Προηγούμενα:
1. "1984 παρά κάτι"
2. "Ποντικοπαγίδα"
Στεκόμουν απέναντι από την
καγκελόπορτα, έχοντας το κράνος αραγμένο στο ρεζερβουάρ της μηχανής. Χάζευα τον
κόσμο να μπαίνει, ωραίος κόσμος, άσχημος κόσμος –κόσμος και κοσμάκης...
Επιτέλους είχα έρθει τη σωστή μέρα, τη σωστή ώρα και με τον σωστό εξοπλισμό. Κίτρινο,
μπλε DT, σε καλή
κατάσταση αλλά όχι και γκομενοπαγίδα... Κι από ρουχισμό –στολή κανονική... Τζιν
μπουφάν, τι σερτ μαύρο, τζιν παντελόνι σωλήνα, πάνινα μποτάκια –όπως όλοι έτσι
κι εγώ, πώς αλλιώς δηλαδή;
Πάντως η καγκελόπορτα δε με
φόβιζε πια, δε με άγχωνε... Είχα μπει μέσα, είχα δει το τέρας και το τέρας δεν
ήταν ανίκητο –απλά κουβάλαγε μια μουστάκα και γυαλιά με χοντρό σκελετό και ένα
πλεκτό κι ένα μπόμπιρα που έσκιζε χαρτιά –τι χειρότερο θα μπορούσε να μου
τύχει; Αν ήταν εδώ ο Αντώνης θα ένιωθα καλύτερα –ευτυχώς που δεν έβλεπα πουθενά
την Πανσπουδαστικάρια...
Είχαν γίνει διάφορα από τη
νύχτα εκείνη που μου πήρε την ταυτότητα ο μπάτσος. Κατά πρώτον είχα στείλει το
γέρο μου να την πάρει πίσω...
«Με ξεφτιλίζεις –πού έχεις
καταντήσει; Αλήτης θα γίνεις;»
«Άσε μας ρε γέρο που σε
ξεφτιλίζω... Αντί να μιλάω εγώ βγαίνεις κι από πάνω...»
«Εγώ ρε κωλόπαιδο έχω όνομα
–δεν υπάρχει τίποτα κακό να πει κανένας για μένα...»
«Εντάξει –ενώ εγώ που έβλεπα
κάτι τύπους να κάνουν κόντρες είμαι για ισόβια... Λοιπόν, θα πας να μου πάρεις την ταυτότητα ή
θα δηλώσω οτι την έχασα και θα βγάλω άλλη;»
Πήγε τελικά...
Κι ο Ιντζές ξηγήθηκε γρήγορα.
Βρήκε μηχανή όπως του την είχα πει –μόνο στο χρώμα λίγο τα χάλασε... θα
προτιμούσα άσπρο-κόκκινο, αλλά δε γαμιέται; Κίτρινο-μπλε ήταν και τα αγωνιστικά
χρώματα της εταιρείας, δες το κι έτσι. Απλά υπήρχε αυτός ο φόβος –να μην φανούμε
τίποτα κραυγαλέοι, να μην ντυθούμε πολύχρωμα, να μην κυκλοφορούμε αξιοπρόσεκτοι
γιατί αυτά τα κάνουν οι βλάχοι, τα τυριά, οι καρεκλάδες, οι λαϊκοί... Εμείς
μαύρο στο μαύρο, τζιν και στρατιωτικό τζάκετ, πάνινη τσάντα γραμμένη, πάνινα
αθλητικά ή στρατιωτικές αρβύλες –όλοι ίδιοι, μόνο στα μαλλιά είχαμε την άδεια
να διαφέρουμε –λέμε τώρα... Ίδιοι, εντάξει. Αλλά χρειαζόταν. Να ξέρεις ποιος
είναι δικός σου και ποιος απέναντι –στη δύσκολη στιγμή να τον καταλάβεις τον
άλλον, να του γυρίσεις πλάτη ή να σηκώσεις το χέρι... Στη δύσκολη στιγμή... Το
πιο δύσκολο ήταν οτι δεν υπήρχαν δύσκολες στιγμές –ήμασταν μονίμως στη συντήρηση,
έτοιμοι για ένα ανύπαρκτο αύριο που όλα θα γίνονταν αλλιώς, που ο κόσμος θα
έβγαινε στους δρόμους, που τα τανκ θα ξανάβγαιναν στους δρόμους, που τα
συγκροτήματά μας θα έπαιζαν δίπλα στα σπίτια μας χωρίς εισιτήριο κι εμείς θα
πίναμε μπύρες με τα ινδάλματά μας –που δεν ήταν ινδάλματα, ίδιοι μαλάκες μ΄εμάς
ήταν κι αυτό μέτραγε πάνω απ΄όλα άμα θες να ξέρεις...
Ένα κτηνώδες Καβασάκι Ζ πέρασε ξυστά από τη μηχανή
μου, δεν την είχα ακόμα εντελώς –κόντεψε να μου μπατάρει έτσι που την
ισορροπούσα χωρίς σταντ.
«Ήρεμα ρε φίλε –από την τσέπη
μου μέσα θα περάσεις;» κούμπωσα.
Ένας μουσάτος μαλλιάς με
κοίταξε άγρια. Έβαλε νεκρά στο θηρίο και ταλαντεύτηκε –πώς να με χειριστεί.
«Μην το κάνεις θέμα, οκέι(ν);»
είπε στο τέλος.
«Και δικιά μου η μαλακία –τον
είχα ψιλοπάρει», παραδέχτηκα.
Γέλασε.
«Κερνάω μπύρα όταν φινίρω με
την εγγραφή(ν)», είπε.
«Δε θα χαθούμε», υποσχέθηκα.
Και τον ακολούθησα γιατί
συνειδητοποίησα οτι ο μαλλιάς (εμφανώς Κύπριος) είχε την απάντηση στην ερώτηση
που δε είχα σκεφτεί καν –δηλαδή στο πού θα παρκάρω. Αφήσαμε τις μηχανές πλάι
από το παλιό κτίριο της σχολής φροντίζοντας, ασυναίσθητα, να μπλοκάρουμε τα
παράθυρα της ημιυπόγειας βιβλιοθήκης –αυτό το κάναμε στη συνέχεια συνειδητά και
εν γνώσει των συνεπειών του νόμου, ρισκάραμε δηλαδή να υπάρχει μια καλή γκόμενα
εκεί κάτω και να μας πάρει με κακό μάτι ή να έρθει ο φύλακας και να μας βάλει
τις φωνές.
Πέρασα το κράνος στο πέταλο και
κοντοστάθηκα να τη χαζέψω –καλή ήταν πανάθεμά την –είχε ένα σκαλί στις μεσαίες
στροφές, απότομο λες και άνοιγε το τούρμπο, εκεί που πήγαινες κανονικά
εκτοξευόσουν από το Ακρωτήριο Κανάβεραλ πριν καν προλάβεις να χαιρετήσεις τη
μαμά σου.
Είδα κάμποσο κόσμο να λιάζεται
στο γκαζόν της πίσω αυλής, είχε εκεί πέρα 3-4 μαρμάρινα παγκάκια (ότι έπρεπε
για να σε πιάσει κόψιμο), το άγαλμα κάποιου καλοχτενισμένου κυρίου εμφανώς
ευεργέτη (πρέπει να τα έσκαγε χοντρά στις τραγουδιάρες όσο ζούσε γιατί το
μαγαζί είχε πάρει τ΄όνομά του) και γρασίδι κατά τόπους. Στο γρασίδι κάθονταν οι
παρέες, άρα εγώ σκαρφάλωσα στο μαρμάρινο παγκάκι και βολεύτηκα στο πάνω μέρος
της πλάτης με τα πόδια να πατάνε το κάθισμα –κανονικός παπαγάλος ψιτττακός.
Άναψα μια Καμήλα με τον ηρωικό μου Ζίπο (το καπάκι του είχε λασκάρει λίγο,
έπρεπε να το φτιάξω κάποια στιγμή) και απόλαυσα την απέραντη φοιτητοκοιλάδα,
τους κομματικούς κυνηγούς που παραμόνευαν για αθώους πρωτοετείς, τους
μυστήριους παραπεταμένους σε στρατηγικά σημεία, πάντα έτοιμους για κανιβάλισμα,
τους πρωτοετείς, χαμένους αλλά όχι ψύχραιμους (πώς να ξεπεράσεις μέσα σε τρεις
μήνες τον σχολικό προγραμματισμό;). Έβλεπα -και το πρώτο συμπέρασμα ήταν πώς η
σχολή είχε περισσότερες κοπέλες παρά αγόρια –σε καλό μέρος είχα έρθει λοιπόν.
Κανένας δε με πλησίασε και σε κάνεναν δεν έδωσα θάρρος –ήμουν κάπως φοβισμένος,
γι΄αυτό.... Ευτυχώς πλησίαζε η ώρα της πρώτης παράδοσης που θα παρακολουθούσα
στη φοιτητική μου ζωή –είχα κάμποση αγωνία.
Το μεγάλο αμφιθέατρο της
σχολής ήταν ήδη τίγκα όταν μπήκα. Πρωτοετείς ψαρωμένοι με τα τετραδιάκια τους
και τα στυλό έτοιμα για σημειώσεις, κόσμος που καθόταν μέχρι και στα σκαλιά
ανάμεσα στα έδρανα. Σκέφτηκα να την κοπανήσω επιτόπου –τι γινόταν εδώ πέρα;
Αλλά με τη δεύτερη ματιά στάμπαρα κάτι καλές θέσεις στα ορεινά, έσπρωξα, με
έσπρωξαν –χώθηκα... Πίσω μου ερχόταν, εξίσου σπρώχνοντας, μια αδύνατη
μικροκαμωμένη κοπέλα –δεν την πήρα χαμπάρι μέχρι τη στιγμή που κάθισε δίπλα
μου, άνοιξε μια τεράστια γυνακεία τσάντα (αυτό με ξενέρωσε) και ξεχώρισε ένα
μπλοκάκι ανάμεσα σε κραγιόν, πούδρες κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο... Την έκοψα με
την άκρη του ματιού μου –μπλουζάκι συντηρητικό απ΄αυτά που θα φόραγε άνετα η
θεία μου η γεροντοκόρη και φούστα λίγο πάνω από το γόνατο, μαλλιά πιασμένα
αλογοουρά και κάτι μάτια μεγάλα κι απορημένα σα διαφήμιση απορρυπαντικού –συγκάλεσα
μια έκτακτη εσωτερική συνεδρίαση των μελών για να αποφασίσουμε αν μας άρεσε ή
όχι και η απόφαση βγήκε ισοψηφία. Όση ώρα εξαντλούσα τις δημοκρατικές
διαδικασίες με τον εαυτό μου η κοπέλα στροφογύριζε σαν ψάρι στην άμμο –έφαγα
κάτι ξεγυρισμένες αγκωνιές και τσαντίστηκα κάπως...
«Συγνώμη, μήπως έχεις στυλό;»
με ρώτησε απότομα.
«Όχι αλλά δεν πειράζει –έχω
κάρτα με το τηλέφωνό μου», απάντησα επιχειρώντας ένα ακόμα από τα φημισμένα
αστεία μου τα οποία καταλάβαινα μόνο εγώ.
«Για να κρατάω σημειώσεις το
θέλω...» απολογήθηκε η κοπέλα που, βέβαια, δεν έπιασε το αστείο.
«Τι να τις κάνεις; Πρώτη μέρα
είναι –το πολύ να έχουμε αγιασμό», συνέχισα τη σαχλαμάρα.
Η κοπέλα μού γύρισε την πλάτη,
όσο μπορούσε κανείς να γυρίσει πλάτη στα
στενά έδρανα.
Ένιωσα μαλάκας (είχα μια
σπάνια κρίση αυτογνωσίας δηλαδή). Ψάχτηκα, βρήκα ένα μισοτελειωμένο Μπικ που
είχα στη μέσα τσέπη του τζιν μπουφάν, ξεχασμένο από τις Πανελλήνιες, και της το
έδωσα.
«Πάρε –πλάκα έκανα»,
παραδέχτηκα σεμνά.
«Ευχαριστώ, Μαργαρίτα», είπε
εκείνη χαμογελώντας.
«Δε με λένε Μαργαρίτα...»
αντέδρασα.
«Όχι –εγώ είμαι η Μαργαρίτα»,
είπε η κοπέλα κι έγινε κόκκινη ριγέ σαν τη φανέλα του Ολυμπιακού.
Φίλε, το παράχεσες...
Της είπα κι εγώ το όνομά μου,
χαμογέλασε συγκρατημένα σε στυλ «με τι μαλάκες κάθομαι δίπλα η φοιτήτρια» και
έσκυψε στο μπλοκ της. Μέχρι να μπει ο καθηγητής είχε ζωγραφίσει κάμποσα
λουλούδια, έναν κύβο (γεωμετρικό, όχι Κνορ)
και κάμποσα παραλληλόγραμμα. Ο ψυχαναλυτής της θα έκανε πάρτυ –αν είχε κι αν
του τα έδειχνε όλα αυτά δηλαδή.
Ένας χοντρός κύριος με εξίσου
χοντρό σκελετό γυαλιών (τι διάολο –μόδα το είχαν;) και λευκό πουκάμισο με
τσιτωμένα κουμπιά στην κοιλιά, μπήκε στο αμφιθέατρο. Μας κοίταξε, τον γράψαμε
κανονικά. Πήγε στην έδρα. Ακούμπησε κάτι χαρτιά με σημειώσεις. Κάποιος είχε
αφήσει εκεί πάνω ένα κωλόχαρτο –το πράγμα έδειχνε ενδιαφέρον.
Ο χοντρός κύριος στάθηκε
μπροστά από την έδρα και φώναξε:
«Συνάδελφοι...»
Σταματήσαμε γιατί είχε κάτι
στη φωνή του που σε έκανε να σταματάς όταν μιλούσε. Μας είχε πει «συναδέλφους»
ενώ ήταν εμφανώς καθηγητής –αυτό μού άρεσε.
«Συνάδελφοι», ξαναείπε, «αυτό
δεν είναι μάθημα –είναι λαοθάλασσα...» ταυτόχρονα άρπαξε το κωλόχαρτο και μας
το πέταξε σα να ήταν προκηρύξεις –το κωλόχαρτο ξετυλίχτηκε όσο βρισκόταν στον
αέρα και έσκασε στα πρώτα έδρανα όλο μεγαλοπρέπεια. Το αμφιθέατρο τραντάχτηκε
από τα γέλια.
«Το μάθημα που θα κάνουμε
είναι η Κοινωνιολογία», μας πληροφόρησε. «Θα σκεφτείτε, και με το δίκιο σας,
οτι εγώ θέλω να κάνουμε
Κοινωνιολογία, εσείς μπορεί να μη θέλετε και ο καθένας κάνει οτι θέλει σ΄αυτή
τη ζωή. Ας πούμε ο Μέγας Αλέξανδρος αποφάσισε οτι ήθελε να κάνει πόλεμο κι όχι
έρωτα, γι΄αυτό έφαγε το κεφάλι του στη μακρινή Ασία...»
Καινούργια γέλια κι από εκείνη
τη στιγμή και μετά κρεμόμουν από τα χείλη του χοντρού κυρίου για έναν ολόκληρο
χρόνο. Εγώ και πολλοί άλλοι. Μπορεί να διαφωνούσαμε με τις πολιτικές θέσεις του
που ήταν το απαύγασμα του συντηρητισμού αλλά ο χοντρός κύριος ονόματι Δ. Γ.
Τσαούσης ήταν η πρώτη μας σημαδιακή επαφή με τον μυστικιστικό κόσμο της
Κοινωνιολογίας –και δεν θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερος για να μας μυήσει στις τελετουργίες
της. Μυστικισμός η Κοινωνιολογία; Τελετουργίες; Αν νομίζεις οτι υπερβάλλω θα
σου πω απλώς οτι ο ιδρυτής της, ο σκοτεινός Αύγουστος Κοντ, πριν τα τινάξει,
είχε σαλτάρει και νόμιζε οτι η Κοινωνιολογία είναι η νέα θρησκεία των ανθρώπων
κι αυτός ο Μεγάλος Αρχιερέας της –εκείνη τη μέρα το έμαθα αυτό, από τον
Τσαούση, γέλασα (μαζί με το υπόλοιπο αμφιθέατρο, αλλά αργότερα μου κόπηκε το
γέλιο).
Όταν τελείωσε η παράδοση (έτσι
λένε τα μαθήματα στα Πανεπιστήμια –κουλτούρα, να φύγουμε) μείναμε από τους
τελευταίους με τη Μαργαρίτα για να μην πέσουμε στο συνωστισμό.
«Ευχαριστώ», είπε,
επιστρέφοντάς μου το στυλό.
Χαμογέλασα αμήχανα, ψάχνοντας
πώς να την κοπανήσω. Δεν είχα ξεκινήσει καλά με την κοπέλα, δεν έβλεπα μέλλον.
«Να ζητήσω μια χάρη;» επέμεινε
η Μαργαρίτα.
«Ξερω ΄γω;» απόρησα ειλικρινά.
«Επειδή δεν θα μπορώ να
έρχομαι συχνά, μου δίνεις το τηλέφωνό σου για να παίρνω τις σημειώσεις;»
«Ποιες σημειώσεις;»
«Αυτές που θα κρατάς από τις
παραδόσεις. Δεν θα έρχεσαι;»
Έξυσα το κεφάλι μου. Την
κοίταξα. Δηλαδή, με έκοβε για άτομο που κρατάει σημειώσεις;
«Να στο δώσω», είπα
μουδιασμένα.
Της το έδωσα –σιγά μη με
έβρισκε ποτέ στο σπίτι των γέρων μου... Κι αποφάσισα να το πάω λίγο παραπέρα.
«Η επόμενη παράδοση πότε
είναι;» ρώτησα.
«Μετά από δυο ώρες», είπε.
Το ήξερα βέβαια.
«Πίνεις κάναν καφέ μέχρι
τότε;»
«Καφέ δεν πίνω γενικώς», είπε.
Πάρτη τη χυλόπιττα μαλάκα.
«Αλλά πορτοκαλάδα πίνω»,
συνέχισε.
Χαμογέλασα.
Φυσικά πήγαμε στο καφενείο
απέναντι από τη σχολή, δεν τόλμησα να την κατεβάσω στον Πανάγο –δεν άντεχα να
αντιμετωπίσω κι άλλο ζευγάρι γυαλιά με χοντρό σκελετό την ίδια μέρα.
Τα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο
ήταν γεμάτα, από κωλοφαρδία πετύχαμε κάποιους που έφευγαν. Καθίσαμε,
παραγγείλαμε –ο τύπος με τις αρχές φαλάκρας μάς σταβοκοίταξε αλλά μας σέρβιρε
αδιαμαρτύρητα.
Η Μαργαρίτα μού είπε οτι ήταν
κι αυτή από Αθήνα, έμενε κι αυτή με γονείς, ήταν (μόνο αυτή) αρραβωνιασμένη.
Και έκανε μπαλέτο –ημιεπαγγελματικά.
«Αρραβωνιασμένη;» στράβωσα
αθέλητα.
«Ναι...» ψιθύρισε κόβοντας τη
φράση της απότομα γιατί, ως φαίνεται, ανακάλυψε κάτι τρομακτικά ενδιαφέρον στο
μπουκάλι της πορτοκαλάδας της.
«Νωρίς δεν είναι; Μικρή δεν
είσαι για τέτοια;» συνέχισα.
Βασικά, δεν μπορούσα να χωνέψω
οτι μου κάθισε γκόμενα για πορτοκαλάδα κι αυτή ήταν πιασμένη.
«Ε, είμαστε με τον Σάκη ένα
χρόνο...» είπε απολογητικά, ενώ έσκιζε την ετικέτα στο μπουκάλι.
«Και πολύ είναι;» αγανάκτησα.
«Δηλαδή, πολύ είναι... Ένα χρόνο και δεν βαρεθήκατε -να πάτε με κάναν άλλον;»
Με κοίταξε σοβαρή.
«Γιατί να πάμε με άλλους;»
ρώτησε.
«Πόσων χρονών είσαι ρε
Μαργαρίτα;»
«18».
«Ο Σάκης;»
«32».
«Γράψε λάθος. Ο Σάκης καλά
ξηγιέται. Ψάχνει να αποκατασταθεί ο άνθρωπος, να κάνει και κάνα παιδί όσο
προλαβαίνει».
«Ναι», συμφώνησε
«Εσύ όμως;»
«Τι εγώ;»
«Εσύ θα τα παρατήσεις όλα από
τώρα; Μαμά, παιδιά, τέρμα η σχολή, τέρμα ο χορός;»
Άραξα πίσω, άναψα μια Καμήλα
–σίγουρος οτι την είχα κλονίσει.
«Έχουμε συμφωνήσει με το Σάκη
οτι ο γάμος μας δεν θα επηρεάσει τις καριέρες μας», είπε με τη βεβαιότητα
χιλίων καρδιναλίων.
«Συγνώμη», έγειρα προς το
μέρος της. «Τι δουλειά κάνει ο Σάκης;»
«Τραπεζικός».
«Αν μείνεις έγκυος, τι
επιπτώσεις θα έχει στη δουλειά του;»
«Τι επιπτώσεις –ξέρω ΄γω; Θα
πάρει κάποιο επίδομα –κάτι τέτοιο...»
«Βλέπεις;» χαμογέλασα.
«Τι;» απόρησε.
Μετά κατάλαβε –δεν ήταν καμιά
ηλίθια.
«Παιδί θα κάνουμε μετά από μια
δεκαετία» φώναξε εκνευρισμένη.
«Ότι πεις», έκανα.
Σίγουρος πλέον οτι δεν υπήρχε
καμιά προοπτική με Μαργαρίτα άρχισα να αλληθωρίζω προς τα διπλανά τραπέζια,
κάμποσοι έπαιζαν τάβλι, άλλοι έπιναν μπύρες –από κοπέλες κάτι γινόταν αλλά ήταν
φυλασσόμενες σα γυναίκες βιομηχάνων που κατέβηκαν στην κρεαταγορά για μπον
φιλέ. Επέστρεψα στη Μαργαρίτα που μάζευε τα υπάρχοντά της.
«Λέω να φύγω, δεν θα μείνω
στην επόμενη παράδοση τελικά», είπε.
«Συγνώμη αν σου τη μπήκα κάπως
απότομα», απολογήθηκα.
«Καλά έκανες –μη νομίζεις οτι
δεν τα σκέφτομαι κι εγώ», παραδέχτηκε.
«Εντάξει», είπα.
«Πάντως είσαι καλός φίλος»,
χαμογέλασε διάπλατα καθώς σηκωνόταν.
Μετά μού έσκασε ένα
ξεγυρισμένο φιλί στο μάγουλο που έκανε τα μισά τραπέζια να γυρίσουν (κυρίως
λόγω θορύβου) και την κοπάνησε. Προσπάθησα να μην κοιτάξω τριγύρω κι άναψα μια
Καμήλα με στυλ «ήταν κι αυτή μια από τις πολλές –ας μην το κάνουμε θέμα τώρα»
-θα πετύχαινε το στυλάκι στα σίγουρα αν δεν είχα ήδη ένα αναμμένο τσιγάρο στο
τασάκι. Μάζεψα την ξεφτίλα μου κι έψαξα λαγούμι να χωθώ, αλλά αυτό κάνουν συνήθως
τα λαγούμια, πάνε και κρύβονται όταν τα θέλεις κι εμφανίζονται όταν περπατάς
ανέμελος, για να πέσεις μέσα.
Το επόμενο μάθημα ήταν Αρχές Πολιτικής Οικονομίας. Μπήκα
νωρίτερα κι έπιασα μια καλή θέση κοντά στο παράθυρο –άναψα τσιγάρο, περίμενα
τον καθηγητή μαζί μ΄ ένα σκασμό κόσμο και τότε εμφανίστηκαν οι κομματικοί.
Πρώτα εισέβαλε μια ομάδα αχτένιστων κι αξύριστων –αχτένιστων αγοριών και
αξύριστων κοριτσιών –εντάξει, το ΄πιασα με τη μία ότι ήταν η Πανσπουδαστική.
Στη συνέχεια σκάσανε κάτι μεσήλικες συνομήλικοί μου, ντυμένοι σα δημόσιοι
υπάλληλοι –αυτοί ήταν οι Πασπίτες όπως έμαθα μετά. Στο ενδιάμεσο τρύπωσαν τρία
μοντελάκια, ένα αγόρι που φόραγε όλη τη σύνταξη του γέρου μου και δυο κορίτσια
τύπου αεροσυνοδοί. Δαπίτης και
Δαπίτισσες. Οι πόρτες έκλεισαν αλλά μετά από λίγο ξανάνοιξαν για την ατραξιόν
της βραδιάς –μια παρέα από θεογκόμενους και θεογκόμενες σε στυλ χαλαρό, ολίγον
φρικέ αλλά «με προσοχή στη λεπτομέρεια». Αλληθωρίσαμε –αυτό θα συνέβαινε κάθε
φορά που έσκαγε μύτη η ηγετική ομάδα του Δημοκρατικού Αγώνα.
Οι ομάδες πιάσανε τους τοίχους
γύρω από την έδρα και άρχισαν να κοιτάζονται. Καταλάβαινα ότι έψαχναν μεταξύ
τους για το μαλάκα και τον βρήκαν βέβαια στους Δαπίτες. Το αγόρι βγήκε μπροστά
στην έδρα κι άρχισε να μιλάει, φυσικά δεν τον άκουγα μέσα στο κράξιμο που
μεγάλωσε όταν κατάλαβαν σε ποια παράταξη ανήκε. Το αγόρι κοκκίνιζε και
σφιγγόταν –κάποια στιγμή ξεχώρισαν από το πλήθος δυο μαλλιάδες που κρατούσαν
από ένα γλαστράκι ο καθένας, πήγαν δίπλα στο αγόρι κι άρχισαν να κουνάνε τα γλαστράκια
σα λιβανιστήρια. Το αγόρι πήγε να τσαμπουκαλευτεί, αλλά πετάχτηκαν 5-6 και τον
πήρανε σηκωτό. Τα γλαστράκια έμειναν στην έδρα –μάλλον φίκοι ήταν…. Δυο φίκοι
–αυτό που λέμε φίκι-φίκι δηλαδή.
Στη συνέχεια ανέβηκε ένας
Πασπίτης γλιτσερός.
«Συνάδελφοι, σας καλωσορίζουμε
την πρώτη σας μέρα στη σχολή…» ξεκίνησε.
Από τα έδρανα ακούστηκαν καμιά
δεκαριά αντεγαμήσου.
«Τα πανεπιστήμια έχουν
προβλήματα που χρονίζουν…» συνέχισε ο Πασπίτης.
«Άντε πες το στα πανεπιστήμια,
εμείς είμαστε Σχολή», φώναξε ένας από τα πρώτα έδρανα.
«Συνάδελφοι, δεν είναι όλα για
πλάκα», διαμαρτυρήθηκε ο Πασπίτης.
«Όχι όλα –μόνο εσύ», του
φώναξε κάποιος από το πλάι.
«Σας περιμένουμε στην αίθουσα
108 μετά το τέλος του μαθήματος για να συζητήσουμε τα δικά σας προβλήματα»,
πρόλαβε να πει ο Πασπίτης πριν φύγει από το βήμα.
Έριξα μια ματιά στους Αγωνίτες
–μόνο είσοδο δεν κόβανε οι τύποι –είχε γίνει μια ουρά μπροστά τους κανονικό
λαϊκό προσκύνημα. Ένας απ΄ αυτούς με μακρύ μαλλί, φουλάρι και φάτσα Τζιμ Μόρισον, ανέβηκε στο βήμα και
φώναξε.
«Αίθουσα 101».
Μας έκλεισε το μάτι κι
αποχώρησε –ήταν ωραία μούρη αλλά τον αντιπάθησα γιατί σκέφτηκα ότι δίπλα του
δεν υπήρχε περίπτωση να σταυρώσει άλλος γκόμενα.
Έφτασε η σειρά του Κνίτη της
Πανσπουδαστικής –ο τύπος ανέβηκε κι έβαλε μπροστά το μοτεράκι. Ταξική πάλη, το
κεφάλαιο, οι ιμπεριαλιστικές κρατικές πραχτικές που διαιωνίζονται στα
πανεπιστήμια –μετά από λίγο τον έχασα.
«Σας περιμένουμε μαζικά και
αγωνιστικά», κατέληξε λέγοντας κι αυτός τη δική τους αίθουσα.
Άναψα καινούργιο τσιγάρο
σίγουρος ότι η επανάσταση αναβάλλεται μέχρι νεοτέρας –εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε
ένα παιδί ντροπαλό και μαζεμένο. Κάτι είπε στον Κνίτη, κάτι του γάβγισε
εκείνος, πλάκωσαν κι άλλοι Κνίτες, Πασπίτες, έγινε ένα σπρώξε-κλώτσα για λίγο.
Αλλά τελικά το παιδί στάθηκε μπροστά από την έδρα και μας κοίταξε, σωπάσαμε
περιμένοντας.
«Είμαι ο Θοδωρής κι εκπροσωπώ
μόνο τον εαυτό μου», είπε ήσυχα.
Περιμέναμε.
«Μετά το μάθημα σας περιμένω
ατομικά –όχι μαζικά, δεν είμαστε πρόβατα –στην αίθουσα 110», συνέχισε και
ολοκλήρωσε ταυτόχρονα.
Χαμογέλασα –είχα βρει τον δικό
μου άνθρωπο.
Στη συνέχεια μπήκε ο
καθηγητής, ένας μονόχνωτος τυπάκος με σακάκι απ΄αυτά τα λογιστικά με τα
μπαλώματα. Μας είπε οτι τον λένε Σταμάτη («και το επώνυμο;» πετάχτηκε ένας
κρετίνος δυο έδρανα αριστερά μου) κι οτι διδάσκει Πολιτική Οικονομία –εντάξει,
ο καθένας με τα προβλήματά του. Βούτηξε μια κιμωλία και, αφού μας κοίταξε αργά,
μας εξήγησε οτι η οικονομία είναι περίπλοκο πράγμα και γι΄αυτό τη δουλεύουν με
απλουστευτικά μοντέλα για να μπορέσουν να μετρήσουν τις τάσεις –κατά που πάει
το πράγμα δηλαδή αδερφέ μου... Έτσι λοιπόν, θα ξεκινούσαμε με ένα απλό μοντέλο -με
μια κοινωνία που παράγει μόνο «παπούτσα» και «τραπέζα» (με τα γιώτα, κατά πώς
φαίνεται ήταν τσακωμένος).
«Τα παπούτσα τα φοράνε τα
τραπέζα ή το ανάποδο;» φώναξε ένας κτηνώδης με γυαλιά (καλά μάντεψες) με χοντρό
σκελετό από το κάτω έδρανο.
Ο Σταμάτης τον έγραψε στην
παπούτσα του κανονικά.
Αφού το είχα υποσχεθεί στη
Μαργαρίτα κι εφόσον μια κακάσχημη με μαλλί αφάνα από πάνω μου είχε τετράδιο,
τράκαρα ένα δίφυλλο, ψάρεψα το στυλό από τη μέση τσέπη του τζιν και πήρα να
σημειώνω όσα έγραφε ο καθηγητής στον πίνακα. Ήταν ένας μεγάλος πίνακας –πράσινος,
με μια ενιαία επιφάνεια στη μέση και δυο ακόμα στα πλάγια, που μπορούσαν ν΄ανοίξουν
σαν παντζούρια και να γράψεις αν υπήρχε ανάγκη. Δεν μπορούσα να φανταστώ γιατί
κάποιος θα έγραφε στα πλαϊνά παντζούρια –του κερατά δηλαδή, δε μπορείς να
σβήσεις στην κεντρική επιφάνεια; Ε, λοιπόν δεν μπορούσε...
Ο άνθρωπος έγραψε στο κέντρο,
έγραψε δεξιά, έγραψε αριστερά και μετά δίπλωσε τα παντζούρια κι άρχισε να
γράψει στο πίσω μέρος τους. Το πίσω μέρος τους είχε επένδυση από σημύδα κι ο
τύπος έγραφε με άσπρη κιμωλία –πλάκα μας κάνεις τώρα;
Τσαλάκωσα το χαρτί, το έκανα
μπάλα και το σούταρα ψηλά πάνω από το κεφάλι μου –μάλλον κάποιον βρήκε αλλά δεν
άκουσα φασαρία γιατί καθώς σηκωνόμουν να φύγω, έκανα εγώ περισσότερη. Ατυχία
Μαργαρίτα –πάνω στο άνθος σου παντρεμένη, γκαστρωμένη και να χρωστάς ένα σκασμό
μαθήματα γιατί έπεσες στον κατάλληλο μαλάκα...
Την έκανα για τον πρώτο όροφο,
ν΄αράξω στην αίθουσα και να περιμένω το Θοδωρή κι όσους άλλους έρχονταν –ανέβηκα
μια σκάλα σκέτη χλίδα, πεντελικό μάρμαρο και χρυσές κουπαστές –ποιος πούστης
ζούσε εδώ μέσα πριν γίνει βοϊδοσχολή;
Ο πρώτος όροφος ήταν εμφανώς
ανακαινισμένος –πάει να πει, είχαν βγάλει τα κυριλίκια τα παλιακά και το είχαν
πήξει στο ελενίτ και τη μελαμίνη –αν τα έβλεπε ο ιδιοκτήτης θα πάθαινε συγκοπή
Ευτυχώς, μάλλον, είχε πεθάνει πριν κάναν αιώνα.
Η αίθουσα ήταν άδεια –άραξα
σ΄ένα θρανίο από τα κάμποσα που ήταν παραταγμένα εδώ μέσα και άναψα μια Καμήλα.
Στον τοίχο πάνω από τον πίνακα έγραφε «Μην
τα βλέπεις όλα μαύρα, η πρέζα είναι άσπρη». Καλώς...
Η Καμήλα μού ξέσκισε το λαιμό,
έπρεπε να ρίχνω και τίποτα φιλικό εκεί μέσα, καμιά τυρόπιτα, κάνα σοκολατούχο
–γιατί από καφέ σε μπύρα και πάλι πίσω σε λίγο θα μιλούσα σαν το Ντάφυ Ντακ.
«Νωρίς ήρθες», άκουσα τη φωνή
πίσω μου.
Ο Θοδωρής...
«Βαρέθηκα το μάθημα», είπα.
«Εγώ, εντάξει, είχα άγχος»,
μουρμούρισε.
Έβγαλε κάτι Πρίγκηπες κι άναψε ένα μοσχομυρωδάτο.
«Πώς το σκέφτεσαι;» έσπασα την
αμηχανία.
«Κοίτα... ξέρω οτι οι
αυτόνομοι σ΄αυτή τη σχολή έχουν βαρέσει διάλυση... Εδώ κάνουν κουμάντο τα Κνατ,
είναι προπύργιο κι άμα σ΄αρέσει, που λένε... Είπα λοιπόν μήπως ξεκινούσαμε κάτι
οι πρωτοετείς που είμαστε ακόμα...»
«Μαλάκες», τον διέκοψα.
Πνίγηκε με τον καπνό.
«Κάπως έτσι...» γέλασε.
«Και κινούμαστε;» θέλησα να
μάθω.
«Κοίτα –εγώ είμαι αναρχικός...
Τώρα αν έρθουν τίποτα αριστεριστές, κάνας Τρότσκι...»
«Την κάτσαμε», είπα. «Αυτοί
είναι δυο άτομα, τρεις αρχηγοί....»
«Εντάξει –θα δούμε...»
«Μέσα», του είπα και του έδωσα
το χέρι μου.
Χαμογελάσαμε –τον πήγαινα τον
τύπο.
Μετά το γυρίσαμε στα
προσωπικά, έμενε κοντά σ΄εμένα, απόκεντρα κι αυτός αλλά όχι στα βουνά που ήταν
το δικό μου κωλόσπιτο. Δεν έπιανε εύκολα τα αστεία για γκόμενες, απόρησα γιατί
φαινόταν έξυπνο παιδί, αλλά μετά έμαθα οτι τραβιόταν με μια εδώ και τρία χρόνια,
από την Α΄Λυκείου ήταν μαζί –τι σκατά ρε φίλε; Σε σχολή ήρθα ή στα Χριστιανόπουλα; Πρώτο πήδημα και
γάμος το πήγαιναν αυτοί –νοστάλγησα λίγο τον Αντώνη.
Τα παιδιά άρχισαν να
μαζεύονται –μάλλον το μάθημα είχε τελειώσει. Κατάλαβα οτι ο Θοδωρής θα ήθελε
κάποια κάλυψη οπότε ανοίχτηκα προς τα πίσω θρανία να το παίξουμε ολίγον
άγνωστοι. Μια παρέα –δυο αγόρια κι ένα κορίτσι (τη γκαντεμιά μου μέσα) ήρθαν
και κάθισαν κοντά μου.
«Να δούμε τι θα πει κι αυτός ο
μαλάκας», είπε το ένα αγόρι.
«Κάτσε μωρέ που είναι μαλάκας..»
στράβωσε το άλλο αγόρι.
«Να μην κάτσουμε πολύ, με
περιμένουν στον Δημοκρατικό Αγώνα»,
είπε το κορίτσι.
Την κοίταξα. Κούκλα φυσικά...
Ο Θοδωρής άρχισε να μιλάει
–στην αρχή ψιθυριστά, μετά γκάζωσε, παίρνοντας θάρρος απ΄αυτά που έλεγε –και
είχε δίκιο ο μπαγάσας. Δεν ήταν κατάσταση, να μας κουμαντάρουν οι κομματικές
νεολαίες, τι δουλειά είχαν αυτοί με μας; Αυτοί που μας δημιουργούσαν τα
προβλήματα θα κουμάνταραν και το πώς θα τα λύσουμε; Τι κάνει το ΚΚΕ εκεί έξω;
Μπατσιλίκι –έχουν πάρει την επανάσταση με υποσχετική και πουλάνε αλάθητο λες
και είναι ο Πάπας. Τι κάνει το Πασόκ; Είναι κυβέρνηση –ποιος μπορεί να πιστέψει
οτι θα γραφτούμε στη νεολαία της κυβέρνησης για να λύσουμε τα προβλήματα που
μας δημιουργεί το κράτος και οι μηχανισμοί του;
Τον περίμενα να τα χώσει και
στους Αγωνίτες (για τους Δαπίτες δεν χρειαζόταν –αυτοί ήταν συνώνυμοι της
γελοιότητας) αλλά ο Θοδωρής φρέναρε λίγο και το άφησε φλου –είπε οτι ο Αγώνας
δεν έχει ξεκάθαρες θέσεις και πήγε παρακάτω. Να οργανωθούμε, να αυτονομηθούμε,
να πούμε τι θέλουμε και να δούμε πώς θα το κάνουμε.
Κοίταξα γύρω –οι μισοί την
είχαν κοπανήσει αλλά είχαν μείνει κάμποσοι. Το ένα αγόρι είχε φύγει –είχε
μείνει το άλλο με το κορίτσι και βιαζόταν να την πάρει και να φύγουν, γιατί
στην αίθουσα υπήρχαν κάμποσοι πρόθυμοι να της την πέσουν.
Τότε σηκώθηκαν από το πλάι της
αίθουσας τρεις τύποι που δεν είχα προσέξει πότε μπήκαν κι αυτό ήταν παράξενο
γιατί τέτοιους τύπους τους προσέχεις ακόμα κι από ελικόπτερο. Ο πρώτος είχε
μακριά μαλλιά, μουστάκι και γενάκι τύπου ντ’ Αρτανιάν, ο δεύτερος είχε κοντοκομμένα,
αραιά μαλλιά και κινούνταν αθόρυβα σα γάτα κι ο τρίτος ήταν ο Τζον Λένον
αυτοπροσώπως, που νεκραναστήθηκε.
Πλεύρισαν το Θοδωρή, κάτι του
είπαν κάμποσο συνοφρυωμένοι, ο Θοδωρής φαινόταν να τα χάνει για λίγο, μετά όμως
συνήλθε, πήρε να φουντώνει και να κουνάει χέρια-κεφάλι, οι τύποι χαλάρωσαν. Στο
τέλος τον χτύπησαν φιλικά στην πλάτη, γύρισαν, μας κοίταξαν, ο Λένον σήκωσε την
αριστερή γροθιά του για χαιρετισμό –κάτι παιδιά δίπλα μου έκαναν το ίδιο, αλλά
ο Λένον τίναξε ένα κωλοδάχτυλο φρεσκότατο μέσα από τη σφιγμένη γροθιά, η κούκλα
δίπλα μου γέλασε νευρικά.
Οι τύποι εξαφανίστηκαν αθόρυβα
όπως ήρθαν κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που είδα το Μαρκήσιο, το Ζαχαρία και τον
Κανταϊφια.
Κατά λάθος έπεσα πάνω στον
διπλανό μου.
«Συγνώμη», είπα.
«΄νταξει», έκανε.
«Δεν πειράζει», χαμογέλασε η
κούκλα δίπλα του.
Αυτός την αγριοκοίταξε. Εγώ
την κοίταξα με χαμόγελο διαφήμισης.
«Έφη», μου συστήθηκε. Κοντά
μαλλιά, πράσινα μάτια, χαμόγελο ντίβας.
Ο διπλανός της μάγκωσε ακόμα
περισσότερο.
«Όλα καλά», είπα (περισσότερο
σ΄εκείνον παρά σ΄αυτή) κι άρχισα να απομακρύνομαι. Λίγα τα πράγματα δεν κάνω
λόγω άποψης, ένα απ΄αυτά είναι να ξεφτιλίζομαι με το συνοδό μιας κοπέλας –δεν
είναι οτι φοβάμαι να χωθώ ή σκέφτομαι τον άλλο –απλώς ξέρω οτι στο τέλος η
κοπέλα φεύγει με τον σιωπηλό τύπο που παραμονεύει, χωρίς να φαίνεται, στην άλλη
άκρη της αίθουσας.
Κι επειδή δε θα γίνω ποτέ
αυτός ο σιωπηλός, μυστήριος τύπος, έχω αποφασίσει να μη γίνω ούτε ο μαλάκας που
κάνει τη φασαρία και τρομάζει την κοπέλα.
Αν δεν μπορείς να είσαι
σπουργίτι, δεν υπάρχει λόγος να είσαι σαλιγκάρι –νομίζω;
Υ.Γ. Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Sham 69.
10 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Ξέρεις τώρα τι κατάφερες, ε; Να με βάζεις να ψάχνω σε κείμενα του '06.
Κείμενα; Ποια κείμενα;
Ρε συ, τη Μαργαρίτα Ανθή δε τη λένε; ;-)))))
Κρύβε λόγια...
Τι θα γινει ρε φιλε θα γραψεις καμια συνεχεια;;;; ασωτος
Μοτορα,, αργησες περιμενουμε την συνεχεια!!
Κόλλησα. Αλλά πού θα πάει;
Καλα πηγε..!!
Καλά, άσχημα... το θέμα είναι να πηγαίνει.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!