Περίληψη προηγουμένων:
1. Όπου ο ήρωας κατεβαίνει από το αεροπλάνο επιστρέφοντας στην κωλοπόλη του μετά από 20 χρόνια. Τον περιμένει μια παλιά φίλη, η Ρέα και μπόλικος, άσχετος με το θέμα, εκνευρισμός.
2. Δίνονται κάποιες αναγκαίες εξηγήσεις σχετικά με τον Πέτρο, που σαπίζει σε ψυχιατρείο και ο ήρωας ξανασυναντάει την κτηνώδη κίτρινη -μπλε Τενερέ 600.
3. Η Τενερέ πηγαίνει στο συνεργείο και ο ήρωας ανακαλύπτει οτι τον ανακάλυψαν.
4. Μια επίσκεψη στο μπαρ ενός παλιού φίλου, Σπήλιος το όνομα, καταλήγει σε κλωτσοπατινάδα, όπου ο ήρωας τις αρπάζει δεόντως. Σκοπός της επίσκεψης είναι η αναζήτηση πιστολιού.
Έξω από το σπίτι της Ρέας ανακάλυψα ότι είχα ξεχάσει να της ζητήσω κλειδιά. Γκράντε μαλάκας! Άφησα την Τενερέ στο πεζοδρόμιο κι έμεινα να κοιτάζω απεγνωσμένα την πολυκατοικία –τι κάνουμε τώρα; Αποφάσισα να βάλω κάποια τάξη στο χάος εκτελώντας μερικές, προσεκτικά σχεδιασμένες, κινήσεις. Πρώτα να βρω φαρμακείο για ασπιρίνες –στο κεφάλι μου έκαναν πάρτι οι αλογόμυγες. Στη μέσα πλευρά του κεφαλιού για την ακρίβεια. Να βρω απαραιτήτως ασπιρίνες και μετά; Βλέπουμε.
Κρέμασα το κράνος στον καθρέφτη μπας και το φιλοτιμιόταν κανένας πιτσιρικάς να το κλέψει και γλίτωνα από δαύτο. Όχι ότι είχα και πολλές ελπίδες δηλαδή. Πήρα μετά κουτσαίνοντας το πεζοδρόμιο, παρακαλώντας να βρω κάτι εκεί γύρω. Στα 200 μέτρα σταμάτησα καταϊδρωμένος –ωραία περιοχή! Να πεθαίνεις και να μη βρίσκεις φαρμακείο –αυτό θα πει, ανθρώπινη πόλη, σχεδιασμένη με σεβασμό στον πολίτη. Κάπου θα τα είχαν καταχωνιασμένα –συνήθως το ένα δίπλα στο άλλο κι ας απαγορευόταν. Ανταγωνισμός του κώλου. Είδα ένα ψιλικατζίδικο στα 20 μέτρα, έτρεξα προς τα κει.
«Καλώς τον», είπε η γριούλα πίσω από τον πάγκο.
«Καλώς σας βρήκα», απάντησα. Αρχαίοι άνθρωποι –υπήρχαν ακόμα λοιπόν; Κι αν ναι -γιατί;
Η γριούλα σήκωσε τα μάτια της, πάγωσε κάπως.
«Που χτύπησες παλικάρι μου;»
«Δεν είναι τίποτα. Έπεσα με τη μηχανή. Μήπως έχεις ασπιρίνες;»
Τσακίστηκε να μου βρει. Ακούμπησε κι ένα μπουκαλάκι νερό δίπλα στην μισοτελειωμένη καρτέλα –χάθηκε στο βάθος όσο κατέβαζα μια χούφτα παυσίπονα.
«Τι σας χρωστάω;» ρώτησα ενώ η ξινίλα κυλούσε από τον λαιμό προς το στομάχι.
«Τίποτα παλικάρι μου. Κοίτα να ξαπλώσεις -μην έχεις πάθει καμιά διάσειση …»
Ήθελα να πλησιάσω τη γριούλα και να βάλω τα κλάματα στην ποδιά της, αλλά, αντί γι΄αυτό, μουρμούρισα κάτι που έμοιαζε με «ευχαριστώ» -βιάστηκα να φύγω. Τύποι σαν εμένα λερώνουν αυτούς τους αρχαίους ανθρώπους, επειδή τους θυμίζουν ότι μας παραχάιδεψαν δίνοντάς μας πολλά και στερώντας μας τα πάντα.
Βγήκα λοιπόν έξω στο δρόμο, με ελαφρύτερο κεφάλι, γιατί τα παυσίπονα έχουν ακαριαία ψυχολογική επίδραση. Ο ήλιος εκεί –το χαβά του- αδυσώπητος. Θα σκότωνα για ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, αλλά δεν υπήρχε κανένας υποψήφιος τριγύρω. Ξεκίνησα να ξαναβρώ την Τενερέ –όλο και κάποια ιδέα θα είχε αυτή για να τη βγάλουμε καθαρή μέχρι την επιστροφής της Ρέας. Έστριψα στη γωνία αλλά φρέναρα απότομα –ένα λαδί αυτοκίνητο είχε παρκάρει και οι τύποι από μέσα χάζευαν την Τενερέ. «Καλώς τα παιδιά, καλώς τα παιδιά!» μουρμούρισα -κανένας δεν ήταν δίπλα μου για να μ΄ακούσει. Τελικά, ήξεραν και το σπίτι της Ρέας, τα πάντα ήξεραν οι κουφάλες! Άνοιξα τα πόδια, στηρίχτηκα και τους σημάδεψα με το αόρατο πιστόλι μου. Πυροβόλησα δυο φορές, τα τζάμια του αυτοκινήτου παρέμειναν άθικτα όσο οι τύποι ξεφλούδισαν κάτι σάντουιτς. Γύρισα κι εγώ την πλάτη, δεν είναι σωστό να ενοχλείς τους ανθρώπους όταν ετοιμάζονται να χλαπακιάσουν. Είχε ξεκινήσει εδώ και ώρα ένα κεφάτο απόγευμα, δεν θα αργούσε να γυρίσει σπίτι η Ρέα. Έπρεπε όμως να σκοτώσω τον χρόνο μου μέχρι τότε, έκανα μεταβολή γιατί θυμήθηκα ότι υπήρχαν κάτι πολυσινέμα εκεί γύρω. Δυο ωρίτσες στο σκοτάδι θα μου ήταν πολύτιμες.
Στήθηκα μπροστά από τα ταμεία για να κόψω εισιτήριο, οι οθόνες πάνω από το κεφάλι μου ανανεώνονταν συνέχεια, λες και ήμουν σε αίθουσα αναχωρήσεων αεροδρομίου.
«Ένα», είπα στην κοπέλα.
«Για ποια αίθουσα ενδιαφέρεται ο κύριος;» ρώτησε.
Έξυσα το κεφάλι –σε σινεμά είχα έρθει ή σε μπουρδελοξενοδοχείο;
«Για την εφτά», μουρμούρισα επειδή γούσταρα το συγκεκριμένο νούμερο.
«Η ταινία αρχίζει σε πέντε λεπτά», με πληροφόρησε η κοπέλα.
Χέστηκα, για να πούμε την αλήθεια.
Ο πιτσιρικάς με το διαφημιστικό πουκάμισο κοίταξε το εισιτήριό μου πριν με παραδώσει σε μια μεσόκοπη ταξιθέτρια. Εκείνη άνοιξε κάποια από τις σκοτεινές πόρτες και μου έφεξε μέχρι το κάθισμά μου με τον τερατώδη φακό, προφανώς για να μη γλιστρήσω. Χώθηκα στο βελούδινο κάθισμα και βλαστήμησα όταν τα γόνατά μου κοπάνησαν μπροστά –τι σκατά δηλαδή; Για Χόμπιτ προορίζονταν οι θέσεις αυτής της αίθουσας; Στο πανί έτρεχαν κάτι διαφημίσεις τσιγάρων –τις γουστάρω τις διαφημίσεις τσιγάρων, από τότε που ήμουνα πιτσιρικάς και παίζονταν στην τηλεόραση. Μετά ήρθαν οι νταβατζήδες της δημόσιας υγείας και τις απαγόρευσαν –επηρεάζουν, λέει, τα μικρά παιδιά κι έτσι… Βεβαίως δεν σκέφτηκαν να απαγορεύσουν όλα εκείνα τα σκατολοϊδια που είναι τίγκα στους σταθεροποιητές, ούτε νοιάστηκαν να γράψουν κάποιο σκρολάκι όσο παίζεται η διαφήμιση, που να προειδοποιεί, ας πούμε: «Προσοχή, η οδοντόκρεμα αυτή θα κάνει τα δόντια των παιδιών σας να φωσφορίζουν μέχρι και 100 χρόνια μετά τον θάνατό τους», «Προσέξτε, το συγκεκριμένο φρουτοποτό έχει συντηρητικά που θα σαπίσουν μακροπρόθεσμα το συκώτι των πιτσιρικιών σας». Ο μάγκας στην οθόνη άναψε τον Πρίγκιπα έχοντας περάσει κάποια ετοιμόρροπη γέφυρα στη ζούγκλα του πουθενά και μου χαμογέλασε πονηρά πριν χαζέψουμε παρέα το ηλιοβασίλεμα.
Μετά έπεσαν τα «Προσεχώς» -σιχτίρισα γιατί ήταν καταπληκτικές όλες οι ταινίες εκεί πέρα, αλλά καμιά από αυτές δεν θα παιζόταν αμέσως μετά. Αλήθεια, τι ταινία είχα έρθει να δω;
Κάτι στρατόκαυλοι Αμερικάνοι πετάχτηκαν τρέχοντας στο πανί, κοιτάζανε στους χάρτες τους και σχεδίαζαν την κατάληψη του Λόφου Χάμπουργκερ, ας πούμε. Από τα ονόματα των περιοχών μυρίστηκα Αφγανιστάν, Ιράν, Ιράκ … ξέρω ‘γω… Πριν μπω στο πνεύμα άλλαξε η σκηνή και είδα έναν γερασμένο κοντό γκόμενο να το παίζει διεφθαρμένος γερουσιαστής, μια γριά πολυβραβευμένη αγγούρω να κάνει την γριά πολυβραβευμένη δημοσιογράφο και τελικά, τον αιωνόβιο Αμερικάνο τυπά, που πάντα συμπαθούσα, να παίζει κάποιον πρώην χίππη καθηγητή –αλλά μονίμως τυπά, ξηγηθήκαμε; Για χάρη του έδωσα μια ευκαιρία στην ταινία, κρατήθηκα από τα στριφώματα πριν ξενερώσω, επειδή είχε μήνυμα το φιλμάκι –σε στυλ «να κάνουμε κάτι για όλα αυτά, ακόμα κι αν το κάτι έχει να κάνει με περιστασιακό ξεκοίλιασμα Αφγανών» και άλλα τέτοια ηρωικά, μόνο που δεν έπεφτε πολύ πιστολίδι σαν τα «Πράσινα Μπερέ». Έγειρα πίσω και σκέφτηκα να τον ψιλοπάρω καθότι χέσε μας Ροβέρτε με τα Αρνιά που ήρθαν στη θέση των Λιονταριών –αν έχεις το θεό σου δηλαδή!
Με ξύπνησε το ροχαλητό μου κοίταξα τριγύρω –άλλοι δύο ήταν στην αίθουσα, δεν έδειχναν να τους πειράζει. Στο πανί, μια από τα ίδια, ο γερουσιαστής, η δημοσιογράφος, ο καθηγητής και τα κομάντα. Έτρεχαν κάτι ελικόπτερα διάσωσης αλλά δεν πρόλαβαν να σώσουν τα παλικαράκια –μαλακίες, ούτε στο ιππικό δεν μπορούσες πλέον να βασιστείς. Έκλεισα πάλι τα μάτια και άφησα τους αχανείς διαλόγους να με νανουρίσουν –κάποια στιγμή άναψαν τα φώτα, πετάχτηκα. Είχα δει τίτλους αρχής, τώρα έπεφταν οι τίτλοι τέλους, πάει να πει μιάμιση ώρα και βάλε. Η Ρέα θα είχε επιστρέψει. Πάτησα κάτι πεταμένα ποπ κορν βγαίνοντας, όλα καλά.
Οι μάγκες ρούφαγαν φραπέδες μέσα στο λαδί αμάξι –αποφάσισα λοιπόν να μην τους διακόψω με την παρουσία μου. Έκανα ημικύκλιο βγαίνοντας στην πλαϊνή πρασιά της πολυκατοικίας, χώθηκα στο υπόγειο γκαράζ και περίμενα το ασανσέρ. Βγήκα στον αποπάνω όροφο από το διαμέρισμα της Ρέας, γιατί έτσι είχα δει να κάνουν σε κάτι γκαγκστερικές ταινίες, και κατέβηκα τα σκαλιά με προφυλάξεις. Παπάρια –κανένας δεν ήταν στον σκοτεινό διάδρομο.
Κόλλησα το αυτί μου στην πόρτα της Ρέας γεμάτος ελπίδα –ένα καζανάκι ακούστηκε από μέσα, περίμενα δυο λεπτά πριν χτυπήσω το κουδούνι. Κι αν είχαν μπει ήδη και με περίμεναν; Πάγωσα κάπως –αλλά εντάξει, δεν τρέχει τίποτα. Επισκέπτομαι μια παλιά φίλη –πόσα χρόνια φυλακή μπορεί να έχει δηλαδή η συγκεκριμένη πράξη;
Η Ρέα χαμογέλασε στο άνοιγμα της πόρτας, ειλικρινά, ανέμελα. Δεν έτρεχε τίποτα και δεν είχε πάρει χαμπάρι τους καργιόληδες με το λαδί αμάξι. Πίσω της το σπίτι μισοσκόταδο –δεν είχε προλάβει να ανάψει ούτε τα φώτα.
«Νωρίς επέστρεψες!» σχολίασε. «Πως αυτό; Με πεθύμησες τόσο γρήγορα;»
«Ναι, ο έρωτας κι ο πονόδοντος δεν κρύβονται … Κάνε πιο κει τώρα, να μπω γιατί ξεροστάλιασα περιμένοντας», είπα εγώ.
Κάθισα –έκανε να πάει προς την μπαλκονόπορτα, να την ανοίξει, μην βρωμίσει το δωμάτιο από τα μελλοντικά τσιγάρα μου.
«Κάτσε κάτω –μην ανοίξεις τα ρολά», την προειδοποίησα.
Γύρισε να με κοιτάξει.
«Είναι κάτι πούστηδες με λαδί αμάξι από κάτω», είπα.
Σωριάστηκε στην πολυθρόνα απέναντί μου.
«Πάλι τα ίδια …» ψέλλισε κατάχλομη.
«Μη μασάς. Θα φύγω σύντομα από το σπίτι σου και όλα θα τελειώσουν –μόνο μια βοήθεια χρειάζομαι γι’ απόψε», προσπάθησα να την καθησυχάσω.
«Δεν καταλαβαίνεις! Δεν τελειώνουν έτσι αυτά τα πράγματα! Θα με έχουν συνέχεια στο μάτι … συνέχεια πίσω μου … Όπως και την άλλη φορά …» έκρυψε το πρόσωπό της ανάμεσα στις παλάμες.
Δεν σηκώθηκα να την παρηγορήσω –δεν ήμουν ποτέ καλός στα ψέματα.
«Και τι έχεις να φοβηθείς ρε φιλενάδα;» πέταξα τη μπαρούφα μου.
Σήκωσε το κεφάλι. Με κοίταξε. Γέλασε –οίκτος ή απέχθεια; Ποτέ δεν ήμουν καλός στο να τα ξεχωρίζω.
«Τέλος πάντων, θέλω το αυτοκίνητό σου για απόψε το βράδυ», συνέχισα σα να μην έτρεχε τίποτα.
«Είσαι πολύ αρχίδι τελικά!» είπε η Ρέα.
«Η ζωή με κάνει, εσύ πως τη βγάζεις καθαρή αναρωτιέμαι», απάντησα γιατί δεν μπορούσα να μαζέψω το βρωμόστομά μου.
«Δώσε τσιγάρο», τσίριξε.
Έστριψα ένα και της το άναψα γιατί δε γούσταρα να μου μανουριάζει τον Ronson, όπως τις προάλλες. Έκανα κι ένα για μένα αφού βρήκα την ευκαιρία.
«Σε βαρέθηκα», ψιθύρισε φτύνοντας κομματάκια καπνού. «Έχεις έρθει εδώ πέρα με στυλάκι ‘τι να μου πείτε κι εσείς απ’ τη ζωή σας’ για να μας μπλέξεις φτου κι απ΄την αρχή! Λες και στο χρωστάμε, λες και ήσουν εδώ όταν σκούρυναν τα πράγματα, λες και είσαι σε θέση να έχεις απαιτήσεις γαμώ το στανιό σου!»
Δεν μου άρεσαν όσα έλεγε.
«Αυτό είναι το στυλάκι μου κι όποιος γουστάρει –έχω εύκαιρο κι ένα κουτί με σφαλιάρες, μπορώ να το ανοίξω άμα θέλεις. Όποιος θέλει δηλαδή –εδώ είμαι, εδώ και το κουτί. Μου έχεις ζαλίσει τον έρωτα επειδή έφυγα, λες κι έκανα του κεφαλιού μου, λες και δεν το είχαμε κανονίσει. Ξέρεις εσύ πως ήταν να σας περιμένω στο λεωφορείο και να με ζώνουν οι περίεργοι; Τι ήθελες να κάνω; Να κατέβω; Να σας ψάξω; Πως δηλαδή; Που; Εσείς να έρχεστε σε μένα κι εγώ να πηγαίνω σε σας; Ή να κατέβαινα από το Μάτζικ Μπας στην πρώτη στάση –στάση Κολοκυνθούς να πούμε; Τι ζητάς τώρα; Κι ακόμα δεν μου έχεις εξηγήσει –γιατί δεν ήρθατε. Θα μου πεις κάποτε; Θα μου κάνεις τη χάρη;»
Πετάχτηκα νευριασμένος από τα ίδια μου τα λόγια.
«Άστο καλύτερα –έχω μια δουλειά να τελειώσω, μετά θα αναπολήσουμε παρέα κάτω απ΄τους ευκάλυπτους. Εσύ μπορεί να τον ξέγραψες γιατί δεν είναι σε φόρμα να σε πηδήξει πλέον, εγώ όμως … »
Ένα χαστούκι έσκασε σα χειροκρότημα, διακόπτοντας απότομα την αγόρευσή μου. Πλημμύρισαν αίμα τα μάτια μου, πρόλαβα να τραβήξω μια μπουνιά στον τοίχο ακριβώς δίπλα στο πρόσωπό της –το χέρι μου γδάρθηκε.
Εκείνη πήδηξε στη μέση του δωματίου και κατέβασε το κεφάλι, όσο καθάριζαν τα μάτια μου και μ΄έτρεχαν οι κράμπες. Σωριάστηκα στην πολυθρόνα που καθόταν πριν.
«Δώσμου 10 λεπτά να μαζέψω το σακ βουαγιάζ μου και την έκανα», είπα τελειώνοντας το τσιγάρο μου.
«Δεν χρειάζεται να γίνουν έτσι τα πράγματα», μουρμούρισε η Ρέα.
«Πως αλλιώς να γίνουν; Παίζουν και κάτι κουζινομάχαιρα στα πέριξ κι αγριεύομαι ….» σχολίασα.
Η Ρέα γέλασε.
«Να το πάρεις το αμάξι -κοίτα πως θα καταφέρεις να γλιτώσεις από τους χαφιέδες εκεί έξω. Και κάτσε όσο γουστάρεις εδώ. Έτσι κι αλλιώς γαμήθηκε η κατάσταση, για μια ακόμα φορά».
Σηκώθηκα, πλησίασα και την κάθισα στον καναπέ –αγκαλιά.
«Φιλενάδα, περάσαμε χοντρά λούκια όλοι μας –ξέρεις γιατί; Επειδή ήμασταν χώρια. Τώρα όμως πάνε αυτά, θα μαζευτούμε. Και το ξέρεις, όταν μαζευόμαστε μπορούμε να γαμήσουμε το σύμπαν για μια ακόμα φορά. Έτσι δεν είναι;»
Χαζογέλασε κάνοντας φιλότιμη προσπάθεια να πιστέψει τις μαλακίες μου.
«Το αμάξι, τι το θέλεις;»
«Θα πάω από το σπίτι τους. Θέλω να κόψω κίνηση, να δω τι παίζει εκεί πέρα».
«Μόνο αυτό;»
«Μόνο. Για την ώρα …»
«Μην κάνεις καμιά βλακεία».
«Όχι. Για την ώρα …»
Σηκώθηκε απότομα και πήγε προς την τσάντα της. Έχωσε το χέρι μέσα, την άφησα να ψάξει με την ησυχία της όσο εγώ χάζευα το λαδί αμάξι από τις γρίλιες. Οι τύποι από κάτω διάβαζαν κάποια εφημερίδα, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Ήταν τόσο τρυφερή η στιγμή!
«Πάρτα και πρόσεχε», άκουσα τη φωνή της –με το ζόρι πρόλαβα να αρπάξω τα κλειδιά στον αέρα στριφογυρίζοντας το κορμί μου. Πόνεσα στα πλευρά, δίπλωσα κάπως.
«Τι έχεις ρε; Χτυπημένος είσαι;» έκανε η Ρέα.
Πήγε αυτόματα ν΄ανάψει το φως, την κράτησα.
«Άστο φιλενάδα. Καλύτερα να φύγω στο μισοσκόταδο –ναι, άρπαξα κάτι ψιλές, αλλά δεν τρέχει τίποτα, συνηθισμένος και τα λοιπά … Ευτυχώς δηλαδή που ήταν ο Σπήλιος εκεί δίπλα, αλλιώς θα με κάνανε αλοιφή για κάλους».
Άγγιξε ένα πρήξιμο στο μέτωπό μου, ένιωσα δροσιά από τα δάχτυλά της.
«Ο Σπήλιος ε; Ζει αυτό το απολίθωμα;»
«Έτσι θέλει να πιστεύει. Εγώ πολύ αμφιβάλλω …»
Γέλασε. Με φίλησε στο μάγουλο.
«Καλή τύχη ψοφίμι», ευχήθηκε.
Την τράβηξα κοντά μου, την αγκάλιασα και φίλησα τα χείλη της. Ήρεμα, μετά απομακρύνθηκα σλόου μόσιον.
Έμεινε να με κοιτάζει παραξενεμένη.
«Όταν γυρίσω, θα φέρω μαζί και τον γκόμενό σου –γι΄αυτό χουφτώνω τώρα που με παίρνει, κατάλαβες;» της έκλεισα το μάτι.
Ξεκαρδίστηκε.
«Άντε φύγε ρε γελοίε –και κοίτα να γυρίσεις», είπε.
«Θα γυρίσουμε», τη διόρθωσα ανοίγοντας την πόρτα.
Ούτε εγώ δεν πίστευα στις ελπίδες που της έδινα –το θέμα όμως ήταν να πιστέψει εκείνη.
Βγήκα με σβηστά τα φώτα από το γκαράζ, άφησα τη μηχανή του αυτοκινήτου να δουλεύει ρελαντί περιμένοντας. Ο δρόμος έξω από το σπίτι της Ρέας ήταν διπλής κατεύθυνσης με παρκαρισμένα στις δυο πλευρές, όταν άκουσα κάποιον κινητήρα να φορτώνει από την απέναντι πλευρά πετάχτηκα στο οδόστρωμα. Ένα πολυμορφικό με κάλυψε καθώς περνούσα φουριόζος, κοίταξα από τους καθρέφτες μετά από διαδοχικές στροφές στα πέριξ τετράγωνα, κανένας δεν με ακολουθούσε.
Η νύχτα είχε καθίσει μια χαρά, κυκλοφορούσα από παράδρομους και τα φώτα των απέναντι με στράβωναν. Έκανα μια προσπάθεια να βάλω μουσική –μαλακίες –μπήκε το ραδιόφωνο και μου γάνωσε το κεφάλι μέχρι να βρω από πού κλείνει. Κατέβασα το τζάμι, ρούφηξα αραιή υγρασία, είδα μαζεμένα σύννεφα –όλο και κάποια βροχή θα πέρναγε από την πόλη. Σύντομα. Χάζεψα φωτισμένα κτίρια όσο ανέβαινα τον περιφερειακό, ένα φωτισμένο παράθυρο θα πρέπει να ήταν της Ρέας αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να το σταμπάρω από εδώ πάνω.
Το αμάξι πήγαινε μόνο του, βγήκα για λίγο στην Μεσογείων η κίνηση μεγάλωσε, κόλλησα, ξεκόλλησα και πάλι απ΄την αρχή. Έστριψα στο δεντροφυτεμένο προάστιο και ανέβηκα τον κεντρικό δρόμο μέχρι το τέλος. Εκεί με περίμενε το σπίτι, το σπίτι τους. Φωτισμένα παράθυρα πίσω από μυτερά κάγκελα, γκαζόν στον κήπο.
«Ρε μαλάκα έσκισα το παντελόνι μου!»
«Πως το κατάφερες;»
«Μου μπήκε το κάγκελο ανάμεσα στις ραφές!»
«Καλά που δεν σου μπήκε στον κώλο να λες!»
«Γιατί; Μπορεί και να το γούσταρα –που ξέρεις;»
Ο Πέτρος έβγαλε το πουκάμισο έξω από το παντελόνι και κοιτάχτηκε. Μετά έψαξε στο βλέμμα μου.
«Λες να σώζεται η κατάσταση;»
«Ναι, αν περπατάς σαν πιγκουίνος».
Έξυσε το κεφάλι του. Έψαξα στο τζιν μπουφάν μου –τράβηξα μια παραμάνα.
«Πάρτη και βολέψου», του πρότεινα.
«Κι αν ανοίξει ρε; Θα μου κάνει τ΄αρχίδια σουβλάκι!»
«Μη φοβάσαι –είναι ασφαλείας».
«Η παραμάνα;»
«Ναι»
«Δεν μου φαίνεται για ασφαλείας. Με το ζόρι κλείνει».
«Αυτό θα πει ασφάλεια! Σε προστατεύει κι από τις λυσσάρες που θα επιχειρήσουν να σε χουφτώσουν».
«Μα … υπάρχουν τέτοιες;»
«Όχι –επειδή φοβούνται την παραμάνα!»
Καβάλησε προσεκτικά πίσω μου στη μοτοσυκλέτα.
«Με τσιμπάει ρε!» φώναξε στο αυτί μου.
«Είναι αυτό που λέμε ‘τσίμπα ένα αρχίδι’ σωστά;» γέλασα.
«Μη σου πω και δύο», τον άκουσα να χαχανίζει πίσω μου.
Μας παρακολούθησα καθώς χανόμασταν στην κατηφόρα και μετά στράφηκα ξανά προς το σπίτι. Μόνος μου. Ήταν φωτισμένα τα παράθυρα του ισογείου, τραβηγμένες οι κουρτίνες από την πλευρά της τραπεζαρίας. Ο καμπουριασμένος άντρας μπήκε κουβαλώντας ένα μπουκάλι και δυο κολονάτα ποτήρια. Μια γυναίκα φάνηκε από την μεριά της κουζίνας κρατώντας πιάτα. Τους κοίταζα όσο έστρωναν τραπέζι –προστατευμένος από τα φώτα που πλημμύριζαν την τραπεζαρία. Όσο πιο σκοτεινά είναι τα μυαλά των ανθρώπων, τόσο πιο φωτεινά είναι τα σπίτια τους. Άραξα αναπαυτικά στο κάθισμα –φάτε γουρούνια, φάτε, μέχρι να σας φάω εγώ και τους δυο σας.
Κατέβασα μετά από κάμποση ώρα το τζάμι, έστριψα τσιγάρο με το αριστερό ενώ ζύγιζα τον Ronson στο δεξί μου χέρι. Παρακολούθησα όσο έφερνε τούμπα μέσα στην παλάμη μου πριν ανάψει πυροβολώντας το σκοτεινό εσωτερικό του αυτοκινήτου. Ήταν ωραίο μαραφέτι ο άτιμος! Τράβηξα την πρώτη ρουφηξιά του τσιγάρου καταλαβαίνοντας ότι μαλακίστηκα ασυγχώρητα. Γιατί η πόρτα του συνοδηγού, είχε ανοίξει κι ένα κορίτσι βούτηξε στο διπλανό μου κάθισμα. Κοιταχτήκαμε στο μισοσκόταδο. Άναψα μετά τον Ronson και φώτισα τη φάτσα της. Η γκομενίτσα πρέπει να διέθετε τα πιο μαύρα μαλλιά που είχα δει στη ζωή μου, έπαιζαν και κάτι μάτια με ακτίνες Χ, μελιά μάτια διάστικτα πάνω από ένα διστακτικό σαρκώδες χαμόγελο.
«Τι γίνεται; Όλα καλά;» με ρώτησε πλαταίνοντας το χαμόγελο.
«Ας τα λέμε …» απάντησα τραβώντας πίσω τον αναπτήρα.
Μείναμε έτσι. Περίμενα.
«Πως από δω;» ξαναρώτησε εκείνη.
«Περιμένω το λεωφορείο», πήγα να κερδίσω χρόνο.
«Δεν περνάει λεωφορείο από δω», μάζεψε εκείνη το χαμόγελό της.
«Εγώ πάντως το περιμένω», είπα αποφασιστικά. «Αν θέλει ας περάσει. Αν δεν θέλει χεστήκαμε. Γι΄αυτό υπάρχουν και τα γιωταχί».
Έβγαλε κάποιο μαλακό πακέτο από το μπουφάν της, ψάρεψε ένα τσιγάρο, προσφέρθηκα να της ανάψω. Δέχτηκε, αλλά δεν με ευχαρίστησε. Κάπως αγενής η πιτσιρίκα.
«Τι κάνουμε τώρα; Θα μιλήσουμε για τον καιρό;» αναρωτήθηκα.
«Προτιμώ να μιλήσουμε για άλλα πράγματα», είπε εκείνη.
«Όπως;»
«Όπως ας πούμε, για το τι γυρεύεις στημένος εδώ έξω».
«Απαγορεύεται;»
«Όχι ότι επιτρέπεται κιόλας –έχω δίκιο;»
Άρχισα να φορτώνω.
«Και τι σε νοιάζει εσένα ρε πιτσιρίκα; Πως την είδες, ας πούμε, σεκιούριτι της γειτονιάς;»
Γέλασε πριν φυσήξει τον καπνό της στα μούτρα μου.
«Ας πούμε ότι την έχω δει ένοικος του σπιτιού που παρακολουθείς… Έχεις καμιά αντίρρηση;»
Κόντεψα να καταπιώ το τσιγάρο μου. Δεν μπορεί να ήταν η ….
Την κοίταξα αμίλητος.
«Αφού κατάπιες τη γλώσσα σου, δε με πας μέχρι εδώ πιο κάτω; Παίζει εκείνη η καφετέρια, όχι σπουδαία πράγματα, αλλά μπορούμε να μιλήσουμε ήσυχα. Τη θυμάσαι την καφετέρια έτσι;»
Τη θυμόμουν την καφετέρια. Γύρισα το κλειδί και ξεκινήσαμε. Απέφευγα να την κοιτάξω –ένιωθα άσπρος σα χαρτοπετσέτα.
«Που ΄σαι δικέ μου …» είπε τραβώντας το μανίκι μου.
Τινάχτηκα. Δεν μίλησα όμως. Αν το ξανάκανε αυτό, θα της έσκαγα καμιά ανάποδη στη μούρη.
«Κοίτα να βρεις τη φωνούλα σου μέχρι να φτάσουμε. Δεν είμαι καλή στη νοηματική, ξέρεις!»
Γύρισα πάλι μπροστά μου –κοίταξα τον έρημο δρόμο. Ήμουν απρόσεκτος και είχα μπλέξει άσχημα πριν ακόμα ξεκινήσω. Αλλά κι εκείνη -την είδα με την άκρη του ματιού μου να παίζει με τα κουμπιά του ραδιοφώνου –εκείνη, μακάρι να το καταλάβαινε σύντομα. Από έναν καφέ κρεμόταν η ζωή της.
Χαμογέλασα αλλάζοντας ταχύτητα στον κεντρικό δρόμο –ξαναβρήκα τη σιγουριά μου. Σύντομα θα έπινα την καταστροφή σκέτη, σε πορσελάνινο φλυτζάνι.
(συνεχίζεται φυσικά)
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
20 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Προχωράει τέλεια. Είναι ωραίο που βάζεις κάποια φλας μπακ (αυτό με τον Πέτρο και ... το όνομα του τύπου εδώ δεν το θυμάμαι)
το έκανες κ στις άλλες ιστορίες, είναι ωραία αυτά.
Κ φυσικά αφήνεις κενά πολλά για να αναρωτιώμαστε...
Υ.Γ. Εντάξει, αυτό με το μανίκι, το έχω διαβάσει, ξέρεις που... αλλά το έβαλες πολύ ωραία!
Καλή σου μέρα Motorcycle Boy. ανυπομονώ για την συνέχεια
Ναι, είπα να μην το ξεφτυλίσω αυτή τη φορά στα φλας μπακ, να τα βάλω κάπως με μέτρο (μπορεί και να τα καταφέρω).
Υ.Γ.: Χαίρομαι που καταλαβαίνεις την αναφορά με το μανίκι, γι΄αυτό τις βάζω κάτι τέτοιες αναφορές -για να θυμάμαι κι εγώ και να ψυλλιάζονται κάποιοι δικοί μου τι θα επακολουθήσει. Σωστός;
όσο μου φαίνεται κάπως επιτηδευμένος ο διάλογος σε σημεία, άλλο τόσο με γοητεύει σε άλλα. ίσως θά πρεπε να ναι έτσι. αναμένοντας τη συνέχεια.
Χαχαχα. Σωστός νομίζω!
Υ.Γ. Καμία σχέση με την προηγούμενη ιστορία. Σορρυ αλλά αυτή μ' αρεσει παρα πολύ!!!
revisionist συμφωνώ απολύτως μαζί σου για την επιτήδευση. Κι εμένα με απασχόλησε -αν πρέπει να είναι έτσι ή αν, απλά, πρέπει να βγαίνουν πιο "καθημερινοί" οι διάλογοι. Σκέφτηκα όμως οτι ήθελα να κάνω μια ας πούμε, κινηματογραφική, ιστορία και είπα να αφήσω κατά μέρος τον ρεαλισμό. Αν έκανα καλά ή άσχημα θα δείξει στο ρεζουμέ.
Ell, έτσι ακριβώς! Κι απ΄ότι φαίνεται "δεν τα καταφέραμε και άσχημα" ε;
Η προηγούμενη ιστορία έπρεπε να γίνει -ούτε εμένα μου άρεσε. Ενώ αυτή γίνεται γιατί μου αρ΄σει να τη διαβάζω -κατάλαβες τη διαφορά;
Η περιγραφή με την ασπιρίνη καιη τελευταία ατάκα "...δίνοντας πολλά και στερόντας μας τα πάντα"... πολύ πίκρα κι' ευαισθησία... μ' άρεσε καθότι σε φάση περίεργη.
Οταν λές γαμήθηκε η κατάσταση, εννοείς, γαμήθηκε η επανάσταση?
Πάντως μ' αρέσει αυτή η ιστορία σου πολύ και μου βγάζει μια ήρεμη σκληράδα και φοβισμένο ερωτισμό. Η πιτσιρίκα με το υπέροχο χαμόγελο είναι φοβερή μούρη και κάνει τις σωστές κινήσεις... Προχώρα... γουστάρουμε!
mas afhses sto kalitero.eisai kafros :P
mh to fas to koritsaki,balto sto portbagaz toulaxiston xexexe ade perimenoume to epomeno.
p.s.:a ne ksexasa polu kalo monoroufi efige k afto to sedonaki
Άτομο δεν χρειάζεται να είμαστε σε περίεργη κατάσταση για να δούμε οτι οι αρχαίοι γονείς μάς έδωσαν πολλά στερώντας μας τα πάντα. Μην ξεχνάς κιόλας οτι τον κολλητό του ήρωα, οι γέροι του τον έκλεισαν στο τρελλάδικο για να τον σώσουν. Κάτι που θα ήθελαν να κάνουν πολλοί γονείς με πολλούς από εμάς -σωστά;
Η Έλλη όντως φοβερή (κάπου έπρεπε να βάλω κι εγώ ΕΚΕΙΝΗ τη γυναίκα). Με γάμησε μέχρι να της βρω όνομα που να τον θυμίσει αλλά να μην το έχει χρησιμοποιήσει.
puppet αυτή η καινούργια πιτσιρίκα είναι ανάμεσα σε Μάχη και Άλεξ (τις θυμάσαι;) Είπα να κεράσω τα καλλίτερα σε αυτή την ιστορία -άρα, δεν πρόκειται να τη φάω. Αυτή μάλλον θα τους φάει όλους.
Χεχε,ναι είμαι κάφρος -από την εποχή των τηλεοπτικών σήριαλ ήθελα να κόψω ιστορία σε σημείο αγωνίας.
Επρεπε να κρατήσεις το όνομά της για έκπληξη στο επόμενο επεισόδιο. Ποτέ κανείς δεν χρησιμοποιεί τα αληθινά ονόματα για τα πραγματικά πρόσωπα... Θύμισέ μου να σου πώ μερικά πολύ ωραία και σπάνια ονόματα που αντιπροσώπευαν σπάνια κορίτσια του...
Πάντως δεν φαινόταν ότι πήγαινε να τη φάει... τη στιγμή που του τραβάει και το μανίκι! μάλλον το αντίθετο!
Το όνομα το έδωσα για να την περιμένουν. Σαφώς και δεν χρησιμοποιούνται αληθινά ονόματα.
Ναι, σιγά μην μπορούσε να την φάει αλλά ο αποπάνω σχολιαστής με έχει πάρει από φόβο
Κοίτα κ μενα μου έκανε εντύπωση αυτή η φράση: "...δίνοντας πολλά και στερόντας μας τα πάντα"
αλλά είπα άστο γιατί μπορεί να εννοείς κάτι άλλο από αυτό που νομίζω. Δλδ αυτή η γιαγιά δείχνει αγάπη χωρίς να νοιαζεται ποιος είναι κ τι. Προσφέρει αμέσως βοήθεια.
Πού είναι το κακό με την αγάπη; Με την κακομεταχείριση δλδ γίνονται καλύτερα τα παιδιά;
Λένε ότι όταν είναι πολύ μικρά τα παιδιά που δεν ξέρουν ακόμα κανόνες κλπ, ουτε καν να μιλάνε, μόνο αγκαλιές, φιλιά κ συναισθήματα καταλαβαίνουν. Επίσης βρέθηκε ότι σε χώρες που είναι οικονομ. πιο άσχημα, αγρότισσες που συνήθιζαν να έχουν "κολλημένα" τα παιδία πάνω τους, στην αγκαλιά τους καθώς δουλευανε, αυτά τα παιδιά είναι πιο ήρεμα κ πιο σίγουρα με λιγότερες ή κ καθόλου φοβίες. Σε αντίθεση με το δυτικό πρότυπο, που είναι πιο παρατημένα κ γιατροί συνηστούσαν να τα αφήνουν να κλαίνε κ να μην τα αγκαλιάζουν πολύ κ φυσικά τα πιο πολλά μεγαλώνουν με νταντάδες.
Τέλοσπάντων, εγώ νομίζω ότι η κακομεταχείριση (όχι μόνο αυτά που είπα πιο πάνω, η κακομεταχειρ. γενικά) κάνει τους ανθρώπους σκληρους κ τους γεμίζει μίσος κ οργή για όλους.
Το άλλο που λες τώρα με τον Πέτρο, δεν ξέρω, θα δούμε στην πορεία μ' αυτόν. Ελπίζω να μας εξηγήσεις.
Α, κ από ό,τι λέτε "Θύμισέ μου να σου πώ μερικά πολύ ωραία και σπάνια ονόματα που αντιπροσώπευαν σπάνια κορίτσια του..."
Τουλάχιστον ο ήρωας είναι πρόσωπο που ξέρετε εσύ και ο... ανώνυμος
Αντε να δούμε... το όνομα του τύπου δεν το 'χεις βάλει ακόμα
Δεν μιλάω, ούτε προτείνω κανενός είδους κακομεταχείριση. Απλά μιλάω για μια προηγούμενη γενιά γονέων που έκαναν αυτό ακριβώς -έδιναν πολλά στα παιδιά τους, θυσιάζονταν γι΄αυτά και στο τέλος τα κατέστρεφαν. Ξέρεις γιατί; Επειδή δίνοντας, θεωρούσαν οτι αποκτούσαν δικαιώματα στις ζωές των παιδιών τους. Θυσία, αλλά όχι ανιδιοτελής. Γιατί τους στερούσαν τα πάντα σε τελική ανάλυση, στερώντας τους το δικαίωμα αυτοδιάθεσης.
Η γριούλα της ιστορίας δεν κάνει κάτι κακό -απλά προκαλεί τις σχετικές αναμνήσεις στον ήρωα.
Για τον Πέτρο, το έχω γράψει από τη δεύτερη συνέχεια της ιστορίας οτι οι γέροι του τον έκλεισαν στο τρελλάδικο.
Όχι, όχι -δεν μιλάει για σπάνια κορίτσια του ήρωα. Για κάποιου άλλου τα σπάνια κορίτσια μιλάει ο ανώνυμος. Συγνώμη που δεν μπορώ να γράψω περισσότερα γι΄αυτό.
Πάντως, ο ήρωας της ιστορίας δεν έχει όνομα γιατί δεν κατάφερα να του βρω κάποιο όνομα ακόμα. Μαλακία μου, αλλά το αφήνω έτσι -τον αφήνω να διαλέξει μόνος του, γιατί μπορεί τελικά το όνομά του να παίξει κάποιο ρόλο στην ιστορία. Δεν ξέρω -εκείνος ξέρει.
Ναι, κατανοητό αυτό που λες κ συμφωνώ απόλυτα. Γι αυτό είπα ότι μάλλον εννοείς κάτι άλλο.
Παρατήρησα εξ αρχής ότι δεν έβαλες όνομα. Κ δε με χαλάει καθόλου. Εμένα μ' αρέσει που το αφήνεις έτσι.
Για τον ανώνυμο κ γω αυτό καταλαβα, ότι μιλάτε για κάποιον που ξέρετε κ μάλλον έχει το ρόλο του ανώνυμου ήρωα στην ιστορία.
Αμάν πια με τους ανώνυμους. Κ γω πολλές φορές θέλω να γράφω ανώνυμα αλλά είμαι σιγουρη ότι θα με καταλάβεις
Όπως ακριβώς το λες -ο κάποιος για τον οποίο μιλάμε καθορίζει τον ήρωα της ιστορίας. Αλλά μου φαίνεται οτι στο κάνω πολύ εύκολο, οπότε σταματάω.
Ε, αυτοί είναι άλλου είδους ανώνυμοι.
Μου το κάνεις εύκολο;;;
Τέλοσπάντων. Είδα ότι έβαλες κ κάτι καινούριο επάνω. Κ πήρε το μάτι μου κάτι ψιλοοργισμένο...
πάω..
Πολύ βρισίδι φιλενάδα. Φόρτωσα κάπως.
Μη βάλεις όνομα στον ήρωα... οι πραγματικοί ήρωες δεν χρειάζονται όνομα, πράξεις μόνο.
Κάπως παρόμοια το είχα σκεφτεί κι εγώ -τιμής ένεκεν ας πούμε.
Θα δείξει.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!