Προηγούμενα:
1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο
2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα
3. Οι γυναίκες είναι ακριβό χόμπυ
4. Η πονεμένη ιστορία της Βίβιαν
Απόγευμα, ομίχλη,
σταγόνες να περιφέρονται στην ατμόσφαιρα σε στυλ ψιλόβροχο -ο σταθμός της
Κατερίνης -μυρωδιά Άσσος φίλτρο, τσίχλα Άνταμς και κάτουρο. Έφυγα αεροπλανικά
(κανονικός Λωποδύτης Φάντασμα) για να μην πέσω πάνω της, οι γνωριμίες του
τρένου δεν αντέχουν σε στέρεο έδαφος. Μπερδεμένα πράγματα, «προς τα πού πας;»
«εκεί πάω κι εγώ –να μοιραστούμε το ταξί;» τι με νοιάζουν εμένα όλα αυτά; «Να,
από κει είναι το σπίτι μου» «εδώ απέναντι είναι το κλαμπ», χέστηκα στην τελική.
Δεν έχω ώρα για τρυφερότητες, προέχει να βρω ένα βρώμικο ξενοδοχείο κι ένα
ακόμα πιο βρώμικο φαρμακείο, υπάρχουν προτεραιότητες. Μπήκα στο μοναδικό ταξί
που περίμενε έξω από το σταθμό.
«Πού πάμε;» ρώτησε
ένας γλίτσης με αρχές φαλάκρας.
«Ξέρεις κάνα φτηνό
ξενοδοχείο;»
Γύρισε να με
κοιτάξει.
«Τι ξενοδοχείο; Εδώ
κοντά;»
«Φτηνό να ‘ναι κι
όπου να ‘ναι».
Ξεκίνησε φουριόζος.
«Ξέρω ένα φτηνό και
καθαρό», με πληροφόρησε.
Μαλακίες –θα με
πήγαινε όπου έπαιρνε μίζα, αλλά βαριόμουν να ψάξω περπατώντας στους υγρούς
δρόμους.
«Κάτι ακόμα, έχω
δουλειά στο Τόξο...» έκανα αδιάφορα.
«Το Τόξο είναι μισή
ώρα από δω», είπε.
«Υπάρχει κάνα
ξενοδοχείο εκεί πέρα;»
Γέλασε.
«Στο Τόξο;»
«Όχι, στη
Θεσσαλονίκη. Κοντά είναι –θα πετάγομαι...» σφύριξα.
«Το Τόξο είναι
μιάμιση ώρα γεμάτη από τη Θεσσαλονίκη», είπε.
«Αλλά από την
Κατερίνη;» ρώτησα χαμογελαστά.
«Από δω πέρα; Μισή
ωρίτσα».
«Γι΄αυτό κι εγώ
σκέφτηκα να μείνω στην Κατερίνη», του εξήγησα υπομονετικά. «Εκτός αν υπάρχει
ξενοδοχείο στο Τόξο».
«Στο Τόξο δεν
υπάρχει ούτε ταβέρνα», χαζογέλασε. «Μια εκκλησία, πέντε σπίτια κι αυτό είναι
όλο».
Τεντώθηκα στο
κάθισμά μου για να ξεμουδιάσω –ο ταρίφας ήταν σκέτη διάνοια.
«Τελικά, θέλεις
ξενοδοχείο;» με ξαναρώτησε.
«Εκτός αν προτιμάς
να με φιλοξενήσεις σπίτι σου», πρότεινα.
«Δε χωράμε –έχω
γυναίκα και τρία παιδιά».
«Να σου ζήσουν»,
του ευχήθηκα.
Με είχε
εντυπωσιάσει ο τύπος κι όσο δεν έπαιρνε χαμπάρι την καζούρα τόσο περισσότερο
τον θαύμαζα.
«Ευχαριστώ», είπε.
«Κι εσείς; Τι δουλειές έχετε στο Τόξο αν επιτρέπεται;»
«Είμαι γεωπόνος και
συμμετέχω σ΄ένα πρότζεκτ –καταγράφουμε την πορεία του βέλιουρα στη Βόρειο
Ελλάδα».
Κόντεψε να
τρακάρει.
«Βέλιουρα δε θα
βρεις –μουχρίτσα και δάκο μόνο», σχολίασε με βαρυσήμαντο ύφος.
«Έχουμε κάτι
μαρτυρίες οτι εθεάθη», ανακοίνωσα.
«Τι εθεάθη;»
«Βέλιουρας».
«Να πας στο
συνεταιρισμό, ο γραμματέας είναι ξαδερφάκι μου, θα σε εξυπηρετήσει», μου είπε.
«Δεν θα παραλείψω»,
τον διαβεβαίωσα.
Σταματήσαμε έξω από
ένα τριώροφο με ετοιμόρροπα πατζούρια.
«Εδώ είμαστε»,
ανακοίνωσε.
«Το ξενοδοχείο;»
ρώτησα φοβισμένα.
«Ναι. Πολύ καθαρό».
«Καθαρό –εντάξει.
Αλλά θ΄ αντέξουν τα σκαλοπάτια μέχρι ν΄ ανέβω σε δωμάτιο;» αναρωτήθηκα.
«Έλα καημένε, πώς
κάνεις έτσι; Μείνε στο ισόγειο άμα φοβάσαι», φώναξε ο ταξιτζής.
«Δίκιο έχεις»,
παραδέχτηκα και τον πλήρωσα κατεβαίνοντας.
Στο ξενοδοχείο με
υποδέχτηκε μια εμπροσθοβαρής μεσόκοπη η οποία, αφού προβληματίστηκε κάμποσο για
το ποιο απ΄ όλα τα άδεια δωμάτια να μου δώσει, με έστειλε στον πρώτο όροφο
σχολιάζοντας:
«Είστε τυχερός που
ελευθερώθηκε αυτό το δωμάτιο. Έχει καταπληκτική θέα».
Και όντως, ήταν
καταπληκτική η θέα αν σου άρεσαν τα αυτοκίνητα που μπαίνανε γκαζώνοντας στον
κεντρικό δρόμο της πόλης και φρακάρανε επειδή άλλα αυτοκίνητα αποφάσισαν να
κινηθούν ανάποδα στη ροή, ή να παρκάρουν καταμεσής του δρόμου ή απλώς να
ξεκωλιαστούν στα κορναρίσματα. Έκλεισα τις κουρτίνες με προσοχή γιατί φοβόμουν
μη μου μείνουν στα χέρια –το ύφασμά τους άχρωμο και καμένο από τη σκόνη. Δοκίμασα
το στρώμα του κρεβατιού το οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα για την καχυποψία μου,
ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε από την κουβέρτα. Ένιωσα σαν στο σπίτι μου. Ανέβαλα
το μπάνιο για μετά τη βόλτα στην πόλη, τακτοποίησα τα ελάχιστα υπάρχοντά μου,
έριξα ένα κατούρημα και κατέβηκα πρόσχαρος τα τριζάτα σκαλιά.
Πλησίασα στη
ρεσεψιόν.
«Έχει εδώ κοντά
κάνα φαρμακείο;» ρώτησα.
«Πρώτος δρόμος
δεξιά», μουρμούρισε η γυναίκα χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από το σταυρόλεξο
που την παίδευε.
«Αφήνω το κλειδί»,
την ειδοποίησα.
Σήκωσε τους ώμους
αδιάφορα κι έτσι βγήκα στο ψοφόκρυο, είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, τα
αυτοκίνητα κινούνταν σπασμωδικά –κανένας δεν ήθελε να μείνει για πολύ στους
βρεμένους δρόμους κατά πώς φαινόταν. Στο φαρμακείο βασίλευε ερημιά παρ΄ όλο που
το καμπανάκι της πόρτας ειδοποίησε για την άφιξή μου.
Χάζεψα ένα σταντ με
καπότες, περιεργάστηκα κάτι ανατριχιαστικές οδοντόβουρτσες, λίγο ακόμα και θ΄
άρχιζα να τρώω τις καραμέλες για το βήχα, ευτυχώς βγήκε ένας γεράκος με
πολυεστιακά γυαλιά και σκοροφαγωμένο μουστάκι.
«Συγνώμη, έκανα μια
ένεση», δικαιολογήθηκε.
Μια γρια βγήκε πίσω
του, έφτιαξε το μαντήλι της κι έφυγε κουτσαίνοντας.
«Δεν πειράζει»,
έκανα φιλικά.
«Τι θα θέλατε;»
Του ζήτησα ένα
κουτί από τα χάπια μου.
«Αυτά έχουν κωδεϊνη
μέσα», διαπίστωσε.
«Το ξέρω», παραδέχτηκα.
«Δεν μπορώ να τα
δώσω χωρίς συνταγή...»
«Έφυγα βιαστικά από
την Αθήνα και τα ξέχασα –όπως καταλαβαίνετε δεν έχω ούτε τη συνταγή μαζί μου»,
προσπάθησα να τον καλοπιάσω.
«Καταλαβαίνω,
λυπάμαι», είπε.
«Δεν υπάρχει
περίπτωση να....» πρότεινα, βγάζοντας ένα πενηντάρι.
«Τι λέτε κύριε, θα
χάσω την άδειά μου», κλαψούρισε ο γεράκος.
Τον λυπήθηκα, δε
μου έκανε καρδιά να επιμείνω.
«Εντάξει», είπα.
«Και συγνώμη που τέλος πάντων... Αλλά αυτά τα χάπια μού είναι απαραίτητα».
«Λυπάμαι», ξανάπε
εκείνος θέλοντας πλέον φανερά να με ξεφορτωθεί.
Γύρισα την πλάτη.
«Καληνύχτα»,
μουρμούρισα.
«Να πάτε στο καλό».
Κοντοστάθηκα.
«Υπάρχει ένα χωριό,
το Τόξο...» είπα.
«Δεν έχουν
φαρμακείο εκεί πέρα», με πρόλαβε.
Γύρισα πάλι προς το
μέρος του.
«Δεν ήθελα να
ρωτήσω αυτό», του εξήγησα. «Ήθελα να μάθω γενικά για το χωριό, έχω κάτι
δουλειές εκεί πέρα...»
«Τι δουλειές;»
Σκέφτηκα να
ξαναπαίξω τον γεωπόνο αλλά ο φαρμακοποιός δεν έμοιαζε τόσο ηλίθιος όσο ο
ταρίφας.
«Κάνω ρεπεράζ για
μια ταινία», εκμυστηρεύτηκα.
«Τι;» γούρλωσε τα
μάτια ακούγοντας περί ταινίας.
«Ρεπεράζ –ψάχνω
μέρη που θα γίνουν τα γυρίσματα».
«Κατάλαβα»,
χαμογέλασε. «Και τι ταινία είναι αυτή;»
«Κωμωδία. Ένας
ελληνοαμερικάνος επιστρέφει στο χωριό του ψάχνοντας να βρει τη γυναίκα που είχε
ερωτευτεί πριν ξενιτευτεί».
Ο φαρμακοποιός είχε
πλέον βγει ο μισός πάνω από τον πάγκο του, κρεμόταν από το στόμα μου.
«Και τι γίνεται;»
ρώτησε ανυπόμονα.
Επέστρεψα κοντά
του, αυτό τον τρόμαξε κάπως αλλά η περιέργεια ακόμα τον τριβέλιζε. Κοίταξα γύρω
μου συνωμοτικά.
«Κανονικά δεν
πρέπει να τα λέμε αυτά –οι υποθέσεις των ταινιών είναι μυστικές», ψιθύρισα.
«Καταλαβαίνω»,
έκανε όλο απογοήτευση.
«Αλλά νομίζω οτι
είστε εχέμυθος άνθρωπος, ίσως μπορώ να σας πω δυο πράγματα», σκέφτηκα φωναχτά.
«Εχέμυθος βεβαίως.
Η εχεμύθεια είναι βασική προϋπόθεση του επαγγέλματός μας», είπε βιαστικά. «Εγώ
ξέρω από τι πάσχουν οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης, φαντάζεστε τι θα
γινόταν αν έβγαινα και τα έλεγα στον καθένα;»
«Δεν θέλω ούτε να
το φανταστώ», τον καθησύχασα. «Λοιπόν, αυτή η γυναίκα...»
«Ποια γυναίκα;»
«Πού ψάχνει να βρει
ο ελληνοαμερικάνος...»
«Α, ναι...»
«Αυτή έφυγε όταν
ξενιτεύτηκε εκείνος. Πήγε στην Αθήνα, έγινε διάσημη ηθοποιός αλλά πέρασαν τα
χρόνια, γύρισε πίσω στο χωριό και κρύβεται...»
«Γιατί κρύβεται;»
«Κρύβεται επειδή
θέλει να αποφύγει τη δημοσιότητα....»
Τον είδα να
απογοητεύεται, βλαστήμησα από μέσα μου.
«Κι επειδή είχε μια
σχέση με έναν πρώην πρωθυπουργό και την κυνηγάνε οι δημοσιογράφοι», συμπλήρωσα.
Η μούρη του
φωτίστηκε ξανά.
«Τι μου λέτε»,
θαύμασε.
«Όπως ακριβώς σας
τα λέω», επιβεβαίωσα. «Όταν λοιπόν επιστρέφει εκείνος κι αρχίζει να ψάχνει στο
χωριό, η γυναίκα νομίζει οτι είναι δημοσιογράφος και προσπαθεί να τον
αποφύγει...»
«Καλά –και δεν
βρίσκεται ένας από τους συχωριανούς να τον αναγνωρίσει και να της το πει;»
έκανε συνεπαρμένος ο γέρος.
Ρε, μ΄έναν πούστη
που μπλέξαμε....
«Όχι, κανένας δεν
τον αναγνωρίζει γιατί έχει γεράσει πλέον –αφήστε που κι ο ίδιος δεν αποκαλύπτει
την ταυτότητά του για να της κάνει έκπληξη».
«Τι ηλίθιος»,
κάγχασε ο φαρμακοποιός.
«Έτσι γίνονται οι
κωμωδίες, μέσα από παρεξηγήσεις», είπα εγώ.
«Και στο τέλος;»
«Στο τέλος τη
βρίσκει και παντρεύονται ως συνήθως», του ξεφούρνισα.
Χαμογέλασε σαν
παιδάκι.
«Και θα το γυρίσετε
στο Τόξο;» έκανε.
«Έτσι λέμε. Αλλά
πρέπει να βρω τα μέρη, αυτή είναι η δουλειά μου... Υπάρχει κι άλλο ένα
πρόβλημα...» είπα μυστηριωδώς.
«Τι πρόβλημα;»
έκανε ξέπνοος.
«Δεν έχουμε
καταλήξει στη γυναίκα...»
«Έτσι ε; Και πώς
πρέπει να είναι αυτή;»
Του περιέγραψα την
Λίζα Φωτίου όπως τη φανταζόμουν να είναι σήμερα. Έξυσε το κεφάλι του.
«Ίσως βέβαια να μη
γίνει και τίποτα εδώ πέρα. Έχω να κάνω ρεπεράζ και σε άλλα μέρη»,
εκμυστηρεύτηκα.
«Υπάρχει αυτή η
περίπτωση;» ψέλλισε σχεδόν τρομοκρατημένος
«Και βέβαια
υπάρχει... Εξαρτάται πολύ από τη γυναίκα, την ηθοποιό...» του έκοψα τα πόδια.
«Έχω ακούσει κάτι
φήμες....» μουρμούρισε.
«Τι φήμες;» έκανα
δήθεν αδιάφορα.
«Είναι περίεργο
αλλά από την αρχή που μου είπατε την υπόθεση της ταινίας.... Ε, λοιπόν να με
πάρει ο διάβολος αν δεν μοιάζει μ΄ αυτά που έχουν ακουστεί στο Τόξο...»
«Τι έχει ακουστεί;»
«Για μια παλιά
ηθοποιό, πολύ διάσημη που έχει έρθει και μένει στο χωριό».
«Ηθοποιό;» έκανα με
ξαφνικό ενδιαφέρον.
«Μια παλιά....»
«Όνομα δεν έχει;»
«Ε, θα έχει
–γίνεται να μην έχει;»
Περίμενα λίγο αλλά
δεν έδειχνε διατεθειμένος να πει ονόματα.
«Και πού μένει
τέλος πάντων αυτή η ηθοποιός;»
«Στο Τόξο... έξω
από το χωριό, στα χωράφια».
Ξεφύσησα δήθεν
ανυπόμονα.
«Κι εγώ τι θα κάνω;
Θα ψάχνω στα χωράφια για να τη βρω; Δεν πάνε έτσι αυτά τα πράγματα...»
Ο φαρμακοποιός ήταν
πλέον σε απόγνωση.
«Πώς να σας
βοηθήσω;» αναρωτιόταν.
«Απλά είναι τα
πράγματα –δώστε μου το όνομα και το τηλέφωνο της κυρίας για να επικοινωνήσω
μαζί της», πρότεινα.
«Λένε οτι είναι η
Φωτίου –τη θυμάστε;»
«Κάτι θυμάμαι»,
έκανα στο δήθεν. «Αλλά θα πρέπει να τη δω, όπως καταλαβαίνετε...»
«Δεν έχω το
τηλέφωνό της, ότι θέλει με παίρνει αυτή... Αν ρωτήσετε στο χωριό να σας δείξουν
προς τα που είναι τα χωράφια... Θα το δείτε το σπίτι της, δίπατο με μπλε
κάγκελα, έχει κι ένα αυτοκινητάκι, ένα Πεζό κόκκινο που το παρκάρει απέξω...»
Του χαμογέλασα
ενθαρρυντικά, ο άνθρωπος φάνηκε να ηρεμεί.
«Ήσασταν πολύ
συνεργάσιμος», του είπα. «Ίσως, χάρη σε σας να γυριστεί εδώ η ταινία».
«Μα, αυτό θα ήταν
υπέροχο», πανηγύρισε, αλλά αμέσως κόμπιασε.«Μια στιγμή.... Για τα χάπια που μου
ζητήσατε προηγουμένως...»
Περίμενα γεμάτος
ελπίδα.
«Ελπίζω να κατανοείτε
οτι θα παρανομούσα αν σας τα έδινα...»
Σε κάτι τέτοιες
περιπτώσεις η πρώτη μου σκέψη είναι να πλακώσω τον άλλο στις φάπες και να πάρω
οτι χρειάζομαι –ειδικά όταν πρόκειται για τόσο γελοία άτομα. Όμως είχα μια
δουλειά να τελειώσω και αποφάσισα να το δω επαγγελματικά το θέμα.
«Μην ανησυχείτε»,
τον καθησύχασα. «Σας κατανοώ απολύτως».
Κι έφυγα.
Δυο στενά παρακάτω
βρήκα αυτό που έψαχνα –μια κάβα έτοιμη να κλείσει, χώθηκα μέσα κι αγόρασα
Στολίσναγια μαζί με 2-3 μπουκαλάκια τόνικ. Κρατώντας τα αγκαλιά επέστρεψα στο
ξενοδοχείο ελπίζοντας οτι έτσι θα κατάφερνα να αντιμετωπίσω, όσο πιο
αποτελεσματικά γινόταν, τον πόνο.
Πίσω στο τρισάθλιο
δωμάτιο του ξενοδοχείου, μετά από ένα καυτό μπάνιο και με την παλαιολιθική
τηλεόραση ανοιχτή, τυλιγμένος στις κουβέρτες σαν τον Καθιστό Βούβαλο, εξασκώ
τις αντοχές μου. Το πρώτο νεροπότηρο βότκα τόνικ κοντεύει να τελειώσει και
ψάχνω για καμιά ταινία της προκοπής –λοιπόν, πόσες είναι οι πιθανότητες; Μια
στις χίλιες ή περισσότερες; Κόντρα σε κάθε πρόβλεψη πέφτω πάνω στο «Μπαρφλάι»
-κοιτάζω απορημένος, κάποιος μου κάνει πλάκα.... Είμαι στη σκηνή που ο Χένρι
Τσινάσκι γνωρίζει τη Γουάντα, στεναχωριέμαι λίγο που έχω χάσει τον
πρώτο καυγά με τον μαλάκα τον μπάρμαν αλλά κατεβάζοντας το μισό από το δεύτερο
νεροπότηρο ξεχνιέμαι. Η Γουάντα μετράει τον Χένρι με βλέμμα αράχνης.
Γουάντα: Δεν
αντέχω τους ανθρώπους. Τους μισώ.
Χένρι: Ναι –ε;
Γουάντα: Εσύ δεν
τους μισείς;
Χένρι. Όχι. Αλλά
αισθάνομαι καλύτερα όταν δεν είναι τριγύρω.
Στήνω τα δυο
μαξιλάρια πίσω μου, νιώθω μια όμορφη ζέστη σε όλο το κορμί, μισοκλείνω τα
μάτια, την ξέρω σχεδόν απέξω την ταινία. Ίσως να με παίρνει και λίγο ο ύπνος,
πάντως αδειάζω τα ποτήρια μηχανικά –σαν ασθενής που κάνει θεραπεία κι όντως
έτσι είναι. Στην οθόνη, μια κουλτουρέ εκδότρια άρτι αφιχθείσα από το κομμωτήριο
προσπαθεί να βάλει στον ίσιο δρόμο τον θρυλικό συγγραφέα Χένρι Τσινάσκι.
Τούλι: Γιατί δεν
σταματάς να πίνεις; Ο καθένας μπορεί να γίνει αλκοολικός.
Χένρι: Ο καθένας
μπορεί να μην γίνει αλκοολικός. Θέλει ειδικά προσόντα για να γίνεις
αλκοολικός. Χρειάζεται αντοχή. Η αντοχή είναι πιο σημαντική από την αλήθεια.
Χαμογελάω, σηκώνω το ποτήρι μου και
χαιρετίζω τη δήλωση αλλά ανακαλύπτω οτι το ποτήρι είναι άδειο κι η βότκα
άφαντη. Αγχώνομαι, κοιτάζω μέσα στις κουβέρτες, στριφογυρίζω, κάτι με ενοχλεί
στο μπούτι, ψάχνω –το μπουκάλι της
βότκας πιτσιλάει τα σεντόνια. Το αρπάζω, πλέον δεν χρειάζομαι τόνικ.
Γουάντα: Μισώ
την αστυνομία –εσύ;
Χένρι: Δεν ξέρω.
Αλλά αισθάνομαι καλύτερα όταν δεν είναι τριγύρω.
Οι κουβέντες τους,
τα πρόσωπά τους κοντά το ένα στο άλλο στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου μέχρι που
δεν μπορώ να ξεχωρίσω τίποτα πια.
Ιδρώτας,
μαρσαρίσματα αυτοκινήτων, χτυπήματα σε τοίχους και πατώματα, πονοκέφαλος
–καλημέρα.
Τηλεοπτικός
βομβαρδισμός, αποτρόπαιες εικόνες –γυαλιστεροί άντρες με πολύχρωμους σκελετούς γυαλιών
γυναίκες με έντονα μαλλιά και φουστάνια γεμάτα πολύχρωμες κινούμενες κηλίδες
–πέρασα ξυστά στην ακτινοβολία της συσκευής καταφέρνοντας να την απενεργοποιήσω
λαχανιασμένος. Χρειαζόμουν επειγόντως δυο καφέδες και πέντε ασπιρίνες.
Μια ώρα αργότερα είχα
κατορθώσει να ελέγξω την ταχυπαλμία μου, κάπνιζα αμέριμνος μπροστά από τη
δεύτερη κούπα καφέ και χάζευα τους τοίχους ενός δήθεν φιλικού μαγαζιού τίγκα
στους λυμασμένους πιτσιρικάδες. Αυτή η πόλη ήταν άσχημη, κι αν έκρινα από τα
παιδιά τριγύρω μου, τα πράγματα θα χειροτέρευαν με το πέρασμα του χρόνου. Μια
ακατάσχετη φασαρία καθώς κανένας δεν άφηνε τον άλλο να τελειώσει τη φράση του,
ατέρμονη επίδειξη κινητών τηλεφώνων και σάλια από τα μισάνοιχτα στόματα των
παιδιών που προσπαθούσαν να τσιρίξουν κρατώντας φιλτράκια στριφτών τσιγάρων
ανάμεσα στα δόντια τους. Βιάστηκα να συνέλθω και να φύγω από εκεί μέσα πριν με
βρουν τα χειρότερα.
Ο ταξιτζής που
αναλαμβάνει να με πάει στο Τόξο έχει το αυτοκίνητό του πεντακάθαρο και μιλάει
λιγότερο από κωφάλαλο. Δεν ανοίγει καν ραδιόφωνο, οδηγεί στρωτά αφήνοντας την
πόλη, κοιτάζει μονάχα τα σπίτια και τα χωράφια με ύφος εξερευνητικό. Θα
ορκιζόμουν οτι είναι χαφιές των μπάτσων αλλά αυτοί δε βάζουν γλώσσα μέσα τους
–ο χαφιεδισμός είναι ξάδερφος της ανασφάλειας.
«Δεν πηγαίνω μέσα
στο χωριό –θέλω να με αφήσεις στα χωράφια», του λέω.
«Κάπου
συγκεκριμένα;» ρωτάει κοιτάζοντάς με από τον καθρέφτη.
«Στο διώροφο με τα
μπλε κάγκελα...» ψελλίζω σίγουρος οτι θα πέσει κάποιο κράξιμο.
«Εντάξει», απαντάει
ήρεμα ο ταξιτζής.
Δεν πιστεύω στην τύχη
μου.
Όταν φτάνουμε τον
ρωτάω πώς θα γίνει να τον ειδοποιήσω για να με γυρίσει πίσω στην Κατερίνη, μού
δίνει αμίλητος μια κάρτα με το τηλέφωνό του κι εξαφανίζεται.
Είμαι μόνος έξω από
τον πύργο του Δράκουλα –εντάξει, όχι ακριβώς... Το σπίτι μοιάζει ερειπωμένο
αλλά αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά θ΄ ανακαλύψεις οτι μονάχα μέρος του είναι
παρατημένο. Από εδώ που στέκομαι διακρίνω ένα παράθυρο του πρώτου ορόφου τίγκα
στις γλάστρες, ακριβώς δίπλα υπάρχει άλλο παράθυρο με σπασμένο τζάμι, πρόχειρα
επισκευασμένο με μονωτική ταινία. Για να τα δω όλα αυτά χρειάζεται να χοροπηδάω
προσπαθώντας να ξεπεράσω τα μπλε κάγκελα με τους κισσούς και να αδιαφορήσω για
τα κωλόσκυλα (σίγουρα δύο) που ουρλιάζουν από την αυλή του σπιτιού. Το κόκκινο
Πεζό δεν φαίνεται πουθενά.
Βγαίνω στην άλλη
άκρη του δρόμου, κάθομαι κάτω από μια λεύκα μπας και σταματήσουν να γαβγίζουν
τα σκυλιά, ανάβω τσιγάρο. Η περιοχή μυρίζει φυτοφάρμακα και κοπριά, απορώ πώς
κατάφερε να συνηθίσει σ΄αυτό το περιβάλλον μια καλοζωισμένη πρώην ντίβα. Και
μετά βγαίνει ο ήλιος που παραφύλαγε κρυμμένος πίσω από κάποια σύννεφα, προσπαθώ
να προφυλαχτώ από τη λάμψη του, οι λεύκες δεν βοηθάνε καθόλου.
Ευτυχώς ακούγεται ο
θόρυβος κινητήρα και σε λίγο εμφανίζεται το κόκκινο Πεζό πετώντας χώματα.
Βιάζομαι να σηκωθώ. Το Πεζό παρκάρει άτσαλα έξω από το σπίτι, μια γυναίκα
βγαίνει κουβαλώντας πλαστικές σακούλες. Έχει μακριά άσπρα απεριποίητα μαλλιά
και το μπουφάν που φοράει τής είναι τουλάχιστον δυο νούμερα φαρδύτερο. Την
πλησιάζω διστακτικά για να διαπιστώσω οτι είναι αρκετά πιο κοντή απ΄ότι
δείχνει. Στρέφεται προς το μέρος μου, τα σκυλιά έχουν φρυάξει μέσα από την
αυλή.
«Ποιος σου είπε πού
μένω;» ρωτάει απότομα.
Το πρόσωπό της
γεμάτο τσιτωμένα νεύρα, αυτή η γυναίκα μοιάζει με ελατήριο που ακόμα
λειτουργεί.
«Τι σημασία έχει;»
απορώ.
«Δεν έχει ε;»
χαμογελάει. «Άντε γαμήσου τότε».
Και μου γυρίζει την
πλάτη.
Εδώ ακριβώς είναι
το σημείο που πρέπει να κάνω πίσω. Να τηλεφωνήσω στον Κωνσταντινίδη και μετά να
πάρω το πρώτο τρένο της επιστροφής για να εισπράξω την αμοιβή μου.
«Μισό λεπτό», λέω.
Δε σταματάει.
«Πρέπει να σας
εξηγήσω», επιμένω.
Γυρίζει προς το
μέρος μου σηκώνοντας ένα σκελετωμένο δάχτυλο.
«Αν μπεις σ΄αυτό το
σπίτι μαλάκα, θα μου είναι πολύ εύκολο να βάλω τα σκυλιά να σε ξεσκίσουν», μου
λέει.
«Εντάξει», συμφωνώ.
«Αρκεί να μην το κάνεις πολύ γρήγορα».
Πνίγει ένα
χαμόγελο.
«Δεν υπάρχει τίποτα
να αποδείξεις», με διαβεβαιώνει.
Ανασηκώνω τους
ώμους όσο εκείνη ξεκλειδώνει την αυλόπορτα. Την πλησιάζω ενώ τα σκυλιά ορμάνε.
«Κάτω», λέει απαλά,
σα να μιλάει στον εαυτό της.
Τα σκυλιά μαζεύονται
γρυλίζοντας.
«Έχει κάνα δυο
σακούλες ακόμα στο αυτοκίνητο», μου εκμυστηρεύεται.
Πηγαίνω στο Πεζό,
παίρνω τις σακούλες και βιάζομαι να την προλάβω. Μου κάνει κιόλας εντύπωση
γιατί, λες να ήξερε οτι θα ερχόμουν, έχει αφήσει τις πιο βαριές σακούλες –τα
πλαστικά χερούλια ξεχειλώνουν επικίνδυνα σε κάθε μου βήμα. Και τα κωλόσκυλα μού
τραβάνε τα μπατζάκια.
Μπαίνουμε στην
κουζίνα του ισογείου.
«Άστες εδώ», λέει
χωρίς να με κοιτάζει.
Κάνω έτσι ακριβώς.
«Κάτσε»,
μουρμουρίζει. «Θέλεις καφέ;»
Κάθομαι στο τραπέζι
της κουζίνας και παραδέχομαι οτι θα ήθελα έναν καφέ. Εκείνη πηγαίνει στην
καφετιέρα και μου γεμίζει μια κούπα. Με σερβίρει σε δίσκο.
«Ευχαριστώ πολύ»,
μουρμουρίζω όσο ετοιμάζει τον δικό της καφέ.
Κάθεται απέναντί
μου, φέρνει τασάκι κι ένα πακέτο φτηνά τσιγάρα.
«Λοιπόν;»
αναρωτιέται. «Ποιος πούστης σου είπε πού μένω;»
«Πού το κατάλαβες
τόσο γρήγορα;» αναρωτιέμαι με τη σειρά μου.
Ξεσπάει σ΄ένα άγριο
γέλιο.
«Η αδερφάρα ο
Βίκτορας –ποιος άλλος...» διαπιστώνει.
«Τον απείλησα»,
λέω.
«Ναι; Με ποιο
τρόπο; Ή σου λέει πού μένω ή δεν έχει πίπα;»
Ανάβω τσιγάρο
αμίλητος.
«Ο Βίκτορας δεν
ξέρει το σπίτι μου», λέει η Φωτίου.
«Σ΄ αυτό με βοήθησε
ένας φαρμακοποιός από την Κατερίνη», παραδέχομαι.
«Ο σκατόγερος...»
φτύνει η Φωτίου. «Πουθενά δεν μπορεί κανείς να είναι ήσυχος στις μέρες μας...»
«Ποτέ δεν
μπορούσε», παρατηρώ.
«Κι εσύ τώρα τι
θέλεις;» αγριεύει.
«Τίποτα
ιδιαίτερο... Με πλήρωσαν να σε βρω για ένα αφιέρωμα που θα κάνουν στον Μανιάτη
και θέλουν να μιλήσεις...»
Σκύβει πάνω από το
τραπέζι πλησιάζοντάς με.
«Είσαι καργιόλης ή
μαλάκας;» σφυρίζει.
«Ενίοτε και τα
δύο», τη διαβεβαιώνω. «Αλλά δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει με το θέμα...»
«Κανένας δεν κάνει
αφιέρωμα στον Μανιάτη ρε πούστη –οι συγγενείς του το απαγορεύουν», τσιρίζει.
«Δεν το ήξερα
αυτό», λέω. «Ίσως όμως να έχει γίνει κάποια συνεννόηση...»
«Είσαι απλώς
ηλίθιος τελικά», διαπιστώνει γελώντας. «Ποια συνεννόηση ρε βλάκα; Ακόμα κι έτσι
να ΄ταν θα υπήρχε ρητός όρος να μη μιλήσω...»
«Γιατί;»
«Ίσως επειδή
χωρίσαμε κάπως βίαια; Επειδή τον έστειλα φυλακή –έστω κι αν ήταν προφυλάκιση
μόνο; Πώς σου φαίνονται αυτά;»
Ανάβω καινούργιο
τσιγάρο.
«Αυτά είναι παλιές
ιστορίες», λέω.
«Άρα οι δικοί του
δεν θα έχουν πρόβλημα να πω οτι ο Νίκος Μανιάτης ήταν ανίκανος να γαμήσει αν
δεν έπαιρνε πρώτα μάτι», υπέθεσε κοιτάζοντάς με πλάγια.
«Δεν νομίζω οτι
είσαι τόσο ηλίθια για να πεις κάτι τέτοιο –ποιος ο λόγος άλλωστε; Θα
καταστρέψεις την εικόνα ενός ανθρώπου χωρίς αποδείξεις...»
«Κορόιδο», ξεφύσησε
συνθλίβοντας το τσιγάρο της.
«Εντάξει», είπα.
«Εμένα η δουλειά μου τελειώνει κάπου εδώ. Θα ενημερώσω οτι σε βρήκα –αν θέλεις
μπορείς να μου δώσεις έναν αριθμό τηλεφώνου για να επικοινωνήσουν μαζί σου...»
«Ποιος ο λόγος;»
γέλασε. «Η απάντηση είναι αρνητική εκ των προτέρων...»
«Η απάντηση σε τι;»
απόρησα.
Σηκώθηκε φουριόζα,
σάρωσε τα ντουλάπια και επέστρεψε με ένα μπουκάλι.
«Κονιάκ», μου
εξήγησε.
«Μια χαρά»,
παραδέχτηκα.
Έριξε μπόλικο στην
κούπα του καφέ μου κι άλλο τόσο στη δική της.
«Δεν ξέρεις τίποτα
από την ιστορία;» ρώτησε.
«Απολύτως», τη
διαβεβαίωσα.
«Εσύ τώρα –τι μέρος
του λόγου είσαι;» θέλησε να μάθει.
«Λούης Πετράς».
«Παρακάτω».
«Δουλειές του
ποδαριού. Αναζητήσεις, εξυπηρετήσεις, στην ανάγκη δέρνω κιόλας, αλλά μονάχα αν
είμαι σίγουρος οτι δεν θα τις φάω».
Γέλασε.
«Δέρνεις
–ενδιαφέρον. Αν σου λέγανε να τις φας μόνο;»
«Όλα έχουν την τιμή
τους», απάντησα.
«Πώς κι έτσι;»
«Η ζωή...»
φιλοσόφησα.
«Παπαριές. Δεν
μπορεί να γεννήθηκες δέρνοντας...»
«Εντάξει, θα πρέπει
να παραδεχτώ οτι ξεκίνησα ελπιδοφόρα», χαμογέλασα.
«Και μετά τι
έγινε;»
«Ληστεία μετά φόνου
–ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων...» δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να της τα λέω
όλα αυτά.
Κούνησε το κεφάλι
της.
«Αυτός ο κόσμος
είναι γαμημένος», παρατήρησε. «Κι ότι μας φαίνεται όμορφο θα μας γαμήσει
βαθύτερα στην πορεία...»
Χαμογέλασα.
«Δεν ήξερα οτι
ασχολείσαι με τη φιλοσοφία», παρατήρησα.
«Άντε χάσου βλάκα»,
έκανε ναζιάρικα.
Άρχιζα να διακρίνω
πάνω της τα σημάδια της ντίβας.
«Τόσα χρόνια...»
μουρμούρισε. «Ποτέ δεν τα κατάφερα να γίνω ηθοποιός πάντως. Σ΄ αυτό ήταν
αξεπέραστος ο Μανιάτης, ίσως επειδή ήταν ανίκανος να γαμήσει σαν άνθρωπος. Είχε
μάθει το μουνόπανο να κρύβεται, να αλλάζει πρόσωπα... Έπαιζε σ΄όλη του τη ζωή,
έναν ρόλο, δυο ρόλους ταυτόχρονα... Κάποιες στιγμές έπαιξε και περισσότερους,
έτσι νομίζω. Με είδε σ΄εκείνη την ταινία –σε μια σκηνή έπαιζα την ερωτευμένη με
ένα γέρο για να κάνω το γαμπρό του να ζηλέψει –κάποια υπόθεση, έτσι; Και του
έλεγα «αχ, μα πιάστε εδώ που πονάει», με είδε ο Μανιάτης και κάβλωσε. Βλέπεις,
την τότε γυναίκα του έπρεπε να την πηδάει κανονικά, δεν μπορούσε να τη βάλει σε
παρτούζες, κόρη μεγαλολεφτά.... Απορώ, τώρα που το ξανασκέφτομαι.... Πώς την
πήδαγε; Τι φανταζόταν;» σταμάτησε και με κοίταξε.
«Δεν ξέρω»,
παραδέχτηκα. «Δεν διαθέτω πολλή φαντασία».
Γέλασε.
«Έπαιζε», μου
ξεκαθάρισε. «Ήταν τόσο μεγάλος ηθοποιός το μουνόπανο που μπορούσε μέχρι
κι αυτό να το παίξει».
Θαύμασα τις
υποκριτικές ικανότητες του Μανιάτη χωρίς να σχολιάσω.
«Ακόμα κι έτσι...»
μουρμούρισα, έτσι για να πω κάτι.
«Την ταινία θέλουν
ρε βλάκα», γέλασε κουρασμένα η Φωτίου.
«Ποια ταινία;»
ρώτησα.
«Εγώ, ο συχωρεμένος
ο Κουδουνάς κι ο Μανιάτης....»
«Κουδουνάς;»
«Ένας κομπάρσος με
θητεία σε τσόντες».
«Λοιπόν;»
«Ε, δεν
καταλαβαίνεις;»
Καταλάβαινα.
«Προσπάθησαν κι
άλλες φορές να μου την πάρουν –τότε την ήθελαν για να προφυλάξουν το Μανιάτη.
Αλλά η ταινία ήταν το μοναδικό χαρτί που είχα στα χέρια μου. Αν την έχανα θα με
φύτευε...»
«Ποιος;»
«Ποιος άλλος;»
«Και λοιπόν;»
«Όταν ζόρισαν τα
πράγματα πήγα στον Αλευρά, καλό κουμάσι κι αυτός... Ήμουνα όμως
προστατευμένη... Με σβήσανε από τον χώρο, εντάξει, δεν έχασε η Βενετιά βελόνι
γιατί από ηθοποιία...»
Γέλασα, ίσως και να
θίχτηκε λίγο.
«Το θέμα είναι οτι
με αφήσανε να φύγω, να ησυχάσω... ακόμα καλύτερα, με πληρώσανε να
εξαφανιστώ...»
Άδειασε την κούπα
της και την ξαναγέμισε κονιάκ.
Κοιταχτήκαμε
αμίλητοι.
«Γιατί στα λέω όλα
αυτά;» αναρωτήθηκε.
«Επειδή ελπίζεις
οτι δεν θα σε δώσω τελικά», υπέθεσα.
«Είσαι όντως
μαλάκας τελικά», ξεκαρδίστηκε.
Και μετά...
«Όντως;»
«Το σκέφτομαι», της
είπα.
«Πάρε τα λεφτά
αγόρι μου, αυτοί τα ξέρουν ήδη», είπε.
«Και τότε γιατί με
βάλανε να σε ψάξω;»
«Βρες το μόνος
σου», μου πρότεινε.
Σκέφτηκα. Μια
τσόντα με το Μανιάτη και τη Φωτίου (κι ας μην υποβαθμίζουμε την πικάντικη
συμμετοχή του Κουδουνά) θα έφερνε μπόλικο χρήμα σε όποιον την κυκλοφορούσε,
αλλά πώς θα γινόταν αυτό;
«Με πόσα λεφτά θα
πούλαγες την ταινία;» τη ρώτησα.
«Γιατί; Πόσα μου
προσφέρεις;» σκλήρυνε.
«Τίποτα, δεν είναι
δική μου δουλειά. Εγώ μόνο να σε βρω ανέλαβα».
«Αν δεν είναι δική
σου δουλειά μην ασχολείσαι», είπε.
Τα σκυλιά ήρθαν έξω
από την πόρτα της κουζίνας κι αρχίσανε να την ξύνουν με τα νύχια τους.
«Ευτυχώς που τα ‘χω
κι αυτά», μουρμούρισε.
«Εδώ στην ερημιά
είναι όντως επικίνδυνα», υπέθεσα.
«Όχι όσο επικίνδυνα
είναι στην πόλη», απάντησε.
«Να πηγαίνω...»
πρότεινα.
«Ναι», έκανε
αφηρημένα. «Να σε ρωτήσω κάτι;»
Περίμενα.
«Υπάρχει καμιά
ταινία μου που να σου άρεσε;» τα μάτια της φωτίστηκαν.
Σκέφτηκα,
προσπάθησα να θυμηθώ, στο τέλος κατάφερα να βρω μία απ΄αυτές που παίζανε με τον
Μανιάτη.
«Περνούσαμε καλά
τότε», αναπόλησε. «Νόμιζα οτι θα αντέχαμε...»
«Χάρηκα που σε
συνάντησα», της είπα φεύγοντας.
«Μαλακίες. Κι εγώ
θα χαιρόμουν αν σε συναντούσα πριν 10 χρόνια και σου πέταγα τα μάτια έξω...»
απάντησε.
«Αν με συναντούσες
πριν 10 χρόνια δεν θα χαιρόσουν καθόλου», τη διαβεβαίωσα. «Ήμουν ακόμα φυλακή».
«Μη με ανάβεις
μεσημεριάτικα», μούγκρισε.
Γέλασα.
Με πήγε μέχρι την
αυλόπορτα κι εκεί με αγκάλιασε.
«Δε δέχομαι συχνά
επισκέψεις», δικαιολογήθηκε.
Περπάτησα κάνα
χιλιόμετρο πριν πάρω τηλέφωνο τον ταξιτζή –ήμουν στον κεντρικό δρόμο κάτω από
μια ταμπέλα με το όνομα του χωριού.
«Έρχομαι», μου είπε
κι έκλεισε.
Ο ήλιος έπαιζε
κρυφτό με τον πονοκέφαλό μου, το κονιάκ με είχε γαμήσει –γλυκερή αναγούλα,
πιάστηκα από την ταμπέλα προσπαθώντας να ξεράσω. Άδικός κόπος.
Βρήκα μια
αξιοπρεπώς μεγάλη πέτρα και κάθισα, άναψα τσιγάρο, ζαλίστηκα λίγο –η πέτρα
μετακινήθηκε αλλά δεν έπεσα. Η Λίζα Φωτίου ήταν μια άγρια γυναίκα που
υποχωρούσε απεγνωσμένα, τι ακριβώς ήθελε απ΄ αυτήν ο Κωνσταντινίδης; Δεν ήταν
δουλειά μου να ξέρω, οπότε το άφησα έτσι. Επέλεξα τον αριθμό του στο κινητό
μου.
«Λέγε», έκανε
βιαστική η φωνή του.
«Έξω από το Τόξο,
σ΄ένα σπίτι με μπλε κάγκελα, στα χωράφια», είπα.
«Εντάξει –θα περάσω
να σε πληρώσω», μούγκρισε πριν το κλείσει.
Εκείνη τη στιγμή
πέρασε το ταξί μου, σηκώθηκα αλλά δεν σταμάτησε. Έμεινα να κοιτάζω τον δρόμο,
στο πεντάλεπτο το ταξί ξαναγύρισε.
«Είχα να αφήσω έναν
πελάτη εδώ πιο κάτω», είπε ο ταξιτζής καθώς έμπαινα μέσα.
Βολεύτηκα στο πίσω
κάθισμα χωρίς να βγάλω άχνα.
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!