον δω
και δεν ήταν κάποιος, ήταν μια άγρια ροκαμπιλοπάνκισσα, άσχημη σαν αποβολή.
«Συγνώμη κιόλας…» της φώναξα.
«Τι θες ρε ντέθουλα;» έκανε
αγριεμένη.
«Συγνώμη που υπάρχω –την
επόμενη πάτα με κανονικά στο κεφάλι, μη σ΄ενοχλώ…» είπα σοβαρά.
«Άντε από δω ρε μη σε
πλακώσω», μου φώναξε.
«Μπα –δεν τη βρίσκω έτσι στο
σεξ», απάντησα. Κι έκανα νόημα στον κατσούφη: «Δώσε στην κοπέλα μια μπύρα να
ξεκαβλώσει».
Έκανε επιτόπου στροφή και ήρθε
προς το μέρος μου –με την άκρη του ματιού είδα άλλους δυο με κοκόρια και
σταυροκούμπωτα να ξεκολλάνε από τα μασίνια και να μας πλευρίζουν. Τα χρειάστηκα
αλλά γρήγορα το πήρα απόφαση ότι λίγο ξύλο δεν βλάφτει –αντιθέτως βοηθάει και
το κυκλοφοριακό.
«Τι θες ρε μαλάκα;» μου
κόλλησε τη μούρη της η άγρια.
Μύριζε τζατζίκι ρε γαμώτο…
«Από σένα τίποτα», της
ξεκαθάρισα. «Δεν είμαι τόσο απελπισμένος».
Οι δυο πάνκηδες είχαν φτάσει
πλέον δίπλα μου, με άκουσαν και χέστηκαν στα γέλια.
«Καλά σου λέει το παιδί μωρή παντόφλα»,
φώναξε ο ένας.
Ο άλλος κοίταξε να μαζέψει τα
γέλια του για να μην φανεί –μάλλον την πήδαγε ή το προσπαθούσε.
Η άγρια με έκοψε από το κεφάλι
ως τα παπούτσια -μέτραγε που θα μου στρετσάρει την κλωτσιά, σφίχτηκα αλλά την
είδα να κάνει πίσω, την είδα να διπλώνεται λες και ήθελε να πάρει φόρα και τότε
άφησα το μπουκάλι της μπύρας να σκάσει μπροστά της. Ξαφνιάστηκε και πήδησε στον
αέρα –το μπουκάλι έκανε γαμημένο θόρυβο όσο έσπαγε γεμίζοντας τον τόπο γυαλιά
και τις αρβύλες της αφρούς.
«Ήσυχα γαμώ την πουτάνα σας…»
ούρλιαξε ο κατσούφης πίσω από τον πάγκο και πετάχτηκε φουριόζος.
Έπεσε κάποια αμηχανία στην
ατμόσφαιρα. Το ξύλο έμοιαζε να αναβάλλεται –προηγήθηκε ο κατσούφης που μας
πέταξε με το ζόρι έξω, πράγμα που ανάγκασε τους πάνκηδες να πλακωθούν μαζί του
και να μ΄αφήσουν για άλλη φορά.
Περπάτησα αργά στο πλακόστρωτο
πηγαίνοντας για το παπί μου. Όταν πετάς στα σύννεφα έρχεται η πουτάνα η στιγμή
να σε προσγειώσει με τα μούτρα στις λάσπες…
Έφυγα από την πλατεία πιο
μόνος απ΄ότι είχα έρθει. Η Βουλιαγμένης ήταν έρημη σαν προεκλογική ομιλία του
Ζίγδη -τα μαγαζιά με τα αισχρά, ολόφωτα, φωτιστικά έσπερναν μιζέρια και θέριζαν
κακογουστιά. Ονειρεύτηκα φωτιές και σπασμένες βιτρίνες, κόσμο να ποδοπατάει
εμπορεύματα –γιατί αυτή η πόλη μόνο έτσι θα μπορούσε να μοιάσει φιλόξενη.
Δεν έστριψα για το σπίτι,
προτίμησα να περάσω από τη Βούτα για να περάσει κι η ώρα μαζί μου –ανέβηκα στη
γέφυρα, βολεύτηκα κάπως απόμερα, για να χαζέψω καμιά κόντρα. Από κάτω ένα Καρχαριάκι έπαιρνε κεφάλι από μια ξεχαρβαλωμένη
XL (διαβάζεται: XυLόπιτα) –συνηθισμένα πράγματα δηλαδή.
Πίσω από τη γραμμή εκκίνησης είδα το ΧΤ τού Βόδενα που έψαχνε για θύμα, άναψα
τσιγάρο και περίμενα. Τότε σκάσανε μαζεμένα 5-6 παπιά και ένας μπόμπος, μπήκανε σφαίρες στην «πίστα» -ο
κόσμος άρχισε να καβαλάει τα μηχανάκια και να τους ακολουθεί. Οι διπλανοί μου
στη γέφυρα τη μυρίστηκαν, «μπάτσοι, μπάτσοι», άρχισαν να φωνάζουν αλλά δεν
κουνήθηκαν από τη θέση τους. Το πρωτο περιπολικό εμφανίστηκε πίσω από τα
μηχανάκια που έφευγαν.
Κι άλλα δυο περιπολικά βγήκαν
από την άλλη πλευρά, ανάποδα στη Βουλιαγμένης –ήταν στημένη η δουλειά –και τα
παιδιά άρχισαν να τα περνάνε ξυστά από τα πλάγια, κάμποσοι καβάλησαν τα μικρά
κράσπεδα, ένας σαβουρδιάστηκε μεγαλοπρεπώς. Ο Βόδενας έφερε το ΧΤ κι αυτός
ανάποδα και την κοπάνησε από την πλευρά του πρώτου περιπολικού, γνωστό το κόλπο
-100 μέτρα πιο κάτω στην καντίνα θα καβάλαγε τις πικροδάφνες για να χαθεί μέσα
στα οικόπεδα του Αλίμου.
Άκουσα μια σειρήνα να μας πλησιάζει,
σε λίγο έσκασε ένα περιπολικό πάνω στη γέφυρα –τα παιδιά μαζεύτηκαν για κάθε ενδεχόμενο.
Εγώ έμεινα μόνος, δίπλα στο παπί, με τα πόδια να κρέμονται κάτω και συνέχισα να
χαζεύω –στη λεωφόρο η επιχείρηση είχε στεφθεί με πλήρη αποτυχία, μόνο το μαλάκα
που σαβουρδιάστηκε είχαν μαγκώσει οι μπάτσοι.
Δυο μπάτσοι βγήκαν από το περιπολικό
και πλησίασαν τα παιδιά –απειλές μπαμπαδίστικες και γέλια ακούστηκαν. Κάποια
παιδιά άρχισαν ήδη να ψάχνονται για ταυτότητες. Ο ένας από τους μπάτσους μού
έκανε νόημα να πλησιάσω. Πέταξα το τσιγάρο στο κενό και σηκώθηκα.
«Για δώσε ταυτότητα»,
μούγκρισε ο μπάτσος χωρίς να με κοιτάξει.
Τον είχα ξαναδεί στα πέριξ
–ερχότανε στα ουφάδικα και βούταγε ανήλικους, προτιμούσε τα πιο καλοντυμένα
παιδιά για να έρθουν οι γέροι τους να τον γλείψουν και να βγάλει το κατιτίς
του. Έβγαλα το πορτοφόλι από την κωλότσεπη, ξεχώρισα την ταυτότητα και του την
έδωσα κρατώντας τη με τα δυο δάχτυλα λες και είχε χολέρα.
Την πήρε και με κοίταξε.
«Ξέρω τον πατέρα σου», μου
είπε.
«Κι εγώ», παραδέχτηκα.
«Εξυπνάδες; Θες να σε πάω
μέσα;» αγρίεψε.
«Για ποιο λόγο; Επειδή καθόμουν
και έβλεπα;»
«Ρε το ξέρεις ότι οι κόντρες
είναι παράνομες;»
«Το ξέρω…»
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν; Άντε πιάσε αυτούς
που κάνουν κόντρες –εμένα τι μου το λες;» χαμογέλασα.
Μαλακία μου.
«Συνάδελφε –πάρτον μέσα για
εξακρίβωση», είπε ο μπάτσος στον άλλο μπάτσο.
Εκείνος με κοίταξε –κάτι του
είπε και πήγε παρακάτω, να ελέγξει ταυτότητες άλλων παιδιών.
«Θα στην κρατήσω την ταυτότητα
–να στείλεις τον πατέρα σου να την πάρει», μου είπε ο μπάτσος.
«Τι ώρα;»
«Ότι ώρα να ΄ναι, μετά τις 10
αύριο».
Δέσαμε…
«Να φύγω τώρα;» τον ρώτησα.
«Ακόμα εδώ είσαι;» απόρησε.
Πήγα στο παπί, το καβάλησα και
ξεκίνησα. Τι μαλακίες βραδιάτικα…
Όταν έφτασα στη Βουλιαγμένης
είδα ότι ένα από τα άλλα περιπολικά είχε στήσει μπλόκο. Αδιαφόρησα αλλά μου
έκαναν νόημα να σταματήσω. Τους πλησίασα γαμωσταυρίζοντας από μέσα μου.
«Τα χαρτιά σου», είπε ένας
γέρος μπάτσος.
Του τα έδωσα.
«Ταυτότητα;» ρώτησε.
«Μου την κράτησε ο
προηγούμενος πάνω στη γέφυρα», είπα.
«Ποια γέφυρα;» έξυσε το κεφάλι
του.
«Του ποταμού Κβάι… Ποια γέφυρα
κύριε χωροφύλαξ; Αυτή εδώ πάνω..» και του έδειξα τη γέφυρα πάνω από τα κεφάλια
μας και το περιπολικό που μάζευε ακόμα ταυτότητες.
Κοίταξε, είδε, έξυσε ξανά το
κεφάλι του.
«Δεν ξέρω», είπε, «πρέπει να
σε γράψω…»
«Μα τι λέτε τώρα –αφού ο άλλος
μου πήρε την ταυτότητα, τι να κάνω δηλαδή;» πήρα να φουντώνω.
«Χωρίς όλα σου τα χαρτιά δεν
επιτρέπεται να οδηγείς», απάντησε.
«Και να άφηνα το παπί στη
γέφυρα;»
«Ας το άφηνες…»
«Κάτσε μισό λεπτό… ο άλλος
επάνω δε με είδε με παπί αλλά μου ζήτησε ταυτότητα, εντάξει;»
«Έτσι λες εσύ», με διόρθωσε ο
μπάτσος.
«Έτσι λέω κι αν τον ρώταγες θα
στο επιβεβαίωνε. Αν λοιπόν κατέβαινα με τα πόδια εσύ δε θα με βούταγες πάλι;»
«Μπορεί…»
«Και θα μου ζήταγες
ταυτότητα;»
«Ναι αμέ… δουλειά μου είναι».
«Κι εφόσον δεν είχα;»
«Θα σε πήγαινα για εξακρίβωση
στο Τμήμα».
Χαμογέλασα τρισευτυχισμένος.
Ήταν λοιπόν τόσο απλά, τόσο ξεκάθαρα όλα… Αν ήμουν πεζός θα με πήγαιναν μέσα,
τώρα με το παπί τρώω μόνο κλήση.
«Ευχαριστώ πολύ», του είπα,
«κόψτε μου την κλήση».
«Με δουλεύεις;» τσαντίστηκε.
«Όχι –εσείς;»
Κατσούφιασε –αφοσιώθηκε στο
μπλοκάκι του, δεν έβλεπε και καλά ένεκα το γήρας –μετά μου έδωσε ένα χαρτί που
δεν το έβγαζε ούτε φαρμακοποιός να το διαβάσει.
Το έβαλα κι αυτό στην
κωλότσεπη –τι με ένοιαζε; Μήπως θα το πλήρωνα;
Κι αποφάσισα να γυρίσω
επιτέλους σπίτι.
Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Boomtown Rats.
3 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
οκ, Ζίγδης....προδίδεσαι αδερφέ, προδίδεσαι χαχαχαχαχαχα
Ζίγδης για να θυμούνται οι παλιοί και να γκουγκλάρουν οι νεότεροι :)
Ζίγδης μορφή ρε! Αν ζούσε σήμερα κανένας δεν θα ήξερε το Λεβέντη.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!